Εκτός από τους αποστόλους και τους συνεργάτες τους που αναφέραμε, κι άλλοι εργάστηκαν για την διάδοση του χριστιανισμού. Π.χ στην Έφεσο ο Απολλώ, ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα.
Οι κήρυκες απευθυνόμενοι στον ελληνιστικό κόσμο χρησιμοποίησαν την ελληνική γλώσσα στην οποία γράφηκαν και τα βιβλία της Κ.Δ. Και η εκκλησία της Ρώμης χρησιμοποίησε τη γλώσσα αυτή.
Η καταστροφή των Ιεροσολύμων έσβησε το προνόμιο της πόλεως στην οποία κηρύχθηκε ο χριστιανισμός. Έτσι έλλειψε ο κίνδυνος να παρουσιαστεί η εκκλησία σαν μία επιπλέον Ιουδαϊκή αίρεση.
Πριν από την καταστροφή της πόλεως, οι χριστιανοί με τον επίσκοπο Συμεών, έφυγαν και εγκαταστάθηκαν πέρα από τον Ιορδάνη ποταμό, στην Πέλλα η οποία ήταν ειδωλολατρική πόλη.
Η εκκλησία αυτή έζησε χωρισμένη από από τους άλλους χριστιανούς και δέχτηκε αιρετικές ιδέες. δέχτηκε ένα είδος υιοθετισμού, γιατί έλεγαν ότι ο Ιησούς επειδή ήταν αφοσιωμένος στο νόμο, έγινε αργότερα Χριστός και γι' αυτό οι οπαδοί του μπορούν να του μοιάσουν. Αυτοί ονομάστηκαν Εβιωνίτες, που σημαίνει φτωχοί. ήταν αφοσιωμένοι στον Μωσαϊκό νόμο και από την Κ.Δ χρησιμοποιούσαν μόνο το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο και δεν δέχονταν τον Απόστολο Παύλο. Από την επαφή τους με τους Εσαίους πρόσθεσαν και άλλες αιρετικές δοξασίες. Είχαν την περιτομή με το βάπτισμα, ήταν χορτοφάγοι, πίστευαν στην καλή και στην κακή δημιουργία, και αντί για οίνο χρησιμοποιούσαν στην Θεία Ευχαριστία νερό. Στα μέσα του Β΄αιώνα συμφωνούσαν με την Εκκλησία όπως διαπίστωσε ο συγγραφέας Ηγήσιπος που προέρχονταν από την ομάδα αυτή.
Τα χριστιανικά κέντρα από τα οποία διαδόθηκε ο χριστιανισμός την εποχή αυτή ήταν : Η Παλαιστίνη, η Φοινίκη, η Τύρος, η Σιδώνα, η Πτολεμαϊδα.
Στη Συρία σημαντικό χριστιανικό κέντρο ήταν η πρωτεύουσα Αντιόχεια, από κει ξεκίνησε τη δράση του ο Απόστολος Παύλος.
Στην Μικρά Ασία όπου πρώτος εργάστηκε ο Πάλυος είναι γνωστές οι εκκλησίες της Πισιδίας, Παμφυλίας, Λυκαονίας, Γαλατίας, Καππαδοκίας. Επίσης οι εκκλησίες του Πόντου, της Βιθυνίας, οι επτά εκκλησίες της Ιωνίας οι οποίες αναφέρονται στην Αποκάλυψη. Ακόμη γνωστή ήταν η Εκκλησία της Εφέσου, στην οποία έδρασε ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής. Στην Ελλάδαγνωστές είναι οι πόλεις που επισκέφθηκε ο Παύλος και στις οποίες ίδρυσε εκκλησίες.
Άγνωστο είναι το ποιος ίδρυσε την εκκλησία της Ρώμης. Ίσως ιδρύθηκε από χριστιανούς εμπόρους που την επισκέφθηκαν.
Στην Γαλατία την οποία κατέκτησε ο Ιούλιος Καίσαρ (58-51 π.Χ) οργανώθηκαν τρεις επαρχίες με πρωτεύουσα τη Λυών. Στη Λυών επίσκοπος ήταν ο Φωτεινός, μαθητής του Πολυκάρπου επισκόπου Σμύρνης και αυτό τον διαδέχθηκε ο Ειρηναίος που καταγόταν από την Σμύρνη.
Στα Ιεροσόλυμα επειδή οι απόστολοι ήταν απασχολημένοι με το κήρυγμα και δεν είχαν καιρό να εξυπηρετήσουν τα δείπνα των χριστιανών, δημιουργήθηκαν παράπονα από τους ελληνιστές χριστιανούς και οι απόστολοι εισηγήθηκαν να διοριστούν επτά χριστιανοί με πίστη και σοφία για να αναλάβουν το έργο αυτό (Πραξ.6,3). Αργότερα αυτοί ονομάστηκαν διάκονοι και το αρχικό τους λειτούργημα συνδέθηκε με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Δύο απ' τους επτά, ο Στέφανος και ο Φίλιππος κήρυτταν, ο δεύτερος όμως όπως φαίνεται από τη δράση του στη Σαμάρεια δεν είχε το δικαίωμα να μεταδίδει το Άγιο Πνεύμα.
Πέρα από τους αποστόλους αναφέρονται φορείς του Αγίου Πνεύματος, οι λεγόμενοι χαρισματούχοι. Επίσης αναφέρονται προφήτες, διδάσκαλοι, ευαγγελιστές, ποιμένες, κυνερνήσεις, προϊστάμενοι και άλλοι με χαρίσματα ιαμάτων (Ά κορ. 12,28)
Τα αξιώματα αυτά στην μεταποστολική εποχή εξαφανίστηκαν ή συνταυτίστηκαν με τα άλλα που έμειναν. Από την Κ.Δ έμειναν τα τρία γνωστά αξιώματα της εκκλησίας: Του διακόνου, του πρεσβυτέρου και του επισκόπου. Αυτά δεν χαρακτηρίζονται ως χαρίσματα, αλλά προέρχονται από διορισμό και ενεργοποιούνται με επίθεση των χειρών και προσευχή.
Στην αποστολική εποχή είναι επίσης γνωστός και ο θεσμός των διακονισσών που βοηθούσαν στο έργο τους, τους διακόνους και υπηρετούσαν τις γυναίκες.
ΤΙ ΗΤΑΝ ΟΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ: Οι επίσκοποι ήταν προϊστάμενοι, γιατί τελούσαν το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και είχαν το καθήκον να διοικούν και να διδάσκουν με την καθοδήγηση των αποστόλων. Γι' αυτό και διακρίθηκαν από τους πρεσβυτέρους, οι οποίοι έγιναν αξιωματούχοι και τελούσαν υπό των επισκόπων.
Ο Παύλος στην προς Τιμόθεον Α΄επιστολή (3, 1-7) ξεχωρίζει τα προσόντα που πρέπει να έχει ο επίσκοπος ως διαφορετικά από του πρεσβυτέρου και παραγγέλλει στον Τιμόθεο να διορίζει πρεσβυτέρους. Ο επίσκοπος έπρεπε να είναι ενάρετος, σύζυγος μιας γυναίκας κλπ (Α΄Τιμ. 3,2), αντιπροσώπευε τον Χριστό και έπρεπε να αβτιπροσωπεύει το λαό στην αναμενόμενη παρουσία του Κυρίου.
Ο Ιγνάτιος, επίσκοπος Αντιοχείας (110) όταν μιλάει για επισκόπους βάζει πάντοτε στο πλευρό τους και το πρεσβυτέριο. Δηλαδή οι αποφάσεις δε λαμβάνονταν μόνον από τον επίσκοπο. Θεωρεί τον επίσκοπο ως κέντρο της ενότητας της τοπικής εκκλησίας και τον κυριότερο αντίπαλο των αιρετικών. Η υποταγή στον επίσκοπο θεωρείται ως υποταγή στον Θεό. Η εν Χριστώ ενότητα των πιστών σημαίνει ενότητα γύρω από τον επίσκοπο και το πρεσβυτέριο χωρίς τους οποίους εκκλησία ου καλέιται.
ΛΑΤΡΕΙΑ-ΜΥΣΤΗΡΙΑ
Οι χριστιανοί των Ιεροσολύμων στην αρχή πήγαιναν όπως πρώτα στο ναό του Σολομώντος και προσεύχονταν, το ίδιο έκαναν και οι απόστολοι. Στις Πράξεις αναφέρεται ότι πρόσφεραν και θυσία αγνισμού. (Πραξ. 21,26)
Θεία Ευχαριστία-Αγάπες: Στην αρχή γινόταν κάθε μέρα, ύστερα όμως περιορίστηκε στο βράδυ της Κυριακής. Συγκεντρωνόταν στα υπερώα ιδιωτικών σπιτιών για τη λατρεία αυτή.
«Οι πιστοί στα Ιεροσόλυμα ήσαν προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και την κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς» (Πραξ. 2,42)
Οι συναθροίσεις αυτές περιελάμβαναν λοιπόν κήρυγμα σχετικά με την διδασκαλία και το έργο του Χριστού, τελούνταν η Θεία Ευχαριστία και έλεγαν προσευχές.
Δεν υπήρχαν καθορισμένες προσευχές αλλά γινόταν πρόχειρα απ’ όποιον ήθελε. Διάβαζαν αναγνώσματα από την Π. Διαθήκη και αργότερα από την Καινή Διαθήκη.
Διδασκαλία έκαναν οι Απόστολοι, όταν ήταν παρόντες, οι επίσκοποι, οι πρεσβύτεροι ή όποιος άλλος είχε την ικανότητα.
Σημαντικό στοιχείο στις λατρευτικές συναθροίσεις ήταν τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Δηλαδή θαυματουργικές θεραπείες, αποκαλύψεις , φωτισμός νου και γλωσσολαλία ή χάρισμα γλωσσών, επίσης προφητείες.
Γλωσσολαλία: Δεν είχε σχέση με τις γλώσσες που μιλούσαν την ημέρα της Πεντηκοστής.
Εδώ οι λαλούντες γλώσσες βρίσκονταν σε ένα είδος εκστάσεως και άρχιζαν να μιλούν. Ούτε αυτός που μιλούσε, ούτε αυτοί που άκουγαν καταλάβαιναν τα λεγόμενα. Η επικοινωνία μεταξύ τους γινόταν με κάποιον ερμηνέα και αν δεν υπήρχε κανείς τέτοιος δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν τίποτα απ’ όσα λέγονταν.
Ο Απόστολος Παύλος θεωρεί τη διδασκαλία που γίνεται απλά και κατανοητά προτιμότερη από τη γλωσσολαλία. Επιθυμούσε το φαινόμενο αυτό να προορίζεται σε δύο-τρεις μόνο και να υπάρχει κάποιος που να εξηγεί όσα έλεγαν. Γιατί αν έρθει κάποιος άπιστος στη σύναξη θα νομίσει ότι όλοι μαίνονται.
Τα φαινόμενα αυτά δεν έπαυσαν αμέσως αλλά με τον καιρό όταν η λατρεία οργανώθηκε μονιμότερα. Τότε πλέον δεν υπήρχε θέση γι’ αυτά και έπαυσαν.
ΑΓΑΠΕΣ
Ήταν τα δείπνα. Αυτά έπρεπε να γίνονται απλά και με λιτότητα.
Η ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ
Τα δείπνα (αγάπες) και η Θεία Ευχαριστία που συνδέεται με αυτά έχουν ως πρότυπο το τελευταίο δείπνο που είχε ο Κύριος με τους μαθητές του.
Ως “Θεία Ευχαριστία” επικράτησε να ονομάζεται να ονομάζεται από το τέλος του Α΄αιώνα, γιατί οι ευχές που χρησιμοποιούσαν είχαν ως περιεχόμενο ευχαριστίας στο Θεό.
Το 54, ο Απόστολος Παύλος πήρε αφορμή από τις εκτροπές που δημιουργήθηκαν στην Εκκλησία της Κορίνθου κι έτσι γράφει ότι τους παραδίδει αυτό που παρέλαβε. Και λέει ότι ο Κύριος τη νύχτα που παραδόθηκε στο δείπνο στην αρχή πήρε τον άρτο, ευχαρίστησε το Θεό, τον έκοψε και τον μοίρασε, έπειτα ακολούθησε το δείπνο. Και μετά ο Κύριος ευλόγησε το ποτήρι με τον οίνο και έδωσε στους μαθητές (Α΄Κορ. 11,23-25).
Γι’ αυτά όλα ο Παύλος επιμένει ότι πρέπει να υπάρχει ευταξία.
Τα συνοπτικά ευαγγέλια που γράφηκαν αργότερα παρουσιάζουν μία διαφορετική τάξη. Ο Μάρκος (14, 22-24) και ο Ματθαίος (26, 26-29) γράφουν ότι η κλάσις του και η ευλογία του ποτηρίου έγινε σε κάποια στιγμή του δείπνου «και εσθιόντων αυτών», ενώ ο Λουκάς (22, 17-22) γράφει ότι πρώτα έγινε η ευλογία του ποτηρίου, ακολούθησε η κλάσις του άρτου και μετά το δείπνο ακολούθησε πάλι η ευλογία του ποτηρίου.
Αυτές οι διαφορές φαίνεται ότι οφείλονται στο γεγονός ότι της συγγραφής των συνοπτικών ευαγγελίων είχε μετατεθεί η Θεία Ευχαριστία πριν από το δείπνο, το οποίο ακολουθούσε.
Ο Παύλος προσθέτει: «εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμέν, οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν» «Α΄Κορ. 10,17), έτσι η έννοια έγινε πιο εκκλησιολογική, γιατί ολόκληρη η κοινότητα ενώνεται στο ένα σώμα-άρτο, κοινωνούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και ως μέλη είναι ενωμένα μαζί του.
Ο Παύλος τονίζει ότι οι χριστιανοί πρέπει να έχουν πολύ σεβασμό για τη Θεία Ευχαριστία γιατί όσοι προσε΄χρχονται αναξίως δηλαδή με ανάρμοστο τρόπο θα είναι ένοχοι και θα τιμωρηθούν στο δικαστήριο του Κυρίου.
Είδαμε ότι τα δείπνα τα τελούσαν σε ιδιωτικά σπίτια, ύστερα όμως όταν αυξήθηκε ο αριθμός των χριστιανών, επειδή απαγορεύονταν να κοινωνούν οι αβάπτιστοι και υπήρχε φόβος να εισχωρήσουν και άλλα άτομα που δεν είχαν ορθή πίστη, ορίστηκε να συναθροίζονται οι χριστιανοί σε ορισμένους χώρους γνωστούς και ελεγχόμενους από την εκκλησία.
Η Θεία Ευχαριστία και η κοινή εστίαση γινόταν αρχικά την εσπέρα. Όμως στα μέσα του Β΄αιώνα πληροφορούμαστε από τον Ιουστίνο ότι η Θεία λατρεία με την Θεία Ευχαριστία τελούνταν το πρωί της Κυριακής.
ΒΑΠΤΙΣΜΑ-ΧΡΙΣΜΑ-ΑΦΕΣΗ ΑΜΑΡΤΙΩΝ
Όποιος ήθελε να γίνει δεκτός στην εκκλησία έπρεπε να βαπτιστεί.
Ο Πέτρος την ημέρα της Πεντηκοστής όταν ρωτήθηκε από πιστούς για το τι πρέπει να κάνουν για να σωθούν απάντησε: «Μετανοήσατε και βαπτισθήτω έκαστος υμών επί τω ονόματι Ιησού Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών και λήψεσθε την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος (Πραξ. 2,28)
Ο ευνούχος Αιθίοπας βαπτίστηκε αφού πρώτα ομολόγησε «πιστεύω τον Υιόν του Θεού είναι τον Ιησούν Χριστόν» (Πραξ. 8,37).
Και ο Πέτρος βάπτισε τον Κορνήλιο εν τω ονόματι Κυρίου (Πραξ. 10,48).
Πολύ νωρίς όμως άρχιζαν να βαπτίζονται εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος (Ματθ. 28,19)
Με το βάπτισμα ο χριστιανός ενσωματώνεται στο σώμα του Χριστού και αποχτά νέα ζωή εν Χριστώ, χορηγείται άφεση αμαρτιών και η δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Ο Παύλος λέει ότι ενδύεται τον Χριστό, ότι με το βάπτισμα συμμετέχει στο θάνατο και στην ανάσταση του Χριστού (Ρωμ. 6,4)
Το βάπτισμα αρχικά τελούνταν σε νερό τρεχούμενο, σε πηγές, ποτάμια, στη θάλασσα με κατάδυση τρεις φορές που συμβόλιζε την τριπλή ανάστασή του σε νέα ζωή.
Η διδαχή των δώδεκα αποστόλων λέει ότι αν δεν υπάρχει τρεχούμενο νερό, το βάπτισμα μπορεί να γίνει και αλλού, με ζεστό νερό ή και με ράντισμα στο όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Στην αρχή αρκούσε η απλή ομολογία για να βαπτιστεί κανείς. Από τις αρχές του β΄αιώνα άρχισε να γίνεται διδασκαλία, και δοκιμασία στους μέλλοντες να βαπτιστούν.
Ολόκληρη η τελετή του βαπτίσματος τελείωνε με την Θεία Ευχαριστία με την οποία γινόταν η τελική ενσωμάτωση του νεόφυτου στην εκκλησία.
ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΜΑ
Με το βάπτισμα οι χριστιανοί ελευθερώνονται από την αμαρτία. Εφεξής πρέπει οι χριστιανοί να ζουν ως άγιοι επειδή κοινωνούν τον Θεό και δεν πρέπει να αμαρτάνουν. Η Εκκλησία στο ζήτημα αυτό είναι πολύ αυστηρή.
Στη πραγματικότητα όμως δεν συνέβαινε αυτό και επειδή έκαναν αμαρτήματα, νωρίς διακρίθηκαν σε θανάσιμα και ελαφρά. Τα ελαφρά που οφείλονταν σε αμέλεια και αδυναμία θελήσεως μπορούσαν να συγχωρηθούν με εκτέλεση καλών έργων όπως π.χ την ελεημοσύνη.
Όσοι αμάρταναν βαριά (ειδωλολατρία, φόνος, μοιχεία, πορνεία) αποκλείονταν από την Θεία Κοινωνία γιατί ελύπησαν (Εφεσ. 4,30) το Άγιο Πνεύμα και έπεσαν στην κυριαρχία του Σατανά.
Οι απόστολοι είχαν δικαίωμα να συγχωρούν τους αμαρτωλούς, δεν έκαναν όμως χρήση συχνά του δικαιώματος αυτού. Όταν οι απόστολοι συγχωρούσαν τον αμαρτωλό, αυτός επανέρχονταν στην εκκλησία.
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥΣ
Ø To 1883 ο μητροπολίτης Νικομηδείας Φιλόθεος Βρυένιος ανακάλυψε και δημοσίευσε για πρώτη φοράς έργο ανώνυμου συγγραφέα με τίτλο «Διδαχή των δώδεκα αποστόλων» το οποίο περιέχει ηθική κατήχηση. Κάνει λόγο για το βάπτισμα, τις νηστείες, την προσευχή, τη Θεία Ευχαριστία, την εκλογή επισκόπων και διακόνων. Το έργο αυτό γράφηκε στις αρχές του β΄αιώνα στη Συρία ή στην Παλαιστίνη.
Ø Επιστολή Βαρνάβα: Είναι ηθική διδασκαλία που αποδόθηκε στον Βαρνάβα. Ο συγγραφέας ήταν χριστιανός εξ’ εθνικών από την Αλεξάνδρεια και προσπαθεί να παρουσιάσει τον χριστιανισμό ως διαφορετική θρησκεία από τον Ιουδαϊσμό. Το έργο αυτό γράφηκε στο τέλος του Α΄αιώνα ή στο α΄μισό του Β΄αι.
Ø Α΄Επιστολή Κλήμεντος: Απευθύνεται από την εκκλησία της Ρώμης προς την εκκλησία της Κορίνθου για να την επαναφέρει στην εκκλησιαστική ευταξία. Ο συγγραφέας γράφει προς το τέλος του διωγμού του Δομιτιανού 96-96 και τονίζει τους κινδύνους που προέρχονται από τις διχοστασίες και τις έριδες. Στο τέλος καταλήγει με ύμνο στο Θεό.
Ø Β΄επιστολή Κλήμεντος: Είναι εποικοδομητική ομιλία που έγινε στη Ρώμη το 140-150 ή στην Κόρινθο και αποδόθηκε στον Κλήμεντα.
Ø Ιγνάτιος επίσκοπος Αντιοχείας ο θεοφόρος: Διακρίθηκε για την πνευματική του προσωπικότητα. Καταδικάστηκε σε θάνατο από τον Τραϊανό και τον καρασπάραξαν τα θηρία στον ιππόδρομο της Ρώμης το 110. Πηγαίνοντας από τον Αντιόχεια στη Ρώμη, έγραψε επιστολές προς τις εκκλησίες της Μαγνησίας, Τράλλεων, Φιλαδελφείας, Σμύρνης, Εφέσου, Ρώμης και προς τον επίσκοπο της Σμύρνης Πολύκαρπο. Αξιοσημείωτο είναι ότι παρουσιάζει το επισκοπικό αξίωμα διαφοροποιημένο από τους άλλους δύο βαθμούς χωριστά.
Ø Επιστολή Πολυκάρπου Σμύρνης: Προς Φιληππησίους. Περιέχει συμβουλές για τη συμπεριφορά των χριστιανών και για την ορθή πίστη.
Ø Μαρτύριο Πολυκάρπου Σμύρνης: Ήταν μαθητής του αποστόλου Ιωάννη και φίλος του Ιγνατίου. Είναι επιστολή της εκκλησίας της Σμύρνης προς την εκκλησία Φιλομαλίου της Φρυγίας στην οποία περιγράφεται ο μαρτυρικός θάνατος του Πολυκάρπου.
Ø Στους αποστολικούς συγγραφείς ανήκει και ο Παπίας επίσκοπος Ιεραπόλεως της Φρυγίας, μαθητής του απ. Ιωάννου. Έγραψε γύρω στο 130 πέντε βιβλία με τίτλο «Λογίων Κυριακών εξηγήσεις», οι οποίες είναι προφορικές παραδόσεις των λόγων και των έργων του Χριστού. Λίγα απ’ αυτά σώθηκαν.
Ø Ποιμήν του Ερμά, αδελφός του επισκόπου Ρώμης Πίου (139-155). Γράφηκε στη Ρώμη γύρω στο 140. Περιέχει 5 οράσεις, 12 εντολές και 10 παραβολές. Ο Ερμάς συμβουλεύει να εφαρμόζουν τις εντολές του Χριστού οι χριστιανοί, χωρίς να χαλαρώνουν ηθικά.
Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ ΔΙΩΓΜΩΝ
Ο Χριστιανισμός ήταν η θρησκεία που καταδιώχθηκε περισσότερο από κάθε άλλη. Αυτό δεν ήταν περίεργο, γιατί οι αξιώσεις που πρόβαλε το ευαγγέλιο ήταν ριζοσπαστικές .
Πάμε από την αρχή να δούμε τους διώκτες του χριστιανισμού όπως συνέβησαν αυτή την περίοδο:
Α) Πόντιος Πιλάτος: Ρωμαίος έπαρχος, καταδίκασε τον Χριστό στον σταυρικό θάνατο, για να ησυχάσει τους Ιουδαίους και γιατί τον θεωρούσε εχθρό της Ρώμης.
Β) Οι Ιουδαίοι πρώτοι καταδίωξαν τους χριστιανούς. Οι ειδωλολάτρες δεν καταδίωκαν τους Ιουδαίους για την θρησκεία τους, γιατί ήταν αρχαία αναγνωρισμένη από το κράτος και μάλιστα είχε προνόμια.
Οι εθνικοί στην αρχή δεν καταδίωκαν τους χριστιανούς γιατί δεν τους ξεχώριζαν από τους Ιουδαίους. Ο Απόστολος Παύλος κατηγορήθηκε στη Ρώμη όχι επειδή ήταν χριστιανός, αλλά για διασάλευση της τάξης. Σύντομα όμως έγινε ξεκάθαρος διαχωρισμός. Οι χριστιανοί τηρούσαν αδιάλλακτη στάση απέναντι στους ειδωλολάτρες. Η στάση τους αυτή γινόταν αντιληπτή , δεν μετείχαν στη δημόσια λατρεία και γι’ αυτό τους θεωρούσαν άθεους.
Οι χριστιανοί κάτω από τέτοιες συνθήκες τελούσαν τη λατρεία τους μυστικώς.
Επειδή μιλούσαν για την αγάπη, ονομάζονταν μεταξύ τους αδελφοί και έδιναν αδελφικό ασπασμό, κυκλοφορούσαν συκοφαντίες ότι στις συγκεντρώσεις γίνονταν οιδιπόδειες μίξεις και άλλα έκτροπα.
Στα τέλη του β΄αιώνα άρχισαν να συμβαίνουν ατυχήματα στην αυτοκρατορία, τα οποία οι ειδωλολάτρες τα απέδωσαν στην περιφρόνηση των θεών από τους χριστιανούς.
Στα μέσα του Γ΄ αιώνα εφαρμόστηκε ο νόμος sacrilegium ο οποίος τιμωρούσε την απιστία στην επίσημη θρησκεία του κράτους. Έτσι οι διωγμοί των χριστιανών πήραν νομική πλέον υπόσταση.
Ο νόμος institutum συμπλήρωσε τον παραπάνω νόμο λέγοντας ότι όποιος είναι ένοχος για ένα αδίκημα τότε τον θεωρούσαν ένοχο και για άλλα σχετικά αδικήματα. Έτσι ήταν αρκετό να αποδειχθεί ότι κάποιος ήταν χριστιανός για να τιμωρηθεί και για όσα αδικήματα ο λαός κατηγορούσε τους χριστιανούς.
Η άρνηση προσφοράς λατρείας στον αυτοκράτορα, αποτελούσε έγκλημα εσχάτης προδοσίας.
Ποινές συνηθισμένες που επιβάλλονταν στους χριστιανούς ήταν ο θάνατος, ο αποκεφαλισμός ή το κάψιμο και η πυρά, η σταύρωση, η θανάτωση από θηρία στην αρένα. Άλλες ποινές ήταν η εξορία, τα καταναγκαστικά έργα στα μεταλλεία. Ακόμη ποινή ήταν η δήμευση της περιουσίας και η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων και των αξιωμάτων.
64 μ.Χ Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΟΥ ΝΕΡΩΝΟΣ
Ο πιο περίφημος από τους παλαιούς διωγμούς είναι του Νέρωνος, που πρώτος καταδίωξε τους χριστιανούς. Ο Νέρων βασίλευε από το 54. Το 64 έκαψε ένα μεγάλο μέρος της Ρώμης για να ξαναχτίσει καινούρια. Η καταστροφή ήταν τεράστια και ο αυτοκράτορας έπρεπε να στρέψει κάπου αλλού την λαϊκή οργή. Έτσι ξεκίνησε μαζικός διωγμός των χριστιανών, τους οποίους δίκαζαν και καταδίκαζαν σε θάνατο με συνοπτικές διαδικασίες. Τους θανάτωναν με φρικτό τρόπο. Άλλους τύλιγαν σε δέρματα θηρίων και τους κατασπάραζαν άγρια σκυλιά, άλλους έδεναν σε σταυρούς και άλλους άλειφαν με πίσσα και τους έκαιγαν για να φωτίσουν τους κήπους του Νέρωνα. Λέγεται ότι ο λαός λυπήθηκε τους χριστιανούς και στράφηκε εναντίον του αυτοκράτορα. Ο διωγμός περιορίστηκε μόνο στη Ρώμη και διατηρήθηκε μέχρι το τέλος της βασιλείας του Νέρωνος (68). Σύμφωνα με την παράδοση, την εποχή αυτή θανατώθηκαν οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος. Την εποχή των διαδόχων του Νέρωνος δεν έγινε άλλος διωγμός.
81-96 Διωγμός του Δομιτιανού
Ονόμασε τον εαυτό του «κύριο και θεό». Όσοι αρνιόταν να τον προσκυνήσουν και να τον λατρέψουν, τους καταδίκαζε για εσχάτη προδοσία. Από την Αποκάλυψη έχουμε μαρτυρίες για τον διωγμό στην Μικρά Ασία, όπου αναφέρονται μάρτυρες της εποχής αυτής καθώς και η εξορία του Ιωάννη στην Πάτμο.
98-117 Διωγμός του Τραϊανού
Διαδέχθηκε τον Νέρβα ο οποίος ήταν διάδοχος του Δομιτιανού. Ο Νέρβας δεν έκανε διωγμούς. Ο Τραϊανός έκανε διωγμούς αλλά με κάποια μετριοπάθεια. Δηλαδή έλεγε ότι η κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται χωριστά και ότι οι χριστιανοί δεν πρέπει να καταζητούνται δίχως σοβαρές αιτίες, αλλά να τους συλλαμβάνουν ύστερα από ενυπόγραφη καταγγελία, η οποία θα πρέπει να αναφέρει και τα εγκλήματά τους. Όσοι αφού καταδικάζονταν, αρνιόντουσαν τη θρησκεία τους και να θυσίαζαν στους θεούς αφήνονταν ελεύθεροι. Φαίνεται πως ο Τραϊανός δεν θεωρούσε τον χριστιανισμό επικίνδυνο για το κράτος και τη δημόσια ασφάλεια. Στον διωγμό αυτό θανατώθηκε ο Ιγνάτιος Αντιοχείας στη Ρώμη, καθώς και ο Συμεών δεύτερος επίσκοπος Ιεροσολύμων γιος του Κλεόπα.
117-138 Διωγμός του Ανδριανού
Δεν δίωξε τους χριστιανούς, εξακολούθησε όμως την τακτική του Τραϊανού. Σε επιστολή του προς τον ανθύπατο Ασίας, γράφει ότι δεν να καταδικάζονται οι χριστιανοί αναίτια και δίχως βάσιμες καταγγελίες. Ο δε συκοφάντης θα πρέπει να τιμωρείται αυστηρά.
138-161 Αντωνίνος Πίος
Επέτρεψε διωγμούς με την ίδια βάση με τους προκατόχους του (Ανδριανό και Τραϊανό). Επί της αυτοκρατορίας του θανατώθηκε ο Πολύκαρπος επίσκοπος Σμύρνης (23 Φεβ. 156). Την εποχή αυτή έζησε ο Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και έγραψε την πρώτη απολογία του.
161-180 Μάρκος Αυρήλιος
Γνωστός ως στωικός φιλόσοφος και συγγραφέας του έργου «τα εις εαυτόν». Η θητεία του άρχισε με μεγάλες ατυχίες για το κράτος (πείνα- επιδρομές βαρβάρων, αρρώστιες). Για όλα αυτά κατηγορήθηκαν ως υπαίτιοι οι χριστιανοί. Έτσι το 176 έγιναν κάποιοι τοπικοί διωγμοί. Στη Ρώμη αποκεφαλίστηκε ο Ιουστίνος ο Φιλόσοφος με έξι άλλους χριστιανούς φίλους του.
180-192 Κόμμοδος
Οι διωγμοί χαλάρωσαν και οι χριστιανοί μπόρεσαν να κάνουν και συνόδους. Έγιναν όμως κάποιοι διωγμοί στην Καρχηδόνα, στο Σκίλιον της Νουμιδίας και στη Μ. Ασία.
193-211 Σεβήρος
Παντρεύτηκε την Ιουλία Δόμνα, θυγατέρα του μεγάλου ιερέα της Εμμέσης, άνοιξε την πόρτα της αυτοκρατορίας στης ανατολικές θρησκείες. Στην αρχή ο Σεβήρος όχι μόνο δεν καταδίωξε τους χριστιανούς, αλλά τους προστάτεψε και είχε μερικούς στο περιβάλλον του, γιατί υπολόγιζε στη δύναμή τους. Όμως το 200 και 202, όταν πολέμησε εναντίον του Πάρθου, άλλαξε τακτική και αποφάσισε να καταδιώξει τους χριστιανούς. Διωγμοί έγιναν στην Αλεξάνδρεια και στην Βόρεια Αφρική όπου μαρτύρησαν Περπετούα και η Φιλικιτάτη. Έγιναν επίσης διωγμοί στην Καππαδοκία.
212 Καρακάλλας
Έδωσε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας. Οι ανατολικές θρησκείες διαδόθηκαν στη Δύση ακόμη περισσότερο. Είναι πιθανό ότι ο Καρακάλλας αναγνώρισε τις ανατολικές θρησκείες και τις εξίσωσε με την επίσημη κρατική θρησκεία της Ρώμης.
218-222 Ελεγάβαλος
Ήταν αδιάφορος για τις Ρωμαϊκές παραδόσεις και για τα όργια που γινόταν στα ανάκτορα. Καταπίεσε τη Ρωμαϊκή θρησκεία και την αντικατέστησε με την λατρεία του Βάαλ της Εμέσσης. Ανακήρυξε τον εαυτό του θεό.
218-225 Αλέξανδρος Σεβήρος
Ήταν πολύ φιλικός με τους χριστιανούς, τόσο όσο που ορισμένοι πίστεψαν πως είναι χριστιανός. Συναναστρέφονταν με χριστιανούς λογίους όπως με τον Ιούλιο τον Αφρικανό και παράγγιλε να γράψουν τον χρυσό κανόνα (Ματθ. 7,12) σε επιγραφές στο παλάτι. (Πάντα οὖν ὅσα ἂν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται). Η μητέρα του Ιουλία Μαμαία είχε φιλικές σχέσεις με τον Ωριγένη και τον πρεσβύτερο Ιππόλυτο ρώμης. Στην εποχή του η χριστιανική εκκλησία απόλαυσε ειρήνη και ηρεμία.
225-238 Μαξιμίνος Θραξ.
Ανέβηκε στον θρόνο μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Σεβήρου. Με διάταγμα προκάλεσε διωγμό εναντίον των κληρικών και ιδιαίτερα εναντίον των επισκόπων.
Στη Ρώμη και οι δύο επίσκοποι, ο Πουτιανός και ο σχισματικός Ιππόλυτος εξορίστηκαν στη Σαρδηνία όπου και πέθαναν. Ο διωγμός δεν κράτησε πολύ αν και ήταν αιματηρός. Η ειρήνη ξαναήρθε με τον Γορδιανό (238-244) ο οποίος δεν καταδίωξε τους χριστιανούς, και ακόμη περισσότερο με τον Φίλιππο Άραβα (238-244)
ΑΠΟΛΟΓΗΤΕΣ
· Πρώτος απολογητής είναι ο Κορδάτος, ο ιερός των αποστόλων ακουστής και προφήτης, που έδωσε απολογία στον Αδριανό (124-125). Απ’ αυτήν διασώθηκε μόνο ένα απόσπασμα.
· Ιουστίνος: Καταγόταν από την Φλαβία-Νεάπολη της Πλαιστίνης. Ήρθε στη Ρώμη την εποχή του Αντωνίνου (150) και ίδρυσε φιλοσοφική σχολή. Είχε φιλονικίες με τον κυνικό φιλόσοφο Κρήσκεντα και καταδικάστηκε σε θάνατο το 165. Την Μάρκου Αυρήλιου έγραψε πολλά έργα που χάθηκαν. Την πρώτη απολογία του απευθύνει στον Αντνωίνο Πίο και τον γιο του Μάρκο Αυρήλιο. Τη δεύτερη που είναι παράρτημα της πρώτης την απευθύνει στον ρωμαϊκό λαό. Συμφωνεί με τους άριστους έλληνες, τον Σωκράτη, τον Ηράκλειτο, τον Πλάτωνα. Βρίσκει αντίθετη την ειδωλολατρία και αποκρούει τους θεούς της.
· Μελίτων Σάρδεων (178): Απευθύνει την απολογία του στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο. Ο Ευσέβιος διατήρησε κάποια αποσπάσματα από την απολογία του.
· Απολλινάριος Ιεραπόλεως: Έγραψε την ίδια εποχή με τον Μελίτων Σάρδεων.
· Αθηναγόρας: Παρέδωσε την απολογία του στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο και στον γιο του Κόμμοδο.
· Απολογία Μιλτιάδη: Προερχόμενος από την Μικρά Ασία, έγραψε κατά των Ιουδαίων και κατά των ελλήνων.
· Θεόφιλος επίσκοπος Αντιοχείας: Έγραψε το έργο προς Αυτόλυκον, στο οποίο προσπαθεί να αποδείξει την αλήθεια του χριστιανισμού μέσω της ιστορίας. Έγραψε και άλλα έργα που έχουν χαθεί.
· Τατιανός από την Συρία: Μαθητής του Ιουστίνου. Έγραψε τον διάλογο προς έλληνες με τον οποίο θέλει να αναιρέσει τις πλάνες των ειδωλολατρών.
· Επιστολή προς Διόγνητον: (αγνώστου συγγραφέως) αντικρούει τις αντιρρήσεις ενός ειδωλολάτρη διανοούμενου.
· Απολογητική Τερτυλλιανού από την Καρχηδόνα: Ήταν δικηγόρος και έγραψε κατά των Ρωμαϊκών αρχών που καταδίκαζαν τους χριστιανούς χωρίς ν’ ακολουθούν τους συνηθισμένους δικονομικούς τύπους.
ΑΙΡΕΣΕΙΣ
· Προπάτορας όλων των αιρετικών είναι ο Σίμων ο Μάγος από τη Γκέττα της Σαμάρειας (Πραξ. 8.9). Ο Πέτρος δεν δέχτηκε την πρότασή του να του μεταδώσει το Άγιο Πνεύμα με χρήματα (Σιμωνία)
· Εβιωνίτες: Ιουδαϊκή πλάνη. Αυτοί ήταν προσκολλημένοι στον Μωσαϊκό νόμο με αποτέλεσμα να καταντήσουν αιρετικοί.
· Κήρινθος: Έζησε στο τέλος του Α΄ αιώνα στη Μικρά Ασία. Δημιουργός γι’ αυτόν ήταν ένας άγγελος. Ο Ιησούς ήταν απλός άνθρωπος στον οποίο με τη μορφή ενός περιστεριού ήρθε ο θεϊκός Χριστός. Όταν σταυρώθηκε ο θεϊκός Χριστός τον εγκατέλειψε. Είναι γνωστό ότι τον καταπολέμησε ο Ιωάννης ο Θεολόγος στην Έφεσο.
· Ελκεσαΐτες: Πρόκειται για μείξη Ιουδαϊσμού, Ελληνισμού και χριστιανισμού. Αυτοί υπάρχουν ακόμη. Μεταξύ άλλων λένε ότι ο Σωτήρας Χριστός ήταν ο πρώτος απεσταλμένος του Υψίστου Θεού και ο οποίος ενσωματώθηκε με τον Αδάμ. Ο Ιησούς γι’ αυτούς ήταν ψευδομεσίας. Τιμούσαν τον Ιωάννη τον βαπτιστή.
· Γνωστικισμός: Στην αρχή δεν ήταν χριστιανική αίρεση. Υπάρχουν διάφορα είδη γνωστικισμού:
Α) Ο ειδωλολατρικός γνωστικισμός: Αντλούσε το περιεχόμενό του από διάφορες πηγές. Πήρε στοιχεία από την ελληνική θεολογία και φιλοσοφία, κυρίως από τον Πλάτωνα, τον Πυθαγόρα, τον στωϊκισμό και τα ορφικά μυστήρια. Επίσης από συριακά μυστηριακά θρησκεύματα κ.α. Όταν ήρθε σε επαφή με τον χριστιανισμό πήρε κι από κει στοιχεία και έφτασε στο τελευταίο στάδιο της ανάπτυξής του. Τότε έγινε ελκυστικός και γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη.
ΤΙ ΠΙΣΤΕΥΑΝ: Σε γνώση που δεν ήταν φιλοσοφία προερχόμενη από τις νοητικές δυνάμεις του ανθρώπου, αλλά αποκαλλυμένη και παραδομένη σε όσους ήταν μυημένοι σ’ αυτά. Έλεγαν πως η γνώση αυτή παραδόθηκε σ’ αυτούς μυστικώς από τους αποστόλους και φυλάγεται μεταξύ τους στις συνάξεις τους.
Η λατρεία τους μιμήθηκε αυτή της εκκλησίας και των μυστηριακών θρησκειών.
Πίστευαν ότι το πνεύμα που είναι αγαθό φυλακίστηκε μέσα στην ύλη γι’ αυτό χρειαζόταν η σωτηρία, δηλαδή η απελευθέρωση του πνεύματος από την ύλη. Η σωτηρία επιτυγχάνεται με την «αποκαλυμμένη» τους διδασκαλία που παραδίδεται με τη μορφή μυστηρίων.
ΔΕΧΟΝΤΑΝ πολυάριθμα μεσάζοντα όντα, τους αιώνες, που προήλθαν από προβολή. Η ουσία των αιώνων είναι τόσο κατώτερη, όσο περισσότερο αυτοί είναι απομακρυσμένοι από τον Θεό. Οι αιώνες ήταν πρόσωπα από την ελληνική μυθολογία, ή προσωποποιήσεις φιλοσοφικών εννοιών. Τον κόσμο τον δημιούργησε ένας κατώτερος αιώνας, ο Δημιουργός που ταυτίζεται με τον οργισμένο Θεό της Παλαιάς Διαθήκης.
Αν οι άνθρωποι επιτύχουν την προσωπική τους κάθαρση, αυτό θα το επιτύχουν με έναν ανώτερο αιώνα, τον Νου ή τον Λόγο, τον Σωτήρα Χριστό, ο οποίος αποκάλυψε στους ανθρώπους τον αληθινό Θεό και το βασίλειο του φωτός και δίδαξε πως θα νικήσουν την ύλη. Ενανθρώπησε και σταυρώθηκε φαινομενικά, είχε δηλαδή φαινομενικό σώμα. Αυτό είναι ο δοκητισμός των Γνωστικών. Για την σωτηρία ήταν απαραίτητος ο ασκητισμός, δηλαδή η εγκράτεια. Αντί για τον ασκητισμό, άλλοι εκτρέπονταν στην ανηθικότητα για να φθείρουν τη σάρκα. Φυσικά αρνούνταν την ανάσταση των σωμάτων και τη Δευτέρα Παρουσία.
Οι γνωστικοί δεν είχαν οργανωμένες κοινότητες , ήταν χωρισμένοι σε πολλές παρατάξεις εξαιτίας των διαφωνιών τους. Ονόμαζαν τον εαυτό τους ομοούσιους με τον Θεό.
Χωρίζονταν σε πνευματικούς, υλικούς και ψυχικούς:
Πνευματικοί: Ήταν οι γνωστικοί που θεωρούνταν ομοούσιοι με τον Θεό γιατί είχαν την πραγματική γνώση.
Ψυχικοί: Ήταν οι χριστιανοί που είχαν μεν πίστη, αλλά όχι γνώση. Αυτοί θα πετύχουν τη σωτηρία αλλά αυτή θα είναι δευτέρας κατηγορίας.
Υλικοί: Είναι οι κοινοί άνθρωποι που θα καταστραφούν μαζί με την ύλη.
ΟΙ ΠΙΟ ΣΠΟΥΔΑΙΟΙ ΓΝΩΣΤΙΚΟΙ:
Α) Σατουρνείλος: Έζησε γύρω στο 130. Κατάγονταν από την Αντιόχεια. Ήταν μαθητής του Μενάνδρου που κι αυτός με τη σειρά του ήταν μαθητής του Σίμωνος του μάγου. Δέχονταν τον αγαθό θεό και τον σατάν που ήταν κύριος της ύλης. Ο Δημιουργός ήταν κατώτερος θεός, δημιουργός των εφτά αγγέλων, των πλανητών και θεός των Ιουδαίων. Ο Δημιουργός συγκρούστηκε με τον αγαθό θεό και μαζί με τους επτά αγγέλους των πλανητών επαναστάτησαν και απέσπασαν ένα μέρος της ύλης. Ο αγαθός θεός έβαλε στον άνθρωπο το θεϊκό σπινθήρα και ο ίδιος έστειλε τον Σωτήρα, τον Νου με φαινομενικό σώμα για να σώσει τους πνευματικούς ανθρώπους από την κυριαρχία του Δημιουργού.
Β) Βασιλείδης: Καταγόταν από την Συρία και έδρασε στην Αλεξάνδρεια. Έγραψε Ευαγγγέλιο σε 24 βιβλία στα οποία αντλούσε την διδασκαλία του από τον απόστολο Ματθία και τον Γλαυκία, διερμηνέα του Πέτρου. Δεχόταν θεό που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από τον κόσμο και γι’ αυτό έλεγε ότι υπάρχει προβολή 365 αιώνων από το πλήρωμα που φθάνουν μέχρι την ύλη. ΟΔημιουργός ήταν κατώτερος αιώνας και είναι ο γνωστός μας ουρανός. Τον αγαθό Θεό τον έκανε γνωστό σε μας ο Χριστός ο οποίος είναι ένας από τους ανώτερους αιώνες. Ο Χριστός εμφανίστηκε με φαινομενικό σώμα και στη σταύρωση πήρε τη θέση του ο Σίμων ο Κυρηναίος. Ο Χριστός τον έβλεπε από μακριά και γελούσε. Ο Βασιλείδης είχε αρκετούς μαθητές οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο κατευθύνσεις, τους Δυτικούς και τους Ανατολικούς. Όλοι αυτοί δημιούργησαν τεράστια προβλήματα στην Εκκλησία.
Γ) Βαλεντίνος: Γεννήθηκε στην Αίγυπτο, σπούδασε στην Αλεξάνδρεια, έζησε στη Ρώμη και έφρασε εκεί από το 146 μέχρι το 160. Πέθανε όμως στην Κύπρο. Με αυτόν η ελληνιστική γνώση φτάνει στο ψηλότερο σημείο της ανάπτυξής της. Δεχόταν λιγότερες σειρές αιώνων απ’ ότι ο Βασιλείδης. Μεταξύ άλλων παραλογισμών πίστευε ότι ο Χριστός και το Πνεύμα (θηλυκού γένους) ήταν ένα ζευγάρι αιώνων που δημιούργησαν τον Σωτήρα χωρίς γένος. Ο Σωτήρας πήρε ψυχή και πνεύμα, όχι όμως σώμα.
· ΒΑΡΒΗΛΟ-ΓΝΩΣΤΙΚΟΙ: Δίδασκαν για ένα παρθενικό θηλυκό πνεύμα την Βαρβηλώ η οποία διακλαδίζεται σε 4 συζυγίες αρσενικών και θηλυκών.
· Οφίτες: Λάτρευαν τον όφι ως αρχηγό της ζωής και πρώτο χορηγό της γνώσεως.
· Ναασηνοί: Λάτρευαν κι αυτοί τον όφι τον οποίο θεωρούσαν ως κύριο παράγοντα της ζωής.
· Καϊνίτες: Έπεφταν στην ακολασία και θεωρούσαν ως πνευματικούς και μάρτυρες όσους καταδικάζονται στην Π.Δ με πρώτο τον Κάϊν.
· Σηθιανοί και περάτες: Δέχονταν τον όφι ως μεσάζονταν ανάμεσα στον Πατέρα και την άμορφη ύλη.
· Αντινομιστές: Αντιτάσσονταν στον νόμο της Π.Δ
· Νικολαΐτες: Έδρασαν στη Μ. Ασία. Έλεγαν ότι ακολουθούσαν τον Νικόλαο, ένα των επτά (Πραξ. 6.5). Δίδασκαν ότι πρέπει να φθείρεται η σάρκα για να καταστραφεί η επιθυμία και αυτό πετυχαίνεται με την ακολασία.
· Κορποκράτης: Ήταν πλατωνικός. Δίδασκε ότι η σωτηρία πετυχαίνεται με την πίστη και την αγάπη και ότι όλα τα άλλα είναι ασήμαντα. Οι οπαδοί του χαρακτηρίζονται για την ακολασία τους. Είχαν εικόνες του Χριστού και τις τιμούσαν μαζί με τις εικόνες των ελλήνων φιλοσόφων με ειδωλολατρικό τρόπο.
· Μαρκίων: Γεννήθηκε το 85 στη Σινώπη του Πόντου, όπου ο πατέρας του ήταν επίσκοπος. Πιθανόν επειδή ο Μαρκίων εκδήλωσε αιρετικά φρονήματα, ο πατέρας του τον έδιωξε. Πέρασε από την Σμύρνη και αργότερα από την Ρώμη όπου πρόσφερε μεγάλη χρηματική δωρεά. Αλλά ο επίσκοπος Πίος διέκοψε την επικοινωνία μαζί του εξαιτίας των αιρετικών του φρονημάτων. ΠΙΣΤΕΥΕ στη διαρχία και είχε και πολλά κοινά στοιχεία με τους γνωστικούς. Δίδασκε ότι η εκκλησία επισκότισε τον ευαγγέλιο γιατί τον συνδύασε με τον Ιουδαϊσμό τον οποίο εκείνος απέρριπτε. Ο θεός της Π.Δ ήταν σκληρός και εκδικητικός. Συνεπώς ο κόσμος δεν μπορεί να είναι έργο του αγαθού Θεού, αλλά έργο του Δημιουργού δηλ. του Θεού της Π.Δ. Έτσι ο Μαρκίων απέρριψε την Παλαιά Διαθήκη, αλλά δέχτηκε ότι υπάρχει άλλος θεός τον οποίο αποκάλυψε ο Χριστός. Ο Χριστός δεν χρωστούσε τίποτα στον Δημιουργό, είχε σώμα φαινομενικό, ήταν φάντασμα και φαινόταν ως άνθρωπος. Έλεγε επίσης ότι ο Παύλος κατανόησε καλύτερα απ’ όλους το Ευαγγέλιο. Διατήρησε όμως από τις επιστολές του μόνο τις δέκα, αποκλείοντας τις ποιμαντικές και την προς Εβραίους. Στο ευαγγέλιό του πρόσθεσε και αυτό του Λουκά, αφού πρώτα το ξεκαθάρισε. Ίδρυσε δική του εκκλησία στην οποία διακρίνονταν οι κληρικοί από τους λαϊκούς. Την θεία ευχαριστία τους την τελούσαν με άρτο και νερό και έλεγαν ως δοκητιστές: Τούτο είναι το σχήμα του σώματός μου. Δεν χρησιμοποιούσαν οίνο γιατί κήρυττα τον ασκητισμό και την αγαμία. Επαινούσε το μαρτύριο και οι οπαδοί του έδειξαν καρτερία στους διωγμούς. Η εεκκλησία του Μαρκίωνος διατηρήθηκε μέχρι τον Ζ΄αιώνα. Απ’ αυτούς προήλθαν οι Παυλικιανοί, οι οποίοι πήραν στοιχεία από τον Μανιχαϊσμό. Στην Δύση Μανιχαίοι και Μαρκιωνιστές συγχωνεύτηκαν.
· Εγκρατίτες: Είχαν αρχηγό τους τον Τατιανό τον απολογητή και διακρίνονταν για την αυστηρή νηστεία τους. Δεν δέχονταν τον γάμο, ούτε τη χρήση κρέατος και οίνου. Γι’ αυτό τελούσαν την Θεία Ευχαριστία με νερό. Έλεγαν ότι ο Αδάμ δεν σώθηκε και πίστευαν στους αιώνες.
· Βαρδεσάνης: Ήταν σύρος. Δέχθηκε την διδασκαλία του Βαλεντίνου. Αργότερα όμως πλησίασε την εκκλησία, χωρίς βέβαια να ενσωματωθεί σ’ αυτήν. Την διδασκαλία του καταπολέμησε ο Εφραίμ ο Σύρος.
Η ΑΜΥΝΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ
Η Εκκλησία ήταν πλέον οργανωμένη, είχε ιερατείο και σαφή διδασκαλία. Στα νέα μέλη της εκκλησίας επέκτεινε την κατήχηση στα τρία έτη, και όποιος ήθελε να βαπτιστεί, έπρεπε να δώσει αποδείξεις ότι χει χρηστή ζωή και πίστευε σωστά.
Η λειτουργία πήρε συγκεκριμένη μορφή με καθορισμένες ευχές και προσευχές. Στο κήρυγμα, οι αποστολικοί πατέρες δίδαξαν την ορθή διδασκαλία για το πρόσωπο του Χριστού.
Ο Ειρηναίος εξέθεσε την άποψη για αποστολική διαδοχή. Συνέταξε κατάλογο αδιάκοπης διαδοχής για τη Ρώμη, όπου δίδαξαν οι Πέτρος και Παύλος. Αργότερα ο Ευσέβιος συνέταξε επισκοπικούς κατάλογους για όλες τις πόλεις. Έτσι το κύρος των αποστολικών εκκλησιών αύξησε.
Οι επίσκοποι, έλεγαν οι αποστολικοί πατέρες έχουν το χάρισμα της αληθείας. Η συμφωνία με τους επισκόπους θεωρείται ως απόδειξη ότι ο χριστιανός κατέχει την αλήθεια.
Αργότερα το χάρισμα της αληθείας μεταβιβάστηκε από τους επισκόπους στις συνόδους και στις οικουμενικές συνόδους που περιλαβαίνουν το σύνολο των επισκόπων.
Λίγο αργότερα η Εκκλησία συνέταξε ομολογία πίστεως και κανόνα αληθείας.
Ο επίσκοπος Ρώμης Μάρκελλος (4ος αι.) διέσωσε το αρχαιότερο σύμβολο πίστεως το οποίο πήρε τελική μορφή τον 7ο αιώνα. Αυτό είναι το ακόλουθο:
“Πιστεύω εις Θεόν
Πατέρα παντοκράτορα
Και εις Χριστόν Ιησούν
Τον υιόν αυτού τον μονογενή
Τον κύριον ημών,
Τον γεννηθέντα εκ Πνεύματος αγίου
Και Μαρίας της Παρθένου,
Τον επί Ποντίου Πιλάτου
Σταυρωθέντα και ταφέντα
Και τη Τρίτη ημέρα αναστάντα
Εκ των νεκρών,
Αναβάντα εις τους ουρανούς,
Και καθήμενον εν δεξιά του Πατρός,
Όθεν έρχεται κρίναι ζώντας και
Νεκρούς, και εις Πνεύμα άγιον,
Αγίαν εκκλησίαν,
Άφεσιν αμαρτιών,
Σαρκός ανάστασιν. Αμήν.
Επειδή ο Μαρκίων και οι λοιποί γνωστικοί κυκλοφορούσαν δικά τους ιερά βιβλία με ονόματα αποστόλων τα λεγόμενα ψευδεπίγραφα, η Εκκλησία αναγκάστηκε να καταρτίσει επίσημη συλλογή ιερών βιβλίων που ονομάστηκε κανών. Κριτήριο για την αυθεντικότητα αυτών των βιβλίων, θεωρήθηκε η αυθεντία των συγγραφέων, δηλαδή των αποστόλων και των συνεργατών τους.
Το όνομα «κανών» χρησιμοποιήθηκε από τον Ευσέβιο Καισαρείας.
Ο Ειρηναίος από πολύ νωρίς τονίζει ότι τα Ευαγγέλια είναι τέσσερα, βαθμιαία αναγνωρίστηκαν οι Πράξεις των Αποστόλων, οι επιστολές και η Αποκάλυψη.
Διαφορές υπήρχαν σχετικά με τον αριθμό των επιστολών. Στην αρχή δέχονταν βιβλία που σήμερα δεν υπάρχουν στον κανόνα, όπως τη Διδαχή, τον Ποιμένα του Ερμά και διάφορες αποκαλύψεις.
Αρχαιότερος κανόνας ήταν αυτός του Μουρατόρι. Πήρε το όνομά του από τον βιβλιοθηκάριο του Μιλάνο Μουρατόρι, ο οποίος το 1740 ανακάλυψε ένα φύλλο κολοβωμένο που γράφηκε στα τέλη του β΄αι. και περιέχει κατάλογο βιβλίων της Καινής Διαθήκης.
Ο επίσκοπος Καισαρείας Ευσέβιος παρέδωσε κανόνα που έγινε γενικά δεκτός και ο οποίος αναφέρει τα γνωστά μας βιβλία της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και τα οποία ανέφερε σε πασχάλια επιστολή του ο Μ. Αθανάσιος (367)
ΜΟΝΤΑΝΙΣΜΟΣ
Μετά το βάπτισμα, οι χριστιανοί όφειλαν να μην αμαρτάνουν. Μάλιστα είχαν θεσπιστεί τρία θανάσιμα αμαρτήματα: α) Η άρνηση του Χριστού, β) η ακολασία και γ) ο φόνος.
Ο Τερτυλλιανός στο έργο του De pudicitia, το 220 λέει ότι μετά το βάπτισμα μόνο μια φορά δίνεται συγχώρηση και μάλιστα ύστερα από εξομολόγηση και μετάνοια. ‘Ετσι, ενώ προηγουμένως οι αμαρτωλοί αποκλείονταν εντελώς από την Εκκλησία, τώρα γίνονται πια δεκτοί ως πλήρη μέρη της Εκκλησίας, αλλά σε ισόβια μετάνοια.
Εξουσία για συγχώρηση αρχικά είχαν εκτός των κληρικών και οι μάρτυρες που βασανίστηκαν αλλά δεν πέθαναν, γιατί αυτοί ήταν γεμάτοι από Άγιο Πνεύμα. Αυτοί έδιναν στους βαρέως αμαρτήσαντες επιστολές (libelli pacis)
Ο Μοντανισμός κήρυσσε συντηρητικότητα και επιστροφή στα παλαιά σχήματα της Εκκλησίας, διακρινόταν από τον Γνωστικισμό και τον Μαρκιωνιτισμό, έφερε ταραχή στην Εκκλησία, εξαπλώθηκε παντού και διατηρήθηκε για αιώνες.
Ιδρυτής του ήταν ο Μοντανός, πρώην ιερέας της Κυβέλης που έδρασε στην Φρυγία (156-172).
Ζητούσε την αναβίωση του προφητισμού, ο οποίος είχε πλέον παρακμάσει, ζητούσε επίσης αυστηρότερη ζωή και αποκλεισμό αυτών που αμάρταναν βαριά. Πίστευαν ότι το τέλος του κόσμου πλησιάζει και η νέα Ιερουσαλήμ θα εγκατασταθεί σύντομα στη γη.
Ο Μοντανός μιλούσε γλώσσες, έπεφτε σε έκσταση, προφήτευε και έλεγε ότι τα κηρύγματά του προέρχονταν από τον Παράκλητο. Μαζί του είχε δύο προφήτιδες, την Πρίσκα και την Μαξιμίλλα. Κήρυττε ότι η νέα Ιερουσαλήμ θα κατέβει σύντομα στην Πέπουζα της Φρυγίας. Καταδίκαζε τον β΄γάμο, επέβαλε νηστεία και αποχή από την κρεοφαγία. Για τις αμαρτίες έλεγε: «Η εκκλησία συγχωρεί αμαρτίες, εγώ όμως δεν τις συγχωρώ» και διακήρυσσε ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να συγχωρεί βαριές αμαρτίες.
Ίδρυσε δική του εκκλησία, στην οποία την ηγεσία είχαν οι προφήτες. Τα επτά πνεύματα της αποκαλύψεως, παριστάνονταν από επτά παρθένες οι οποίες έρχονταν στις συναθροίσεις τους και προφήτευαν. Μία μερίδα τους τελούσε τη θεία ευχαριστία με άρτο και τυρί και γι’ αυτό ονομάστηκαν αρτοτυρίτες.
Οι Μοντανιστές επιζητούσαν το μαρτύριο και θεωρούσαν την αποφυγή του ως άρνηση του Κυρίου. Γι’ αυτό είχαν και πολλούς μάρτυρες.
Πρώτος ο Μέγας Βασίλειος τους χαρακτήρισε αιρετικούς. Ο Τερτυλλιανός υποστήριξε τις ιδέες τους με συγγράμματά του.
Ο Μοντανισμός τελικά παράκμασε και τελικά εξαφανίστηκε στη Δύση μέχρι τα ΄τελη του στ’ αι. και στην Ανατολή μέχρι τον θ΄αι.
217-222 ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΡΩΜΗ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ (ΠΡΟΧΩΡΕΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΕΙΚΙΑ)
Στη Ρώμη υπήρχαν δύο τάσεις: Η μία ήταν προσκολλημένη στα αρχαία πρότυπα της εκκλησίας και αντιπροσωπεύονταν από τον Ερμά και ενισχύθηκε από τν Μοντανισμό, η άλλη ήταν κι αυτή παραδοσιακή, την αντιπροσώπευε η ιεραρχία. Αυτή ακολούθησε μετριοπαθή πολιτική και διεκδικούσε μία καλή σχέση με την αυτοκρατορία.
Ηγέτης της δεύτερης μερίδας, ήταν ο επίσκοπος Ρώμης Κάλλιστος (217-222) που ήταν περίεργη προσωπικότητα. Ήταν δούλος και διεύθυνε τις χρηματικές υποθέσεις του κυρίου του. Οι Ιουδαίοι όμως τον κατηγόρησαν ως χριστιανό και οι Ρωμαίοι τον έστειλαν σε καταναγκαστικά έργα στη Σαρδηνία. Χάρη σ’ ένα διάταγμα του αυτοκράτορα Κομμόδου γύρισε πίσω στη Ρώμη και ο επίσκοπος Ζεφυρίνος τον χειροτόνησε διάκονο και του ανέθεσε να διευθύνει ένα κοιμητήριο και κατόπιν τα οικονομικά της εκκλησίας.
Αργότερα ήρθε σε σύγκρουση με τον Ιππόλυτο, μορφωνμένο και ικανό συγγραφέα για δογματικά ζητήματα. Ο Ιππόλυτος κατηγόρησε τον Κάλλιστο ότι χαλάρωσε την πειθαρχία της εκκλησίας και ότι εισήγαγε ένα νέο σύστημα μετανοίας, με το οποίο συγχωρούσε τα σαρκικά αμαρτήματα ότι επέτρεπε γάμο μετά την χειροτονία και τις εκτρώσεις.
Ο Κάλλιστος πράγματι πέρα από τις κατηγορίες αντιμετώπιζε πράγματι τους αμαρτωλούς με επιείκεια και τους δέχονταν πίσω σε πλήρη εκκλησιαστική κοινωνία, αφού περνούσαν ορισμένο καιρό σε μετάνοια. Για να δικαιολογήσει την τακτική του χρησιμοποιούσε επιχειρήματα από τη Γραφή και ανέφερε την παραβολή του ασώτου υιού, του χαμένου προβάτου κ. α
Ο Κάλλιστος επίσης πρόσβλεπε στην αύξηση των μελών της εκκλησίας, ενώ ο Ιππόλυτος ήθελε την εκκλησία να έχει μικρό αριθμό φτωχών και αγίων χριστιανών.
Οι συντηρητικοί τον αποκήρυξαν και έτσι δημιουργήθηκε το σχίσμα του Ιππόλυτου, σχημάτισαν δηλαδή ιδιαίτερη εκκλησία.
Όταν έγινε διωγμός εναντίον των χριστιανών από τον Μαξιμίνο τον Θράκα, ο Ιππόλυτος και διάδοχος του Καλλίστου, Ποντιανός εξορίστηκαν στη Σαρδηνία, όπου και οι δύο πέθαναν. Οι έριδες στη Ρώμη έπαυσαν , αλλά αργότερα ξεκίνησαν και πάλι σε άλλα μέρη.
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ
Τον β΄αι. παρατηρήθηκε αναβίωση της ρητορικής και της φιλοσοφίας. Οι φιλοσοφικές σχολές ανθούσαν και τα έργα του Αριστοτέλη αποτελούσαν τη βάση της διδασκαλίας και της διαλεκτικής. Επίσης ακμή παρουσίαζε και η ηθική διδασκαλία των Στωϊκών και οι πλατωνικές σπουδές προετοίμαζαν το έδαφος του νεοπλατωνισμού.
Έτσι στη διάρκεια του Γ΄αι. παρατηρήθηκε στην Αλεξάνδρεια μια προσπάθεια από φιλοσόφους ν’ αντικαταστήσουν τις σύγχρονές τους θρησκείες με την ελληνική φιλοσοφία. Οι φιλόσοφοι αυτοί ονομάστηκαν Νεοπλατωνικοί.
Οι πιο σημαντικοί απ’ αυτούς ήταν:
· Αμμώνιος Σακκάς (242) και οι μαθητές του
· Πλωτίνος (244-270)
· Πορφύριος (303)
· Ιάμβλιχος (330)
· Πρόκλος έδρασε στην Αθήνα (485)
Εξ’ αυτών ο Πορφύριος έγραψε 15 βιβλία εναντίον του χριστιανισμού.
Σ’ αυτή στρέφονταν εναντίον της εκκλησίας αλλά όχι εναντίον του Χριστού, τον οποίο σεβόταν.
Δίδασκαν μεταξύ άλλων την αστρολογική μαντική, την προσευχή και την λατρεία των αγαλμάτων.
Το κακό προήλθε από το γεγονός ότι η ψυχή ήρθε σε επαφή με την ύλη και βυθίστηκε στο γίγνεσθαι. Όταν απομακρύνεται από την ύλη, καθαρίζεται.
Προσπαθούσαν να έλθουν σε έκσταση καταργώντας το υποκείμενο και το αντικείμενο απολαμβάνοντας έτσι μια εξωπραγματική κατάσταση. Ο Πλωτίνος δοκίμασε αυτό στη ζωή του 4 φορές και η γνώση αυτή τον ένωσε με το θείο.
Οι ιδέες αυτές εισχώρησαν τον Γ΄και Δ΄αι. στην εκκλησία εισάγοντας μια φιλοσοφική μορφή βλάπτοντας έτσι την ενότητά της.
ΜΑΝΙΧΑΪΣΜΟΣ
Ιδρυτής του Μανιχαϊσμού ήταν ο Μάνης ή Μανιχαίος. Κατάγονταν από την Βαβυλώνα όντας συγγενής της βασιλικής οικογένειας των Αρσακιδών της Περσίας, οι οποίοι ήταν αντίπαλοι με την βασιλική οικογένεια των Σασσανίδων που τελικά επικράτησε.
Γεννήθηκε το 216. Το 240, ύστερα από αποκάλυψη άρχισε την αποστολή του και έφτασε ως την Ινδία. Επέστρεψε στην Περσία και βρήκε στον θρόνο τον Σαπήρ Α΄, ο οποίος του επέτρεψε να κηρύττει και τον προστάτεψε.
Κατόπιν οργάνωσε τρεις αποστολές για την διάδοση των ιδεών του, μία στην Αίγυπτο και δύο στην Ασία. Η θρησκεία που ίδρυσε ονομάστηκε εκκλησία της δικαιοσύνης ή θρησκεία του φωτός.
Πίστευε ότι η θρησκεία του είναι ανώτερη και ότι ο ίδιος είναι ανώτερος απ’ όλους γιατί ήταν ο τελευταίος προφήτης. Δίδασκε ότι ο Παράκλητος που υποσχέθηκε ο Χριστός ενσαρκώθηκε σ’ αυτόν. Αυτά όλα έδωσαν ενθουσιασμό στους οπαδούς του. Έτσι τον Γ΄αι. η θρησκεία του διαδόθηκε στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη και στη Ρώμη.
Τον Δ΄αι. στην Β. Αφρική, στη Μ. Ασία, Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία και έφτασε μέχρι την Κίνα όπου έγινε επίσημη θρησκεία ορισμένων περιοχών και εξαφανίστηκε τελικά τον ΙΓ΄ αι.
Πως όμως και γιατί διαδόθηκε αυτή η θρησκεία;
-Διότι στις επιστολές του ο Μάνης κατάφερνε να προσαρμόσει την διδασκαλία του στον εθνικό χαρακτήρα και στη θρησκεία κάθε λαού.
Έτσι στη διδασκαλία του είχε συγκρητιστικό, γνωστικό, βουδιστικό, ζωροαστρικό και χριστιανικό χαρακτήρα.
Υπήρχαν δύο βασικές αρχές: Η αγαθή, το βασίλειο του φωτός και η κακή με ίση δύναμη μεταξύ τους. Κάθε βασίλειο έχει το δικό του βασιλέα.
Ο κόσμος είναι αποτέλεσμα καταστροφής που προήλθε από τη μάχη των δύο βασιλείων. Στο σύμπαν η ουσία του φωτός φυλακίστηκε στο σκοτάδι.
Ο άνθρωπος μετέχει και στα δύο αυτά βασίλεια και έχει μέσα του φυλακισμένο φως. Για να το ελευθερώσει από τα δεσμά της ύλης, ο θεός του Νου έστειλε έναν ουράνιο Αιώνα, τον Ιησού με φαινομενικό σώμα στη γη και φανέρωσε στους ανθρώπους την αληθινή τους καταγωγή και το σκοπό της ζωής.
Όμως η διδασκαλία του παρερμηνεύτηκε και ήρθε τελικά ο Μάνης, δηλ. ο παράκλητος να διευθετήσει τα πράγματα.
Η αίρεση του Μάνη οργανώθηκε ιεραρχικά όπως την εκκλησία. Είχε 12 αποστόλους, 70 επισκόπους, πρεσβυτέρους, διακόνους, εκλεκτούς και κατηχουμένους.
Στην Ευχαριστία τους δεν χρησιμοποιούσαν κρασί.
Η μεγάλη γιορτή τους ήταν το βήμα κάθε Άνοιξη, οπότε γιόρταζαν την επέτειο του θανάτου του Μάνη.
Εναντίον των Μανιχαίων έγραψαν ο Τίτος, ο Βόστρων, ο Εφραίμ ο Σύρος, ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, ο Επιφάνιος Κύπρου και ο Αυγουστίνος που τους γνώρισε πολύ καλά.
ΔΙΩΓΜΟΙ ΩΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ Γ΄ ΑΙΩΝΑ
Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΚΙΟΥ
Ο αυτοκράτορας Δέκιος (249-251) θέλησε να επαναφέρει το πνεύμα της αρχαίας Ρώμης. Έλεγε ότι κατά την αυτοκρατορία του προτιμούσε να δει έναν σφετεριστή αυτοκράτορα στη Ρώμη, παρά έναν χριστιανό επίσκοπο σ’ αυτήν.
Εξέδωσε λοιπόν διάταγμα (edictum) το 249 ή το 250 που θα εφαρμοζόταν σε όλη την αυτοκρατορία για πρώτη φορά. Σ’ αυτό απαιτούσε από όλους τους κατοίκους την ομολογία της ειδωλολατρικής θρησκείας. Όλοι έπρεπε να παρουσιαστούν σε επιτροπές στις πόλεις και στα χωριά, να θυσιάσουν στους θεούς, να κάνουν σπονδή ή να προσφέρουν θυμίαμα στο άγαλμα του αυτοκράτορα, να διακηρύξουν ότι αρνιούνται την πίστη τους αν ήταν χριστιανοί και να καθίσουν σε γεύμα όπου θα έτρωγαν με ειδωλολάτρες από θυσιασμένα ζώα.
Οι επιτροπές θα έδιναν πιστοποιητικά τα οποία θα έδειχναν ότι ο κάτοχός τους είναι καλός ειδωλολάτρης. Όσοι αρνιόταν να θυσιάσουν καταδικάζονταν σε θάνατο αφού προηγουμένως τους ανέκριναν και τους δίκαζαν. Βέβαια, τους βασάνιζαν με σκοπό να κάμψουν την ομολογία τους.
Μεγάλος ήταν ο αριθμός των ομολογητών και μικρότερος των μαρτύρων, πολλοί όμως ήταν αρνητές και αποστάτες που είναι γνωστοί ως πεπτωκότες ή εκπεσόντες.
Ο Κυπριανός επίσκοπος Καρχηδόνας, στο έργο του de lapsis γράφει: «Μόλις οι πρώτες λέξεις του εχθρού (Δεκίου) που φοβέριζε ακούστηκαν, αμέσως μεγάλος αριθμός χριστιανών πρόδωσαν την πίστη τους. …. Πολλοί χριστιανοί πριν ακόμα συλληφθούν και ανακριθούν, αρνιόταν την πίστη τους. Πριν από τη μάχη νικήθηκαν, μη μπορώντας να πολεμήσουν και θυσίαζαν εθελοντικά. Οι δημόσιες αρχές δεν επαρκούσαν να καταγράφουν τους αποστάτες χριστιανούς» (Κυππριανού, Επιστ. 58,4 στο Γ. Δέρβο- χρισιτναική Γραμματολογία σελ. 178)
Όπως είπαμε οι χριστιανοί είχαν γίνει πολλοί, οπότε η ποιότητά τους έπεσε, φοβόντουσαν μήπως χάσουν την περιουσία τους ή τις δημόσιες θέσεις τους. Οι αποστάτες δημιουργούσαν σοβαρά ζητήματα στην εκκλησία και δύο σχίσματα: Των Νοβατιανών στη Ρώμη και του Φηλικισσίμου στην Καρχηδόνα.
Οι αποστάτες αυτοί χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες:
Α) Όσοι πρόσφεραν θυσία ή θυμίαμα στα αγάλματα των θεών. Αυτοί ονομάστηκαν θυσιάσαντες ή λιβενοφόροι.
Β) Όσοι πήραν πιστοποιητικό ψεύτικο με πληρωμή χρημάτων χωρίς να θυσιάσουν. Αυτοί ονομάστηκαν λιβελλοφόροι.
Γ) Όσοι γράφηκαν στον κατάλογο χωρίς να θυσιάσουν ή να εφοδιαστούν πιστοποιητικό, πάλι με πληρωμή. Ονομάστηκαν εγγεγραμμένοι.
Υπήρξαν όμως και πολλοί που μαρτύρησαν και βασανίστηκαν σκληρά:
· Τον επίσκοπο Ρώμης Φαβιανό τον σκότωσαν
· Ο πρεσβύτερος Πίνιος στη Σμύρνη εξορίστηκε
· Ο επίσκοπος Αντιοχείας Βαβύλας και ο Αλέξανδρος Ιεροσολύμων πέθαναν στη φυλακή.
· Ο γέρος Ωριγένης φυλακίστηκε, βασανίστηκε και κατόπιν ελευθερώθηκε.
Τελικά ο Δέκιος σκοτώθηκε σε μάχη το 251 κι έτσι η ηρεμία επανήλθε ξανά. Ο Κυπριανός κάλεσε σύνοδο στη Ρώμη στην οποία εξέλεξαν επίσκοπο τον Κορνήλιο.
Γενικά από τον διωγμό του Δεκίου η εκκλησία βγήκε πιο ισχυρή. Ακόμη και οι ειδωλολάτρες αποδοκίμασαν την αιματοχυσία. Παράλληλα ο διωγμός αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη για την εκκλησία γιατί δοκιμάστηκε με αυτόν τον τρόπο η πνευματικότητα των μελών της. Γι’ αυτό και ο Κυπριανός έγραψε ότι ο Θεός επέτρεψε τον διωγμό για να δοκιμάσει την οικογένειά του.
ΣΧΙΣΜΑ ΝΟΒΑΤΙΑΝΩΝ
Όταν τέλειωσε ο διωγμός του Δεκίου, οι αποστάτες ζητούσαν να επιστρέψουν στην Εκκλησία και γεννήθηκε πρόβλημα με το ποιον τρόπο έπρεπε να γίνουν αυτοί ξανά δεκτοί. Αυτό το ζήτημα προκάλεσε έριδες στη Ρώμη και στην Καρχηδόνα.
Ο Κυπριανός επίσκοπος Καρχηδόνας έγραψε στη Ρώμη και του απάντησε ο πρεσβύτερος Νοβατιανός εκ μέρους των πρεσβυτέρων και διακόνων της Ρώμης. Στο γράμμα προς τον Κυπριανό ήταν μετριοπαθής, φάνηκε μάλιστα να συμφωνεί μαζί του λέγοντας ότι περιμένει να συγκληθεί σύνοδος για την εκλογή επισκόπου, οπότε και θα τακτοποιηθεί το ζήτημα των αποστατών.
Τον Μάρτιο του 251, ο Κορνήλιος εκλέχθηκε επίσκοπος Ρώμης και άρχισε να εφαρμόζει μεγαλύτερη επιείκεια, γιατί δεχόταν στην εκκλησία τους αποστάτες χριστιανούς αφού περνούσαν ορισμένο καιρό σε μετάνοια.
Ο Νοβατιανός απογοητεύτηκε που δεν εκλέχθηκε αυτός επίσκοπος και αφού απόσπασε οπαδούς χειροτονήθηκε επίσκοπος και πήρε αυστηρή θέση απέναντι στους αποστάτες. Έλεγε ότι δεν πρέπει αυτοί να ενσωματωθούν στην Εκκλησία αλλά να αφεθούν στην κρίση του Θεού. Επίσης πίστευε ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να συγχωρεί ούτε τα βατιά αμαρτήματα του φόνου, της μοιχείας κ.α
Η Εκκλησία του ονομάστηκε εκκλησία των καθαρών και ξαναβάπτιζαν όσους ήθελαν να γίνουν μέλη της.
Ο Κορνήλιος συγκάλεσε στη Ρώμη σύνοδο με 66 επισκόπους και το Φθινόπωρο του 251 καταδικάστηκε ο Νοβατιανός και αφορίστηκε.
Ωστόσο η εκκλησίες των Νοβατιανών ιδρύθηκαν και στην Ανατολή και αναγνωρίστηκαν από τον Μ. Κωνσταντίνο το 326.
Η Α΄Οικουμενική Σύνοδος ασχολήθηκε με τον τρόπο επιστροφής τους στην εκκλησία με τον “η΄”κανόνα της.
ΟΙ ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΧΗΔΟΝΑ
Επίσκοπος Καρχηδόνας ήταν από το 248 ο Κυπριανός, που χειροτονήθηκε λίγο καιρό μετά την μεταστροφή του στον χριστιανισμό. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντιζηλία των πρεσβυτέρων, τους οποίους ο Κυπριανός παραγκώνισε.
Κατά τον διωγμό του Δεκίου, πίστευε ότι δεν πρέπει να εκτεθεί ανυπεράσπιστος στους διώκτες του και γι’ αυτό κρύφτηκε. Από το κρησφύγετό του διοικούσε την εκκλησία και επιθυμούσε να συνδυάσει την αυστηρότητα με την επιείκεια. Πίστευε ότι όσι θυσίασαν στους θεούς χωρίς μεγάλη ανάγκη πρέπει να γίνονται δεκτοί σε ισόβια μετάνοια, κοινωνούσε δε αυτούς που ήταν ετοιμοθάνατοι.
Είπαμε επίσης ότι οι ομολογητές είχαν το δικαίωμα να συγχωρούν τους αποστάτες και έτσι πολλοί εφοδιάζονταν με τέτοιες επιστολές αγνοώντας με αυτόν τον τρόπο τις εκκλησιαστικές αρχές και την επισκοπική εξουσία.
Ο Κυπριανός θεωρούσε τις επιστολές αυτές μεσολαβητικές και είπε ότι οι αποστάτες δεν πρέπει να γίνονται δεκτοί παρά μόνο αφού περάσουν από καθορισμένο στάδιο μετανοίας. Επίσης είπε ότι οι ομολογητές θα πρέπει αυτές τις επιστολές να τις χορηγούν ατομικά στον καθένα ξεχωριστά και όχι σε ομάδες αποστατών.
Όλα αυτά βρήκαν ατιδράσεις από μερίδα πρεσβυτέρων με επικεφαλής τον πρεσβύτερο Νοβάτο και τον πλούσιο λαϊκό Φηλικίσσιμο, οι οποίος χειροτονήθηκε διάκονος. Έτσι δημιουργήθηκε το σχίσμα του Φηλικίσσιμου.
Ο Κυπριανός διακήρυξε ότι «το κέντρο της ενότητας είναι ο επίσκοπος, όταν κανείς τον αρνείται, αρνείται την εκκλησία και αυτός δεν μπορεί να έχει πατέρα το Θεό, αν δεν έχει μητέρα την εκκλησία».
Το 251 ο Κυπριανός αφόρισε τους σχισματικούς και διευθέτησε το ζήτημα των αποστατών σύμφωνα με τις αντιλήψεις του. Δηλαδή:
Α) Όσοι πρόσφεραν θυσία στα είδωλα, γίνονταν δεκτοί σε ισόβια μετάνοια και τους χορηγούσαν πλήρη άφεση τις τελευταίες μέρες της ζωής τους.
Β) Όσοι εφοδιάστηκαν με πιστοποιητικά χωρίς να θυσιάσουν, γίνονταν δεκτοί νωρίτερα σε κοινωνία, αφού περνούσαν ορισμένο καιρό μετανοίας.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ Γ΄ΑΙΩΝΑ
· Γάλλος (251-253): Ήταν διάδοχος του Δεκίου. Στα χρόνια του ξέσπασε πανώλη με πολλούς θανάτους. Ο λαός εξεγέρθηκε και ο αυτοκράτορας διέταξε να προσφέρουν όλοι θυσίες στον Απόλλωνα. ‘Έτσι πολλοί χριστιανοί διώχθηκαν.
· Βαλεριανός: (253-260): Στην αρχή, τα τέσσερα πρώτα χρόνια ήταν φιλικός με τους χριστιανούς, όμως ο οικονομικός του σύμβουλος, οπαδός των Ανατολικών θρησκειών, τον παρακίνησε σε διωγμό εναντίον των χριστιανών. Στα χρόνια του είχαμε έντονη εισβολή βαρβάρων που συνετέλεσαν προς αυτή την κατεύθυνση. Με δύο διατάγματα, το 257 και το 258 στράφηκε αρχικά εναντίον των κληρικών και των θρησκευτικών συνάξεων και κατόπιν κατά όλων ανεξαιρέτως των χριστιανών. Έτσι, άλλοι εξορίστηκαν, άλλοι στερήθηκαν τα αξιώματά τους και άλλοι θανατώθηκαν. Ο Σίξτος β, επίσκοπος Ρώμης με 4 διακόνους αποκεφαλίστηκαν και ο διάκονος Λαυρέντιος κάηκε ζωντανός. Επίσης, ο επίσκοπος Καρχηδόνας Κυπριανός αποκεφαλίστηκε το 258. Το τέλος του Βαλεριανού ήταν τραγικό. Σε μάχη εναντίον των Περσών αιχμαλωτίστηκε, αφού τον θανάτωσαν και παραγέμισαν το δέρμα του με άχυρα.
· Γαλλιηνός (260-268): Γιος του Βαλεριανού, του οποίου ήταν συνάρχοντας από το 253. Σταμάτησε τον διωγμό και ήρθε σε συνεννόηση με τους επισκόπους. Έτσι κατά κάποιο τρόπο αναγνωρίστηκε η Εκκλησία. Υπό της αυτοκρατορίας του η Εκκλησία έζησε καιρό ειρήνης. Η ειρήνη αυτή κράτησε 40 χρόνια.
· Διάδοχος του Γαλλιηνού ήταν ο Κλαύδιος β΄και αυτού ο στρατιώτης αυτοκράτορας Αυρηλιανός (270-275). Πέτυχε σπουδαίες νίκες σταθεροποιώντας τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Τις επιτυχίες του αυτές απέδωσε στους θεούς και ιδιαίτερα στον Ανίκητο Ήλιο. Έτσι το 275 εξέδωσε διάταγμα εναντίον των χριστιανών, αλλά έμεινε ανενέργητο, γιατί ο Αυρηλιανός δολοφονήθηκε από τους αξιωματικούς του.
· Μετά τον Αυρηλιανό βασίλεψε ο Πρόβος (276-282), ο Κάρος (282-283), ο Καρίνος (285-305). Σ’ αυτούς οφείλεται η σωτηρία του κράτους, το οποίο κόντεψε να καταρεύσει. Όμως ο λαός πλήρωσε ακριβά πληρώνοντας βαριούς φόρους. Έτσι επικράτησε απαισιοδοξία και πίστευαν ότι πλησιάζει η καταστροφή. Η Εκκλησία εξακολουθούσε το προσηλυτιστικό της έργο και λειτουργούσε ανενόχλητα. Ναοί χτίζονταν παντού και στο τέλος του Γ΄ αι. υπήρχαν στη Ρώμη 40. Οι χριστιανοί απολάμβαναν προνομιών, έπαιρναν αξιώματα και ο επίσκοπος είχε αποκτήσει περιωπή. Χριστιανοί υπήρχαν και στο στρατό, ακόμη και αξιωματικοί.
284-304 Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΚΛΗΤΙΑΝΟΥ
Ο Διοκλητιανός κήρυξε αιφνιδιαστικά διωγμό εναντίον των χριστιανών είκοσι χρόνια αφότου ανέλαβε την εξουσία.
Ο Διοκλητιανός ήταν ικανός αυτοκράτορας, έδωσε ζωή 150 χρόνων ακόμη στην αυτοκρατορία με τα μέτρα που έλαβε. Αναδιοργάνωσε την κεντρική διοίκηση, το φορολογικό σύστημα, την αυλή, τον στρατό. Έγινε απόλυτος κυρίαρχος της διοίκησης εξαφανίζοντας και τα τελευταία ίχνη της δημοκρατίας. Παρουσίαζε τον εαυτό του ως ημίθεο.
Ως έδρα της αυτοκρατορίας του έθεσε την Νικομήδεια και στη διάρκεια των 20 χρόνων της βασιλείας του, επισκέφθηκε τη Ρώμη μόνο δύο φορές.
Τον Νοέμβριο του 284 ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και τον Απρίλιο του 285 παρέδωσε την διοίκηση του Δυτικού μέρους του κράτους στον Μαξιμιανό.
Οι δυο τους ονομάστηκαν Αύγουστοι και καθένας πήρε από έναν συνάρχοντα στους οποίους ανέθεσαν τη διοίκηση ορισμένων επαρχιών.
Ο Διοκλητιανός πήρε για καίσαρα τον Γαλέριο στην Ανατολή και ο Μαξιμιανός τον Κωνσταντίνο τον Χλωρό στην Δύση.
Για τον Διοκλητιανό οι θρησκείες που δεν συμφωνούσαν με την κρατική, διασπούσαν την θρησκευτική ομοιομορφία και διαφοροποιούσαν τα πατροπαράδοτα ήθη.
Το 297 εξέδωσε διάταγμα εναντίον των Μανιχαίων. Στη συνέχεια επέκτεινε τον διωγμό αυτόν εναντίον όλων των χριστιανών που πήρε την μορφή ενός εξοντωτικού πολέμου εναντίον τους.
Πριν εκδώσει το διάταγμα έκανε εκκαθάριση στο στρατό απομακρύνοντας απ’ αυτόν τους χριστιανούς αξιωματικούς και στρατιώτες. Έδωσε διάταγμα να θυσιάσουν όλοι στους θεούς.
Μέσα σε έναν χρόνο δημοσιεύτηκαν 4 διατάγματα. Το ένα αυστηρότερο από το άλλο: α) Το 303 διέταξε να καταστραφούν όλες οι εκκλησίες και οι κληρικοί να παραδώσουν τα ιερά βιβλία της Αγίας Γραφής. Β) Την επόμενη μέρα εκδόθηκε νέο διάταγμα με το οποίο στερούσε τις τιμές και τα αξιώματα από όλους τους χριστιανούς. Σ’ αυτό πρόβλεπε και βασανιστήρια. Με την εφαρμογή αυτού του διατάγματος χύθηκε πολύ αίμα. Γ) Με το τρίτο διάταγμα συλλαμβάνονταν όλοι οι χριστιανοί και όσοι αρνούνταν να θυσιάσουν έπρεπε να φονεύονται. Δ) Το καλοκαίρι του 303 διέταξε να φυλακίζονται όλοι οι κληρικοί και να ελευθερώνονται μόνο αν θυσίαζαν στους θεούς. Ε) Τέλος την Άνοιξη του 304 διατάχθηκε όλοι ανεξαιρέτως οι χριστιανοί να θυσιάσουν στους θεούς.
Κατά εκατοντάδες οι χριστιανοί συλλαμβάνονταν και όσοι δεν ήθελαν να θυσιάσουν θανατώνονταν. Σε μια πόλη της Φρυγίας ολόκληρος ο πληθυσμός θανατώθηκε. Ο Ευσέβιος μας πληροφορεί για τους διωγμούς στην Αίγυπτο και ιδιαίτερα στην Παλαιστίνη.
Στην Γαλατία, την Ισπανία και την Βρετανία ο Κωνσταντίνος Χλωρός εφάρμοσε χαλαρά μόνο το πρώτο διάταγμα και δεν καταδίωξε τους χριστιανούς.
Ο αριθμός των χριστιανών που έπεσαν θύματα από τους διωγμούς δεν μπορεί να προσδιοριστεί.
ΔΙΩΓΜΟΙ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΔΙΟΚΛΗΤΤΙΑΝΟ
Το 305 ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός παραιτήθηκαν. Ο Γαλέριος έγινε Αύγουστος και πήρε Καίσαρα τον ανηψιό του Μαξιμίνου του Μαξιμίνου Ντάγια. Και οι δύο εξακολούθησαν τον διωγμό και με διάταγμα το Πάσχα του 306 κάλεσαν όλους με κήρυκες να θυσιάσουν στους θεούς. Οι διωγμοί διέφθειραν τους δικαστές και τότε βρήκαν την ευκαιρία να πλουτίσουν και να ικανοποιήσουν τα σεξουαλικά πάθη τους, γι’ αυτό πολλές χριστιανές ρίχνονταν στον θάνατο για ν’ αποφύγουν την ντροπή. Ο διωγμός διήρκησε οκτώ χρόνια, ήταν συστηματικός και χρησιμοποίησαν την προπαγάνδα εναντίον της εκκλησίας. Ακόμη και στα σχολεία δίδασκαν μαθήματα εναντίον των χριστιανών.
Στη Δύση τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο Κωνσταντίνος το 306 διαδέχθηκε τον Κωνσταντίνο Χλωρό και εξακολούθησε την πολιτική της ανοχής. Στις 30 Αυγούστου του 311 εκδόθηκε αυτοκρατορικό διάταγμα με το οποίο έπαυσε ο δθωγμός και ξαναήρθαν τα πράγματα στην κατάσταση που επικρατούσε πριν από τον διωγμό του Διοκλητιανού.
ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΓΑΛΕΡΙΟΥ
Το διάταγμα υπογράφουν ο Γαλέριος, ο Κωνσταντίνος και ο Λικίνος και δημοσιεύθηκε στη Σαρδική. Ο Γαλέριος κατάλαβε ότι οι διωγμοί ήταν μάταιοι, άλλωστε πλησίαζε το τέλος της ζωής του, γιατί είναι γνωστό ότι πέθανε μετά από 15 μέρες από την έκδοση του διατάγματος μέσα σε αβάσταχτους πόνους και τρομερή αγωνία.
Ο Μαξιμίνος που είχε υπό την κυριαρχία του, την Αίγυπτο, την Συρία και την Παλαιστίνη, έκρυψε το διάταγμα, έπαυσε μεν τους διωγμούς, αλλά τους συνέχισε μετά τον θάνατο του Γαλερίου. Κατόπιν συγκρούστηκε με τον Λικίνιο τον συναυτοκράτορά του στην Ανατολή. Νικήθηκε όμως και πέθανε στις 30 Απριλίου 313, κι έτσι ο Λικίνιος έμεινε ο μοναδικός κυρίαρχος στην Ανατολή.
Στη Δύση συνάρχοντας ήταν ο Μαξέντιος και ο Κωνσταντίνος. Ο δεύτερος έδειξε φιλική στάση προς τους χριστιανούς. Επέτρεψε τη λατρεία και επέστρεψε την περιουσία τους που είχε δημευθεί κατά τους διωγμούς.
Ανάμεσα στους δύο συνάρχοντες άρχισε αγώνας. Ο Κωνσταντίνος βάδισε με στρατό εναντίον του Μαξεντίου.
Ο Λακτάντιος λέει ότι τη νύχτα είδε όνειρο στο οποίο δόθηκαν οδηγίες να γράψει το ουράνιο σημείο του Θεού στις ασπίδες των στρατιωτών του. Στη μάχη που ακολούθησε στη Μουλβία γέφυρα την 28 Οκτωβρίου 312, ο Μαξέντιος νικήθηκε και πνίγηκε στον Τίβερη ποταμό.
Ο Κωνσταντίνος έμεινε μονοκράτορας στη Δύση και αφού δέχθηκε τα συγχαρητήρια της συγκλήτου στη Ρώμη, πήγε στο Μιλάνο για το γάμο της αδερφής του με τον Λικίνιο, αυτοκράτορα στην Ανατολή. Εκεί εκδόθηκε το γνωστό διάταγμα των Μεδιολάνων τον Φεβρουάριο του 313. Λίγο αργότερα ο Λικίνιος νίκησε τον Μαξιμίνο κι έτσι οι δυο τους έμειναν κύριοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Όμως και οι δύο ήταν πάλι πολλοί κι έτσι ύστερα από σύγκρουση ο Λικίνιος περιορίστηκε στο 1/4 της αυτοκρατορίας.
Ο Λικίνιος αντιπαθούσε τον Κωνσταντίνο, γιατί εκείνος πλησίαζε περισσότερο στον χριστιανισμό. Το 324 ο Λικίνιος νικήθηκε και οι χριστιανοί είδαν με ανακούφιση την ήττα διότι ο Κωνσταντίνος έγινε μονοκράτορας.
307 μ.Χ ΣΧΙΣΜΑ ΜΕΛΙΤΙΑΝΟΥ
Ο επίσκοπος Αλεξανδρείας Πέτρος ακολούθησε επιεική πολιτική στο ζήτημα των αποστατών και τους δέχονταν σε εκκλησιαστική κοινωνία ύστερα από πρόσκαιρη μετάνοια. Με την τακτική αυτή διαφώνησε ο επίσκοπος Λυκοπόλεως της Θηβαΐδας Μελίτιος που ακολούθησε αυστηρές αρχές.
Ο Πέτρος, όσο διαρκούσε ο διωγμός έφυγε από την Αλεξάνδρεια και κρύφτηκε, όμως άλλοι επίσκοποι φυλακίστηκαν. Τότε ο Μελίτιος κατηγόρησε τον Πέτρο ως αποστάτη και χειροτόνησε ο ίδιος επισκόπους σε κενές επισκοπές.
Όταν γύρισε ο Πέτρος καθαίρεσε τον Μελίτιο (307) κι έτσι δημιουργήθηκε το Μελιτιανό σχίσμα.
Οι Ρωμαϊκές αρχές συνέλαβαν τον Μελίτιο και τον έστειλαν στα ορυχεία της Παλαιστίνης κι εκεί φυσικά οι ιδέες του διαδόθηκαν στους κατάδικους χριστιανούς.
Ο Πέτρος εξέδωσε κανόνες για την επιστροφή των αποστατών και πέθανε με μαρτυρικό θάνατο το 311.
Οι Μελιτιανοί συνασπίστηκαν αργότερα με τους Αρειανούς εναντίον του Μ. Αθανασίου. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος ασχολήθηκε με το θέμα αυτό και επέτρεψε στο Μελίτιο να διατηρήσει τον τίτλο του, να παραμείνει στη Λυκόπολη χωρίς να λειτουργεί, οι χειροτονημένοι απ’ αυτόν θα γίνονταν δεκτοί στην Εκκλησία με τους βαθμούς τους ύστερα από νέα επίθεση των χεριών.
ΣΧΙΣΜΑ ΔΟΝΑΤΙΣΤΩΝ ΣΤΗΝ ΒΟΡΕΙΑ ΑΦΡΙΚΗ
Στη διάρκεια του διωγμού όπως είδαμε οι ειδωλολάτρες ζητούσαν από τους κληρικούς να τους παραδώσουν τα ιερά βιβλία. Όσοι τα παρέδωσαν ονομάστηκαν «παραδιδόντες».
Ο επίσκοπος Καρχηδόνος με τον επίσκοπο Καικιλιανό ήταν επιεικείς και έλεγαν ότι πρέπει να παραδώσουν στους διώκτες άλλα βιβλία και αιρετικά ακόμη για ν’ αποφύγουν το μαρτύριο, το οποίο δεν πρέπει να επιζητούν.
Υπήρχε όμως και η αυστηρή μερίδα που είχε τις ρίζες της στους Μοντανιστές και στον Τερτυλλιανό, οι οποίοι πίστευαν ότι το να παραδίδουν οποιαδήποτε βιβλία ήταν αποστασία. Η μερίδα αυτή είχε επικεφαλής μια πλούσια χήρα τη Λουκίλλα. Όταν το 311 χειροτονήθηκε επίσκοπος ο Καικιλιανός, η χήρα και οπαδοί της ισχυρίστηκαν ότι η χειροτονία ήταν άκυρη γιατί έγινε από τον επίσκοπο Απτούγκας Φήλικα που έκανε θανάσιμο αμάρτημα παραδίδοντας ιερά βιβλία και κατά συνέπεια οι ιερατικές του πράξεις ήταν άκυρες.
Σύνοδος από 70 επισκόπους στη Νουμιδία εξέλεξε επίσκοπο Καρχηδόνος τον Μαγιορίνο, τον οποίο διαδέχθηκε το 315 ο επίσκοπος Μαύρων Καλυβών Δονάτος ο λεγόμενος Μέγας. Έτσι σχηματίστηκε νέα εκκλησία με το όνομα «εκκλησία αγίων ή μαρτύρων.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος το 313 έδωσε χρηματική επιχορήγηση στις εκκλησίες της Β. Αφρικής χωρίς όμως να δώσει στους Δονατιστές οι οποίοι παραπονέθηκαν.
Για να εξεταστούν τα παράπονα, συγκλήθηκε σύνοδος στη Ρώμη με την προεδρία του επισκόπου Ρώμης Μιλτιάδη, στην οποία έλαβαν μέρος τρεις επίσκοποι από τη Γαλατία και 15 επίσκοποι από την Ιταλία, οι οποίοι καταδίκασαν τους Δονατιστές.
Ο Κωνσταντίνος κάλεσε άλλη σύνοδο με δημόσια δαπάνη στο τμήμα που υπαγόταν στην δικαιοδοσία του στην Αρελάτη της Γαλατίας το 314. Σ’ αυτήν πήραν μέρος 33 επίσκοποι και άλλοι κληρικοί από τη Ρώμη. Ήρθαν και δύο πρεσβύτεροι αντιπρόσωποι του επισκόπου Ρώμης Σιλβέστρου. Η σύνοδος διακήρυκε τα αντίθετα με όσα πίστευαν οι Δονατιστές, ότι τα μυστήρια που τελούν ανάξιοι κληρικοί είναι ισχυρά και έγκυρα. Ο επίσκοπος που παραδίδει βιβλία ή ιερά σκεύη στους διώκτες καθαιρείται, τα μυστήρια όμως που τέλεσε είναι έγκυρα.
Αναγνώρισε επίσης ως ισχυρό το βάπτισμα των αιρετικών και την απόφαση δέχθηκε και η εκκησία της Β. Αφρικής, η οποία ως τότε δεν το δέχονταν ως έγκυρο.
Ο Αυγουστίνος συστηματοποίησε την απόφαση αυτής της συνόδου με τον ισχυρισμό ότι αυτά ισχύουν ex opera operato. Στην Καρχηδόνα οι Δονατιστές κάλεσαν σύνοδο με 270 επισκόπους.
Ο Κώνστας, γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου καταδίωξε πάλι το 347 τους Δονατιστές., ενώ ο Ιουλιανός ο Παραβάτης για να φέρει σύγχυση στην εκκλησία, τους άφησε ελεύθερους. Ο Γρατιανός, το 376 δήμευσε τις εκκλησίες τους.
Ο Αυγουστίνος έλαβε μέρος σε δημόσια συζήτηση όπου τους αντιμετώπισε. Όμως το 429 οι Βάνδαλοι κυρίευσαν τη Β. Αφρική κι έτσι οι αυτοκράτορες πλέον δεν μπορούσαν να επέμβουν. Υπολείμματα Δονατιστών υπήρχαν έως τον Ζ΄αιώνα.
ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΜΑΧΕΣ ΠΟΥ ΞΕΣΠΑΣΑΝ ΤΟΝ Β΄ΚΑΙ Γ΄ΑΙΩΝΑ
Ο Τερτυλλιανός στο έργο του «Περί Βαπτίσματος», έγραψε ότι το βάπτισμα των αιρετικών είναι άκυρο.
Στην Καρχηδόνα μία σύνοδος με πρόεδρο τον Αγριππίνο (220) και δύο ακόμη συνόδους στη Μικρά Ασία του Ικονίου και των Συνάδων (230), το θεώρησαν άκυρο. Η ιδέα αυτή διαδόθηκε ευρύτερα και εφαρμοζόταν και στην πράξη με τον αναβαπτισμό των αιρετικών. Ο Κυπριανός Καρχηδόνας, υποστήριξε ότι το βάπτισμα των αιρετικών είναι έγκυρο, ύστερα από μετάνοια και επίθεση χειρών. Την άποψη αυτή πήγαν και την ανακοίνωσαν απεσταλμένοι από την Αφρική. Όμως στη Ρώμη όχι μόνο δεν τους δέχτηκαν σε κοινωνία, αλλά αρνήθηκαν ακόμη και να τους φιλοξενήσουν.
Ο Κυπριανός έγραψε επιστολή στον Ρώμης Στέφανο λέγοντας: «Κανείς από μας δεν προβάλλει τον εαυτό του ως επίσκοπο των επισκόπων… κάθε επίσκοπος έχει το δικαίωμα να σκέφτεται για τον εαυτό του και όπως δεν είναι υπεύθυνος απέναντι σε κανέναν άλλον, έτσι και κανένας επίσκοπος δεν είναι υπεύθυνος απέναντι σ’ αυτόν».
Σε σύνοδο στην Καρχηδόνα το 256 στην οποία παραβρέθηκαν 80 επίσκοποι από όλη την Β. Αφρική επιδοκιμάστηκαν ομόφωνα οι απόψεις του Κυπριανού. Ξέσπασε λοιπόν διαμάχη ανάμεσα στον Ρώμης Στέφανο και τον Κυπριανό Καρχηδόνος. Σύμμαχος του Κυπριανού ήταν επίσης και ο Φιρμιλιανός Καισαρείας της Καππαδοκίας ο οποίος έγραψε βίαιη επιστολή στον Ρώμης Στέφανο. Μεταξύ άλλων του είπε ότι έγινε ο χειρότερος αιρετικός γιατί εθελοντικά σκότιζε τον νου των μετανοούντων, οι οποίοι ζητούσαν να φωτιστούν απ’ αυτόν. Όσο για τον ισχυρισμό του επισκόπου Ρώμης ότι είναι διάδοχος του Πέτρου και κατά συνέπεια ο οριστικός κριτής της παραδόσεως, αυτό είναι το μεγαλύτερο σημάδι της μωρίας και της φιλοδοξίας του, έλεγε.
Τελικά ο θάνατος του Στεφάνου (2 Αυγούστου 257) άλλαξε την κατάσταση. Ο διάδοχός του Σίξτος Β΄δεν κράτησε απέναντι στους Αφρικανούς την ίδια αυστηρή στάση.
Στη σύνοδο της Αρελάτης (314) η εκκλησία της Β. Αφρικής δέχτηκε την τακτική που ακολουθούσαν οι άλλες εκκλησίες και αυτή της Ρώμης. Δηλαδή, όταν επέστρεφε αιρετικός βαπτιζόμενος στο όνομα της Αγίας Τριάδος δεν τον βάπτιζαν, αλλά με την επίθεση χεριών στο όνομα της Αγίας Τριάδος του μετέδιδαν το Άγιο Πνεύμα. Η Α΄Οικουμενική Σύνοδος με τον 19ο κανόνα ξεχώρισε αιρετικούς που έπρεπε να βαπτιστούν κανονικά για να γίνουν δεκτοί στην εκκλησία.
ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ Β΄ΑΙΩΝΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΗΜΕΙΩΣΟΥΜΕ
ü Οι βαθμοί του επισκόπου-πρεσβυτέρου και του διακόνου σταθεροποιήθηκαν, εξαφανίστηκαν οι χαρισματούχοι και τα αξιώματα που ήταν συνδεδεμένα μ’ αυτούς.
ü Οι διάκονοι αναβαθμίστηκαν σε ους στόμα και ψυχή των επισκόπων. Γι’ αυτό όταν απουσίαζε ο επίσκοπος ή πέθαινε αυτοί διοικούσαν την εκκλησία. Καθιερώθηκε επίσης και ο θεσμός των υποδιακόνων οι οποίοι βοηθούσαν στο βάπτισμα των γυναικών, στη φιλανθρωπία και στην φροντίδα αρρώστων. Οι διακόνισσες αναλάμβαναν το έργο τους ύστερα από χειροτονία.
ü Αναγνώστες: ήταν ικανοί άνθρωποι, οι οποίοι διάβαζαν τις Γραφές στην Εκκλησία.
ü Εξορκιστές ή επιορκιστές: Διάβαζαν ευχές πριν από το βάπτισμα ή στους αρρώστους.
ü Οστιάριοι: ήταν επιμελητές στις συνάξεις των χριστιανών.
ü Ακόλουθοι: βοηθούσαν τους υποδιακόνους στο έργο τους.
ü Στην Ανατολή δεν υπήρχαν Ακόλουθοι, αλλά ψάλτες.
ü Στο τέλος του Β΄αιώνα άρχισαν να λειτουργούν κατηχητικές σχολές στις οποίες φοιτούσαν κληρικοί και μέσω αυτών προάγονταν σε καλύτερο βαθμό.
ü Γάμος κληρικών: Δεν μπορούσαν να χειροτονηθούν όσοι νυμφεύθηκαν δύο φορές. Οι άγαμοι δεν επιτρέπονταν να νυμφευθούν μετά την χειροτονία τους. Στην Ανατολή οι κληρικοί έπρεπε να απέχουν από τα συζυγικά του καθήκοντα την παραμονή της λειτουργία. Στη Δύση όμως την λειτουργία την τελούσαν καθημερινά κι έτσι επιβλήθηκε ολοκληρωτική αποχή και η σύνοδος της Ελβίρας με τον 330 κανόνα της όρισε να απέχουν από τις συζύγους τους και να μη γεννούν παιδιά. Σταδιακά λοιπόν επιβλήθηκε η αγαμία. Ο επίσκοπος Κορδούης όσιος θέλησε να επιβάλλει τις αντιλήψεις αυτές και στην Ανατολή στην Α΄Οικουμενική Σύνοδο, αλλά συνάντησε την αντίδραση του ασκητή Παφνουτίου ο οποίος «Διαναστάς εν μέσω του συλλόγου των επισκόπων εβόα μακρά, μη βαρύν ζυγόν επιθείναι τοις ιερωμένοις ανδράσι∙ τίμιον είναι τον γάμον αυτόν και την κοίτην αμίαντον παρά Θεού λέγων, μη τη υπερβολή της ακριβείας μάλλον την εκκλησίαν προσβλάψωσιν∙ ου γαρ πάντας δύνασθαι φέρειν της απαθείας την άσκησιν».
ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ
Αρχικά τη Θεία Λειτουργία την τελούσαν οι επίσκοποι. Οι πρεσβύτεροι αν και από την χειροτονία τους μπορούσαν να τελούν μυστήρια, όμως δεν το έκαναν παρά σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως στους διωγμούς. Όταν όμως οι αγροτικές κοινότητες πολλαπλασιάστηκαν, ο επίσκοπος τοποθετούσε πρεσβυτέρους που τελούσαν τη Θεία Ευχαριστία την οποία θεωρούσαν ως επέκταση της μίας που γινόταν από τον επίσκοπο. Η έδρα του επισκόπου έγινε το κέντρο για την τακτοποίηση διαφόρων ζητημάτων που ενέκυπταν.
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΕΣ: Οι επίσκοποι μιας Ρωμαϊκής επαρχίας συνδέονταν με τον επίσκοπο της πρωτεύουσάς της που ονομάζονταν Μητρόπολη. Στην Αίγυπτο ήταν η Αλεξάνδρεια, η Ρώμη στην Ιταλία, η Καρχηδόνα στη Β. Αφρική, η Αντιόχεια στη Συρία. Με τον τρόπο αυτό ο επίσκοπος της πρωτεύουσας απέχτησε υπεροχή απέναντι στους άλλους κι ονομάστηκαν Μητροπολίτες. Η Α΄Οικουμενική Σύνοδος επέβαλε με τον στ΄ κανόνα της την μητροπολιτική οργάνωση.
Ο επίσκοπος Αλεξανδρείας Δημήτριος (231) ίδρυσε τρεις επισκοπές, ο επίσκοπος Ηρακλάς ίδρυσε είκοσι, και στα τέλη του Γ΄ αιώνα υπήρχαν 100 επισκοπές στη χώρα.
Ο επίσκοπος Αλεξανδρείας επικύρωνε την εκλογή αυτών των επισκόπων, τους ονόμαζε υιούς του και αυτοί τον ονόμαζαν αρχιεπίσκοπο. Το ίδιο συνέβη και στη Ρώμη. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και στην Καρχηδόνα.
ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ Β΄ ΑΙΩΝΑ
ΨΑΛΜΩΔΙΑ: Από τον β΄αιώνα υπήρχαν συνθέτες ύμνων. Αργότερα είναι γνωστό ότι ο Εφραίμ έγραψε ύμνους στη Συριακή γλώσσα και ο Ιλάριος επίσκοπος Πουατιέ, μετά τη διαμονή του στην Ανατολή, έγραψε στα λατινικά όταν επέστρεψε στη Γαλλία. Ύμνους έγραψε και ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων και δίδαξε τον λαό να ψέλνει.
Νωρίτερα δίδαξαν ψαλμωδία ο Βαρσεδάνης και ο γιος του Αρμόνιος . Επίσης ο Διόδωρος επίσκοπος Ταρσού και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Ο Απόστολος Παύλος γράφει: «Λαλούντες εαυτούς ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς, άδοντες και ψάλλοντες εν τη καρδία υμών τω Κυρίω» (Εφες. 5,12).
Αρχικά έψαλλαν αντιφωνικά, ο ένας μετά τον άλλο κατ’ εναλλαγή.
ΒΑΠΤΙΣΜΑ
Αφού έκαναν εξορκισμό και υπόταξη του σατανά, άλειφαν τον νεοσύλλεκτο με αγιασμένο έλαιο και ο επίσκοπος ή οι πρεσβύτεροι έκαναν επίθεση των χειρών. Το βάπτισμα γινόταν σε τρεχούμενο νερό, σε πηγές ή σε ποταμούς και στη θάλασσα. Αργότερα στο βαπτιστήριο. Σε περίπτωση ανάγκης (όταν πέθαινε κανείς), βάπτιζαν και οι λαϊκοί. Το βάπτισμα γινόταν δύο φορές το χρόνο. Το Πάσχα και τα Επιφάνια. Γι’ αυτό και η εβδομάδα μετά το Πάσχα ονομάστηκε Διακαινήσιμος. Στους νεοβαπτιζόμενους έδιναν ονόματα κυρίως μαρτύρων.
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
Γινόταν δημόσια για τα γνωστά και φανερά αμαρτήματα, ενώ τα κρυφά αμαρτήματα τα έλεγαν στον επίσκοπο ή σ’ έναν πρεσβύτερο που όριζε ο επίσκοπος. Στην αρχή υπήρχαν οι ακροώμενοι και οι γόνυ κλίνοντες. Ύστερα από τα μέσα του Γ΄ αιώνα χωρίστηκαν σε τέσσερις τάξεις:
Α) Οι προσκλαίοντες που στέκονταν στην αυλή του Θεού, έκλαιγαν και ζητούσαν από τους χριστιανούς να προσευχηθούν για τη συγχώρησή του.
Β) Οι ακροώμενοι: Στέκονταν στον νάρθηκα ως το κήρυγμα.
Γ) Οι υποπίπτοντες: Ήταν μέσα στο ναό και έφευγαν ίσως πριν την Θεία Κοινωνία.
Δ) Οι συνεστώτες: Έμεναν μέσα στο ναό σε όλη τη διάρκεια της λατρείας χωρίς να μεταλαβαίνουν.
Η ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Οι εκκλησίες της Μ. Ασίας εόρταζαν το Πάσχα ακολουθώντας τους Ιουδαίους κι έτσι γιόρταζαν το Πάσχα στις 14 του μήνα Νισάν. Την ημέρα αυτή νήστευαν και τελούσαν την Θ. Ευχαριστία και το πασχαλινό δείπνο το έκαναν στις 15 Νισάν.
Όμως στις άλλες εκκλησίες της Ανατολής και της Δύσης άρχιζαν τη νηστεία την εσπέρα της Παρασκευής, νήστευαν ολόκληρο το Σάββατο και τα μεσάνυχτα του Σαββάτου ή την Κυριακή τα ξημερώματα εόρταζαν το Πάσχα.
Όμως σύμφωνα με τα συνοπτικά ευαγγέλια (Ματθ. 26,17 Μαρκ 14,12 Λουκ. 22,7) ο Μυστικός Δείπνος έγινε το βράδυ της 15 Νισάν μαζί με το πασχαλινό δείπνο των Ιουδαίων. Ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής λέει ότι έγινε μίμα μέρα νωρίτερα, αναφέροντας ότι ο Χριστός σταυρώθηκε στις 14 Νισάν (Ιω. 18,28).
Το 192 ο πρεσβύτερος Ρώμης Βλάσιος από την Μ. Ασία επιχείρησε να εισαγάγει στη Ρώμη τον τρόπο εορτασμού του Πάσχα των Μικρασιατών.
Ο επίσκοπος Ρώμης Βίκτωρ (189-198) ζήτησε να γίνουν σύνοδοι στην Ανατολή και στη Δύση για να καθιερωθεί ο εορτασμός την πρώτη Κυριακή μετά την 14 Νισάν και συμφώνησαν σ’ αυτό όλοι εκτός από τις Μικρασιάτες που έκαναν σύνοδο στην Έφεσο όπου επέμειναν στην θέση τους. Τότε ο Βίκτωρ τους αφόρισε και το ανακοίνωσε και στις άλλες εκκλησίες.
Για πρώτη φορά επίσκοπος Ρώμης ενεργεί με τέτοιο τρόπο, στηριζόμενος όπως έλεγε στην παράδοση του Αποστόλου Πέτρου και αδιαφόρησε για την αποστολική παράδοση των άλλων εκκλησιών.
Ποια ήταν η πρώτη Κυριακή του Νισάν; -Η πρώτη Κυριακή μετά την Πανσέληνο της εαρινής ισημερίας. Άλλες όμως εκκλησίες ακολουθούσαν τους Ιουδαίους οι οποίοι δεν παρατηρούσαν τις φάσεις της σελήνης. Αυτοί ονομάστηκαν πρωτοπασχίτες.
Στη Ρώμη ο Ιππόλυτος συνέταξε έναν κύκλο 16 ετών με την λανθασμένη άποψη ότι το Πάσχα πέφτει την ίδια μέρα κάθε 16 χρόνια. Ήταν όμως λανθασμένος γιατί το Πάσχα στο τέλος των 16 ετών επιβραδύνεται 3 μέρες.
Ο Αυγουστίνος στα μέσα του 3ου αιώνα συνέταξε ακριβέστερο κύκλο 84 ετών στον οποίο το Πάσχα καθυστερούσε 1 και ¼ ημέρες. Αυτός έγινε δκτός στη σύνοδο της Αρελάτης και χρησιμοποιήθηκε στη Ρώμη, στη Γαλατία, στη Βρετανία και στην Ισπανία.
Η Ανατολική εκκλησία δέχθηκε τον κύκλο του μαθηματικού και αστρονόμου Ανατολίου από την Αλεξάνδρεια επισκόπου Λαοδικείας της Συρίας που ήταν ακριβέστερος, γιατί όρισε κύκλο 19 ετών στον οποίο υπήρχε επιβράδυνση μόνο δύο ωρών.
Άλλη διαφορά Ανατολικών και Δυτικών ήταν ότι την εαρινή ισημερία στη Δύση την θεωρούσαν στις 18 Μαρτίου, ενώ στην Ανατολή στις 21 Μαρτίου.
Το ζήτημα του εορτασμού του Πάσχα τακτοποιήθηκε οριστικά στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.
ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ
Η εορτή αυτή για τους Ιουδαίους ήταν αφιερωμένη στο θερισμό και τη συγκομιδή και εορτάζονταν χαρμόσυνα 50 ημέρες μετά το Πάσχα. Η εκκλησία έδωσε νέο περιεχόμενο σ’ αυτή και θεώρησαν τις 50 μέρες αυτές χαρμόσυνες εορτάζοντας τις εμφανίσεις του Χριστού μετά την Ανάστασή Του και την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος .
ΤΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ
Εορτάζονταν η βάπτιση του Χριστού. Στην Ανατολή η εορτή καθιερώθηκε γύρω 300.
ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Επειδή ήταν άγνωστη η ημερομηνία της γέννησης και της βάπτισης του Χριστού, από αντίδραση στους ειδωλολάτρες της Αλεξανδρείας που εόρταζαν τα γενέθλια του θεού Αιώνος και στους Γνωστικούς που εόρταζαν τα Επιφάνεια σύμφωνα με την αντίληψή ττους, η εκκλησία όρισε την εορτή την 6 Ιανουαρίου.
Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
Δεν ήταν καθορισμένη. Στην αρχή ήταν δύο ημέρες συνήθως και την εσπέρα την σταματούσαν. Έτσι νήστευαν 48 ώρες. Με δική τους θέληση οι πιστοί μπορούσαν να κάνου υπέρθεσιν, δηλαδή να παρατείνουν τη νηστεία πέρα από την εσπέρα της ιδίας ημέρας.
Το α΄ μισό του Γ΄αιώνα, η νηστεία αύξησε σε μια εβδομάδα. Όσοι έτρωγαν, εφάρμοζαν ξηροφαγία, δηλαδή έτρωγαν ψωμί, αλάτι, νερό και λάχανα. Πριν την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο η νηστεία αυξήθηκε σε 40 μέρες (τεσσαρακοστή). Στην αύξηση αυτή της νηστείας επέδρασαν οι μοναχοί και οι εγκρατευτές
Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ
Εκτός από την Τετάρτη και την Παρασκευή στη Ρώμη νήστευαν και τα Σάββατα. Αρχικά νήστευαν μόνο το Μ. Σάββατο, όμως άρχισαν να νηστεύουν και τα άλλα. Η νηστεία αυτή καταπολεμήθηκε από τον Τερτυλλιανό και τον Ιππόλυτο. Η σύνοδος όμως της Ελβίρας όρισε τη νηστεία του Σαββάτου ως υπέρθεση της νηστείας της Παρασκευής.
ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ Γ΄ ΑΙΩΝΑ
Ο χριστιανισμός διαδόθηκε στην Αραβία από τον β΄αιώνα από την Δαμασκό και την Αντιόχεια.
Η Β. Συρία εξακολούθησε να είναι κέντρο για τη διάδοση του χριστιανισμού με τη μεγάλη πόλη Αντιόχεια. Αλλά και στην Ανατολική Συρία η Έδεσσα (σημερινή Ούρφα) ήταν κέντρο διάδοσης του χριστιανισμού.
Ο χριστιανισμός είδαμε ότι είχε διαδοθεί ήδη στην Αλεξάνδρεια και στην Β. Αφρική, επίσης στη Β. Μεσοποταμία και στα Ανατολικά του Ευφράτη , όπου αναφέρονται 17 επισκοπές. Διάδοση του Χριστιανισμού έχουμε στην Περσία και στην Παρθία.
Ταχύτερη πρόοδο έκανε ο χριστιανισμός στη Μ. Ασία όπου από τον Β΄αιώνα οι χριστιανοί ήταν πολυάριθμοι.
Στον πόντο εργάστηκε ιεραποστολικά ο άγιος Γρηγόριος ο Θυματουργός. Όταν πέθανε μας λέει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης ότι άφησε στην Καισάρεια μόνο 17 ειδωλολάτρες, δηλαδή όσους χριστιανούς βρήκε όταν ξεκίνησε το ιεραποστολικό του έργο.
Για την Ελλάδα δεν έχουμε πολλές πληροφορίες. Την εποχή του Ανδριανού πληροφορούμαστε για χριστιανούς στη Λάρισα. Γνωστές κοινότητες χριστιανών είναι επίσης αυτές του Αιγαίου και της Κρήτης. Άλλες εκκλησίες ιδρύθηκαν αυτή την εποχή στην Ιλλυρία, Δαλματία, Γαλατία, Ισπανία, Ν. Γερμανία, Β. Ιταλία και Βρετανία.
Εκτός Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ο χριστιανισμός διαδόθηκε στην Περσία. (Στην Α΄Οικουμενική Σύνοδο έλαβε μέρος Πέρσης επίσκοπος). Επίσης εκκλησίες είχαμε διασκορπισμένες από την Κασπία θάλασσα μέχρι τα νησιά του Μπαχρέϊν στον Περσικό κόλπο.
Είναι ακόμη γνωστή η εκκλησία της Αρμενίας η οποία εξαρτήθηκε από τον Γρηγόριο Καισαρείας. Ο γιος του Γρηγορίου, Αριστακίς διαδέχθηκε τον πατέρα του ως καθολικός επίσκοπος Αρμενίας και πήρε μέρος στην Α΄Οικ. Σύνοδο. Ο Γρηγόριος αποτελεί μέχρι σήμερα σύμβολο της Αρμενικής εθνότητας και η εκκλησία αυτή ονομάστηκε Γρηγοριανή.
Ακόμη, ο χριστιανισμός διαδόθηκε και στην Γεωργία. Γνωστή εκεί είναι μία χριστιανή αιχμάλωτη η Νουνία, η οποία κήρυξε εκεί και έκανε χριστιανό ακόμη και τον βασιλιά της χώρας.
Λέγεται ακόμη ότι ο Πάνταινος κήρυξε στην Ινδία ο οποίος βρήκε εκεί αναμνήσεις από το κήρυγμα του Βαρθολομαίου. Όμως δεν είναι απολύτως γνωστό για το ποια χώρα ακριβώς είναι αυτή η Ινδία που αναφέρεται από τον Ευσέβιο. Ακόμη, οι απόκρυφες πράξεις του Θωμά γράφουν ότι ο συγκεκριμένος απόστολος κήρυξε στην Ινδία.
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ Β΄ ΚΑΙ Γ΄ ΑΙΩΝΑ.
ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΕΣ ΘΕΟΛΟΓΟΙ
Α) Μελίτν επίσκοπος Σάρδεων, έγραψε γύρω στο 170 απολογία και δογματικές πραγματείες.
Β) Απολλινάριος: Ήταν επίσκοπος Λυών, ο οποίος γεννήθηκε στην Έφεσο από τη Μ. Ασία, πήγε στη Ρώμη και μετά στη Λυών. Έγραψε το έργο έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως με το οποίο αντέκρουσε τους Γνωστικούς και ανέπτυξε χριστιανική θεολογία. Τα άλλα έργα του «επίδειξις τους αποστολικού κηρύγματος», σώθηκε σε αρμενική μετάφραση.
Γ) Ιππόλυτος: Ήταν μαθητής του Ειρηναίου. Ήταν έλληνας και χειροτονήθηκε στη Ρώμη πρεσβύτερος και κατόπιν σχισματικός επίσκοπός της 220-235 με αντίθετό του τον Κάλλιστο. Ήταν ο πιο μορφωμένος κληρικός και τελευταίος θεολόγος που έγραψε εκεί ελληνικά. Το 235 επί Μαξιμίνου Θρακός εξορίστηκε στη Σαρδηνία, το νησί με τις αρρώστιες. Εκεί πέθανε μετά από λίγο καιρό. Τον ΙΣΤ΄ αιώνα σε ανασκαφές βρήκαν ανδριάντα του κατασκευασμένο από τους οπαδούς του. Στη βάση του ήταν χαραγμένος ο πας΄χαλιος πίνακας και οι τίτλοι των έργων του. Απ’ αυτά τον ΙΘ΄ αι. βρέθηκε ένα ολόκληρο, το «Κατά πασών των αιρέσεων έλεγχος», στο οποίο εκθέτει την ελληνική φιλοσοφία, αναφέρει τις μυστηριακές θρησκείες και αιρέσεις και κυρίως τον Γνωστικισμό, τις οποίες αντικρούει. Επίσης έγραψε δογματικά έργα τον αντίχριστο και ένα υπόμνημα στον Δανιήλ.
Δ) Μεθόδιος επίσκοπος Ολύμπου της Λυκίας: Είναι γνωστός αντίπαλος του Ωριγένη. Έγραψε το Συμπόσιον, έπαινο για την χριστιανική παρθενία και άλλα έργα.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Η Αλεξάνδρεια επί έξι αιώνες ήταν δεύτερη πόλη του αρχαίου κόσμου. Ιδρύθηκε το 332 π. Χ. περίφημη ήταν η βιβλιοθήκη της. Ήταν πολυεθνική πόλη και κοσμοπολίτικη. Στην πόλη αυτή μεταφράστηκε η Π. Διαθήκη στα ελληνικά. Εκεί έδρασαν:
Α) Ο Γνωστικός Βασιλείδης, Β) ο Πάνταινος, γ) ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, δ) ο Ωριγένης. Όλοι αυτοί δίδαξαν στην κατηχητική σχολή της Αλεξάνδρειας.
Οι Αλεξανδρινοί θεολόγοι χρησιμοποίησαν την αλληγορική ερμηνεία για να αναγάγουν την πίστη σε γνώση προσελκύοντας έτσι το ενδιαφέρον μορφωμένων τάξεων.
Ωριγένης: Ήταν μαθητής του Κλήμη. Γεννήθηκε μεταξύ του 182 και του 185 από χριστιανούς γονείς. Ο πατέρας του Λεωνίδας μαρτύρησε στο διωγμό του Σεβήρου το 203 και παραλίγο θα μαρτυρούσε και ο ίδιος. Όταν ο Κλήμης έφυγε από την Αλεξάνδρεια το 203 ο Ωριγένης, παρότι νέος έγινε διευθυντής της κατηχητικής σχολής. Για να ανταποκριθεί καλύτερα στη θέση αυτή σπούδασε συστηματικότερα τη φιλοσοφία κυρίως την Νεοπλατωνική και άκουσε μαθήματα του Αμμωνίου Σακκά. Ταξίδεψε στη Ρώμη όπου γνώρισε τον Ιππόλυτο. Ζούσε αυστηρή ασκητική ζωή και αυτοευνουχίστηκε παρεξηγώντας το Ευαγγέλιο (Ματθ. 19,12). Το 230-31 πήγε στην Ελλάδα όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Ο Αλεξανδρείας Δημήτριος όμως δεν δέχτηκε την χειροτονία ίσως γιατί την θεώρησε επέμβαση στην επισκοπή του ή και από φθόνο στην αξία του Ωριγένη. Με δύο συνόδους, το 230 και 232, τον στέρησε από το διδασκαλικό αξίωμα και τον καθαίρεσε. Από τότε έμεινε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, όπου δεν έδωσαν καμιά σημασία στον αφορισμό του και κήρυττε κανονικά. Στον διωγμό του Δεκίου, τον φυλάκισαν και τον βασάνισαν όπου και πέθανε απ’ τις κακουχίες το 254. Έγραψε εξηγητικά υπομνήματα και σχόλια για τα δύσκολα χωρία της Γραφής. Στο έργο του «Περί αρχών», «Περί ψυχής», «περί Αναστάσεως», «προτρεπτικός εις μαρτύριον» κ.α. Το καλύτερο απολογητικό του έργο είναι το «κατά Κέλσου». Η μέθοδος του Ωριγένη στηρίζεται στην αλληγορική ερμηνεία. Ήταν επηρεασμένος από τη φιλοσοφία και παραμερίζει την παραδοσιακή διδασκαλία της εκκλησίας.
Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ
Χαρακτηριστικό της σχολής αυτής είναι η γραμματική και ιστορική ερμηνεία της Γραφής και η κριτική της έρευνα.
Αντιπρόσωποι αυτής της σχολής είναι:
Α) Ο Ιούλιος Αφρικανός (240). Στο έργο του «χρονογραφίαι», συγχρονίζει την κοσμική ιστορία με τα γεγονότα της Π. Διαθήκης. Το έργο αυτό χρησιμοποίησε και ο Ευσέβιος. Έγραψε ότι ο κόσμος θα διαρκέσει 6000 χρόνια. Δηλαδή από την εποχή του θα διαρκούσε 3 ή 4 αιώνες ακόμη.
Β) Λουκιανός: (312). Κατάγονταν από τα Σαμόσατα. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και δέχτηκε ορισμένες αντιλήψεις του Παύλου Σαμοσατέως. Στην διδασκαλία του επηρεάστηκε από τον Αρειανισμό. Έμεινε πολλά χρόνια αφορισμένος, αλλά τελικά έγινε δεκτός στην εκκλησία και πέθανε μαρτυρικά το 312 στον διωγμό του Μαξιμίνου του Θρακός.
ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Χαρακτηριστικό είναι ότι η λατινική θεολογία δεν άρχισε στη Ρώμη αλλά στην εκλατινισμένη Β. Αφρική.
Στα τέλη του Β΄αιώνα ο Τερτυλλιανός πρώτος και τον Γ΄αιώνα ο Κυπριανός χρησιμοποίησαν τη λατινική γλώσσα και διαμόρφωσαν την ορολογία της εκκλησιαστικής χριστιανικής φιλολογίας από εκεί τελικά κυριάρχησε σε ολόκληρη τη Δύση.
Τα χαρακτηριστικά της Λατινικής θεολογίας είναι διαφορετικά από την ελληνική. Η ελληνική ασχολείται με θεολογικά ζητήματα. Οι Δυτικοί με πρακτικά θέματα και τα καθήκοντα του χριστιανού.
Ο Τερτυλλιανός θεωρείται ο πατέρας της Λατινικής θεολογίας να και το 207 αποχωρίστηκε οριστικά από την καθολική εκκλησία και προσχώρησε στον Μοντανισμό που διακρίνεται για την ηθική αυστηρότητά του.
Δεν ήθελε αποδείξεις για να πιστέψει: «Πιστεύω επειδή είναι παράλογο». Διακρίνει τη Θεία και ανθρώπινη φύση του Χριστού και δέχτηκε την υποταγή του Υιού και του Αγίου Πνεύματος στον πατέρα. Πρώτος αυτός καθόρισε τους όρους Trinitas (Τριάδα), substantia (ουσία) sacramentum (Μυστήριο), satisfacere (ικανοποιείν), meritum (αξιομισθία) και άφησε τη σφραγίδα του στην Λατινική θεολογία.
Ο Κυπριανός ήταν «κληρονόμος» του Τερτυλλιανού, τον ονόμαζε διδάσκαλο, δεν τον ακολούθησε όμως στη μονομέρια και στην οξύτητά του. Γεννήθηκε στην Καρχηδόνα το 200 και πέρασε όλη του τη ζωή σ’ αυτή την πόλη. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και έγινε επίσκοπος της πόλεως (249-258). Ήταν αυστηρός. Στο διωγμό του Δεκίου έφυγε από την πόλη και κρύφτηκε. Με δεξιοτεχνία κυβέρνησε την εκκλησία, υπερασπίστηκε την πίστη και επέβαλλε την εκκλησιαστική πειθαρχία.
Ο Αυγουστίνος τον ονομάζει καθολικό επίσκοπο και μάρτυρα. Στο ζήτημα του βαπτίσματος των αιρετικών ήρθε σε σοβαρή αντίθεση με την εκκλησία της Ρώμης. Οι ειδωλολάτρες τον μισούσαν και τον ονόμαζαν «κοπριανό». Έτσι όταν ξέσπασε ο διωγμός του Βαλεριανού, τον έπιασαν και τον αποκεφάλισαν (258). Έγραψε για την ενότητα της καθολικής εκκλησίας, περί των εκπεσόντων, προς Δονάτον κ.α
Έλεγε: «Έξω από την εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία». «Η εκκλησία στηρίζεται στην ενότητα των επισκόπων» Γι ‘ αυτό πρέπει να ξέρετε ότι ο επίσκοπος είναι στην εκκλησία και η εκκλησία με τον επίσκοπο.
Σχετικά με τον επίσκοπο Ρώμης, έλεγε ότι ο Πέτρος ήταν επίσκοπος της τοπικής εκκλησίας και ότι η εκκλησία της Ρώμης είναι η κυριότερη εκκλησία από την οποία έχει την πηγή της η ιερατική ενότητα. Έλεγε όμως ότι και οι άλλοι απόστολοι είχαν την ίδια τιμή και εξουσία και οι επίσκοποι για την διοίκηση είναι υπεύθυνοι απευθείας στον Θεό. Έτσι η εκκλησία της Ρώμης δεν έχει καμιά εξουσία πάνω στις άλλες εκκλησίες.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
ΔΥΝΑΜΙΚΟΙ ΜΟΝΑΡΧΙΑΚΟΙ Η ΥΙΟΘΕΤΙΣΤΕΣ
Ο πρώτος δυναμικός μοναρχιακός ή υιοθετιστής ήταν ο Θεόδοτος ο Σκυτεύς από το Βυζάντιο. Δίδασκε ότι ο Ιησούς ήταν ψιλός άνθρωπος που γεννήθηκε από την Παρθένο και ο Θεός Χριστός ή το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε σ’ αυτόν και ο Θεός τον ονόμασε Υιό και τον κατέστησε Χριστό. Ο επίσκοπος Ρώμης Βίκτωρ (189-198) όταν άκουσε τη διδασκαλία του τον αφόρισε. Το έργο του όμως συνέχισαν ο Θεόδοτος ο Τραπεζούντιος και Ασκληπιόδωρος, οι οποίοι έπεισαν τον ομολογητή Νατάλιο να γίνει επίσκοπός τους στη Ρώμη, αφού τον πλήρωσαν. Κατόπιν όμως αυτός συμφιλιώθηκε με τον επίσκοπο Ρώμης Ζεφυρίνο. Τελευταίος ηγέτης τους στη Ρώμη αναφέρεται ο Αρτεμάς (270).
Ο σημαντικότερος υιοθετιστής όμως ήταν ο Παύλος Σαμοσατεύς επίσκοπος Αντιοχείας. Η Αντιόχεια βρισκόταν τότε στην κυριαρχία της βασίλισσας της Παλμύρας Ζηνοβίας, χήρας του Οδενάθου. Η Ζηνοβία υποστήριζε τον Παύλο γιατί ήταν δουκηνάριος, δηλαδή ανώτερος οικονομικός υπάλληλος στο κράτος και συμπεριφέρονταν με την ιδιότητά του αυτή περισσότερο ως κρατικός εξουσιαστής και λιγότερο ως επίσκοπος.
Ο Παύλος δίδασκε ότι ο Θεός ήταν πρόσωπο και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα ταυτόσημες θείες απρόσωπες δυνάμεις. Γι’ αυτό ονομάστηκαν Δυναμικοί. Δίδασκε επίσης ότι ο Ιησούς την ώρα που βαπτίζονταν η απρόσωπη δύναμη του Θεού, ο Λόγος, τον γέμισε εσωτερικά, χωρίς να είναι ενυπόστατος, αυτός ο θείος Λόγος ενήργησε και στον Μωϋσή και στους άλλους προφήτες, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Η ενέργεια αυτή ήταν ενοίκησις και συνάφεια γι’ αυτό έλεγε τον Λόγον ενοικήσαντα εν τω Ιησού, ανθρώπω όντι. Στο πρόσωπο λοιπόν του Ιησού δεν ενώθηκαν η θεότητα και η ανθρωπότητα για ν’ αποτελέσουν μία προσωπικότητα, τον θεάνθρωπο, ήταν απλώς μία ένωση θελήσεως και πράξεως και όχι φυσική ένωση.
Όταν έγιναν αυτά συγκλήθηκαν δύο σύνοδοι το 264 και το 268 στην Αντιόχεια. Στη δεύτερη ο ρήτορας Μαλχίων απέδειξε την διδασκαλία αυτή αιρετική και καταδικάστηκε, τον αφόρισαν και τον καθαίρεσαν και στη θέση του εξέλεξαν επίσκοπο τον Δόμνο.
Ο Παύλος όμως δεν υποχώρησε γιατί τον υποστήριξε η Ζηνοβία, μέχρις ότου την νίκησε ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός. Τότε αυτός αντιμετώπισε μία παράξενη απαίτηση των χριστιανών της Αντιοχείας, οι οποίοι ζήτησαν να διώξει τον επίσκοπό τους από τον επισκοπικό οίκο.
Για να λύσει το θέμα ρώτησε τον επίσκοπο Ρώμης και τους επισκόπους Ιταλίας, οι οποίοι είπαν ότι ο Παύλος δεν είναι κανονικός επίσκοπος κι έτσι τον έδιωξε. Είναι πρώτη φορά που Ρμωαίος ειδωλολάτρης αυτοκράτορας λύνει εσωτερικό εκκλησιαστικό ζήτημα και μάλιστα ορθά.
Οι ιδέες τους Παύλου σταδιακά εξαφανίστηκαν και η Α΄Οικουμενική Σύνοδος με τον ΙΘ΄ κανόνα της όρισε να ξαναβαπτίζονται οι Παυλιανιστές όταν θέλουν να γίνουν μέλη της Εκκλησίας.
ΤΡΟΠΙΚΟΙ ΜΟΝΑΡΧΙΑΚΟΙ Η΄ ΠΑΤΡΟΠΑΣΧΙΤΕΣ
Έλεγαν ότι ο χριστιανισμός δίδασκε την ενότητα του Θεού και οι αντιλήψεις για τον Λόγο ήταν άρνησή της. Ηγέτης τους ήταν ο Νοητός από τη Σμύρνη, ίσως επίσκοπος σε μια μικρή μικρασιάτικη πόλη. Τούτος καταδικάστηκε από σύνοδο το 190.
Ο Επίγονος, μαθητής του Νοητού προσπάθησε να διαδώσει πλατύτερα την αίρεση στη Ρώμη και κατάφερε να δημιουργήσει σχισματική εκκλησία με ηγέτες τον Κλεομένη και τον Σαβέλλιο. Ο Σαβέλλιος έλεγε ότι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι ένα και αποκαλύπτονται ως πρόσωπα. Ο Πατήρ στη δημιουργία, ο Υιός ως Λυτρωτής και το Άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία. Την λέξη «πρόσωπο» την εννοεί ως προσωπείο.
Αντίθετος με τον μοναρχιασμό ήταν ο σοφός Ιππόλυτος ο οποίος δέχονταν την υποταγή του Λόγου στον Πατέρα. Ο πάπας Ζεφυρίνος (198-217) προσπάθησε να βρει μέσο δρόμο λέγοντας ότι ο Υιός σταυρώθηκε αλλά όχι ο Πατήρ. Κατέληξε τελικά να γίνει και αυτός σχισματικός επίσκοπος.
ΧΙΛΙΑΣΜΟΣ
Πολλοί πίστευαν ότι ο Χριστός θα επιστρέψει και πάλι στη γη και θα βασιλέψει για χίλια χρόνια. Η αντίληψη αυτή στηρίζονταν στην αποκαλυπτική γραμματεία του μεταγενέστερου Ιουδαϊσμού. Οι ιδέες αυτές ενισχύθηκαν και από την Αποκάλυψη του Ιωάννη (κεφ. 20-21) όπου λέγεται ότι ο Σατανάς θα δεθεί για χίλια χρόνια, οι δίκαιοι θα αναστηθούν και θα βασιλέψουν μαζί με τον Χριστό. Οι προσδοκίες αυτές συνδυάζονταν και με τα βάσανα που περνούσαν οι χριστιανοί κατά τους διωγμούς. Ο Χιλιασμός παρουσιάστηκε πρώτα στη Φρυγία και στη Μ. Ασία ως γενική θεολογική σκέψη. Τον Γ΄αιώνα μεταφέρθηκε το κέντρο του στην Αίγυπτο όπου ο επίσκοπος Αρσινόης Νέπως με έργο του υποστήριξε τον χιλιασμό. Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας κατόρθωσε μα απομακρύνει τους χιλιαστές από την εκκλησία του.
ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Είδαμε ότι ο χριστιανισμός απλώθηκε σε όλα τα μήκη και πλάτη της αυτοκρατορίας. Ήδη ο χριστιανισμός είχε γίνει επίσημη θρησκεία της Αρμενίας από το 300 και στην Οσροήνη από τις αρχές του Γ΄ αιώνα. Εκτός από τους πολιτικούς λόγους ο Κωνσταντίνος έκλινε προς τον μονοθεϊσμό. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος Χλωρός ήταν μονοθεϊστής, πίστευε στον θεό Ήλιο. Η μητέρα του Ελένη ήταν πολύ κοντά στον χριστιανισμό. Η αδερφή του ήταν χριστιανή ονομαζόμενη Αναστασία. Είπαμε για το όραμα του Κωνσταντίνου πριν αρχίσει την εκστρατεία του εναντίον του Μαξεντίου «είδε όραμα το μεσημέρι άνω του ηλίου σταυρού τρόπαιο με τις λέξεις τούτω νίκα. Την άλλη νύχτα εμφανίστηκε ο Χριστός και του είπε να κατασκευάσει σημαία με το όνομα του Χριστού».
Μετά τη νίκη του έκοψε νομίσματα τα οποία είχαν χριστιανικές παραστάσεις.
Το ζήτημα της θέσεως των χριστιανών στην αυτοκρατορία τακτοποιήθηκε με το διάταγμα των Μεδιολάνων του 313, όταν συναντήθηκε με τον Λικίνιο στην πόλη αυτή με την ευκαιρία του γάμου του τελευταίου με την αδερφή του Κωνσταντίνου.
Το διάταγμα αυτό δεν έχει χριστιανικό περιεχόμενο, αλλά προάγει την ανεξιθρησκεία. Άλλωστε ο Λικίνιος δεν έκλεινε προς τον χριστιανισμό.
Στο κείμενο λέγεται: «Υγιεινώ και ορθοτάτω λογισμώ εδογματίσαμεν». Δεν είναι λοιπόν μία απόφαση της στιγμής. Έτσι διακηρύσσεται η θρησκευτική ελευθερία για τους χριστιανούς και τους άλλους, η ελεύθερη χρήση τόπων λατρείας, η επιστροφή των ναών που είχαν δημευθεί. Σπουδαίο είναι επίσης, ότι αναγνωρίζεται νομικά η εκκλησία. Σχετικά με τη χριστιανική θρησκεία έλεγε: «Εν πρώτοις διατάξαι εδογματίσαμεν, οις η προς το θείον αιδώς τε και το σέβας ευείχετο, τουτ’ έστιν, όπως δώμεν και τοις χριστιανοίς πάσιν ελευθέραν αίρεσιν του ακολουθείν τη θρξσκεία η δ’ αν βουληθώσιν, όπως ότι ποτέ εστίν θειότητος και ουρανίου πράγματος, ημίν και πάσιν τοις υπό την ημετέραν εξουσίαν διάγουσιν ευμενές είναι δυνηθή. Τοίνυν ταύτην την ημετέραν βούλησιν υγιεινώ και ορθοτάτω λογισμώ εδογματίσαμεν, όπως μηδενί εξουσία αρνητέα ή του ακολουθείν και αιρείσθαι τη των χριστιανών παραφύλαξιν η θρησκείαν εκάστω τε εξουσία δοθείη του διδόναι εαυτού την διάνοιαν εν εκείνη τη θρησκεία ην αυτής εαυτή αρμόζειν νομίζει, όπως ημίν δυνηθή το θείον εν πάσι την έθιμον σπουδήν και καλοκαγαθίαν παρέχειν».
Ο αυτοκράτορας διατήρησε τους εθνικούς στις θέσεις τους, πήραν όμως και οι χριστιανοί ανώτερες θέσεις στο κράτος. Ο ίδιος εξακολούθησε να έχει τον τίτλο Μέγιστος Αρχιερέας της ειδωλολατρίας, τις θυσίες όμως τελούσε ο προμάγιστρος.
Γιατί διατήρησε τον τίτλος αυτό; Διότι αν τον άφηνε θα έχανε μέρος από την εξουσία του και δεν θα μπορούσε να ελέγξει την αυτοκρατορία από την ειδωλολατρία. Παρόλα αυτά το 320 περιόρισε τους οιωνοσκόπους, έκλεισε μερικούς ειδωλολατρικούς ναούς ή γιατί τελούσαν εκεί ανήθικη λατρεία ή γιατί ήθελε να πάρει την περιουσία τους και να την χρησιμοποιήσει για κρατικές ανάγκες. Κατήργησε επίσης την λατρεία του αυτοκράτορα.
Με τον νόμο του 319 απάλλαξε όλους τους κληρικούς από τις δημόσιες οικονομικές υποχρεώσεις, επίσης απαγορεύτηκε η εργασία τις Κυριακές, καθιερώθηκε προσευχή στο στρατό, όχι όμως με χριστιανικό περιεχόμενο ώστε να την απαγγείλουν όλοι οι στρατιώτες, έδωσε δωρεές σε εκκλησίες και αναγνώρισε το δικαίμωα του άσυλου σ’ αυτές. Η νίκη του Κωνσταντίνου επί του Λικινίου (Σεπτ. 323) τερμάτισε τους διωγμούς εναντίον που είχε ξαναρχίσει ο Λικίνιος, ενώ ο θάνατός του ύστερα από 6 μήνες άφησε τον Κωνσταντίνο μονοκράτορα.
Μετά τη νίκη του ελεύθερος πλέον από κάθε φραγμό εξέφρασε τις σκέψεις του. Στους επισκόπους της Ανατολής ανέφερε την ιστορία της μεταστροφής του, περιέγραψε την βαρβαρότητα του διωγμού του Διοκλητιανού και ανέφερε για τον εαυτό του ότι οδηγήθηκε στην πίστη από τον Θεό και διακήρυξε ότι κυβερνούσε το κράτος γεμάτος από πίστη για τη χάρη που του έδωσε ο Θεός για να εκτελέσει αυτό το ιερό έργο. Δεν έκρυψε την περιφρόνησή του για την ειδωλολατρία, την οποία όμως εξακολούθησε να ανέχεται.
Τότε εξέδωσε δύο διατάγματα, με το πρώτο ανακάλεσε τους εξόριστους, ελευθέρωσε τους φυλακισμένους, αποκατέστησε τους ομολογητές στα αξιώματά τους και τους έδωσε πίσω τις περιουσίες τους. Οι χριστιανοί στρατιώτες μπορούσαν πλέον να καταταγούν και πάλι στον στρατό.
Ξόδεψε χρήματα για την ανέγερση χριστιανικών ναών στη Ρώμη και η μητέρα του Ελένη έχτισε στην Ιερουσαλήμ το ναό της Αναστάσεως, στη Βηθλεέμ το ναό της Γεννήσεως του Χριστού και άλλο ναό στην τοποθεσία της Αναλήψεως. Με έξοδά του συγκάλεσε την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαια. Πολύ μεγάλη σημασία είχε η μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στο Βυζάντιο, τη Νέα Ρώμη, η οποία από το όνομά του ονομάστηκε Κωνσταντινούπολη. Οι λόγοι που έγινε η μεταφορά αυτή ήταν πολιτικοί και αμυντικοί, όμως η σημασία της ήταν τεράστια από θρησκευτικής απόψεως.
Τα εγκαίνια της πόλεως έγιναν το 330. Ο Κωνσταντίνος έχτισε στη νέα πρωτεύουσα το ναό της Αγίας Σοφίας, των Αγίων Αποστόλων όπου έθαψαν τον ίδιο και κατόπιν άλλους αυτοκράτορες και άλλες εκκλησίες αφιερωμένες στους μάρτυρες. Λίγο πριν τον θάνατό του αποσύρθηκε στο προάστιο της Νικομηδείας Αχυρών και ζήτησε να βαπτιστεί. Ο επίσκοπος Νικομηδείας Ευσέβιος τον βάπτισε και πέθανε την 21 Μαΐου 337.
Μεταγενέστερη πληροφορία αναφέρει ότι βαπτίστηκε στη Ρώμη από τον επίσκοπο Σίλβεστρο. Η εκκλησία τον πρώτο αυτόν χριστιανό αυτοκράτορα τον τίμησε ως άγιο και ισαπόστολο.
ΔΙΑΔΟΧΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Ο Κωνσταντίνος άφησε τρεις γιους, τον Κωνσταντίνο Β΄, τον Κωνστάντιο Β΄ και τον Κώνσταντα . Ο πρώτος πέθανε ύστερα από τρία χρόνια. Ο Κωνστάντιος διοικούσε την Ανατολή και ο Κώνστας τη Δύση. Και οι δύο με νόμο αποφάσισαν να απαγορεύσουν την ειδωλολατρία και το 346 διέταξαν να κλείσουν όλοι οι ναοί τους.
Το 351 ο Κωνστάντιος έγινε μονοκράτορας και αμέσως όρισε την ποινή του θανάτου για όσους θυσίαζαν στα είδωλα. Παρόλα αυτά η ειδωλολατρία εξακολούθησε να υπάρχει ανεμπόδιστα στη Δύση. Στη Ρώμη γιόρταζαν όλες τις αρχαίες εορτές και τελούσαν όλες τις θυσίες. Στην Ανατολή όμως οι νόμοι εναντίον της ειδωλολατρίας εφαρμοζόταν περισσότερο. Αλλά και εκεί οι ειδωλολάτρες δεν έπαψαν να λατρεύουν τους θεούς τους, ενώ λίγοι ναοί έκλεισαν.
361-363 μ.Χ ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ Ο ΠΑΡΑΒΑΤΗΣ
Ο Ιουλιανός διαδέχθηκε στον θρόνο τον Κωνστάντιο Β΄ και είναι γνωστός ως αποστάτης ή παραβάτης. Ήταν ανιψιός του Μ. Κωνσταντίνου και από τους λίγους συγγενείς του που ξέφυγε από την σφαγή που έκανε ο Κωνστάντιος ο οποίος θέλησε να εξαλείψει τους μελλοντικούς απαιτητές του θρόνου.
Ο Ιουλιανός μίσησε τον Κωνστάντιο ως αίτιο των φόνων, το μίσος του κορυφώθηκε όταν εκείνος σκότωσε τον μοναδικό αδερφό του, τον Γάλλο, το 354.
Τον Ιουλιανό τον εξόρισαν από μικρό, κι έτσι δεν άκουσε καμιά χριστιανική διδασκαλία, γιατί εκεί που βρίσκονταν υπήρχαν μόνο ειδωλολάτρες διδάσκαλοι και κυρίως ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Μάξιμος. Εκεί ο έφηβος Ιουλιανός σχεδίαζε να επαναφέρει μια θρησκεία που δεν υπήρχε ποτέ με έντονα στοιχεία της διδασκαλίας του Πλάτωνα ανακατεμένες με δεισιδαιμονίες και μαγείες.
Σαν χαρακτήρας ήταν ντροπαλός, συμμαζεμένος με νευρικές κινήσεις στο πρόσωπο και στα χέρια του. Έδειξε διοικητικά προσόντα όταν ο ξάδερφός του Κωνστάντιος, τον ανύψωσε στο αξίωμα του Καίσαρος (358). Οι πολιτικές φιλοδοξίες του φάνηκαν όταν τα στρατεύματά του στη Γαλλία τον ανακήρυξαν αυτοκράτορα (360) και ετοιμάστηκε να βαδίσει εναντίον του Κωνσταντίου, ο οποίος όμως πέθανε τον Νοέμβριο του 361. Έτσι ο Ιουλιανός έγινε ο μοναδικός κύριος της αυτοκρατορίας χωρίς πόλεμο και κυβέρνησε για 20 μήνες.
Αναδιοργάνωσε το ειδωλολατρικό ιερατείο και ίδιος ως αρχιερέας θυσίαζε ζώα, πράγμα που προκάλεσε τις ειρωνείες των ειδωλολατρών στην Αντιόχεια όταν έβλεπαν ολόκληρο αυτοκράτορα καταματωμένο να θυσιάζει σφάγια.
Αποκατέστησε τους ανώτερους χριστιανούς αξιωματούχους με ειδωλολάτρες, απέσυρε όλα τα προνόμια του χριστιανικού κλήρου κ.α
Για να γίνει αρεστός στους Ιουδαίους, τους επέτρεψε να ξαναχτίσουν το ναό στην Ιερουσαλήμ, αλλά δεν μπόρεσαν. Επίσης ευνόησε τους αιρετικούς και τους σχισματικούς για να φέρει σύγχυση στην εκκλησία.
Οι διωγμοί αυτοί τέλειωσαν αιφνιδιαστικά γιατί ο Ιουλιανός πολεμώντας εναντίον των Περσών σκοτώθηκε στη μάχη, αφού σύμφωνα με τον Θεοδώρητο φώναξε «Νενίκηκάς με Γαλιλαίε».
361- 379 μ.Χ ΟΙ ΔΙΑΔΟΧΟΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΕΠΟΧΗΣ
-Διάδοχος του Ιουλιανού ήταν ο Ιοβιανός ο οποίος ανήκε στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Χωρίς διωγμό και καταπίεση ολόκληρο το οικοδόμημα του Ιουλιανού κατέρρευσε με νέο διάταγμα διακηρύχθηκε η ανεξιθρησκία και η επαναφορά του νόμου του Μ. Κωνσταντίνου.
-Διάδοχος του Ιοβιανού ήταν ο Βαλεντινιανός (364-375) που ήταν Ορθόδοξος. Όμως ήταν περισσότερο ουδέτερος απ’ ότι έπρεπε. Άφησε τους οιωνούς ελεύθερους όπως την παλιά εποχή, κράτησε δεσμευμένες τις περιουσίες των χριστιανικών ναών για τις ανάγκες του κράτους.
Στο Ανατολικό τμήμα κυβερνούσε ο αδερφός του Βαλεντινιανού, ο Βάλης (364-378), ο οποίος προστάτευσε την ειδωλολατρία και εξανάγκαζε τους χριστιανούς να ακολουθούν τον αρειανισμό στον οποίο εκείνος πίστευε. Έτσι για τα 13 χρόνια που κυβερνούσε ήταν για τους Ορθόδοξους εποχή τρόμου και καταπιέσεως.
-Μετά τον θάνατο του Βαλεντινιανού, ανέβηκε στον θρόνο ο γιος του Γρατιανός 6 ετών. (375-383). Ο νέος αυτοκράτορας αρνήθηκε να φορέσει τη στολή του Μέγιστου Αρχιερέα των ειδωλολατρών και κατήργησε το αξίωμα ως ντροπή για τους χριστιανούς. Έκοψε όλες τις επιχορηγήσεις για την ειδωλολατρία, η οποία κατάντησε ιδιωτική θρησκεία και όχι μέρος της δημόσιας ζωής. Έτσι έπαυσε μια ανωμαλία που υπήρχε μέχρι τότε, δηλαδή ο χριστιανός βασιλιάς να είναι Μέγιστος Αρχιερέας της ειδωλολατρίας.
Μετά την δολοφονία του Γρατιανού, τον διαδέχθηκε στον θρόνο ο Βαλεντινιανός Β΄(383-392) και κατόπιν ο Θεοδόσιος Α΄ (379-395).
ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ Α΄ (379-395)
Αυτός έκανε το κράτος ορθόδοξο χριστιανικό. Ενώ βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη αρρώστησε και βαπτίστηκε από το επίσκοπο της πόλης Ασχόλιο. Ο Θεοδόσιος καταγόταν από την Ισπανία, ήταν λόγιο άνθρωπος, ενεργητικός, έδινε γρήγορες λύσεις και δεν του άρεσαν τα ημίμετρα. Για την σκληρή πράξη του φόνου 7.000 πολιτών στον Ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης μετάνιωσε και υποβλήθηκε σε εκκλησιαστική πράξη μετανοίας από τον Αμβρόσιο Μεδιολάνων. Όταν ο Βάλης πέθανε (378), ο Γρατιανός διόρισε τον Θεοδόσιο συνάρχοντα στην Ανατολή. Ενώ βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη με διάταγμα το 380 επέβαλε την Ορθοδοξία και ορίστηκε ως επίσημη θρησκεία και ομολογία που πρέσβευε ο πάς Ρώμης Δάμασος και ο επίσκοπος Αλεξανδρείας Πέτρος. Δήμευσε την περιουσία των αιρετικών, τις οποίες παρέδωσε στους Ορθοδόξους.
Ακόμη έστειλε τον πρωθυπουργό Κυνήγιο στην Αίγυπτο και στις γειτονικές χώρες για να καταστρέψει τους ειδωλολατρικούς ναούς. Πλήθη χριστιανών, ανάμεσά τους και μοναχοί κατέστρεφαν τους ναούς και τα αγάλματα. Ο Λιβάνιος και πολλοί άλλοι λόγιοι, διαμαρτυρήθηκαν για τη βαρβαρότητα αυτή. Τότε καταστράφηκε το Σεράπειον, δηλαδή ο ναός του Σέρπη στην Αλεξάνδρεια που ήταν όμοιος στην μεγαλοπρέπεια και τον πλούτο με τον ναό του Καπιτωλίου Δία στη Ρώμη. Επίσης καταστράφηκαν ο ναός του Δία στην Απάμεια και πολλοί άλλοι ναοί στην Παλαιστίνη και στη Συρία. Μερικοί εξ’ αυτών μετατράπηκαν σε χριστιανικούς.
Όταν δολοφονήθηκε στη Δύση ο Βαλεντινιανός Β΄ το 392, ο Θεοδόσιος έγινε μονοκράτορας. Με διατάγματα έκλεισε όλους τους ειδωλολατρικούς ναούς και διέταξε να καταστραφούν οι βωμοί ακόμα και στα σπίτια. Το 394 κατάργησε τους Ολυμπιακούς αγώνες στην 293η Ολυμπιάδα.
Παρόλα αυτά χριστιανοί και εθνικοί ήταν ίσοι απέναντι στον νόμο και οι ειδωλολάτρες διατηρούσαν τα αξιώματά τους.
Ο Θεοδόσιος ονομάστηκε Μέγας για τις υπηρεσίες που προσέφερε τόσο στην Ορθοδοξία, όσο και στο κράτος σε δύσκολες στιγμές.
ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΒΙΟΣ
Ο ασκητισμός, οι στερήσεις, η μοναξιά, η νηστεία με φυτική τροφή ήταν κάτι που ήταν γνωστός τρόπος ζωής από παλιά. Στην Παλαιστίνη γνωστοί ήταν οι Εσσαίοι και στην Αλεξάνδρεια οι Ιουδαίοι θεραπευτές.
Γρήγορα παρουσιάστηκαν στην εκκλησία άνθρωποι που αρνήθηκαν τον κόσμο, ενώ ζούσαν μαζί με άλλους, αυτοί ήταν οι εγκρατείς και οι παρθένοι, άντρες και γυναίκες. Πολλές φορές ζούσαν και άντρες με γυναίκες μαζί, οι λεγόμενοι συνείσακτοι, αυτοί είχαν τα ίδια ιδανικά και ασκούσαν την εγκράτεια. Οι πιστοί τιμούσαν ιδιαίτερα την παρθενία, αλλά ορισμένοι απ’ αυτούς για ν’ αποφύγουν την τιμή έκαναν τον τρελό ή τον ακόλαστο. (οι δια Χριστόν σαλοί).
Κάποιο έδιναν σημασία μόνο στην εγκράτεια θεωρώντας την ύλη κακή (Μοντανιστές, Γνωστικοί, Μαρκιωνιστές).
Οι πρώτοι ερημίτες παρουσιάζονται στην Αίγυπτο με τον διωγμό του Δεκίου. Ο πραγματικός μοναχικός βίος όμως άρχισε με τον Μ. Αντώνιο (251-356), του οποίου τον βίο έγραψε ο Μ. Αθανάσιος.
Στην αρχή ο Αντώνιος έφυγε στην έρημο με την καθοδήγηση ενός άλλο ερημίτη. Κατόπιν έζησε μόνος του για 20 χρόνια περνώντας τη ζωή του με καθημερινή εργασία, νηστεία, προσευχή και αγρυπνία. Στον βίο του αναφέρεται μία διαρκής πάλη εναντίον των δαιμόνων, οι οποίοι παρουσιάζονται με διάφορες μορφές για να τον ξεγελάσουν και να τον παρασύρουν. Η φήμη του Μ. Αντωνίου έφερε στην έρημο και πολλούς άλλους χριστιανούς που ο καθένας απ’ αυτούς καθόριζε τον τρόπο ασκήσεως για τον εαυτό του.
Ο μαθητής του Μ. Αντωνίου, Αμμούν, εισήγαγε ένα σύστημα όπου οι μοναχοί είχαν στοιχειώση κοινωνική ζωή στις Λαύρες. Αυτές ήταν μοναχικά συγκροτήματα όπου οι μοναχοί ζούσαν απομονωμένοι μακριά ο ένας από τον άλλο και συναντιόντουσαν κάθε Σάββατο και την Κυριακή για την κοινή λατρεία. Κοντά στον Αμμούν στην Νιτρία είχαν συγκεντρωθεί 5.000 μοναχοί, το ίδιο έκανε και ο Μακάριος στην έρημο της Σκήτεως. Στις Λαύρες καθένας από τους μοναχούς όριζε μόνος του τον τρόπο της ασκήσεως καθοδηγούμενος από έναν γέροντα μαζί με τον οποίο ζούσε και υπάκουε τυφλά.
-Παχώμιος (290-346): Εισήγαγε το κοινοβιακό σύστημα που επικράτησε βαθμιαία στην Ανατολή και χρησίμεψε ως υπόδειγμα για την οργάνωση του μοναχικού βίου και στη Δύση. Με εντολή αγγέλου ίδρυσε μοναστήρι στην Ταβέννησο (Φοίνικας της Ίσιδας) και καθιέρωσε τον κακόνα με 195 άρθρα. Όταν πέθανε είχαν ιδρυθεί 9 ανδρικά και 2 γυναικεία μοναστήρια που ακολουθούσαν τον κανόνα του.
Ο μοναχισμός στην Αίγυπτο αναπτύχθηκε υπερβολικά. Μόνο στην Άνω Αίγυπτο υπήρχαν 410 μοναχικές εγκαταστάσεις.
Επίσης ο μοναχικός βίος αναπτύχθηκε στο όρος Σινά. Στην έρημο Ραϊθώ οι μοναχοί σφαγιάστηκαν το 373 από πειρατές.
Ιλαρίων: Ήταν μαθητής του Μ. Αντωνίου. Έζησε γύρω στο 320, έφερε τον μοναχισμό στην Παλαιστίνη, όπου ίδρυσε λαύρα κοντά στην Γάζα.
-Στην Μ. Ασία σημαντικό ρόλο για την ανάπτυξη του μοναχισμού έπαιξε ο επίσκοπος Σεβαστείας Ευστάθιος που η αυστηρότητά του αποδοκιμάστηκε από την Εκκλησία.
-Στην Κωνσταντινούπολη ο Ισαάκιος ίδρυσε το 382 το πρώτο μοναστήρι, τη μονή Δαλμάτων.
-Για τους μοναχούς αυτής της εποχής έγραψαν ο Ευάγριος, ο Νείλος ο ασκητής, ο Μακάριος ο Αιγύπτιος, ο Παλλάδιος επίσκοπος Ελενουπόλεως Βιθυνίας που έγραψε τη ζωή των μοναχών.
-Ο μοναχικός βίος στη Μ. Ασία μεταρρυθμίστηκε από τον Μ. Βασίλειο, ο οποίος έγραψε τις ασκητικές συλλογές με τίτλο «Όροι κατά πλάτος» που είναι 55 κεφάλαια και «όροι κατ’ επιτομήν» με 313 κεφάλαια τα οποία περιέχουν ερωταποκρίσεις.
Ενώ μέχρι πρότινος ο μοναχός δεν έδινε όρκο ισόβιας ζωής, τώρα ο έδινε υπόσχεση αγαμίας, έτσι ο Μ. Βασίλειος κάνει τους μοναχούς να μην ανήκουν πια στην τάξη των απλών λαϊκών και να πλησιάσουν τους κληρικούς.
Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος με τους κανόνες δ΄ και στ΄ έθεσε τα μοναστήρια κάτω από την κυριαρχία των επισκόπων, οι οποίοι έπρεπε να δώσουν άδεια για να ιδρυθούν.
318 μ.Χ Ο ΑΡΕΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
▪▪Η διδασκαλία του Αρείου και οι πρώτες ενέργειες εναντίον του
Πολύ σοβαρός κίνδυνος προκλήθηκε για την εκκλησία από την διδασκαλία του Αρείου.
Ο Άρειος κατάγονταν από την Λιβύη, ήταν πρεσβύτερος στην εκκλησία της Βουκάλεως. Ήταν ηλικιωμένος, ψηλός και λεπτός, μελαγχολικός και ασκητικός, μιλούσε ευγενικά και πειστικά και γι’ αυτό είχε πολλούς οπαδούς και αφοσιωμένες σ’ αυτόν παρθένες που υπηρετούσαν την Εκκλησία.
Ο Άρειος ανέπτυξε τη δική του διδασκαλία, στηριζόμενος στις ιδέες του Λουκιανού Σαμοσατέως.
ΔΙΔΑΣΚΕ: ότι ο Θεός είναι αγέννητος. Όλα τα όντα είναι κτίσματά του. Ο Λόγος είναι το πρώτο κτίσμα, δεν έχει σχέση με την ουσία του Θεού και δεν είναι αιώνιος.
Ενώ ο Λόγος είναι δημιούργημα, όμως δημιούργησε τα υπόλοιπα πλάσματα και έτσι ονομάστηκε θεός. Ο Θεός τον υιοθέτησε και έγινε υιός του. Το Άγιο Πνεύμα ήταν το πρώτο δημιούργημα του Λόγου και κατώτερος θεός από τον Λόγο.
Ο Λόγος εξανθρώπισε, δηλαδή κατέλαβε στον άνθρωπο Χριστό τη θέση της ψυχής. Έτσι ο Άρειος αρνήθηκε την Τριαδικότητα του Θεού και την θεότητα του Χριστού.
Ο πρεσβύτερος Κόλλουθος άκουσε την διδασκαλία του Άρειου και την κατήγγειλε στον επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο, ο οποίος προσπάθησε να αλλάξει τις απόψεις του Αρείου δίχως όμως επιτυχία.
Ο Αλέξανδρος κάλεσε σύνοδο το 318/19 με 100 επισκόπους οι οποίοι καταδίκασαν τον Άρειο. Δε συμφώνησαν δύο, ο επίσκοπος Πτολεμαΐδας Σεκούνδος και της Μαρμαρικής Θεωνάς. Μαζί με αυτούς καθαιρέθηκαν και αφορίστηκαν ο Άρειος και άλλοι πέντε πρεσβύτεροι και έξι διάκονοι από την Αλεξάνδρεια και δύο πρεσβύτεροι και τέσσερις διάκονοι από τη Μαριώτιδα.
Μετά την καταδίκη ο Άρειος έφυγε, βρήκε καταφύγιο κοντά στον Ευσέβιο Καισαρείας, ο οποίος είχε ασαφείς χριστολογικές αντιλήψεις. Ο ισχυρός στην αυτοκρατορία επίσκοπος Νικομηδείας Ευσέβιος δέχτηκε τον Άρειο σε εκκλησιαστική κοινωνία. Ο δε Άρειος έγραψε επιστολή στον επίσκοπο Αλέξανδρο και ζήτησε να γίνει δεκτός γράφοντας ψέματα ότι πίστευε σε όσα δίδασκε ο Αλέξανδρος.
Την ίδια εποχή έγραψε ποίημα στο οποίο διακήρυττε τις αιρετικές του ιδέες:
«Αρχήν τον Υιόν έθηκε γενητών ο άναρχος και ήνεγκεν εις υιόν εαυτόν τον δε τεκνοποιήσας, ίδιον ουδέν έχει τον Θεόν καθ’ υπόστασιν ιδιότητος, ουδέ γαρ εστίν ίσος, αλλ’ ουδέ ομοούσιος αυτώ».
Τους στίχους αυτούς τραγουδούσαν οι αγρότες και οι ναύτες στις εργασίες τους. Εν τω μεταξύ ο Κωνσταντίνος έγινε κύριος σε ολόκληρη την αυτοκρατορία και επιθυμούσε να κυβερνήσει με ειρήνη και ηρεμία. Όμως διαπίστωσε ότι αυτές οι θρησκευτικές διαφωνίες απειλούσαν την ενότητα του κράτους. Έστειλε επιστολές στον Αλέξανδρο και στον Άρειο με τον φίλο του επίσκοπο Κορδούης Όσιο, στις οποίες ζητούσε να παύσουν να συζητούν για ασήμαντες λέξεις όπως ο ίδιος νόμιζε.
Η ειρήνη όμως αυτή δεν ήρθε όπως την περίμενε ο Κωνσταντίνος κι έτσι ο Όσιος εισηγήθηκε ότι πρέπει να γίνει μια μεγάλη σύνοδος με την οποία συμφώνησε ο Κωνσταντίνος.
325 μ.Χ Η Α΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Στην αρχή έλεγαν ότι η σύνοδος θα συγκληθεί στην Άγκυρα, όμως τελικά ο Κωνσταντίνος κάλεσε τους επισκόπους να έρθουν στη Νίκαια της Βιθυνίας που ήταν κοντά στη Νικομήδεια.
Έθεσε στη διάθεση των επισκόπων μεταφορικά μέσα για το ταξίδι και ήρθαν από όλα τα μέρη της Ανατολής, πέντε επίσκοποι από τη Δύση και δύο πρεσβύτεροι αντιπρόσωποι του πάπα Ρώμης Σιλβέστρου που δεν μπορούσε να ταξιδέψει γιατί ήταν ηλικιωμένος.
Ο Ευσέβιος Καισαρείας που ήταν παρών, λέει ότι ήταν περισσότεροι από 250 επίσκοποι, ο Ευστάθιος Αντιοχείας αναφέρει 270 και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος περισσότερους από 300, το ίδιο και ο Αθανάσιος, ο οποίος τελικά λέει ότι ήταν 318 κάτι που επικράτησε στην παράδοση γιατί παραλληλίζεται με τους 318 οικογενείς του Αβραάμ με τους οποίος συνέτριψε τη δύναμη των πέντε συμμάχων βασιλέων (Γεν. 14,14).
Η σύνοδος παρουσίαζε μεγαλειώδης θέαμα και έδινε φανερή απόδειξη της οικουμενικότητας της Εκκλησίας. Άλλοι πατέρες ήταν γνωστοί για την αγιότητά τους και τα θαύματα που έκαναν, άλλοι ήταν ομολογητές που είχαν ακόμη τα σημάδια των βασανιστηρίων στο σώμα τους, πολλοί ήταν μορφωμένοι και γνώριζαν καλά το θέμα για το οποίο θα συζητούσαν.
Η πρώτη συνεδρίαση έγινε σε αίθουσα των ανακτόρων. Οι επίσκοποι κάθονταν δεξιά και αριστερά και όταν μπήκε μέσα ο Κωνσταντίνος ντυμένος με λαμπρά ενδύματα και πορφύρα όμοιος προς άγγελον Θεού, σηκώθηκαν όλοι να τον υποδεχτούν.
Ζήτησε να καθίσουν πρώτα οι επίσκοποι και κατόπιν κάθισε και αυτός. Τότε ένας επίσκοπος που καθόταν δεξιά τον προσφώνησε. Ο αυτοκράτορας απάντησε στα λατινικά και μετέφρασαν την απάντηση στα ελληνικά.
Πρόεδροι της συνόδου αναφέρονται ο Αλέξανδρος Αλεξανδρείας, ο Ευστάθιος Αντιοχείας και όσιος Κορδούης ο οποίος υπόγραψε πρώτος και μετά απ’ αυτόν οι δύο πρεσβύτεροι από τη Ρώμη. Τιμητικά πρόεδρος ήταν ο αυτοκράτορας ο οποίος παρακολούθησε τις εργασίες της συνόδου, μιλούσε στις συζητήσεις και όταν παρουσιάζονταν ένταση καλούσε τους επισκόπους να ειρηνεύσουν.
Ο Άρειος δεν μίλησε, αλλά μίλησαν στη σύνοδο ομόφρονες μ’ αυτόν επίσκοποι, διάβασαν αποσπάσματα από τη «Θαλία» που προκάλεσαν φρίκη στους ακροατές.
Στη σύνοδο πολλοί λίγοι ήταν διατεθειμένοι να ακούσουν δικαιολογίες και ο Άρειος καταδικάστηκε και αφορίστηκε.
Οι πατέρες συμφώνησαν ότι ο Χριστός ήταν Υιός του Θεού, όμως υπήρξαν διαφωνίες σχετικά με τη διατύπωση.
Οι Αρειανοί υπέβαλαν σύμβολο, το οποίο η σύνοδος δε δέχτηκε. Ο Ευσέβιος Καισαρείας υπέβαλε και αυτός σύμβολο το οποίο η σύνοδος δέχτηκε. Όμως η σύνοδος συνέταξε άλλο σύμβολο και γι’ αυτό ο Ευσέβιος Καισαρείας γράφει «προφάσει του ομοουσίου την δε γραφήν πεποιήκασι».
Τελικά το σύμβολο διατυπώθηκε ως εξής:
«Πιστεύομεν εις ένα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα, πάντων ορατών τε και αοράτων ποιητήν, και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον υιόν του Θεού, γεννηθέντα εκ του Πατρός μονογενή, τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός, Θεόν εκ Θεού, φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι’ ου τα πάντα εγένετο, τα τε εν τω ουρανώ και τα εν τη γη, τον δι’ ημάς τους ανθ΄ρωπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα και σαρκωθέντα, ενανθρωπήσαντα, παθόντα, και αναστάντα τη Τρίτη ημέρα, και ανελθόντα εις τους ουρανούς, ερχόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς και εις το Άγιο Πνεύμα» Στο τέλος πρόσθεσαν τους αναθεματισμούς: «Τους δε λέγοντες ην ποτέ ότε ουκ ην και πριν γεννηθήναι ουκ ην, και ότι εξ ουκ όντων εγένετο, ή εξ’ ετέρας υποστάσεως ή ουσίας φάσκοντας είναι ή κτιστόν ή τρεπτόν ή αλλοιωτόν τον Υιόν αναθεματίζει ή Καθολική Εκκλησία».
Η λέξη «Ομοούσιος» προκάλεσε αντιρρήσεις γιατί αυτή η λέξη δεν υπήρχε στη Γραφή, υπήρχε συνεπώς φόβος μη τυχόν την εκλάβουν ως ότι ο Υιός δεν είχε δική του ύπαρξη και προσωπικότητα. Εδώ σήμαινε ότι ο Υιός δεν είναι δημιούργημα, επίσης την ενότητα της ουσίας των δύο προσώπων. Σήμαινε ένα όν, όχι όμως και ένα πρόσωπο.
Στη Δύση έγινε ευκολότερα δεκτή η λέξη απ’ ότι στην Ανατολή.
Είπαμε ότι όλοι οι επίσκοποι υπόγραψαν τις αποφάσεις της Συνόδου εκτός από τον Άρειο και τους όμόφρονές του Θεωνά της Μαρμαρικής και τον Σεκούνδο Πτολεμαΐδας οι οποίοι επίσης αναθεματίστηκαν.
Άλλοι τρεις επίσκοποι, ο Ευσέβιος Νικομηδείας, ο Θεόγνις Νικαίας και ο Μάρις Χαλκηδόνος υπόγραψαν μεν, όμως δεν δέχτηκαν τον προσωπικό αφορισμό του Αρείου και των άλλων δύο. Όταν μάλιστα ήρθαν στην Νικομήδεια εξόριστου αρειανοί, τους δέχτηκαν σε εκκλησιαστική κοινωνία, γι’ αυτό και εξορίστηκαν στη Γαλλία 3 μήνες μετά το τέλος της συνόδου και στη θέση τους τοποθετήθηκαν άλλοι επίσκοποι.
Ο Άρειος με τους δύο άλλους επισκόπους εξορίστηκαν στην Ιλλυρία.
ΑΛΛΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ Α΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
-Συμφωνήθηκε να εορτάζεται το Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την Πανσέληνο της εαρινής Ισημερίας (21 Μαρτίου)
-Ταχτοποιήθηκε το Μελιτιανό σχίσμα της Αλεξανδρείας. Ο Μελίτιος διατήρησε τον επισκοπικό του τίτλο χωρίς να έχει επαρχία. Οι χειροτονίες του θεωρήθηκαν ισχυρές, και οι κληρικοί του υπάχθηκαν στον Αλέξανδρο Αλεξανδρείας. Ο Αθανάσιος διαφώνησε με αυτή την απόφαση γιατί ήξερε ότι οι Μελιτιανοί θα δημιουργούσαν εκ νέου προβλήματα.
-Διατυπώθηκαν και 20 κανόνες για την εκκλησιαστική τάξη. Τακτοποιήθηκε το ζήτημα των Παυλιανιστών (Παύλου Σαμοσατέως) και των Νοβατιανών σχετικά με την επαναφορά τους στην εκκλησιαστική κοινωνία.
-Οι κανόνες 11-14 αναφέρονται στους αποστάτες των διωγμών. Κυρίως του Λικινίου που ήταν πρόσφατος. Άλλοι κανόνες αναφέρονται σε θέματα κληρικών. Απαγορεύτηκε η μετάθεση επισκόπων, απαγορεύτηκε στους κληρικούς να δανείζουν με τόκο και να ζουν στο ίδιο σπίτι με γυναίκες που θα δημιουργούσαν υποψίες.
-Δόθηκε ξεχωριστή τιμή στην εκκλησία των Ιεροσολύμων (Αιλίας) και στον επίσκοπο Αλεξανδρείας, ο οποίος θα προΐστατο πλέον στις εκκλησίες της Αιγύπτου, της Λιβύης και της Πενταπόλεως.
Η Σύνοδος τελείωσε τις εργασίες της στις 19 Ιουνίου και ο αυτοκράτορας έδωσε δείπνο προς τιμήν των επισκόπων.
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος εορτάζεται την Κυριακή μετά την Ανάληψη.
ΣΤΟΝ ΑΠΟΗΧΟ ΤΗΣ Α΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Ο Κωνσταντίνος νόμιζε ότι μετά την Α΄Οικουμενική Σύνοδο είχε αποκαταστήσει τη γαλήνη στο κράτος, όμως συνέβη ακριβώς το αντίθετο.
Πολλοί επίσκοποι έβλεπαν με καχυποψία τη λέξη «Ομοούσιος». Στην Αντιόχεια, πατρίδα του Αρειανισμού συγκλήθηκε σύνοδος από τον Λουκιανό Σαμοσατέα το 330, όπου εκεί κατηγόρησαν τον επίσκοπό της Ευστάθιο για ανήθικη συμπεριφορά και ανήθικες εκφράσεις εναντίον της βασιλομήτορας Αυγούστας Ελένης.
Τον συνέλαβαν και αφού ο Κωνσταντίνος άκουσε την απολογία του, τον εξόρισε στην Τραϊανούπολη της Θράκης και κατόπιν στους Φιλίππους της Μακεδονίας, όπου και πέθανε. Στη θέση του εξέλεξαν τον Ευφρόνιο που ήταν κρυφός εχθρός της Συνόδου της Νικαίας. Σύμμαχος αυτού ήταν ο ομοϊδεάτης του Ευσέβιος Νικομηδείας.
Στην Αλεξάνδρεια, ο επίσκοπος Αλέξανδρος πέθανε και τη θέση του πήρε ο Αθανάσιος. Ο Αθανάσιος ήταν γνωστός από τη σύνοδο της Νικαίας. Οι μοναχοί της ερήμου τον αγαπούσαν, όπως και ο λαός στην Αλεξάνδρεια.
Στο πρόσωπό του η Ορθοδοξία της Νικαίας βρήκε τον σημαντικότερο υπερασπιστή της. Αντίπαλοί του σύντομα τάχθηκαν η αυτοκρατορία, ο στρατός, σύνοδοι και επίσκοποι. Τα έβγαλε όμως με όλους πέρα για τι ο ίδιος άξιζε όσο ένα ολόκληρο στράτευμα.
Από το 330 άρχισαν τα προβλήματα. Οι Μελιτιανοί ενώθηκαν με τους Αρειανούς εναντίον του. Ο Αθανάσιος έβαλε όρους για την επιστροφή των Αρειανών στην Εκκλησία και ο Ευσέβιος Νικομηδείας τους προέτρεψε να αντισταθούν.
Τρεις Μελιτιανοί επίσκοποι πήγαν στην Κωνσταντινούπολη για να παραπονεθούν για τον Αθανάσιο και τον κατηγόρησαν ότι ο πρεσβύτερος Μακάριος ενεργώντας ύστερα από διαταγή του έσπασε το άγιο ποτήριο του ιερέα Ισχύρα και ακόμη ότι έδωσε χρήματα στον προδότη Φιλούμενο. Ο Αθανάσιος πήγε στην αυλή, όπου είχε ισχυρό προστάτη τον έπαρχο του πραιτωρίου Αβλάβιο.
Ο Αυτοκράτορας έδιωξε τους κατηγόρους και άφησε τον Αθανάσιο να επιστρέψει στην έδρα του.
Παράλληλα στα ανάκτορα η αδελφή του Κωνσταντίνου χήρα του Λικινίου, πριν πεθάνει σύστησε στον αδελφό της τον ιερέα Ευτόκιο, ο οποίος μαζί με άλλους ομόφρονές του έπεισε τον αυτοκράτορα ότι μπορεί κανείς να είναι ορθόδοξος χωρίς να δέχεται τη λέξη «ομοούσιος». Ο Άρειος πήγε στη Νικομήδεια μαζί με τον πρεσβύτερο Ευζώιο και έδωσε στον Κωνσταντίνο ομολογία πίστεως χωρίς τη λέξη «ομούσιος» και «εκ της ουσίας του Πατρός», είχε όμως τη φράση «προ πάντων των αιώνων γεγεννημένον Θεόν λόγον». Το «γεγεννημένον» όμως μπορούσε να έχει και άλλη σημασία.
Ο Κωνσταντίνος ικανοποιήθηκε και δέχτηκε να γίνει ο Άρειος δεκτός σε εκκλησιαστική κοινωνία.
Ακολούθησαν άλλες δολοπλοκίες των Αρειανών εναντίον του Αθανασίου. Κατηγόρησαν και πάλι τον Αθανάσιο για το σπασμένο ποτήριο του πρεσβύτερου Ισχύρα και ότι σκότωσε τον Μελιτιανό επίσκοπο Υψηλής Αρσένιο, του έκοψε το χέρι και τον έφερε μαζί του. Ο Ισχύρας με επιστολή του παραδέχτηκε ότι οι κατηγορίες είναι ανυπόστατες και ο Αρσένιος βρέθηκε ζωντανός με δύο χέρια σε ένα μοναστήρι που τον είχαν κρύψει οι Μελιτιανοί.
Ο Κωνσταντίνος έστειλε επιστολή στον Αθανάσιο στην οποία τον κατηγορούσε ως δολοπλόκο.
Το 335 ήταν τριακοστό της βασιλείας του Κωνσταντίνου και δέκατο από τη σύνοδο της Νικαίας. Παράλληλα θα γίνονταν τα εγκαίνια του ναού της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα και θα πήγαιναν πολλοί επίσκοποι. Είπαν λοιπόν στον αυτοκράτορα ότι αυτήν ήταν μία ευκαιρία να συγκληθεί σύνοδος ώστε να τακτοποιηθούν οι διαφωνίες.
Πράγματι, αποφασίστηκε να συγκληθεί σύνοδος στην Τύρο πριν τα εγκαίνια του ναού της Αναστάσεως.
Οι εχθροί του Αθανασίου είδαν ότι ήταν ευκαιρία να απαλλαγούν απ’ αυτόν. Κάλεσαν και τον ίδιο και συγκεντρώθηκαν στην Τύρο.
Όμως ο Αθανάσιος κατάλαβε τα σχέδιά τους και πήρε μαζί του 59 επισκόπους από την Αίγυπτο, στους οποίους όμως δεν επέτρεψαν να παραστούν στη σύνοδο.
Στη σύνοδο αυτή παρουσιάστηκαν και δύο μαθητές του Άρειου, ο επίσκοπος Ιλλυρικού ο Σιγιδούνου Ουρσάκις και ο Μουρσών Ουάλης.
Στη σύνοδο αυτή οι Μελιτιανοί επανέλαβαν τις συκοφαντίες τους, προσθέτοντας και καινούριες. Η σύνοδος εξελίχθηκε σε όχλο που κραύγαζε εναντίον του Αθανασίου. Έτσι ο Αθανάσιος έφυγε κρυφά και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Η σύνοδος τον καταδίκασε ερήμην, τον καθαίρεσε και αποκατέστησε τους Μελιτιανούς τους οποίους είχε καθαιρέσει.
Κατόπιν οι επίσκοποι πήγαν στα εγκαίνια του Αγίου Τάφου στις 14 Σεπτεμβρίου. Στη συνεδρίαση που έγινε υποβλήθηκε η ομολογία του Αρείου και του Ευζωίου που είχε παραδοθεί στον Κωνσταντίνο και είχε κριθεί ως ικανοποιητική. Έτσι οι Αρειανοί έγιναν και πάλι δεκτοί σε κοινωνία.
Ο Αθανάσιος πήγε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε να τον δεχτεί. Όμως αυτός τον σταμάτησε στον δρόμο και του μίλησε. Ο Κωνσταντίνος διέταξε όλα τα μέλη της συνόδου να τον συναντήσουν, αυτοί αρνήθηκαν και πήγαν μόνο τέσσερις επίσκοποι, εχθροί του Αθανασίου. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Ευσέβιος Καισαρείας. Αυτοί δεν αναφέρθηκαν στις παλιές κατηγορίες, αλλά διατύπωσαν μια καινούρια, ότι δηλαδή ο Αθανάσιος θέλησε να σταματήσει την αποστολή του σιταριού από την Αίγυπτο στην Κωνσταντινούπολη. Τότε ο Κωνστνατίνος, χωρίς να ακούσει τον Αθανάσιο τον εξόρισε στα Τρέβηρα της Γαλατίας.
Ο Κωνσταντίνος έβλεπε τα πράγματα νομικά, ότι δηλαδή ο Αθανάσιος καταδικάστηκε από τη σύνοδο της Τύρου και καθαιρέθηκε.
Ο Άρειος έμεινε στην Κωνσταντινούπολη και με την απόφαση της συνόδου της Τύρου αποκαταστάθηκε. Την ημέρα που γινότανε και πάλι δεκτός σε εκκλησιαστική κοινωνία πέθανε σε δημόσιο αποχωρητήριο.
Στην Αλεξάνδρεια ο θρόνος έμεινε κενός και ο λαός με επιμονή ζητούσε την επιστροφή του Αθανασίου, όπως και άγιος Αντώνιος που έγραψε σχετικά στον αυτοκράτορα.
Εκτός από τον Αθανάσιο, εξορίστηκε και ο επίσκοπος Αγκύρας Μάρκελλος, ο οποίος υποστήριζε το σύμβολο της Νικαίας και έγραψε βιβλίο εναντίον του Αρειανισμού. Το βιβλίο το παρέδωσε στον αυτοκράτορα με αφιέρωση. Εκείνος το έδωσε στους επισκόπους που ήρθαν μετά τη σύνοδο της Τύρου στην Κωνσταντινούπολη, δηλαδή στους εχθρούς του Μαρκέλλου, οι οποίοι είπαν ότι ο Μάρκελλος είχε σαβελλιανικές απόψεις. Έτσι τον καθαίρεσαν και χειροτόνησαν επίσκοπο Αγκύρας τον Αρειανό Βασίλειο. Ο Ευσέβιος Καισαρείας έγραψε δύο βιβλία κατά του Μαρκέλλου.
Την αρχηγία των Αρειανών είχε αναλάβει ο Ευσέβιος Νικομηδείας. Με δογματικά ζητήματα δεν ασχολήθηκαν και όσο ζούσε ο Κωνσταντίνος δεν μιλούσαν για το σύμβολο της Νικαίας.
Ο Κωνσταντίνος πέθανε την 21 Μαΐου 337 στο προάστιο της Νικομηδείας Αχυρών, αφού πρώτα τον βάπτισε ο ίδιος ο Ευσέβιος Νικομηδείας.
ΟΙ ΔΙΑΔΟΧΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου, η διευθέτηση της διαδοχής που έκανε ο ίδιος ανατράπηκε από τους τρεις γιους του, οι οποίοι εξόντωσαν τους αδερφούς του πατέρα τους και τους συγγενείς τους και έμειναν κυρίαρχοι της κατάστασης με τίτλο «Αύγουστος» και μοίρασαν τις χώρες στη συνάντησή τους στο Βιμινάκιο, τον Σεπτέμβριο του 337.
Ο μεγαλύτερος, ο Κωνσταντίνος Β΄ 21 ετών, πήρε τη Γαλατία, τη Βρετανία και την Ισπανία, ο Ο Κωνστάντιος τη Μ. Ασία, τη Θράκη, τη Συρία και την Αίγυπτο, και ο Κώνστας την Ιταλία, την Αφρική και την Ιλλυρία.
Ο Κωνσταντίνος Β΄ επέτρεψε στον Αθανάσιο να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια όπου ο θρόνος του ήταν κενός. Το ταξίδι της επιστροφής κράτησε αρκετά. Συνάντησε τον Κωνστάντιο στο Βιμινάκιο και πάλι στη Καισάρεια της Καππαδοκίας και κατηγορήθηκε για επέμβαση σε άλλες επισκοπές. Στην Αλεξάνδρεια έφτασε στα τέλη Νοεμβρίου του 337. Έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους Ορθοδόξους. Οι Αρειανοί όμως είχαν δικό τους επίσκοπο, τον Πιστό. Για τον Αθανάσιο έλεγαν ότι είναι καθαιρεμένος από τη σύνοδο της Τύρου. Έστειλαν απεσταλμένους στον πάπα Ρώμης Ιούλιο με τα πρακτικά της συνόδου της Τύρου.
Το 338 συγκλήθηκε σύνοδος των επισκόπων της Αιγύπτου στην Αλεξάνδρεια, η οποία αναγνώρισε ως κανονικός επίσκοπο Αλεξανδρείας τον Αθανάσιο. Τότε οι Αρειανοί καθοδηγημένοι από τον Ευσέβιο Νικομηδείας έγραψαν επιστολή στον πάπα και ζητούσαν να συγκαλέσει σύνοδο προτείνοντάς τον ως κριτή της υποθέσεως. Επειδή μάλιστα έβλεπαν ότι ο Πιστός ήταν πολύ γνωστός για τα αρειανά του πιστεύω, χειροτόνησαν ως επίσκοπο Αλεξανδρείας τον Γρηγόριο Καππαδόκη. Ακολούθησε συμπλοκή και βίαιη επίθεση κατά των ορθοδόξων με πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Ο Αθανάσιος βλέποντας την κατάσταση έφυγε από την πόλη αφού έγραψε μία θαυμάσια επιστολή.
Ο πάπας Ιούλιος, ύστερα από το γράμμα των αρειανών, κάλεσε τον Αθανάσιο και τους άλλους καθαιρεμένους επισκόπους, τους δέχτηκε σε κοινωνία και κάλεσε τους ανατολικούς να κάνουν το ίδιο. Οι αρειανοί απείλησαν τον πάπα ότι αν εξακολουθήσει να υποστηρίζει τον Αθανάσιο θα σταματήσουν την κοινωνία μαζί του.
Ο πάπας κάλεσε σύνοδο το Φθινόπωρο του 340 στη Ρώμη στην οποία συγκεντρώθηκαν 100 επίσκοποι, μεταξύ των οποίων ο Αθανάσιος και ο Μάρκελλος Αγκύρας. Η σύνοδος αθώωσε τον Μάρκελλο αφού πρώτα έδωσε ομολογία πίστεως και κατόπιν εξέτασε με λεπτομέρεια το θέμα του Αθανασίου. Άκουσαν τον ίδιο, τον αθώωσαν και γνωμάτευσαν την καταδίκη του ως αποτέλεσμα σκευωρίας. Τέλος τον αναγνώρισαν ως τον μόνο επίσκοπο Αλεξανδρείας.
Ο Αθανάσιος και οι υπόλοιποι επίσκοποι παρέμειναν στη Ρώμη. Τον Απρίλιο του 340 οι αδελφοί Κωνσταντίνος Β΄ και ο Κώνστας άρχισαν εμφύλιο πόλεμο, ο πρώτος σκοτώθηκε και ο Κώνστας κατέλαβε τις χώρες που είχε στην κατοχή του ο αδελφός του.
Το Φθινόπωρο του 341 έγιναν τα εγκαίνια της μεγάλης εκκλησίας της Αντιόχειας στην οποία παραβρέθηκαν 100 επίσκοποι. Με την ευκαιρία αυτή έγινε σύνοδος, στην οποία οι αρειανοί θέλησαν να προσποιηθούν ότι ακολουθούν την παραδοσιακή πίστη. Συνέταξαν λοιπόν σύμβολο στο οποίο απέφυγαν να χρησιμοποιήσουν αρειανικούς όρους, αλλά παράλληλα χρησιμοποίησαν και εκφράσεις του συμβόλου της Νικαίας. Το σύμβολο αυτό, παρότι δεν είναι αρειανικό, εν τούτοις δεν αναφέρει τη λέξη «ομοούσιος», έτσι με αυτό τον τρόπο οι αρειανοί εδραιώθηκαν στις θέσεις τους.
Ο Ευσέβιος Νικομηδείας που είχε γίνει επίσκοπος Κωνστ/πόλεως πέθανε στα τέλη του 341 και στη θέση του επέστρεψε ο Ορθόδοξος Παύλος. Κατόπιν, μετά απ’ αυτόν ανέβηκε στον θρόνο ο Μεκεδόνιος, ενώ ο Παύλος πέθανε στην εξορία.
Μετά της σύνοδο τέσσερις επίσκοποι πήγαν στα Τρέβηρα στην αυλή του Κώνσταντος και του παρουσίασαν ένα σύμβολο γνωστό ως Τέταρτο της Αντιόχειας το οποίο ήταν λιγότερο αρειανικό από τα υπόλοιπα.
Π πάπας Ιούλιος πρότεινε στον Κώνσταντα να συγκληθεί σύνοδος και την πρόταση αυτή δέχτηκε και ο Κωνστάντιος. Η σύνοδος αποφασίστηκε να συνδριάσει στη Σαρδική, τη σημερινή Σόφια που βρίσκονταν στο όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Η σύνοδος άρχισε το Φθινόπωρο του 343 και παραβρέθηκαν 90 Δυτικοί επίσκοποι με την ηγεσία του Οσίου επισκόπου Κορδούης, ο οποίος ήταν σύμβουλος του Κώνσταντος. Δύο πρεσβύτεροι και ένας διάκονος ήταν αντιπρόσωποι του πάπα Ιουλίου. Από την Ανατολή ήρθαν 80 επίσκοποι με ηγέτες γνωστούς αρειανούς.
Όταν έφτασαν εκεί ζήτησαν να φύγουν οι καθαιρεμένοι απ’ αυτούς επίσκοποι (Αθανάσιος, Μάρκελλος, Ασκληπής και Γάζης), αλλά αυτό δεν έγινε δεκτό.
Έτσι αποχώρησαν ομαδικά και πήγαν στη Φιλιππούπολη όπου συγκρότησαν δική τους σύνοδο. Εκεί καταδίκασαν και πάλι τον Αθανάσιο. Τον Μάρκελλο και Ασκληπή. Μάλιστα καθαίρεσαν αυτή τη φορά και τον Ιούλιο Ρώμης, το Όσιο Κορδούης και άλλους επισκόπους.
Στη Σαρδική οι Δυτικοί επίσκοποι αθώωσαν τον Αθανάσιο και τους άλλους δύο. Στη σύνοδο αυτή επίσης απαγόρευσαν εκ νέου τις μεταθέσεις επισκόπων, οι οποίες γινόταν από φιλοδοξία και επιθυμία για εξουσία, απαγόρευσαν στους επισκόπους να επισκέπτονται την αυτοκρατορική αυλή ή να απουσιάζουν από τις έδρες τους για περισσότερο από τρεις εβδομάδες. Απαγόρευσαν στους κληρικούς να δέχονται σε κοινωνία καθαιρεμένους από τον επίσκοπό τους ιερείς. Επίσης αποφασίστηκε ότι οι καθαιρεμένοι από τον επίσκοπό τους κληρικοί, μπορούν να καταφεύγουν για ακρόαση στον πάπα Ρώμης, ο οποίος θα αναθέτει στους επισκόπους της γειτονικής επαρχίας να εξετάζουν την κάθε περίπτωση. Βέβαια στην Ανατολή αυτά δεν τα έλαβαν υπόψη τους.
Ο Κωνστάντιος μετά τη σύνοδο αυτή καταδίωξε τους επισκόπους που δεν υπάκουαν σ’ αυτές τις αποφάσεις. Τέσσερις επίσκοποι από την Ανατολή πήγαν στο Μιλάνο να συναντήσουν τον Κώνσταντα και έφεραν μαζί τους νέα ομολογία την Μακρόστιχον έκθεσιν. Αυτή δεν είχε τίποτα νέο. Μόνο που αυτή τη φορά καταδίκαζε τον Φωτεινό επίσκοπο Σιρμίου μαθητή του Μαρκέλλου Αγκύρας.
Το 345 πέθανε ο αρειανός Γρηγόριος Αλεξανδρείας κι έτσι ο θρόνος έμεινε κενός. Ο Κωνστάντιος έγραψε στον Αθανάσιο να επιστρέψει στον θρόνο του. Ο Αθανάσιος επισκέφθηκε πρώτα τον πάπα Ιούλιο και μετά την Γαλατία όπου συνάντησε τον Κώνσταντα και κατόπιν στην Αντιόχεια όπου εκεί ο Κωνστάντιος του έδωσε επιστολές για την Αλεξάνδρεια όπου έγινε δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό από λαό, επισκόπους και μοναχούς της Αιγύπτου. Από την Ανατολή και τη Δύση ήρθαν 400 επίσκοποι οι οποίοι δήλωσαν ότι βρίσκονται με το μέρος του.
Το 350 ο Μαγνέντιος επαναστάτησε εναντίον του Κώνσταντος στη Γαλατία, τον νίκησε και τον φόνευσε. Ο Κωνστάντιος αγωνίστηκε σκληρά εναντίον του σφετεριστή και τελικά τον νίκησε το 353 και κυριάρχησε σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.
Σημειοτέον, ο Κώνστας υποστήριζε τους Ορθοδόξους και ο Κωνστάντιος τους αρειανούς, όμως έγραψε στον Αθανάσιο ότι θα τον προστατέψει.
ΝΕΕΣ ΠΕΡΙΠΛΟΚΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΩΝ ΑΡΕΙΑΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΟ
Το 351 οι Ανατολικοί επίσκοποι έκαναν σύνοδο στο Σίρμιο της Παννονίας (Β΄Σιρμίου) στην οποία στρέφονταν εναντίον του επισκόπου της πόλεως Φωτεινού. Ο Βασίλειος Αγκύρας συζήτησε μαζί του και τον καθαίρεσαν με την κατηγορία ότι ήταν σαβελλιανιστής και υιοθετιστής. Στη θέση του έβαλαν τον Γερμίνιο που ήταν αρεστός στους Αρειανούς. Δέχτηκαν κατόπιν το τέταρτο σύμβολο της Αντιόχειας και πρόσθεσαν 27 αναθεματισμούς.
Παράλληλα στην Αλεξάνδρεια οι εχθροί του Αθανασίου τον κατηγόρησαν ότι υποστήριζε μυστικά τον Μαγνέντιο εναντίον του αυτοκράτορα. Την ίδια εποχή πέθανε ο πάπας Ιούλιος (352) και τον διαδέχθηκε ο διάκονος Λιβέριος. Ο Λιβέριος ήταν υποστηρικτής του Αθανασίου και ευθύς εξ’ αρχής απάντησε στους εχθρούς του Αθανασίου ότι δεν βρίσκει τίποτα το μεμπτό εναντίον του. Την ίδια εποχή ο Αθανάσιος συνέταξε το ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΑ ΚΩΝΣΤΝΑΤΙΟΝ.
Το 353 ο Κωνστάντιος κάλεσε σύνοδο με σκοπό να συμφιλιώσει τους Ανατολικούς με τους Δυτικούς. Στη σύνοδο που έγινε στην Αρελάτη συμμετείχαν δύο αρειανοί επίσκοποι που αποτελούσαν κύκλο του αυτοκράτορα. Ο Ουρσάκιος και ο Ουάλης. Αυτοί ζήτησαν την καθαίρεση του Αθανασίου. Στη θέλησή τους αυτή συμμορφώθηκαν οι επίσκοποι της Γαλατίας γιατί δεν γνώριζαν καλά την υπόθεση.
Ο πάπας όταν πληροφορήθηκε τα γεγονότα ζήτησε να συγκληθεί νέα σύνοδο στο Μιλάνο το 365. Σ’ αυτήν παραβρέθηκαν 300 Δυτικοί επίσκοποι και λίγοι Ανατολικοί. Προκλήθηκε όμως αναταραχή από τους αρειανούς και ο Κωνστάντιος διέταξε η συνεδρίαση να γίνει στα ανάκτορα και όλοι οι επίσκοποι να υπογράψουν την καταδίκη του Αθανασίου.
Υπέγραψαν όλοι εκτός από τρεις τους οποίους εξόρισε: Ένας ήταν ο Διονύσιος του Μιλάνου, τον οποίο αντικατέστησε ο Καππαδόκης Αυξέντιος χειροτονημένος από τον Γρηγόριο Αλεξανδρείας, ο οποίος ήταν αρειανός και εχθρός του Αθανασίου. Ο πάπας Λιβέριος πιέστηκε να υπογράψει κι αυτός όμως δεν λύγισε στις πιέσεις. Έτσι νύχτα τον συνέλαβαν και τον έφεραν στο Μιλάνο. Ο πάπας όμως απάντησε στον βασιλιά: «Βασιλεύ, τα εκκλησιαστικά κρίματα μετά πολλής δικαιοκρισίας γίνεσθαι οφείλει. Διόπερ ει δοκεί σου την ευσέβεια, κριτήριον συσταθήναι κέλευσον. Και ει οφθείη Αθανάσιος άξιος καταδίκης, τότε κατά τον της εκκλησιαστικής ακολουθίας τύπον εξενεχθήσεται η κατ’ αυτού ψήφος. Ουδέ γαρ οιόν τε καταψηφίσασθαι ανδρός ον ουκ εκρίναμεν. (Θεοδωρήτου Εκκλ. Ιστ. Β΄ ,16)
Ύστερα από δύο μέρες ο αυτοκράτορας τον εξόρισε στην Βέρροια της Θράκης, όπου τον επιτηρούσε ο αρειανός επίσκοπος της πόλης Δημόφιλος. Πριν φύγει ο αυτοκράτορας του έστειλε χρήματα για τα έξοδά του, όμως ο πάπας Λιβέριος δεν τα δέχτηκε. Παράλληλα εξορίστηκε και ο γέροντας Όσιος επίσκοπος Κορδούης στο Σίρμιο, ο οποίος στο τέλος του 355 είχε στείλει μία περίφημη επιστολή στον Κωνστάντιο στην οποία υποστήριζε την ανεξαρτησία της εκκλησίας από τον αυτοκράτορα: «Παύσαι του βιάζεσθαι και μήτε γράφε μήτε πέμπε κομήτας… παύσαι παρακαλώ και μνήσθητε, ότι θνητός άνθρωπος τυγχάνεις∙ φιβήθητι την ημέραν της κρίσεως∙ φύλαξον σεαυτόν εις εκείνην καθαρόν. Μη τίθει σεαυτόν εις τα εκκλησιαστικά… απόδοτε γέγραπται, τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ. Ούτε τοίνυν ημίν άρχειν επί της γης έξεστιν ούτε συ του θυμιάν εξουσίαν έχεις Βασιλεύ (Μ.Αθανασίου, Ιστορία Αρειανών 44, P.G 25, 745).
Παρόλα αυτά ο αυτοκράτορας δεν έκαμψε. Έτσι στις 8 Φεβρουαρίου 356 στο ναό του αγ. Θεωνά, όρμησαν οι στρατιώτες, κακοποίησαν τους πιστούς και ο Αθανάσιος έφυγε και κρύφτηκε για να μην τον συλλάβουν.
Από κείνη τη στιγμή ο αυτοκράτορας έβγαλε διάταγμα με το οποίο καταδίκαζε τον Αθανάσιο και τους υποστηρικτές του ως εχθρούς του. Άρχισαν σκληροί διωγμοί στην Αλεξάνδρεια εναντίον των Ορθοδόξων και οι εκκλησίες παραδόθηκαν στους Αρειανούς.
Ύστερα από αρκετούς μήνες έφτασε ο νέος επίσκοπος, ο Καπαδόκης Γεώργιος που μέχρι τότε ζούσε ύποπτη και σκανδαλώδη ζωή. Αυτόν τον χειροτόνησαν στην Αντιόχεια. Αυτός επέβαλε τρομοκρατία και διωγμούς εναντίον των Ορθοδόξων. Ύστερα όμως από έναν χρόνο ο λαός επαναστάτησε και τον έδιωξαν. Ο Αθανάσιος όμως δεν μπορούσε να επιστρέψει στον θρόνο του.
ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΔΙΑΙΡΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΕΙΑΝΩΝ
Οι Αρειανοί φαίνονταν πως θριάμβευσαν . Όμως στην πραγματικότητα αυτό δεν συνέβη. Διότι οι τρομοκρατημένοι επίσκοποι που δέχτηκαν την καταδίκη του Αθανασίου, έπρεπε να αποδοκιμάσουν την σύνοδο της Νικαίας, την οποία προσπάθησαν τώρα να πετύχουν, αν και υπήρχε δυσκολία γιατί ήταν συνδεδεμένη με την ιερή μνήμη του Κωνσταντίνου.
Αλλά και οι Αρειανοί μεταξύ τους διαφωνούσαν . ο Ευσέβιος Καισαρείας δέχονταν ότι ο Χριστός είναι όμοιος κατά πάντα με τον Πατέρα, άλλοι ότι είναι εντελώς ανόμοιος και άλλοι που ονομάστηκαν «όμοιοι» έλεγαν ότι είναι όμοιος με τον Πατέρα, χωρίς όμως να προσδιορίζουν την ομοιότητα αυτή.
Ακραίοι Αρειανοί ήταν λίγοι. Οι περισσότεροι ακολουθούσαν τη μέση λύση και άλλοι παρουσιάζονταν ως Αρειανοί γιατί αυτό εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους.
Ο Ουρσάκιος και ο Ουάλης μαζί με τον Αρειανό επίσκοπο Σιρμίου Γερμίνιο έκαναν στην πόλη αυτή σύνοδο το 357 και εξέδωσαν σύμβολο με το οποίο τόνιζαν την υποταγή του Υιού στον Πατέρα.
Ο όσιος Κορδούης υπόγραψε το σύμβολο αυτό γιατί τον πίεσαν ή εξαιτίας της μεγάλης του ηλικίας επειδή δεν καταλάβαινε πλέον τις διαφορές.
Με το σύμβολο αυτό οι Αρειανοί πίστεψαν ότι θριάμβευσαν. Παρουσιάστηκαν όμως ορισμένοι που ενώ δε δέχονταν τον όρο «ομοούσιος», δέχονταν όμως τον όρο «ομοιούσιος». Αυτοί είναι οι λεγόμενοι «ομοιουσιανοί». Ηγέτη τους είχαν τον Βασίλειο Αγκύρας, ο οποίος κατόρθωσε να πείσει τον Κωνστάντιο ότι με τον όρο «ομοιούσιος» συμφωνούσαν όλοι και η πίστη δεν βλάπτονταν.
Ηγέτης των Ανομοίων ήταν ο Αέτιος, αρειανός από την Αντιόχεια, ο ποίος έκανε τόσο βαθιές θεολογικές εργασίες ώστε έφτανε όπως έλεγαν «να σκίζει την τρίχα». Αυτός μαζί με τον Ευδόξιο Αντιοχείας και τον Ευνόμιο προσπάθησαν να πείσουν τους επισκόπους να υπογράψουν το σύμβολο του Σιρμίου.
Ο πάπας Λιβέριος κλήθηκε στο Σίρμιο και ο αυτοκράτορας του ζήτησε να υπογράψει το σύμβολο το οποίο αν και δεν είχε τη λέξη «ομοούσιος», όμως δέχονταν την ομοιότητα του Υιού με τον Πατέρα κατά την ουσία. Ο πάπας υπέγραψε, καθώς και οι τρεις επίσκοποι από την Ιλλυρία, για να κερδίσουν την αυτοκρατορική εύνοια. Ο Λιβέριος πήρε την άδεια να γυρίσει στη Ρώμη, όπου όμως ο νέος πάπας ήταν ο Φήλιξ τον οποίο υποστήριζε ακόμα ο Κωνστάντιος, αλλά ο λαός της Ρώμης δεν τον ήθελε. Για λίγο καιρό συνυπήρχαν δύο πάπες με τρόπο αντικανονικό. Τελικά ο λαός εξεγέρθηκε, ο Φήλιξ έφυγε στα προάστια της Ρώμης και πέθανε το 365.
Ο Βασίλειος Αγκύρας κατόρθωσε να εξορίσει τους επισκόπους των Ανομοίων και των άκρων Αρειανών και στην Ανατολή δέχτηκαν την διδασκαλία των ομοιουσιανών. Έπεισε δε και τον Κωνστάντιο να γίνει σύνοδος στη Νικομήδεια σαν αυτή της Νικαίας. Όμως έγινε σεισμός μεγάλος και η Νικομήδεια καταστράφηκε.
Στο μεταξύ οι αντίπαλοι του Βασιλείου κατάφεραν να αλλάξουν τη γνώμη του Κωνστάντιου και τον έκαναν να αποφασίσει να συγκληθεί μία σύνοδος για τη Δύση στο Ρίμινι και μια για την Ανατολή στη Σελεύκεια της Ισαυρίας.
Το καλοκαίρι του 359 συγκλήθηκε σύνοδος στο Ρίμινι όπου παραβρέθηκαν 400 επίσκοποι. Από τη Ρώμη δεν ήρθαν αντιπρόσωποι. Στη σύνοδο ήταν 80 αρειανοί, οι οποίοι πρότειναν να δεχτούν το τελευταίο σύμβολο του Σιρμίου, όμως η πλειοψηφία παρέμεινε πιστή στο σύμβολο της Νικαίας. Το αποτέλεσμα ήταν να αλληλοαφοριστούν. Με αντιπροσώπους και οι δύο συνάντησαν τον Κωνστάντιο στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό δέχτηκε τους Ορθοδόξους με ψυχρότητα γιατί δεν έδωσαν σημασία στη γνώμη του.
Εκεί προσπάθησαν να μεταστρέψουν τη γνώμη των Ορθοδόξων κι αφού τους καθυστέρησαν είπαν σε όλους να περιμένουν τις αποφάσεις στη θρακική πόλη Νίκη, της οποίας το όνομα έμοιαζε μ’ αυτό της Νικαίας και γι’ αυτό την επέλεξαν.
Εκεί ήρθαν σε κοινωνία με τους καθαιρεμένους αρειανούς και υπόγραψαν το σύμβολο των «ομοίων» περικομμένο.
Παράλληλα οι Ανατολικοί άρχισαν τη σύνοδό τους στη Σελεύκεια στις 27 Σεπτεμβρίου 359 με 160 επισκόπους από τους οποίους 30 ήταν Ανόμοιοι με ηγέτη τον Ακάκιο Καισαρείας, ενώ οι περισσότεροι συνασπίστηκαν με τον Βασίλειο Αγκύρας. Η πλειονότητα αποφάσισε να δεχτεί το σύμβολο της Αντιόχειας του 341.
Ο Ακάκιος με τους οπαδούς του έφυγε από τη σύνοδο, όμως μετρίασε την στάση του, καταδίκασε τον όρο «ομοιούσιος» και «όμοιος κατ’ ουσία», η πλειοψηφία όμως δεν έδωσε σημασία.
Ο Ακάκιος πήγε με επισκόπους στην Κωνσταντινούπολη και έγινε δεκτός από τον Κωνστάντιο, ενώ ο Βασίλειο Αγκύρας με τους αντιπροσώπους του έγινε δεκτός με άσχημο τρόπο.
Στη σύνοδο που έγινε τον Ιανουάριο του 360, οι 100 επίσκοποι αναγκάστηκαν να δεχτούν την άποψη του Ακακίου και στο σύμβολο διατύπωσαν: «Γεννηθέντα δε μονογενή, μόνον εκ μόνου του Πατρός, Θεόν εκ Θεού, όμοιον τω γεννήσαντι αυτόν Πατρί κατά τας γραφάς∙ ου την γέννησιν ουδείς γινώσκει, ει μη μόνον ο γεννήσαν αυτόν Πατήρ».
Δεν δέχτηκαν τη χρήση των λέξεων «ουσία» και «υπόστασις» γιατί δεν χρησιμοποιούνταν στη Γραφή κι έτσι συμφώνησαν με το σύμβολο των ομοίων.
Ακολούθησαν οι εξορίες των αντιπάλων επισκόπων με πρώτο τον Βασίλειο Αγκύρας και τον Αέτιο. Στην Αντιόχεια ο Μελέτιος Σεβαστείας αφού υπόγραψε το σύμβολο πήρε τη θέση του Ευδόξιου που εξορίστηκε. Επέστρεψε στην έδρα του ο Ιλάριος του Πουατιέ, ο οποίος όμως έγραψε βιβλίο κατά του Κωνσταντίου τον οποίο ονομάζει αντίχριστο. Και γράφει ότι θα προτιμούσε να ζούσε στην εποχή των διωγμών για να μπορούσε να αγωνίζεται ανοιχτά εναντίον των εχθρών της πίστεως.
Έτσι στη Δύση υπέγραψαν οι επίσκοποι το σύμβολο του Ρίμινι, στην Ανατολή όσοι δεν υπέγραψαν εξορίστηκαν. Στην Αίγυπτο αντιστάθηκαν με προτροπή του Αθανασίου.
Ενώ φαίνονταν λοιπόν πως η Ορθοδοξία νικήθηκε, οι Πέρσες άρχισαν πόλεμο κυριεύοντας αρκετές πόλεις. Ο Κωνστάντιος πήγε να πολεμήσει. Το 360 κάλεσε στρατεύματα από την Γαλατία, αυτά όμως στασίασαν και ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον Ιουλιανό. Ο Κωνστάντιος αρρώστησε, βαπτίστηκε από τον αρειανό επίσκοπο Ευζώιο και πέθανε στην Μοψουκρήνη τον Νοέμβριο του 361 σε ηλικία 44 ετών. Τον άλλο μήνα ο Ιουλιανός έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, έγινε μονοκράτορας και έκανε στροφή στην ειδωλολατρία. Έτσι το αρειανικό ζήτημα πήρε νέα τροπή.
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Η Β΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Ο Ιουλιανός όταν ανέλαβε την εξουσία αντικατέστησε όλους τους υπαλλήλους των ανακτόρων με ειδωλολάτρες. Διέταξε να επιστρέψουν όλοι οι εξορισμένοι επίσκοποι το 362 και κατόπιν τους εξόρισε πάλι. Μαζί με αυτούς και τον Αθανάσιο.
Το Καλοκαίρι του 360 ο Ιλάριος του Πουατιέ κάλεσε σύνοδο με τους επισκόπους της Γαλατίας στο Παρίσι και αποκήρυξαν τις αποφάσεις του Ρίμινι. Δέχτηκαν το Σύμβολο της Νικαίας.
Στην Αλεξανδρούπολη κάτι ανάλογο έγινε από τον Αθανάσιο και τους επισκόπους της Αιγύπτου. Στη Δύση επίσης ο Ιλάριος διακήρυξε ότι η εκκλησία είναι ανεξάρτητη από το χριστιανικό κράτος και ότι δεν μπορεί ο ηγεμόνας ούτε να διορίζει, ούτε να παύει επισκόπους.
Ο πάπας Λιβέριος καταδίκασε όλα όσα έγινα στο Ρίμινι και ο Λούκιφερ Καλάρεως της Σαρδηνίας γύρισε στην Ανατολή και διακήρυξε την πίστη του στην ομολογία της Νικαίας.
Επίσης χειροτόνησε στην Αντιόχεια τον πρεσβύτερο Παυλίνο επίσκοπο για λίγους ορθοδόξους που είχαν απομείνει εκεί που ήταν οπαδοί του Ευσταθίου. Η ενέργειά του όμως προκάλεσε μεγάλη αναταραχή διότι ήταν αντικανονική.
Μετά τον θάνατο του Ιουλιανού έγινε αυτοκράτορας ο Ιοβιανός, χριστιανός και οπαδός της ομολογίας της Νικαίας.
Ο Αθανάσιος γύρισε από την εξορία και πήγε στην Αντιόχεια όπου συνάντησε τον νέο αυτοκράτορα και του τόνισε την ανάγκη της αποδοχής της ομολογίας της Νικαίας.
Σε σύνοδο στην Αντιόχεια το 363 όπου ΄’ελαβαν μέρος ο Μελέτιος και ο ακάκιος Καισαρείας δέχτηκαν το «ομοούσιο».
Όμως ο Αθανάσιος παρότι ήταν έτοιμος να αναγνωρίσει τον Μελέτιο, την τελευταία στιγμή στράφηκε στον Παυλίνο, τον οποίο αναγνώρισε ως επίσκοπο Αντιοχείας.
Παράλληλα ο Ιοβιανός πέθανε τον Φεβρουάριο του 364 και νέος αυτοκράτορας ανακηρύχθηκε ο Βαλεντινιανός, ο οποίος ήταν ανώτερος αξιωματικός. Πήρε δε αυτός ως συνάρχοντά του, τον αδελφό του Βάλη στην ανατολή. Π Βάλης όμως ήταν αρειανόφρων και μαζί με τον επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Ευδόξιο θέλησαν και πάλι να επιβάλλουν τις αποφάσεις της συνόδου του Ρίμινι.
Ο Βασίλειος Αγκύρας με άλλους επισκόπους στην Λάμψακο στο τέλος του 364 έκαναν σύνοδο, με την οποία καταδίκασαν μεν τις αποφάσεις του Ρίμινι, δέχτηκαν όμως την λέξη «όμοιος»
Ο Βάλης εξόρισε και πάλι όσους επισκόπους είχαν εξοριστεί νωρίτερα από τον Κωνστάντιο κι έτσι επανήλθε στην Ανατολή η ίδια κατάσταση που ήταν πριν την άνοδο του Ιουλιανού. Ο Αθανάσιος κρύφτηκε για να αποφύγει την εξορία.
Όμως παράλληλα ο Βάλης είχε σοβαρά πολιτικά προβλήματα αφού ο Προκόπιος επαναστάτησε και αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη. Για να διασφαλίσει την ησυχία στην Αίγυπτο επέτρεψε στον Αθανάσιο να επιστρέψει στον θρόνο του.
Ο Προκόπιος νικήθηκε και θανατώθηκε. Γενικά στη Δύση με αυτοκράτορα τον Βαλεντινιανό και τον πάπα Λιβέριο δέχονταν την ομολογία της Νικαίας. Μοναδικό εμπόδιο στην επικράτηση της Ορθοδοξίας ήταν ο Ευδόξιος Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος επηρέαζε τον Βάλη στην Ανατολή.
Ο Ευδόξιος πέθανε το 370 και ο Βάλης τοποθέτησε με τη βία τον Δημόφιλο. 24 ιερείς διαμαρτυρήθηκαν στον έπαρχο Μόδεστο, ο οποίος με το πρόσχημα ότι θα τους εξορίσει, τους έβαλε σ’ ένα καράβι και τους έπνιξε στη θάλασσα.
Ο ίδιος ο Βάης πήγε στη Μ. Ασία και έστειλε τον μόδεστο στις πόλεις με σκοπό να αναγκάσει τους επισκόπους να υπογράψουν το σύμβολο των ομοίων και όσοι δεν δέχονταν τους εξόριζε.
ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Ήταν επίσκοπος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας από το 370 και πιστός στο σύμβολο της Νίκαιας. Ήταν φίλος του Βασιλείου Αγκύρας και συμπαθούσε τους ομοιουσιανούς. Έδρασε υπέρ της Ορθοδοξίας. Ήρθε σε επαφή με τον Αθανάσιο και τον πάπα Δάμασο. Αντιμετώπισε τον Μόδεστο τον οποίο έστειλε ο Βάλης με τέτοια σταθερότητα που ο Βάλης δεν τόλμησε να τον εξορίσει. Οι θλίψεις και οι στενοχώριες τον οδήγησαν πρόωρα στον τάφο σε ηλικία 49 ετών την 1η Ιανουαρίου 379.
-------------------------------------------------------
Την Άνοιξη του 372 ο Βάλης πήγε στην Αντιόχεια. Η Εκκλησία αυτής της πόλεως από το 330 που εξορίστηκε ο επίσκοπός της Ευστάθιος, βρισκόταν στα χέρια των Αρειανών.
Είπαμε ότι το 362 ο Λούκιφερ Καλάρεως για τους λίγους Ορθόδοξους είχε χειροτονήσει τον Παυλίνο. Το 361 είχε εκλεχθεί ο Σεβαστείας Μελέτιος, φίλος του Βαλιλείου Αγκύρας. Ο Μ. Βασίλειος τον θεωρούσε ορθόδοξο, όχι όμως και ο Αθανάσιος, ούτε ο διάδοχός του Αθανασίου Πέτρος, οι οποίοι τον υποπτεύονταν για «όμοιο».
Ο Μελέτιος από τα 18 χρόνια της επισκοπής του πέρασε τα 12 στην εξορία και τιμήθηκε ως ομολογητής. Ο Μ. Βασίλειος προσπάθησε να συμφιλιώσει τον Αθανάσιο με τον Μελέτιο, κάτι που δεν έγινε διότι στις 2 Μαΐου του 373 ο Αθανάσιος πέθανε. Ο Βασίλειος ήρθε σε επαφή με τον πάπα Δάμασο και του ζήτησε να αναγνωρίσει τον Μελέτιο για να αποκατασταθεί η ειρήνη στην Ανατολή. Παράλληλα ο Βάλης εξόρισε τον Μελέτιο και ο Παυλίνος έμεινε στην Αντιόχεια ανενόχλητος. Ο πάπας τελικά αναγνώρισε τον Παυλίνο και έγραψε στον Βασίλειο ότι πρέπει να τηρούνται οι κανόνες και να ζητούν την απόφαση της Ρώμης για το ποιος είναι κανονικός επίσκοπος.
Στην Αλεξάνδρεια μόλις ενθρονίστηκε ο Πέτρος διάδοχος του Αθανασίου, έγιναν ταραχές από τους Αρειανούς και ο Βάλης έκανε γενικό διωγμό των Ορθοδόξων στην Αίγυπτο η οποία πέρασε πολύ δύσκολες μέρες επί τέσσερα χρόνια όταν πήρε τον θρόνο ο Αρειανός Λούκιος. Ο Πέτρος όμως επέστρεψε το 377 και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τον λαό.
Το 375 στον αυτοκρατορικό θρόνο ανέβηκε ο Γρατιανός, ο οποίος όρισε ως συνάρχοντα για την Ανατολή τον Θεοδόσιο, ο οποίος ήταν ενθουσιώδης ορθόδοξος καλός γνώστης των πραγμάτων της Ανατολής.
Την εποχή αυτή στην Κωνσταντινούπολη κυριαρχούσαν οι Αρειανοί με τον επίσκοπο Δημόφιλο. Οι λίγοι Ορθόδοξοι κάλεσαν τον Γρηγόριο Νανζιανζηνό στις αρχές του 379 για να έρθει να τους βιηθήσει, επειδή δεν υπήρχε πλέον εκεί ορθόδοξος ναός. Έτσι ο Γρηγόριος έκανε κηρύγματα σε έναν μικρό ιδιωτικό ναό την Αναστασία. Η επιτυχία του ήταν εκπληκτική. Οι Αρειανοί όμως έκαναν επιδρομή στην εκκλησία της Αναστασίας και την κατέστρεψαν, αλλά οι Ορθόδοξοι πλήθαιναν και επιτυχία του Γρηγορίου ήταν μεγάλη.
Όμως το έργο του αυτό διαταράχθηκε από την χειροτονία του Μαξίμου του Κυνικού, ο οποίος ήρθε από την Αλεξάνδρεια. Ο Γρηγόριος τον συμπάθησε και του αφιέρωσε έναν λόγο στον οποίο τον επαινούσε. Όμως ο Μάξιμος παρίστανε τον Ορθόδοξο και ήταν υποκριτής και με την έγκριση του επισκόπου Αλεξανδρείας Πέτρου χειροτονήθηκε κρυφά από κείνον επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Πριν τελειώσει η ακολουθία, ένας πιστός του Γρηγορίου ειδοποίησε τον λαό, τους έδιωξαν από τον ναό και αποτελείωσαν την ακολουθία σ’ ένα γειτονικό σπίτι ενός φλαουτίστα.
Το ερώτημα είναι: Γιατί ο Πέτρος Αλεξανδρείας ενήργησε με αυτόν τον τρόπο; - Γιατί ήθελε να εξουδετερώσει τον Γρηγόριο, ο οποίος υποστήριζε τον Μελέτιο Αντιοχείας και επειδή ήθελε να αυξήσει την επιρροή του στα εκκλησιαστικά δρώμενα.
Ο Θεοδόσιος όμως δεν τον αναγνώρισε, μάλιστα το 380 εξέδωσε διάταγμα με το οποίο επέβαλε την Ορθοδοξία. Τον Ιανουάριο του 381 ανάγκασε όλους τους αιρετικούς να παραδώσουν τους ναούς στους Ορθοδόξους και εγκατέστησε στην Αγια Σοφιά επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως τον Γρηγόριο, τον οποίο οι Αρειανοί δεν έπαυσαν να καταδιώκουν και να συκοφαντούν.
381 μ.Χ Η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος
Τον Μάιο του 381 ο Θεοδόσιος κάλεσε σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, όπου έλαβαν μέρος επίσκοποι μόνο από την Ανατολή στην οποία ο ίδιος κυριαρχούσε. Ήρθαν 150 ορθόδοξοι επίσκοποι και 36 αρειανοί. Όταν οι αρειανοί είδαν ότι πρόκειται να επιβληθεί το «ομοούσιο» έφυγαν.
Πρόεδρος της συνόδου ήταν ο Μελέτιος Αντιοχείας. Η σύνοδος πρότεινε ως νέο επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως κατόπιν επιθυμίας του Θεοδοσίου τον Γρηγόριο τον Νανζιανζηνό αντί του εξόριστου Δημόφιλου.
Ύστερα από λίγες μέρες ο Μελέτιος πέθανε και όλοι λυπήθηκαν βαθιά. Ο Γρηγόριος μετά απ’ αυτή την εξέλιξη στον επικήδειο λόγο του υποστήριξε ως νέο επίσκοπο Αντιοχείας τον Παυλίνο ο οποίος ήταν αυστηρός ορθόδοξος. Οι άλλοι επίσκοποι όμως δεν τον άκουσαν και εξέλεξαν ως νέο επίσκοπο τον Φλαβιανό, ιερέα από την Αντιόχεια και πιστό στη σύνοδο της Νικαίας. Ο Γρηγόριος στενοχωρήθηκε και θέλησε να αποχωρήσει, όμως οι πιστοί της Κωνσταντινούπολης δεν τον άφησαν λέγο0ντας: «Αν φύγεις εσύ, φεύγει και η Τριάδα μαζί σου».
Παρά ταύτα η αποχώρησή του δεν αποφεύχθηκε, διότι όταν ήρθαν καθυστερημένοι οι επίσκοποι από την Αίγυπτο με επικεφαλή τον Τιμόθεο Αλεξανδρείας, διάδοχο του Πέτρου, και της Μακεδονίας με τον Ασχόλιο Θεσσαλονίκης, παρατήρησαν ότι η εκλογή του Γρηγορίου ήταν αντικανονική, γιατί απαγορεύονταν από τους ιερούς κανόνες οι μεταθέσεις επισκόπων. Αυτό μεν ίσχυε στην Αίγυπτο και στη Δύση, όχι όμως και στην Ανατολή, όπου οι μεταθέσεις επισκόπων ήταν συχνές. Άλλωστε ο Γρηγόριος ποτέ δεν είχε αποδεχθεί την επισκοπή Σασίμων στην οποία είχε εκλεγεί στο παρελθόν. Όμως παρόλα αυτά ο Γρηγόριος αποχώρησε στα χωράφια και στη μοναξιά του για να μη φέρει ταραχή η παραμονή του στη σύνοδο.
Κατόπιν, μετά την υπόδειξη του Θεοδοσίου νέος επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως εκλέχθηκε ο Νεκτάριος, ο οποίος ήταν ακόμη αβάπτιστος και υπηρετούσε ως πραίτωρας συγκλητικός της πόλεως.
Η σύνοδος στη συνέχεια ασχολήθηκε με τους πνευματομάχους οι οποίοι θεωρούσαν το Άγιο Πνεύμα κατώτερο και κτίσμα. Ηγέτη τους είχαν τον Μεκεδόνιο επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως τον οποίο καταδίκασε σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως το 360. Η σύνοδος καταδίκασε τους πνευματομάχους αναθεματίζοντας τους Σαβελλιανούς, Μαρκελλιανούς, Φωτειανούς και Απολλιναριστές με τον Α΄ κανόνα της.
Η τελευταία συνεδρίαση έγινε στις 9 Ιουλίου του 381. Οι αποφάσεις της ως Οικουμενικής συνόδου αναγνωρίστηκαν από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, ενώ η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος δεν την αναφέρει. Πρακτικά της συνόδου ή δεν κρατήθηκαν ή δεν σώθηκαν. Πληροφορίες έχουμε γι’ αυτή από τους ιστορικούς Σωκράτη, Σωζόμενο και Θεοδώρητο.
Από αυτή την σύνοδο προέρχεται το γνωστό μας σύμβολο της πίστεως, το οποίο από τον Ε΄ αιώνα άρχισαν να απαγγέλουν στην Θεία Λειτουργία. Στην Δ΄ Οικουμενική σύνοδο παρατίθεται μαζί με το σύμβολο της Νικαίας.
Η σύνοδος σύνταξε 8 κανόνες, από τους οποίους όμως οι 4 αμφισβητούνται ότι προέρχονται απ’ αυτήν.
Με τον Β΄ κανόνα της απαγόρευσε τις μετακινήσεις επισκόπων.
Με τον Γ΄ κανόνα όρισε τον επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως ως έχοντα τα πρεσβεία τιμής μετά τον Ρώμης επίσκοπο «διό το είναι αυτή νέα Ρώμη». Η προαγωγή αυτή έγινε ενώ προηγουμένως ο θρόνος της Κωνσταντινουπόλεως υπάγονταν προηγουμένως στον Μητροπολίτη Ηρακλείας. Έκτοτε ο θρόνος της Αλεξανδρείας περνά στην τρίτη κατά σειρά θέση πικραίνοντας τον Ρώμης ο οποίος εμφανώς υποστήριζε τον Αλεξανδρείας ως δεύτερο κατά την τάξη επίσκοπο.
Με τον Δ΄κανόνα της θεωρήθηκε άκυρη η χειροτονία του Μάξιμου του Κυνικού. Ο Στ΄ κανόνας περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να δικάζονται οι επίσκοποι και ο Ζ΄ κανόνας περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο γίνονται δεκτοί διάφοροι αιρετικοί.
Ο Θεοδόσιος κατόπιν το 383 και 384 απαγόρευσε την λατρεία στους αιρετικούς, στους ειδωλολάτρες και στους Μανιχαίους μέσα στις πόλεις. Ο αυτοκράτορας με τα μέτρα αυτά δεν επιδίωκε την εξόντωσή τους, αλλά την μεταστροφή τους. Παρόλα αυτά ο αρειανισμός επιβίωσε για αιώνες ακόμη στα γερμανικά φύλα που έφτασαν μέχρι την Ισπανία και τη Β. Αφρική.
390-410 ΩΡΙΓΕΝΙΣΤΙΚΕΣ ΕΡΙΔΕΣ- Η ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Ο Ωριγένης ήταν συγγραφέας του γ΄ αιώνα που διάβαζαν και τον αγαπούσαν περισσότερο από κάθε άλλον, στην Αλεξάνδρεια και στην Καισάρεια είχε πιστούς οπαδούς, όμως συνάντησε την κριτική και την αντίθεση του Πέτρου Αλεξανδρείας και του Μεθοδίου Ολύμπου.
Ο πιο φανατικός αντιωριγενιστής ήταν ο Επιφάνιος επίσκοπος της Κωνσταντίας της Κύπρου (367). Αυτός άλλωστε έγραψε κατά πασών των αιρέσεων. Ονόμαζε τους οπαδούς του Ωριγένη «ηλίθιους» και λέει ότι από αυτό προήλθαν όλες οι μεταγενέστερες αιρέσεις και ο αρειανισμός.
Ωριγενιστής ήταν από το 386 ο Ιωάννης Ιεροσολύμων διάδοχος του Κυρίλλου. Στα Ιεροσόλυμα κατέφτασε μετά από λίγο ο δυτικός μοναχός Ρουφίνος ο οποίος επίσης ασπάζονταν τις απόψεις του Ωριγένη. Λίγο αργότερα ο Ρουφίνος πήγε στη Ρώμη και άρχισε να μεταφράζει έργα του Ωριγένη προκαλώντας αναστάτωση. Τελικά ο Ρουφίνος πέθανε το 410.
Σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι 4 «μακροί αδελφοί» οι οποίοι ήταν τέσσερα αδέλφια που διακρίνονταν για τη μόρφωση και την ευσέβειά τους και ονομάζονταν «μακροί» γιατί ήταν ψηλοί στο ανάστημα. ένας απ’ αυτούς ο Διόσκορος ήταν επίσκοπος Ερμουπόλεως. Οι αδελφοί θέλησαν να μεσολαβήσουν για τον Ισίδωρο τον πρεσβύτερο ο οποίος ήταν κι αυτός Ωριγενιστής πιστός ακόλουθος του Ιωάννη Ιεροσολύμων. Ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας βλέποντας τις εξελίξεις, κάλεσε σύνοδο στην Αλεξάνδρεια, καταδίκασε τον Ωριγένη και τα έργα του και αποκήρυξε τους Ωριγενιστές. Μάλιστα με στρατό πήγε στη Νιτρία για να συλλάβει τους Μακρούς αδελφούς, αυτοί κρύφτηκαν, έκαψαν τις εγκαταστάσεις τους. Οι Μακροί αδελφοί, ο Ισίδωρος και 100 μοναχοί πήγαν ως πρόσφυγες στην Παλαιστίνη. Ο Θεόφιλος έγραψε επιστολή για να τους διώξουν κι από κει κι έτσι να ξεριζώσουν τον Ωριγενισμό. Ο Επιφάνιος κάλεσε σύνοδο στην Κύπρο, τα πρακτικά των οποίων έστειλε στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο ζητώντας απ’ αυτόν να μη διαβάζει βιβλία του Ωριγένη. Ο Χρυσόστομος δεν του απάντησε.
Εν τω μεταξύ οι Μακροί αδελφοί ο Ισίδωρος και οι 100 μοναχοί έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, συναντήθηκαν με τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ο οποίος όχι μόνο δεν τους έδιωξε, αλλά τους περιποιήθηκε χωρίς όμως να τους δεχτεί σε κοινωνία.
Ο Επιφάνιος κάλεσε τον Χρυσόστομο να διώξει τους Ωριγενιστές, όμως ο Χρυσόστομος του απάντησε ότι περιμένει την απόφαση της Συνόδου κάτι που δεν άρεσε στον Επιφάνιο ο οποίο πίστεψε ότι ο Χρυσόστομος συνωμότησε με τους Ωριγενιστές. Ο Επιφάνιος αποχωρώντας από την Κωνσταντινούπολη πέθανε στον δρόμο της επιστροφής στο πλοίο (403)
Δράση κατά του Χρυσοστόμου ανέλαβε ο Θεόφιλος ο οποίος με ανυπόστατες και γελοίες κατηγορίες συγκάλεσε σύνοδο απέναντι από την Κωνσταντινούπολη σε ένα προάστιο της Χαλκηδόνας την Δρυν. Εκεί 36 επίσκοποι τον καθαίρεσαν. Ο Αυτοκράτορας Αρκάδιος επικύρωσε την απόφαση και ετοιμαζόταν να τον εξορίσει. Όμως ο λαός εξεγέρθηκε και ο Χρυσόστομος επειδή δεν ήθελε να γίνει επανάσταση παραδόθηκε μόνος του στα κρυφά και τον μετέφεραν στην Βιθυνία.. Η εξορία του Χρυσοστόμου δεν κράτησε πολύ, Μετά από μεγάλο σεισμό στην πόλη η αυτοκράτειρα τον ανακάλεσε και ο Χρυσόστομος όταν επέστρεψε ζήτησε να συγκληθεί σύνοδος για να ακυρώσει την καταδίκη του. Ο λαός έκανε ταραχές. Έτσι ο πόλεμος εναντίον των Ωριγενιστών μεταβλήθηκε σε προσωπικό πόλεμο εναντίον του Χρυσοστόμου, τον οποίο αντιπαθούσε ο Θεόφιλος.
428 μ.Χ ΝΕΣΤΟΡΙΟΣ- ΝΕΣΤΟΡΙΑΝΙΣΜΟΣ
Οι συζητήσεις για το αν το θείο στοιχείο του Χριστού απορρόφησε το ανθρώπινο. Ενεργούσε δηλαδή στον Χριστό ο Θεός μόνο ή και ο άνθρωπος που ενώθηκε με μυστηριώδη τρόπο με τον Θεό;
Στην Κωνσταντινούπολη μετά τον θάνατο του Σισινίου υπήρχε διαφωνία σχετικά με τον διάδοχό του. Ο Αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ αναζήτησε και βρήκε τον Νεστόριο που ήταν μοναχός και ιερέας στην Αντιόχεια, διακρίνονταν για την ρητορική του ικανότητα, όχι όμως και για την θεολογική του κατάρτιση.
Γεννήθηκε στην Γερμανίκεια της Συρίας και μορφώθηκε στην Αντιόχεια από τον Θεόδωρο Μοψουεστίας. Διακρίνονταν για την αυστηρή ασκητική ζωή του, πράγμα που τον καθιστούσε αγαπητό στον λαό. Χειροτονήθηκε επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως το 428. Στον ενθρονιστήριο λόγο του είπε στον αυτοκράτορα να του δώσει χώρα καθαρή από αιρετικούς και αυτός θα του χαρίσει τον ουρανό, να τον βοηθήσει να εξαφανίσει τους αιρετικούς και αυτός θα τον βοηθήσει να νικήσει του Πέρσες.
Ο Θεοδόσιος εξέδωκε διάταγμα εναντίον των αιρετικών και ο Νεστόριος πήγε να καταστρέψει μια κρυφή εκκλησία των αρειανών. Αυτοί όμως πρόλαβαν και την έκαψαν οι ίδιοι και μαζί με αυτή και γειτονικά σπίτια πράγμα που εξαγρίωσε τους πολίτες της γειτονιάς.
Ανάμεσα στους κληρικούς που συνόδευαν τον Νεστόριο ήταν και ο σύγκελλος Αναστάσιος ο οποίος σε ένα κήρυγμά του είπε ότι κανείς δεν πρέπει να ονομάζει την Μαρία Θεοτόκο, γιατί είναι πλάσμα του Θεού και ο Θεός δεν μπορεί να γεννηθεί από ένα κτίσμα. Καλύτερα είπε ότι πρέπει να ονομάζεται ανθρωποτόκος. Αυτά όλα εξαγρίωσαν κληρικούς και λαϊκούς οι οποίοι ζήτησαν από Νεστόριο να τον καθαιρέσει, όμως ο Νεστόριος όχι μόνο δεν τον καθαίρεσε, αλλά τον υποστήριξε και προσπαθώντας να συμβιβάσει τα πράγμα χρησιμοποίησε τη λέξη χριστοτόκος.
Ο Ευσέβιος κατοπινός επίσκοπος Δορυλαίου, που ήταν τότε λαϊκός, τον διέκοπτε στα κηρύγματά του, έφερνε αντιρρήσεις και τελικά τοιχοκόλλησε στην Αγ. Σοφιά κατηγορία εναντίον του ότι διδάσκει τη διδασκαλία του Παύλου Σαμοσατέως. Μοναχοί και κληρικοί εναντιώθηκαν στον Νεστόριο και εκείνος διέταξε να μαστιγώσουν μερικούς αφού πρώτα τους φυλάκισε.
ΤΙ ΔΙΔΑΣΚΕ: Ο Νεστόριος όπως και άλλοι Αντιοχειανοί δίδασκε ότι υπάρχουν στον Χριστό δύο φύσεις πλήρεις χωρίς σύγχυση, ενωμένες σ’ ένα πρόσωπο, τον Ιησού Χριστό. Το λάθος του όμως ήταν στον τρόπο που δέχονταν αυτή την ένωση. Στην αρχή την παρουσίαζε ως μια απλή ηθική ένωση που προέρχονταν από την ενοίκηση της θεότητας στον άνθρωπο, ο οποίος κατά συνέπεια μετείχε στην αξία και στη δύναμη του Θεού και άξιζε γι’ αυτό ιδιαίτερη λατρεία. Ομολογούμε τον Θεό μέσα στον άνθρωπο, λατρεύουμε τον άνθρωπο γιατί ενωμένος με τον παντοδύναμο Θεό. Μιλούσε ακόμη και για το ένδυμα που προσέλαβε ο Λόγος. Άρα στην ουσία ξεχώριζε την ανθρώπινη φύση του Χριστού ως ιδιαίτερο πρόσωπο με δική της υπόσταση και εγώ. Η ένωση λοιπόν έγινε ανάμεσε σε δύο προσωπικότητες που υπήρχαν και ήταν χωριστές, σε μία προσωπικότητα αυτή του Χριστού. Αποτέλεσμα ήταν ότι η προσωπικότητα του Χριστού ήταν διαφορετική από αυτή του Λόγου και του ανθρώπου. Η ένωση αυτή έγινε κατ’ ευδοκία και όχι κατά φύση. Έτσι με αυτόν τον τρόπο ο Νεστόριος δεν μπορούσε να αποδώσει στον Θεό Λόγο ενέργειες του ανθρώπινου προσώπου, ούτε στο ανθρώπινο πρόσωπο ενέργειες του θείου Λόγου. Δεν έλεγε ότι ο Θεός γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία, ότι έπαθε με τη σάρκα και απέθανε, γι’ αυτό ονόμαζε την Παρθένο Μαρία Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο.
Οι πληροφορίες αυτές απ’ αυτά τα γεγονότα έφτασαν στην Αλεξάνδρεια, όπου ο επίσκοπος της πόλεως Κύριλλος ενδιαφέρθηκε ζωηρά. Ο Κύριλλος πίστευε ότι ο Χριστός είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγία Τριάδος και ρωτούσε με εμφαντικότητα: Αν ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός είναι Θεός, πως η αγία Παρθένος που τον γέννησε δεν είναι Θεοτόκος;
431 μ.Χ Η Γ΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΟ
Όταν ξέσπασε η διαμάχη στην Κωνσταντινούπολη, ο Νεστόριος έστειλε στον πάπα Ρώμης Καιλεστίνο (422-432) επιστολή με την οποία εξηγούσε την πίστη του με ύφος περήφανο και αφελές. Την εξέτασε ο διάκονος Λέων, ο κατοπινός πάπας. Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας έστειλε απευθείας επιστολή στον Νεστόριο, με την οποία του ζητούσε να δεχτεί την Παρθένο Μαρία ως Θεοτόκο, ο Νεστόριος απάντησε χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία. Και δεύτερη επιστολή του Κυρίλλου είχε την ίδια τύχη. Τότε ο Κύριλλος έγραψε στον πάπα, στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄ και στην Πουλχερία, αδερφή του αυτοκράτορα η οποία ασκούσε μεγάλη επιρροή στον αυτοκράτορα. Ο Θεοδόσιος του απάντησε κατηγορώντας τον ότι προκαλεί ταραχές στην εκκλησία. Στη Ρώμη όμως ο πάπας που ήξερε τις αντιλήψεις του Νεστορίου από τον ίδιο συγκάλεσε σύνοδο τον Αύγουστο του 430 η οποία δήλωσε ότι ο Νεστόριος είναι αιρετικός. Ο Νεστόριος απευθύνθηκε στον αυτοκράτορα ο οποίος αποφάσισε τον Νοέμβριο του 431 να καλέσει σύνοδο στην Έφεσο την Πεντηκοστή του 431. Εν τω μεταξύ ο Κύριλλος είχε συγκαλέσει σύνοδο στην Αλεξάνδρεια η οποία στο τέλος των πρακτικών της περιείχε 12 αναθεματισμούς-προτάσεις εναντίον της πλάνης του Νεστορίου.
Ο Ιωάννης Αντιοχείας καταδίκασε αυτούς τους αναθεματισμούς και ζητούσε να ανακηρυχθεί ο Κύριλλος ως αιρετικός.
Στη σύνοδο ο Νεστόριος ήρθε από τους πρώτους με 15 επισκόπου και συνοδευόμενος από στρατιωτική συνοδεία. Αντιπρόσωπος του αυτοκράτορα ήταν ο κόμης Κανδιδιανός. Ο Κύριλλος έφτασε με 50 επισκόπους, πολλούς μοναχούς και ναύτες Αιγυπτίους. Ο Ιωάννης Αντιοχείας με τους επισκόπους του καθυστέρησε, όμως ειδοποίησε ότι πρόκειται να έρθει.
Τελικά αυτοί αργοπόρησαν πάνω από 15 μέρες και τελικά η πρώτη συνεδρίαση της συνόδου ξεκίνησε με εμφανή καθυστέρηση τη 22 Ιουνίου με την προεδρία του Κυρίλλου και την παρουσία 160 επισκόπων, αργότερα έφτασαν κι’ άλλοι φτάνοντας συνολικά τους 200.
Η σύνοδος κάλεσε τον Νεστόριο τρεις φορές, όμως αυτός αρνήθηκε να παρουσιαστεί. Διάβασαν στη σύνοδο διάφορα έγγραφα, το σύμβολο της Νίκαιας, τη δεύτερη επιστολή του Κύριλλου προς τον Νεστόριο, την απάντησή του, τις επιστολές του πάπα Καιλεστίνου, το συνοδικό της Αλεξανδρείας με τους 12 αναθεματισμούς, λόγους του Νεστορίου από τους οποίους φάνηκε η αιρετική του διδασκαλία. Κατόπιν η σύνοδος αναθεμάτισε και κήρυξε ως έκπτωτο από τον θρόνο του τον Νεστόριο. Η απόφαση υπογράφηκε από 198 επισκόπους.
Στο μεταξύ έφτασε ο Αντιοχείας Ιωάννης με 54 επισκόπους από τη Συρία οι οποίοι συνεδρίασαν ξεχωριστά και διακήρυξαν ότι ο Κύριλλος παραβίασε τις αυτοκρατορικές εντολές και τον καθαίρεσαν.
Οι παπικοί αντιπρόσωποι σε συνεδρίασή τους στις 10 Ιουλίου διακήρυξαν ότι όλα όσα έγιναν ήταν κανονικά, υπόγραψαν τις αποφάσεις της Εφέσου και τις έστειλαν στον αυτοκράτορα λέγοντας ότι ο Νεστόριος αφορίστηκε απ’ όλη την οικουμένη. Στη συνέχεια αφόρισαν τον Ιωάννη
Αντιοχείας και τους 54 επισκόπους του.
Ο Αυτοκράτορας θέλησε παρόλα αυτά να εξετάσει περισσότερο την σύνοδο της Εφέσου και έστειλε τον κόμη Ιωάννη να εξετάσει τα πράγματα. Αυτός συνέλαβε τον Κύριλλο, τον Νεστόριο και τον Μέμνονα και τους φυλάκισε. Ακολούθησαν πολλά έκτροπα με ραδιουργίες και δωροδοκίες. Ο Κύριλλος χρειάστηκε να δαπανήσει πολλά χρήματα για ν’ αντιμετωπίσει τους ισχυρούς αυλικούς φίλους του Νεστορίου.
Στις 14 Σεπτεμβρίου στο ανάκτορο του Ρουφίνου στην Χαλκηδόνα έγινε σύσκεψη όπου επικυρώθηκε η καθαίρεση του Νεστορίου, άφησαν ελεύθερο τον Κύριλλο ο οποίος έγινε δεκτός με ενθουσιασμό στην Αλεξάνδρεια από τον λαό, ενώ ο Νεστόριος εξορίστηκε και στη θέση του εξελέγει πατριάρχης ο Μαξιμιανός.
Ο Ιωάννης Αντιοχείας ύστερα από πολλές πιέσεις δέχτηκε τον όρο της συνόδου της Εφέσου και ύστερα από πολλούς δισταγμούς την καταδίκη του φίλου του Νεστορίου. (433)
Επικράτησε λοιπόν η φράση «ομολογούμε έναν Χριστό, ένα Υιόν, ένα Κύριον».
Κατόπιν ο Κύριλλος και ο Ιωάννης Αντιοχείας αντάλλαξαν εγκάρδιες επιστολές και ανακοίνωσαν τη συμφωνία στον αυτοκράτορα, στον επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Μαξιμιανό και στον πάπα Σίξτο Γ΄.
Ο Ιωάννης Αντιοχείας προχώρησε μάλιστα στην εξορία 40 αντιφρονούντων επισκόπων που με κανέναν τρόπο δεν ήθελαν να δεχτούν τον όρο της Εφέσου.
Πολλοί μοναχοί στην Αλεξάνδρεια ήθελαν να καταδικαστούν ο Διόδωρος Ταρσού και ο Θεόδωρος Μοψουεστίας που τους θεωρούσαν ως προδρόμους του Νεστορίου. Όμως ο αυτοκράτορας με διάταγμα κατόπιν παραινέσεως των Κυρίλλου και Ιωάννη Αντιοχείας απαγόρευσε να συκοφαντούνται άνθρωποι που πέθαναν ειρηνικά στους κόλπους της εκκλησίας.
Τι απόγινε ο Νεστόριος; Από το 431 ήταν περιορισμένος στη μονή Ευτρεπίου κοντά στην Αντιόχεια. Το 435 μεταφέρθηκε στην Πέτρα της Αραβίας και τελικά εξορίστηκε στη Μεγάλη Όαση στην Αίγυπτο όπου έγραψε και το βιβλίου του Ηρακλέιδη. Πέθανε το 451 παραμένοντας μέχρι το τέλος αμετακίνητος στις ιδέες του.
Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας πέθανε το 444.
Όσοι εξορίστηκαν από τον Ιωάννη Αντιοχείας βρήκαν καταφύγιο στο Περσικό κράτος και πήγαν στη Νίσιβι όπου υπήρχε θεολογική σχολή. Η διδασκαλία τους διαδόθηκε στην εκκλησία της Μεσοποταμία-Περσίας η οποία θεωρούσε την υπόλοιπη εκκλησία αιρετική. Αργότερα ένας από τους σασανίδες βασιλιάδες διακήρυξε ότι οι Νεστοριανοί πρέπει να γίνονται δεκτοί στην Περσία και αργότερα στην Ινδία. Έτσι η διδασκαλία του Νεστορίου δεν εξαφανίστηκε, αλλά έγινε αισθητή μέχρι τα βάθη της Ασίας.
415 μ.Χ ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ (Πελάγιος- Κελέστιος και οι απόψεις του Αυγουστίνου)
Στη Δύση οι αντιλήψεις για τη σωτηρία την εποχή αυτή ήταν διχασμένες με πρωταγωνιστές τον Πελάγιο από την μία και τον Αυγουστίνο από την άλλη.
Ο Πελάγιος ήταν βρετανός μοναχός, μορφωμένος που ήξερε ελληνικά και διακρίνονταν για την ασκητική του ζωή. Οι ιδέες του και τα ενδιαφέροντά του έμοιαζαν μ’ αυτά του Θεοδώρου Μοψουεστίας. Δίδασκε ότι ο άνθρωπος πλάστηκε θνητός και ο θάνατος δεν είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας. Το αμάρτημα του Αδάμ δεν μεταβιβάστηκε στους απογόνους του και η φύση του ανθρώπου παρέμεινε αγαθή. Η χάρη του Θεού δεν είναι αναγκαία για την σωτηρία του ανθρώπου, αφού οι ίδιοι οι άνθρωποι ανάλογα με την συμπεριφορά τους μπορούν να είναι αγαθοί ή κακοί, αμαρτωλοί ή ακόμη και αναμάρτητοι. Ο Χριστός ενανθρώπησε για να μας δώσει αυτό το παράδειγμα.
Την διδασκαλία του Πελαγίου πήγε ένα βήμα παρακάτω ο Κελέστιος νομικός από τη Ρώμη ο οποίος δίδασκε ότι ο Αδάμ ήταν από τη φύση του θνητός και ότι με τον νηπιοβαπτισμό δεν συγχωρούνται οι αμαρτίες των νηπίων και αντίθετα η παράλειψή του δεν τα στερεί από την αιώνια ζωή. Σύνοδος στην Καρχηδόνα τον καταδίκασε, όμως αυτός κατέφυγε στην Έφεσο όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και συνάντησε τον Πελάγιο που είχε πάει στην Ανατολή πριν απ’ αυτόν.
Εναντίον αυτών των αντιλήψεων έλαβε θέση ο Αυγουστίνος ο οποίος όμως έφτασε σε άλλη ακρότητα. Έχοντας υπόψη του ότι ο ίδιος από Μανιχαίος έγινε χριστιανός με τη χάρη του Θεού, δίδαξε ότι ο άνθρωπος μπορεί να πετύχει τον προορισμό του με την ελεύθερη βούληση, αλλά ο άνθρωπος έχασε την θεία εικόνα και στο πρόσωπο του Αδάμ αμάρτησαν όλοι άνθρωποι, έγιναν μάζα απώλειας και δεν μπορούν να σωθούν χωρίς τη Χάρη του Θεού. Έτσι έφτασε στην αντίληψη ότι υπάρχει αιώνια και απόλυτη απόφαση του Θεού που στηρίζεται στην φιλανθρωπία σύμφωνα με την οποία ορισμένοι άνθρωποι χωρίς οι ίδιοι να το αξίζουν χωρίζονται από την μάζα και σώζονται. Αυτοί είναι οι προορισμένοι για τη σωτηρία, οι άλλοι έχουν εγκαταλειφθεί στην απώλεια που είναι φυσική συνέπεια των αμαρτημάτων τους. Όλοι οι άνθρωποι άλλωστε είναι άξιοι της απώλειας και ο Θεός κανέναν δεν προόρισε γι’ αυτήν. Κανείς δεν ξέρει για πού προορίστηκε γιατί οι βουλές του Θεού είναι ανεξερεύνητες.
Το 415 έγινε σύνοδος στην Διόσπολη (Λύδδα) όπου εξετάστηκαν οι απόψεις του Πελαγίου με επικεφαλείς δύο επισκόπους από την Γαλλία τον Ήρω της Αρελάτης και τον Λάζαρο της Αιξ οι οποίοι ήταν διωγμένοι από τον αυτοκράτορα Ονώριο. Η σύνοδος άκουσε τον Πελάγιο και τον αθώωσε. Οι Ορθόδοξοι παραξενεύτηκαν για την απόφαση αυτή και ο Ιερώνυμος την ονόμασε άθλια σύνοδο.
Ο ισπανός πρεσβύτερος Ορώσιος επιστρέφοντας στην Αφρική έφερε την είδηση στους εκεί επισκόπους και αμέσως δύο σύνοδοι στην Β. Αφρική καταδίκασαν αμέσως τον Πελάγιο.
Ο πάπας Ιννοκέντιος το 417 καταδίκασε και τους δύο και τον Πελάγιο και τον Κελέστιο. Ο Αυγουστίνος ακούγοντας την είδηση είπε «Η Ρώμη μίλησε το θέμα τελείωσε». Στην Παλαιστίνη φανατικοί οπαδοί του Πελαγίου έκαναν επιδρομή στις εγκαταστάσεις του Ιερωνύμου και τις έκαψαν.
Τον Ιννοκέντιο διαδέχθηκε ο Ζώσιμος, ο Κελέστιος πήγε στη Ρώμη και υπέβαλε ομολογία πίστεως ασαφή, το ίδιο έκανε και ο Πελάγιος. Ο πάπας τους δέχτηκε και τους δύο και έστειλε επιστολή στους Αφρικανούς επισκόπους να χαρούν γιατί είναι αθώοι και καταδικάστηκαν από ψευτοδικαστές.
Όμως το 418 έγινε σύνοδος στην Καρχηδόνα από 240 επισκόπους και με 8 κανόνες αναθεμάτισαν τις διδασκαλίες των Πελαγίου και Κελεστίου και προσωπικά και τους δύο αυτούς. Ο αυτοκράτορας Ονώριος με διάταγμα τους έδιωξε από την Ρώμη και ο Ζώσιμος με εγκύκλιο επιστολή του καταδίκασε τις πλάνες και των δύο. Παράλληλα και ο Θεόδωρος Αντιοχείας σε σύνοδο που κάλεσε καταδίκασε κι αυτός τους Πελάγιο και Κελέστιο. Ο Πελάγιος ίσως πέθανε το 422.
Ο Κελ΄στιος προσπάθησε να πάει στην Κωνσταντινούπολη για να πλησιάσει τον Νεστόριο όμως ο Θεοδόσιος Β΄πληροφορούμενος τις πλάνες του με διάταγμά του τον εξόρισε. Ενώ στην Γ΄ Οικουμενική σύνοδο με τους κανόνες 1 και 4 έγινε δεκτή η καταδίκη σε καθαίρεση του Κελεστίου.
ΗΜΙΠΕΛΑΓΙΑΝΙΣΜΟΣ
Αφού πλέον ο πελαγιανισμός καταδικάστηκε, άφησε ορισμένους οπαδούς οι οποίοι έχοντας υπόψιν τους τις απόψεις του Αυγουστίνου τις έκριναν υπερβολικές.
Ο κυριότερος αντίπαλος του Αυγουστίνου ήταν ο Ιωάννης ο Κασσιανός (435) ηγούμενος του αγίου Βίκτωρος.
Ο Κασσιανός τόνιζε το ρόλο που παίζει η ελευθερία στη σωτηρία του ανθρώπου, δεχόταν το προπατορικό αμάρτημα και την αναγκαιότητα της χάρης του Θεού. Σύμφωνα με τον Κασσιανό η ανθρώπινη θέληση έχει την πρωτοβουλία για το αγαθό και δέχεται τη χάρη του Θεού, η οποία δίνεται σε όλους αδιακρίτως, γιατί ο Θεός θέλει την σωτηρία όλων των ανθρώπων.
Όσοι δέχτηκαν την διδασκαλία του Κασσιανού ονομάστηκαν τον ιστ΄ αιώνα ημιπελαγιανοί, γιατί θεωρήθηκαν ως υπολείμματα του πελαγιανισμού.
Ο Αυγουστίνος πέθανε το 430 και δύο λαϊκοί ο Ιλάριος και ο Πρόσπερος προσπάθησαν να μετριάσουν τις ακρότητες της διδασκαλίας του.
Ο Αρελάτης Καισάριος, σημαντικός συγγραφέας και ασκητής , σε σύνοδο που έγινε στην Οράνζ (529) κοντά στη Μασσαλία, έκανε διακήρυξη με την οποία αποκήρυξαν όσους πίστευαν στον προορισμό για την απώλεια. Η ελέυθερη βούληση που έπαθε βλάβη στο πρώτο άνθρωπο, δεν μπορεί ν’ αποκατασταθεί παρά μόνοι με τη χάρη του βαπτίσματος. Η χάρη προηγείται στις καλές πράξεις, η ανθρώπινη βούληση μπορεί να κάνει το κακό, για να κάνει όμως το καλό πρέπει να προετοιμαστεί από το Θεό. ο πάπας Βονιφάτιος Β΄στον οποίο ο Καισάριος έστειλε τις αποφάσεις, τις ενέκρινε το 531 και έγραψε ότι είναι σύμφωνες με τους κανόνες των πατέρων.
ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟΣ
Ο ΕΥΤΥΧΗΣ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ
Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΝΑΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΤΟ 448 ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ ΤΟΝ ΕΥΤΥΧΗ
Μετά τον θάνατο του Μαξιμιανού (434) πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έγινε ο Πρόκλος ο οποίος μέχρι τότε ήταν τρεις φορές υποψήφιος. Πρόκλος με την άδεια του αυτοκράτορα επανέφερε τα λείψανα του Ιωάννου του Χρυσοστόμου από τον τόπο που είχε ταφεί στην εξορία πίσω στην Κωνσταντινούπολη. Το βράδυ της 21ης Ιανουαρίου 438 έφτασαν στα στενά του Βοσπόρου, όπου περίμεναν εκατοντάδες φωτισμένες βάρκες και όταν αποβιβάστηκαν πήγε και ο ίδιος ο αυτοκράτορας ταπεινά στην πομπή θέλοντας έτσι να δείξει μετάνοια για τις αδικίες του πατέρα του απέναντι στον Χρυσόστομο. Τα λείψανα του αγίου τοποθετήθηκαν στον ναό των αγίων Αποστόλων και ακολούθησαν λαμπρές εορτές. Οι Ιωαννίτες, δηλαδή οπαδοί του Χρυσοστόμου που ήταν χωρισμένοι από την εκκλησία, ήρθαν πάλι στους κόλπους της. Τον Πρόκλο διαδέχθηκε το 446 ο Φλαβιανός.
Το 444 πέθανε και ο Κύριλλος Αλεξανδρείας όπου τον διαδέχθηκε ο αρχιδιάκονός του Διόσκορος. Μόλις όμως αυτός έγινε πατριάρχης έγινε φιλόδοξος και βίαιος. Αδίκησε τους γονείς του Κυρίλλου στερώντας τους από την κληρονομιά, αδίκησε λαϊκούς, καθαίρεσε και καταδίωξε κληρικούς. Έγινε κυρίαρχος της Αιγύπτου και οι Ορθόδοξοι τον περιγράφουν με τα μελανότερα χρώματα.
Την εποχή αυτή ο Ευτυχής ο οποίος ήταν ηγούμενος σε ένα από τα μεγαλύτερα μοναστήρια της Κωνσταντινουπόλεως και αντίπαλος του Νεστορίου, θεωρούσε αιρετικούς όλους όσους δέχονταν δύο φύσεις στον Χριστό. Ο Ευτυχής ήταν μάλιστα φίλος και με τον Διόσκορο.
Μέσα στην όλη αναταραχή ο Θεδόσιος Β΄εξέδωκε διάταγμα το 448 εναντίον των Νεστοριανών και μεταξύ άλλων καθαίρεσε τον επίσκοπο Τύρου Ειρηναίο ο οποίος είχε υποστηρίξει τον Νεστόριο στην Έφεσο.
Ο Ευτυχής στην διδασκαλία του χαρακτήριζε την ένωση των δύο φύσεων ως κράση και σύγκραση στην οποία η ανθρώπινη φύση απορροφήθηκε ολοκληρωτικά από την Θεία. Δεχόταν λοιπόν μία υπόσταση και ένα πρόσωπο στον ενανθρωπήσαντα Λόγο. Έλεγε ότι μετά την ένωση υπήρχε στον Χριστό μία φύση. Η ανθρώπινη φύση θεώθηκε χωρίς όμως να εξετάζει και να προσδιορίζει την θέωση αυτή.
Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως το 448: Στις 8 Νοεμβρίου 448 ο Ευσέβιος επίσκοπος Δορυλαίου έκανε καταγγελία στον Φλαβιανό Κωνσταντινουπόλεως. Ο Φλαβιανός γνώριζε ότι ο Διόσκορος Αλεξανδρείας υποστήριζε τον Ευτυχή οπότε τα πράγματα ήταν κάπως περίπλοκα.
Τελικά ο Φλαβιανός κάλεσε σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη στην οποία ο Ευτυχής αναγκάστηκε να παρουσιαστεί. Παρουσιάστηκε συνοδευόμενος από πολλούς μοναχούς, στρατιωτικό απόσπασμα και κρατικούς λειτουργούς ωσάν η ζωή του να βρισκόταν σε κίνδυνο. Τελικά ύστερα από πίεση είπε «ομολογώ εκ δύο φύσεων γεγενήσθαι τον Κύριον ημών προ της ενώσεως, μετά δε την ένωσιν μίαν φύσιν ομολογώ». Η σύνοδος αποφάσισε να τον καθαιρέσει από τον βαθμό του πρεσβυτέρου, να το αφορίσει και να του αφαιρέσει το αξίωμα του ηγουμένου του μοναστηριού.
Ο Ευτυχής αν και καταδικάστηκε δεν υποχώρησε, αλλά απεύθυνε έκκληση στον Διόσκορο, στον πάπα Ρώμης Λέοντα και τους επισκόπους Ιεροσολύμων και Θεσσαλονίκης. Ο Διόσκορος κήρυξε τις αποφάσεις της συνόδου άκυρες και δέχτηκε τον Ευτυχή σε κοινωνία. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ ύστερα από αίτηση του Ευτυχή, κάλεσε σύνοδο στην Έφεσο για τον Αύγουστο του 449 στην οποία κάλεσε και τον Διόσκορο και τον πάπα Ρώμης.
Όταν ο πάπας Λέων έλαβε τις αποφάσεις της συνόδου του 448 έγραψε προς τον Φλαβιανό την περίφημη δογματική επιστολή του, τον Τόμο. Έγραψε ο Χριστός είναι ένα πρόσωπο με δύο φύσεις και ουσίες. Οι δύο φύσεις δεν συγχέονται και δεν αναμιγνύονται. Φύσεις και πρόσωπο διαχωρίζονται. Υπήρχε ένα πραγματικό πρόσωπο στην ένωση και αυτό ήταν ο θείος Λόγος που δεν ήταν φανταστικό. Αυτές οι διατυπώσεις ήταν άγνωστες στην Ανατολή και τις είχαν διατυπώσει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Αμφιλόχιος Ικονίου.
449 μ.Χ Η «ΛΗΣΤΡΙΚΗ» ΣΥΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΟ
Η σύνοδος στην Έφεσο άρχισε την 8 Αυγούστου 449 στο ναό της Αγίας στο ναό της Αγία Μαρίας, στον ίδιο που συνεδρίασε και η Γ΄οικουμενική σύνοδος. Παραβρέθηκαν 127 επίσκοποι και πρόεδρος ορίστηκε από τον αυτοκράτορα ο Διόσκορος Αλεξανδρείας. Αντιπρόσωποι του πάπα ήταν ο επίσκοπος Ιούλιος, ο διάκονος Ιλάριος και ο νοτάριος Δουλκίσιος. Η σύνοδος συνεδρίασε για 15 μέρες, δηλαδή μέχρι τις 22 Αυγούστου.
Οι παπικοί αντιπρόσωποι ζήτησαν να διαβαστούν οι επιστολές του πάπα, όμως ο Διόσκορος αρνήθηκε, διάβασαν όμως ένα αυτοκρατορικό έγγραφο με το οποίο επιτρέπονταν η συμμετοχή στη σύνοδο του σύρου ηγούμενου Βουρσουμά, ο οποίος είχε έρθει από την Έφεσο με πολυάριθμη ομάδα σύρων μοναχών με τους οποίους είχε τρομοκρατήσει στη Συρία τους νεστοριανούς. Ο Διόσκορος απέκλεισε από τη σύνοδο 42 ακόμη επισκόπους, άλους με τη δικαιολογία ότι ήταν κριτές του Ευτυχή στη σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 448 και άλλους γιατί δε θα συμφωνούσαν με τις απόψεις του, ενώ όσους είχαν διάθεση ν’ αντισταθούν τους απείλησε με καθαίρεση, εξορία και θάνατο και για ν’ αποδειχθεί ότι ήταν ικανός να πραγματοποιήσει τις απειλές του παρέταξε ισχ5υρή στρατιωτική δύναμη.
Στη σύνοδο αυτή κάλεσαν και τον Ευτυχή, ο οποίος μίλησε ως κατήγορος και όχι ως κατηγορούμενος. Ο Ευτυχής επανέλαβε τη γνωστή του θέση και είπε ότι δέχονταν δύο φύσεις προ της ενώσεως και μία μετά την ένωση. Σε κανέναν δεν επέτρεψαν να απαντήσει στον Ευτυχή, και όταν ησύχασαν τα πράγματα, άλλοι επείσκοποι έφυγαν και τελικά 104 αναγνώρισαν ότι ο Ευτυχής ήταν ορθόδοξος και τον αποκατέστησαν ως πρεσβύτερο και ηγούμενο.
Ο Διόσκορος κατόπιν με τρομοκρατία και παρέμβαση οπλισμένων στρατιωτών επέβαλε στους 104 επισκόπους να υπογράψουν την καθαίρεση του Φλαβιανού Κωνσταντινουπόλεως και του Ευσεβίου Δορυλαίου οι οποίοι είχαν καταδικάσει τον Ευτυχή. Και οι δύο φυλακίστηκαν και οδηγήθηκαν στην εξορία. Ο Φλαβιανός κακοποιήθηκε στη φυλακή και στο δρόμο για την εξορία πέθανε από την κακομεταχείριση και τα βάσανα. Ο Ευσέβιος κατόρθωσε να επιζήσει.
Οι επίσκοποι ήθελαν να φύγουν από την Έφεσο, ο Διόσκορος όμως δεν το επέτρεψε. Οι παπικοί αντιπρόσωποι βρήκαν τρόπο και έφυγαν. Στη νέα συνεδρίαση στράφηκαν εναντίον της αντιοχειανής θεολογίας και έγιναν δεκτοί οι 12 αναθεματισμοί του Κυρίλλου ως η ορθόδοξη διδασκαλία. Ο Ίβας Εδέσσης και ο Θεοδώρητος Κύρου καθαιρέθηκαν και αφορίστηκαν ερήμην και ευτυχώς που δεν ήταν παρόντες γιατί θα είχαν την ίδια τύχη με τον Φλαβιανό. Ο Θεοδώρητος αποσύρθηκε σε μοναστήρι της Απαμείας. Στην Κωνσταντινούπολη ο Διόσκορος τοποθέτησε νέο πατριάρχη τον Ανατόλιο, ο οποίος ήταν έμπιστος άνθρωπός του.
Μετά απ’ όλα αυτά ο πάπας διαμαρτυρήθηκε σφόδρα για όλα όσα συνέβησαν και χαρακτήρισε τη σύνοδο αυτή Ληστρική, ύβρη της πίστεως και κόλαφο καθ’ ολοκλήρου της εκκλησίας. Ζήτησε να συγκληθεί νέα σύνοδος για να τακτοποιηθεί η κατάσταση. Ο Θεοδόσιος όμως περικυκλωμένος από τους Ευτυχιανούς απάντησε ότι τίποτα δεν συμβαίνει αντίθετο με τους κανόνες της εκκλησίας. Μάλιστα είπε πως αφού διώχθηκε ο Φλαβιανός, επικρατεί τέλεια ειρήνη και ομόνοια στην εκκλησία, νόμος πλέον είναι η αλήθεια.
Ο Ανατόλιος έγραψε κατόπιν στον πάπα και ζητούσε την κοινωνία μαζί του. Ο πάπας του απάντησε πως είναι έτοιμος να ικανοποιήσει το αίτημά του αν αποδείξει την ορθοδοξία του και έστειλε αντιπροσώπους στην Κωνσταντινούπολη για να διευκολύνει τις συνομιλίες. Έστειλε δύο επισκόπους, τον Αμπόντιο και τον Αστέριο.
Όταν έφτασαν όμως στην Κωνσταντινούπολη η κατάσταση ήταν διαφορετική, γιατί ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄σκοτώθηκε πέφτοντας από το άλογό του κατά το κυνήγι.
451 μ.Χ Η Δ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΣΤΗ ΧΑΛΚΗΔΟΝΑ
Ο Θεοδόσιος πέθανε χωρίς διάδοχο και τον θρόνο πήρε η άγαμη αδερφή του Πουλχερία, η οποία είχε τον τίτλο Αυγούστα, η οποία για την δεχτούν ως αυτοκράτειρα παντρεύτηκε τον ηλικιωμένο στρατηγό Μαρκιανό. Το νέο αυτοκρατορικό ζεύγος υποστήριζε την Ορθοδοξία και έλαβαν αμέσως δραστικά μέτρα. Αποκεφάλισαν τον εγκληματία Χρυσάφιο, έθεσαν σε αργία τον Ευτυχή και επανέφεραν το λείψανο του Φλαβιανού στην Κωνσταντινούπολη με μεγάλες τιμές.
Με διάταγμα ο Μαρκιανός συγκάλεσε σύνοδο στη Νίκαια και όρισε τους αντιπροσώπους του. Ο αυτοκράτορας άλλαξε τον τόπο και τον μετέφερε στην Χαλκηδόνα για να είναι πιο κοντά στην πρωτεύουσα.
Η σύνοδος έγινε για πρώτη φορά στις 8 Οκτωβρίου 451 στο ναό της αγίας Ευφημίας. Παρόντες ήταν 520 επίσκοποι και κατόπιν 600. Αντιπρόσωποι του πάπα ήταν τρεις επίσκοποι. Ο Πασχάσιος, ο Λουκέντιος και ο Ιούλιος και δύο πρεσβύτεροι. Ο αυτοκράτορας δεν πήγε, έστειλε όμως αντιπροσώπους του.
Πρώτη απόφαση της συνόδου ήταν να απαγγείλει κατηγορία εναντίον του Διοσκόρου, ο οποίος αναγκάστηκε να αφήσει τη θέση του ως πατριάρχης και να καθίσει στη θέση του κατηγορουμένου στο μέσο του κεντρικού κλίτους. Ο Θεοδώρητος πήρε τη θέση του ανάμεσα στους πατέρες, αφού πρώτα αναθεμάτισε τον Νεστόριο.
Κατόπιν διάβασαν και επικύρωσαν τις αποφάσεις της συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως του 448 και έτσι επικυρώθηκε πάλι η καταδίκη του Ευτυχή, όλοι οι επίσκοποι που εξορίστηκαν ανακλήθηκαν. Διάβσαν την επιστολή του πάπα Λέοντος προς τον Φλαβιανό, το σύμβολο της Νίκαιας και της Β΄ Οικουμενικής σθνόδου του 381, καθώς και τις δύο επιστολές του Κυρίλλου προς τον Νεστόριο. Οι πατέρες επευφήμησαν με ενθουσιασμό την επιστολή του Λέοντος και εξεφώνησαν: «Αύτη η πίστις των πατέρων, η πίστις των Αποστόλων. Π΄΄αντες ούτω πιστεύομεν, πάντες οι ορθόδοξοι ούτω πιστεύομεν. Ανάθεμα τω μη ούτως πιστεύοντι. Πέτρος δια του Λέοντος ταύτα εξεφώνησε. Οι Απόστολοι ούτως εδίδαξαν. Ευσεβώς και αληθινώς Λέων εδίδαξεν. Κύριλλος ούτως εδίδαξεν. Λέων και Κύριλλος ομοίως εδίδαξαν. Αύτη η αληθινή πίστις. Οι Ορθόδοξοι ούτω φρονούμεν. Αύτη η πίστις των πατέρων. Ταύτα εν Εφέσω διατί ουκ ανεγνώσθη; Ταύτα Διόσκορος έκρυψεν».
Στην επόμενη σύνοδο ο Διόσκορος δικάστηκε και καταδικάστηκε, τον καθαίρεσαν, τον αφόρισαν και ο αυτοκράτορας τον εξόρισε στη Γάγγρα της Παφλαγονίας.
Το έγγραφο προς τον Διόσκορο έλεγε: « Η αγία και μεγάλη οικουμενική σύνοδος η χάριτι θεού κατά θέσπισμα των θεοσεβεστάτων και θεοφιλεστετάτων βασιλέων ημών συναχθείσα εν τη Χαλκηδονέων πόλει της Βιθυνίας εν τω μαρτυρίω της αγιωτάτης και καλλινίκου μάρτυρος Ευφημίας, Διοσκόρω. Γίγνωσκε σ’ αυτόν δια την των θείων κανόνων υπεροψίαν και διά την απείθειάν σου την περί την αγίαν ταύτην και οικουμενικήν σύνοδον, υπέρ ως προς τοις άλλοις πλημμελήμασιν οις εάλως, και τρίτον κληθείς παρά της αγίας ταύτης και μεγάλης συνόδου κατά τους θείους κανόνας επί τω αποκρίνασθαι τοις επαγομένοις ουκ απήντησας, Οκτωβρίου μηνός του ενεστώτος τρισκαιδεκάτη, παρά της αγίας και οικουμενικής συνόδου καθαιρείσθαι της επισκοπής και παντός εκκλησιατικού θεσμού υπάρχειν αλλότριον».
Στην έκτη συνεδρίαση πήγε στη σύνοδο και το αυτοκρατορικό ζεύγος με μεγάλη επισημότητα και πολλούς ανώτερους υπαλλήλους.
Κατόπιν συντάχθηκε όρος της Δ΄Οικουμενικής συνόδου παρά τις αρχικές αντιρρήσεις των παπικών αντιπροσώπων οι οποίο έλεγαν ότι αρκούσε ο τόμος του Λέωντος: «Ἑπόμενοι τοίνυν τοῖς ἁγίοις πατράσιν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν ὁμολογεῖν υἱὸν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν συμφώνως ἅπαντες ἐκδιδάσκομεν, τέλειον τὸν αὐτὸν ἐν θεότητι καὶ τέλειον τὸν αὐτὸν ἐν ἀνθρωπότητι, θεὸν ἀληθῶς καὶ ἄνθρωπον ἀληθῶς τὸν αὐτὸν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ σώματος, ὁμοούσιον τῷ πατρὶ κατὰ τὴν θεότητα, καὶ ὁμοούσιον τὸν αὐτὸν ἡμῖν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, κατὰ πάντα ὅμοιον ἡμῖν χωρὶς ἁμαρτίας· πρὸ αἰώνων μὲν ἐκ τοῦ πατρὸς γεννηθέντα κατὰ τὴν θεότητα, ἐπ᾿ ἐσχάτων δὲ τῶν ἡμερῶν τὸν αὐτὸν δι᾿ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Μαρίας τῆς παρθένου τῆς θεοτόκου κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Χριστόν, υἱόν, Κύριον, μονογενῆ, ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενον, οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνῃρημένης διὰ τὴν ἕνωσιν, σῳζομένης δὲ μᾶλλον τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως καὶ εἰς ἓν πρόσωπον καὶ μίαν ὑπόστασιν συντρεχούσης, οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἢ διαιρούμενον, ἀλλ᾿ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν υἱὸν καὶ μονογενῆ, θεὸν Λόγον, Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καθά περ ἄνωθεν οἱ προφῆται περὶ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς ἡμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἐξεπαίδευσε καὶ τὸ τῶν πατέρων ἡμῖν παραδέδωκε σύμβολον.
Ἀκολουθώντας λοιπὸν τοὺς ἁγίους Πατέρες, ἀπὸ συμφώνου ὅλοι μας διακηρύττουμε τὴν ὁμολογία ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἕνας καὶ μόνον Υἱός, ὁ ἴδιος τέλειος ὡς πρὸς τὴ θεότητά του, καὶ ὁ ἴδιος τέλειος ὡς πρὸς τὴν ἀνθρωπότητά του, πραγματικὰ θεὸς καὶ πραγματικὰ ὁ ἴδιος ἄνθρωπος μὲ λογικὴ ψυχὴ καὶ σῶμα, ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα κατὰ τὴ θεότητα, καὶ ὁμοούσιος ὁ ἴδιος μὲ ἐμᾶς κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, σὲ ὅλα ὅμοιός μας χωρὶς τὴν ἁμαρτία· ὁμολογοῦμε ἐπίσης ὅτι ἀφενὸς ἔχει γεννηθεῖ πρὶν ἀπὸ τὸν χρόνο ἀπὸ τὸν Πατέρα κατὰ τὴ θεότητα, ἀφετέρου στὶς πρόσφατες ἡμέρες ὁ ἴδιος γεννήθηκε ἀπὸ τὴν παρθένο Μαρία τὴ Θεοτόκο κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα γιὰ χάρη μας καὶ γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἕνας καὶ ἴδιος Χριστός, υἱός, κύριος, μονογενής, ὁ ὁποῖος φανερώθηκε σὲ δύο φύσεις ἑνωμένες μεταξύ τους κατὰ τρόπο ἀσύγχυτο, ἄτρεπτο, ἀδιαίρετο, ἀχώριστο, καὶ ἀπὸ τὴν ἕνωση αὐτὴ καμία διαφορὰ τῶν φύσεων δὲν καταργήθηκε ἐξαιτίας τῆς ἑνώσεως, ἀλλὰ μᾶλλον διασώθηκε ἡ ἰδιότητα καθεμιᾶς φύσεως, καὶ καθεμιὰ ἀπὸ αὐτὲς συναντᾶ τὴν ἄλλη σὲ ἕνα πρόσωπο καὶ μία ὑπόσταση, χωρὶς νὰ χωρίζονται σὲ δύο πρόσωπα ἢ νὰ διαιροῦνται, ἀλλὰ νὰ παραμένει ἕνας καὶ ὁ ἴδιος μονογενὴς υἱός, θεὸς Λόγος, Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως δι᾿ ἀποκαλύψεως οἱ προφῆτες δίδαξαν καὶ ὁ ποιὸς ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς ἀποκάλυψε καὶ τὸ Σύμβολο τῶν Πατέρων μᾶς παρέδωσε».
Ο Θεός Λόγος είναι το ένα πρόσωπο, μετά την ένωση δέχτηκαν δύο φύσεις, χωρίς όμως να ταυτίζεται η φύση με το πρόσωπο.
Μετά την Δ΄ Οικουμενική σύνοδο, Μονοφυσίτες αποκαλούνταν όσοι μιλούσαν για μια φύση μετά την ένωση, έστω και αν πρόσθεταν το ασυγχύτως και ατρέπτως, γιατί εφόσον οι έννοιες φύση και πρόσωπο χωρίστηκαν, μπορούσαν να εκφράζονται ορθόδοξα.
Μετά την ανάγνωση του όρου φώναξαν όλοι μαζί: «Πάντες ούτω πιστεύομεν. Μία πίστις, μία γνώμη. Πάντες το αυτό φρονούμεν. Πάντες συναινέσαντες υπεγράψαμεν, πάντες ορθόδοξοι εσμέν… Μαρκιανώ νέω Πάυλω νέω Δαυίδ. Τα έτη του Δαβίδ τω βασιλεί. Ευσεβή, Κύριε, ζην αυτώ, νέω Κωνσταντίνω, της αυτγούστης πολλά τα έτη… Την από γένους ορθόδοξον θεός φυλάξει. Την φύλακατης πίστεως θεός φυλάξει… Απείη ο φθόνος της υμών βασιλείας… Μαρκιανός νέος Κωνσταντίνος, Πουλχερία νέα Ελένη. Της Ελένης την πίστιν συ επεδείξω. Της Ελένης τον ζήλον συ επεδείξω. Η υμετέρα ζωή πάντων ασφάλεια. Η υμετέρα δόξα των εκκλησιών».
Το όρο υπέγραψαν και ο Μαρκιανός και η Πουλχερία.
Η σύνοδος ολοκλήρωσε τις εργασίες συντάσσοντας 30 κανόνες.
Μεταξύ αυτών η σύνοδος ανύψωσε την επισκοπή Ιεροσολύμων σε πατριαρχείο. Ο Ίββας Εδέσσης αφού υπόγραψε τον όρο επέστρεψε στην έδρα του απ’ όπου εκπέσει έπειτα από την καταδίκη που είχε στην Έφεσο το 449.
Μεγάλη συζήτηση προκάλεσε ο 28ο κανόνας, οποίος είχε σκοπό να καθορίσει τα προνόμια του επισκοπικού θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως σε συσχετισμό με τον Γ΄ κανόνα της Β΄ οικουμενικής συνόδου. Η ανύψωση και τοποθέτηση της Κωνσταντινουπόλεως δίπλα στη Ρώμη, γίνεται γιατί είναι η δεύτερη Ρώμη, εκεί είναι η έδρα του αυτοκράτορα και κατέχει τα ίδια πολιτικά προνόμια με την παλαιά Ρώμη. Έτσι η Αλεξάνδρεια έρχεται πλέον στην τρίτη θέση. Κριτήριο βέβαια για την ανύψωση της Κωνσταντινουπόλεως δεν ήταν η αποστολικότητα, αλλά τα πολιτικά δεδομένα. Άμεσο αποτέλεσμα από την ανύψωση αυτή ήταν η υποχώρηση των αρχαίων θρόνων της Ηράκλειας, Καισαρείας και Εφέσου και την εξάρτηση αυτών από την Κωνσταντινούπολη.
Ο κανόνας αυτός έγινε όταν έλειπαν οι παπικοί αντιπρόσωποι και όταν τον διάβασαν διαμαρτυρήθηκαν.
Ο πάπας βρέθηκε σε αμηχανία. Έγραψε στον αυτοκράτορα ότι καμία δύναμη δεν μπορεί να ανυψώσει τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως και ότι οι νέοι κανόνες είναι αντίθετοι με αυτούς της Νικαίας και ότι δεν πρόκειται να συμφωνήσει σε οποιαδήποτε καινοτομία που βλάπτει τους θρόνους της Αλεξανδρείας και της Αντιόχειας. Σε όλα αυτά πρόσθεσε και την εξουσία που έχει από τον μακάριο απόστολο Πέτρο.
Παρόλα αυτά ο αυτοκράτορας το 452 με διατάγματα έκανε τις αποφάσεις της συνόδου νόμους του κράτους.
Η Εκκλησία μας εορτάζει την Δ΄ Οικουμενική σύνοδο την 11η Ιουλίου, μαζί με την αγία Ευφημία.
ΤΑΡΑΧΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ Δ΄ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟ
Οι ταραχές άρχισαν στην Παλαιστίνη όπου ο μοναχός Θεοδόσιος έφερε τα νέα από την Χαλκηδόνα. Λαός μοναχοί και ερημίτες κραύγαζαν ότι προδόθηκε η πίστη. Την εξέγερση υποκινούσε η αυγούστα Ευδοκία, χήρα του Θεοδοσίου του Β΄ εξαιτίας της αντιπάθειας που έτρεφε με την Πουλχερία. Έλεγαν ότι με την φράση «εν δύο φύσεσιν» επικύρωναν το δόγμα του Νεστορίου.
Στα Ιεροσόλυμα, ο Ιουβενάλιος Ιεροσολύμων με δυσκολία κατάφερε να σώσει τη ζωή του και έφυγε άρον άρον πίσω στην Κωνσταντινούπολη. Μέσα σε όλη την ταραχή σκότωσαν έναν επίσκοπο και έναν διάκονο. Οι φανατικοί εξέλεξαν νέο επίσκοπο έναν μονοφυσίτη, όμως ο Μαρκιανός τον έδιωξε και εγκατέστησε και πάλι τον Ιουβενάλιο. Η Ορθοδοξία επικράτησε και πάλι σιγά-σιγά με τις ενέργειες του Μεγάλου Ευθυμίου (473) και των μαθητών του Σάββα (532) και Θεοδοσίου (529).
Στην Αίγυπτο επίσκοπος Αλεξανδρείας εξελέγη ο ορθόδοξος Προτέριος και αυτό προκάλεσε αιματοχυσίες και εξεγέρσεις.
Το 457 πέθανε ο Μαρκιανός, ενώ τρία χρόνια νωρίτερα είχε πεθάνει η Πουλχερία. Η δυναστεία του Θεοδοσίου δεν υπήρχε πλέον. Νέος αυτοκράτορας έγινε ο Λέοντας ο Θράκας, τον οποίο επειδή δεν υπήρχε κανείς από την οικογένεια του Θεοδοσίου να τον στέψει, τον έστεψε για πρώτη φορά ο πατριάρχης Ανατόλιος. Κάτι που κατόπιν έγινε συνήθεια.
Η εξέλιξη αυτή έφερε νέες ταραχές στην Αίγυπτο όπου μονοφυσίτες από την Αλεξάνδρεια εξεγέρθηκαν, έδιωξαν τους κληρικούς του Προτερίου και χειροτόνησαν επίσκοπο Αλεξανδρείας και διάδοχο του Διοσκόρου τον Τιμόθεο Αίλουρο. Όταν ο διοικητής της πόλεως επέστρεψε και έμαθε τις εξελίξεις συνέλαβε τον Τιμόθεο κάτι που εξόργισε τον λαό με αποτέλεσμα να τον επαναφέρει. Έτσι υπήρχαν δύο πατριάρχες στην ίδια πόλη. Την Μεγάλη Πέμπτη του 457 όχλος μπήκε μέσα στον ναό και δολοφόνησε τον Προτέριο, έσυραν το πτώμα του στους δρόμους και αφού το ατίμασαν το έκαψαν και σκόρπισαν τις στάχτες του στον άνεμο.
Ο Τιμόθεος έμεινε πλέον μόνος πατριάρχης, έδιωξε αμέσως όλους όσους ήταν πιστοί στην Χαλκηδόνα τους οποίους αντικατέστησε με δικούς του ανθρώπους.
Στην Αντιόχεια ο πατριάρχης Μαρύριος παραιτήθηκε και στη θέση του εξελέγη ο Πέτρος Γναφεύς (470) γνωστός από την εργασία του που έκανε στη Μονή Ακοιμήτων της Κωνσταντινουπόλεως.
Ο αυτοκράτορας χωρίς να κάνει νέα σύνοδο έστειλε σε όλους τους μητροπολίτες έγγραφο με δύο ερωτήματα και ζητούσε απαντήσεις: Α) Πρέπει να υποστηριχθεί η σύνοδος της Χαλκηδόνας; Και Β) Πρέπει ο Τιμόθεος να αναγνωριστεί ως επίσκοπος Αλεξανδρείας;
Σχετικά με τη σύνοδο της Χαλκηδόνας μόνο οι επίσκοποι της Σίδης της Παμφυλίας ήταν επιφυλακτικοί. Ο Λέων χωρίς να βιαστεί εξόρισε τον Τιμόθεο στη Χερσώνα όπου έζησε μέχρι το 458 και τον διαδέχθηκε ο Γεννάδιος που ήταν αφοσιωμένος στη σύνοδο της Χαλκηδόνας.
Παράλληλα ένας Ίσαυρος ονόματι Ζήνων (οι Ίσαυροι ήταν απόγονοι των πειρατών) απέκτησε σταδιακά δύναμη. Μάλιστα παντρεύτηκε την Αριάδνη την κόρη του Λέοντα και πήρε τον τίτλο του πατρικίου. Απόκτησε έναν γιο ονόματι Λέοντα και λίγο πριν πεθάνει ο Λέων τον ανακήρυξε Αύγουστο.
Όταν το 474 ο Λέων πέθανε, ο εγγονός του Λέων, νήπιο τεσσάρων ετών ήταν Αύγουστος. Ο Ζήνων βρήκε τότε την ευκαιρία να πάρει την εξουσία αν και η κοινή γνώμη ήταν εναντίον των Ισαύρων. Έγινε τελετή στον ιππόδρομο και ο Λέων έβαλε το στέμμα στον πατέρα του. Ύστερα από λίγο ο μικρός Λέων πέθανε και έτσι ο Ζήνων έγινε ο μόνος κύριος.
Η συμπεριφορά του Ζήνωνος δεν ήταν όμως καλή κι έτσι η χήρα του Λέωντος Βερίνα με ευκολία προώθησε τον αδερφό της Βασιλίσκο ο οποίος επαναστάτησε και έδιωξε τον Ζήνων στην Ισαυρία μαζί με την γυναίκα του.
Η ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΣΚΟΥ
Ο Βασιλίσκος ήταν μονοφυσίτης, στηρίχθηκε σ’ αυτούς και μάλιστα με εγκύκλιο που απέστειλε παραμέρισε τη σύνοδο της Χαλκηδόνας με σκοπό να ενώσει τους μονοφυσίτες με τους Ορθόδοξους. Απαίτησε μάλιστα από όλους τους επισκόπους να υπογράψουν αυτή την εγκύκλιο. Όσοι αρνιόντουσαν θα καθαιρούνταν. Ούτε και οι λαϊκοί γλίτωσαν απ’ τον Βασιλίσκο οι οποίοι απειλήθηκαν ότι αν αντιδράσουν στις εντολές του αυτοκράτορα θα γίνονταν δημεύσεις των περιουσιών τους.
Την Εγκύκλιο υπέγραψαν σχεδόν όλοι οι επίσκοποι εκτός από τον Κωνσταντινουπόλεως Ακάκιο ο οποίος δεν αναγνώρισε τον Τιμόθεο Αίλουρο.
Ασφαλώς απ’ όλα αυτά προκλήθηκε έντονη δυσαρέσκεια την οποία ο Βασιλίσκος προσπάθησε να καταπραΰνει με την Αντεγκύκλιο, με την οποία ακύρωνε την εγκύκλιο. Παρόλα αυτά η ζημιά είχε γίνει ήδη για τον ίδιο, ο οποίος σύντομα αποδυναμώθηκε, ο Ζήνων επέστρεψε στον θρόνο του το 476 και αμέσως έστειλε τον Βασιλίσκο και τα παιδιά στην Καππαδοκία και τους φυλάκισε σε ένα φρούριο.
Στην Κωνστνατινούπολη επέστρεψε ο Ακάκιος ο οποίος όπως είπαμε ήταν πιστός στην Χαλκηδόνα.
Ο Τιμόθεος Αίλουρος πέθανε στην Αλεξάνδρεια το 477 και στη θέση του χειροτονήθηκε ο Πέτρος Μογγός. Αλλά και αυτός αμέσως κρύφτηκε από τον κίνδυνο του κόσμου και στη θέση χειροτονήθηκε ο Σαλοφακίολος. Και αυτός όμως σύντομα πέθανε και έτσι χειροτονήθκηε πατριάρχης για τους Ορθοδόξους ο Ιωάννης Ταλάϊα.
ΤΟ ΕΝΩΤΙΚΟΝ ΤΟΥ ΖΗΝΩΝΟΣ (482)
Στην Κωνσταντινούπολη για να επιτύχουν την ένωση, ο Ακάκιος Κωνστναντινουπόλεως σύνταξε διάταγμα γνωστό ως Ενωτικόν το οποίο εξέδωκε ο Ζήνων ως επιστολή τοις κατ’ Αλεξάνδρειαν και Αίγυπτον και Λυβύην και Πεντάπολιν ευλαβεστάτοις επισκόποις και κληρικοίς και μοναχοίς και λαοίς. Σ’ αυτό εξέθεσε την πίστη όπως περιέχεται στο σύμβολο της Νίκαις και Κωνσταντινουπόλεως και στη σύνοδο της Εφέσου (431). Αναθεμάτιζε το Νεστόριο και τον Ευτυχή και δεχόταν τους 12 αναθεματισμούς του Κυρίλλου Αλεξανδρείας . Έτσι αποδοκίμαζε την σύνοδο της Χαλκηδόνας και το ζήτημα της ενώσεως των δύο φύσεων στο Χριστό προσδιοριζόταν χωρίς να γίνεται λόγος για μία ή δύο φύσεις μετά την ένωση. Έτσι δεν αναφέρεται η φράση «εν δύο φύσεσιν» που δεν άρεσε στους μονοφυσίτες, ούτε όμως και η φράση «μία φύση» αντιπαθητική στους Ορθοδόξους.
Αν όμως αυτό το διάταγμα γινόταν δεκτό, θα αποτελούσε εγκατάλειψη βασικών σημείων της πίστεως, δηλαδή του τόμου του Λέοντος και του όρου της συνόδου της Χαλκηδόνος που είχαν γίνει δεκτά στην Ανατολή και στη Δύση. Γι’ αυτό το Ενωτικόν, αποτελούσε υποχώρηση.
Ο Πέτρος Μογγός στην Αλεξάνδρεια το υπέγραψε και έγινε εκεί πατριάρχης, όμως οι οπαδοί του δεν το δέχτηκαν γιατί ζητούσαν σαφή καταδίκη της Δ΄οικουμενικής συνόδου. Ο Ζήνων έστειλε στρατό στην Αλεξάνδρεια, όμως 30.000 μοναχοί εναντιώθηκαν. Όλους αυτούς που δεν δέχτηκαν το Ενωτικόν τους ονόμασαν «ακέφαλους», γιατί διέκοψαν την κοινωνία με τον πατριάρχη τους.
Ο Πέτρος ο Γναφεύς ήρθε και πάλι στο θρόνο στην Αντιόχεια και υπέγραψε το Ενωτικόν. Το υπέγραψαν επίσης και ο Ακάκιος Κωνσταντινουπόλεως και ο Ιεροσολύμων Μαρτύριος.
Στη Δύση, ο πάπας Ρώμης Φήλιξ Γ΄ με σύνοδο καθαίρεσε τους Ακάκιο, πέτρο Μογγό και Πέτρο Γναφεύς. Στο δε Ακάκιο απέστειλε επιστολή στην οποία έγραφε: «Στερείσαι από την ιεροσύνη, αποκόβεσαι από την καθολική κοινωνία και από τον αριθμό των πιστών, δεν έχει πια δικαίωμα ούτε να έχει τον τίτλο του ιερέα, ούτε να τελείς τις οερατικές λειτουργίες. Αυτή είναι η τιμωρία που σου επιβλήθηκε από την κρίση του Αγίου Πνεύματος και την αποστολική αυθεντία που εμείς διαφυλάττουμε, χωρίς τη δυνατότητα να απαλλαγείς ποτέ από το ανάθεμα.
Τότε και ο Ακάκιος διέγραψε το όνομα του Φήλικος από τα δίπτυχα και έτσι δημιουργήθηκε το Ακακιανό σχίσμα που κράτησε 35 χρόνια (484-519)
488 μ.Χ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Β΄ ΚΑΙ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ
Η ΣΤΑΔΙΑΚΗ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟΥ
Ο Ακάκιος πέθανε το 498 και ο αυτοκράτορας Ζήνων το 491.
Στο μεταξύ σπουδαία γεγονότα συνέβησαν στην περιοχή της Ιταλίας. Το 476 ο Γότθος Οδόακρος εκθρόνισε τον τελευταίο Ρωμαίο αυτοκράτορα Ρωμύλο Αγουσύλο και έγινε κυρίαρχος της περιοχής. Μάλιστα ανακοίνωσε στον Ζήνων ότι πλέον δεν χρειάζεται συγκυριαρχία ή συνδιοίκηση στην περιοχή, αλλά ότι αυτός από μόνος του θα διοικήσει ολόκληρη την Ιταλία.
Οι Οστρογότθοι με αρχηγό τον Θευδέριχο ή Θεοδώριχο εισέβαλλαν ,μέσα στην γενική αναταραχή που επικρατούσε στην Ιταλία (με τις «ευλογίες» του Ζήνωνα), μπήκε στη Ραβέννα και ίδρυσε το βασίλειο των Οστρογότθων (μετά τον θάνατο του Ζήνων).
Μετά τον Ζήνων, αυτοκράτορας έγινε ο Αναστάσιος, υπάλληλος των ανακτόρων, καταγόμενος από το Δυρράχιο. Ήταν πάνω από 60 χρονών, θρήσκος, ευλαβής και εκκλησιαστικός ρήτορας. Μάλιστα το 488 παρολίγο να γίνει πατριάρχης Αντιοχείας. Ήταν όμως μονοφυσίτης, γι’ αυτό ο πατριάρχης Ευφήμιος του ζήτησε έγγραφη ομολογία πίστεως και υπόσχεση ότι δεν θα κάνει αλλαγές στα εκκλησιαστικά πράγματα. Ο Αναστάσιος υπέγραψε, παντρεύτηκε την χήρα του Ζήνωνος Αριάδνη και ανέβηκε στον θρόνο. Αμέσως απομάκρυνε από την πρωτεύουσα όλους τους Ισαύρους, ως εχθρούς της ειρήνης και έχτισε νέο τείχος στην Πόλη, το λεγόμενο Μακρό τείχος, για να παρεμποδίσει τις επιδρομές των Βουλγάρων, των Γετών και των Σκυθών. Το τείχος αυτό εκτείνονταν από την θάλασσα του Μαρμαρά, ως την Μαύρη θάλασσα. Έκανε και οικονομικές αλλαγές που ικανοποίησαν τους πολίτες, καταργώντας τον μισητό φόρο του χρυσαργύρου.
Ο Αναστάσιος αποφάσισε να προχωρήσει στην κατάργηση της Δ΄Οικουμενικής συνόδου και επέτρεψε να εισαχθεί στον Τρισάγιο ύμνο η φράση «ο σταυρωθείς δι’ ημάς» πριν το «ελέησόν ημάς». Αυτή η προσθήκη είχε θεοπασχιτική μονοφυσιτική έννοια, δηλαδή την αφομοίωση της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού από τη Θεία. Και μπορούσε να δηλώσει ότι έπαθε στο σταυρό η θεία φύση του χριστού.
Εναντίον αυτής της προσθήκης τάχθηκε και ο πατριάρχης Μακεδόνιος Β΄ που είχε δεχθεί το Ενωτικόν. Αμέσως τον κατηγόρησαν για ανηθικότητα, τον καθαίρεσαν και ο αυτοκράτορας τον εξόρισε στα Ευχάϊτα και αντί γι’ αυτόν έκανε πατριάρχη τον Τιμόθεο, άνθρωπο δικό του.
Τις ενέργειες αυτές του Αναστασίου ενίσχυσε ο μοναχός Σεβήρος από το μοναστήρι Μαϊουμά ο οποίος ήταν μονοφυσιτικών αντιλήψεων. Με μηχανοραφίες κατάφερε ο μοναχός Σεβήρος να καθαιρεθεί από τον θρόνο του ο πατριάρχης Αντιοχείας Φλαβιανός και το 512 τον οποίο διαδέχθηκε όχι όμως για πολύ καιρό.
Τον Νοέμβριο του 512 μετά τη λειτουργία στην Αγ. Σοφία έγινε στάση από μοναχούς και λαό και ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να πάει ο ίδιος στον ιππόδρομο χωρίς το στέμμα του με σκοπό να παραιτηθεί. Ο λαός όμως συγκινήθηκε και τον παρακάλεσε να φορέσει και πάλι το στέμμα του.
Οι αναταραχές όμως και πάλι δεν σταμάτησαν. Ο Βιταλιανός, αξιωματικός της φρουράς του Δούναβη, το 513 έφτασε στα προάστια της Κωνσταντινούπολης με στρατό με το πρόσχημα ότι υποστηρίζει την σύνοδο της Χαλκηδόνας. Ο Αναστάσιος αναγκάστηκε να του δώσει την αρχηγία του στρατού της Θράκης και να συμφωνήσει με την απαίτηση του να συγκληθεί σύνοδος στην Ηράκλεια με την προεδρία του πάπα Ρώμης. Ο Αναστάσιος έγραψε στον πάπα σύμμαχο, όμως αυτός μετά από λίγο πέθανε και το γράμμα πήρε ο διάδοχός του Ορμίσδας ο οποίος έστειλε αντιπροσώπους του δύο επισκόπους με επιστολή (515). Ήταν όμως αργά, γιατί ο Βιταλιανός παρουσιάστηκε και πάλι με στρατό και στόλο μπροστά στην πρωτεύουσα. Όμως και ο στρατός του και ο στόλος του καταστράφηκαν, κι έτσι ο Αναστάσιος δεν χρειάζονταν πλέον να κάνει υποχωρήσεις.
Παρόλα αυτά ο μονοφυσιτισμός πέρα από την Αίγυπτο που είχε εδραιωθεί κυρίως για εθνικούς λόγους θρησκευτικού αποχωρητισμού από την Κωνσταντινούπολη και την Αντιόχεια που πολλοί επίσκοποι ήταν στο πλευρό του Σεβήρου, πουθενά αλλού δεν είχε έντονη επιρροή.
Ο Τιμόθεος Κωνσταντινουπόλεως πέθανε το 518 και τον διαδέχθηκε ο Ιωάννης ο Καππαδόκης. Ύστερα δε από λίγο πέθανε και ο Αναστάσιος. Μετά τον Αναστάσιος στον θρόνο ανέβηκε ο Ιουστίνος.
Με την αλλαγή αυτή των προσώπων υπήρξε μια θαυμάσια ευκαιρία να αποκατασταθεί και πάλι η Ορθοδοξία και να λυθεί το σχίσμα με τον πάπα.
Ο Ιουστίνος δημοσίευσε διάταγμα με το οποίο διέταξε τους επισκόπους ν’ αναγνωρίσουν την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο και να υποβάλλουν ομολογία ορθοδόξου πίστεως, αλλιώς θα τους εξόριζε και θα δήμευε τις περιουσίες τους. Με δεύτερο διάταγμα απέκλεισε όλους τους αιρετικούς από τις δημόσιες υπηρεσίες και τον στρατό. Ο Σεβήρος ως εκ τούτου έφυγε από την Αντιόχεια και πήγε στην Αλεξάνδρεια. Διάδοχός το ορίστηκε ο Παύλος ο οποίος ήταν Ορθόδοξος και ο οποίος κήρυξε αμείλικτο πόλεμο κατά των μονοφυσιτών.
Εκκλησιαστικοί πατέρες και συγγραφείς τον Δ΄ και Ε΄ αι.
Αντιοχειανή σχολή:
Διόδωρος Ταρσού (392): Τον θεώρησαν πατέρα του νεστοριανισμού, γι’ αυτό και καταδικάστηκε το 533 από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Θεόδωρος Μοψουεστίας (428): Ήταν φίλος του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και μαθητής του φιλοσόφου Λιβάνιου. Χειροτονήθηκε επίσκοπος Μοψουεστίας (στην πεδιάδα της Κιλικίας σημερινό Misis) το 392. Ήταν από τους σπουδαιότερους ερμηνευτές της Αγ. Γραφής, γι’ αυτό αναφέρεται συνήθως με το όνομα ερμηνευτής. Έδινε όμως τολμηρές ερμηνείες, τονίζοντας το ανθρώπινο στοιχείο στον Χριστό. Έλεγε: ο Θεός έπαθε και απέθανε, όμως ξέρουμε ότι ο Θεός είναι απαθής και αθάνατος και συνεπώς δεν μπορούμε να μεταφέρουμε ανθρώπινες αδυναμίες στον Θεό, ούτε και ν’ αποδίδουμε θαυματουργικές ικανότητες στην ανθρώπινη φύση του Χριστού.
Νεστόριος: Αναπαρήγαγε την διδασκαλία του Θεοδώρου, ο οποίος καταδικάστηκε στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 347. Μητέρα του ήταν η ευλαβής Ανθούσα. Διακρίθηκε από νωρίς για την ευγλωττία του. Έγινε μοναχός και έζησε στην έρημο της Συρίας. Διδάχθηκε ρητορική από τον Λιβάνιο και θεολογία από τον Διόδωρο Ταρσού. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον επίσκοπο Φλαβιανό. Από νωρίς έγινε γνωστός για τα υπέροχα κηρύγματα όπου στενογράφου τα κατέγραφαν κι έτσι πολλά απ’ αυτά διασώθηκαν.
Όταν ο Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως πέθανε το 397, η αυλή στην οποία κυριαρχούσε ο ευνούχος Ευτρόπιος, αποφάσισε να κάνει τον Ιωάννη αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.
Όμως από νωρίς τα κηρύγματα του δημιούργησαν ενόχληση στα ανάκτορα διότι η ζωή των ανακτόρων δεν συμβάδιζε με την ασκητική ζωή την οποία κήρυττε ο Χρυσόστομος. Ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας άδραξε τότε την ευκαιρία, ένωσε εναντίον του Ιωάννη όλους τους δυσαρεστημένους και πέτυχε την καταδίκη του σε σύνοδο που κάλεσε στο προάστιο Δρυς. Ο αυτοκράτορας Αρκάδιος και η βασίλισσα Ευδοξία (δυσαρεστημένοι κι αυτοί εναντίος του Χρυσοστόμου) διέταξαν την εξορία του. Όμως μεγάλος σεισμός έγινε στην Πόλη και λαός το θεώρησε αυτό ως μήνυμα Θεού. Έτσι ο Αρκάδιος ανακάλεσε τον Ιωάννη. Παρά ταύτα, λίγο αργότερα με συκοφαντίες πέτυχαν να τον εξορίσουν, αυτή τη φορά στην Κουκουσό της Αρμενίας. Επειδή όμως από κει ο Χρυσόστομος διατηρούσε αλληλογραφία με τους φίλους του, διέταξαν να πάει ανατολικότερα. Ενώ τον μετέφεραν προς την Πιτυούντα, πέθανε στα Κόμανα από τις ταλαιπωρίες στις 14 Σεπτεμβρίου του 407. Το 438 το λείψανό του επί πατραρχείας Πρόκλου ανακομίστηκε στην πρωτεύουσα και έγινε δεκτό με μεγάλες τιμές. Η εκκλησία μας τιμά τον Χρυσόστομο ΄τεσσερις φορές τον χρόνο: 27 και 30 Ιανουαρίου, 26 Φεβρουαρίου και 13 Νοεμβρίου.
Θεοδώρητος επίσκοπος Κύρου (457): Ήταν μαθητής του Θεοδώρου Μοψουεστίας. Δεν συμφωνούσε με τον Κύριλλο Αλεξανδρείας και έγραψε εναντίον στους 12 αναθεματισμούς. Καταδικάστηκε στην Λυστρική σύνοδο της Εφέσου το 449, αλλά στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο έγινε δεκτός, αφού καταδίκασε τον Νεστόριο και όλους όσους δεν ονομάζουν την Παρθένο Μαρία Θεοτόκο. Στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο όμως καταδικάστηκε για τα συγγράμματα που έγραψε εναντίος του Κυρίλλου και υπέρ του Θεοδώρου και του Νεστορίου. Έφραψε έργα δογματικά, Εκκλησιαστική Ιστορία και επιστολές.
Αλεξανδρινή σχολή:
Ευσέβιος Παμφίλου επίσκοπος Καισαρείας της Παλαιστίνης (340): Ήταν φίλος των αρειανών. Έγραψε Εκκλησιαστική Ιστορία της οποίας έγινε «πατέρας» όπως τον ονόμασαν. Έγραψε επίσης και απολογητικά έργα καθώς και την βιογραφία του Μ. Κωνστνατίνου.
Συνέσιος Πτολεμαΐδας της Κυρήνης (413): Ενώ ήταν ακόμη αβάπτιστος τον εξέλεξαν επίσκοπο Πτολεμαΐδας. . Έγραψε πραγματείες, επιστολές και ύμνους.
Μέγας Αθανάσιος (373): Αναδείχθηκε μεγάλος και θερμός κήρυκας και υπέρμαχος της Ορθοδοξίας. Ολόκληρη η ζωή του συνδέθηκε με τους σκληρούς αγώνες της εποχής του, γιατί ήταν ο πρωταγωνιστής στον αγώνα εναντίον στον αρειανισμό. Ως διάκονος συνόδευσε τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο υποστηρίζοντας το «Ομοούσιον». Διαδέχθηκε τον Αλέξανδρο Αλεξανδρείας στον θρόνο της Αλεξανδρείας το 328, παραμένοντας στον θρόνο 46 χρόνια εκ των οποίων τα 20 τα πέρασε στην εξορία.
Κύριλλος Αλεξανδρείας (444): Ήταν ανιψιός και διάδοχος του βίαιου Θεοφίλου. Αγωνίστηκε εναντίον στον Νεστοριανισμό γενόμενος υπέρμαχος του τίτλου «Θεοτόκος» της Παρθένου Μαρίας. Δίδαξε ότι η Θεία φύση του Χριστού δεν καταργήθηκε με την ένωση που έγινε στο ανθρώπινο σώμα κι έτσι μπορούμε να λέμε ότι ο Θεός γεννήθηκε στην Βηθλεέμ ή ότι ο Λόγος έπαθε και απέθανε, γιατί με την ένωση έχουε μία μόνο υπόσταση.
Οι Καππαδόκες πατέρες
Μ. Βασίλειος: Ανατράφηκε χριστιανικά από την μητέρα του Εμμέλεια και πήγε να σπουδάσει ρητορική και φιλοσοφία στην ειδωλολατρική σχολή στην Αθήνα ,όπου είχε συμφοιτητές τον Γρηγόριο Νανζιανζηνό και τον κατόπιν αυτοκράτορα Ιουλιανό. Όταν γύρισε στην πατρίδα του έγινε μοναχός.. Μελέτησε τα έργα του Ωριγένη και μαζί με τον Γρηγόριο Νανζιανζηνό συνέταξαν Φιλοκαλία. Το 370 έγινε επίσκοπος Καισαρεία Καππαδοκίας. Όταν το 370 ο αυτοκράτορας Βάλης έστειλε απεσταλμένους για να ζητήσει την άρνηση της πίστεως της Νικαίας, έδειξε τέτοια σταθερότητα πίστεως ώστε στάθηκε αδύνατον στους απεσταλμένους να τον τιμωρήσουν. Κατά την διάρκεια της επισκοπικής του θητείας ανέπτυξε σημαντική φιλανθρωπική δραστηριότητα. Ήταν φίλος των πτωχών ιδρύοντας την περίφημη «Βασιλειάδα» του. Έγραψε έργα δογματικά, ερμηνευτικά και ομιλίες καθώς και επιστολές. Πέθανε την 1η Ιανουαρίου του 379.
Γρηγόριος Νανζιανζηνός ή Θεολόγος (328-390): Γεννήθηκε στην Αριανζό και έγινε επίσκοπος Σασίμων από τον φίλο του Μ. Βασίλειο. Το 380 έγινε επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και το 381 προήδρευσε στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο. Όμως οι Αλεξανδρινοί πρόβαλαν αντιρρήσεις σχετικά με την μετάθεσή του, ο Γρηγόριος απογοητευμένος παραιτήθηκε και επέστρεψε στην Νανζιανζό όπου πέθανε. Έγραψε λόγους, ποιήματα, τονίζοντας την πίστη στην θεότητα του Αγίου Πνεύματος.
Γρηγόριος Νύσσης (395): Ο νεότερος αδελφός του Μ. Βασιλείου. Ο αδελφός του τον χειροτόνησε επίσκοπο Νύσσης της Καππαδοκίας (371). Υποστήριξε τον Ωριγένη και δεχόταν τις διδασκαλίες του για την αποκατάσταση όλων των ανθρώπων και ότι η κόλαση δεν είναι αιώνια. Τα έργα του άρχισε να τα εκδίδει από το 1952 σε κριτική έκδοση ο φιλόλογος Βέρνερ Γαίγκερ.
Αμφιλόχιος επίσκοπος Ικονίου (μετά το 394): Ήταν Καππαδόκης και φίλων των άλλων τριών Καππαδοκών πατέρων. Άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα στην Κωνσταντινούπολη και ο Μ. Βασίλειος φρόντισε να χειροτονηθεί επίσκοπος Ικονίου. Από τα έργα του σώζονται κάποια αποσπάσματα.
Σύροι και Αρμένιοι πατέρες
Αφραάτης: Μοναχός και κατόπιν επίσκοπος. Έγραψε 23 πραγματείες.
Εφραίμ (373). Καταγόταν από την Νίσιβη, έγινε μοναχός και κατόπιν επίσκοπος Εδέσσσης της Μεσοποταμίας. Δίδασκε στη σχολή της Νίσιβης και όταν την πόλη την κυρίευσαν οι Πέρσες μετέφερε τη σχολή στην Έδεσσα. Οι ομοεθνείς του τον τιμούν ως προφήτη των Σύρων. Πολλά από τα έργα του μεταφράστηκαν από νωρίς στα ελληνικά.
Ιδρυτής της αρμενικής φιλολογίας είναι ο Μεσρώπ (441), βασιλικός γραμματέας, μοναχός και κατόπιν αρχιεπίσκοπος Αρμενίας.
Λατίνοι πατέρες
Ιλάριος επίσκοπος Πουατιέ: Χειροτονήθηκε επίσκοπος στην πατρίδα του. Η ζωή και τα έργα του συνδέονται στενά με τον αντιαρειανικό αγώνα και γι’ αυτό τον ονόμασαν Αθανάσιο της Δύσεως.
Αμβρόσιος (337-397): Γεννήθηκε στους Τρεβήρους όπου ο πατέρας του ήταν ανώτερος υπάλληλος της Γαλλίας. Σπούδασε στη Ρώμη ρητορική και νομική και το 370 διορίστηκε διοικητής της Β. Ιταλίας στο Μιλάνο (Μεδιόλανο) όπου ήταν η αυτοκρατορική έδρα στην Δύση. Όταν πέθανε ο αρειανός επίσκοπος Μεδιολάνου Αυξέντιος, ενώ ο λαός συζητούσε με πάθος για τον διάδοχό του μέσα στον ναό και ο Αμβρόσιος πήγε να τους ησυχάσει , ακούστηκε φωνή από ένα παιδί: «Ο Αμβρόσιος επίσκοπος», έτσι εξελέγη δια βοής ενώ ήταν ακόμη κατηχούμενος και μέσα οκτώ ημέρες χειροτονήθηκε επίσκοπος. Μεταξύ άλλων, απαγόρευσε στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο την είσοδο στον ναό εξαιτίας της σφαγής των Θεσσαλονικέων και δεν υποχώρησε ωσότου ο αυτοκράτορας ζήτησε δημόσια συγγνώμη. Αναπαρήγαγε την την διδασκαλία των ελλήνων θεολόγων και εμβάθυνε περισσότερο στις έννοιες της αμαρτίας και της χάρης του Θεού.
Στις «Εξομολογήσεις» του, διηγήθκε με ειλικρίνεια την ζωή του. Το έργο αυτό είναι μνημείο της παγκόσμιας φιλολογίας. Εκεί ξεγυμνώνει την ψυχή του μπροστά στον Θεό και τον υμνεί. Από τα πολλά δογματικά του έργα, περίοπτη θέση κατέχει το «Περί Τριάδος».
Ιερώνυμος (345-420): Είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος πατέρας της Δύσεως.
Τυράννιος Ρουφίνος (410)
Αφρικανός Αυρήλιος Αυγουστίνος (345-430): Ο σημαντικότερος εκκλησιαστικός πατέρας της Δύσεως. Βαπτίστηκε από τον Αμβρόσιο και κατόπιν πρεσβύτερος και επίσκοπος Ιππώνος. Επί 35 χρόνια διοίκησε με ευσέβεια την επισκοπή του και ζούσε μαζί με τους κληρικούς του κοινοβιακή και ασκητική ζωή.
527-565 μ.Χ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ
Ο Φλάβιος Πέτρος Σαββάτιος Ιουστινιανός γεννήθηκε στο Ταυρήσιο από θράκες εκλατινισμένους και ο ίδιος μιλούσε λατινικά. Στη διάρκεια της βασιλείας του θείου Ιουστίνου, αυτός διοικούσε το κράτος ουσιαστικά. Κατά την διάρκεια της αυτοκρατορίας του έλεγχε όλα τα ζητήματα του κράτους μόνος του και κοιμόταν ελάχιστα. Στα ανάκτορά του ζούσε σαν ασκητής τρώγοντας ελάχιστα και λιτά. Αγωνίστηκε κατά της ειδωλολατρίας όντας ο ίδιος χριστιανός Ορθόδοξος. Μάλιστα τους νόμους της εκκλησίας τους έκανε νόμους του κράτους θεωρώντας κράτος και εκκλησία έναν οργανισμό.
Ήταν αφοσιωμένος στην σύζυγό του Θεοδώρα η οποία ήταν ταπεινής καταγωγής, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να σταθεί στο πλευρό του αυτοκράτορα επάξια.
Ο Ιουστινιανός πίστευε ότι κανένας πολίτης που δεν είναι Ορθόδοξος χριστιανός δεν μπορεί να είναι αφοσιωμένος στο κράτος. Έτσι από το 527 έλαβε μέτρα εναντίον των ειδωλολατρών, των Σαμαρειτών και των Ιουδαίων, απαγορεύοντας να παίρνουν αυτοί δημόσια αξιώματα, να ασκούν το επάγγελμα του δασκάλου ή του δικηγόρου. Τους στέρησε επίσης το δικαίωμα της κληρονομιάς. Όσοι ήταν αξιωματούχοι ή υπάλληλοι είχαν υποχρέωση να καταδίδουν στις αρχές του συναδέλφους τους που ήταν αιρετικοί. Και οι επίσκοποι είχαν την ίδια υποχρέωση. Αν κανένας ειδωλολάτρης βαπτίζονταν αλλά παρέμενε στην πιστός στην παλαιά του πλάνη, καταδικάζονταν σε θάνατο. Ένα από τα αποτελέσματα που είχε αυτή του η πολιτική, ήταν το κλείσιμο της σχολής των Αθηνών το 529.
Στους μονοφυσίτες όμως ο Ιουστινιανός δεν έδειξε ιδιαίτερη αυστηρότητα, γιατί πίστευε ότι δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές με τους Ορθοδόξους. Στο ζήτημα αυτό τον επηρέαζε και η Θεοδώρα η οποία έδειχνε ιδιαίτερη συμπάθεια προς αυτού, μάλιστα δε δεν κατάτασσε καν τους Μονοφυσίτες στους αιρετικούς.
Με αυτοκρατορική απόφαση, το 531 επέστρεψαν όλοι οι Μονοφυσίτες από την εξορία.
Το 535 πέθανε ο μονοφυσίτης πατριάρχης Αλεξανδρείας και η Θεοδώρα που επιδρούσε στην εκλογή των πατριαρχών κατόρθωσε να εκλεγεί ο μοναχός Θεοδόσιος, ο οποίος ήταν μετριοπαθής οπαδός του Σεβήρου. Όμως οι ακραίοι Αλεξανδρινοί μονοφυσίτες που δεν συμφωνούσαν με τον Σεβήρο έδιωξαν από τον θρόνο τον Θεοδόσιο και έβαλαν στην θέση του τον Γαϊνά. Ο αυτοκρατορικός όμως στρατός εξόρισε τον Γαϊνά και επανατοποθέτησε και πάλι τον Θεοδόσιο. Στην Κωνσταντινούπολη μετά τον θάνατο του Επιφανίου η Θεοδώρα ανέβασε στον θρόνο τον Άνθιμο επίσκοπο Τραπεζούντος, ο οποίος ήταν κρυπτομονοφυσίτης, έτσι φάνηκε πως οι παλιές μέρες που κυριαρχούσαν οι αιρετικοί ήρθαν και πάλι.
Τα πράγματα όμως άλλαξαν όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ο πάπας Ρώμης Αγαπητός (ως απεσταλμένος του Οστρογότθου βασιλιά της Ιταλίας Θευδάτου) με πέντε επισκόπους (536) με σκοπό να μεταπείσει τον Ιουστινιανό από την πρόθεσή του να κατακτήσει την Ιταλία. Ο πάπας ήρθε σε επαφή μόνο με τον αυτοκράτορα, ενώ δήλωσε ότι θα συναντηθεί με τον πατριάρχη μόνο αν δεχθεί το δόγμα της Χαλκηδόνας. Κατηγόρησε επίσης τον πατριάρχη ότι έγινε αντικανονικά πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως επειδή μετακινήθηκε ως μεταθετός. Ο Άνθιμος τότε παραιτήθηκε και στη θέση τουεξέλεξαν τον Μηνά από την Αλεξάνδρεια ο οποίος δέχτηκε τη σύνοδο της Χαλκηδόνας και τον χειροτόνησε ο Αγαπητός. Το ζήτημα όμως του Ανθίμου δεν τελείωσε, γιατί μοναχοί από την Ιταλία ζητούσαν να εξεταστούν τα φρονήματά του ώστε να καθαιρεθεί αν είναι αιρετικός και να μην επιστρέψει ως επίσκοπος Τραπεζούντας. Τον Άνθιμο τον είχε κρύψει στα ανάκτορα η Θεοδώρα.
Το 536 με πρόεδρο τον Μηνά συγκλήθηκε σύνοδος, στην οποία έλαβαν μέρος και 5 Ιταλοί επίσκοποι που είχαν έρθει μαζί με τον πάπα, καθώς και άλλοι 24 επίσκοποι. Κάλεσαν τρεις φορές τον Άνθιμο, όμως αυτός δεν παρουσιάστηκε, έτσι τον καθαίρεσαν και τον αφόρισαν., κατόπιν καθαίρεσαν τον Σεβήρο και διέταξαν να καούν τα βιβλία του. Ο Ιουστινιανός επικύρωσε τις αποφάσεις αυτές της συνόδου.
Στη συνέχεια ο αυτοκράτορας ζήτησε από τον Αλεξανδρείας Θεοδόσιο να δεχθεί τη σύνοδο της Χαλκηδόνας, εκείνος αρνήθηκε και τότε τον εξόρισε στους Δέρκους. Στη θέση του τοποθέτησε τον Παύλο, μοναχό από την Αίγυπτο. Στη συνέχεια έκλεισε όλους τους ναούς των μονοφυσιτών στην Αλεξάνδρεια , τους οποίους παραχώρησε στους Ορθοδόξους.
Ο Ιουστινιανός επενέβη επίσης και στην εκλογή των παπών. Με την σύσταση της Θεοδώρας επέβαλαν στους κληρικούς στη θέση του Σιλβέστρου τον οποίο έδιωξαν, να εκλέξουν τον Βιγίλιο. Και ο Παύλος Αλεξανδρείας καθαιρέθηκε γιατί στους διωγμούς των μονοφυσιτών έφτασε σε υπερβολές και στη θέση εξελέγη ο Ζώϊλος.
ΝΕΕΣ ΩΡΙΓΕΝΙΣΤΙΚΕΣ ΕΡΙΔΕΣ. Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ
Από την μονή Αγίου Σάββα της Παλαιστίνης, αποχώρησαν 60 μοναχοί, οι πιο λόγιοι, γιατί είχαν παράπονα εναντίον του ηγουμένου. Αυτοί ίδρυσαν νέο μοναστήρι, τη Νέα Λαύρα, κοντά στη Βηθλεέμ η οποία έγινε κέντρο του Ωριγενισμού. Δέχονταν την προΰπαρξη των ψυχών, τη μετεμψύχωση και την αποκατάσταση όλων των πλασμάτων στη μέλλουσα ζωή.
Η κατάσταση αυτή δεν άφησε ανεπηρέαστη και την πρωτεύουσα, όταν ο Λεόντιος Βυζάντιος ίδρυσε μοναστήρι, με το οποίο αντιπροσώπευε αυτές τις αντιλήψεις. Παράλληλα, δύο από τους μοναχούς της Παλαιστίνη, ο Δομετιανός ηγούμενος της μονής Μαρτυρίου και ο Θεόδωρος Ασκιδάς, ηγούμενος της Νέας Λαύρας ήρθαν στην Κωνσταντινούπολη έλαβαν μέρος στη σύνοδο του 536 όπου καταδικάστηκε ο Άνθιμος και επειδή γνωρίστηκαν με τους ανθρώπους των ανακτόρων, ο Δομετιανός έγινε επίσκοπος Αγκύρας και ο Θεόδωρος Ασκιδάς επίσκοπος Καισαρείας της Καππαδοκίας, χωρίς να μεταβούν ποτέ στις θέσεις τους.
Το 543 ο Ιουστινιανός εξέδωκε διάταγμα όπου με τρόπο βίαιο καταδίκαζε τις κακοδοξίες που υπήρχαν στα έργα του Ωριγένη, και τελικά καταδίκασε και τον ίδιο τον Ωριγένη. Το διάταγμα αυτό υπέγραψαν οι πατριάρχες και ο πάπας. Και ο Θεόδωρος Ασκιδάς το υπέγραψε στην ενδημούσα σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (543). Οι αρχηγοί των Ωριγενιστών στην Παλαιστίνη δεν το υπέγραψαν και τους καταδίωξαν. Ο Ασκιδάς όμως που διατήρησε την επιρροή του, κατόρθωσε να τους τοποθετήσει σε καίριες θέσεις.
Στην Παλαιστίνη οι Ωριγενιστές χωρίστηκαν σε δύο παρατάξεις. Οι οποαδοί της μίας ονομάστηκαν ισόχριστοι γιατί ισχυρίζονταν ότι η ψυχή του Χριστού με των ανθρώπων είναι ίση. Οι άλλο ονομάστηκαν πρωτοκτιστίτες και έλεγαν ότι η ψυχή του Χριστού ήταν ανώτερη από τις ανθρώπινες ψυχές από την αρχή. Μετά από λίγο οι Ωριγενιστές της Παλαιστίνης γνώρισαν παρακμή.
543 μ.Χ ΤΑ ΤΡΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
Το 543 ο Ιουστινιανός με την υποστήριξη της Θεοδώρας δημοσίευσε διάταγμα με το οποίο α) καταδίκαζε τον Θεόδωρο Μοψουεστίας και τα έργα του, β) τον Θεοδώρητο Κύρου και τα έργα που έγραψε εναντίον των 12 αναθεματισμών του Κυρίλλου Αλεξανδρείας και γ) τον Ίβα Εδέσσης και την επιστολή που έγραψε προς τον Μαρί επίσκοπο Χαρντασίρ. Στο διάταγμα πρόσθεσε και αναθεματισμούς (κεφάλαια) και γι’ αυτό πήρε την ονομασία αυτή.
Στο διάταγμα αυτό υπήρχε η δυσκολία ότι ο Θεόδωρος Μοψουεστίας είχε πεθάνει ειρηνικά σε κοινωνία με την εκκλησία, ενώ οι δύο άλλοι αθωώθηκαν και αποκαταστάθηκαν από την Δ΄ οικουμενική σύνοδο, αφού πρώτα είχαν αναθεματίσει και αποκηρύξει τον Νεστόριο.
Έτσι πολύ πίστεψαν ότι με το διάταγμα αυτό πλήττεται η αξιοπιστία της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου. Οι πατριάρχες της Ανατολής υπέγραψαν με δυσκολία το διάταγμα. Στη Δύση όμως αποδοκίμαζαν το διάταγμα και περίμεναν την απόφαση του πάπα Βιγίλιου. Τελικά ύστερα από μακρά αργοπορία, το 548 ο πάπας συνέταξε έγγραφο «απόφαση» το οποίο δεν σώθηκε, με το οποίο καταδίκαζε τα «τρία κεφάλαια» με την ισχυρή επιφύλαξα ότι δεν βλάπτεται η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Την ίδια χρονιά η αυτοκράτειρα Θεοδώρα πέθανε, κάτι που ενίσχυσε στην Δύση την αντίθεσή τους τόσο απέναντι στον Ιουστινιανό, όσο και απέναντι στον πάπα Βιγίλιο. Ο πάπας έπεισε τότε τον αυτοκράτορα να σταματήσει τη συζήτηση για τα «τρία κεφάλαια» έως ότου τα συζητήσουν σε οικουμενική σύνοδο. Ο Ιουστινιανός συμφώνησε αφού πρώτα ο πάπας ορκίστηκε εγγράφως ότι θ’ ασκήσει την επιρροή του για την καταδίκη των τριών κεφαλαίων. Παράλληλα ο αυτοκράτορας έκανε προσπάθειες να πάρει με το μέρος του τους επισκόπους της Β. Αφρικής τους οποίους κάλεσε στην πρωτεύουσα χωρίς να πετύχει όμως τον σκοπό του. Τότε ζήτησε την υπογραφή του πάπα Βιγιλίου, ο οποίος αντί όμως να υπογράψει αφόρισε τον Ασκιδά ως υποκινητή του διατάγματος. Μόλις αυτό έγινε γνωστό, ο Ιουστινιανός θέλησε να συλλάβει τον Βιγίλιο, οποίος όμως βρήκε άσυλο στον ναό του αγ. Πέτρου. Τότε ακολούθησαν τραγικά γεγονότα. Οι στρατιώτες παραβίασαν τις θύρες του ναού, έδιωξαν τους Δυτικούς κληρικούς που προστάτευαν τον πάπα, ενώ ο ίδιος για να σωθεί μπήκε κάτω από την Αγία Τράπεζα και κρατήθηκε από τους κιονίσκους. Οι στρατιώτες τον τραβούσαν από τα πόδια και η Αγία Τράπεζα άρχισε να υποχωρεί, έτσι για να μη σκοτωθεί οι στρατιώτες υποχώρησαν. Η Αγία Τράπεζα γκρεμίστηκε και ο λαός αποδοκίμασε έντονα τους στρατιώτες οι οποίοι έφυγαν τρέχοντας για να σώσουν τη ζωή τους. Η αποτυχία αυτή έκανε τον αυτοκράτορα να αλλάξει στάση. Έστειλε μάλιστα πρεσβεία στον πάπα μέσω της οποία διαβεβαίωνε ότι ο πάπας και οι κληρικοί του θα είναι πλέον ασφαλείς. Όμως, όταν ο πάπας και οι κληρικοί του επέστρεψαν στο ανάκτορο που ζούσαν πρωτύτερα, ο αυτοκράτορας τους επέβαλε περιορισμούς, ώσπου ο Βιγίλιος απελπισμένος πια, πέρασε τον Βόσπορο στις 23 Δεκεμβρίου 551 και πήγε στην Χαλκηδόνα όπου κατέφυγε στον ναό της αγ. Ευφημίας.
Ο Ιουστινιανός που δεν ήθελε να διακόψει σχέσεις με τον πάπα, του ζήτησε να γυρίσει στην Κωνσταντινούπολη. Ο πάπας όμως του απάντησε ότι θα γυρίσει μόνο αν ο αυτοκράτορας ακυρώσει το διάταγμα. Ο Ιουστινιανός όμως δεν απάντησε θετικά και τότε ο πάπας με εγκύκλιο ανέφερε όλες τις σκληρότητες που υπέφερε από τον Αύγουστο του 551 και εξέθεσε την πίστη του σύμφωνα με την διδασκαλία των τεσσάρων οικουμενικών συνόδων και παράλληλα δημοσίευσε τον αφορισμό του Ασκιδά και του πατριάρχη Μηνά και όλων των επισκόπων που τον ακολουθούσαν. Τότε ο πατριάρχης και ο Ασκιδάς, έγραψαν στον πάπα, ζήτησαν συγγνώμη και αναγνώρισαν χωρίς επιφυλάξεις τις τέσσερις οικουμενικές συνόδους. Ο πάπας ικανοποιημένος γύρισε στην Κωνσταντινούπολη και ύστερα από λίγο ο Μηνάς πέθανε (Αυγ. 552) και τον διαδέχθηκε ο Ευτύχιος. Ο νέος πατριάρχης την ημέρα της ενθρονίσεώς του (6 Ιανουαρίου 553) κατέθεσε έγγραφη ομολογία πίστεως στον πάπα την οποία υπέγραψαν και άλλοι δύο πατριάρχες. Ο πάπας έπειτα απ’ όλα αυτά δήλωσε ότι συμφωνούσε για την σύγκληση συνόδου για το ζήτημα των τριών κεφαλαίων και σύμφωνα με τις αποφάσεις των τεσσάρων οικουμενικών συνόδων.
553 μ.Χ Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη
Για την σύγκληση της συνόδου είχαν γίνει διαπραγματεύσεις. Ο Βιγίλιος ήθελε να συγκληθεί στην Ιταλία ή στη Σικελία για να παραστούν επίσκοποι από τη Δύση και τη Β. Αφρική. Ο Ιουστινιανός αρνήθηκε και ζήτησε από κάθε πατριαρχείο να στείλει ίσο αριθμό αντιπροσώπων. Ο πάπας διαφώνησε και πρότεινε να γίνει σύσκεψη με ίσο αριθμό Ανατολικών και Δυτικών επισκόπων.
Τελικά αποφασίστηκε η σύνοδος να γίνει στο Σεκρεντάριο της Αγ. Σοφίας, μια μεγάλη αίθουσα στο ανάκτορο του πατριάρχη και άρχισε στις 5 Μαΐου 553.. Πρόεδρος ήταν ο πατριάρχης Ευτύχιος, γιατί ο πάπας δεν ήρθε. Ήταν παρόντες 150 επίσκοποι. Ο Ιουστινιανός δεν πήγε και δεν έστειλε ούτε και αντιπροσώπους, ήξερε όμως ότι οι επίσκοποι δεν θα τολμούσαν να εκφράσουν διαφορετική άποψη από τη δική του. Έστειλε όμως επιστολή στην οποία παρουσίαζε τους προκατόχους του αυτοκράτορες ως υπερασπιστές της πίστεως και ότι ο ίδιος συνομίλησε με κάθε έναν επίσκοπο ξεχωριστά για το ζήτημα των τριών κεφαλαίων και ότι κανένας δεν υπήρξε που να μην συμφωνεί μαζί του.Επειδή όμως βρέθηκαν κάποιοι ασεβείς, ο αυτοκράτορας κάλεσε σύνοδο για να δοθεί ευκαιρία στους επισκόπους να εκφράσουν τη θέλησή τους.
Στο τέλος της πρώτης συνεδριάσεως απεσταλμένοι της συνόδου πήγαν στον πάπα και τον παρακάλεσαν να έλθει στη σύνοδο, εκείνος όμως αρνήθηκε λέγοντας ότι είναι άρρωστος. Την επομένη πάλι τον προσκάλεσαν, όμως απάντησε ότι δεν έρχεται, θα μπορούσε να έρθει αν έρχονταν και άλλοι επίσκοποι από την Ιταλία.
Στη σύνοδο διαβάστηκαν γνώμες πατέρων της εκκλησίας και προτάσεις από συγγράμματα του Θεοδώρου Μοψουεστίας, του Ίβα και του Θεοδώρητου Κύρου. Η σύνοδος συμφώνησε με τον αυτοκράτορα και τους καταδίκασε.
Ο πάπας δημοσίευσε έγγραφο με υπογραφές 16 επισκόπων προς τον αυτοκράτορα, στο οποίο ανέφερε όλες τις περιπέτειές του έως ότου συγκλήθηκε η σύνοδος. Εξέταζε 60 προτάσεις από τα έργα του Θεοδώρου Μοψουεστίας τις οποίες καταδίκαζε με την αποστολική αυθεντία, όμως δεν καταδίκαζε την μνήμη του, γιατί πέθανε στους κόλπους της εκκλησίας και ήταν ασυνήθιστο να καταδικάζονται οι νεκροί. Επίσης δεν καταδίκαζε το Θεοδώρητο και τον Ίβα, γιατί δεν ήθελε να έρθει σε αντίθεση με την απόφαση της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου η οποία τους είχε απαλλάξει από κάθε κατηγορία ότι ήταν νεστοριανοί. Στην επιστολή του τέλειωνε με πέντε αναθεματισμούς εναντίον όσων καταδίκαζαν τα τρία κεφάλαια προφορικά ή γραπτά. Ο πάπας έστειλε έναν διάκονο για να παραδώσει το έγγραφο, ο αυτοκράτορας όμως αρνήθηκε να το παραλάβει και δήλωσε στη σύνοδο ότι ο πάπας καταδίκασε ήδη τα τρία κεφάλαια και παρουσίασε δύο ακόμη έγγραφα στα οποία ο πάπας έδινε υπόσχεση να μη κάνει τίποτα αντίθετο με τη γνώμη του αυτοκράτορα. Έτσι, κατόπιν ζήτησε να γίνει η διαγραφή του ονόματος του πάπα από τα δίπτυχα όλων των εκκλησιών. Η σύνοδος τον διέγραψε, όμως δεν τον αφόρισε. Εν τέλει η σύνοδος δήλωσε ότι είναι δυνατή η καταδίκη των νεκρών που έπεσαν σε αίρεση και διατύπωσε 14 αναθεματισμούς, τους οποίους αντέγραψε από το έγγραφο του αυτοκράτορα και σύμφωνα με τους οποίος καταδίκασε όλα τα έργα του Θεοδώρου Μοψουεστίας, τις ασεβείς εκφράσεις του Θεοδωρήτου Κύρου εναντίον της συνόδου της Εφέσου και των αναθεματισμών του Κυρίλλου Αλεξανδρείας και η επιστολή του Ίβα όπου αρνιόταν την ενσάρκωση του Λόγου και κατηγορούσε τον Κύριλλο ότι ήταν απολλιναριστής.
Εποίσης, ο Ιουστινιανός ζήτησε να καταδικαστούν οι ωριγενιστές μοναχοί της Παλαιστίνης, τους ισοχρίστους και τον Ωριγένη. Ο Ωριγένης είχε καταδικαστεί με το διάταγμα του Ιουστινιανού το 543, το οποίο είχε υπογραφεί από όλους τους πατριάρχες και τον πάπα. Έτσι η σύνοδος στην 8η συνεδρίασή της καταδίκασε τους αιρετικούς και τον Ωριγένη στον 11ο αναθεματισμό.
Μετά την σύνοδο ο Ναρσής κυρίεψε και πάλι την Ρώμη το 552 και ο κλήρος και ο λαός της πόλεως ζητούσε να επιστρέψει ο πάπας που απουσίαζε 10 χρόνια τώρα. Ο Ιουστινιανός δήλωσε ότι μπορεί να φύγει αν υπογράψει ότι αναγνωρίζει την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο. Μετά από έξι μήνες ο πάπας έστειλε έγγραφο στον πατριάρχη Ευτύχιο στο οποίο έγραφε ότι πλανήθηκε και ότι τώρα δεν αισθάνεται ντροπή να υπαναχωρήσει. Αφού διάβασε τους πατέρες, αναγνώρισε τα σφάλματα των τριών κεφαλαίων που καταδικάστηκαν στη σύνοδο και τα αναθεμάτισε και ο ίδιος. Το 554 δημοσίευσε νέο έγγραφο με το οποίο δέχτηκε την καταδίκη των τριών κεφαλαίων. Έτσι αφού συμφιλιώθηκε με τον Ιουστινιανό αναχώρησε για την Ιταλία, όμως δεν έφτασε στη Ρώμη, το πλοίο σταμάτησε στις Συρακούσες της Σικελίας και εκεί ο πάπας πέθανε από κρίση στα νεφρά.
Προσπάθειες για την επιβολή του Αφθαρτοδοκητισμού. Αναδιοργάνωση των μονοφυσιτών
Οι αποφάσεις της Ε΄ Οικουμενικής συνόδου δεν έγιναν δεκτές στη Β. Αφρική. Παράλληλα, ο διάκονος Πελάγιος, αποκρισιάριος και σύμβουλος του πάπα στην Κωνσταντινούπολη αντιδρούσε φανερά στην καταδίκη των τριών κεφαλαίων. Ο Ιουστινιανός τον έβαλε στη φυλακή, όπου έγραφε και κατηγορούσε την αδυναμία και την υποταγή του Βιγιλίου. Σ’ ένα από τα κείμενά του έδειχνε ότι προτίθεται να δεχτεί την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο και να συμφιλιωθεί με τον Ιουστινιανό, ο οποίος τον έστειλε στην Ιταλία το 554 και εκεί ο Ναρσής τον πήρε υπό την προστασία του. Όταν πέθανε ο Βιγίλιος τον εξέλεξαν πάπα στις 16 Απριλίου του 556. Επειδή τον κατηγορούσαν ότι πρόδωσε τον Βιγίλιο και την Ε΄Οικουμενική σύνοδο, στην ενθρόνισή του παραβρέθηκαν μόνο δύο επίσκοποι και λίγοι κληρικοί.
Για να αποκατασταθεί ο Πελάγιος έγραψε κείμενο στο οποίο εξέθετε την πίστη του λέγοντας ότι αποδέχεται τις τέσσερις οικουμενικές συνόδους, παραλείποντας την πέμπτη. Στη Ρώμη έγινε δεκτός, όχι όμως και στις επαρχίες της Β. Ιταλίας και της Δαλματίας, οι οποίες διέκοψαν την κοινωνία μ’ αυτόν.
Η κατάκτηση της Β. Ιταλίας από τους Λομβαρδούς το 568, ενίσχυσε την αντίσταση των επισκόπων, η οποία λύγισε στο τέλος του Ζ΄ αι. οπότε και αποκατέστησαν την κοινωνία με τον πάπα Ρώμης.
Σε όλη του τη ζωή ο Ιουστινιανός είχε την επιθυμία να ξαφέρει πίσω στην εκκλησία τους μονοφυσίτες, όμως τελικά έγινε δέσμιος ο ίδιος της αίρεσης της οποίας ήθελε να εξαφανίσει. Έτσι ο αυτοκράτορας πίστεψε στην διδασκαλία του αφθαρτοδοκητισμού του Ιουλιανού της Αλικαρνασσού, πιστεύοντας ότι μπορεί να ερμηνευτεί με ορθόδοξο τρόπο. Σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή, το σώμα του Χριστού ήταν απαλλαγμένο από τις ανάγκες και τη φθορά και στο σταυρό οι πόνοι έγιναν πραγματικοί με θαύμα που οφείλονταν στη θέληση του Χριστού. Εξέδωσε λοιπόν διάταγμα με το οποίο ζήτησε να δεχτούν όλοι οι επίσκοποι τον αφθαρτοδοκητισμό και να υπογράψουν. Συνάντησε όμως αντίσταση από τον πατριάρχη Ευτύχιο, τον οποίο εξόρισε σε μοναστήρι του Πόντου. Στο θρόνο τον διαδέχτηκε ο Ιωάννης ο Σχολαστικός, σημαντικός κανονολόγος. Ο Αναστάσιος Αντιοχείας κάλεσε σύνοδο, όπου πήγαν 182 επίσκοποι οι οποίοι αποδοκίμασαν το διάταγμα και έστειλαν γράμμα στον αυτοκράτορα. Παράλληλα ο Αναστάσιος Αντιοχείας μετά απ’ αυτό ήταν έτοιμος να φύγει από την Αντιόχεια, είχε μάλιστα ετοιμάσει τον αποχαιρετιστήριο λόγο του, όμως ο Ιουστινιανός πέθανε στις 14 Νοεμβρίου 565 σε ηλικία 82 ετών κι έτσι δεν πρόλαβε να λάβει μέτρα εναντίον του.
Ο Ιουστινιανός βασίλεψε 38 χρόνια και σ’ αυτά κατόρθωσε όσο κανένας άλλος. Μερικά από τα έργα του αποτελούν την βάση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Με το ιεραποστολικό του ενδιαφέρον συνετέλεσε στην διάδοση του χριστιανισμού. Όμως η θρησκευτική του πολιτική απέτυχε τελείως. Ιδιοποιήθηκε την αυθεντία του να αντιμετωπίζει ο ίδιος τις αιρέσεις και να λύνει δογματικά ζητήματα. Στο τέλος της ζωής του οι μονοφυσίτες ήταν περισσότεροι και η εκκλησία περισσότερο ταραγμένη απ’ ότι την βρήκε.
Σε στρατιωτικό επίπεδο, κατάφερε να ανακτήσει την Ιταλία, και την Β. Αφρική από τους βαρβάρους.
Παράλληλα έκτισε την Αγιά Σοφιά. Μετά τον θάνατό του οι μονοφυσίτες κατάφεραν να αναδιοργανωθούν στη Συρία και στην Αίγυπτο. Οι μονοφυσίτες της Αιγύπτου ονομάζονταν κόπτες. Ενώ οι μονοφυσίτες της Συρίας Ιακωβίτες, από τον Ιάκωβο Βαραδαίο. Οι Ορθόδοξοι στις χώρες αυτές ονομάστηκαν μελχίτες (βασιλικοί) , γιατί ακολουθούσαν την πίστη του αυτοκράτορα. Αυτοί δεν ανήκαν στον εντόπιο πληθυσμό. Οι Κόπτες και οι Ιακωβίτες ήταν εντόπιοι και αισθάνονταν αποστροφή προς το Βυζάντιο και τον αυτοκράτορα γιατί τους καταδίωκαν.
ΔΙΑΔΟΧΟΙ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ
565-578 ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ
Μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού ανέβηκε στο θρόνο ο ανηψιός του Ιουστίνος Κουροπαλάτης. Και αυτός όπως και ο θείος του επιδόθηκε στις προσπάθειες για ένωση των μονοφυσιτών με τους Ορθοδόξους. Ως δείγμα καλής θελήσεως ανακάλεσε από την εξορία όλους τους επισκόπους που είχε εξορίσει ο Ιουστινιανός.
Με προτροπή της αυτοκράτειρας Σοφίας (ανηψιάς της Θεοδώρας), πραγματοποιήθηκαν το 566 συνομιλίες με μονοφυσίτες στην Κωνσταντινούπολη με εκπρόσωπο των μονοφυσιτών τον Ιάκωβο Βαραδαίο. Οι συνομιλίες κράτησαν έναν χρόνο χωρίς να προκύψει κάποιο αποτέλεσμα.
Παρόλα αυτά ο Ιουστίνος εξέδωκε διάταγμα (Ενωτικό) στο οποίο ανανέωνε το Ενωτικό του Ζώνωνος, καταδίκαζε τα τρία κεφάλαια, δε μνημόνευε την Τρίτη Οικουμενική σύνοδο, δεχόταν το Σεβήρο Αντιοχείας και αμνήστευε όλους τους καταδικασμένους μονοφυσίτες.
Ένας πατρίκιος Ιωάννης πήγε ως πρέσβης στην Περσία για να τους διαβάσει το Ενωτικό. Μερικοί από αυτούς και ο Ιάκωβος Βαραδαίος είχαν την διάθεση να δεχτούν τις αυτοκρατορικές παραχωρήσεις, όμως οι περισσότεροι και εξ’ αυτών όχι. Μάλιστα ένας επίσκοπος το άρπαξε και το έσκισε. Ο Ιωάννης γύρισε στην Κωνσταντινούπολη αποκαρδιωμένος.
Ο Ιουστίνος όμως δεν το έβαλε κάτω. Το 571 προετοίμασε νέο διάταγμα και φώναξε τους μονοφυσίτες να το δουν πριν. Το διάταγμα αυτό αναγνώριζε μόνο μία φύση σαρκωμένη, όμως αναγνώριζε τη διαφορά ανάμεσα στην θεότητα και στην ανθρωπότητα. Η Δ΄ Οικουμενική σύνοδος δεν αναφερόταν καθόλου, αλλά υπονοούσε την αναγνώρισή της και δεν άφηνε πια περιθώρια για αναγνώριση του Σεβήρου.
Το διάταγμα αυτό το υπέγραψαν οι μονοφυσίτες επίσκοποι. Όσοι αρνήθηκαν τους έκλεισαν φυλακή, ενώ οι ναοί των μονοφυσιτών σφραγίστηκαν.
Ο Ιουστίνος στο τέλος του 573 άρχισε να παρουσιάζει συμπτώματα παραφροσύνης και η σύζυγός του Σοφία κατόρθωσε σε μια στιγμή να εξασφαλίσει τον τίτλο του Καίσαρα και τη διαδοχή για τον ανώτερο αξιωματούχο Τιβέριο. Ο Ιουστίνος έζησε μέχρι το 578 χωρίς να ασκεί εξουσία.
610-640 μ.Χ Ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος και η δράση του
Πολλοί πίστευαν ότι ο Ηράκλειος είχε Αρμενική καταγωγή, η γνώμη όμως αυτή δεν επικράτησε. Κατά τα χρόνια της βασιλείας του ο μεγάλος κίνδυνος για το κράτος προέρχονταν από την Ανατολή από τους Πέρσες και από τον βορρά από τους Άβαρους και τους Σλάβους.
Το 611 οι Πέρσες έκαναν επιδρομή στη Συρία και κυρίεψαν την Αντιόχεια, τη μεγαλύτερη επαρχία της Ανατολής. Ύστερα από λίγο καιρό προχώρησαν στην Παλαιστίνη και το 614 κυρίεψαν την Ιερουσαλήμ την οποία λεηλάτησαν με μανία. Μεταξύ άλλων μετέφεραν τον Τίμιο Σταυρό στην Περσία.
Ένας από τους λόγους που προκάλεσαν την κατάληψη αυτών των δύο περιοχών, είναι και η θρησκευτική διαίρεση μεταξύ Μονοφυσιτών και Ορθοδόξων, δηλαδή ντόπιων με Κωνσταντινούπολη.
Στρατός των Περσών βάδισε στη συνέχεια κατά της Αιγύπτου και κυρίεψε την Αλεξάνδρεια (618). Και εκεί, όπως και στην Αντιόχεια και την Παλαιστίνη, οι Μονοφυσίτες προτίμησαν την περσική κυριαρχία γιατί αυτή δεν τους καταπίεζε. Η κατάληψη της Αιγύπτου είχε σοβαρές οικονομικές συνέπειες στο Βυζάντιο, γιατί από κει προμηθεύονταν το σιτάρι.
Παράλληλα οι Άβαροι και οι Σλάβοι έκαναν επιδρομές από τον βορρά.
Ο Ηράκλειος αποφάσισε να πολεμήσει τους Πέρσες και το 624 έκανε εκστρατείες, οι οποίες παρατάθηκαν για έξι χρόνια. Ενώ όμως ο αυτοκράτορας έλειπε πολεμώντας στην Ανατολή, η πρωτεύουσα αντιμετώπισε σοβαρό κίνδυνο από τον βορρά. Άβαροι και Σλάβοι πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη (626), ενώ ταυτόχρονα οι Πέρσες έφεραν στρατό στη Χαλκηδόνα. Ο στρατός όμως της πρωτεύουσας κατάφερε να αμυνθεί λύνοντας την πολιορκία. Με την πολιορκία αυτή σχετίζεται ο Ακάθιστος Ύμνος.
Ο Ηράκλειος εισέβαλε στην Περσία, νίκησε και ξαναπήρε πίσω τον Τίμιο Σταυρό τον οποίο και πάλι επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ. Κατόπιν επίστρεψε θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη.
Την εποχή αυτή πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ο Σέργιος, ο οποίος γνωρίζοντας πολύ καλά το ζήτημα των διαφωνιών με τους Μονοφυσίτες, ξεκίνησε ενέργειες με τους μονοφυσίτες επισκόπους της Αιγύπτου. , θέλοντας να τους πείσει ότι ο Χριστός είχε μία μόνο ενέργεια, τη θεία. Έτσι δέχονταν την πρόταση «δύο εν Χριστώ φύσεις, αλλά μία ενέργεια και θέλησις». Την άποψη αυτή την είχε πρώτος χρησιμοποιήσει ο Σεβήρος Αντιοχείας.
Ο αυτοκράτορας έπεισε πως ο μονοεργητισμός είναι σωστός τον τον επίσκοπο Φάσιδος Κύρο, τον οποίο στη συνέχεια έκανε πατριάρχη Αλεξανδρείας. Το ίδιος συνέβη και με τον Αναστάσιο Ιεραπόλεως. Ο Κύρος πήρε με το μέρος του τους Μονοφυσίτες λέγοντας: «Δεν είμαστε εμείς που πηγαίνουμε στη Χαλκηδόνα, αλλά η Χαλκηδόνα έρχεται σε μας». Και η Αρμενική εκκλησία δέχτηκε τη διδασκαλία αυτή.
Ένας παλαιστίνιος μοναχός όμως, ονόματι Σωφρόνιος έλεγε πως ο μονοενεργητισμός αποτελεί προδοσία του δόγματος της Χαλκηδόνος και ανανέωση της αίρεσης του Απολλιναρίου. Ο Σωφρόνιος σιγά-σιγά κέρδιζε υποστηρικτές ανάμεσα στους Ορθοδόξους, όμως ο Σέργιος άμεσα απάντησε πείθοντας τον αυτοκράτορα να επισημοποιήσει τον μονοεργητισμό με διάταγμα με κείμενο την γνωστή Έκθεσιν. Την Έκθεση αυτή την απέστειλε και στο πάπα Ονώριο, ο οποίος επειδή δεν ήταν καλά πληροφορημένος περί του θέματος απάντησε ως εξής: «Σας συνιστούμε ω’ αποφύγετε αυτούς τους νέους τρόπους εκφράσεως για τη μία ή τις δύο ενέργειες και να καταγγέλλετε μαζί με εμάς, σύμφωνα με την Ορθόδοξη πίστη και την καθολική ενότητα, ότι ο μόνος Κύριος Ιησούς Χριστός, Υιός του ζώντος Θεού, Θεός αληθινός, ενέργησε με δύο φύσεις τις ενέργειες της θεότητας και της ανθρωπότητας… στο τέλος όμως έγραφε ομολογούμε μία μόνο θέληση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Φαίνεται η αντίληψη ήταν ορθόδοξη, δεν την εξέφρασε με αρκετή ακρίβεια.
Ο Σωφρόνιος πήγε στην Παλαιστίνη και διαδέχθηκε στον πατριαρχικό θρόνο τον Μόδεστο το 634. Στην ενθρονιστήρια επιστολή του που έστειλε στους επισκόπους μιλούσε για τις δύο ενέργειες που ο ίδιος υποστήριζε. Έλεγε ότι επειδή στον Χριστό υπήρχαν δύο φύσεις, υπήρχαν και δύο ενέργειες και όταν ο Χριστός ήθελε, έδινε στην ανθρώπινη φύση την ευκαιρία να εκτελεί τα όσα ανήκαν σε αυτή, τα οποία γινόταν με φυσικό τρόπο.
Το 638 οι Άραβες κυρίεψαν την Ιερουσαλήμ και λίγο αργότερα τη Συρία και την Αίγυπτο και κατόπιν την Β. Αφρική. Οι μονοφυσίτες τους δέχτηκαν χωρίς αντίσταση γιατί ήθελαν ν’ απαλλαχτούν από τους Βυζαντινούς.
Παράλληλα τον Ονώριο διαδέχθηκε στη Ρώμη ο πάπας Ιωάννης Δ΄, ο οποίος καταδίκασε τον μονοεργητισμό. Όμως πλέον ήταν άχρηστο κανείς να προσπαθεί να ενώσει τους Ορθοδόξους με τους μονοφυσίτες. Μετά τον πάπα Ιωάννη Δ΄, πάπας έγινε ο Σεβερίνος ο οποίος καταδίκασε την «Έκθεση» το 640, αλλά κι αυτός σύντομα πέθανε. Και στην Κωνσταντινούπολη ο Σέργιος είχε πεθάνει, και τον διαδέχτηκε ο Πύρρος που είχε τις ίδιες αντιλήψεις μ’ αυτόν. Παράλληλα την ίδια χρονιά πέθανε και ο Σωφρόνιος. Το 641 πέθανε και ο Ηράκλειος και στη θέση βασίλεψαν οι υιοί του ο Νέος Κωνσταντίνος Γ΄ και ο Ηρακλεωνάς.
641-668 Η άνοδος του Κώνστα στον θρόνο
Στο προσκήνιο δεν κάθισαν πολλοί οι Κωνστνατίνος Δ΄ και Ηρακλεωνάς γιατί ύστερα από λίγο αυτοκράτορας έγινε ο Κώνστας (641-668). Με την άνοδος του Κώνστα, αντικαταστάθηκε ο πατριάρχης Πύρρος από τον Παύλο που ήταν οικονόμος στην Αγ. Σοφία.
Ένας από τους πιο σφοδρούς πολέμιους του μονοθελητισμού-μονοενεργητισμού ήταν ο Μάξιμος ο Ομολογητής. Στην Καρχηδόνα έκανε μάλιστα δημόσια συζήτηση με τον πατριάρχη Πύρρο (645) στην οποία ο Μάξιμος νίκησε και αυτό το αναγνώρισε ο Πύρρος, ο οποίος ζήτησε να πάει στη Ρώμη. Εκεί μπροστά στο πάπα Θεόδωρο (642-649) υπέβαλε δημόσια ομολογία στην οποία καταδίκασε την Έκθεση και την αίρεση. Έτσι ο πάπας τον δέχτηκε με μεγάλη τιμή. Μετά από λίγο όμως ο Πύρρος υπαναχώρησε και ξαναδέχτηκε τον Μονοεργητισμό, οπότε και ο πάπας τον αφόρισε.
Την εποχή της βασιλείας του Κώνσταντος οι Άραβες έκαναν σημαντικές κατακτήσεις. Κυρίεψαν την Κύπρο και την Ρόδο και κατασκεύασαν στόλο.
Παράλληλα οι θρησκευτικές διαμάχες που επικρατούσαν τον έκανα να αποφασίσει να δημοσιεύσει διάταγμα (648) με τίτλο «Τύπος περί πίστεως» με το οποίο παραμέρισε την «Έκθεση» και απαγόρευσε οποιαδήποτε συζήτηση για μία ή δύο θελήσεις. Για τους παραβάτες προβλέπονταν αυστηρές ποινές.
Στη Ρώμη πέθανε ο πάπας Θεόδωρος και τον διαδέχθηκε ο Μαρτίνος το 649. Ο νέος πάπας κάλεσε σύνοδο στο Λατερανό, στην οποία πήγαν 105 επίσκοποι από την Ιταλία οι οποίοι καταδίκασαν τον μονοενεργητισμό, καθώς και τους πατριάρχες που τον ακολουθούσαν: Σέργιο, Πύρρο και Παύλο. Στη σύνοδο αυτή κύριο ρόλο έπαιξε ο Μάξιμος. Στην Ανατολή δεν υπήρχαν πατριάρχες ορθόδοξοι για να απευθυνθεί ο πάπας.
Η απάντηση του αυτοκράτορα ήρθε το 653, δηλαδή 4 χρόνια αργότερα, όταν ο έξαρχος Ιταλίας Καλλιόπας μπήκε με στρατό στη Ρώμη έκανε βανδαλισμούς και αποκήρυξε τον πάπα, λέγοντας ότι δεν είναι κανονικός επίσκοπος, μη αναγνωρισμένος και ανάξιος να κατέχει τον αποστολικό θρόνο. Ο πάπας για να μη γίνει αιματοχυσία δεν αντέδρασε, παρά μόνο ζήτησε να τον συνοδεύσουν κληρικοί στην Κωνσταντινούπολη. Όμως τη νύχτα απήγαγαν κρυφά τον πάπα, τον έβαλαν σε πλοίο, αλλά έφτασε στην Κωνσταντινούπολη ύστερα από 15 μήνες. Σε όλο το ταξίδι ο πάπας υπέφερε γιατί ήταν άρρωστος. Τελικά τον εξόρισαν στην Κριμαία όπου και πέθανε το 655.
Παράλληλα συνέλαβαν και τον Μάξιμο που υποστήριζε τον πάπα και τον εξόρισαν στη Βιζύη της Θράκης. Από κει τον μετέφεραν σε μοναστήρι της Κωνσταντινουπόλεως. Του υπέβαλαν να κοινωνήσει δημόσια στην Κωνσταντινούπολη, αυτός αρνήθηκε και τον εξόρισαν και πάλι στον Δούναβη. Ύστερα από έξι χρόνια τον ξαναέφεραν στην πρωτεύουσα, όπου τον ακρωτηρίασαν, τον μαστίγωσαν και τον διαπόμπευσαν στους δρόμους, τελικά τον εξόρισαν στη Λαζική στον Καύκασο. Εκεί ο Μάξιμος απόκαμε και πέθανε τον Αύγουστο του 662 σε ηλικία 80 ετών.
Στη Ρώμη ο πάπας Ευγένιος πέθανε και τον διαδέχθηκε ο Βιταλιανός ο οποίος αποκατέστησε τις σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη.
Ο Κώνστας πίστευε εξαιτίας των κινδύνων που διέτρεχε η Κωνσταντινούπολη από τους Άραβες και τους βόρειους, ότι έπρεπε να μεταφερθεί η πρωτεύουσα στη Ρώμη. Γι’ αυτό έφυγε από την Κωνσταντινούπολη το 663, πέρασε από την Αθήνα και αποβιβάστηκε στον Τάραντα. Ήθελε μάλιστα να ανακτήσει την Ιταλία από τους Λογγοβάρδους, οι οποίοι κατείχαν μεγάλο μέρος της. Νικήθηκε όμως και τον Ιούλιο πήγε στη Ρώμη όπου έμεινε 12 μέρες, κατόπιν πήγε Νεάπολη και Σικελία όπου παρέμεινε 5 χρόνια. Από κει έστειλε διάταγμα στον Μάυρο, μητροπολίτη Ραβέννας, τον οποίο καθιστούσε ανεξάρτητο από τον πάπα Ρώμης. Όλα αυτά τον έκανα μισητό κι έτσι προκλήθηκε συνομωσία εναντίον του και τον δολοφόνησαν τον Ιούλιο του 668.
668 μ.Χ Κωνσταντίνος Δ΄
Ο Κωνσταντίνος Δ΄ διαδέχθηκε τον πατέρα του στον θρόνο. Στη Ρώμη μετά τον θάνατο του Βιταλιανού από το 672 μέχρι το 678 οπότε εκλέχθηκε ο Αγάθων, έζησαν δύο πάπες. Στην Κωνσταντινούπολη μετά τον θάνατο του πατριάρχη Πέτρου το 667 έζησαν 4 πατριάτρχες. Την εποχή αυτή ο αυτοκράτορας ήθελε την ένωση των εκκλησιών και τη συμφιλίωση με τη Ρώμη. Με έγγραφο απάντηση προς τον αυτοκράτορα ο Αγάθων απάντησε πως ο Κύριος είχε δύο φύσεις και δύο ενέργειες. Παράλληλα, το 679 στον πατριαρχικό χρόνο ανέβηκε ο Γεώργιος. Ο αυτοκράτορας για την επίλυση των διαφορών κάλεσε οικουμενική σύνοδο η οποία έγινε στην Κωνσταντινούπολη.
680 μ.Χ Η ΣΤ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ( Α΄ ΕΝ ΤΡΟΥΛΛΩ)
Η σύνοδος ξεκίνησε τις εργασίες της από τον Νοέμβριο του 680 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 681 στην αίθουσα των ανακτόρων. Ο πάπας έστειλε αντιπροσώπους του, τον πατριάρχη Αλεξανδρείας αντιπροσώπευσε ο πρεσβύτερος Πέτρος και τον Ιεροσολύμων ο Γεώργιος. Ο αυτοκράτορας ήταν παρών στις 11 πρώτες συνεδριάσεις και στην τελευταία όπου και υπέγραψε τον όρο.
Στην πρώτη συνεδρίαση οι αντιπρόσωποι του πάπα ρώτησαν τους Ανατολικούς γιατί εισήγαγαν τον νεωτερισμό για τη μία θέληση και ενέργεια στον Χριστό. Ο Μακάριος Αντιοχείας και άλλοι απάντησαν ότι δεν πρόκειται για νεωτερισμό. Διάβασαν τα πρακτικά της Γ΄ και Ε΄ συνόδου. Δεν βρήκαν όμως τίποτα που να υποστηρίζει τον μονοθελητισμό. Μάλιστα βρέθηκε ότι τα πρακτικά της Ε΄ συνόδου ήταν νοθευμένα. Ο αυτοκράτορας διέταξε να βρεθεί ο νοθευτής των πρακτικών. Κατόπιν διαβάστηκαν οι απόψεις του πάπα Αγάθωνος και τα πρακτικά της συνόδου της Ρώμης. Ο πατριάρχης Γεώργιος αποδέχτηκε τις απόψεις του πάπα Αγάθωνο. Όχι όμως Μακάριος Αντιοχείας, ο οποίος διαπιστώθηκε πως είναι αιρετικός και καθαιρέθηκε. Ο αυτοκράτορας λόγω καθηκόντων αποχώρησε στην 11η συνεδρίαση.
Στη 13η συνεδρίαση καταδικάστηκαν και αφορίστηκαν οπαδοί του μονοθελητισμού Σέργιος, Πύρρος, Παύλς και Πέτρος πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Θεόδωρος επίσκοπος Φαράν, Κύρος Αλεξανδρείας και πάπας Ονώριος.
Στην τελευταία συνεδρίαση (16 Σεπτεμβρίου 681) διαβάστηκε ο όρος της συνόδου ο οποίος έλεγε:
«Ἡ ἁγία καὶ μεγάλη καὶ οἰκουμενικὴ ἡμῶν Σύνοδος, ἡ κατὰ Θεοῦ χάριν καὶ πανευσεβὲς θέσπισμα τοῦ εὐλαβεστάτου καὶ πιστοτάτου μεγάλου βασιλέως Κωνσταντίνου συναχθεῖσα ἐν ταύτῃ τῇ θεοφυλάκτῳ καὶ βασιλίδι Κωνσταντινουπόλει νέᾳ Ῥώμῃ, ἐν τῷ σεκρέτῳ τοῦ θείου παλατίου τῷ ἐπιλεγομένῳ Τρούλλῳ, ὥρισε τὰ ὑποτεταγμένα. Ὁ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς μονογενὴς Υἱός τε καὶ Λόγος ὁ κατὰ πάντα ὅμοιος ἡμῖν χωρὶς ἁμαρτίας γενόμενος ἄνθρωπος Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν ἐν εὐαγγελικαῖς διαπρυσίως ἐκήρυξε φωναῖς· «᾿Εγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς»· καὶ πάλιν· «Εἰρήνην τὴν ἐμὴν ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν». Ταύτῃ τοι τῇ θεολέκτῳ τῆς εἰρήνης διδασκαλίᾳ θεοσόφως ὁ πρᾳότατος ἡμῶν βασιλεὺς ὁδηγούμενος, ὁ τῆς μὲν ὀρθοδοξίας ὑπέρμαχος τῆς δὲ κακοδοξίας ἀντίμαχος, τὴν καθ’ ἡμᾶς ἁγίαν ταύτην καὶ οἰκουμενικὴν συναθροίσας ὁμήγυριν τὸ τῆς ἐκκλησίας ἅπαν ἥνωσε σύγκριμα. Ὅθεν ἡ καθ’ ἡμᾶς ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ Σύνοδος τὴν ἀπό τινων καὶ ὧδε χρόνων τῆς δυσσεβείας πλάνην πόρρωθεν ἀπελάσασα καὶ τῇ τῶν ἁγίων καὶ ἐκκρίτων Πατέρων ἀπλανῶς εὐθείᾳ τρίβῳ κατακολουθήσασα, ταῖς ἁγίαις καὶ οἰκουμενικαῖς πέντε Συνόδοις ἐν ἅπασιν εὐσεβῶς ὡμοφώνησε· φαμὲν δὴ τῇ τῶν τριακοσίων δέκα καὶ ὀκτὼ ἐν Νικαίᾳ συνελθόντων ἁγίων Πατέρων κατὰ τοῦ μανιώδους Ἀρείου, καὶ τῇ μετ’ αὐτὴν ἐν Κωνσταντινουπόλει τῶν ἑκατὸν πεντήκοντα θεοφόρων ἀνδρῶν κατὰ Μακεδονίου τοῦ πνευματομάχου καὶ Ἀπολιναρίου τοῦ δυσσεβοῦς, ὁμοίως καὶ τῇ ἐν Ἐφέσῳ τὸ πρότερον κατὰ Νεστορίου τοῦ ἰουδαιόφρονος συναγηγερμένων διακοσίων θεσπεσίων ἀνδρῶν, καὶ τῇ ἐν Χαλκηδόνι τῶν ἑξακοσίων τριάκοντα θεοπνεύστων Πατέρων κατ’ Εὐτυχοῦς καὶ Διοσκόρου τῶν θεοστυγῶν, πρὸς ταύταις καὶ τῇ τελευταίᾳ τούτων πέμπτῃ ἁγίᾳ Συνόδῳ τῇ ἐνταῦθα συναθροισθείσῃ κατὰ Θεοδώρου τοῦ Μοψουεστίας, Ὠριγένους, Διδύμου τε καὶ Εὐαγρίου, καὶ τῶν συγγραμμάτων Θεοδωρήτου τῶν κατὰ τῶν δώδεκα κεφαλαίων τοῦ ἀοιδίμου Κυρίλλου καὶ τῆς λεγομένης Ἴβα ἐπιστολῆς πρὸς Μάρην γεγράφθαι τὸν Πέρσην· ἀκαινοτόμητα μὲν ἐν πᾶσι τὰ τῆς εὐσεβείας ἀνανεωσαμένη θεσπίσματα, τὰ βέβηλα δὲ τῆς δυσσεβείας ἐκδιώξασα δόγματα, καὶ τὸ παρὰ τῶν τριακοσίων δέκα καὶ ὀκτὼ Πατέρων ἐκτεθὲν καὶ αὖθις παρὰ τῶν ἑκατὸν πεντήκοντα θεοφρόνως βεβαιωθέν, ὅπερ καὶ αἱ λοιπαὶ ἅγιαι Σύνοδοι ἐπ’ ἀναιρέσει πάσης ψυχοφθόρου αἱρέσεως ἀσπασίως ἐδέξαντο καὶ ἐπεκύρωσαν Σύμβολον, καὶ ἡ καθ’ ἡμᾶς ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ θεοπνεύστως ἐπεσφράγισε Σύνοδος.
Ἔκθεσις Πίστεως τῶν ἐν Νικαίᾳ τριακοσίων δέκα καὶ ὀκτὼ ἁγίων καὶ μακαρίων Πατέρων.
Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, πάντων ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων ποιητήν. Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, γεννηθέντα ἐκ τοῦ Πατρὸς μονογενῆ, τουτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, Θεὸν ἐκ Θεοῦ, φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο, τά τε ἐν οὐρανῷ καὶ τὰ ἐν τῇ γῇ· τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα καὶ σαρκωθέντα ‹καὶ› ἐνανθρωπήσαντα, παθόντα καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς. Καὶ εἰς τὸ ἅγιον Πνεῦμα. Τοὺς δὲ λέγοντας «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν», καὶ «πρὶν γεννηθῆναι οὐκ ἦν», καὶ ὅτι «ἐξ οὐκ ὄντων» ἐγένετο, ἢ «ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως» ἢ «οὐσίας» φάσκοντας εἶναι, ἢ «κτιστὸν» ἢ «τρεπτὸν» ἢ «ἀλλοιωτὸν» τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ἀναθεματίζει ἡ Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.
Ἔκθεσις Πίστεως τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἑκατὸν πεντήκοντα ἁγίων καὶ μακαρίων Πατέρων.
Πιστεύομεν εἰς ἕνα Θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων. Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων· φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο. Τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα. Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου καὶ παθόντα καὶ ταφέντα. Καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς Γραφάς. Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός. Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος. Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, τὸ κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν Προφητῶν. Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν. Ὁμολογοῦμεν ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Προσδοκῶμεν ἀνάστασιν νεκρῶν. Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.
Ἡ ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ Σύνοδος εἶπεν· Ἤρκει μὲν εἰς ἐντελῆ τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως ἐπίγνωσίν τε καὶ βεβαίωσιν τὸ εὐσεβὲς καὶ ὀρθόδοξον τοῦτο τῆς θείας χάριτος Σύμβολον· ἀλλ’ ἐπεὶ οὐκ ἐπαύσατο ἀρχῆθεν τῆς κακίας ὁ ἐφευρετὴς συνεργὸν τὸν ὄφιν εὑράμενος καὶ δι’ αὐτοῦ τὸν ἰοβόλον τῇ ἀνθρωπείᾳ φύσει προσαγόμενος θάνατον, οὕτω καὶ νῦν ὄργανα πρὸς τὴν οἰκείαν αὐτοῦ βούλησιν εὑρηκὼς ἐπιτήδεια, Θεόδωρόν φαμεν τὸν γενόμενον τῆς Φαρὰν ἐπίσκοπον, Σέργιον, Πύρρον, Παῦλον, Πέτρον τοὺς γενομένους προέδρους τῆς βασιλίδος ταύτης Πόλεως, ἔτι δὲ καὶ Ὁνώριον τὸν γενόμενον πάπαν τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης, Κῦρον τὸν Ἀλεξανδρείας ἐπισκοπήσαντα, Μακάριόν τε τὸν Ἀντιοχείας προσεχῶς γενόμενον πρόεδρον καὶ Στέφανον τὸν τούτου μαθητήν, οὐκ ἤργησε δι’ αὐτῶν τῷ τῆς ἐκκλησίας πληρώματι τῆς πλάνης ἐπεγείρειν τὰ σκάνδαλα, ἑνὸς θελήματος καὶ μιᾶς ἐνεργείας ἐπὶ τῶν δύο φύσεων τοῦ ἑνὸς τῆς ἁγίας Τριάδος Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν, τῷ ὀρθοδόξῳ λαῷ καινοφώνως ἐνσπείρας τὴν αἵρεσιν τῇ Ἀπολιναρίου, Σεβήρου καὶ Θεμιστίου τῶν δυσσεβῶν φρενοβλαβεῖ κακοδοξίᾳ συνᾴδουσαν, καὶ τὸ τέλειον τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ αὐτοῦ ἑνὸς Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἀνελεῖν διά τινος δολερᾶς ἐπινοίας σπουδάζουσαν, ἀθέλητον ἐντεῦθεν καὶ ἀνενέργητον τὴν νοερῶς ἐψυχωμένην αὐτοῦ σάρκα δυσφήμως εἰσάγουσαν.
Ἐξήγειρε τοίνυν Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν τὸν πιστὸν βασιλέα, τὸν νέον Δαυίδ, «ἄνδρα κατὰ τὴν ἑαυτοῦ καρδίαν εὑρηκώς», ὃς «οὐκ ἔδωκε», κατὰ τὸ γεγραμμένον, «ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ καὶ τοῖς βλεφάροις αὐτοῦ νυσταγμόν», ἕως ὅτου διὰ τῆς καθ’ ἡμᾶς θεοσυλλέκτου ταύτης καὶ ἱερᾶς ὁμηγύρεως τὸ τῆς ὀρθοδοξίας εὗρε τέλειον κήρυγμα· κατὰ γὰρ τὴν θεόλεκτον φωνὴν «ὅπου εἰσὶ δύο ἢ τρεῖς ἐπὶ τῷ ἐμῷ ὀνόματι συνηγμένοι, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»· ἥ τις παροῦσα ἁγία καὶ οἰκουμενικὴ Σύνοδος πιστῶς δεξαμένη καὶ ὑπτίαις χερσὶν ἀσπασαμένη τήν τε τοῦ ἁγιωτάτου καὶ μακαριωτάτου πάπα τῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης Ἀγάθωνος γενομένην ἀναφορὰν πρὸς τὸν εὐσεβέστατον καὶ πιστότατον ἡμῶν βασιλέα Κωνσταντῖνον, τὴν ἀποβαλλομένην ὀνομαστὶ τοὺς κηρύξαντας καὶ διδάξαντας, ὡς προδεδήλωται, ἓν θέλημα καὶ μίαν ἐνέργειαν ἐπὶ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ὡσαύτως δὲ προσηκαμένη καὶ τὴν ἐκ τῆς ὑπὸ τὸν αὐτὸν ἁγιώτατον πάπαν ἱερᾶς Συνόδου τῶν ἑκατὸν εἴκοσι πέντε θεοφιλῶν ἐπισκόπων ἑτέραν συνοδικὴν ἀναφορὰν πρὸς τὴν αὐτοῦ θεόσοφον γαληνότητα, οἷά τε συμφωνούσας τῇ τε ἁγίᾳ ἐν Χαλκηδόνι Συνόδῳ καὶ τῷ Τόμῳ τοῦ πανιέρου καὶ μακαριωτάτου πάπα τῆς αὐτῆς πρεσβυτέρας Ῥώμης Λέοντος, τῷ σταλέντι πρὸς Φλαβιανὸν τὸν ἐν ἁγίοις, ὃν καὶ «στήλην Ὀρθοδοξίας» ἡ τοιαύτη Σύνοδος ἀπεκάλεσεν· ἔτι μὴν καὶ ταῖς συνοδικαῖς ἐπιστολαῖς ταῖς γραφείσαις παρὰ τοῦ μακαρίου Κυρίλλου κατὰ Νεστορίου τοῦ δυσσεβοῦς καὶ πρὸς τοὺς τῆς ἀνατολῆς ἐπισκόπους.
Ἑπομένη τε ταῖς ἁγίαις καὶ οἰκουμενικαῖς πέντε Συνόδοις καὶ τοῖς ἁγίοις καὶ ἐκκρίτοις Πατράσι καὶ συμφώνως ὁρίζουσα, ὁμολογεῖ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν, τὸν ἕνα τῆς ἁγίας ὁμοουσίου καὶ ζωαρχικῆς Τριάδος, τέλειον ἐν θεότητι καὶ τέλειον τὸν αὐτὸν ἐν ἀνθρωπότητι, Θεὸν ἀληθῶς καὶ ἄνθρωπον ἀληθῶς τὸν αὐτὸν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καὶ σώματος, ὁμοούσιον τῷ Πατρὶ κατὰ τὴν θεότητα καὶ ὁμοούσιον ἡμῖν τὸν αὐτὸν κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, κατὰ πάντα ὅμοιον ἡμῖν χωρὶς ἁμαρτίας· πρὸ αἰώνων μὲν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα κατὰ τὴν θεότητα, ἐπ’ ἐσχάτων δὲ τῶν ἡμερῶν τὸν αὐτὸν δι’ ἡμᾶς καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου –τῆς κυρίως καὶ κατὰ ἀλήθειαν Θεοτόκου– κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα· ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Χριστόν, Υἱόν, Κύριον, μονογενῆ, ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως ἀτρέπτως ἀχωρίστως ἀδιαιρέτως γνωριζόμενον· οὐδαμοῦ τῆς τῶν φύσεων διαφορᾶς ἀνῃρημένης διὰ τὴν ἕνωσιν, σῳζομένης δὲ μᾶλλον τῆς ἰδιότητος ἑκατέρας φύσεως, καὶ εἰς ἓν πρόσωπον καὶ μίαν ὑπόστασιν συντρεχούσης· οὐκ εἰς δύο πρόσωπα μεριζόμενον ἢ διαιρούμενον, ἀλλ’ ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Υἱὸν μονογενῆ Θεοῦ Λόγον, Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καθάπερ ἄνωθεν οἱ προφῆται περὶ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς ἡμᾶς Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς ἐξεπαίδευσε καὶ τὸ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῖν παραδέδωκε Σύμβολον.
Καὶ δύο φυσικὰς θελήσεις ἤτοι θελήματα ἐν αὐτῷ καὶ δύο φυσικὰς ἐνεργείας ἀδιαιρέτως ἀτρέπτως ἀμερίστως ἀσυγχύτως κατὰ τὴν τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκαλίαν ὡσαύτως κηρύττομεν· καὶ δύο μὲν φυσικὰ θελήματα οὐχ ὑπεναντία, μὴ γένοιτο, καθὼς οἱ ἀσεβεῖς ἔφησαν αἱρετικοί, ἀλλ’ ἑπόμενον τὸ ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα καὶ μὴ ἀντιπῖπτον ἢ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μὲν οὖν καὶ ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καὶ πανσθενεῖ θελήματι· «ἔδει γὰρ τὸ τῆς σαρκὸς θέλημα κινηθῆναι, ὑποταγῆναι δὲ τῷ θελήματι τῷ θεϊκῷ» κατὰ τὸν πάνσοφον Ἀθανάσιον· ὥσπερ γὰρ ἡ αὐτοῦ σὰρξ σὰρξ τοῦ Θεοῦ Λόγου λέγεται καὶ ἔστιν, οὕτω καὶ τὸ φυσικὸν τῆς σαρκὸς αὐτοῦ θέλημα ἴδιον τοῦ Θεοῦ Λόγου λέγεται καὶ ἔστι, καθά φησιν ὁ αὐτός, «ὅτι καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με Πατρός»· ἴδιον λέγων θέλημα αὐτοῦ τὸ τῆς σαρκός, ἐπεὶ καὶ ἡ σὰρξ ἰδία αὐτοῦ γέγονεν· ὃν γὰρ τρόπον ἡ παναγία καὶ ἄμωμος ἐψυχωμένη αὐτοῦ σὰρξ θεωθεῖσα οὐκ ἀνῃρέθη, ἀλλ’ ἐν τῷ ἰδίῳ αὐτῆς ὅρῳ τε καὶ λόγῳ διέμεινεν, οὕτω καὶ τὸ ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα θεωθὲν οὐκ ἀνῃρέθη, σέσωσται δὲ μᾶλλον κατὰ τὸν θεολόγον Γρηγόριον λέγοντα· «τὸ γὰρ ἐκείνου θέλειν, τοῦ κατὰ τὸν Σωτῆρα νοουμένου, οὐδὲ ὑπεναντίον Θεῷ, θεωθὲν ὅλον».
Δύο δὲ φυσικὰς ἐνεργείας ἀδιαιρέτως ἀτρέπτως ἀμερίστως ἀσυγχύτως ἐν αὐτῷ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ τῷ ἀληθινῷ Θεῷ ἡμῶν δοξάζομεν· τουτέστι θείαν ἐνέργειαν καὶ ἀνθρωπίνην ἐνέργειαν κατὰ τὸν θεηγόρον Λέοντα τρανότατα φάσκοντα· «ἐνεργεῖ γὰρ ἑκατέρα μορφὴ μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας, ὅπερ ἴδιον ἔσχηκε, τοῦ μὲν Λόγου κατεργαζομένου τοῦτο ὅπερ ἐστὶ τοῦ Λόγου, τοῦ δὲ σώματος ἐκτελοῦντος ἅπερ ἐστὶ τοῦ σώματος». Οὐ γὰρ δήπου μίαν δώσομεν φυσικὴν τὴν ἐνέργειαν Θεοῦ καὶ ποιήματος, ἵνα μήτε τὸ ποιηθὲν εἰς τὴν θείαν ἀναγάγωμεν οὐσίαν μήτε μὴν τῆς θείας φύσεως τὸ ἐξαίρετον εἰς τὸν τοῖς γεννητοῖς πρέποντα καταγάγωμεν τόπον. «Ἑνὸς γὰρ καὶ τοῦ αὐτοῦ τά τε θαύματα καὶ τὰ πάθη γινώσκομεν, κατ’ ἄλλο καὶ ἄλλο τῶν ἐξ ὧν ἐστι φύσεων καὶ ἐν αἷς τὸ εἶναι ἔχει», ὡς ὁ θεσπέσιος ἔφησε Κύριλλος. Πάντοθεν γοῦν τὸ ἀσύγχυτον καὶ ἀδιαίρετον φυλάττοντες συντόμῳ φωνῇ τὸ πᾶν ἐξαγγέλλομεν· ἕνα τῆς ἁγίας Τριάδος καὶ μετὰ σάρκωσιν τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν εἶναι πιστεύοντες, φαμὲν τὰς δύο αὐτοῦ φύσεις ἐν τῇ μιᾷ αὐτοῦ διαλαμπούσας ὑποστάσει, ἐν ᾗ τά τε θαύματα καὶ τὰ παθήματα δι’ ὅλης αὐτοῦ τῆς οἰκονομικῆς ἀναστροφῆς οὐ κατὰ φαντασίαν ἀλλ’ ἀληθῶς ἐπεδείξατο, τῆς φυσικῆς ἐν αὐτῇ τῇ μιᾷ ὑποστάσει διαφορᾶς γνωριζομένης τῷ μετὰ τῆς θατέρου κοινωνίας ἑκατέραν φύσιν θέλειν τε καὶ ἐνεργεῖν τὰ ἴδια· καθ’ ὃν δὴ λόγον καὶ δύο φυσικὰ θελήματά τε καὶ ἐνεργείας δοξάζομεν πρὸς σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καταλλήλως συντρέχοντα.
Τούτων τοίνυν μετὰ πάσης πανταχόθεν ἀκριβείας τε καὶ ἐμμελείας παρ’ ἡμῶν διατυπωθέντων ὁρίζομεν ἑτέραν πίστιν μηδενὶ ἐξεῖναι προφέρειν ἢ γοῦν συγγράφειν ἢ συντιθέναι ἢ φρονεῖν ἢ διδάσκειν ἑτέρως, τοὺς δὲ τολμῶντας ἢ συντιθέναι πίστιν ἑτέραν ἢ προκομίζειν ἢ διδάσκειν ἢ παραδιδόναι ἕτερον Σύμβολον τοῖς ἐθέλουσιν ἐπιστρέφειν εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας ἐξ ἑλληνισμοῦ ἢ ἐξ ἰουδαισμοῦ ἢ γοῦν ἐξ αἱρέσεως οἱασοῦν, ἢ καινοφωνίαν ἤτοι λέξεως ἐφεύρεσιν πρὸς ἀνατροπὴν εἰσάγειν τῶν νυνὶ παρ’ ἡμῶν διορισθέντων, τούτους, εἰ μὲν ἐπίσκοποι εἶεν ἢ κληρικοί, ἀλλοτρίους εἶναι τοὺς ἐπισκόπους τῆς ἐπισκοπῆς καὶ τοὺς κληρικοὺς τοῦ κλήρου· εἰ δὲ μονάζοντες εἶεν ἢ λαικοί, ἀναθεματίζεσθαι αὐτούς».
Οι επίσκοποι υπέγραψαν τον όρο καθώς και ο αυτοκράτορας ο οποίος δημοσίεψε διάταγμα με το οποίο υποχρέωνε να γίνουν αποδεκτοί οι αποφάσεις της συνόδου.
Ο πάπας Αγάθων πέθανε τον Ιανουάριο του 681 και ο νέος πάπας Λέων Β΄ ο οποίος έλαβε τα πρακτικά, τα επικύρωσε. Στα πρακτικά αυτά κατά παράδοξο τρόπο δεν αναφέρονται ο πάπας Μαρτίνος και ο Μάξιμος Ομολογητής.
685-695, 692-711 μ.Χ Ιουστινιανός Β΄
Διάδοχος του Κωνσταντίνου Β΄ ήταν ο γιος του Ιουστινιανός Β΄, ο οποίος πολέμησε χωρίς επιτυχία εναντίον των Βουλγάρων και των Αράβων. Όταν ανέβηκε στον θρόνο ήταν 16 ετών, εγωιστής, ισχυρογνώμον και χωρίς πείρα. Το 687 συγκέντρωσε τα πρακτικά της Στ΄ Οικουμενικής συνόδου και αφού συγκέντρωσε τους επισκόπους και αξιωματούχους του κράτους τα διάβασαν και κατόπιν τα υπέγραψαν.
Η Ε΄και η Στ΄ οικουμενικές σύνοδοι δεν συνέταξαν κανόνες, γι’ αυτό ο Ιουστινιανός β΄ κάλεσε σύνοδο που ονομάζεται Β΄ εν Τρούλλω ή Πενθέκτη, γιατί με κάποιο τρόπο αποτελεί συμπλήρωμα Της Ε΄και ΣΤ΄ οικουμενικών συνόδων.
Η κακοδιαχείριση του αυτοκράτορα προκάλεσε σύντομα επανάσταση από τον στρατηγό Λεόντιο. Έπιασαν τον Ιουστινιανό του έκοψαν τη μύτη και την γλώσσα και ο Λεόντιος έγινε αυτοκράτορας το 695. Η βασιλεία του Λεοντίου κράτησε ως το 698 οποότε ο στρατός επαναστάτησε και ανακήρυξε αυτοκράτορα τον Αψίμαρο Τιβέριο. Όμως ταυτόχρονα ο Ιουστινιανός από τον τόπο της εξορίας τη Χερσώνα προετοίμασε την επάνοδό του. Ζήτησε βοήθεια από τους Βούλγαρους και αφού κατάφερε να μπει κρυφά στην πόλη, πήρε και πάλι τον θρόνο του παίρνοντας βροντερή εκδίκηση από τους αντιπάλους του.
Όταν ο Ιουστινιανός πήρε και πάλι τον θρόνο, πάπας ήταν ο Ιωάννης ΣΤ΄, έλληνας τον οποίο διαδέχτηκε ο Ιωάννης Ζ΄ και κατόπιν ο Κωνσταντίνος. Ο πάπας Κωνστνατίνος συναντήθηκε με τον αυτοκράτορα στη Νικομήδεια κι εκεί επιδοκίμασε ένα μόνο μέρος των κανόνων της συνόδου.
Το 711 ο Βαρδάνης Φιλιππικός έκανε επανάσταση, κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη, νίκησε τον Ιουστινιανό τον οποίο αποκεφάλισαν στέλνοντας το κεφάλι του σε διάφορες επαρχίες ως και την Ρώμη. Οι επαναστάτες σκότωσαν και τον ανήλικο γιο του Ιουστινιανού Τιβέριο κι έτσι εξέλειψε πια η δυναστεία του Ηρακλείου που βασίλεψε έναν αιώνα.
687 μ. Χ Η Β΄ ΕΝ ΤΡΟΥΛΛΩ Η΄ΠΕΝΘΕΚΤΗ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ
Στη σύνοδο αυτή έλαβαν μέρος 211 επίσκοποι από την Ανατολή, αντιπρόσωποι του πάπα δεν πήγαν. Η σύνοδος εξέδωσε 102 κανόνες που αναφερόταν στη διοίκηση, στην πειθαρχία, στη λατρεία.
Ο 36ος κανόνας της, επικύρωνε τον 28ο της Χαλκηδόνας με τον οποία χορηγήθηκαν ίσα πρεσβεία τιμής στον Ρώμης και στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Με τον 13 καταδικάζεται η υποχρεωτική αγαμία των κληρικών που επικρατούσε στη Δυτική Εκκλησία. Με τον 55 καταδικάζεται η νηστεία του Σαββάτου. Με τον 67 η συνήθεια του να τρώνε ορισμένοι αίμα ζώων και με τον 28 απαγορεύονταν να παριστάνεται ο Χριστός με την μορφή αρνιού.
Αφού τέλειωσε η σύνοδος τους απέστειλαν στον πάπα Σέργιο να τους υπογράψει. Αυτός όμως αρνήθηκε. Η Δυτική Εκκλησία μέχρι σήμερα δεν αναγνωρίζει αυτή την σύνοδο και την θεωρεί πεπλανημένη. Τον πάπα Ρώμης υπερασπίζονταν η φρουρά της Ραβέννα κι έτσι ο Ιουστινιανός δεν μπόρεσε να συλλάβει τον πάπα.
711 μ.Χ Βαρδάνης Φιλιππικός
Και αυτός αποδείχθηκε ανίκανος κυβερνήτης. Ζούσε μέσα στην πολυτέλεια και αδιαφορούσε για τα ζητήματα του κράτους. Ήταν μάλιστα υποστηρικτής του μονοθελητισμού. Καθαίρεσε τον πατριάρχη Κύρο κι ανέβασε στον θρόνο το Ιωάννης. Κατήργησε τις αποφάσεις της Στ΄ οικ. Συνόδου, κάτι που ζήτησε εγγράφως να κάνει και ο πάπας Κωνσταντίνος ο οποίος ως αντίδραση έδωσε διαταγή να τοποθετηθεί στον Άγιο Πέτρο πλάκα αναμνηστική των έξι οικουμενικών συνόδων.
Στον μονοιελητισμό όμως είχαν μείνει πιστοί πλέον μόνο οι Μαρωνίτες, δηλ. λαός που είχε καυαγωγή από τον Ταύρο της Μ. Ασίας.
Οι πολεμικές ατυχίες και η εσωτερική κακοδιαχείριση προκάλεσα σύντομα επανάσταση και το 713 αυτοκράτορας ανακηρύχθηκε ο Αρτέμιος Αναστάσιος, ο οποίος έχασε τον θρόνο ύστερα από νέα επανάσταση το 715 και τον διαδέχθηκε ο Θεοδόσιος Γ΄. Και αυτός όμως δεν βασίλεψε αρκετά γιατί έχασε τον θρόνο του από την επανάσταση του Λέοντος Ισαύρου, ο οποίος έγινε αυτοκράτορας και ιδρυτής νέας δυναστείας.
570-632 μ.Χ Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΜΩΑΜΕΘ ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ
Οι Άραβες είναι λαός Σημιτικής καταγωγής, κατάκτησαν την Αραβία και τη χερσόνησσο του Σινά και εγκαταστάθηκαν στις περιοχές αυτές. Ασχολούνταν κατά το πλείστον με το εμπόριο και την κτηνοτροφία. Η πλουσιότερη πόλη ήταν η Μέκκα όπου υπήρχε το ιερό Κααβά, ένα λίθινο οικοδόμημα με σχήμα κύβου μέσα στο οποίο διατηρούσαν τον ιερό μαύρο λίθο, τον οποίο οι ειδωλολάτρες Άραβες λάτρευαν. Άλλη σημαντική πόλη ήταν Μεδίνα (Αιθρίβη) χτισμένη βορειότερα. Υπήρχαν διάφορες φυλές Αράβων οι οποίες εχθρεύονταν η μία την άλλη και βρίσκονταν συνχά σε εμπόλεμη κατάσταση.
Ο Μωάμεθ ένωσε τους Άραβες, ίδρυσε θρησκεία και έγινε ο θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης τους. Γεννήθηκε το 570. Ήταν φτωχός έμπορας και νυμφεύθηκε την πλούσια χήρα Χαδίτζα. Συναναστρέφονταν με Ιουδαίους και χριστιανούς. Υπέφερε από αμφιβολίες και νευρικές κρίσεις, έβλεπε οράματα και πίστεψε τελικά ότι ο Θεός τον έστειλε για να οδηγήσει τον λαό στο σωστό δρόμο. ΄
Άρχισε να κηρύττει στη Μέκκα όταν ήταν 40 ετών όπου συνάντησε απροθυμία. Το 622 πήγε στη Μεδίνα όπου έγινε δεκτός με ευχαρίστηση. Κατόπιν αφού στερεώθηκε εκεί επιτέθηκε στην Μέκκα και κατάστρεψε τα είδωλα. (630).
Η θρησκεία που δημιούργησε είναι περισσότερο επηρεασμένη από τον χριστιανισμό παρά από τον Ιουδαϊσμό. Είναι αυστηρώς μονοθεϊστική. Ισλάμ σημαίνει υπακοή στον Θεό όπως και το μουσλίμ. Αναγνώριζε τον Μωϋσή και τον Ιησού ως προφήτες, αλλά έλεγε ότι ο ίδιος ήταν ανώτερος απ’ αυτούς. Δίδαξε τη δύναμη του πεπρωμένου (κισμέτ). Προσπάθησε να περιορίσει την πολυγαμία και τόνισε τα δικαιώματα του ανθρώπου. Οι διδασκαλίες του καταγράφηκαν στο ιερό βιβλίο των μουσουλμάνων το κοράνιο το οποίο είναι διαιρεμένο σε 114 κεφάλαια. Ο Μωάμεθ πέθανε το 632.
ΟΙ ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ
Οι Άραβες εκμεταλευόμενοι τη νίκη του Ηρακλείου ενεντίον των Περσών την οικονομική εξασθένιση του Βυζαντίου, καθώς και τις εσωτερικές τριβές της αυτοκρατορίας, την εποχή του χαλίφη Ομάρ κατέλβαν ολόκληρη τη Συρία (636) και κατόπιν την Ιερουσαλήμ (638), από την οποία πολιορκημένοι χριστιανοί έστειλαν τον Τίμιο Σταυρό στην Κωνσταντινούπολη. Το 642 κατέλαβαν την Αλεξάνδρεια και προχώρησαν στις ακτές της Β. Αφρικής. Το 651 κυρίεψαν τη Μεσοποταμία κι έτσι έφτασαν στην καρδιά της Περσίας. Κυρίεψαν επίσης την Κύπρο και την Ρόδο, έφτασαν στη Σικελία και τη Ν. Ιταλία και την λεηλάτησαν. Το 697 κατέλαβαν την Καρχηδόνα. Την εποχή του Κωνστνατίνου Δ΄ κινδύνεψε και η Κωνσταντινούπολη.
Το 715 οι Άραβες πέρασαν το Γιβραλτάρ, νίκησαν του Βησιγότθους, πέρσαν τα πυρηναία και ξεχύθηκαν στην πεδιάδα της Γαλλίας. Νικήθηκαν όμως από τον Κάρολο Μαρτέλ στο Πουατιέ (732).
717-741 Λέων Γ΄ Ίσαυρος
Ο Λέων Γ΄ Ίσαυρος πέτυχε σημαντικές νίκες κατά των Αράβων. Πήρε πάλι πίσω την κύπρο και ελευθέρωσε την Μ. Ασία.Η ζημιά όμως από τις Αραβικές επιδρομές ήταν καταστροφική. Σύριοι, Παλαιστίνιοι και Αιγύπτιοι, είτε με βία είτε χωρίς εξισλαμίστηκαν. Τα πατριαρχεία πέρασαν στα χέρια μονοφυσιτών. Πολλοί χριστιανοί αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Ιταλία και στη Γαλατία κι έτσι ο χριστιανικός πληθυσμός ελαττώθηκε σημαντικά στις περιοχές αυτές και με το πέρασμα του καιρού εξαφανίστηκε.
Έτσι λοιπόν η Μέση Ανατολή που ήταν ολόκληρη χριστιανική για αιώνες χάθηκε οριστικά. Η Αίγυπτος όπου ο χριστιανισμός ήταν ζωτικός έγινε Μωαμεθανική χώρα. Το ίδιο και η Β. Αφρική. Ακόμη και η Ισπανία έμεινε μέχρι τον Ιστ΄ αι. στην Αραβική κυριαρχία.
Το ξεκίνημα της εικονομαχίας επί Λέωντος Γ΄ Ισαύρου
Για 1 ½ αιώνα και χωρίς σοβαρό λόγο προκλήθηκε αναστάτωση από τον Λέων Γ΄ Ίσαυρο με την εικονομαχία. Η αρχή έγινε από τους Ιουδαίους οι οποίοι ακολουθώντας τις απαγορεύσεις της Π. Διαθήκης δεν χρησιμοποιούσαν εικόνες και έκαναν αυστηρή κριτική στους χριστιανούς. Δεν χρησιμοποιούσαν εικόνες επίσης και οι μονοφυσίτες, γιατί αν το έκαναν θα έπρεπε να δεχτούν την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Επίσης και οι Παυλικιανοί που είχαν απορρίψει το σεβασμό στις εικόνες. Σ’ αυτούς προστέθηκαν και οι Μωαμεθανοί οι οποίοι ειρωνεύονταν τους χριστιανούς ως ειδωλολάτρες.
Ο Λέων Γ΄ Ίσαυρος άρχισε την εικονομαχία. Αυτός κατάγονταν από την Γερμανικεία και τη Συρία και οι πρόγονοί του κατάγονταν από την Ισαυρία. Υπηρέτησε στην Ανατολή και ήρθε σε επαφή με όλους αυτούς που δεν δέχονταν τις εικόνες.
Ο Λέων υπήρξε σημαντικός αυτοκράτορας. Εκτός από τις στρατηγικές στρατιωτικές του νίκες πραγματοποίησε και ένα πολύ πετυχυμένο μεταρρυθμιστικό οικονομικό πρόγραμμα. Πολλοί λένε ότι η εικονομαχία εντάσσεται στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Επειδή εκείνο τον καιρό είχε αυξηθεί πολύ ο αριθμός των μοναχών, ο Λέων ήθελε με την εικονομαχία να μειωθούν οι μοναχοί και να δημεύσει για το κράτος περιουσίες των μοναστηριών. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι η εικονομαχία σχετίζεται με την φιλοδοξία του λέωντος να «καθαρίσει» την εκκλησία από ειδωλολατρικά στοιχεία.
Πράγματι, έχουν αναφερθεί υπερβολές των πιστών: Πολλοί έκαναν αναδόχους των παιδιών τους εικόνες, άλλοι μεταλάμβαναν χρώματα εικόνων ή χρησιμοποιούσαν το χρώμα των εικόνων αντί φαρμάκων.
Γενικώς παρατηρείται ότι εικονομάχοι ήταν οι περισσότεροι από την Ανατολή, ενώ εικονόφιλοι από τα Δυτικά μέρη της Αυτοκρατορίας.
Το 726 ο Λέων απαγόρευσε τους πιστούς να προσκυνούν εικόνες. Όταν όμως έστειλε στρατιώτες να κατεβάσουν την εικόνα του Χριστού από την Χαλκή Πύλη ο λαός εξεγέρθηκε. Ο λέων τιμώρησε τους στασιαστές. Αλλά όπου δεν υπήρχε αντίσταση οι εικόνες κατέβαιναν ή καταστρέφονταν.
Στην Ελλάδα έγινε επανάσταση. Κάποιος Κοσμάς ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, ο οποίος μαζί με τον Αγαλλιανό και τον Στέφανο ξεκίνησαν με στόλο εναντίον της πρωτεύουσας. Η επιχείρηση απέτυχε.
Εναντίον του Λέοντος εκδηλώθηκε ο πάπας Ρώμης Γρηγόριος Β΄ ο οποίος έστειλε αυστηρές επιστολές στον αυτοκράτορα. Όμως δεν επιθυμούσε τη ρήξη γιατί χρειαζόταν την στήριξη του αυτοκράτορα εναντίον του κινδύνου των Λογγοβάρδων. Παρόλα αυτά έγραψε: «Ουκ εισί τα δόγματα των βασιλέων, αλλά των αρχιερέων».
Ο αυτοκράτορας έλαβε μέτρα εναντίον του πάπα και του διαδόχου του Γρηγορίου Γ΄. Έστειλε στόλο εναντίον του και όταν αυτός καταστράφηκε, έβαλε μεγαλύτερους φόρους, αφαίρεσε το Ανατολικό Ιλλυρικό, δηλαδή την Βαλκανική Χερσόνησο μέχρι τον Δούναβη, τη Σικελία και την κάτω Ιταλία από την παπική δικαιοδοσία και τα πρόσθεσε στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Επίσης πρόσθεσε και την Ισαυρία που απέσπασε από το πατριαρχείο Αντιοχείας.
Ουσιαστική αντίδραση εναντίον της εικονομαχίας προήλθε από την Ανατολή από τον πρεσβύτερο Ιωάννη τον Δαμασκηνό ο οποίος ήταν μοναχός στη λαύρα του Αγ. Σάββα της Παλαιστίνης. Έγραψε τον λόγο εναντίον των εικονομάχων: «προς τους διαβάλοντας τας αγίας εικόνας» και κατόπιν έγραψε άλλους δύο. Σ’ αυτούς τους λόγους έγραψε ότι ο Χριστός μπορεί να ζωγραφιστεί σε εικόνες γιατί έζησε ως άνθρωπος στον κόσμο αυτό.
Ο πατριάρχης Γερμανός διαφώνησε από την αρχή με τον αυτοκράτορα και είπε ότι δεν πρέπει να επεμβαίνει στα εκκλησιαστικά πράγματα και ότι το ζήτημα αυτό μπορεί να λυθεί μόνο με οικουμενική σύνοδο. Τελικά βλέποντας το ανένδοτο του αυτοκράτορα παραιτήθηκε και αντικαταστάτης του ορίστηκε ο σύγκελλος Αναστάσιος ο οποίος ήταν πρόθυμος να ακολουθήσει την αυτοκρατορική πολιτική.
Το 730 ο Λέων εξέδωσε αυτοκρατορικό διάταγμα εναντίον των εικόνων. Με αυτό συνδέθηκε και η κατάργηση της τιμής των αγίων λειψάνων. Παράλληλα οι εκκλησιαστικές ακολουθίες συντομεύθηκαν, περιορίστηκαν οι νηστείες, καθορίστηκε ο αριθμός των ιερέων και των μοναχών και επιβλήθηκε η επικύρωση της εκλογής των επισκόπων από τον αυτοκράτορα. Το διάταγμα υπογράφηκε από τον πατριάρχη Αναστάσιο.
Ο πάπας Γρηγόριος Γ΄ κάλεσε σύνοδο στη Ρώμη τον Νοέμβριο του 731 η οποία αφόρισε και καταδίκασε όσους καταργούσαν και κατέστρεφαν τις εικόνες.
Ο Λέων Γ΄ πέθανε το 741 αφού βασίλεψε 24 χρόνια. Ενώ ακόμα ζούσε είχε κάνει συναυτοκράτορα τον γιο του Κωνσταντίνο Ε΄.
741-775 μ.Χ Η συνέχεια της εικονομαχίας επί Κωνσταντίνου Ε΄
Και ο Κωνσταντίνος Ε΄ συνέχισε όπως και ο πατέρας του τον «πόλεμο» κατά των εικόνων και μάλιστα με μεγαλύτερη σφοδρότητα.
Σαν αυτοκράτορας ήταν ικανός. Έκανε εκστρατεία στη Συρία και αργότερα στην Αρμενία και τη Μεσοποταμία αντιμετοπίζοντας με επιτυχία τους Άραβες.
Επειδή στο παρελθόν κινδύνεψε να χάσει την εξουσία από εικονόφιλους (Αρταβάσδος), αυτό τον έκανε άκαμπτο συντάσοντας μάλιστα και ο ίδιος θεολογικές πραγματείες. Σ’ αυτές εκτός του ότι κατηγορούσε τους εικονόφιλους για ειδωλολατρισμό, τώρα τους κατηγορούσε και για Νεστοριανισμό, επειδή με την εικόνα χώριζαν όπως έλεγε την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Ή ότι είναι μονοφυσίτες, γιατ΄λι με την εικόνα αναμίγνυαν τις δύο φύσεις του Κυρίου.
Σκέφτηκε πως αγώνας του κατά των εικόνω χρειάζονταν εκκλησιαστική επικύρωση και γι’ αυτό κάλεσε οικουμενική σύνοδο στο ανάκτορο της Ιερείας το 754 στην οποία έλαβαν μέρος 338 επίσκοποι με πρόεδρο τον Θεοδόσιο Εφέσου και τον Παστιλλά επίσκοπο Πέργης. Οι εργασίες κράτησαν από τις 10 Φεβρουαρίου μέχρι τις 8 Αυγούστου του 754. Ο πατριαρχικός θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ήταν κενός μετά τον θάνατο του Αναστασίου.
Οι επίσκοποι συμμορθώθηκαν σε όσα απαιτούσε ο αυτοκράτορας και καταδίκασαν την τιμή των εικόνων ως αντίθετη στην Αγία Γραφή, ως ειδωλολατρική πλάνη, μονοφυσιτική και νεστοριανή αίρεση γιατί μειώνει τη δόξα των ιερών προσώπων όταν αυτά ζωγραφίζονται με ευτελή υλικά. Σωστή απεικόνιση του Κυρίου είπαν, γίνεται μόνο με τη Θεία Ευχαριστία.
Στην τελευταία συνεδρίαση της συνόδου ο αυτοκράτορας ανακήρυκε πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τον επίσκοπο Συλαίου Κωνσταντίνο.
Μετά το πέρας της συνόδου, ο αυτοκράτορας με τους επισκόπους πήγαν στο Φόρο, δηλαδή στη μεγάλη πλατεία της Κωνστνατινουπόλεως και εκεί μπροστά στον συγκεντρωμένο λαό διάβασαν τις αποφάσεις της συνόδου και αναθεμάτισαν τον πατριάρχη Γερμανό και τον Ιωάννη Δαμασκηνό ως ξυλολάτρες.
Η συνέχεια ήταν θλιβερή: Όλες οι εικόνες απομακρύνθηκαν από τους ναούς, οι μοναχοί και οι επίσκοποι υποχρεώθηκαν να υπογράψουν τις αποφάσεις της συνόδου. Πολλοί μοναχοί φυλακίστηκαν. Ο μοναχός Στέφανος βασανίστηκε φρικά και θανατώθηκε. Τα μοναστήρια τα έκαναν στρατώνες. Στρατιωτικοί εικονόφιλοι διαπομπεύθηκαν και εκτελέστηκαν. Και ο πατριάρχης Κωνσταντίνος κατηγορήθηκε για εικονολάτρης, τον οποίο ο αυτοκράτορας εξόρισε και στη συνέχεια θανάτωσε.
Όμως όλη αυτή η επιβολή τελικά απέτυχε γιατί πολλοί πατριάρχες της Ανατολής δεν υποστήριξαν την σύνοδο της Ιερείας. Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεοδόσιος έγραψε στον πάπα Στέφανο Γ΄, ο οποίος κάλεσε σύνοδο στο Λατερανό (769) και καταδίκασε τη σύνοδο της Ιερείας. Ήδη ο πάπας είχε έρθει σε συννενόηση με τον ηγεμόνα των Φράγκων Πιπίνο τον Βραχύ και του είχε δώσει τον τίτλο πατρίκιο των Ρωμαίων.
****Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΠΑΠΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Ο Πιπίνος υποσχέθηκε ότι θα προστατέψει τα δικαιώματα του Αγ. Πέτρου και το Ρωμαϊκό κράτος. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για τη σύνδεση του παπισμού με το Φραγκικό βασίλειο η οποία είχε αποφασισιτκή σημασία για την ιστορία του παπισμού. Στη συνέχεια ο πάπας έστεψε πάλι τον Πιπίνο βασιλιά στον ναό του Αγ. Διονυσίου στο Παρίσι και του χορήγησε τον τίτλο "Πατρίκιος των Ρωμαίων". Όμως ο Πιπίνος δεν χρησιμοποίησε ποτέ αυτόν τον τίτλο. Ο Πιπίνος είχε έντονη την αίσθηση ότι πολεμάει για λογαριασμό του Απ. Πέτρου για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του. Οι αξιωματούχοι του μάζευαν τασ κλειδιά των πόλεων που κυρίευε και ο ίδιος τα κατέθεσε στον τάφο του Αποστόλου. Έτσι ο πάπας έγινε ανεξάρτητος από οποιοδήποτε άλλο ηγεμόνα κι έγινε ο ίδιος κυβερνήτης κράτους. Ιδρύθηκε λοιπόν αυτόνομο Ρωμαϊκό Δουκάτο που το κυβερνούσε ο πάπας.
Το γεγονός ότι ο πάπας έγινε κοσμικός ηγεμόνας ήταν τολμηρό και συνέβαινε για πρώτη φορά. Αυτό έπρεπε να στηριχθεί σε αρχαία επίσημα έγγραφα για να γίνει αποδεκτό. Γι' αυτό και συνέταξαν την Κωνσταντίνειο Δωρεά, ένα πλαστό έγγραφο στο οποίο έλεγαν ότι ο Μ. Κωνσταντίνος μετέφερε την έδρα του από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη από ευγνωμοσύνη στον πάπα Σίλβεστρο, ο οποίος δήθεν τον βάπτισε και τον θεράπευσε από λέπρα και του άφησε στην εξουσία του τη Ρώμη και όλες τις επαρχίες της Δύσεως. Η πλαστότητα αυτού του εγγράφου αποδείχθηκε μόλις τον ΙΕ΄ αι. από τον Λαυρέντιο Βάλλα και τον Νικόλαο Κουζάνο****
Ο Κωνσταντίνος όμως ανένδοτος προχώρησε ακόμη περισσότερο. Ζήτησε να καταργηθούν οι προσευχές στους αγίους και τη Θεοτόκο και να καταργηθεί η τιμή των λειψάνων.
Ο Κωνσταντίνος Ε΄ πέθανε τελικά στις 14 Σεπτεμβρίου 775.
ΜΕΓΑΣ ΚΑΡΟΛΟΣ
Μετά τον θάνατο του Πιπίνου (768) το κράτος έμεινε στους δύο γιους του Κάρολο και Καρλομάν και μετά τον θάνατο του δεύτερου (771) ολόκληρο στον Κάρολο. Αυτός υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους πολέμαρχους της ιστορίας και γι’ αυτό ονομάστηκε Μέγας. Διπλασίασε επί των ημερών του κράτος που παρέλαβε και όταν πέθανε στην κυριαρχία του βρίσκονταν το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης Ευρώπης.
Ο Κάρολος δεν αθέτησε την συμφωνία που είχε με τον πάπα ο πατέρας του Πιπίνος και την ανανέωσε με τον πάπα Στέφανο Β΄. Έτσι ο πάπας έμεινε κύριος του δουκάτου της Ρώμης μέχρι το Ορβιέττο στα βόρεια και διατήρησε τα σύνορα αυτά ώσπου διαλύθηκε το παπικό κράτος το 1870. Εκείνη την εποχή ο πάπας θεωρούσε τον εαυτό του αντιπρόσωπο του αποστόλου Πέτρου και ο Κάρολος αντιπρόσωπος του Θεού. Στην πραγματικότητα ο πάπας υπάγονταν στην εξουσία του Καρόλου και γι’ αυτό ο πάπας Λέοντας Γ΄ ανήμερα των Χριστουγέννων στον ναό του αγ. Πέτρου τον ανακήρυξε αυτοκράτορα. Η πράξη αυτή δεν άλλαξε την πραγματικότητα κατ’ ουσίαν έμεινε όμως στην αντίληψη του λαού ως παράδοση της Ρώμης στην κυριαρχία των Φράγκων.
Ο Κάρολος όμως δεν έδωσε μεγάλη σημασία σε όλα αυτά. Δεν ξαναπήγε στη Ρώμη γιατί αυτό που τον απασχολούσε ήταν να αναγνωριστεί ως αυτοκράτορας από την Κωνσταντινούπολη, διότι οι Βυζαντινοί τον αποκαλούσαν ρήγα των Φράγκων. Η αναγνώριση του τίτλου έγινε ύστερα από διαπραγματεύσεις με τον αυτοκράτορα της Ρώμης Μιχαήλ Α΄ το 812 αφού ο Κάρλος του παραχώρησε τη Δαλματία, τη Βενετία και την Ν. Ιταλία τις οποίες είχε καταλάβει.
Η θεωρία όμως παρέμεινε η ίδια ότι δηλαδή υπάρχει μία αυτοκρατορία δαιρεμένη σε δύο μέρη με δύο αυτοκράτορες σε Ανατολή και Δύση.
Στην Εκκλησία όλα αυτά είχαν ουσιαστική επίδραση. Ο Κάρολος χωρίς να δώσει σημασία στον πάπα ενέκρινε την προσθήκη της Φράσεως «και εκ του Υιου» (filioque) για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Ο πάπας Λέων Γ΄ αποδοκιμάζοντας την προσθήκη χάραξε σε δύο ασημένιες πλάκες στα ελληνικά και τα Λατινικά το Σύμβολο της Πίστεως.
Όλα αυτά οδήγησαν σταδιακά όπωςθα δούμε στη διάλυση της αυτοκρατορίας. Το κ΄ρατος του Καρόλυο διαλύθηκε σύντομα γιατί οι εγγονοί του έμπλεξαν σε εμφύλιους πολέμους. Άλλωστε υπήρχε η αντίληψη ότι το βασίλειο ήταν κτήμα του βασιλιά και μπορεί να κληρονομηθεί ή να διαιρεθεί όπως οποιοδήποτε άλλο κτήμα.
775-780 μ.Χ Λέων Δ΄ ο Χάζαρος
Μετά τον Κωνσταντίνο Ε΄ βας΄λιλεψε ο Λέων Δ΄ ο Χάζαρος. Ονομάστηκε έτσι γιατί ημητέρα του ήταν πριγκίπισσα από το λαό των Χαζάρων συμμάχων των Βυζαντινών. Δεν καταδίωξε τους εικονόφιλους, μάλιστα επέτρεψε την επιστροφή των εξόριστων. Στα χρόνια του μετά τον πατριάρχη Νικήτα, πατριάρχης έγινε ο Παύλος. Οι εικονολάτρες άρχισαν σταδιακά να δυναμώνουν με αποτέλεσμα ο Κωνσταντίνος να θέλει να πάρει πιεστικά μέτρα εναντίον τους. Δεν πρόλαβε όμως γιατί πέθανε τον Σεπτέμβριο του 780 αιφνιδιαστικά.
787 μ.Χ Η Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ-ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ
Τον Λέων Χάζαρο διαδέχθηκε ο ο γιος του Κωνσταντίνος Στ΄ παιδί δύο χρονών που τον επιτρόπευε η μητέρα του Ειρήνη Αθηναία. Η ίδια υπέγραφε ως βασιλεύς όχι βασίλισσα. Ήταν εικονόφιλη κάτι που προκάλεσε αντιδράσεις και συνωμοσία. Όμως έπιασε τους συνωμότες και τους τιμώρησε.
Από την αρχή της βασιλείας της διακήρυξε πως είναι όλοι ελεύθυεροι να λατρεύουν τις εικόνες. Παράλληλα είχε και σημαντικές στρατηγικές νίκες εναντίον των Αράβων κάτι που στερέωσε τη θέση της. Επίσης νίκησε τους Σλάβους της Πελοποννήσου και τους έκανε υπηκόους του κράτους.
Αλλά και στη Δύση κατάφερε να προλάβει δυσάρεστες εξελίξεις. Τον καιρός εκείνο ο κάρολος ο Μέγας είχε κατεβάσει στρατό στην Ιταλία και νίκησε τους Βυζαντινούς και τους Λογγοβάρδους. Η Ειρήνη για να έχει καλές σχέσεις με τον Κάρολο αραβώνιασε το γιο της Κωνσταντίνο Στ΄ με την θυγατέρα του Καρόλου Rothrude ή Ερυθρώ όπως την είπαν οι Βυζαντινοί.
Ο πατριάρχης Πάυλος βλέποντας τις εξελίξεις παραιτήθηκε και αποσύρθηκε σε μοναστήρι. Η Ειρήνη όρισε ως διάδοχό του τον Ταράσιο ο οποίος ήταν ανώτερος υπάλληλος στα ανάκτορα. Ο Ταράσιος χειροτονήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 784.
Αμέσως ο Ταράσιος ζήτησε να γίνει Οικουμενική σύνοδος για να τακτοποιηθεί το ζήτημα των εικόνων.
Την 31 Ιουλίου 786 η Ειρήνη κάλεσε σύνοδο στο ναό των Αγίων Αποστόλων. Οι εικονομάχοι όμως όρμισαν με ξίφη προκαλώντας πανικό και ταραχή. Η σύνοδος διαλύθηκε και εικονομάχοι διαλάλησαν τον θρίαμβό τους φωνάζοντας Νενικήκαμεν.
Η Ειρήνη όμως δεν το έβαλε κάτω. Με το πρόσχημα ότι θα εκστρατεύσουν εναντίον των Αράβων διέταξε την αυτοκρατορική φρουρά να περάσει στη Μ. Ασία κι έτσι τα φιλικά της στρατεύματα μπήκαν στην Κωνσταντινούπολη. Ύστερα από λίγο διέταξε την διάλυση της αυτοκρατορικής φρουράς κι έτσι ησύχασε από τυχόν αντιδράσεις στο μέλλον. Συγκάλεσε λοιπόν και πάλι σύνοδο στη Νίκαια της Βιθυνίας όπου είχε συγκληθεί η πρώτη οικουμενική σύνοδος. Στη σύνοδο πρόεδρος ήταν ο πατριάρχης Ταράσιος και συμμετείχαν 350 επίσκοποι. Ήρθαν και αντιπρόσωποι του πάπα και άλλων πατριαρχών.
Έγιναν μόνο επτά συνεδριάσεις. Διάβασαν επιστολή του πάπα Ανδριανού και του πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεοδώρου. Απόδψσαν τιμή στους αγωνιστές Γερμανό Κωνσταντινουπόλεως και Ιωάννη Δαμασκηνό. Συγχώρεσαν όσους επισκόπους μετανόησαν από την πλάνη τους και αναθεμάτισαν τους εικονομάχους πατριάρχες και ομόφρονές τους.
Ο όρος της της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου έχει ως κάτωθι:
῾Η ἁγία μεγάλη καὶ οἰκουμενικὴ σύνοδος ἡ κατὰ θεοῦ χάριν καὶ θέσπισμα τῶν εὐσεβῶν καὶ φιλοχρίστων ἡμῶν βασιλέων Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης τῆς αὐτοῦ μητρὸς συναθροισθεῖσα τὸ δεύτερον ἐν τῇ Νικαέων λαμπρᾷ μητροπόλει τῆς Βιθυνῶν ἐπαρχίας, ἐν τῇ ἁγίᾳ τοῦ θεοῦ ἐκκλησίᾳ τῇ ἐπονομαζομένῃ «σοφίᾳ», ἀκολουθήσασα τῇ παραδόσει τῆς ἐκκλησίας ὥρισε τὰ ὑποτεταγμένα.
[1] ῾Ο τὸ φῶς τῆς αὐτοῦ ἐπιγνώσεως ἡμῖν χαρισάμενος καὶ τοῦ σκότους τῆς εἰδωλικῆς μανίας ἡμᾶς λυτρωσάμενος Χριστὸς ὁ θεὸς ἡμῶν, νυμφευσάμενος τὴν ἁγίαν αὐτοῦ καθολικὴν ἐκκλησίαν μὴ ἔχουσαν σπῖλον ἢ ῥυτίδα, ταύτην ἐπηγγείλατο διαφυλάττεσθαι τοῖς τε ἁγίοις αὐτοῦ μαθηταῖς διεβεβαιοῦτο λέγων· «μεθ᾿ ἡμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως συντελείας τοῦ αἰῶνος»· ταύτην δὲ τὴν ἐπαγγελίαν οὐ μόνον αὐτοῖς ἐχαρίσατο, ἀλλὰ καὶ ἡμῖν τοῖς δι᾿ αὐτῶν πιστεύσασιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ. [2] τῆς οὖν δωρεᾶς ταύτης ἀλογήσαντές τινες ὡς ὑπὸ τοῦ ἀπατεῶνος ἐχθροῦ ἀναπτερούμενοι ἐξέστησαν τοῦ ὀρθοῦ λόγου καὶ τῇ παραδόσει τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἀντιταξάμενοι πρὸς τὴν σύνεσιν τῆς ἀληθείας διήμαρτον, καὶ ὥς φησιν ὁ παροιμιακὸς λόγος «τοὺς ἄξονας τοῦ ἰδίου γεωργίου πεπλάνηται», καὶ συνῆξαν ἐν χερσὶν ἀκαρπίαν, ὅτι τῶν ἱερῶν ἀναθημάτων τὴν θεοπρεπῆ εὐκοσμίαν διαβάλλειν τετολμήκασιν ἱερεῖς μὲν λεγόμενοι, μὴ ὄντες δέ· περὶ ὧν ὁ θεὸς διὰ τῆς προφητεία βοᾷ· «ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν ἀμπελῶνά μου, ἐμόλυναν τὴν μερίδα μου»· ἀνιέροις γὰρ ἐπακολουθήσαντες ἀνδράσι ταῖς ἰδίας φρεσὶ πειθομένοις κατηγόρησαν τῆς ἁρμοσθείσης Χριστῷ τῷ θεῷ ἁγίας αὐτοῦ ἐκκλησίας καὶ ἀναμέσον ἁγίου καὶ βεβήλου οὐ διέστειλαν, τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἁγίων αὐτοῦ ὁμοίως τοῖς ξοάνοις τῶν σατανικῶν εἰδώλων ὀνομάσαντες. [3] δι᾿ ὃ μὴ φέρων ὁρᾶν ὑπὸ τοιαύτης λύμης διαφθερόμενον τὸ ὑπήκοον ὁ δεσπότης Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἁπανταχοῦ τῆς ἱερωσύνης ἀρχηγοὺς τῇ εὐδοκίᾳ συνεκάλεσε θείῳ ζήλῳ καὶ ἐπινεύσει Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης τῶν πιστοτάτων ἡμῶν βασιλέων, ὅπως ἡ ἔνθεος παράδοσις τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας κοινῇ ψήφῳ ἀπολάβῃ τὸ κῦρος· μετὰ πάσης τοίνυν ἀκριβείας ἐρενήσαντές τε καὶ διασκεψάμενοι καὶ τῷ σκοπῷ τῆς ἀληθείας ἀκολουθήσαντες οὐδὲν ἀφαιροῦμεν οὐδὲ προστίθεμεν, ἀλλὰ πάντα τὰ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἀμείωτα διαφυλάττομεν· καὶ ἑπόμενοι ταῖς ἁγίαις οἰκουμενικαῖς ἓξ συνόδοις, πρῶτα μὲν τῇ ἐν τῇ λαμπρᾷ Νικαέων μητροπόλει συναθροισθείσῃ, ἔτι γε μὴν καὶ τῇ μετ᾿ αὐτὴν ἐν τῇ θεοφυλάκτῳ βασιλίδι πόλει·
Ἔκθεσις πίστεως τῶν ἐν Νικαίᾳ τριακοσίων δέκα καὶ ὀκτὼ ἁγίων καὶ μακαρίων πατέρων
[4] Πιστεύομεν εἰς ἕνα θεόν, πατέρα, παντοκράτορα, πάντων ὁρατῶν τε καὶ ἀοράτων ποιητήν. καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ, τὸν γεννηθέντα ἐκ τοῦ πατρὸς μονογενῆ, τουτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ πατρός· θεὸν ἐκ θεοῦ, φῶς ἐκ φωτός, θεὸν ἀληθινὸν ἐκ θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ πατρί, δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο τά τε ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ τὰ ἐν τῇ γῇ· τὸν δι' ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα, καὶ σαρκωθέντα καὶ ἐνανθρωπήσαντα, παθόντα καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ· καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐν δεξιᾷ τοῦ πατρός· καὶ πάλιν ἐρχόμενον κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς. καὶ εἰς τὸ ἅγιον πνεῦμα. τοὺς δὲ λέγοντας ὅτι «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν» καὶ «πρὶν γεννηθῆναι οὐκ ἦν» καὶ ὅτι «ἐξ οὐκ ὄντων ἐγένετο», ἢ ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως ἢ οὐσίας φάσκοντας εἶναι, ἢ κτιστὸν ἢ τρεπτὸν ἢ ἀλλοιωτὸν τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ, τούτους ἀναθεματίζει ἡ καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία.
Ἔκθεσις πίστεως τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει ἑκατὸν πεντήκοντα ἁγίων καὶ μακαρίων πατέρων
[5] Πιστεύομεν εἰς ἕνα θεὸν πατέρα παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων. καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων· φῶς ἐκ φωτός, θεὸν ἀληθινὸν ἐκ θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ πατρί, δι᾿ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο· τὸν δι᾿ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ πνεύματος ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα· σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα καὶ ταφέντα· καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς Γραφάς· καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ πατρός· καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς· οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος. καὶ εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, τὸ Κύριον, τὸ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν πατρὶ καὶ υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν. εἰς μίαν ἁγίαν καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν ἐκκλησίαν. ὁμολογοῦμεν ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. προσδοκῶμεν ἀνάστασιν νεκρῶν, καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. ἀμήν.
[6] Βδελυσσόμεθα δὲ καὶ ἀναθεματίζομεν Ἄρειον καὶ τοὺς αὐτῷ σύμφρονας καὶ κοινωνοὺς τῆς μανιώδους αὐτοῦ κακοδοξίας, Μακεδόνιόν τε καὶ τοὺς περὶ αὐτὸν ὀνομασθέντας πνευματομάχους, ὁμολογοῦμεν δὲ καὶ τὴν δέσποιναν ἡμῶν τὴν ἁγίαν Μαρίαν κυρίως καὶ ἀληθῶς θεοτόκον ὡς τεκοῦσαν σαρκὶ τὸν ἕνα τῆς ἁγίας τριάδος Χριστὸν τὸν θεὸν ἡμῶν, καθὰ καὶ ἡ ἐν ᾿Εφέσῳ τὸ πρότερον ἐδογμάτισε σύνοδος καὶ τὸν ἀσεβῆ Νεστόριον καὶ τοὺς ἀμφ᾿ αὐτὸν ὡς προσωπικὴν δυάδα εἰσάγοντας τῆς ἐκκλησίας ἐξώθησε· σὺν τούτοις δὲ καὶ τὰς δύο φύσεις ὁμολογοῦμεν τοῦ σαρκωθέντος δι᾿ ἡμᾶς ἐκ τῆς ἀχράντου θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, τέλειον αὐτὸν θεὸν καὶ τέλειον ἄνθρωπον γινώσκοντες, ὡς καὶ ἡ ἐν χαλκηδόνι σύνοδος ἐξεφώνησεν, Εὐτυχῆ καὶ Διόσκορον δυσφημήσαντας τῆς θείας αὐλῆς ἐξελάσασα, συναποβάλλοντες αὐτοῖς Σεβῆρον, Πέτρον, καὶ τὴν πολυβλάσφημον αὐτῶν ἀλληλόπλοκον σειράν, μεθ᾿ ὧν καὶ τὰ ᾿Ωριγένους Εὐαγρίου τε καὶ Διδύμου μυθεύματα ἀναθεματίζομεν, ὡς καὶ ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει συγκροτηθεῖσα πέμπτη σύνοδος· εἶτά τε καὶ δύο θελήματα καὶ ἐνεργείας κατὰ τὴν τῶν φύσεων ἰδιότητα κηρύττομεν, καθ᾿ ὃν τρόπον καὶ ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει ἕκτη σύνοδος ἐξεβόησεν ἀποκηρύξασα Σέργιον ῾Ονώριον Κῦρον Πύρρον Μακάριον, τοὺς ἀθελήτους τῆς εὐσεβείας καὶ τοὺς τούτων ὁμόφρονας. [7] καὶ συνελόντες φαµέν· ἁπάσας τὰς ἐκκλησιαστικὰς ἐγγράφως ἢ ἀγράφως τεθεσπισµένας ἡµῖν παραδόσεις ἀκαινοτοµήτως φυλάττοµεν· ὧν µία ἐστὶ καὶ ἡ τῆς εἰκονικῆς ἀναζωγραφήσεως ἐκτύπωσις ὡς τῇ ἱστορίᾳ τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγµατος συνᾴδουσα, πρὸς πίστωσιν τῆς ἀληθινῆς καὶ οὐ κατὰ φαντασίαν τοῦ θεοῦ Λόγου ἐνανθρωπήσεως, καὶ εἰς ὁµοίαν λυσιτέλειαν ἡµῖν χρησιµεύουσα· τὰ γὰρ ἀλλήλων δηλωτικά, ἀναµφιβόλως καὶ τὰ ἀλλήλων ἔχουσιν ἐµφάσεις.
[8] Τούτων οὕτως ἐχόντων, τὴν βασιλικὴν ὥς περ ἐρχόµενοι τρίβον, ἐπακολουθοῦντες τῇ θεηγόρῳ διδασκαλίᾳ τῶν ἁγίων πατέρων ἡµῶν καὶ τῇ παραδόσει τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας –τοῦ γὰρ ἐν αὐτῇ οἰκήσαντος ἁγίου πνεύµατος εἶναι ταύτην γινώσκοµεν–, ὁρίζοµεν οὖν σὺν ἀκριβείᾳ πάσῃ καὶ ἐµµελείᾳ παραπλησίως τῷ τύπῳ τοῦ τιµίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ ἀνατίθεσθαι τὰς σεπτὰς καὶ ἁγίας εἰκόνας τὰς ἐκ χρωµάτων καὶ ψηφῖδος καὶ ἑτέρας ὕλης ἐπιτηδείως ἐχούσης ἐν ταῖς ἁγίαις τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίαις, ἐν ἱεροῖς σκεύεσι καὶ ἐσθῆσι τοίχοις τε καὶ σανίσιν, οἴκοις τε καὶ ὁδοῖς, τῆς τε τοῦ Κυρίου καὶ θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰκόνος καὶ τῆς ἀχράντου δεσποίνης ἡµῶν καὶ ἁγίας θεοτόκου τιµίων τε ἀγγέλων καὶ πάντων ἁγίων καὶ ὁσίων ἀνδρῶν –ὅσῳ γὰρ συνεχῶς δι᾿ εἰκονικῆς ἀνατυπώσεως ὁρῶνται, τοσοῦτον καὶ οἱ ταύτας θεώμενοι διανίστανται πρὸς τὴν τῶν πρωτοτύπων μνήμην τε καὶ ἐπιπόθησιν–· [9] καὶ ταύταις ἀσπασμὸν καὶ τιμητικὴν προσκύνησιν ἀπονέμειν –οὐ μὴν τὴν κατὰ πίστιν ἡμῶν ἀληθινὴν λατρείαν, ἣ πρέπει μόνῃ τῇ θεία φύσει, ἀλλ᾽ ὃν τρόπον τῷ τύπῳ τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ καὶ τοῖς ἁγίοις εὐαγγελίοις καὶ τοῖς λοιποῖς ἱεροῖς ἀναθήμασι–· καὶ θυμιαμάτων καὶ φώτων προσαγωγὴν πρὸς τὴν τούτων τιμὴν ποιεῖσθαι, καθὼς καὶ τοῖς ἀρχαίοις εὐσεβῶς εἴθισται.
[9] «῾Η γὰρ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει», καὶ ὁ προσκυνῶν τὴν εἰκόνα προσκυνεῖ ἐν αὐτῇ τοῦ ἐγγραφομένου τὴν ὑπόστασιν. οὕτω γὰρ κρατύνεται ἡ τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν διδασκαλία, εἴτουν παράδοσις τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας τῆς ἀπὸ περάτων εἰς πέρατα δεξαμένης τὸ εὐαγγέλιον. οὕτω τῷ ἐν Χριστῷ λαλήσαντι Παύλῳ καὶ πάσῃ τῇ θείᾳ ἀποστολικῇ ὁμηγύρει καὶ πατρικῇ ἁγιότητι ἐξακολουθοῦμεν κρατοῦντες τὰς παραδόσεις ἃς παρειλήφαμεν· οὕτω τοὺς ἐπινικίους τῇ ἐκκλησίᾳ προφητικῶς κατεπᾴδομεν ὕμνους· «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών, κήρυσσε, θύγατερ ᾿Ιερουσαλήμ· τέρπου καὶ εὐφραίνου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου· περιεῖλε Κύριος ἐκ σοῦ τὰ ἀδικήματα τῶν ἀντικειμένων σοι, λελύτρωσαι ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν σου· Κύριος βασιλεὺς ἐν μέσῳ σου· οὐκ ὄψει κακὰ οὐκέτι», καὶ εἰρήνη ἐπὶ σοὶ εἰς τὸν αἰῶνα χρόνον.
[10] Τοὺς οὖν τολμῶντας ἑτέρως φρονεῖν ἢ διδάσκειν ἢ κατὰ τοὺς ἐνάγεις αἱρετικοὺς τὰς ἐκκλησιαστικὰς παραδόσεις ἀθετεῖν καὶ καινοτομίαν τινὰ ἐπινοεῖν ἢ ἀποβάλλεσθαί τι ἐκ τῶν ἀνατεθειμένων τῇ ἐκκλησίᾳ, εὐαγγέλιον ἢ τύπον τοῦ σταυροῦ ἢ εἰκονικὴν ἀναζωγράφησιν ἢ ἅγιον λείψανον μάρτυρος, ἢ ἐπινοεῖν σκολιῶς καὶ πανούργως πρὸς τὸ ἀνατρέψαι μίαν τινὰ τῶν ἐνθέσμων παραδόσεων τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ἔτι γε μὴν ὡς κοινοῖς χρῆσθαι τοῖς ἱεροῖς κειμηλίοις ἢ τοῖς εὐαγέσι μοναστηρίοις, ἐπισκόπους μὲν ὄντας ἢ κληρικοὺς καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν, μονάζοντας δὲ ἢ λαϊκοὺς τῆς κοινωνίας ἀφορίζεσθαι.
Η τελευταία συνεδρίαση της συνόδου έγινε στην Κωνσταντινούπολη στα νάκτορα και εκεί υπόγραψαν τον όρο της συνόδου και οι βασιλείς.
Οι επίσκοποι επευφήμησαν την Ειρήνη και τον Κωνσταντίνο Στ΄:
«Πολλά τα έτη των βασιλέων Ειρήνης και Κωνσταντίνου μεγάλων βασιλέων και αυτοκρατόρων πολλά τα έτη. Ορθοδόξων βασιλέων πολλά τα έτη».
Η Ειρήνη ονομάστηκε Ειρηνώνυμος και Ειρηνόδωρος.
Η αυτοκράτειρα έδωσε δώρα στους επισκόπους και η σύνοδος διαλύθηκε.
Οι αποφάσεις της συνόδου δεν έγιναν δεκτές στο βασίλειο των Φράγκων όταν ο πάπας τις έστειλε στον Μέγα Κάρολο. Οι θεολόγοι του Καρόλου συνέταξαν τα καρολίνεια βιβλία τους (781-791) στα οποία ισχυρίζονταν ότι οι πιστοί δεν πρέπει να προσκυνούν τις εικόνες αλλά να τις χρησιμοποιούν ως στόλισμα στους ναούς και ως ανάμνηση των προσώπων και των γεγονότων του παρελθόντος.
Στη σύνοδο της Φραγκφούρτης το 794 που ήταν παρόν και ο ίδιος ο Κάρολος έγιναν δεκτές οι απόψεις των Καρολίνειων βιβλίων και και απέρριψαν τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Οι σχέσεις της Ειρήνης και του Καρόλου επιδεινώθηκαν κι άλλο όταν ο Κάρολος εισέβαλε και πάλι στην Ιταλία. Η Ειρήνη διέλυσε τον αρραβώνα του γιου της με την θυγατέρα του Καρόλου και έκανε εκστρατεία στη Σικελία όπου όμως ο στρατός της καταστράφηκε.
Μετά την διάλυση του αρραβώνα η Ειρήνη νύμφευσε βιαστικά τον γιό της με μία όμορφη αλλά άσημη κόρη, κάτι που πίκρανε τον Κωνσταντίνο, οποίος έβλεπε τον εαυτό του παραμερισμένο. Συνωμότησε λοιπόν εναντίον της μητέρας του, όμως η συνωμοσία προδόθηκε και η Ειρήνη τιμώρησε με σωματικές ποινές τους συνωμότες.
Το 790 έγινε νέα συνωμοσία η οποία αυτή τη φορά ανέτρεψε την Ειρήνη και έγινε αυτοκράτορας ο Κωνσταντίνος Στ΄, ο οποίος φέρθηκε με επιείκια στη μητέρα του.
Ο Κωνσταντίνος Στ΄ είχε πολλές στρατιωτικές αποτυχίες κάτι που προκάλεσε την δυσαρέσκεια του λαού. Η θέση του συσχερέθηκε όταν έδιωηε την σύζυγό του Μαρία και νυμφεύθηκε την Θεοδότη από την οικογένεια των Στουδιτών. Αυτό προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες των Στουδιτών. Ο Κωνσταντίνος διέταξε να συλλάβουν τον ηγούμενο Πλάτωνα τον οποίλ φυλάκισε μαζί με άλλους μοναχούς. Η μητέρα του τα εκμεταλλεύτηκε όλα αυτά και με συνωμοσία συνέλαβε τον γιο της και τον τύφλωσε κι έμεινε μόνη της στον θρόνο. Αλλά και αυτή με τη σειρά της εκθρονίστηκε από τον πατρίκιο και γενικό λογοθέτη Νικηφόρο Α΄ (802-811).
802-811 μ.Χ Νικηφόρος Α΄
Ο Νικηφόρος εξόρισε την Ειρήνη στην Πριγκηπόννησο. Το 806 πέθανε ο πατριάρχης Ταράσιος και τον διαδέχθηκε ο Νικηφόρος πρώης υπάλληλος της γραμματείας της αυλής.
Ο Πλάτων και ο Θεόδωρος Στουδίτης εξακολουθούσαν τον αγώνα τους εναντίον του αυτοκράτορα Νικηφόρου ιαι του νέου πατριάρχη γιατί έλεγαν ότι έγινε πατριάρχης από λαϊκός. Το 809 με σύνοδο αποφασίστηκε η διάλυση της μονής Στουδίου και την εξορία των μοναχών. Όμως ο αυτοκράτορας το 811 σκοτώθηκε πολεμώντας του Βούλγαρους.
811-813 μ.Χ ΜΙΧΑΗΛ Α΄
Ο νέος αυτοκράτορας Μιχαήλ Α΄ ήταν άνθρωπος χωρίς δραστηριότητα που δέχονταν επιδράσεις από το περιβάλλον του. Έδωσε χρήματα στους ανώτερους υπαλλήλους, στους κληρικούς και στους στρατιωτικούς για να κερδίσει την εύνοιά τους. Ζήτησε συνδιαλλαγή με τον πάπα και έκανε διαπραγματεύσεις το 812 με τον Μέγα Κάρολο και του αναγνώρισε τον τίτλο του αυτοκράτορα.
Τους Βούλγαρους δεν τους αντιμετώπισε με αποφασιστηκότητα, πράγμα που προκάλεσε εκνευρισμό στην πρωτεύουσα. Τότε εικονομάχοι και Παυλικιανοί, μια μέρα που γινόταν λιτανεία άνοιξαν την πόρτα των βασιλικών τάφων στο ναό των αγ. Αποστόλων και πήγαν στον τάφο του Κωνσταντίνου Ε΄ και φώναξαν: «Ανάστηθι και βοήθησον τη πολιτεία απολλυμένη», λέγοντας ότι ο νεκρός βασιλιάς αναστήθηκε και πηγαίνει πάνω στο άλογο να πολεμήσει τους Βουλγάρους.
Ο λαός αγανάκτησε και αναγόρευσε αυτοκράτορα τον στρατηγό Λέοντα Ε΄, ενώ ο Μιχαήλ και η οικογένειά του κλείστηκαν σε μοναστήρι. (813).
813-820 μ.Χ ΛΕΩΝ Ε΄
Ο Λέων ήταν εικονομάχος. Ειχε μάλιστα ως πρότυπό του τον Λέων Γ΄. αποφάσισε λοιπόν να φέρει και πάλι στο προσκήνιο το ζήτημα των εικόνων. Ανέθεσε στον Ιωάννη Γραμματικό και μια ομάδα λογίων να ερευνήσουν και να βρουν επιχειρήματα κατά των εικόνων. Όταν η επιτροπή τελείωσε το έργο της στο τέλος του 814, ο αυτοκράτορας συνομίλησε με τον πατριάρχη Νικηφόρο κι εκείνος του απάντησε πως το ζήτημα αυτό έκλεισε οριστικά στη Ζ΄ οικουμενική σύνοδο.
Όμως ο Νικηφόρος δεν υποχώρησε. Απαγόρευσε την συγκέντρωση πολιτών σε δημόσιους χώρους και ο πατριάρχης μέσα σε όλη αυτήν την πίεση αποχώρησε σε μοναστήρι και ο αυτοκράτορας τον αντικατέστησε με τον Θεόδοτο Κασσιτερά (815), έγγαμο λαϊκό με το αξίωμα του σπαθαρίου.
Ακολούθησε σύνοδος στην Αγ. Σοφία η οποία έφερε σε ισχύ τις εικονομαχικές αποφάσεις της Ιερείας και αφόρισε τους επισκόπους που διαφωνούσαν, εξόρισε τον Θεόδψρο Στουδίτη. Αυτά όλα προκάλεσαν αντίδραση. Ο στρατηγός Μιχαήλ συνωμότησε, τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν. Από την φυλακή όμως συννενοήθηκε με τους φίλους του για να δολοφονήσουν τον αυτοκράτορα. Στον όρθρο των Χριστουγέννων συνωμότες μεταμφιεσμένοι σε μοναχούς και ιερείς μπήκαν στο ναό και τη στιγμή που ο αυτοκράτορας έψαλλε την καταβασία όρμησαν με σπαθιά για να τον χτυπήσουν. Ο Λέων αμύνθηκε με έναν βαρύ σταυρό, όμως αυτοί ήταν περισσότεροι και τον σκότωσαν. Στη συνέχεια έβγαλαν από την τον Μιχαήλ και τον αναγόρευσαν αυτοκράτορα.
***Στη Δύση ο διάδοχος του Μεγάλου Καρόλου Λουδοβίκος ο Ευσεβής δέχτηκε να στεφθεί από τον πάπα Στέφανο Δ΄ . Τον επόμενο όμως χρόνο έστεψε ο ίδιος τον γιο του Λοθάριο πράξη που έδειχνε να είναι απαξιωτική προς τον πάπα. Ωστόσο ο πάπας Πασχάλης έπεισε τον Λοθάριο να στεφθεί απ’ αυτόν στη Ρώμη (823).
820-829 μ.Χ αυτοκράτορας Μιχαήλ Β΄
Ιδρυτής της δυναστείας του Αμορίου. Πίστευε στην λύση της μετριοπάθειας σχετικά με το ζήτημα των εικόνων. Δηλαδή να τιμώνται μεν οι εικόνες, αλλά κατ’ οίκον. Διέταξε λοιπόν να μη γίνονται σύνοδοι με εικονομαχικό ή εικονολατρικό περιεχόμενο.
Στα χρόνια του πέθανε πατριάρχης Θεόδοτος Κασσίτερος ο οποίος όρισε ως διάδοχό του τον Θεόδωρο Κασιιματά, επίσκοπο Συλλαίου (821-837) φίλο των εικονομάχων.
Οι εικονολάτρες που δεν ικανοποιούνταν απ’ όλα αυτά, υποστήριξαν την επανάσταση του Θωμά Σλάβου που προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο. Ο πατριάρχης Αντιοχείας Ιώβ έστεψε αυτοκράτορα τον Θωμά , ο οποίος πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη με πολύ στρατό και στόλο.
Ο ηγεμόνας των Βουλγάρων Ομουρτάγ έστειλε στρατιωτική βοήθεια στον Μιχαήλ ο οποίος νίκησε τον Θωμά, τον έπιασε και τον σκότωσε κι έτσι τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος ο οποίος είχε σοβαρό κοινωνικό και οικονομικό αντίκτυπο.
Το 826 πέθανε ο Θεόδωρος Στουδίτης και το 829 πέθαναν ο πατριάρχης Νικηφόρος και ο αυτοκράτορας Μιχαήλ.
829-842 μ.Χ αυτοκράτορας Θεόφιλος
Τον Μιχάηλ Β΄ διαδέχθηκε στον θρόνο ο γιος του Θεόφιλος. Αυτός ήταν μορφωμένος και εικονομάχος. Είχε δάσκαλό του τον Ιωάννη τον Γραμματικό σύμβουλο του Λέοντος Ε΄, του Μιχαήλ Β΄και τώρα του Θεοφίλου.
Προσπάθηε με μετριοπάθεια να επαναφέρει την εικονομαχία, αλλά συνάντησε αντιδράσεις. Γι’ αυτό καταδίωξε ορισμένους μοναχού όπως τους αδελφούς Θεόδωρο και Θεοφάνη τους Γραπτούς που ονομάστηκαν έτσι γιατί με διαταγή του Θεοφίλου χάραξαν στα μέτωπά τους 12 ιαμβικούς στίχους για να τους στιγματίσει.
Η σύζυγός του Θεοδώρα ήταν κρυφή εικονόφιλη και διατηρούσε εικόνες, νινία, όπως είπε ο γελωτοποιός που την πρόδωσε στον αυτοκράτορα.
Ο Θεόφιλος αρρώστησε και πριν πεθάνει όρκισε την Θεοδώρα να μην επαναφέρει τις εικόνες και να μην απομακρύνει το πατριάρχη Ιωάννη τον Γραμματικό. Για την διακυβέρνηση του κράτους όρισε συμβούλιο επιτρόπων του ανήλικου διαδόχου του Μιχαήλ Γ΄ και βοηθούς της Θεοδώρας τον Μανουήλ και τον Θεόκτιστο. Στο επιτελείο ήταν και ο αδερφός της Θεόδωρος καίσαρας Βάρδας.
*Στη Δύση το 829 άρχισε εμφύλιος πόλεμος γιατί ο Λόυδοβίκος ο Ευσεβής θέλησε να δώσει ένα μέρος του βασιλείου του στον Κάρολο Φαλακρό, γιο του από τον δεύτερο γάμο του. Τότε βρήκε την ευκαιρία ο πάπας Γρηγόριος Δ΄ να παίξει αποφασιστικό ρόλο. Υποστήρτιξε τον άλλο γιο του Λουδοβίκο τον Λοθάριο εναντίον του πατέρα του. Η κατάσταση όμως χειροτέρεψε όταν ο Λουδοβίοκος Ευσεβής πέθενα και οι δύο γιοι ήρθαν σε πολεμική αναμέτρηση. Τελικά το κράτος χωρίστηκε σε τρία μέρη που πήραν οι γιοι του Λουδοβίκου και οι εγγονοί του Μ. Καρόλου. Οι περιοχές αυτές αντιστοιχούν περίπου στις σημερινές Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία. Η περιοχή που αντιστοιχεί στην σημερινή Ιταλία ονομάστηκε Λοθαριγκία ή Λωραίνη κι εκεί στέφονταν οι αυτοκράτορες. Από το 850 και μετά δεν υπάρχει κανένας αυτοκράτορας που να μη χρίστηκε από τον πάπα. Ηπράξη αυτή έμεινε στη συνείδηση όλων ότι κανένας δεν μπορεί να γίνει αυτοκράτορας αν δεν του το χορηγήσει αυτό η αποστολική έδρα.
843 μ.Χ Αυτοκράτειρα Θεοδώρα και η αναστήλωση των ιερών εικόνων και η αίρεση των Παυλικιανών.
Η Θεοδώρα δεν σεβάστηκε τις επιθυμίες του συζύγου της. Το συμβούλιο της αντιβασιλείας αμέσως συμφώνησε να επανέλθουν οι εικόνες. Ανάγκασαν τον πατριάρωη Ιωάννη Γραμματικό να παραιτηθεί και στη θέση του τοποθετήθηκε ο Μεθόδιος ο Ομολογητής (843-846). Αμέσως συνεκλήθη σύνοδος η οποία καθαίρεσε τον Ιωάννη Γραμματικό και επανέφεραν σε ισχύ τις αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Ο πατριάρχης ύστερα από παράκληση της Θεοδώρας συγχώρεσε τον Θεόφιλο. Την επόμενη Κυριακή, πρώτη Κυριακή των Νηστειών της Μ. Σαρακοστής επανέφεραν με επίσημη τελετή τις εικόνες στους ναούς και από τότε εορτάζεται την Κυριακή αυτή ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας. Έτσι με τη νίκη των εικονολατρών τελείωσε οριστικά το ζήτημα των εικόνων που ταλαιπώρησε το Βυζάντιο περισσότερο από έναν αιώνα.
Την εποχή αυτή μία ακόμη αίρεση ταλαιπώρησε το Βυζάντιο. Η αίρεση των Παυλικιανών που ξεκίνησε το 641 από τους αδελφούς Παύλο και Ιωάννη. Σημαντικότερος όμως ηγέτης αναδείχθηκε ο Σέργιος. Οι Παυλικιανοί έχοντας ορμητήριο την Τεφρική έκαναν καταστρεπτικές επιδριμές στις χώρες της αυτοκρατορίας. Η Θεοδώρα έκανε σκληρό διωγμό εναντίον, στον οποίο όπως λένε σκότωσε 100.000 αριθμός που κρίνεται όμως υπερβολικός. Αργότερα ο νέος τους αρχηγός Χρυσοχείρας νίκησε τους Βυζαντινούς, κάτι που ανάκγασε τον Βασίλειο Α΄ Μακεδών να τους επιτεθεί συντρίβοντάς τους και σκοτώνοντας τον Χρυσοχείρα.
Ο Ιωάννης Τσιμισκής τους μετέφερε στην Φιλιππούπολη απ’ όπου αυτοί ελεύθεροι έκαναν προσηλυτισμό νέων οπαδών.
Οι Παυλικιανοί είχαν ανάλογες ιδέες με τους Μανιχαίους και τους Μαρκιωνίτες. Θεωρούσαν την Π. Διαθήκη βιβλίο του πονηρού. Δέχονταν δύο θεούς ή αρχές. Τον αγαθό θεό και τον πονηρό θεό. Ο αγαθός θεός έστειλε τον Λυτρωτή που ήταν κτίσμα για να σώσει τον κόσμο. Η ενανθρώπηση έγινε κατά φαντασία. Δεν τιμούσαν την Θεοτόκο, τους αγίους, τις εικόνες, τον σταυρό και τα άγια λείψανα. Για τον απόστολο Πέτρο αισθάνονταν μίσος και τιμούσαν εξαιρετικά τον απόστολο Παύλο. Το όνομά τους όμως δεν προέρχονταν από τον απόστολο Παύλο, αλλά από το αρμενικό υποκοριστικό του Παύλου Παυλίκ, που σημαίνει μικρό και άθλιο Παύλο. Το όνομα Παυλικιανοί το έδωσαν σ’ αυτούς οι Βυζαντινοί, οι ίδιοι ονόμαζαν τους εαυτούς τους χριστιανούς.
ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΣΤΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΦΥΛΑ ΚΑΙ ΣΤΗ Μ.ΒΡΕΤΑΝΙΑ
· Βησιγότθοι: Έγιναν χριστιανοί αλλά ακολούθησαν τον αρειανισμό. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος προσπάθησε να τους μεταστρέψει στην Ορθοδοξία, αλλά δεν τα κατάφερε. Όταν είχαν ηγεμόνα τον Αλάριχο έκαναν επιδρομή στην Ελλάδα (395) και κατόπιν μπήκαν στην Ιταλία όπου λεηλάτησαν τη Ρώμη (410). Προχώρησαν στη Γαλλία όπου ίδρυσαν δικό τους κράτος με πρωτεύουσα την Τολούζη, άλλοι πήγαν στην Ισπανία όπου ίδρυσαν κι εκεί κράτος. Όταν ήταν ηγεμόνας ο Ρεκαρέδας μεταστράφηκε στην καθολική εκκλησία και μαζί του πήγαν πολλοί αρειανοί. Το 589 κάλεσε σύνοδο στο Τολέδο όπου εκεί 64 επίσκοποι ομολόγησαν την πίστη τους στον Υιό του Θεού ομοούσιον τω Πατρί και στο Άγιο Πνεύμα του εκ του Πατρός και εκ του Υιού εκπορευόμενον και ομούσιον αυτώ (filioque). Μέχρι το τέλος του Στ΄ αι. ολόκληρη η Ισπανία επέστρεψε στην Ορθοδοξία. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξαν δύο αδελφοί επίσκοποι ο Ισίδωρος και ο Λέανδρος.
· Ανατολικοί Γότθοι ή Οστρογότθοι: Αυτοί πήραν τον αρειανισμό από τους Βησιγότθους. Κατοικούσαν στην Παννονία, σημερινή Ουγγαρία κι από κει κατέβηκαν στα νότια, μπήκαν στην Ιταλία και ίδρυσαν κράτος με πρωτεύουσα τη Ραβέννα. Σημαντικότερος βασιλιάς τους ήταν ο Θεοδώριχος (471-526), έκανε συμφωνία με τον Ζήνωνα και ο Οδόακρος ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Ιταλίας και εκφρόνισε τον τελευταίο αυτοκράτορα της Ρώμης, τον Ρωμύλο Αυγουστύλο. Ο Ιουστινιανός πολέμησε σκληρά εναντίον τους, διέλυσε το κράτος των Οστρογότθων και ίδρυσε το βυζαντινό εξαρχάτο της Ραβέννας (544).
· Βάνδαλοι και Σουήβοι: Κι αυτοί όπως και οι προηγούμενοι έγιναν αρειανοί. Προχώρησαν στη Γαλλία και την Ισπανία καταστρέφοντας ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Ο αρχηγός των Βανδάλων Γενζέριχος πέρασε στη Β. Αφρική κι εκεί ίδρυσε ισχυρό κράτος. Κυρίευσε και τη Ρώμη το 455. Το κράτος των Βανδάλων καταστράφηκε όταν ο Ιουστινιανός εκστρετάτευσε εναντίον τους (533).
· Λογγοβάρδοι ή Λομβαρδοί: Ήρθαν από τα Ανατολικά και εγκαταστάθηκαν στην Παννονία. Άλλοι απ’αυτούς ήταν αρειανοί και άλλοι ειδωλολάτρες. Κυρίεψαν τις περισσότερες πόλεις της Ιταλίας και το Μιλάνο (569). Οι Λογγοβάρδοι μισούσαν οτιδήποτε Ρωμαϊκό και κατέστρεφαν τα πάντα στο πέρασμά τους.Αργότερα είχαν ορθόδοξη βασίλισσα την Θεοδελίνη, αλλά ούτε αυτή ούτε ο πάπας Γρηγόριος Α΄ κατάφερε τελικά να τους μεταστρέψει. Ο Ιουστινιανός Β΄ έστειλε στρατό εναντίον τους αλλά ηττήθηκε. Οι Λογγοβάρδοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις στην Ιταλία και κατόπιν στις σχέσεις με το Φραγκικό κράτος.
· Βουργούνδιοι: Εγκαταστάθηκαν όταν τους πίεσαν οι Βάνδαλοι στο Ρήνο κι από κει στην Ν. Γερμανία. Από κει προχώρησαν και εγκαταστάθηκαν στη Σαβοΐα με κέντρο τη Γενεύη. (443). Δε΄χτηκαν τον αρειανισμό από τους Βησιγότθους. Την εποχή του βασιλιά Σιγισμούνδου (515) άρχισαν να μεταστρέφονται στην Ορθοδοξία με τις ενέργειες του επισκόπου της Βιέν, Αβίτου.
· Φράγκοι: Ένα από τα πιο σημαντικά γερμανικά φύλα. Προέρχονταν από τον κάτω Ρήνο και στα μέσα του Ε΄ αι. εγκαταστάθηκαν στη Γαλλία. Αρχικά ήταν ειδωλολάτρες αλλά εκχριστιανίστηκαν και έγιναν Ορθόδοξοι. Ο βασιλιά τους Χιλδερίκος αν και ειδωλολάτρης τιμούσε τους χριστιανούς. Ο γιος του και διάδοχό του Χλοδοβίκος 15 μόλις ετών προχώρησε στην κατάκτηση και της νότιας Γαλλίας. Ο Οδόακρος που δραστηριοποιούνταν στην Ιταλία παντρεύτηκε την αδελφή του Χλοδοβίκου κι έτσι οι αρειανοί εισχώρησαν και επέδρασαν στους Φράγκους. Αυτό όμως ήταν προσωρινό γιατί ο Χλοδοβίκος νυμφέυθηκε την Κλοτλίδη η οποία ήταν πριγκίπισσα από την Βουργουνδία, ορθόδοξη και τα παιδιά του ς έγιναν κι αυτά ορθόδοξα. Πριν την κρίσιμη μάχη με τους Αλαμάνους, ο βασιλιά υποσχέθηκε πως αν κερδίσει θα γίνει κι αυτός χριστιανός όπερ και εγένετο. Το παράδειγμά του ακολούθησαν άλλοι 3000 στρατιώτες και αξιωματούχοι. Τον Χλοδοβίκο ονόμασαν πολλοί νέο Κωνσταντίνο στο πρόσωπο του οποίο οι Ορθόδοξοι βρήκαν έναν προστάτη. ΟΧλοδοβίκος αργότερα νίκησε τους Βησιγότθους οι οποίοι μετοίκησαν στην Ισπανία. Πέθανε το 511 αφού κυρίευσε το μαγαλύτερο μέρος της Γαλλίας και στερέωσε το βασίλειο των Φράγκων.
· Μ.ΒΡΕΤΑΝΙΑ: Οι Ρωμαίοι έφυγαν από τη Μ. Βρατανία στις αρχές του Ε΄ αι. Στα μέρη που εγκατέλειψαν, εγκαταστάθηκαν οι Πίκτοι από τα βόρεια και οι Σκώτοι από την Ιρλανδία. Οι Σκώτοι και οι Βρίτοι κάλεσαν τους Άγγλους, τους Σάξονες και τους Γιούτους να τους βοηθήσουν κι αυτοί εγκαταστάθηκαν στη χώρα, αφού δεν υπήρχε δύναμη ικανή να τους εμποδίσει. Οι Βρίτοι αναγκάστηκαν ν’ αποσυρθούν δυτικά στην Ουαλλία και άλλοι πήγαν στη Βρετάνη της Β. Γαλατίας όπου και εγκαταστάθηκαν. Οι νέοι επιδρομείς είχαν έρθει από την Γερμανία. Ο χριστιανισμός στα μέρη όπου εγκαταστάθηκαν οι αγγλοσάξονες εξαφανίστηκε, διατηρήθηκε όμως στους Βρίττους (Ουαλλία, Κορνουάλη). Εκεί οι μοναχοί κουρεύονταν με την κουρά του Απόστολου Ιωάννη, κούρευαν δηλαδή το μπροστινό μέρος του κεφαλιού, είχαν μυστική εξομολόγηση, ως κέντρα εκκλησιατικού βίου είχαν τα μοναστήρια και οι ηγούμενοι ήταν επίσκοποι. Σιγά0σιγά οι αγγλοσάξονες εκχριστιανίστηκαν. Όλοι όμως οι Ιεραπόστολοι εργάζονταν ανεξάρτητα από τη Ρώμη και δεν είχαν καμμία σχέση μ’ αυτή. Σημαντικό ρόλο έπαιξε αργότερα ο πάπας Γρηγόριος Α΄, ο οποίος το 596 οργάνωσε ιεραποστολή με αρχηγό τον Αυγουστίνο και 40 ακόμη μοναχούς. Ο Αυγουστίνος με την βοήθεια του βασιλιά Έθελμπερτ τον οποίο βάπτισε ίδρυσε εκκλησία και ο ίδιος έγινε μητροπολίτης Καντέρμπουρυ. Αργότερα ιδρύθηκαν δύο ακόμη εκκλησιαστικές επαρχίες, αυτή του Λονδίνου και της Υόρκης. Μετά από μακρά «μάχη» επιβλήθηκαν τελικά στις νέες αυτές εκκλησίες τα Ρωμαϊκά έθιμα, εισήγαγαν τη Ρωμαϊκή λειτουργία, τη μελωδία και τα ενδύματα των κληρικών καθώς και τον μοναχικό κανόνα του αγ. Βενεδίκτου.
· Ιρλανδία: Εκεί έδρασε ο βρετανός Πατρίκιος. Πειρατές τον έφεραν εκεί ως αιχμάλωτο. Εκείνος δραπέτευσε και πήγε στη Γαλατία όπου χειροτονήθηκε επίσκοπος. Στη συνέχεια γύρισε πάλι πίσω στην Ιρλανδία όπου κήρυξε για τριάντα χρόνια (432-461). Ίδρυσε το μοναστήρι του Αρμά και οι ηγούμενοί του έγιναν αρχηγοί της εκκλησίας. Ένα ςαπό τους πιο δραστήριους μοναχούς της περιοχής ήταν ο Κολούμπα (521-597) ο οποίος κατόρθωσε να εκχριστιανίσει τους Πίκτους. Τους Πίκτους προς τα νότια είχε εκχριστιανίσει ο Νίνιαν.
· Δ. Γερμανία: Εκτός από τα γερμανικά φύλα για τα οποία έγινε λόγος παραπάνω, υπήρχαν και άλλα εγκατεστημένα ανάμεσα στο Ρήνο και στον Έλβα μέχρι τη Β. θάλασσα. Ο μεγαλύτερος ιεραπόστολος της Γερμανίας ήταν ο Βονιφάτιος, γεννημένος στην Αγγλία το 680. Ίδρυσε πολλά μοναστήρια. Έστεψε τον Πιπίνο τον Βραχύ βασιλιά των Φράγκων. Βοήθησε στην επιβολή του Καρόλου Μαρτέλ προετοιμάζοντας έτσι την κατοπινή κυριαρχία του Καρόλου του Μεγάλου. Σκοτώθηκε όμως από ειδωλολάτρες καθώς κήρυττε σε μια περιοδεία του στη Φριζία. Για το μεγάλο ιεραποστολικό του έργο που προσέφερε τον θεωρούν ως απόστολο της Γερμανίας.
· Σκανδιναυικές χώρες: Ο χριστιανισμός ήρθε στη Δανία για πρώτη φορά τον Θ΄ αι. την εποχή του Λουδοβίκου του Ευσεβή, γιου του Μ. Καρόλου. Ο ηγεμόνας της χώρας Χάραλντ βαπτίστηκε το 826 στη Μογουντία. Το 834 διορίστηκε αρχιεπίσκοπος στο Αμβούργο και το έκανε κέντρο για τη διάδοση του χριστιανισμού και στις άλλες Σκανδιναυικές χώρες. Τον χριστιανισμός όμως τον στερέωσε οριστικά ο βασιλιάς Κανούτος (1024-1035) ο οποίος ένωσε τη Δανία με την Αγγλία που είχε κατακτήσει ο πατέρας του, έστειλε ιερείς, ίδρυσε επισκοπές κι έτσι η Δανία έγινε χριστιανική χώρα. Στη Σουηδία ο χριστιανισμός στερεώθηκε την εποχή του Έριχ του Αγίου (1160). Στη Νορβηγία επιβλήθηκε ο χριστιανισμός από τον βασιλιά Μάγνο Αγαθό (1635).
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή την περίοδο έδρασαν στη Δύση μεγάλοι εκκλησιαστικοί πατέρες.Μεταξύ άλλων: Ονωράτος, Ιωάννης Κασσιανός, Καισάριος επίσκοπος Αρελάτης, Μαρτίνος της Τουρ, Πατρίκιος, Κολούμπα, Βενέδικτος, Ιωάννης Κασσιόδωρος.
858-867 μ.Χ ο πάπας Νικόλαος Α΄
Ο πάπας Νικόλαος είχε ισχυρή προσωπικότητα. Με τις αντιλήψεις του συνετέλεσε ώστε να θεωρηθεί ο παπισμός ανώτερος από την εξουσία του αυτοκράτορα.. έλεγε ότι έχει παγκόσμια δικαιοδοσία. Ότι είναι ο υπέρτατος κριτής όλων των παγκόσμιων εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ότι οι εκκλησιαστικές αποφάσεις για να είναι έγκυρες θα πρέπει να επικυρώνονται από την αγία έδρα. Σύντομα διαχώρισε την αγία έδρα από την αυτοκρατορία και γι’ αυτό υποστήριξε σθεναρά πως το κράτος δεν πρέπει να επεμβαίνει στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Φυσικά δεν επέτρεπε στους αυτοκράτορες να εκλέγουν πάπες. Ατιθέτως ο ίδιος αν χρειαζόταν έπρεπε να παρέμβει στα του κράτους ζητήματα επιβάλλοντας ακόμη και ποινές.
Όμως εκείνη την εποχή ήταν αδύνατο να θεωρηθεί ότι ένας πάπας θα μπορούσε να εκθρονίσει αυτοκράτορα από τον θρόνο του.
Σύντομα ήρθε σε ρήξη με τον Λουδοβίκο Β΄ της Λωρραίνης αντιστεκόμενος στην επιθυμία του βασιλιά ν’ αποκαταστήσει τον εκθρονισμένο και αφορισμένο αρχιεπίσκοπο Ραβέννας. Ο αυτοκράτορας τότε δεν επέμεινε στην απάιτησή του κι αυτό ήταν μία σημαντική νίκη του πάπα.
Λίγο αργότερα ακύρωσε τον γάμο του Λοθαρίου Β΄ της Λωρραίνης και καθαίρεσε τους επισκόπους που έδωσαν άδεια γάμου. Τότε στρατός βάδισε εναντίον του πάπα. Ο αυτοκράτορας όμως αρρώστησε και φοβισμένος ζήτησε συμφιλίωση δίδοντας έτσι ακόμη μία νίκη στον πάπα.
Όλες όμως αυτές οι αξιώσεις προκάλεσαν ανατιδράσεις και μέσα στον εκκλησισατικό κόσμο. Ο αρχιεπίσκοπος Reims Χίνκμαρ προσπάθησε να ενισχύσει το επισκοπικό αξίωμα κι αυτό τον οδήγησε σε σύγκρουση με τη Ρώμη. Παρόλα αυτά τοπικές εκκλησίες άρχισαν να διεκδικούν την ανεξαρτησία τους από τη Ρώμη. Κάτι που ήταν δύσκολο, διότι για να διατηρήσουν ταυτόχρονα την αναεξαρτησία τους από τους τοπικούς ηγεμόνες έπρεπε να στηριχθούν στην αυθεντία του πάπα.
Σε όλα αυτά σενετέλεσαν επίσης και οι λεγόμενες ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις, οι οποίες συντάχθηκαν από τον Ισίδωρο Μερκάτωρ άτομο πλαστό. Οι συμπιλητές, δηλαδή αυτά τα άτομα που στην πραγματικότητα σύνταξαν αυτές τις διατάξεις είχαν σκοπό να υπερασπιστούν την εξουσία των επισκόπων και την εκκλησιαστική περιουσία από το αδηφάγο κράτος. Για να πετύχουν το σκοπό τους, εκτός από γνήσια έγγραφα χρησιμοποίησαν και χάλκευσαν πλαστά παπικά έγγραφα καθώς και την λεγόμενη Κωνσταντίνειο δωρεά. Με τα έγγραφα αυτά απγόρευαν την πώληση εκκλησιαστικών κτημάτων, ενίσχυαν τη δύναμη των επισκόπων και απαγόρευαν στους κοσμικούς άρχοντες να αναμυγνύονται στα εκκλησιαστικά ζητήματα. Όλα αυτά συνετέλεσαν όπωμς οι επίσκοποι να εξαρτηθούν ακόμη περισσότερο από τον πάπα. Οι ψευδοισιδώρειες διατάξεις έγιναν δεκτές ως γνήσιες γιατί μ’ αυτές συμφωνούσαν πολλοί. Αυτοί που αποκάλυψαν τον ΙΕ΄ αι. την πλαστότητα της Κωνσταντίνειας δωρεάς αποκάλυψαν και την πλαστότητα αυτών των διατάξεων.
875-898 μ.Χ Κομβικό σημείο. Για πρώτη φορά πάπας επιλέγει αυτοκράτορα. Η πρόσκαιρη άνθιση και η απότομη πτώση της επιρροής των παπών στην κοσμική εξουσία
Ο πάπας Ιωάννης Η΄ ήταν έμπιστος του αποθανόντος Λουδοβίκου Β΄ και έπρεπε τώρα να επιλέξει ποιος από τους απαιτητές του αυτοκρατορικού θρόνου, δηλ. ο Κάρολος ο Φαλακρός της Γαλλίας ή αδερφός του Λουδοβίκος ο Γερμανικός θα γινόντας αυτοκράτορας. Γιαπρώτη φορά πάπας θα εξέλεγε αυτοκράτορα κι όχι ο αυτοκράτορας πάπα. Ο πάπς εξέλεξε τον Κάρολο Φαλακρό τον βασιλιά της Γαλλίας. Ο Λουδοβίκος Γερμανικός κήρυξε πόλεμο εναντίον του και νικήθηκε.
Το 876 πέθανε ο Λουδοβίκος Γερμανικός. Και το 877 πέθανε ο Κάρολος Φαλακρός κι έτσι ο πάπας για δεύτερη φορά έπρεπε να επιλέξει αυτοκράτορα. Εξέλεξε τον Κάρολο Παχύ. Οι αντίπαλοί του όμως δολοφόνησαν τον πάπα το 882. Για πρώτη φορά λοιπόν δολοφονήθηκε πάπας.
Το 888 ο Κάρολος Παχύς πέθανε και το κράτος του Μεγάλου Καρόλου διαλύθηκε.
Τότε ο Γκουίντο, δούκας του Σπολέτο, αφού νίκησε τον αντίπαλό του Βερεγκάρι Μαρκήσιο του Φρίουρι, στέφθηκε επίσημα αυτοκράτορας από τον πάπα Στέφανο Ε΄ χωρίς να δώσει καμία εγγύηση στον παπισμό.
Ο επόμενος πάπας Φορμόζος (891-896) αναγκάστηκε να στέψει τον Λαμπέρντο, γιο του Γκουίντο. Κάλεσε όμως τον βασιλιά της Γερμανίας Αρνούλφο να έρθει από τα βόρεια για να τον διώξει.
Όταν ο Αρνούλφος πέθανε, ο πάπας βρέθηκε στο έλεος του Λαμπέρντου. Πέθανε όμως το 896. Ο Λαμπέρντος μπήκε στη Ρώμη και υποχρέωσε τον νέο πάπα Στέφανο Στ΄ να ξεθάψει τον Φορμόζο και να τον αφορίσει έστω κι αν αυτός ήταν νεκρός.
Από κείνη τη στιγμή και πάλι τα πράγματα για τον παπισμό άλλαξαν, διότι ο Λαμπέρτος όρισε πως οι νέοι πάπες θα πρέπει να εκλέγονται με την παρουσία αυτοκρατορικών αντιπροσώπων. Έτσι ο παπισμός βρέθηκε και πάλι στην κατάσταση που ήταν το 754.
858- 861 μ.Χ Φώτιος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Νέες περιπλοκές από τον πάπα και η πρωτοδευτέρα σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως
Όταν πέθανε ο πατριάρχης Μεθόδιος τον διαδέχθηκε ο Ιγνάτιος ο οποίος ήταν γιος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ραγκαβέ ο οποίος μετά την πτώση του πατέρα του είχε γίνει μοναχός. Συμφωνούσε με τους ζηλωτές που είχαν ως προπύργιό τους την μονή Στουδίου.
Όμως σύντομα ήρθε σε σύγκρουση με την εξουσία, διότι έλεγξε τον Βάρδα για τις ερωτικές σχέσει που είχε με τη νύφη του Ευδοξία και αρνήθηκε να κάνει μοναχές την Θεοδώρα και τις θυγατέρες της. Αυτά τον οδήγησαν στην εκδίωξή του.
Έγινε σύνοδος η οποία αφού πρώτα αποκατέστησε τον Γρηγόριο Ασβεστά, τον οποίο ο Ιγνάτιος είχε αφορίσει και στη συνέχεια ψήφισε ως νέο πατριάρχη τον Φώτιο. Ο Φώτιος ήταν λαϊκός και χειροτονήθηκε αθρόον, ανέβηκε στους βαθμούς τις ιερωσύνης μέσα σε πέντε μέρες και την ημέρα των Χριστουγέννων του 858 χειροτονήθηκε επίσκοπος από τον Γρηγόριο Ασβεστά και δύο άλλους επισκόπους.
Από την αρχή οι ζηλωτές που υποστήριζαν τον Ιγνάτιο πολέμησαν τον
Φώτιο λέγοντας πως είναι άκυρη η εκλογή του αφού ο πατριαρχικός θρόνος δεν ήταν κενός αφού ο Ιγνάτιος απομακρύνθηκε αυθαίρετα.
Επίσης η αθρόον χειροτονία του Φωτίου γινόταν για πρώτη φορά και απαγορεύονταν από τον ι΄ κανόνα της συνόδου της Σαρδικής.
Οι ζηλωτές ονόμαζαν τον Φώτιο ληστή και μοιχεπιβάτη και συγκεντρώθηκαν στο ναό της Αγίας Ειρήνης όπου διακήρυξαν ότι κανονικός πατριάρχης είναι ο Ιγνάτιος. Ζήτησαν μάλιστα την παρέμβαση του πάπα, αν και οι σχέσεις τότε με την Δυτική εκκλησία δεν ήταν καλές.
Η αντίδραση του Φωτίου ήταν άμεση. Κάλεσε σύνοδο την Άνοικη του 859 στους Αγίους Αποστόλους η οποία καθαίρεσε και αναθεμάτισε τον Ιγνάτιο και απάλλαξε από τις κατηγορίες τον Γρηγόριο Ασβεστά. Ο Ιγνάτιος ήταν εκείνη την εποχή εξορία και ο Βαρδας τον βασάνιζε για να επιτύχει την παραίτησή του. Ο Φώτιος διαμαρτυρήθηκε στον Βάρδα για τις βαιοπραγίες αυτές.
Κατόπιν αποφασίστηκε να συγκληθεί σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό να κατοχυρωθούν οι αποφάσεις την Ζ΄ Οικουμενικής σθνόδου και να τακτοποιηθούν και άλλα θέματα. Ο πάπας Νικόλαος έστειλε αντιπορσώπους του τον Ροδοάλδο επίσκοπο Πόρτου και τον Ζαχαρία επίσκοπο Ανάνι. Με επιστολή του προς τον Φώτιο τόνιζε πως οι πατριαρχικές μεταβολές έγιναν χωρίς συμβουλή του και ότι αυτό προκάλεσε την έκπληξή του. Συνέχισε λέγοντας πως οι αντιπρόσωποί του θα εξετάσουν το θέμα και θα του αναφέρουν τα σχετικά ώστε ο ίδιος να κρίνει. Στη συνέχεια έστειλε επιστολή στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ και ζητούσε να έρθουν και πάλι στη δικαιοδοσία του το Ανατολικό Ιλλυρικό και οι παπικές κτήσεις στην Καλαβρία και στη Σικελία όπου ο Λέων Γ΄ είχε προσαρτήσει στην Κωνσταντινούπολη.
Η σύνοδος συγκλήθηκε τελικά το 861 με τη συμμετοχή 218 επισκόπων. Η σύνοδος αυτή ονομάστηκε πρωτοδευτέρα γιατί παρπομοιάστηκε με την Α΄ Οικουμενική σύνοδο της Νικαίας και θεωρήθηκε δεύτερη μετά την πρώτη. Πρακτικά από την σύνοδο αυτή δεν σώθηκαν γιατί τα κατέστρεψαν οι Ιγνατιανοί.
Ο Ιγνάτιος ήταν ήταν κι αυτός παρόν αλλά ως μοναχός έχοντας όμως την προσδοκία ότι θα αναγνωριστεί από τους παπικούς αντιπροσώπους. Αλλά η σύνοδος επικύρωσε την καθαίρεσή του με την δικαιολογία ότι είχε εκλεγεί αντικανονικά με την επέμβαση της αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Αναγνώρισε δε την εκλογή του Φωτίου ως κανονική. Ο Ιγνάτιος εξαναγκάστηκε και έβαλε σταυρό για την καθαίρεσή του.
Ο αυτοκράτορας και ο Φώτιος έστειλαν επιστολές στον πάπα και μεταξύ άλλων του τόνισαν ότι δεν πρέπει να δέχεται κληρικούς από την Ανατολή χωρίς συστατικές επιστολές και αυτό υποννούσε ότι δεν πρέπει ποτέ ξανά να επέμβει και να κρίνει καμμία εκκλησιαστική υπόθεση που δεν άπτεται της επιτηρήσεώς του.
Ο πάπας εξοργίστηκε με όλα αυτά. Δέχτηκε όπως είπε σε επιστολή του προς τον αυτοκράτορα τις αποφάσεις της συνόδου για τις εικόνες, αλλά αποδοκίμασε τα όσα αποφασίστηκαν για τον Ιγνάτιο και τον Φώτιο και ζήτησε να παρουσιαστούν και οι δύο μπροστά του για να κρίνει.
Επειδή όμως δεν έλαβε απάντηση, συγκάλεσε σύνοδο τον Αύγουστο του 863 στην οποία καταδίκασε και καθαίρεσε τον Φώτιο ως σχισματικό, ταραξία και υβριστή της Ρωμαϊκής εκκλησίας. Καθαίρεσε επίσης τους αντιπροσώπους του Ζαχαρία και Ροδοάλδο. Τον Φώτιο τον ονόμασε «ξένο πάσης τιμής και ονομασίας». Τις αποφάσεις αυτές γνωστοποίσε στα πατριαρχεία της Ανατολής.
Ο αυτοκράτορας όταν έμαθε τις αποφάσεις του πάπα είπε ότι αυτός που έγραψε έβαλε στην πένα στο στόμα φιδιού και έγραψε με δηλητήριο αντί με μελάνι. Του έγραψε ότι οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν κανένα κύρος και ότι κανείς δεν τον όρισε κριτή, ότι οι αποφάσεις της Κωνσταντινουπόλεως είναι τελεσίδικες και ότι πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είναι ο Φώτιος. Ο πάπας ανταπάντησε προβάλλωντας τις αξιώσει του για το πρωτείο, υποστήριξε πως ο αυτοκράτορας δεν έχει κανένα δικαίωμα να συγκαλεί συνόδους και ότι μόνον αυτό έχει το δικαίωμα να κρίνει την νομιμότητα της εκλογής του Φωτίου γιατί πήρε από τον Σωτήρα την εξουσία σε όλη τη γη και συνεπώς και σε όλη την εκκλησία.
Ο πάπας έστειλε αντιπροσώπους του στην Κωνσταντινούπολη, αλλά δεν εισήλθαν ποτέ στην πόλη γιατί τους γύρισαν πίσω επειδή δεν υπόγραψαν ομολογία ορθοδόξου πίστεως και δεν αναγνώρισαν τον Φώτιο ως πατριάρχη.
852-889 μ.Χ Η ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ
Οι Βούλγαροι ήταν λαός ταταρικής καταγωγής, συγγενείς με τους Αβάρους, κατέβηκαν νοτιότερα από τη Ν. Ρωσία με επεικεφαλή τον Χαν Ασπαρούχ και το 679 εγκαταστάθηκαν στις χώρες ανάμεσα στον Δούναβη και τον Αίμο. Εκεί βρήκαν Σλάβους να κατοικούν, τους υπέταξαν χωρίς να αντιμετωπίσουν ιδιαίτερη αντίσταση, τους έδωσαν το όνομά τους, αλλά με το πέρασμα του καιρού έμαθαν τη σλαβική γλώσσα και λησμόνησαν τη δική τους.
Στην αρχή είχαν καλές σχέσεις με το Βυζάντιο, όμως από την εποχή του Κωνστνατίνου Ε΄ μέχρι τον καιρό του Λέοντος Ε΄ οι δύο λαοί πολεμούσαν σκληρά μεταξύ τους.
Η θρησκεία τους αναμείχθηκε με τη θρησκεία των Σλάβων οι οποίοι πίστευαν σε έναν θεό κάνοντας ζωοθυσίες. Σύντομα γνώρισαν τον χριστιανισμό από αιχμαλώτους που έπιαναν ανάμεσά τους ήταν και κληρικοί όπως ο μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Μανουήλ. Πολλοί Βούλγαροι έγιναν χριστιανοί ακόμη και μέλη ηγεμονικών οικογενειών όπως ο γιος του Ομουρτάγ, Ενραβότας ο οποίος αρνήθηκε να προδώσει την πίστη του και οι Βούλγαροι τον αποκεφάλισαν.
Ο ηγεμόνας της Μεγάλης Μοραβίας Ρατισλάβος απειλούσε τους Βούλγαρους από τα Δυτικά. Έτσι σύντομα ηγεμόνας των Βουλγάρων Βόρης (852-889) κατάλαβε ότι πρέπει να δεχτεί τον χριστιανισμό για πολιτικούς και πολιτιστικούς λόγους.
Ο βασιλιάς Λουδοβίκος ο Γερμανικός συμμάχησε με τον Βόρη εναντίον του Ρατισλάβου με τη συμφωνία ότι οι Βούλγαροι θα γίνουν χριστιανοί από τους Φράγκους. Τα σχέδια όμως αυτά δεν υλοποιήθηκαν γιατί οι Μοραβοί ζήτησαν ιεραποστόλους από το Βυζάντιο. Για να επισφραγιστεί η Βυζαντινή επιρροή βυζαντινά στρατεύματα βάδισαν εναντίον των Βουλγάρων. Ο Βόρης αναγκάστηκε να δεχτεί τον χριστιανισμό από την Κωνσταντινούπολη και να αρνηθεί την Φραγκική συμμαχία. Το 864 βαπτίστηκε από τον Φώτιο και ονομάστηκε Μιχαήλ. Η μεταστροφή των Βουλγάρων δεν σχετίζεται άμεσα με το ιεραποστολικό έργο των ιεραποστόλων Μοραβών Κυρίλλου και Μεθοδίου.
Σύντομα όμως ο Βόρης όταν στερεώθηκε το κράτος και αισθάνθηκε ισχυρός ζήτησε την ανεξαρτησία της εκκλησίας του από το Βυζάντιο. Ο Φώτιος με τέχνη απέφυγε να του δώσει συγκεκριμένη απάντηση και τότε ο Βόρης στράφηκε προς τον πάπα. Ο πάπας ανταποκρινόμενος έστειλε δύο επισκόπους, τον Παύλο της Ποπουλονίας και τον Φορμόζο του Πόρτου μαζί με κληρικούς. Οι παπαικοί κατάργησαν τα ανατολικά έθιμα και καθιέρωσαν τα δικά τους. Καθιέρωσαν την αγαμία των κληρικών, το χρίσμα το έκαναν μόνο επίσκοποι, περιόρισαν τη νηστεία της Μ. Σαρακοστής σε 6 εβδομάδες και δίδακαν το filioque χωρίς όμως να το προσθέσουν στο Σύμβολο της πίστεως.
Ο Φώτιος κάλεσε σύνοδο το 867 στην οποία καθαίρεσε και αναθεμάτισε τον πάπα Νικόλαο Α΄ επειδή εισπήδησε σε ξένη εκκλησία και εισήγαγε τα Δυτικά έθιμα στην Βουλγαρική εκκλησία.
Το filioque παύει πια να έχει ισχύ μιας απλής γνώμης γιατίε εισήχθη ως δόγμα σε μια νεοϊδρυμένη εκκλησία.
Ο πάπας όταν έλαβε την εγκύκλιο του Φωτίου ανέθεσε σε θεολόγους του να την αναιρέσουν, δεν πρόφτασε όμως γιατί πέθανε τον Νοέμβριο του 867. Ο Φώτιος θριάμβευσε, όχι όμως για πολύ εξαιτίας των εσωτερικών πολιτικών μεταβολών στην πρωτεύουσα.
867-886 μ.Χ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Α΄Ο ΜΕΚΕΔΩΝ-ΔΙΑΜΑΧΕΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ ΔΥΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Την εποχή που κυριαρχούσε ακόμη ο Βάρδας έκανε την εμφάνισή του ο Βασίλειος Μακεδών, μεγαλόσωμος χωρικός από τα περίχωρα της Ανδριανουπόλεως. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ τον έκανε φίλο του και τον νύμφευσε με μια ερωμένη του την Ευδοξία Ιγγηρίνα. Ο Βασίλειος πέτυχε να σκοτώσει τον Βάρδα μπροστά στον αυτοκράτορα το 865. Ο Μιχαήλ τότε τον έκανε συναυτοκράτορα. Ο Μιχαήλ έκανε άστατη ζωή και μια μέρα που κοιμόταν μεθυσμένος, μπήκε στο υπνοδωμάτιό του ο Βασίλειος και τον δολοφόνησε. Έτσι άρχισε η βασιλεία του Βασιλείου Α΄ ο οποίος ήταν και ιδρυτής της Μακεδονικής δυναστείας.
Εκείνη την εποχή οι Άραβες δεν ήταν επικίνδυνοι στην Ανατολή, αλλά στην Δύση όπου είχαν επεκταθεί μέχρι τη Σικελία. Από κει έκαναν επιδρομές στην Ν. Ιταλία και απέναντι στις Δαλματικές ακτές όπου οι Σλάβοι επειδή ο έλεγχος του Βυζαντίου ήταν χαλαρός έτειναν να γίνουν ανεξάρτητοι. Ο Βασίλειος λοιπόν επειδή ήθελε ν’ ασχοληθεί με το θέμα των Αράβων στη Δύση χρειαζόταν την συμμαχία των Φράγκων και την στήριξη του πάπα. Έπρεπε λοιπόν ν’ αποκατασταθούν οι σχέσεις με τον πάπα και αυτό θα γινόταν με την απομάκρυνση του Φωτίου.
Έτσι τον Νοέμβριο του 867 ο Φώτιος εκθρονίστηκε και ξαναπήρε τον θρόνο ο Ιγνάτιος. Τον Φώτιο τον περιόρισε στη Μονή της Σκέπης στον Βόσπορο όπου υπέμεινε πολλές αντιξοότητες.
Ο νέος πάπας Ανδριανός Β΄ άκουσε με ευζαρίστηση τις εξελίξεις στην Κωνσταντινούπολη. Συγκάλεσε σύνοδο στη Ρώμη το 869 στην οποία αναθεμάτισε και καθαίρεσε τον Φώτιο και τους επισκόπους που έλαβαν μέρος στη σύνοδο του 867 η οποία είχε αναθεματίσει τον πάπα Νικόλαο Α΄.
Ο πάπας Ανδριανός ήθελε να συγκληθεί σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη και αυτό ήταν ευνοϊκό γιατί δεν ζητούσε να κριθεί το πρόβλημα από τον ίδιο.
Τον Οκρώβριο του 869 συγκλήθηκε σύνοδος στην Αγία Σοφία με προέδρους τους αντιπροσώπους του πάπα, τους επισκόπους Οστίας Δονάτο και Νέπης Στέφανο και τον διάκονο Μαρίνο. Τον αυτοκράτορα εκπροσώπησε ο πατρίκιος Βαάνης και άλλοι αξιωματούχοι. Ως αντιπρόσωποι των πατριαρχών της Ανατολής συμμετείχαν ο αρχιδιάκονος Ιωσής από την Αλεξάνδρεια, ο μητροπολίτης Τύρου Θωμάς τοποτηρητής του πατριαρχείου Ιεροσολύμων και ο σύγκελλος Ηλίας των Ιεροσολύμων.
Ο αυτοκράτορας πίεσε τους επισκόπους κι εκείνοι υπέγραψαν την καταδίκη του Φωτίου με την καθαίρεση και τον αναθεματισμό του καθώς και των κληρικών και λαϊκών οπαδών τους και πέτυχε την ακύρωση της καταδίκης του Ιγνατίου και του πάπα Νικολάου Α΄ γιατί η ισχύς του απορρέει από το παπικό πρωτείο. Το σημείο για την ισχύ του παπικού πρωτείου αφαιρέθηκε ύστερα από διαμαρτυρία των επισκόπων της Ανατολής και κατόπιν στις συζητήσεις τονίστηκε η θεωρία της Πενταρχίας, ότι δηλαδή την εξουσία έχουν οι πέντε πατριάρχες.
Στη συνέχεια εμφανίστηκε ο Φώτιος ο οποίος είπε ότι δεν δέχεται ως κριτές του του αντιπροσώπους του πάπα και ακόμη ότι οι αντιπρόσωποι των πατριαρχείων δεν ήταν γνήσιοι. Η σύνοδος απέρριψε τις ενστάσεις του, στη συνέχεια έκαψε τα πρακτικά της Πρωτοδευτέρας συνόδου του 861 και της συνόδου του 867 η οποία καταδίκασε τον Νικόλαο Α΄ και αφού δέχτηκε τις παπικές πιέσεις καταδίκασε τον Φώτιο και όσους επισκόπους χειροτόνησε ο ίδιος, αφόρισε επίσης τους αμετανόητους μοναχούς και λαϊκούς. Τον αναθεματισμό του Φωτίου απάγγειλε ο πατριάρχης Ιγνάτιος:
Φωτίω τω βουλευτικώ και επιβήτορι ανάθεμα
Φωτίωτω κοσμικώ και αγοραίω ανάθεμα
Φωτίω τω νεοφύτω και τυράννω ανάθεμα
Φωτίω τω μοναχώ και κατακεκριμένω ανάθεμα.
Τα πρακτικά αυτά της συνόδου δεν σώθηκαν. Δεν είναι αλήθεια ότι οι επίσκοποι υπέγραψαν με το Αίμα της Θείας Ευχαριστίας όπως αναφέρει ο Νικήτας Παφλαγών φίλος του Ιγνατίου.
Τα πρακτικά αυτής της συνόδου τα υπέγραψαν πρώτοι οι απεσταλμένοι του πάπα ως αντιπρόσωποι του Υψίστου αρχιερέως της αγίας ταύτης και οικομενικής συνόδου προεδρεύων. Την σύνοδο αυτή αναγνωρίζουν οι παπικοί ως 8η Οικουμενική σύνοδο όχι όμως και η ανατολική εκκλησία.
Παρά το ότι φάνηκε πως ο πάπας επικράτησε, αυτό δεν είναι ορθό διότι τονίστηκε η αναξαρτησία των Ανατολικών επισκόπων από τον πάπα και αυτή την έννοια άλλωστε είχε και τονισμός της πενταρχίας.
Το Βουλγαρικό ζήτημα άλλωστε δεν διευθετήθηκε όπως επιθυμούσε ο πάπας. Όσοι επίσκοποι είχαν παραμείνει μετά τη σύνοδο συνεδρίασαν στα ανάκτορα και έβγαλαν απόφαση ότι η Βουλγαρία υπάγεται στην Κωνσταντινούπολη. Οι αντιπρόσωποι του πάπα μάταια διαμαρτυρήθηκαν. Τη γνώμη αυτή έκανε δεκτή ο Ιγνάτιος ο οποίος έστειλε αρχιεπίσκοπο τον έλληνα Ιωσήφ και άλλους κληρικούς. Η αρχιεπισκοπή Βουλγαρίας τοποθετήθηκε σε υψηλή θέση στην τάξη μητροπολιτών του οικουμενικού πατριαρχείου. Κατόπιν οι Δυτικοί αποχώρησαν από την Βουλγαρία και επανήλθαν και πάλι τα Ανατολικά έθιμα.
Μετά τη σύνοδο του 869 έκλεισαν και πάλι τον Φώτιο στην Μονή Σκέπης όπου και πάλι υπέστη πολλές κακουχίες.
Παράλληλα ο Βασίλειο Α΄ έδιωξε τους Άραβες από την Ν. Ιταλία, νίκησε τους Σλάβους πειρατές στην Ανδριατική και έκανε συμμαχία με τον Λουδοβίκο Β΄, στη συνέχεια ανακάλεσε τον Φώτιο από την εξορία, τον όρισε διδάσκαλο των παιδιών του και σύμβουλο στα εκκλησιαστικά θέματα. Με τον Ιγνάτιο είχε συμφιλιωθεί και τον βοηθούσε στο έργο του.
Ο Ιγνάτιος πέθανε το 877 και ύστερα από τρεις μήνες ανέβηκε στον θρόνο και πάλι ο Φώτιος. Άλλωστε ενώ ακόμη ζούσε ο Ιγνάτιος, ο Βασίλειος είχε γράψει στον πάπα Ιωάννη Η΄ για να βρεθεί τρόπο να αρθεί ο αφορισμός του Φωτίου.
Τον Νοέμβριο του 879 έγινε μεγάλη σύνοδος στην Αγία Σοφία, στην οποία έλαβαν μέρος 383 επίσκοποι,αντιπρόσωποι του πάπα και των πατριαρχείων της Ανατολής.
Στην εναρκτήρια συνεδρίαση μίλησε ο Ζαχαρίας, μητροπολίτης Χαλκηδόνος ο οποίος είπε ότι αιτία για την διατάραξη της ειρήνης ήταν ο φθόνος για τον Φώτιο και στους αντιπροσώπους του πάπα είπε ότι η σύνοδος αυτή γίνεται για χάρη τους ίνα μη παρά σχηματικών λειψάνων διασύρθηκε ως αρχηγός των στάσεων και των ταραχών και όχι για την διόρθωση της εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως όπου καλώς έχει τα πάντα.
Στη συνέχεια διάβασαν επιστολή του πάπα Ιωάννη Η΄ προς τον αυτοκράτορα, τον Φώτιο και τον κλήρο της Κωνσταντινουπόλεως. Ο πάπας στην επιστολή αυτή τόνιζε την επιθυμία του για την αποκατάσταση της ειρήνης στην εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και δήλωσε ότι δεν έπρεπε να έχει αποκατασταθεί ο Φώτιος πριν φτάσουν οι αντιπρόσωποί του. Επικύρωνε όμως όσα έγιναν. Δεχόταν την αποκατάσταση του Φωτίου και στηριζόμενος στο παικό πρωτείο του ακύρωνε την καταδίκη του. Ζητούσε όμως να μη χειροτονούνται πλέον αθρόον επίσκοποι και να αναγνωριστεί η παπική δικαιοδοσία στη Βουλγαρία. Ο Φώτιος ευχαρίστησε τον πάπα.
Η σύνοδος δέχτηκε επίσης ότι ο Φώτιος δεν καταδικάστηκε κανονικά στη σύνοδο του 869. Ακόμη συγχωρήθηκε ο αντιπρόσωπος του πατριαρχείου Αντιοχείας Θωμάς που είχε λάβει μέρος στη σύνοδο και κατόπιν έγινε δεκτό ότι μπορεί κάποιος λαϊκός να προαχθεί σε πατριάρχη αν δεν υπάρχει λόγος που να τον εμποδίζει. Με την επεξήση ότι αυτό δεν ακυρώνει τον ιζ΄ κανόνα της πρωτοδευτέρας συνόδου αλλά αφήνει στην ευκαίρια σε κάθε εκκλησία να λειτουργεί ανάλογα με τα έθιμά της.
Επιπλέον αποφασίστηκε ότι όσοι καταδικάζονται ή αθωόνονται από τον πάπα είναι καταδικασμένοι ή αθωομένοι και από τον Κωνσταντινουπόλεως και το αντίστροφο. Η απόφαση αυτή έγινε δεκτή και από τους παπικούς αντιπροσώπους και έχει μεγάλη σημασία γιατί αναγνωρίζει την ανεξερτησία των δύο θρόνων. Έτσι η Ρώμη εντάσσεται πλέον μέσα στην πενταρχία. Η σύνοδος αναγνώρισε την Ζ΄ εν Νικαία ως οικουμενική και επικύρωσε τις αποφάσεις της για την τιμή των εικόνων. Την εορτή των Χριστουγέννων συλλειτούργησαν όλοι μαζί με τους αντιπροσώπους του πάπα.
Η σύνοδος αυτή αυτοχαρακτηρίστηκε ως οικουμενική, αυτό όμως δεν αναγνωρίστηκε γενικά, διότι δεν έγινε άλλη μεγάλη σύνοδος που να την αναγνωρίσει ως οικουμενική.
Ο πάπας Ιωάννης Η΄ όταν πληροφορήθηκε τις αποφάσεις της συνόδου δεν έμεινε απ’ όλες τις αποφάσεις ευχαριστημένος. Δυσαρεστήθηκε γιατί ο Φώτιος δεν ζήτησε συγγνώμη και γιατί το ζήτημα της Βουλγαρίας δεν τακτοποιήθηκε σύμφωνα με τις επιθυμίες του.
Οι διάδοχοι του πάπα Ανδριανού Μαρίνος Α΄ (882-884) και Στέφανος Ε΄ (885-891) δεν συμφώνησαν με τις υποχωρήσεις που έγιναν στην παραπάνω σύνοδο. Άλλωστε ο Μαρίνος είχε λάβει δράσει στην Βουλγαρία ως απεσταλμένος του πάπα Νικολάου Α΄ και βρισκόταν στη σύνοδο του 869 ως απεσταλμένος του Ανδριανού Β΄. Ο Φώτιος μίλησε εναντίον της εκλογής του πάπα Μαρίνου γιατί μετατέθηκε από επισκοπή άλλης πόλεως. Ο Μαρίνος εξακολούθησε να δέχεται τη σύνοδο του 869 που είχε καταδικάσει τον Φώτιο, αλλά δεν τον αναθεμάτισε εκ νέου.
Ο διάδοχος του Μαρίνου, πάπας Ανδριανός Γ΄ (884-885) έστειλε ενθρονιστήρια επιστολή στον Φώτιο και επανέλαβε τις καλές σχέσεις του με το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Βασίλειος Α΄ πέθανε το 886 αφήνοντας πίσω του μεγάλα έργα και κατορθώματα. Στο θρόνο τον διαδέχθηκε ο γιος του Λέων Στ΄ ο Σοφός (886-912 με συμβασιλέα τον αδερφό του Αλέξανδρο ο οποίος ασχολούνταν μόνο με τις διασκεδάσεις.
Ο Λέων Στ΄ εκθρόνισε τον Φώτιο με τρόπο ασυνήθιστο. Δύο ανώτεροι υπάλληλοι διάβσαν την παραίτηση του Φωτίου μπροστά στον λαό μέσα στην Αγία Σοφία. Κι αυτό γιατί ο Λέων Στ΄ συμπαθούσε τους Ιγνατιανούς. Τον Φώτιο τον περιόρισαν σε μονή κοντά στην πρωτεύουσα κι εκεί έζησε στην αφάνεια ως τον θάνατό του, την 6η Φεβρουαρίου του 891. Η Εκκλησία τον αναγνώρισε άγιοκαι ονομάστηκε ομολογητής και ισαπόστολος. Το γιατί εκθρονίστηκε με τρόπο τόσο απαξιωτικό δεν είναι σίγουρα γνωστό. Κάποιοι εικάζουν ότι επειδή ο Λέων είχε δάσκαλό του τον Φώτιο, αισθανόταν μίσος για κείνον.
Ο Βασίλειος Α΄ ήθελε για διάδοχό του τομ γιο του Κωνσταντίνο, ο οποίος όμως πέθανε το 880 και από τότε βυθίστηκε στο πένθος. Με τον Λέοντα ήταν σε οξυμένη κατάσταση και ο Φώτιος ήταν με το μέρος του αυτοκράτορα. Ο Λέων κατηγορήθηκε για συνωμοσία σε βάρος του πατέρα του και ο αυτοκράτορας τον φυλάκισε για ένα χρονικό διάστημα. Δυσαρέσκεια δημιουργήθηκε ακόμη και από την επέμβαση του Βασιλείου στην αισθηματική ζωή του Λέοντα. Τον ανάγκασε ν’ αφήσει την ερωμένη του Ζωή και να νυμφευτεί τη Θεανώ. Ο Λέων εξακολούθησε τις σχ΄σεις του με την ερωμένη του και ο πατέρας του την ανάγκασε να παντρευτεί με άλλον άνδρα. Από αυτές τις περιπέτειες ο Λέων αντιπάθησε όλους τους φίλους του πατέρα του και ανάμεσα σ’αυτούς και τον Φώτιο. Άλλος λόγος ήταν γιατί ήθελε ν’ ανυψώσει στον πατριαρχικό θρόνο τον αδελφό του Στέφανο 16 ή 18 χρονών, τον οποίο ο Φώτιος είχε χειροτονήσει διάκονο. Ο Στέφανος χειροτονήθηκε επίσκοπος από τον Καισαρείας Θεοφάνη τον οποίο είχε χειροτονήσει ο Φώτιος.
Πλήρη συμφιλίωση με την εκκλησία της Ρώμης έγινε την εποχή του πάπα Ιωάννη Θ΄ (899) οπότε και συμφιλιώθηκαν οι Ιγνατιανοί με τους οπαδούς του Φωτίου.
906-933 μ.Χ ΝΕΕΣ ΠΕΡΙΠΛΟΚΕΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΠΌ ΤΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟ ΓΑΜΟ ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΟΣ ΣΤ΄ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ- Η ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟ ΘΡΟΝΟ ΤΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΛΕΚΑΠΗΝΟΥ
Ο Λέων Στ΄ είχε νυμφευθεί τρείς γυναίκες. Όταν μετά τον θάνατο της δεύτερης, νυ,φεύθηκε την Τρίτη προκλήθηκε σκάνδαλο γιατί ο ίδιος ο Λέων ε΄΄ιχε απαγορεύσει τη σύναψη τρίτου γάμου ενώ ήταν αρχικά αντίθετος ακόμη και τον δεύτερο. Όμως και η τρίτη γυναίκα του Ευδοξία πέθανε το 901 και ο χήρος αυτοκράτορας ζούσε με την ερωμένη του Ζωή Καρβουνοψίνα, η οποία το 905 γέννησε γιο που τόσο πολύ ήθελε ο αυτοκράτορας για να τον ανακηρύξει διάδοχό του. Για να γίνονταν όμως αυτό έπρεπε να παντρευτεί τη Ζωή.
Εκείνη την εποχή στον πατριαρχικό θρόνο ήταν ο Νικόλαος Μυστικός (901-907 και 912-925) συγγενής και θαυμαστής του Φωτίου.
Ο Λέων νυμφεύθηκε τη Ζωή και την αναγόρευσε Αυγούστα. Τον γάμο τέλεσε ο αυτοκρατορικός ιερέας Θωμάς χωρίς να ενημερώσει τον πατριάρχη. Ο Τέταρτος γάμος απαγορεύονταν στην Ανατολική Εκκλησία.
Μόλις το έμαθε ο πατριάρχης καθαίρεσε τον Θωμά και την ημέρα των Χριστουγέννων απαγόρευσε στον αυτοκράτορα την είσοδο στον ναό.
Ο αυτοκράτορας για να βγει από το αδιέξοδο απευθύνθηκε σε πατριάρχες της Ανατολής καθώς και στον πάπα Σέργιο Γ΄. Ο πάπας έστειλε αντιπροσώπους οι οποίοι έγιναν δεκτοί με τιμές από τον αυτοκράτορα.
Το 906 έγινε σύνοδος η οποία απφάσισε ότι επιτρέπεται ο τέταρτος γάμος, χωρίς όμως να διευκρινίζει αν αυτή η απόφαση ήταν απόφαση οικονομίας για τον αυτοκράτορα.
Ο πατριάρχης Νικόλαος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση και τον έκλεισαν στην μονή Γαλακρηνών. Στη θέση του τοποθετήθηκε ο σύγκελλος Ευθύμιος ο οποίος αναγνώρισε τον τέταρτο γάμο κατ’ οικονομία.
Ο αυτοκράτορας στη συνέχεια έστεψε τον γιο του αυτοκράτορα (908) κι έτσι εξασφαλίστηκε η διαδοχή της δυναστείας.
Ο Λέων είχε θεολογική μόρφωση. Διακρίθηκε ως υμνογράφος, έγραφε κηρύγματα τα οποία απάγγειλε ο ίδιος, είναι γνωστός επίσης για το νομοθετικό του έργο. (βασιλικά και Νεαρές=νέες διατάξεις).
Όταν πέθανε ο Λέων τον διαδέχθηκε ο αδερφός του Αλέξανδρος με συναυτοκράτορα τον Κωνσταντίνο Ζ΄ γιο του Λέοντος.
Η σύνοδος καθαίρεσε τον πατριάρχη Ευθύμιο και επανέφερε τον Νικόλαο Μυστικό. Τον Ευθύμιο τον έκλεισαν στην μονή του Αγαθού. Έτσι ξέσπασαν νέες έριδες μεταξύ των οπαδών των δύο πατριαρχών. Ο Ευθύμιος όμως ύστερα από λίγο πέθανε και τα πράγματα ηρέμησαν.
Το 913 πέθανε και ο Αλέξανδρος και αυτοκράτορας έμεινε ο Κωνσταντίνος Ζ΄ παιδί 7 ετών με επιτρόπους αντιβασιλείς με επικεφαλή τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό.
Ο Νικόλαος έγραψε στον πάπα Αναστάσιο Γ΄ (911-913) σχετικά με τις θέσεις της Ανατολικής εκκλησίας για τον τέταρτο γάμο και κατηγόρησε τους παπικούς αντιπροσώπους για τη στάση τους στη σύνοδο του 907.
Το 919 επικράτησε στην Κωνσταντινούπολη ο στρατηγός Ρωμανός Λεκαπηνός, αμαθής και αγράμματος αλλά με ισχυρή προσωπικότητα. Αυτός για να επαναφέρει την ειρήνη στην εκκλησία κάλεσε σύνοδο τον Ιούλιο του 920. Η σύνοδος αυτή ακύρωσε τις αποφάσεις της συνόδου του 907 και απαγόρευσαν τον τέταρτο γάμο, χωρίς όμως να κάνουν λόγο για τον γάμο του Λέοντος.
Ο πάπας Ιωάννης Ι΄ (914-928) δέχτηκε τις αποφάσεις της συνόδου ώστε εφεξής η κάθε εκκλησία να δέχεται τις παραδόσεις της άλλης. Ο Νικόλαος ξαναέγραψε στα δίπτυχα το όνομα του πάπα και συλλειτούργησε με τους παπικούς αντιπροσώπους. Έτσι αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις των δύο εκκλησιών.
Το κύρος του Ρωμανού Λεκαπηνού ανέβηκε και τον Σεπτέμβριο του 920 ανακηρύχθηκε καίσαρ δηλαδή συναυτοκράτορας με τον Κωνσταντίνο, αφού το προηγούμενο έτος είχε παντρέψει την θυγατέρα Ελένη με τον Κωνσταντίνο και είχε πάρει τον τίτλο Βασιλεοπάτωρ.
Μετά τον θάνατο του Νικολάου Μυστικού, πατριάρχης αναδείχθηκε ο Στέφανος Β΄ (925-928) και κατόπιν ο Τρύφων (928-931). Ο Ρωμανός Λεκαπηνός θέλησε να κάνει τον έφηβο γιο του Θεοφύλακτο 16 ετών πατριάρχη όπως είχε κάνει και ο Λέων Στ΄. Έτσι με ένα άθλιο τέχνασμα ανάγκασε τον Τρύφων να παραιτηθεί. Για να επιτύχει τον σκοπό του ζήτησε την βοήθεια του πάπα Ιωάννου ΙΑ΄ (931-935). Την εποχή αυτή ο παπισμός βρίσκονταν σε κατάπτωση και ο πάπας δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία σε όλα αυτά. Έστειλε λοιπόν 4 κληρικούς από τους οποίους οι δύο ήταν επίσκοποι και χειροτόνησαν τον Θεοφύλακτο (933). Ο νέος πατριάρχης στην μακρόχρονη πατριαρχεία του ως το 956 δεν έδινε σημασία στα εκκλησιαστικά ζητήματα, περνούσε τον χρόνο του στους στάβλους γιατί λάτρευε την ιππασία.
864-1001 μ.Χ Η ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΣΤΟΥΣ ΣΛΑΒΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΛΑΟΥΣ. ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΙΟΥ
-Εκχριστιανισμός Μοραβίας (Τσεχοσλοβακίας)
Η Μοραβία βρισκόταν όπου είναι σήμερα η σημερινή Τσεχία-Σλοβακία. Την κατοικούσαν Σλάβοι. Μετά τον θάνατο Μ. Καρόλου ο ηγεμόνας της Μοραβίας Ρατισλάβος (846-880) κατόρθωσε να επιτύχει την ανεξαρτησία του παρά τις προσπάθεις του Λουδοβίκου του Γερμανικού να την υποτάξει. Συμμάχησε μάλιστα ο Λουδοβίκος με τον Βόρη εναντίον του Ρατισλάβου. Ο Ρατισλάβος ζήτησε την βοήθεια του πάπα, όπως εκείνος αρνήθηκε να τον βοηθήσει. Τότε ο Ρατισλάβος ζήτησε από το Βυζάντιο βοήθεια. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ΄ του την παρείχε και παράλληλα ο Ρατισλάβος ζήτησε σλαβομαθείς κληρικούς για να διδάξουν στον λαό του τον χριστιανισμό. Τότε ο πατριάρχης Φώτιος έστειλε τους αδελφούς Κωνσταντίνο (κατόπιν Κύριλλο) και Μεθόδιο, έλληνες από την Θεσσαλονίκη μαζί με κληρικούς και τεχνήτες. Ο Κύριλλος ήταν μορφωμένος, καθηγητής στην Ανωτέρα σχολή της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ ο Μεθόδιος ήταν διοικητής της επαρχίας στα σύνορα της χώρας των Βουλγάρων και κατόπιν έγινε μοναχός στο Βιθυνικό Όλυμπο, όπου έγινε και ηγούμενος.
Οι δύο αδελφοί είχαν εφεύρει αλφάβητο για τη σλαβική γλώσσα, το γλατολιτικό (γλαγόλ=λόγος) και μετέφρασαν το Ευαγγέλιο στη σλαβική γλώσσα, καθώς και λειτουργικά βιβλία.
Το ιεραποστολικό έργο τους το ξεκίνησαν στη Μοραβία το 863, εισήγαγαν τον λατινικό τύπο λειτουργίας, τη λεγόμενη λειτουργία του αγ. Πέτρου και το ελληνικό Ωρολόγιο μεταφρασμένα στα σλαβικά, δε δέχτηκαν το filioque και εισήγαγαν τις νηστείες της Ανατολικής εκκλησίας. . Έτσι στη Μοραβία για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε στη λατρεία η σλαβική γλώσσα. Αυτά προκάλεσαν την αντίδραση των Φράγκων κληρικών.
Οι δύο αδελφοί το 867 πήγαν στη Βενετία κι από κει στη Ρώμη, όπου έγιναν δεκτοί με τιμές από τον πάπα Ανδριανό Β΄ επειδή έφεραν μαζί τους τα λείψανα του επισκόπου Ρώμης Κλήμεντος, τα οποία βρήκαν στη θάλασσα της Χερσώνας της Κριμαίας. Εκεί ο Κωνσταντίνος έγινε μοναχός παίρνοντας το όνομα Κύριλλος. Πέθανε εκί το 869 και τον έθαψαν στο ναό του αγ. Κλήμεντος.
Ο Μεθόδιος χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Σιρμίου και εγκαταστάθηκε στην Παννονία. Η Παννονία ανήκε όμως στο Φραγκικό κράτος και υπάγονταν εκκλησιαστικώς στην αρχιεπισκοπή Σαλτσβούργου, γι’ αυτό και οι Γερμανοί επίσκοποι συνέλαβαν τον Μεθόδιο, τον καθαίρεσαν και τον φυλάκισαν (870). Ο πάπας Ιωάννης Η΄ μόλις το έμαθε ενδιαφέρθηκε αμέσως επιτυγχάνοντας την αποφυλάκισή του.
Το 873 ο Μεθόδιος πήγε πάλι στη Μοραβία όπου συμπλήρωσε την μετάφραση ολόκληρης της Αγ. Γραφής. Εκεί πέθανε το 885.
Το έργο όμως των αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου καταστράφηκε, γιατί αργότερα με τις ενέργειες του επισκόπου Βίχιγκ και την έγκριση του πάπα Στεφάνου Ε΄ επιβλήθηκε η λειτουργία στα λατινικά και η εισαγωγή του filioque και απομακρύνθηκαν τα ελληνικά έθιμα.
Ακολούθησε διωγμός των μαθητών του Μεθοδίου, οι οποίοι εξοστρακίστηκαν στη Βουλγαρία, όπου εκεί τους υποδέχτηκε ο ελληνομαθής βασιλιάς Συμεών για τις μεταφράσεις βιβλίων από τα ελληνικά στα σλαβικά. Στη Βουλγαρία άλλαξαν τους χαρακτήρες της γραφής και για το νέο αλφάβητο χρησιμοποιήθηκαν τα κεφαλαία ελληνικά. Αυτό εσφαλμένα ονομάστηκε Κυριλλικό, ενώ πραγματικά Κυριλλικό είναι το γλατολιτικό το οποίο σήμερα δεν χρησιμοποιείται πουθενά.
Τους δύο αδελφούς, φωτιστές των Σλάβων τιμούν οι Σλαβικοί λαοί ως αγίους, ιεραποστόλους και εθνικούς ήρωες γιατί με το έργο τους, με τη γραφή, τις μεταφράσεις και την καλλιέργεια των γραμμάτων τους εισήγαγαν στον πνευματικό πολιτισμό και έκαναν την γλώσσα τους τους γραπτή και φιλολογική.
-Εκχριστιανισμός Ουγγαρίας
Οι κάτοικοι της Ουγγαρίας προήλθαν από νομαδικές φυλές του ουγγροφινλανδικού τόξου. Αυτοί μαζί με τους Ονογούρους αποτέλεσαν συμπαγή λαό και έκαναν τρομερές επιδριμές στη Δύση ώσπου κατατροπόθηκαν και περιορίστηκαν στον τόπο που β΄ρισκονται μέχρι και σήμερα.
Την εποχή του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου Ούγγροι μετανάστες πήγαν στην Κωνσταντινούπολη και βαπτίστηκαν. Όταν επέστρεψαν στη χώρα τους μαζί με αυτούς πήγε και έλληνας επίσκοπος, ο Ιερόθεος Τουρκίας, χειροτονημένος από τον πατριάρχη Θεοφύλακτο. Πολλοί πιστεύουν ότι ο Ιερόθεος είναι ο γνωστός στην ουγγρική παράδοση μάρτυρας Γκέλερτ.
Ο ηγεμόνας της χώρας Vajk αφού βαπτίστηκε και ονομάστηκε Στέφανος, νυμφεύθηκε την αδελφή του αυτοκράτορα Ερρίκου Β΄Γκιζέλα (995). Το έτος 1000 ζήτησε βοήθεια από τον πάπα Σίλβεστρο Β΄ ο οποίος έστειλε βασιλικό στέμμα και του αναγνώρισεβασιλικό αξίωμα, αν και γι’ αυτό ο Στέφανος θα πλήρωνε ετήσιο φόρο υποτελείας.
Αυτό το στέμμα ενώθηκε αργότερα με το στέμμα που του έστειλε ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Ζ΄ (1071-1078) στον βασιλιά Γκέζα Α΄. Το διπλό αυτό στέμμα είναι το γνωστό που φορούν οι Ούγγροι βασιλιάδες. Αυτό το στέμμα κατά την διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου το έστειλαν στις Η.Π.Α για να το φυλάξουν από τους Γερμανούς και τελικά επεστράφη στην Ουγγαρία το 1978. Σήμερα βρίσκεται στο εθνικό μουσείο Βουδαπέστης.
Σή,ερα ο λαός των Ούγγρων ονομάζει την Ορθοδοξία παλαιά πίστη αντίθετα με τη νέα τη Δυτική.
Το 1001 ο πάπας ίδρυσε την επισκοπή Στριγγονίου ή Εστέργκομ η οποία αποτέλεσε τη βάση της οργανώσεως της εκκλησίας της Ουγγαρίας.
-Εκχριστιανισμός Ρωσίας
Το μεγάλο κράτος των Ρώσων οφείλει την ανάπτυξή του στους δραστήριους Σκανδιναβούς Βαράγγους, τους Ρως που με τον ηγέτη τους Ρούρικ κατέβηκαν κι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή γύρω από το Κίεβο στα μέσα του Θ΄ αι. Εκεί βρήκαν Σλάβους στους οποίους έδωσαν το όνομά τους , Ρώσοι και πήραν απ’ αυτούς τη γλώσσα. Το 860 έκαναν επιδρομή στο Βυζάντιο, αλλά ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ΄ (Ο αυτοκράτορας έλειπε σε εκστρατεία στη Σικελία) με επικεφαλή τον πατριάρχη Φώτιο αντιστάθηκαν και έδιωξαν τους Ρώσους.
Οι Ρώσοι γνώρισαν τον χριστιανισμό από τους εμπόρους. Ο Ιγνάτιος και ο Φώτιος φρόντισαν για τον εκχριστιανισμό τους.
Μεγάλη σημασία είχε η επίσκεψη της χήρας του ηγεμόνα της Ουκρανίας Ιγκός Όλγας στην Κωνστνατινούπολη το 957 όπου έγινε δεκτή με μεγάλες τιμές. Είχε ασπαστεί τον χριστιανισμό και είχε ονομαστεί Ελένη. Ο γιος της Σβιατοσλάβος ήταν ειδωλολάτρης και συγκρούστηκε με τους Βυζαντινούς, νικήθηκε όμως από τον Ιωάννη Τσιμισκή στη Δρίτσα του Δουνάβεως το 971 και υπέγραψε συνθήκη.
Ο εγγονός της Όλγας Βλαδίμηρος εισήγαγε επίσημα τον χριστιανισμό στη χώρα του γι’ αυτό και ονομάστηκε άγιος και ισαπόστολος. Από το Νόβγκοροντ που είχε την έδρα του κυρίευσε το Κίεβο και έγινε μέγας ηγεμόνας (980-1015).
Ο Βλαδίμηρος ήταν ειδωλολάτρης. Επειδή οι Βυζαντινοί βρίσκονταν σε απελπιστικοί κατάσταση στο εσωτερικό ζήτησαν επί αυτοκρατορίας Βασιλείου Β΄ την βοήθεια του Βλαδιμήρου ο οποίος έστειλε στρατό και νίκησαν τους επαναστάτες Βάρδα Σκληρό και Βάρδα Φωκά. Τότε ο Βλαδίμηρος ζήτησε σε γάμο την αδελφή των αυτοκρατόρων Βασιλείου Β΄και Κωνσταντίνου Η΄, Άννα και υποσχέθηκε να γίνει χριστιανός. Ήταν η πρώτη φορά που πριγκίπισσα από βασιλικό γένος της Κωνσταντινουπόλεως θα παντεύονταν με αλλόφυλο. Οι αυτοκράτορες στην αρχή δίστασαν και αργοπώρησαν να δώσουν την συγκατάθεσή τους, τότε ο Βλαδίμηρος κατέβηκε με στρατό και κατέλαβε την Χερσώνα. Τότε οι Βυζαντινοί αναγκάστηκαν να στείλεουν την πριγκίπισσα Άννα στη Χερσώνα, ο Βλαδίμηρος βαπτίστηκε χριστιανός και κατόπιν έγινε ο γάμος.
Σύμφωνα με παλαιές παραδόσεις ο Βλαδίμηρος είχε στείλει απεσταλμένους στους Μουσουλμάνους του Βόλγα, στη Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη για να επιλέξει την κατάλληλη θρησκεία για το έθνος του. Οι αντιπρόσωποί του έμειναν έκθαμβοι από τη λειτουργία της Αγ. Σοφίας και είπαν στον Βλαδίμηρο ότι η καλύτερη θρησκεία είναι των Βυζαντινών.
-Εκχριστιανισμός Νοτίων Σλάβων
Οι Σέρβοι όπως μας πληροφορεί ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος ήταν εγκατεστημένοι στην Ουγγαρία, ήρθαν πιο νότια και μια ομάδα τους εγκαταστάθηκε στην περιοχή των σημερινών Σερβίων Κοζάνης αφού πήραν την άδεια του αυτοκράτορα Ηρακλέιου. Οι βυζαντινοί εξηγούν τη λέξη Σέρβος=Σέρβλος λατινικά δούλος. Βαθμιαία εξαπλώθηκαν στη σημερινή Σερβία.
Οι Σέρβοι επειδή εγκαταστάθηκαν στις δυτικές περιοχές της Βαλκανικής Χερσονήσου βράθηκαν στη δικαιοδοσία της Ρώμης. Όμως ο Ηράκλειος έστειλε ιεραποστόλους για τον εκχριστιανισμό τους.Αργότερα ο Βασίλειος Α΄ Μακεδών αποκατέστησε την βυζαντινή κυριαρχία στην περιοχή. Σημαντικό ρόλο στον εκχριστιανισμό τους έπαιξε το αλφάβητο των Κυρίλλου-Μεθοδίου.
-Εκχριστιανισμός Ρουμανίας
Η Δακία ήταν χώρα στα βόρεια του Δούναβη. Οι κάτοικοί της ήταν συγγενείς με τους Θράκες και του Ιλλυρίους. Η Ρωμαϊκή επιρροή στην περιοχή ήταν έντονη από πολύ νωρίς.
Ο Χριστιανισμός στην αρχή διαδόθηκε στη Μικρή Σκυθία, τη σημερινή Δοβρουτσά, στα παράλια του Εύξεινου Πόντου όπου σύμφωνα με την παράδοση εκεί κήρυξε ο Απόστολος Ανδρέας. Εκεί υπήρχαν αρχαίες ελληνικές πόλεις όπως η Τόμις η σημερινή Κωνστάντσα, η Ολβία η Παρθενόπολη κ.α. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε πρώτα στους Δακοθράκες κυρίως από στρατιώτες των Ρωμαϊκών λεγεώνων. Ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός επέδρασε δραστικά στην περιοχή και την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου είχε εξαπλωθεί σημαντικά.
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΟΥ 1054
Από τον Θ΄ αιώνα και έπειτα το χάσμα μεταξύ των δύο εκκλησιών ολοένα και μεγάλωνε. Την εποχή του Όθωνος Α΄ του Μεγάλου η γερμανική αυτοκρατορία ενισχύθηκε. Ο πάπας Ιωάννης ΙΒ΄ έστεψε τον Όθωνα αυτοκράτορα στη Ρώμη. Έτσι ο παπισμός πέρασε στην γερμανική επιρροή. Ο αυτοκράτορας της Γερμανία διόριζε τον πάπα και έλεγχε τα πράγματα στην Ιταλία.
Ο πάπας Σέργιος Δ΄(1009) στην ενθρονιστήρια επιστολή του παρέθεσε το σύμβολο της πίστεως ενσωματώνοντας σ’΄αυτό το filioque. Κατόπιν ο πάπας Βενέδικτος Η΄ το 1014 ύστερα από απάιτηση του θείου του αυτοκράτορα Ερρίκου Β΄ το πρόσθεσε στο Σύμβολο της Πίστεως. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος Β΄ (999-1019) διέγραψε το όνομα του πάπα από τα δίπτυχα κι έτσι έπαυσε η κοινωνία μεταξύ των δύο εκκλησιών. Όμως ο πατριάρχης Ευστάθιος (1020-1025) άρχισε συννενοήσεις με τον πάπα Ιωάννη ΙΘ΄ ζητώντας ν’ αναγνωρίσει τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ως οικουμενικό για την Ανατολή όπως ήταν ο πάπας Ρώμης για τη Δύση. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄ ήταν έτοιμος να προσφέρει χρή,ατα στον πάπα αν συμφωνούσε. Όμως στη Δυτική εκκλησία είχε αρχίσει μεταρρυθμιστική και ανανεωτική κίνηση από τη μονή Κλουνύ και οι οπαδοί αυτής της κίνησης που τόνιζαν το παπικό πρωτείο δεν άφησαν τον πάπα να δεχτεί την πρόταση.
Άλλη δυσαρέσκεια προκλήθηκε από τη δραστηριότητα του αυτοκράτορα της Γερμανίας Όθωνα Α΄ στην Ιταλία.
Λίγο αργότερα Νορμανδοί δηλ. λαός από την Β. Γαλλία κυρίεψαν την Σικελία και φέρθηκαν στους εκεί χριστιανούς με βαρβαρότητα. Παράλληλα ο Βασίλειος Β΄ για να στερεώσει την εκκλησιαστική δικαιοδοσία της Κωνσταντινουπόλεως στην Ν. Ιταλία ίδρυσε την αρχιεπισκοπή Σιπόντου στην Απουλία, την οποία απειλούσαν οι επιθέσεις των Γερμανών συμμάχων του πάπα Βενέδικτου Η΄. Τα γεγονότα της Κάτω Ιταλίας χειροτέρεψαν τις σχέσεις των δύο εκκλησιών.
Οι πάπες θεωρούσαν τους Νορμανδούς συμμάχους τους. Ο Δούκας Αργυρός ηγέτης των Βυζαντινών δυνάμεων στην περιοχή πρότεινε στον πάπα Λέοντα Θ΄ να συμμαχήσουν εναντίον των Νορμανδών, ο πάπας τον άκουσε με ευχαρίστηση. Παράλληλα ο πάπας απευθύνθηκε στον αυτοκράτορα της Γερμανίας Ερρίκο Γ΄ ο οποίος δέχτηκε να τον βοηθήσει στον αγώνα εναντίον των Νορμανδών.
Αν και ο πάπας σχεδίαζε συμμαχία με το Βυζάντιο, εισήγαγε όμως τα λατινικά έθιμα στις περιοχές τις κατακτημένες από τους Νορμανδούς. Μάλιστα καθαίρεσε τον αρχιεπίσκοπο Σιπόντου και υπήγαγε την επαρχία του στη λατινική αρχιεπισκοπή Βενεβέντου. Ο Αργυρός θέλοντας να έχει καλές σχέσεις με τον πάπα δεν διαμαρτυρήθηκε, δεν διαμαρτυρήθηκε ούτε και ο αυτοκράτορας συμφωνόντας με τον Αργυρό για πολιτικούς λόγους. Έτσι το ζήτημα αυτό της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας στη Ν. Ιταλία προκάλεσε σοβαρή κρίση και τελικά στο οριστικό σχίσμα.
Το 1043 ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ο Μιχαήλ Κηρουλάριος ο οποίος ήταν πολτικός υπάλληλος στα ανάκτορα. Το 1040 ο Κηρουλάριος αναμίχθηκε σε συνομωσία των αριστοκρατών του Βυζαντίου για ν’ ανατρέψουν τον δεύτερο σύζυγο της Ζωής, Μιχαήλ Δ΄ Παφλάγονα. Η συνωμοσία δεν πέτυχε και ο αυτοκράτορας για να εξασφαλιστεί από τον Κηρουλάριο ο οποίος θα γινόταν αυτοκράτορας αν πετύχαινε η συνωμοσία, τον ανάγκασε να γίνει μοναχός. Ο Κηρουλάριος δέχτηκε γιατί ο αδερφός του αυτοκτόνησε. Ύστερα από τρία χρόνια ανέβηκε στον θρόνο ο τρίτος σύζυγος της Ζωής Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος, φίλος του Κηρουλάριου. Το 1043 πέθανε ο πατριάρχης Αλέξιος Στουδίτης και τον ίδιο χρόνο ο Κηρουλάριος έγινε πατριάρχης αφού δεν μπόρεσε να γίνει αυτοκράτορας.
Είχε κύρος, φορούσε ερυθρά πέδιλα, μιλούσε στον βασιλιά με υπεροψία και ασκούσε πάνω του μεγάλη επιρροή.
Στη συνέχεια αφόρισε τον Αργυρό για την υποχωρητική στάση που υπέδειξε, κάτι που επιδείνωσε τις σχέσεις μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Κηρουλάριος επέβαλε στους Λατίνους της Κωνσταντινουπόλεως να προσαρμοστούν στα Ανατολικά έθιμα και όταν αυτοί αρνήθηκαν, διέταξε να κλείσουν τα μοναστήρια και τους ναούς τους. Ενώ εκτελούσαν τη διαταγή, ο σακελλάριος Κωνσταντίνος πάτησε με τα πόδια του την όστια (καθαγιασμένο άρτο) των Λατίνων, λέγοντας ότι δεν είναι καθαγιασμένη, επειδή ήταν από άζυμο άρτο. Τα γεγονότα αυτά έγιναν το 1052. Την Άνοιξη του 1053 ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Λέων, με παραγγελία του πατριάρχη έγραψε προς τον επίσκοπο του Τράνι της Απουλίας Ιωάννη, στην οποία καταδίκαζε τα έθιμα της Δυτικής εκκλησίας. Στην επιστολή αναφέρεται σε έθιμα με δευτερεύουσα σημασία όπως η χρήση των αζύμων, η χρήση πνικτών δηλ. η βρώση ζώων που δεν τα έσφαξαν αλλά τα έπνιξαν, η νηστεία του Σαββάτου και η παράλειψη του Αλληλούϊα στην ψαλμωδία της Μ. Σαρακοστής. Χαρακτήρισε τους δυτικούς μισοϊουδαίους και μισοειδωλολάτρες. Παρέλειψε σημαντικά ζητήματα όπως το filioque .
Όταν η επιστολή γράφηκε, ο πάπας Λέων Θ΄ βρίσκοταν στην Ν. Ιταλία πολεμώντας ο ίδιος κατά των Νορμανδών, μικήθηκε μάλιστα στην Civitate της Απουλίας τον Ιούνιο του 1053, τον έπιασαν αιχμάλωτο, έδωσε συγχώρηση στους Νορμανδούς, αλλά αυτοί τον κράτησαν ακόμη εννιθά μήνες. Λίγες μέρες μετά την απελευθέρωσή του ο πάπας πέθανε την 19η Απριλίου 1054.
Ο επίσκοπος Τράνι Ιωάννης όταν έλαβε την επιστολή του Λέοντος Αχρίδος την έστειλε στον πάπα, ο οποίος την παρέδωσε στον Ουμβέρτο, καρδινάλιο επίσκοπο της Σίλβα Κάντινα. Ο Ουμβέροτς ήταν μορφωμένος, ελληνομαθής, αλλά ταυτόχρονα εγωϊστής και απερίσκεπτος. Μισούσε τους έλληνες.
Στην επιστολή που συνέταξε ο Ουμβέρτος ισχυρίζονταν ότι το πρωτείο του πάπα έχει θεία προέλευση και ότι η πίστη της Ρωμαϊκής εκκλησίας είναι αλάνθαστη. Συνεπώς ο πάπας δεν μπορεί να κριθεί από κανέναν κι επειδή ο Κηρουλάριος τον έκρινε αναθεματίστηκε από μόνος του.
Τα πολιτικά γεγονότα όμως ανάγκασαν τον Αργυρό να πείσει τον αυτοκράτορα πως πρέπει το Βυζάντιο να συμφιλιωθεί με τον πάπα. Έτσι ο αυτοκράτορας έγραψε επιστολή στον πάπα και του ζητούσε την βοήθειά του. Έγραψε και ο Κηρουλάριος, ο οποίος βεβαίωνε πως θα επανεγγράψει το όνομα του πάπα στα δίπτυχα και περίμενε κι απ΄αυτόν να πράξει το ίδιο. Στην επιστολή αυτή όμως δεν προσφωνούσε τον πάπα πατέρα όπως συνηθίζονταν, αλλά αδερφό. Αυτά προκάλεσαν την οργή του πάπα.
Ο πάπας έλαβε τις επιστολές ενώ ήταν ακόμη αιχμάλωτος των Νορμανδών. Αποφάσισε να στείλει αντιπροσώπους στην Κωνσταντινούπολη, τον καρδινάλιο Ουμβέρτο, τον διάκονοΦρειδερίκο της Λωρραίνης τον κατοπινό πάπα Στέφανο Θ΄και τον αρχιεπίσκοπο Αμάλφι Πέτρο. Αυτοί έφεραν απάντηση στις δύο επιστολές τις οποίες έγραψε πιθανότατα ο Ουμβέρτος.
Στη επιστολή προς τον Κηρουλάριο δεν τον αποκαλούσε πατριάρχη, αλλά αρχιεπίσκοπο, τον κατηγορούσε ότι ήθελε να οικειοποιηθεί την δικαιοδοσία άλλων πατριαρχείων της Ανατολής, ότι ήταν νεόφυοτς, δηλ. ότι χειροτονήθηκε με αντικανονικό τρόπο ως αθρόον. Δηλαδή η ίδια κατηγορία που ίσχυε και για το Φώτιο. Αυτό όμως δεν ίσχυε για τον Κηρουλάριο γιατί πριν γίνει πατριάρχης ήταν μοναχός, ίσως και κληρικός. Μεταξύ άλλων απειλούσε πως αν δεν αναγνώριζε ο Κηρουλάριος το παπικό πρωτείο θα βρισκόταν μαζί με τους αιρετικούς στη συναγωγή του σατανά. Τέλος ζητούσε και την επιστροφή του Ανατολικού Ιλλυρικού στην παπική δικαιοδοσία.
Ο Κηρουλάριος διάβασε με έκπληξη την επιστολή, αλλά αρνήθηκε να τους αντιμετωπίσει ως εκπροσώπους του πάπα, διότι ο πάπας είχε πεθάνει στις 19 Απριλίου του 1054 και ο παικός θρόνος ήταν κενός. Συνεπώς αυτοί δεν μπορούσαν να αντιπροσωπεύσουν τον νεκρό πάπα Λέοντα Θ΄.
Ο μοναχός της μονής Στουδίου Νικήτας Στηθάτος, απάντησε με αξιοπρέπεια και ηρεμία και προσπάθησε να αποδείξει πως δεν είναι σωστό να χρησιμοποιούνται τα άζυμα στη Θεία Ευχαριστία. Ο Ουμβέρτος απάντησε βίαια και υβριστικά προς τον Στηθάτο. Ο αυτοκράτορας επειδή ήθελε την συνεργασία του πάπα, για να απαλλάξει την Κ. Ιταλία από τους Νορμανδούς, είπε στον Νικήτα Στηθάτο να σταματήσει τη διαμάχη και να ανακαλέσει. Κατόπιν ο Ουμβέρτος δημοσίευσε πραγματεία σχετικά με το filioque. Ο πατριάρχης δεν απάντησε οίυτε θέλησε να συναντηθεί με τους παπικούς αντιπροσώπους παλόλο που αο αυτοκράτορας του το ζήτησε.
Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΤΕΛΙΚΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ
Στις 16 Ιουλίου 1054 ημέρα Σάββατο, ενώ γινόταν λειτουργία στην Αγ. Σοφία οι τρεις αντιπρόσωποι του πάπα, μπήκαν προχώρησαν και άφησαν πάνω στην Αγία Τράπεζα βούλλα αφορισμού του πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλαρίου, του Λέοντος Αχρίδος και όλων των ομοφρόνων τους. Ένας διάκονος ενώ έφευγαν έτρεξε πίσω τους για να τους επιστρέψει το έγγραφο, όμως αυτοί δεν το πήραν, κατόπιν το περιμάζεψε και το έδωσε στον πατριάρχη. Οι αντιπρόσωποι έφυγαν τινάζοντας τη σκόνη από τα υποδήματά τους.
Το έγγραφο του αφορισμού συντάχθηκε από τον Ουμβέρτο και περιέχει ένα μίγμα από λανθασμένες αντιλήψεις για την Ανατολική Εκκλησία και αλαζονικούς ισχυρισμούς για την Δυτική. Επαναλαμβάνει την αντίληψη για το πρωτείο. Για τους Ανατολικούς έλεγε ότι είναι σιμωνιακοί, επιτρέπουν την χειροτονία ευνούχων, αναβαπτίζουν τους Λατίνους, επιτρέπουν τον γάμο στους χειροτονημένους κληρικούς, θεωρούν έγκυρα μόνο τα δικά τους μυστήρια, έβγαλαν το filioque από το σύμβολο της πίστεως, θεωρούν έμψυχο κάθε τι που βρίσκεται σε ζύμωση, δεν βαπτίζουν τα ετοιμοθάνατα νήπια πριν την όγδοη ημέρα, δεν βαπτίζουν και δεν κοινωνούν γυναίκες που κινδυνεύουν ενώ βρίσκονται στον τοκετό ή έχουν έμμηνα, τρέφουν γενειάδα και μακριά μαλλιά και δεν κοινωνούν τους ξυρισμένους κληρικούς.
Ο αυτοκράτορας μόλις πληροφορήθηκε για το περιεχόμενο του κειμένου, έστειλε ανθ΄ρωπους να φέρουν πίσω τους αντιπροσώπους για να παρουσιαστούν στη σύνοδο. Όμως ο λαός που έμαθε τα γεγονότα εξεγέρθηκε και ο αυτοκράτορας με δυσκολία τους έβγαλε από την πόλη για να αναχωρήσουν για τη Ρώμη.
Την Κυριακή 24 Ιουλίου ο πατριάρχης στην ενδημούσα σύνοδο είπε ότι άνθρωποι ανεύθυνοι ήρθαν από την Δύση, όχι αντιπρόσωποι του πάπα, αλλά σταλμένοι από τον Δούκα Αργυρό, εχθρό του πατριάρχη. Αφόρισαν τον Ουμβέρτο και τους συντάκτες του εγγράφου και όσους το δέχονταν. Δεν καταδίκασαν τον παπικό θρόνο, ούτε τον πάπα. Το έγγραφο του αφορισμού το έκαψαν σύμφωνα με την παραγγελία του αυτοκράτορα.
Για τα γεγονότα αυτά ενημερώθηκε και ο πατριάρχης Αντιοχείας Πέτρος Γ΄ , ο οποίος είχε χειροτονήσει τον Κηρουλάριο και εκείνος με τη σειρά του ενημέρωσε τους δύο άλλους πατριάρχες. Παρόλα αυτά αν και ο πατριάρχης Αντιοχείας δεν συμφωνούσε με τους Λατίνους, ούτε με την προσθήκη του filioque ήξερε όμως να ξεχωρίζει τα τις σοβαρές διαφορές από τις πιο απλές. Τόνιχε ότι χρειαζόταν υπομονή και συζήτηση για τις διαφορές, γιατί οι Λατίνοι είναι αδελφοί μας και δεν πρέπει να τους ζητούμε μεγάλη ακρίβεια γιατί διατελλούν σε αγροικία και είναι βάρβαρα έθνη.
Οι πατριάρχες της Ανατολής είχαν διαγράψει το όνομα του πάπα από τα δίπτυχα. Ο αυτοκράτορας είδε με πολλή δυσαρέσκεια τα γεγονότα, ενώ μετά από έξι μήνες πέθανε το 1055.
ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΟΥ 1054
Μετά τον Μιχαήλ Στ΄, στην αρχή κατέλαβε τον θρόνο ο Ισσάκιος Κομνηνός με τη βοήθεια του Κηρουλαρίου. Όμως στη συνέχεια ο αυτοκράτορας δυσαρεστήθηκε με τον Κηρουλάριο και το 1058 διέταξε να τον φυλακίσουν και να τον δικάσουν. Πριν τον δικάσουν όμως πέθανε από τις ταλαιπωρίες και τους εξευτελισμούς που έπαθε. Ο αυτοκράτορας για να ησυχάσει τη δυσαρέσκεια του λαού διέταξε να του κάνουν μεγαλοπρεπή κηδεία. Ο Μ. Ψελλός ο οποίος τον κακολογούσε ζωντανό, εξεφώνησε τον επικήδειο.
Το σχίσμα αντί να γεφυρωθεί εξακολούθησε να υπάρχει. Στον παπικό θρόνο ανέβηκε ο Στέφανος Θ΄ (1057-58), ένας από τους αντιπροσώπους που είχε πάει στην Κωνσταντινούπολη. Οι Νορμανδοί συμφιλιώθηκαν με τον πάπα και ο αρχηγός τους Ροβέρτος Γυισκάρδος αφού κυρίευσε τις Βυζαντινές επαρχίες της Ν. Ιταλίας, τις παρέδωσε στην δικαιοδοσία του πάπα (1059). Έτσι έπαυσε το Βυζάντιο να κυριαρχεί σε Δυτικές επαρχίες.
Το filioque θεωρήθηκε πλέον δογματική διαφορά, αν και το σχίσμα δεν έγινε γι΄αυτό αλλά για πολτικούς λόγους: α) πολιτικές διαφορές και β) το θέμα της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας στην Ν. Ιταλία.
Όταν όμως τα υπόλοιπα λησμονήθηκαν το filioque θεωρήθηκε ως η βασική αιτία του σχίσματος που έγινε αδύνατο να αρθεί κοντά στους 10 αιώνες τώρα.