Πρόλογος
Όλοι οι ψαλμοί είναι 150. Δεν ανήκουν όμως όλοι στον Δαυίδ:
Οι ψαλμοί 1-40 ανήκουν στον Δαυίδ.
Οι ψαλμοί 41-70 ανήκουν στον Δαυίδ αλλά και στους απογόνους του Κορέ.
Οι ψαλμοί 72-88 ανήκουν κυρίως στον Ασάφ.
Οι ψαλμοί 89-105 ανήκουν στον βασιλέα Εζεκία.
Οι ψαλμοί 106-150 ανήκουν πιθανόν στους Έσδρα και Νεεμία.
Ο Καλβίνος γράφει ότι οι ψαλμοί είναι ανατομία των μελών της ψυχής. Αξίζει λοιπόν ο κάθε άνθρωπος να τους μελετήσει και να εντρυφήσει στο περιεχόμενό τους.
Ψαλμός πρώτος (α΄)
«Μακάριος ανήρ»
Μακάριος ανήρ, ός ουκ επορεύθη εν βουλή ασεβών και εν οδώ αμαρτωλών ουκ έστη και επί καθέδρα λοιμών ουκ εκάθισεν. Αλλ΄ ή εν τω νόμω Κυρίου το θέλημα αυτού και εν τω νόμω αυτού μελετήσει ημέρας και νυκτός. Και έσται ως το ξύλον το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων, ό τον καρπόν αυτού δώσει εν καιρώ αυτού και το φύλλον αυτού ουκ απορρυήσεται και πάντα, όσα αν ποιεί, κατευοδωθήσεται. Ούχ ούτως οι ασεβείς, ούχ ούτως· αλλ΄ ή ωσεί χνούς, όν εκρίπτει ο άνεμος από προσώπου της γης. Δια τούτο ουκ αναστήσονται ασεβείς εν κρίσει, ουδέ αμαρτωλοί εν βουλή δικαίων. Ότι γινώσκει Κύριος οδόν δικαίων και οδός ασεβών απολείται.
Ο ψαλμός αυτός είναι ανεπίγραφος. Ανήκει ή στον Δαυίδ ή στον Σολομώντα. Ομιλεί περί της μακαριότητας την οποία κάθε άνθρωπος ποθεί να αποκτήσει.
Ο άνθρωπος κινείται προς το κακό, συχνά προσκολλάται σ’ αυτό και σκληρύνεται η καρδία του, κάτι που όμως ο ευσεβής αποφεύγει. Επομένως ευτυχισμένος είναι εκείνος ο οποίος δεν πορεύεται σύμφωνα με τις σκέψεις, τις θελήσεις και τις συμβουλές των ασεβών. Δεν συνάπτει φιλίες με ασεβείς, δεν παρακάθεται σε συγκεντρώσεις διεφθαρμένων ανθρώπων. Σε έναν τέτοιο άνθρωπο όλα τα έργα των χειρών του κατευοδούνται, επιτυγχάνουν, διότι ευλογούνται από τον Θεό. Αντιθέτως ο ασεβής θα εξαφανιστεί όπως ένα χνούδι, ένα μικρό αχυράκι στον άνεμο. Αντιθέτως ο ευσεβής παρομοιάζεται με αειθαλές δέντρο καλά στερεωμένο στη γη. Οποία αντίθεσις!
Οι ευσεβείς τελικά θα δικάσουν τον κόσμο, θα είναι μάρτυρες κατά των ασεβών και σύνεδροι του Μεγάλου Κριτού κατά την μέλλουσα κρίση. Ο Κύριος όλους τους γνωρίζει, καλούς και κακούς, όμως τους κακούς στο τέλος θα τους εγκαταλείψει : «Ουκ οίδα υμάς».
Ψαλμός Δεύτερος (β΄)
Ινατί εφρύαξαν έθνη και λαοί εμελέτησαν κενά; Παρέστησαν οι βασιλείς της γης και οι άρχοντες συνήχθησαν επι το αυτό κατά του Κυρίου και κατά του χριστού αυτού. Διαρρήξωμεν τους δεσμούς αυτών και απορρίψωμεν αφ΄ ημών τον ζυγόν αυτών. Ο κατοικών εν ουρανοίς εκγελάσεται αυτούς και ο Κύριος εκμυκτηριεί αυτούς. Τότε λαλήσει προς αυτούς εν οργή αυτού και εν τω θυμώ αυτού ταράξει αυτούς. Εγώ δε κατεστάθην βασιλεύς υπ΄ αυτού επί Σιών όρος το άγιον αυτού, διαγγέλλων το πρόσταγμα Κυρίου. Κύριος είπε προς με· υιός μου εί συ. Εγώ σήμερον γεγέννηκα σε. Αίτησαι παρ΄ εμού και δώσω σοι έθνη την κληρονομίαν σου και την κατάσχεσιν σου τα πέρατα της γης. Ποιμανείς αυτούς εν ράβδω σιδηρά, ως σκεύη κεραμέως συντρίψεις αυτούς. Και νυν, βασιλείς, σύνετε· παιδεύθητε, πάντες οι κρίνοντες την γην. Δουλεύσατε τω Κυρίω εν φόβω και αγαλλιάσθε αυτώ εν τρόμω. Δράξασθε παιδείας, μήποτε οργισθή Κύριος και απολείσθε εξ οδού δικαίας, όταν εκκαυθή εν τάχει ο θυμός αυτού, μακάριοι πάντες οι πεποιθότες επ΄ αυτώ.
Μάταιη είναι η προσπάθεια των δυνάμεων του κακού κατά του Κυρίου και κατά του Χριστού Αυτού. Αγανακτεί ο ψαλμωδός κατά της απόπειρας των ασεβών. Είναι όμως βέβαιος για την αποτυχία του τολμήματός τους. «Ίνα τι εφρύαξαν έθνη και λαοί εμελέτησαν κενά»; Ενώθηκαν οι βασιλείς των εθνών κατά του Χριστού. Όταν ήρθε ο Χριστός στην γη συνάχθηκαν εναντίον Του ο Ηρώδης, ο Πιλάτος, οι αρχιερείς. Αργότερα έφρυξαν εναντίον του Χριστού οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες και οι λοιποί διώκτες. Ο διωγμός αυτός θα συνεχιστεί μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία.
Ο Κύριος όμως περιγελά τις προσπάθειες των διωκτών Του. Είναι ήρεμος, γαλήνιος, αν θελήσει εύκολα αφ’ υψηλού μπορεί να αφανίσει τους πολεμίους Του.
Ο Θεός μιλά προς τον Υιό Του: «Εγώ σήμερον γεγέννηκά σε». Παρελθόν και παρόν ενώνονται στην προαιώνια έννοια του Λόγου του Θεού.
«Δώσω σοι έθνη την κληρονομίαν σου τα πέρατα της γης». Ο Χριστός είναι ο μόνος κληρονόμος όλης της οικουμένης. Ό, τι ζητήσει θα του δοθεί.
Όσο κι αν ορθολογιστές επιμένουν ότι ο Υιός του Θεού στον οποίο αναφέρεται ο ψαλμωδός είναι ο Δαυίδ ή ο Σολομών, και όχι ο Χριστός θα πρέπει να παραδεχτούν ακόμη κι αυτοί ότι ο μόνος κληρονόμος όλης της γης δεν είναι κανένας άλλος εκτός από τον Μεσσία.
Μόνον στον Χριστό μπορεί να εφαρμοστεί πλήρως το «ποιμανείς αυτούς εν ράβδω σιδηρά».
Ο ψαλμωδός καταλήγει: «Με φόβο δοκιμάσατε εις την καρδίαν σας την αγαλλίασιν, που φέρει ο ευσεβής τρόμος του κακού». Αγαλλίασις άνευ φόβου πλάττει βίον ανειμένον. Η μαγνητική βελόνα στρέφεται προς τον πολικό αστέρα σταθερώς αλλά τρέμει.
Τέλος, αφού πρώτα προειδοποιεί ότι η αμέλεια των ευσεβών μπορεί να φέρει την απομάκρυνσή τους από την ευθεία οδό που διδάσκει ο Κύριος και για να μην αφήσει τον αναγνώστη υπό τον φόβο των απειλών ο ψαλμωδός τελειώνει με γλυκύτητα τον ψαλμό: «Μακάριοι πάντες οι πεποιθότες επ’ αυτώ».
Ψαλμός τρίτος (γ΄)
Κύριε, τί επληθύνθησαν οι θλίβοντες με; πολλοί επανίστανται επ΄ εμέ. Πολλοί λέγουσι τη ψυχή μου· ουκ έστι σωτηρία αυτώ εν τω Θεώ αυτού. Συ δε, Κύριε, αντιλήπτωρ μου εί, δόξα μου και υψών την κεφαλήν μου. Φωνή μου προς Κύριον εκέκραξα και επήκουσε μου εξ όρους αγίου αυτού. Εγώ εκοιμήθην και ύπνωσα· εξηγέρθην, ότι Κύριος αντιλήψεται μου. Ού φοβηθήσομαι από μυριάδων λαού των κύκλω συνεπιτιθεμένων μοι. Ανάστα, Κύριε, σώσον με ο Θεός μου· ότι συ επάταξας πάντας τους εχθραίνοντας μοι ματαίως, οδόντας αμαρτωλών συνέτριψας. Του Κυρίου η σωτηρία και επί τον λαόν σου η ευλογία σου.
Είναι ο πρώτος ψαλμός που έχει επιγραφή. Ανήκει στον Δαυίδ. Γράφηκε όταν ο Δαυίδ υπέκυψε στο διπλό αμάρτημα της μοιχείας και του φόνου, τότε έφυγε από τα ανάκτορά του με θρήνους διότι τον καταδίωξε ο επαναστατήσας κατ’ αυτού υιός του Αβεσσαλώμ.
Παρόλα αυτά ο άγιος δεν έχασε το θάρρος του αλλά προσευχήθηκε στον Θεό: «Κύριε τι επληθύνθησαν οι θλίβοντές με»; Ο Δαυίδ απορεί γιατί τόσος λαός εξεγέρθηκε εναντίον του αφού αυτός μόνο ενώπιον του ουρανού αμάρτησε. «Πολλοί επανίστανται επ’ εμέ», «Συ δε Κύριε», απελπισμένος ο Δαυίδ από την ανθρώπινη βοήθεια υψώνει το βλέμμα του στον Θεό. «Υψών την κεφαλήν μου», πιστεύει ο φυγάς ότι δύναται ο Θεός εξ’ Ιερουσαλήμ να τον σώσει. Διάψαλμα (διακοπή ψαλμού).
«Εγώ δε εκοιμήθην και ύπνωσα εξηγέρθην, ότι Κύριος αντιλήψεταί μου». Εγώ ο φυγάς παρότι διώκομαι κοιμάμαι ήσυχος λες και βρίσκομαι στο παλάτι μου, αλλά και ξύπνησα ήρεμος διότι ο Κύριος με έχει υπό την προστασία Του. «Ανάστα Κύριε», κραυγή για επείγουσα βοήθεια, κάλεσμα προς τον Θεό για να τον σώσει από τους εχθρούς του. «οδόντας αμαρτωλών συνέτριψας», ονομάζει αμαρτωλούς τους εχθρούς του, διότι αυτοί επαναστάτησαν κατά του Θεού ο Οποίος τον έχρισε βασιλέα.
«Του Κυρίου η σωτηρία», έκφρασις εμπιστοσύνης προς τον Κύριος ο Οποίος οπωσδήποτε θα αποδώσει το δίκαιο. Δίκαιος όμως είναι και ο Δαυίδ, ο οποίος παρότι διώκεται δεν ζητά την εξολόθρευση των εχθρών του. «και επί τον λαόν σου η ευλογία σου». Δηλαδή αν και πλανήθηκαν παραμένουν ο περιούσιος λαός του Θεού, δεν πρέπει να εξολοθρευτούν αλλά να μετανοήσουν.
Ψαλμός τέταρτος (δ΄)
Εν τω επικαλείσθαι με εισήκουσας μου, ο Θεός της δικαιοσύνης μου, εν θλίψει επλάτυνας με· οικτείρησον με και εισάκουσον της προσευχής μου. Υιοί ανθρώπων, έως πότε βαρυκάρδιοι; ινατί αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψεύδος; Και γνώτε ότι εθαυμάστωσε Κύριος τον όσιον αυτού. Κύριος εισακούσεται μου εν τω κεκγραγέναι με προς αυτόν. Οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε· ά λέγετε εν ταις καρδίαις υμών, επί ταις κοίταις υμών κατανύγητε. Θύσατε θυσίαν δικαιοσύνης και ελπίσατε επί Κύριον· πολλοί λέγουσι· τις δείξει ημίν τα αγαθά; Εσημειώθη εφ΄ ημάς το φως του προσώπου σου, Κύριε. ΄Εδωκας ευφροσύνη εις την καρδίαν μου, από καρπού σίτου, οίνου και ελαίου αυτών επληθύνθησαν. Εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθήσομαι και υπνώσω· ότι σύ, Κύριε, κατά μόνας επ΄ ελπίδι κατώκισας με.
Ο ψαλμός αυτός μάλλον είναι η συνέχεια του προηγούμενου. Συνεπώς γράφηκε την ίδια περίοδο με τον τρίτο.
«Εν τω επικαλείσθε με εισήκουσάς μου ο Θεός της δικαιοσύνης μου». Ο Δαυίδ έχει συνείδηση της αθωότητάς του και ζητεί την υπεράσπιση του Θεού έστω κι αν η επανάσταση του Αβεσσαλώμ εναντίον του ήταν η Θεία τιμωρία για το αμάρτημά του.
«Υιοί ανθρώπου έως πότε βαρυκάρδιοι»; Τους λέει βαρυκάρδιους γιατί αγνοούν την Θεία βουλή. Αυτόν ο Θεός εξέλεξε ως βασιλέα του Ισραήλ. Γιατί δεν το παραδέχονται;
«Ινατί αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψεύδος»; Κατηγορεί τους εχθρούς ότι για μηδαμινούς λόγους επαναστάτησαν εναντίον του. Μάλιστα στα ψέματα του Αβεσσαλώμ στηρίζονται για τον άδικο πόλεμο που του κήρυξαν.
«Οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε». Εάν δηλαδή θέλετε να κρίνετε τα έργα μου ως βασιλέως, δύνασθε αυτό να το κάνετε, εφόσον όμως μείνετε στα νόμιμα πλαίσια δίχως να επαναστατείτε εναντίον μου, διότι με αυτό τον τρόπο αμαρτάνετε κατά του Θεού ο Οποίος με έχρισε βασιλέα. Η οργή είναι χρήσιμη αν αυτή χρησιμοποιείται κατά του κακού και της αμαρτίας, όταν όμως αυτή μας διαπερνά τότε η οργή από ευλογία γίνεται αμαρτία!
«Θύσασθε θυσίαν δικαιοσύνης». Η θυσία προς τον Θεό πρέπει να συνοδεύεται και με έργα δίκαια και διαθέσεις αγνές.
«Εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθήσομαι». Εσύ Κύριε, χωρίς άλλος να έλθει προς βοήθειά μου, μόνον εσύ με βοήθησες και τώρα κοιμάμαι ήσυχος και μακάριος. «Ότι συ Κύριε κατά μόνας επ’ ελπίδι κατώκισάς με».
Ψαλμός πέμπτος (ε΄)
Τα ρήματα μου ενώτισαι, Κύριε, σύνες της κραυγής μου. Πρόσχες τη φωνή της δεήσεως μου, ο βασιλεύς μου και ο Θεός μου· ότι προς σε προσεύξομαι, Κύριε. Το πρωί εισακούση της φωνής μου· το πρωί παραστήσομαι σοι και επόψει με· ότι ουχί Θεός θέλων ανομίαν συ ει. Ου παροικήσει σοι πονηρευόμενος, ουδέ διαμενούσι παράνομοι κατέναντι των οφθαλμών σου. Εμίσησας πάντας τους εργαζομένους την ανομίαν· απολείς πάντας τους λαλούντας το ψεύδος. Άνδρα αιμάτων και δόλιον βδελύσσεται Κύριος. Εγώ δε εν τω πλήθει του ελέους σου εισελεύσομαι εις τον οίκον σου, προσκυνήσω προς ναόν άγιον σου εν φόβω σου. Κύριε, οδήγησον με εν τη δικαιοσύνη σου ένεκα των εχθρών μου, κατεύθυνον ενώπιον σου την οδόν μου. Ότι ουκ έστιν εν τω στόματι αυτών αλήθεια· η καρδία αυτών ματαία. Τάφος ανεωγμένος ο λάρυγξ αυτών, ταις γλώσσαις αυτών εδολιούσαν· κρίνον αυτούς, ο Θεός. Αποπεσάτωσαν από των διαβουλιών αυτών· κατά το πλήθος των ασεβειών αυτών έξωσον αυτούς, ότι παρεπίκραναν σε, Κύριε. Και ευφρανθείησαν πάντες οι ελπίζοντες επί σε· εις αιώνα αγαλλιάσονται και κατασκηνώσεις εν αυτοίς και καυχήσονται εν σοι πάντες οι αγαπώντες το όνομα σου. Ότι συ ευλογήσεις δίκαιον· Κύριε ως όπλω ευδοκίας εστεφάνωσας ημάς.
Εδώ ο Δαυίδ βρίσκεται στην Ιερουσαλήμ, δεν είναι πλέον φυγάς, ανεβαίνει στον ναό για να προσκυνήσει όμως ταυτόχρονα οι ύπουλοι εχθροί του ενεργούν εναντίον του.
«Τα ρήματά μου ενώτισαι». Παρακαλεί τον Κύριο όχι μόνο να τον ακούσει αλλά και να τον κατανοήσει να του δώσει την απαραίτητη προσοχή. «Πρόσχες την φωνήν της δεήσεώς μου»
«Ο βασιλεύς μου και ο Θεός μου». Αν και βασιλιάς ο Δαυίδ, άλλον όμως αναγνωρίζει για βασιλέα του.
«Το πρωί εισακούση της φωνής μου, το πρωί παραστήσομαί σοι». Ευάρεστη είναι στον Θεό η πρωινή προσευχή. Άλλωστε οι Λευίτες λίαν πρωί προσέφεραν ολοκαυτώματα στον Κύριο.
Ο Θεός δεν είναι Θεός της αδικίας, δεν προστατεύει τους πονηρούς και τους κακούς: «Εμίσησας πάντας τους εργαζομένους την ανομίαν». «Απολείς πάντας τους λαλούντας το ψεύδος». Πολλοί παραθεωρούν τη σημαντικότητα αυτού του αμαρτήματος (ψέυδους), όμως στα μάτια του Θεού είναι βδελυρό.
«Κύριε οδήγησόν με εν τη δικαιοσύνη σου». Από δω και έπειτα ξεκινά η κυρίως η προσευχή του Δαυίδ. Εκθέτει τις κακίες των εχθρών του, ώστε ο Κύριος να τον προφυλάξει από τις παγίδες που του στήνουν και έτσι να μην παρεκκλίνει από το θέλημα του Κυρίου. Δεν υπάρχει αλήθεια, τιμιότητα και ειλικρίνεια σ’ αυτούς που τον πολεμούν. «Τάφος ανεωγμένος ο λάρυγξ αυτών». Ο Θεός λοιπόν ας επιλειφθεί εναντίον τους. «Κρίνον αυτούς».
Ο Δαυίδ παρακαλεί τον Θεό να τους τιμωρήσει, όχι όμως από κακία. Τότε για ποιον λόγο; «Ότι παρεπίκρανάν σε Κύριε». Συνεπώς ο Δαυίδ δεν τους καταριέται όπως πολλοί νομίζουν αλλά στην ουσία ζητά την Θεία δόξα και την ευλογία όπως λέει και ο ιερός Αυγουστίνος.
«Και ευφρανθείησαν πάντες οι ελπίζοντες επι σε». Ο Κύριος δεν μας γλυτώνει μόνο από το κακό, αλλά και δοξάζει τον δίκαιο. «Ότι συ ευλογήσεις δίκαιον».
Ψαλμός έκτος (ς΄)
Κύριε, μη τω θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης με. Ελέησον με, Κύριε, ότι ασθενής ειμί· ίασαι με, Κύριε, ότι εταράχθη τα οστά μου και η ψυχή μου εταράχθη σφόδρα· και συ, Κύριε, έως πότε; Επίστρεψον, Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου· σώσον με· ένεκεν του ελέους σου. Ότι ουκ έστιν εν τω θανάτω ο μνημονεύων σου· εν δε τω ΄Αδη τίς εξομολογήσεται σοι; Εκοπίασα εν τω στεναγμώ μου, λούσω καθ΄ εκάστην νύκτα την κλίνην μου, εν δάκρυσι μου την στρωμνήν μου βρέξω. Εταράχθη από θυμού ο οφθαλμός μου, επαλαιώθην εν πάσι τοις εχθροίς μου. Απόστητε απ΄ εμού πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν, ότι εισήκουσε Κύριος της φωνής του κλαυθμού μου. Ήκουσε Κύριος της δεήσεως μου, Κύριος την προσευχήν μου προσεδέξατο. Αισχυνθείησαν και ταραχθείησαν σφόδρα πάντες οι εχθροί μου, αποστραφείησαν και καταισχυνθείησαν σφόδρα δια τάχους.
Σωματικώς εξαντλημένος λόγω νόσου και ψυχικώς καταπονημένος από την αμαρτία ο Δαυίδ αισθάνεται ότι η ζωή του φθίνει. Με την προσευχή όμως ανακτά τις ελπίδες του. ο ψαλμός αυτός συνετάχθη την ίδια εποχή με τον πέμπτο.
«Μη τω θυμώ σου… μεδέ τη οργή σου». Ο Δαυίδ παραδέχεται την ενοχή του, δεν αρνείται να τιμωρηθεί, αλλά να τιμωρηθεί ως μετανοούντας αμαρτωλός.
«Εταράχθη τα οστά μου». Από τι ταράχτηκαν; Από το βάρος της αμαρτίας.
«Έως πότε»; Κραυγή εξερχομένη εκ βάθους καρδίας.
«Επίστρεψον Κύριε». Ο Θεός είχε στρέψει τα νώτα Του, είχε απομακρυνθεί από τον ένοχο Δαυίδ.
«Ρύσαι την ψυχήν μου». Απάλλαξέ με από την αξιοθρήνητη κατάσταση που βρίσκομαι.
Ο Δαυίδ φοβάται μη τυχόν πεθάνει και δεν προλάβει να συμφιλιωθεί με τον Θεό. «Εν δε των άδη τις εξομολογήσεταί σοι»;
«Εκοπίασα εν τω στεναγμώ μου». Δείγμα πόνου και βαθιάς μετανοίας.
«Εταράχθη από θυμού ο οφθαλμός μου». Ο οφθαλμός είναι ο νους της ψυχής. Η ψυχή του λοιπόν είναι θολωμένη εξαιτίας της αμαρτίας.
«Ήκουσε Κύριος της δεήσεώς μου». Ευθύς ο ψαλμωδός εκσπά σε θριαμβικό τόνο. Νοιώθει ότι η προσευχή του εισακούστηκε. Ότι οι εχθροί του θα κατατροπωθούν. Η ψυχή του τώρα είναι χαρούμενη διότι ο Θεός τον άκουσε.
Ψαλμός έβδομος (ζ΄)
Κύριε ο Θεός μου, επί σοι ήλπισα· σώσον με εκ πάντων των διωκόντων με και ρύσαι με. Μήποτε αρπάση ως λέων την ψυχήν μου, μη όντος λυτρουμένου, μηδέ σώζοντος. Κύριε ο Θεός μου, ει εποίησα τούτο, εί έστιν αδικία εν χερσί μου. Εί ανταπέδωκα τοις ανταποδιδούσι μοι κακά, αποπέσοιμι άρα από των εχθρών μου κενός. Καταδιώξαι άρα ο εχθρός την ψυχήν μου και καταλάβοι και καταπατήσαι εις γην την ζωήν μου και την δόξαν μου εις χουν κατασκηνώσαι. Ανάστηθι, Κύριε, εν οργή σου, υψώθητι εν τοις πέρασι των εχθρών σου. Και εξεγέρθητι, Κύριε ο Θεός μου, εν προστάγματι, ω ενετείλω και συναγωγή λαών κυκλώσει σε· και υπέρ ταύτης εις ύψος επίστρεψον. Κύριος κρινεί λαούς. Κρίνον με, Κύριε, κατά την δικαιοσύνην μου και κατά την ακακίαν μου επ΄ εμοί. Συντελεσθήτω δη πονηρία αμαρτωλών και κατευθυνείς δίκαιον, ετάζων καρδίας και νεφρούς ο Θεός. Δικαία η βοήθεια μου παρά του Θεού, του σώζοντος τους ευθείς τη καρδία. Ο Θεός κριτής δίκαιος και ισχυρός και μακρόθυμος και μη οργήν επάγων καθ΄ εκάστην ημέραν. Εάν μη επιστραφήτε, την ρομφαίαν αυτού στιλβώσει, το τόξον αυτού ενέτεινε και ητοίμασεν αυτό. Και εν αυτώ ητοίμασε σκεύη θανάτου, τα βέλη αυτού τοις καιομένοις εξειργάσατο. Ιδού ωδίνησεν αδικίαν, συνέλαβε πόνον και έτεκεν ανομίαν. Λάκκον ώρυξε και ανέσκαψεν αυτόν και εμπεσείται εις βόθρον, όν ειργάσατο. Επιστρέψει ο πόνος αυτού εις κεφαλήν αυτού και επί κορυφήν αυτού η αδικία αυτού καταβήσεται. Εξομολογήσομαι τω Κυρίω κατά την δικαιοσύνην αυτού και ψαλώ το ονόματι Κυρίου του Υψίστου.
«Κύριε ο Θεός μου». Ο ψαλμωδός εμπιστεύεται πλήρως τη ζωή του στον Θεό, από τον Οποίο ζητά να τον λυτρώσει από τους εχθρούς του. Την περίοδο εκείνη ο Σαούλ τον καταδίωκε.
«Ει ανταπέδωκα». Αν ζήτησα να πάρω το δίκαιο με το χέρι μου και να τιμωρήσω εγώ τους εχθρούς μου, ας χαθώ για πάντα στον τάφο, όμως όχι, τα πάντα τα άφησα στην εξουσία του Θεού. Συνεπώς ο Δαυίδ ζητά από τον Θεό να αναλάβει Εκείνος την υπεράσπισή του. Γνωρίζει ότι ο κύριος θα κρίνει δίκαια και όχι επιπόλαια και εξωτερικά.
«Δικαία η βοήθειά μου». Και γιατί παρακαλώ; Όχι γιατί θεωρεί τον εαυτό του δίκαιο ενώπιον του Θεού, αλλά δίκαιο εν συγκρίσει με τον Σαούλ.
«Ιδού ωδίνησεν αδικίαν, συνέλαβεν πόνου και έτεκεν ανομίαν». Αν και ο αμαρτωλός τιμωρείται σκληρά, δεν πρέπει να παραπονείται παρά μόνο για τις πτώσεις του, διότι ο ίδιος προετοίμασε την τιμωρία αυτή για τον εαυτό του.
«Λάκκον ώρυξε και ανέσκαψεν αυτόν και εμπεσείται εις βόθρον ου ειργάσατο». Ηπατήθη ο ίδιος ο διώκτης, από δράστης έγινε ο ίδιος θύμα της κακίας του.
Ο ψαλμός καταλήγει με ευχαριστήριο δοξολογία του ποιητού προς τον Δίκαιο Θεό.
Ψαλμός όγδοος (η΄)
Κύριε, ο Κύριος ημών, ως θαυμαστόν το όνομα σου εν πάση τη γη! Ότι επήρθη η μεγαλοπρέπεια σου υπεράνω των ουρανών. Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον, ένεκα των εχθρών σου, του καταλύσαι εχθρόν και εκδικητήν. Ότι όψομαι τους ουρανούς έργα των δακτύλων σου, σελήνην και αστέρας, ά συ εθεμελίωσας. Τί έστιν άνθρωπος, ότι μιμνήσκη αυτού; ή υιός ανθρώπου, ότι επισκέπτη αυτόν; Ηλάττωσας αυτόν βραχύ τι παρ΄ αγγέλους· δόξη και τιμή εστεφάνωσας αυτόν και κατέστησας αυτόν επί τα έργα των χειρών σου. Πάντα υπέταξας υποκάτω των ποδών αυτού, πρόβατα και βόας απάσας, έτι δε και τα κτήνη του πεδίου. Τα πετεινά του ουρανού και τους ιχθύας της θαλάσσης, τα διαπορευόμενα τρίβους θαλασσών. Κύριε, ο Κύριος ημών, ως θαυμαστόν το όνομα σου εν πάση τη γη!
Εάν οι ουρανοί είναι τόσο λαμπροί, φανταστείτε τον Δημιουργό τους. Τα νήπια χάρη στην αθωότητά τους έχουν την φυσική κλήση να προσκολλούνται στον Δημιουργό. Αυτά πιστεύουν με φυσικό τρόπο, δεν έχουν αμφιβολίες εκεί που οι σοφοί έχουν. Τα παιδιά συνεπώς αποτελούν προσφορότερο έδαφος εν συγκρίσει με τους ενήλικες στο να δεχτούν τις θείες και υπερκόσμιες αλήθειες. Άλλωστε ο Χριστός το είπε ξεκάθαρα πως αν δεν γίνουμε σαν τα παιδιά δεν μπορούμε να εισέλθουμε στην Βασιλεία των ουρανών. Τον στίχο αυτό (εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον) χρησιμοποίησε ο Χριστός κατά την θριαμβευτική είσοδό Του στην Ιερουσαλήμ. Τα μικρά παιδιά λοιπόν φέρνουν σε αμηχανία τους μεγάλους και «συνετούς».
Ο Θεός όμως παρόλη την ανεπάρκεια του ανθρώπου, είναι Εκείνος που τα ασθενή αναπληρεί, περιβάλλει τον άνθρωπο διά συνεχών περιποιήσεων. Ως εικόνα του Θεού θα υποτάξει υπό τας πόδας του όχι μόνο όλα τα επίγεια, αλλά και τα πάθη και την αμαρτία διά της σταυρικής θυσίας του Ιησού.
Ψαλμός ένατος (θ΄)
Εξομολογήσομαι σοι, Κύριε, εν όλη καρδία μου, διηγήσομαι πάντα τα θαυμάσια σου. Ευφρανθήσομαι και αγαλλιάσομαι εν σοι, ψαλώ το ονόματι σου, ΄Υψιστε. Εν τω αποστραφήναι τον εχθρόν μου εις τα οπίσω, ασθενήσουσι και απολούνται από προσώπου σου.Ότι εποίησας την κρίσιν μου και την δίκην μου· εκάθισας επί θρόνου ο κρίνων δικαιοσύνην. Επετίμησας έθνεσι και απώλετο ο ασεβής· το όνομα αυτού εξήλειψας εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος. Του εχθρού εξέλιπον αι ρομφαίαι εις τέλος και πόλεις καθείλες. Απώλετο το μνημόσυνον αυτού μετ΄ ήχου και ο Κύριος εις τον αιώνα μένει. Ητοίμασεν εν κρίσει τον θρόνον αυτού και αυτός κρινεί την οικουμένην εν δικαιοσύνη, κρινεί λαούς εν ευθύτητι. Και εγένετο Κύριος καταφυγή τω πένητι, βοηθός εν ευκαιρίαις, εν θλίψεσι. Και ελπισάτωσαν επί σοι οι γινώσκοντες το όνομα σου, ότι ουκ εγκατέλιπες τους εκζητούντας σε, Κύριε. Ψάλατε τω Κυρίω, τω κατοικούντι εν Σιών, αναγγείλατε εν τοις έθνεσι τα επιτηδεύματα αυτού. Ότι ο εκζητών τα αίματα αυτών εμνήσθη, ουκ επελάθετο της κραυγής των πενήτων. Ελέησον με, Κύριε, ίδε την ταπείνωσιν μου εκ των εχθρών μου, ο υψών με εκ των πυλών του θανάτου. ΄Οπως αν εξαγγείλω πάσας τας αινέσεις σου εν ταις πύλαις της θυγατρός Σιών· αγαλλιασόμεθα επί τω σωτηρίω σου. Ενεπάγησαν έθνη εν διαφθορά, ή εποίησαν· εν παγίδι ταύτη, ή έκρυψαν, συνελήφθη ο πούς αυτών. Γινώσκεται Κύριος κρίματα ποιών· εν τοις έργοις των χειρών αυτού συνελήφθη ο αμαρτωλός. Αποστραφήτωσαν οι αμαρτωλοί εις τον ΄Αδην, πάντα τα έθνη τα επιλανθανόμενα του Θεού. Ότι ουκ εις τέλος επιλησθήσεται ο πτωχός, η υπομονή των πενήτων ουκ απολείται εις τέλος. Ανάστηθι, Κύριε, μη κραταιούσθω άνθρωπος, κριθήτωσαν έθνη ενώπιον σου. Κατάστησον, Κύριε, νομοθέτην επ΄ αυτούς· γνώτωσαν έθνη ότι άνθρωποι είσιν. Ινατί Κύριε, αφέστηκας μακρόθεν; υπεροράς εν ευκαιρίαις, εν θλίψεσιν; Εν τω υπερηφανεύεσθαι τον ασεβή, εμπυρίζεται ο πτωχός· συλλαμβάνονται εν διαβουλίοις, οις διαλογίζονται. Ότι επαινείται ο αμαρτωλός εν ταις επιθυμίαις τη ψυχής αυτού και ο αδικών ενευλογείται. Παρώξυνε τον Κύριον ο αμαρτωλός· κατά το πλήθος της οργής αυτού ουκ εκζητήσει· ουκ έστιν ο Θεός ενώπιον αυτού. Βεβηλούνται αι οδοί αυτού εν παντί καιρώ· ανταναιρείται τα κρίματά σου από προσώπου αυτού, πάντων των εχθρών αυτού κατακυριεύσει. Είπε γαρ εν καρδία αυτού· Ου μη σαλευθώ από γενεάς εις γενεάν άνευ κακού. Ου αράς το στόμα αυτού γέμει και πικρίας και δόλου· υπό την γλώσσαν αυτού κόπος και πόνος. Εγκάθηται εν ενέδρα μετά πλουσίων, εν αποκρύφοις του αποκτείναι αθώον· οι οφθαλμοί αυτού εις τον πένητα αποβλέπουσιν. Ενεδρεύει εν αποκρύφω, ως λεών εν τη μάνδρα αυτού· ενεδρεύει του αρπάσαι πτωχόν, αρπάσαι πτωχόν εν τω ελκύσαι αυτόν. Εν τη παγίδι αυτού ταπεινώσει αυτόν· κύψει και πεσείται εν τω αυτόν κατακυριεύσαι των πενήτων. Είπε γαρ εν καρδία αυτού· επιλέλησται ο Θεός, απέστρεψε το πρόσωπον αυτου του μη βλέπειν εις τέλος. Ανάστηθι, Κύριε ο Θεός μου, υψωθήτω η χείρ σου, μη επιλάθη των πενήτων σου εις τέλος. Ένεκεν τίνος παρώργισεν ο ασεβής τον Θεόν; είπε γαρ εν καρδία αυτού· ουκ εκζητήσει. Βλέπεις, ότι συ πόνον και θυμόν κατανοείς, του παραδούναι αυτόν εις χείρας σου. Σοι εγκαταλέλειπται ο πτωχός, ορφανώ σύ ήσθα βοηθός. Σύντριψον τον βραχίονα του αμαρτωλού και πονηρού· ζητηθήσεται η αμαρτία αυτού και ου μη ευρεθή. Κύριος βασιλεύς εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος. Απολείσθε έθνη εκ της γης αυτού. Την επιθυμίαν των πενήτων εισήκουσας, Κύριε· τη ετοιμασία της καρδίας αυτών προσέσχε το ούς σου. Κρίναι ορφανώ και ταπεινώ, ίνα μη προσθή έτι του μεγαλαυχείν άνθρωπος επί της γης.
Ο Δαυίδ εξ’ αρχής μας ενημερώνει ότι έχει διάθεση εξ’ όλης της ψυχής του και εξ’ όλης της διανοίας του να υμνήσει τον Θεό. Γιατί θα Τον υμνήσει; Διότι οι εχθροί του κατατροπώθηκαν. Στην ήττα των εχθρών του ο Δαυίδ βλέπει την Θεία δικαιοσύνη. Οι εχθροί του όχι μόνον έχασαν αλλά από τον τρόμο τους πέταξαν τα όπλα τους, πλήρως αφοπλίστηκαν. Αυτόν τον θρίαμβο ο ψαλμωδός τον αποδίδει όχι στις ικανότητές του, αλλά στον Θεό.
Ο Δαυίδ παρακαλεί τον Θεό πάντοτε να προστατεύει τον λαό Του διότι πάντοτε και ασεβείς στήνουν και θα στήνουν παγίδες στους αδυνάτους. Ας πέσουν οι ίδιοι μέσα σ’ αυτές! Οι άθεοι παραβαίνουν όλες τις εντολές του Θεού, τίποτα δεν τους εμποδίζει, το στόμα τους είναι γεμάτο κατάρες εναντίον του Θεού. Μεταχειρίζονται όλα τα ύπουλα μέσα για να εκπληρώσουν τα υποχθόνια σχέδιά τους.
Ο Θεός τα βλέπει όλα αυτά, όμως μακροθυμεί. Η μακροθυμία του αυτή δίνει την εντύπωση ότι κοιμάται. Πλανώνται όμως οι ασεβείς νομίζοντας πως θα μείνουν ατιμώρητοι. Ο Θεός τους βλέπει και τελικά θα τους δικάσει. Η δικαιοσύνη του Θεού τελικά θα βασιλέψει.
Ψαλμός δέκατος (ι΄)
Επί τω Κυρίω πέποιθα, πως ερείτε τη ψυχή μου, μεταναστεύου επί τα όρη ως στρουθίον; Ότι ιδού οι αμαρτωλοί ενέτειναν τόξον, ητοίμασαν βέλη εις φαρέτραν, του κατατοξεύσαι εν σκοτομήνη τους ευθείς τη καρδία. Ότι ά συ κατηρτίσω, αυτοί καθείλον· ο δε δίκαιος τί εποίησε; Κύριος εν ναώ αγίω αυτού· Κύριος εν ουρανώ ο θρόνος αυτού· οι οφθαλμοί αυτού εις τον πένητα αποβλέπουσι· τα βλέφαρα αυτού εξετάζει τους υιούς των ανθρώπων. Κύριος εξετάζει τον δίκαιον και τον ασεβή· ο δε αγαπών την αδικίαν μισεί την εαυτού ψυχήν. Επιβρέξει επί αμαρτωλούς παγίδας, πυρ και θείον και πνεύμα καταιγίδος η μερίς του ποτηρίου αυτών. Ότι δίκαιος Κύριος και δικαιοσύνας ηγάπησεν, ευθύτητας είδε το πρόσωπον αυτού.
Ο Δαυίδ στον ψαλμό αυτόν βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Οι εχθροί του τον καταδιώκουν και οι φίλοι του τον συμβουλεύουν να φύγει σε ασφαλές μέρος. Εκείνος όμως αρνείται προβάλλοντας την πίστη του στον Θεό.
Οι φίλοι του επιμένουν: «οι αμαρτωλοί ενέτειναν τόξον», κανείς δεν τους πολεμά, επομένως είναι ανεξέλεγκτοι.
Ο Δαυίδ όμως δεν πτοείται: «Εσείς βλέπετε τους επίγειους εχθρούς, εγώ όμως τον ουρανό στον οποίο έχει τον θρόνο του ο Θεός. Από τον θρόνο Του ο Θεός εξετάζει τον δίκαιο και τον ασεβή, επιβρέξει επί αμαρτωλούςπαγίδας· με πυρ και θείον ως πνεύμα καταιγίδος θα κατακάψει τους ασεβείς. Αντιθέτως ο δίκαιος θα δει το πρόσωπο του Θεού και θα ζήσει μέσα στην θεία μακαριότητα».
Ψαλμός ενδέκατος (ια΄)
Σώσον με, Κύριε, ότι εκλέλοιπεν όσιος· ότι ωλιγώθησαν αι αλήθειαι από των υιών των ανθρώπων. Μάταια ελάλησεν έκαστος προς τον πλησίον αυτού· χείλη δόλια εν καρδία και εν καρδία ελάλησε κακά. Εξολοθρεύσαι Κύριος πάντα τα χείλη τα δόλια και γλώσσαν μεγαλορρήμονα. Τους ειπόντας· Την γλώσσαν ημών μεγαλυνούμεν, τα χείλη ημών παρ΄ ημίν έστι· τις ημών Κύριος έστιν; Από της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων, νυν αναστήσομαι, λέγει Κύριος· θήσομαι εν σωτηρίω, παρρησιάσομαι εν αυτώ. Τα λόγια Κυρίου λόγια αγνά, αργύριον πεπυρωμένον, δοκίμιον τη γη κεκαθαρισμένον επταπλασίως. Συ, Κύριε, φυλάξαις ημάς και διατηρήσαις ημάς από της γενεάς ταύτης και εις τον αιώνα. Κύκλω οι ασεβείς περιπατούσι· κατά το ύψος σου επολυώρησας τους υιούς των ανθρώπων.
«Σώσον με Κύριε ότι εκλέλοιπεν όσιος». Σπανίζουν οι ενάρετοι άνθρωποι. Γιατί; Διότι όταν λείπει η ευσέβεια, εκλείπει και η αλήθεια. Ο δόλος ενοικεί στα χείλη των αμαρτωλών.
Ο Δαυίδ δεν συγκρατεί την αγανάκτησή του εναντίον των ψευδολόγων. Εύχεται ο κύριος να τους εξολοθρεύσει. Αυτοί δεν διαφέρουν καθόλου από τον διάβολο. Είναι γνήσια τέκνα του. Διαρκώς υψηλοφρονούν λέγοντας «τις ημών κύριος εστί»; Το ίδιο αργότερα θα κάνει και το θηρίο της αποκαλύψεως για το οποίο αναφέρεται από τον Ιωάννη τον Θεολόγο : «έχει στόμα λαλούν μεγάλα».
Ο Κύριος απαντά στα παράπονα του Δαυίδ. Οι ταλαιπωρίες των πτωχών, των ταλαιπωρημένων και των καταπιεζομένων εξοργίζουν την καρδιά του Θεού. Απεναντίας τον συγκινούν οι στεναγμοί μετανοίας. Δεν θα βραδύνει άλλο: «νυν αναστήσομαι», τώρα αμέσως θα εγερθώ κατά των ασεβών.
«Τα λόγια του Κυρίου λόγια αγνά», δηλαδή δεν είναι ψευδή, είναι καθαρά αληθινά και πραγματικά. Ο Θεός δεν ψεύδεται, τηρεί πάντοτε τις υποσχέσεις Του.
«Συ Κύριε φυλάξας ημάς και διατηρήσεις ημάς». Ο Δαυίδ αναμένει με εμπιστοσύνη να δει την εκπλήρωση των θείων υποσχέσεων. Ως τώρα οι ασεβείς περπατούν ανενόχλητοι χωρίς κανείς να τους εμποδίζει, όμως ο Κύριος παραμονεύει και ενεδρεύει εναντίον τους.
Ψαλμός δωδέκατος (ιβ΄)
Έως πότε, Κύριε, επιλύσει μου εις τέλος; έως πότε αποστρέψεις το πρόσωπον σου απ΄ εμού; Έως τίνος θήσομαι βουλάς εν ψυχή μου, οδύνας εν καρδία μου ημέρας και νυκτός; Έως πότε υψωθήσεται ο εχθρός μου επ΄ εμέ; Επίβλεψον, εισάκουσον μου, Κύριε ο Θεός μου· φώτισον τους οφθαλμούς μου, μήποτε υπνώσω εις θάνατον. Μήποτε είπη ο εχθρός μου· ΄Ισχυσα προς αυτόν. Οι θλίβοντες με αγαλλιάσονται, εάν σαλευθώ. Εγώ δε επί τω ελέει σου ήλπισα. Αγαλλιάσεται η καρδία μου επί τω σωτηρίω σου. άσω τω Κυρίω τω ευεργετήσαντι με και ψαλώ τω ονόματι Κυρίου του Υψίστου.
Ο Δαυίδ βρίσκεται σε μεγάλη θλίψη, κάποιος φανατικός εχθρός του τον καταδιώκει. Οι δυστυχίες του είναι τόσο μεγάλες ώστε νομίζει πως ο Κύριος τον εγκατέλειψε. «Επίβλεψον, εισάκουσον, φώτισον τους οφθαλμούς μου» παρακαλεί μέσα στον θλίψη του ο ψαλμωδός.
Δεν θέλει σε καμία περίπτωση να ηττηθεί. Γιατί; «μήποτε είπει ο εχθρός μου» ότι ηττήθηκε ο Θεός του Δαυίδ. «Εγώ δε επί το ελέει σου ήλπισα». Η ελπίδα του Δαυίδ στον Θεό φέρνει και πάλι μέσα στην καρδιά του την ηρεμία, την εσωτερική του γαλήνη: «αγαλλιάσεται η ψυχή μου». Η ευέλπιδα ψυχή πριν λάβει ευχαριστεί!
Ψαλμός δέκατος τρίτος (ιγ΄)
Είπεν άφρων εν καρδία αυτού· ουκ έστι Θεός. Διεφθάρησαν και εβδελύχθησαν εν επιτηδεύμασιν, ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός. Κύριος εκ του ουρανού διέκυψεν επί τους υιούς των ανθρώπων, του ιδείν ει έστι συνιών ή εκζητών τον Θεόν. Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν· ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός. Ουχί γνώσονται πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν; οι εσθίοντες τον λαόν μου εν βρώσει άρτου, τον Κύριον ουκ επεκαλέσαντο. Εκεί εδειλίασαν φόβω, ού ουκ ην φόβος· ότι ο Κύριος εν γενεά δικαίων. Βουλήν πτωχού κατησχύνατε· ο δε Κύριος ελπίς αυτού έστι. Τις δώσει εκ Σιών το σωτήριον του Ισραήλ; Εν τω επιστρέψαι Κύριον την αιχμαλωσίαν του λαού αυτού, αγαλλιάσεται Ιακώβ και ευφρανθήσεται Ισραήλ.
Ο τρελός αρνείται την ύπαρξη του Θεού τον οποίο όμως πάραυτα μαρτυρεί. Αποτέλεσμα αυτής την παρανοϊκής ασέβειας των αθέων είναι η γενική διαφθορά των ηθών τους.
Ο Κύριος ενέσκυψε από του θρόνου Του θέλοντας να δει αν υπάρχουν στην γη ενάρετοι και ηθικοί άνθρωποι. Τι είδε; «πάντες εξέκλιναν» εκ της ευθείας οδού, έγιναν άχρηστοι και κοινωνικά ανώφελοι. Πόσοι; «έως ενός», ούτε ένας δεν υπάρχει που να υμνεί σωστά με την ζωή του την δόξα του Θεού. Αν πάλι κάποτε υπάρξει κανένας ευσεβής, οι κακοί τρέχουν αμέσως με σκοπό να τον καταβροχθίσουν.
Οι ασεβείς μέσα στην ασέβειά τους κατάντησαν αλλόφρονες φοβούνται πράγματα εκεί που δεν υπάρχει φόβος. Κυριεύονται από μόνοι τους σε πανικό.
«Τις δώσει εκ Σιών το σωτήριον του Ισραήλ»; Τούτος ο στίχος έχει καθαρά μεσσιανική σημασία. Προσδιορίζει τον τόπο-Ιερουσαλήμ εκ την οποίας θα έρθει η σωτηρία των ανθρώπων, δηλαδή ο Χριστός. Ο Χριστός θα φέρει την ηθική αποκατάσταση, θα βγάλει από το αδιέξοδο όλη την ανθρωπότητα.
Ψαλμός δέκατος τέταρτος (ιδ΄)
Κύριε, τις παροικήσει εν τω σκηνώματι σου; ή τις κατασκηνώσει εν όρει αγίω σου; Πορευόμενος άμωμος και εργαζόμενος δικαιοσύνην, λαλών αλήθειαν εν καρδία αυτού· ΄Ος ουκ εδόλωσεν εν γλώσση αυτού και ουκ εποίησε τω πλησίον αυτού κακόν και ονειδισμόν ουκ έλαβεν επί τοις έγγιστα αυτού. Εξουδένωται ενώπιον αυτού πονηρευόμενος, τους δε φοβουμένους τον Κύριον δοξάζει. Ο ομνύων τον πλησίον αυτού και ουκ αθετών· το αργύριον αυτού ουκ έδωκεν επί τόκω και δώρα επ΄ αθώοις ουκ έλαβεν. Ο ποιών ταύτα, ου σαλευθήσεται εις τον αιώνα.
Κύριε, ποιος μπορεί επαξίως να εισέλθει στον οίκο του Σου και να προσευχηθεί επαξίως; Κανείς. Παρά μόνον αυτός που εργάζεται την δικαιοσύνη, εφαρμόζει όλες τις εντολές του Θεού, λέει πάντοτε την αλήθεια, δεν αδικεί σε τίποτα τον πλησίον του, εκτιμά τον ευσεβή, δανείζει δίχως τόκο, δεν έχει δόλο. Ένας τέτοιος άνθρωπος θα ζήσει ευτυχισμένος, ο Θεός πάντοτε θα τον προστατεύει και ουδέποτε θα κλονιστεί.
Ψαλμός δέκατος πέμπτος (ιε΄)
Φύλαξον με, Κύριε, ότι επί σοι ήλπισα· είπα τω Κυρίω· Κύριος μου ει σύ, ότι των αγαθών μου ού χρείαν έχεις. Τοις αγίοις τοις εν τη γη αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος, πάντα τα θελήματα αυτού εν αυτοίς. Επληθύνθησαν αι ασθένειαι αυτών, μετά ταύτα ετάχυναν. Ου μη συναγάγω τας συναγωγάς αυτών εξ αιμάτων, ουδ΄ ου μη μνησθώ τω ονομάτων αυτών δια χειλέων μου. Κύριος μερίς της κληρονομίας μου και του ποτηρίου μου· συ εί ο αποκαθιστών την κληρονομίαν μου εμοί. Σχοινία επέπεσε μοι εν τοις κρατίστοις και γαρ η κληρονομία μου κρατίστη μοι έστιν. Ευλογήσω τον Κύριον τον συνετίσαντα με, έτι δε και έως νυκτός επαίδευσαν με οι νεφροί μου. Προωρώμην τον Κύριον ενώπιον μου δια παντός, ότι εκ δεξιών μου έστιν, ίνα μη σαλευθώ. Δια τούτο ευφράνθη η καρδία μου και ηγαλλιάσατο η γλώσσα μου, έτι δε και η σαρξ μου κατασκηνώσει επ΄ ελπίδι. Ότι ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις άδην, ουδέ δώσεις τον όσιόν σου ιδείν διαφθοράν. Εγνώρισας μοι οδούς ζωής, πληρώσεις με ευφροσύνης μετά του προσώπου σου· τερπνότητες εν τη δεξιά σου εις τέλος.
Ο ψαλμός αυτός περιγράφεται ως «στυλογραφία», δηλαδή γραφή προορισμένη να χαραχτεί σε στύλο ώστε να μείνει αιώνια.
«Φύλαξόν με κύριε». Σε πάσα περίπτωση είναι απαραίτητη η Θεία βοήθεια. Ο Θεός είναι ανενδεής, δεν έχει κανέναν και από τίποτα ανάγκη. Όποιος υπακούσει στα προστάγματά Του, γρήγορα θα καταλάβει ότι ο Κύριος είναι το μοναδικό αγαθό που χρειάζεται. Ο Θεός τους ευσεβείς τους έκανε θαυμαστούς στην αρετή. Ας μην νομίζει όμως κανείς ότι οι ευσεβείς δεν περνούν από σκληρές δοκιμασίες. «πολλαί οι θλίψεις των δικαίων», αυτές όμως οι θλίψεις δεν θα είναι μόνιμες αλλά πρόσκαιρες και καθαρτικές για την ψυχή. Αντιθέτως οι ασεβείς θα αντιμετωπίσουν πρόσκαιρες μεν χαρές και βέβαιη την αιώνια φρίκη.
Ο Δαυίδ κατανοεί ότι ο Θεός είναι μοναδική κληρονομιά την οποία επιθυμεί να κληρονομήσει. Βλέπει ξεκάθαρα την ματαιότητα όλων των ανθρωπίνων πραγμάτων. «Διά τούτο ηυφράνθη η καρδία μου και ηγαλιάσσατο η γλώσσα μου, ότι ουκ εγκαταλείψεις την ψυχήν μου εις άδην, ουδέ δώσει τον όσιόν σου ιδείν διαφθοράν». Ο απόστολος Πέτρος όμως στο πραξ. 2,25 13,35 είπε: «Ο Δαυίδ και ετελεύτησε και ετάφη και διαφθοράν το σώμα αυτού είδε». Προείδε όμως και ελάλησε περί της Αναστάσεως του Χριστού ο Οποίος αν και απέθανε, αν και ετάφη διαφθοράν όμως στο Σώμα Του ουκ είδε!
Ψαλμός δέκατος έκτος (ις΄)
Εισάκουσον, Κύριε, της δικαιοσύνης μου, πρόσχες τη δεήσει μου. Ενώτισαι την προσευχήν μου, ουκ εν χείλεσι δολίοις. Εκ προσώπου σου το κρίμα μου εξέλθοι, οι οφθαλμοί μου ιδέτωσαν ευθύτητας. Εδοκίμασας την καρδίαν μου, επεσκέψω νυκτός· επύρωσας με και ούχ ευρέθη εν εμοί αδικία. ΄Οπως αν μη λαλήση το στόμα μου τα έργα των ανθρώπων, δια τους λόγους των χειλέων σου εγώ εφύλαξα οδούς σκληράς. Κατάρτισαι τα διαβήματα μου εν ταις τρίβοις σου, ίνα μη σαλευθώσι τα διαβήματα μου. Εγώ εκέκραξα, ότι επήκουσας μου, ο Θεός· κλίνον το ούς σου εμοί και εισάκουσον των ρημάτων μου. Θαυμάστωσον τα ελέη σου, ο σώζων τους ελπίζοντας επί σε· εκ των ανθεστηκότων τη δεξιά σου φύλαξον με, Κύριε, ως κόρην οφθαλμού. Εν σκέπη των πτερύγων σου σκεπάσεις με, από προσώπου ασεβών των ταλαιπωρησάντων με. Οι εχθροί μου την ψυχήν μου περιέσχον· το στέαρ αυτών συνέκλεισαν, το στόμα αυτών ελάλησεν υπερηφανίαν. Εκβαλόντες με νυνί περιεκύκλωσαν με, τους οφθαλμούς αυτών έθεντο εκκλιναι εν τη γη. Υπέλαβον με ωσεί λέων έτοιμος εις θήραν και ωσεί σκύμνος οικών εν αποκρύφοις. Ανάστηθι, Κύριε, πρόφθασον αυτούς και υποσκέλισον αυτούς· ρύσαι την ψυχήν μου από ασεβούς, ρομφαίαν σου από εχθρών της χειρός σου. Κύριε, από ολίγων από γης διαμέρισον αυτούς εν τη ζωή αυτών,και των κεκρυμμένων σου επλήσθη η γαστήρ αυτών. Εχορτάσθησαν υείων και αφήκαν τα κατάλοιπα τοις νηπίοις αυτών. Εγώ δε εν δικαιοσύνη οφθήσομαι τω προσώπω σου· χορτασθήσομαι εν τω οφθήναι μοι την δόξαν σου.
Ο Δαυίδ ζητά ευθύς εξ’ αρχής να αναγνωριστεί η δικαιοσύνη του από τον Θεό απέναντι στους εχθρούς του. Ο λόγος του αυτός δεν έχει διάθεση καυχήσεως, αλλά έχει τόνο εκληπαρητικό. Θέτει την αθωότητά του για να κάμψει την καρδιά του Κυρίου. Σε καμία περίπτωση δεν ζητά την απώλεια του Σαούλ, αλλά την δική του σωτηρία.
«Οι οφθαλμοί μου ιδέτωσαν ευθύτητας». Δηλαδή ας βλέπουν οι οφθαλμοί μου ίσια πράγματα και όχι στραβά, δίκαια και όχι άδικα, αυτό άλλωστε επιθυμείς και συ Κύριε.
«Εδοκίμασας την καρδία μου επισκέψω νυκτός». Η νύχτα είναι το βαρόμετρο της ημέρας. Αν το βάθος του ανθρώπου είναι καλό, καλές σκέψεις και αποφάσεις θα λάβει την νύχτα, αν είναι κακός, μοχθηρές σκέψεις θα σκεφτεί. Τν νύχτα λοιπόν επισκέφθηκε ο Θεός τον Δαυίδ και δεν βρήκε τίποτα το μεμπτό μέσα του. «Ουχ ευρέθη εν εμοί αδικία».
«Όπως αν μη λαλήση το στόμα μου τα έργα των ανθρώπων»: Για να εμποδίσω την γλώσσα μου να εκστομίσει λόγους υπερηφανείας οι οποίοι προέρχονται από την ματαιοδοξία των ασεβών ανθρώπων.
«Εφύλαξα οδούς σκληράς»: Καταδίκασα τον εαυτό μου σε αυστηρή και σκληραγωγημένη ζωή. Ο Δαυίδ εξακολουθεί την αυτοεξέτασή του υπό το βλέμμα του Θεού για να ελκύσει το έλεος του Θεού.
Αφού τελειώνει την αυτοκριτική του παρακαλεί: «Εγώ εκέκραξα», «κλίνον το ους σου», «ο σώζων τους ελπίζοντας». Και καταλήγει: «ως κόρην οφθαλμού εν σκέπη των πτερύγων σου σκεπάσεις με».
Είπαμε και στην αρχή ότι ο Δαυίδ βρίσκεται σε πολύ δύσκολη κατάσταση, οι εχθροί του τον περικύκλωσαν, θεώρησαν πως θα είναι εύκολο θύμα. Γι’ αυτό και ο Δαυίδ παρακαλεί να εγερθεί ο κύριος και να τιμωρήσει τους εχθρούς του: «ανάστηθι Κύριε…», «Κύριε, από ολίγων από γης διαμέρισον αυτούς εν τη ζωή αυτών». Τι επιδιώκουν οι ασεβείς στη ζωή τους; «εχορτάσθησαν υιών, και αφήκαν τα κατάλοιπα τοις νηπίοις αυτών». Δηλαδή επιθυμούν να χορτάσουν τα υλικά αγαθά και να αποκτήσουν τόσα πολλά που να τους φτάσουν για να θρέψουν και τους απογόνους τους. Αυτό γι΄αυτούς αποτελεί την επίγεια ευτυχία. Η στάση ζωής των ασεβών σκανδαλίζει τους ευσεβείς, οι οποίοι σε αντίθεση μ’ αυτούς διέρχονται τη ζωή τους μέσα στις στερήσεις.
«Εγώ δε εν δικαιοσύνη οφθήσομαι»: Δηλαδή σε αντίθεση με τους υλικούς ανθρώπους, αναπέμπει δεήσεις και προσευχές στον Κύριο. Ο ευσεβής δεν θα χορτάσει με φαγητά, αλλά βλέποντας το πρόσωπο του Θεού.Ας μην ξεχνάμε ότι στα προχριστιανικά χρόνια υπήρχε μεγάλη ασάφεια σχετικά με την μετά θάνατον ζωή, εδώ όμως ο προφήτης φαίνεται να έχει μία περισσότερο σαφή εικόνα, μία θα λέγαμε αστραπή εκλάμψεως μέσα στο γενικό σκότος που επικρατούσε.
Ψαλμός δέκατος έβδομος (ιζ΄)
Αγαπήσω σε, Κύριε, η ισχύς μου. Κύριος στερέωμα μου και καταφυγή μου και ρύστης μου. Ο Θεός μου, βοηθός μου και ελπιώ επ΄ αυτόν· υπερασπιστής μου και κέρας σωτηρίας μου και αντιλήπτωρ μου. Αινών επικαλέσομαι τον Κύριον και εκ των εχθρών μου σωθήσομαι. Περιέσχον με ωδίνες θανάτου και χείμαρροι ανομίας εξετάραξαν με. Ωδίνες άδου περιεκύκλωσαν με, προέφθασαν με παγίδες θανάτου. Και εν τω θλίβεσθαι με επεκαλεσάμην τον Κύριον και προς τον Θεόν μου εκέκραξα. ΄Ηκουσεν εκ ναού αγίου αυτού φωνής μου και η κραυγή μου ενώπιον αυτου εισελεύσεται εις τα ώτα αυτού. Και εσαλεύθη και έντρομος εγενήθη η γη και τα θεμέλια των ορέων εταράχθησαν και εσαλεύθησαν, ότι ωργίσθη αυτοίς ο Θεός. Ανέβη καπνός εν οργή αυτού και πυρ από προσώπου αυτού κατεφλόγισεν, άνθρακες ανήφθησαν απ΄ αυτού. Και έκλινεν ουρανούς και κατέβη και γνόφος υπό τους πόδας αυτού. Και επέβη επί Χερουβίμ και επετάσθη· επετάσθη επί πτερύγων ανέμων. Και έθετο σκότος αποκρυφήν αυτού, κύκλω αυτού η σκηνή αυτού, σκοτεινόν ύδωρ εν νεφέλαις αέρων. Από της τηλαυγήσεως ενώπιον αυτού αι νεφέλαι διήλθον, χάλαζα και άνθρακες πυρός. Και εβρόντησεν εξ ουρανού ο Κύριος και ο ΄Υψιστος έδωκε φωνήν αυτού. Εξαπέστειλε βέλη και εσκόρπισεν αυτούς και αστραπάς επλήθυνε και συνετάραξεν αυτούς. Και ώφθησαν αι πηγαί των υδάτων και ανεκαλύφθη τα θεμέλια της οικουμένης από επιτιμήσεως σου, Κύριε, από εμπνεύσεως πνεύματος οργής σου. Εξαπέστειλεν εξ ύψους και έλαβε με· προσελάβετο με εξ υδάτων πολλών. Ρύσεται με εξ εχθρών μου δυνατών και εκ των μισούντων με, ότι εστερεώθησαν υπέρ εμέ. Προέφθασαν με εν ημέρα κακώσεως μου· και εγένετο Κύριος αντιστήριγμα μου. Και εξήγαγε με εις πλατυσμόν· ρύσεται με, ότι ηθέλησε με. Και ανταποδώσει μοι Κύριος κατά την δικαιοσύνην μου και κατά την καθαριότητα των χειρών μου ανταποδώσει μοι. Ότι εφύλαξα τας οδούς Κυρίου και ουκ ησέβησα από του Θεού μου. Ότι πάντα τα κρίματα αυτού ενώπιον μου και τα δικαιώματα αυτού ουκ απέστησαν απ΄ εμού. Και έσομαι άμωμος μετ΄ αυτού και φυλάξομαι από της ανομίας μου. Και ανταποδώσει μοι Κύριος κατά την δικαιοσύνην μου και κατά την καθαριότητα των χειρών μου, ενώπιον των οφθαλμών αυτού. Μετά οσίου όσιος έση και μετά ανδρός αθώου αθώος έση· και μετά εκλεκτού εκλεκτός έση· και μετά στρεβλού διαστρέψεις. Ότι συ λαόν ταπεινόν σώσεις και οφθαλμούς υπερηφάνων ταπεινώσεις. Ότι σύ φωτιείς λύχνον μου, Κύριε ο Θεός μου, φωτιείς το σκοτος μου. Ότι εν σοι ρυσθήσομαι από πειρατηρίου και εν τω Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος. Ο Θεός μου, άμωμος η οδός αυτού· τα λόγια Κυρίου πεπυρωμένα, υπερασπιστής έστι πάντων των ελπιζόντων επ΄ αυτόν. Ότι τίς Θεός πάρεξ του Κυρίου; ή τίς Θεός πλην του Θεού ημών; Ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν και έθετο άμωμον την οδόν μου. Καταρτιζόμενος τους πόδας μου ωσεί ελάφου και επί τα υψηλά ιστών με. Διδάσκων χείρας μου εις πόλεμον· και έθου τόξον χαλκούν τους βραχίονας μου. Και έδωκας μοι υπερασπισμόν σωτηρίας και η δεξιά σου αντελάβετο μου. Και η παιδεία σου ανώρθωσε με εις τέλος και η παιδεία σου αυτή με διδάξει. Επλάτυνας τα διαβήματα μου υποκάτω μου και ουκ ησθένησαν τα ίχνη μου. Καταδιώξω τους εχθρούς μου και καταλήψομαι αυτούς και ουκ αποστραφήσομαι, έως άν εκλίπωσιν. Εκθλίψω αυτούς και ου μη δύνωνται στήναι· πεσούνται υπό τους πόδας μου. Και περιέζωσας με δύναμιν εις πόλεμον, συνεπόδισας πάντας τους επανισταμένους επ΄ εμέ υποκάτω μου. Και τους εχθρούς μου έδωκας μοι νώτον και τους μισούντας με εξωλόθρευσας. Εκέκραξαν και ουκ ην ο σώζων, προς Κύριον και ουκ εισήκουσεν αυτών. Και λεπτυνώ αυτούς ωσεί χνούν κατά πρόσωπον ανέμου, ως πηλόν πλατειών λεανώ αυτούς. Ρύση με εξ αντιλογίας λαού, καταστήσεις με εις κεφαλήν εθνών. Λαός, όν ουκ έγνων, εδούλευσε μοι· εις ακοήν ωτίου υπήκουσε μου. Υιοί αλλότριοι εψεύσαντο μοι· υιοί αλλότριοι επαλαιώθησαν και εχώλαναν από των τρίβων αυτών. Ζή Κύριος και ευλογητός ο Θεός μου και υψωθήτω ο Θεός της σωτηρίας μου. Ο Θεός, ο διδούς εκδικήσεις εμοί και υποτάξας λαούς υπ΄ εμέ· ο ρύστης μου εξ εχθρών μου οργίλων. Από των επανισταμένων επ΄ εμέ υψώσεις με, από ανδρός αδίκου ρύση με. Δια τούτο εξομολογήσομαι σοι εν έθνεσι, Κύριε και τω ονόματι σου ψαλώ. Μεγαλύνων τας σωτηρίας του βασιλέως αυτού και ποιών έλεος τω χριστώ αυτού, τω Δαυίδ και τω σπέρματι αυτού έως αιώνος.
Τον ψαλμό αυτόν μάλλον ο Δαυίδ τον συνέταξε κατά το τέλος του βίου του, όταν είχαν ήδη κατατροπωθεί οι εχθροί του. Το ποίημα αυτό είναι ένα μεγάλο «Αλληλούια», η καρδιά του ψαλμωδού γεμίζει από χαρά:
«Αγαπήσω σε Κύριε, η ισχύς μου»: Στερέωμα και καταφυγή είναι για τον προφήτη ο Θεός, ελευθερωτής του, λυτρωτής του, πώς να μην τον αγαπά με όλη την δύναμη της ψυχής του!
Ο Δαυίδ πέρασε μέσα από πολλούς κινδύνους, από επικίνδυνες καταστάσεις, τις οποίες ονομάζει «ωδίνεςάδου». Όμως μέσα στους χειμμάρρους αυτούς των πειρασμών ο Θεός ήταν πάντα δίπλα του, άκουγε τις προσευχές του.
Με εικόνες πολύ παραστατικές εκφράζει ο Δαυίδ τον θυμό του Θεού έναντι των εχθρών του. Ο Θεός κατέρχεται εκ του ουρανού προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση, η γη σείεται, υπέρμετρα φυσικά φαινόμενα προκαλούνται, οι εχθροί του Θεού βρίσκονται σε πανικό. Ποιος μπορεί να αντισταθεί στον Κύριο; Ο Δαυίδ διέρχεται θαυματουργικά εν μέσω των εχθρών του, όπως διάβηκαν οι ισραηλίτες εν μέσω της ερυθράς θαλάσσης όταν οι Αιγύπτιοι τους καταδίωκαν.
Γιατί ο Θεός έδειξε τέτοια εύνοια στον Δαυίδ; Πρώτον γιατί ήταν αθώος. Ναι μεν στο παρελθόν αμάρτησε, αλλά άλλη φορά δεν υπέπεσε σε αμαρτία, φύλαξε τον εαυτό του. Δεύτερον, διότι ο Θεός προστατεύει τους οσίους του, δείχνει ιδιαίτερη εύνοια προς τους ευσεβείς, «μετά του εκλεκτού, εκλεκτός έση, αθώου, αθώος έση», στους κακούς όμως αντιτάσσεται.
Συνεπώς ο Δαυίδ αναγνωρίζει, αντιλαμβάνεται ότι τα πάντα στη ζωή του είναι δωρεές του Θεού, όσα πέτυχε, όση δόξα κι αν απόκτησε επί της γης, αλλά και την ζωή του την ίδια, όλα, τα πάντα, τα οφείλει στον Θεό. «Ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν», «έθετο άμωμον την οδόν μου», «καταρτιζόμενος τους πόδας μου ωσεί ελάφου». Ο Θεός λοιπόν τον δίδαξε πώς να πολεμά «διδάσκων χείρας μου εις πόλεμον».
«Ζη Κύριος και ευλογητός ο Θεός μου», ο Δαυίδ εκσπά σε δοξολογία, σε ευχαριστία. «Εξομολογήσομαί σοι εν έθνεσι», υπόσχεται να εξαγγείλει τον Θεό στα έθνη, ώστε και εκείνα να μάθουν για την δόξα Του. Το ερώτημα όμως είναι το πότε το έκανε αυτό ο Δαυίδ; Είναι αναντίρρητο ότι εδώ ο Δαυίδ δεν ιστορεί, αλλά προφητεύει.
«Μεγαλύνων τας σωτηρίας του βασιλέως αυτού και ποιών έλεος τω χριστώ αυτού, τω Δαυίδ και τω σπέρματι αυτού έως αιώνος». Νόμιμος αντιπρόσωπος του Κυρίου επί της γης ήταν ο χρισμένος διά ελαίου ο βασιλέας Δαυίδ. Παράλληλα όμως γίνεται και υπαινιγμός περί του μέλλοντος Λυτρωτού, του Χριστού ο οποίος είναι ο αιώνιος βλαστός του Δαυίδ.
Ψαλμός δέκατος όγδοος (ιη΄)
Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλλει το στερέωμα. Ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα και νυξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν. Ουκ εισί λαλιαί ουδέ λόγοι, ων ουχί ακούονται αι φωναί αυτών. Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών. Εν τω ηλίω έθετο το σκήνωμα αυτού· και αυτός ως νυμφίος εκπορευόμενος εκ παστού αυτού. Αγαλλιάσεται ως γίγας δραμείν οδόν αυτού· απ΄ άκρου του ουρανού η έξοδος αυτού και το κατάντημα αυτού έως άκρου του ουρανού· και ουκ έστιν ος αποκρυβήσεται της θέρμης αυτού. Ο νόμος Κυρίου άμωμος, επιστρέφων ψυχάς· η μαρτυρία Κυρίου πιστή, σοφίζουσα νήπια. Τα δικαιώματα Κυρίου ευθέα, ευφραίνοντα καρδίαν· η εντολή Κυρίου τηλαυγής, φωτίζουσα οφθαλμούς. Ο φόβος Κυρίου αγνός, διαμένων εις αιώνα αιώνος· τα κρίματα Κυρίου αληθινά, δεδικαιωμένα επί το αυτό. Επιθυμητά υπέρ χρυσίον και λίθον τίμιον πολύν και γλυκύτερα υπέρ μέλι και κηρίον. Και γαρ ο δούλος σου φυλάσσει αυτά· εν τω φυλάσσειν αυτά ανταπόδοσις πολλή. Παραπτώματα τις συνήσει; εκ των κρυφίων μου καθάρισον με και από αλλοτρίων φείσαι του δούλου σου. Εάν μη μου κατακυριεύσωσι, τότε άμωμος έσομαι και καθαρισθήσομαι από αμαρτίας μεγάλης. Και έσονται εις ευδοκίαν τα λόγια του στόματος μου και η μελέτη της καρδίας μου ενώπιον σου δια παντός. Κύριε, βοηθέ μου και λυτρωτά μου.
«Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού»: Είχε πει κάποτε ο Κάντιος: «Δύο πράγματα πληρούν θαυμασμού και σεβασμού την ψυχήν μου. Ο άνω μου έναστρος ουρανός και η εντός μου φωνή της συνειδήσεως». Ολόκληρη η φύση, αλλά ιδιαιτέρως όμως οι ουρανοί με τις άπειρες αποστάσεις, την λαμπρότητα, την τάξη, αποκαλύπτουν κατά τον πλέον υπέροχο τρόπο το μεγαλείο του Δημιουργού τους. Οι σύγχρονες ανακαλύψεις της αστρονομίας ενισχύουν αυτό ακριβώς που ο προφήτης εδώ αναφωνεί.
«Ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα», η κάθε μέρα αποκτά μία επιπλέον γνώση για τον Θεό την οποία μεταβιβάζει στην επόμενη. «Νυξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν». Χωρίζει ο Δαυίδ την μέρα και την νύχτα σαν δύο διαφορετικούς χορούς ψαλτών. Η μεγάλη αυτή συναυλία των δημιουργημάτων υμνούσα τον Δημιουργόν ακούγεται σε όλο τον κόσμο. Αυτό αποτελεί εικόνα του ευαγγελίου, το οποίο θα κηρυχτεί σε όλο τον κόσμο.
Μεταξύ των αστέρων ο ήλιος κηρύττει περισσότερο την δόξα του Θεού. Ούτω και ο νόμος του Θεού αποτελεί για τον κόσμο «μαρτυρία Κυρίου πιστή», είναι πιστή διότι είναι αληθινή στις υποσχέσεις, αλλά και στις απειλές. Όπως το φως του ήλιος φωτίζει τους οφθαλμούς μας, έτσι και ο νόμος του Κυρίου φωτίζει την ψυχή.
Η τήρηση όμως του νόμου δεν είναι πάντοτε εύκολη, διότι άλλοτε εκουσίως και άλλοτε ακουσίως παραβαίνουμε τον Θείο νόμο. Γι’ αυτό ο προφήτης παρακαλεί: «εκ των κρυφίων μου καθάρισόν με», κρύφια εννοεί τα λανθάνοντα αμαρτήματα τα οποία διαπράττονται εξ’ αγνοίας. «Και από αλλοτρίων φείσαι του δούλου σου» διά να μη πάθω κι εγώ ότι έπαθαν άλλοι οι οποίοι παρασύρθηκαν από αυτού του είδους τα αμαρτήματα. Εάν όμως δεν κυριαρχήσουν αυτού του είδους τα αμαρτήματα «τότε άμωμος έσομαι», τότε θα γίνω άμεμπτος, απαλλαγμένος από μεγάλες πτώσεις.
«Κύριε, βοηθέ μου και λυτρωτά μου». Η κατακλείς.
Ψαλμός δέκατος ένατος (ιθ΄)
Επακούσαι σου Κύριος εν ημέρα θλίψεως· υπερασπίσαι σου το όνομα του Θεού Ιακώβ. Εξαποστείλαι σοι βοήθειαν εξ αγίου και εκ Σιών αντιλάβοιτο σου. Μνησθείη πάσης θυσίας σου και το ολοκαύτωμα σου πιανάτω. Δώη σοι Κύριος κατά την καρδίαν σου και πάσαν την βουλήν σου πληρώσαι. Αγαλλιασόμεθα επί τω σωτηρίω σου και εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα. Πληρώσαι Κύριος πάντα τα αιτήματα σου· νυν έγνων, ότι έσωσε Κύριος τον χριστόν αυτού. Επακούσεται αυτού εξ ουρανού αγίου αυτού· εν δυναστείαις η σωτηρία της δεξιάς αυτού. Ούτοι εν άρμασι και ούτοι εν ίπποις· ημείς δε εν ονόματι Κυρίου Θεού ημών μεγαλυνθησόμεθα. Αυτοί συνεποδίσθησαν και έπεσαν· ημείς δε ανέστημεν και ανωρθώθημεν. Κύριε, σώσον τον Βασιλέα και επάκουσον ημών, εν ή αν ημέρα επικαλεσώμεθα σε.
«Εν ημέρα θλίψεως υπερασπίσαι σου το όνομα Θεού Ιακώβ». Το “Iακώβ” λέγεται αντί του Ισραήλ. Προφανώς ο Δαυίδ προχωρά σε μία πολεμική εκστρατεία κατά των Αμμωνιτών. Μία ενδεχόμενη νίκη θα δώσει μεγάλη χαρά και αγαλλίαση γι’ αυτό οι ισραηλίτες προσφέρουν ολοκαυτώματα και θυσίες με σκοπό να εξασφαλίσουν την βοήθεια του Θεού.
Ο ψαλμωδός είναι βέβαιος για το αποτέλεσμα. Ο ίδιος είναι ο χριστός του Θεού, πρέπει να σωθεί, να νικήσει να θριαμβεύσει.
«Αυτοί συνεποδίσθησαν και έπεσαν, ημείς δε ανέστημεν και ανωρθώθημεν». Η πίστη βλέπει την νίκη ως ήδη συντελεσθείσα, όμως ο ποιητής δεν παραβλέπει ότι η νίκη δεν είχε αποκτηθεί ακόμη και διά τούτο λέγει: «Κύριε, σώσον τον βασιλέα».
Ψαλμός εικοστός (κ΄)
Κύριε, εν τη δυνάμει σου ευφρανθήσεται ο βασιλεύς και επί τω σωτηρίω σου αγαλλιάσεται σφόδρα· Την επιθυμίαν της καρδίας αυτού έδωκας αυτώ και την θέλησιν των χειλέων αυτού ουκ εστέρησας αυτόν. Ότι προέφθασας αυτόν εν ευλογίαις χρηστότητος· έθηκας επί την κεφαλήν αυτού στέφανον εκ λίθου τιμίου. Ζωήν ητήσατο σε και έδωκας αυτώ μακρότητα ημερών εις αιώνα αιώνος. Μεγάλη η δόξα αυτού εν τω σωτηρίω σου, δόξαν και μεγαλοπρέπειαν επιθήσεις επ΄ αυτόν. Ότι δώσεις αυτώ ευλογίαν εις αιώνα αιώνος· ευφρανείς αυτόν εν χαρά μετά του προσώπου σου. Ότι ο βασιλεύς ελπίζει επί Κύριον και εν τω ελέει του Υψίστου ου μη σαλευθή. Ευρεθείη η χειρ σου πάσι τοις εχθροίς σου· η δεξιά σου εύροι πάντας τους μισούντας σε. Ότι θήσεις αυτούς εις κλίβανον πυρός εις καιρόν του προσώπου σου· Κύριος εν οργή αυτού συνταράξει αυτούς και καταφάγεται αυτούς πυρ. Τον καρπόν αυτών από της γης απολείς και το σπέρμα αυτών από υιών ανθρώπων. Ότι έκλιναν εις σε κακά, διελογίσαντο βουλάς, αις ου μη δύνωνται στήναι. Ότι θήσεις αυτούς νώτον· εν τοις περιλοίποις σου ετοιμάσεις το πρόσωπον αυτών. Υψώθητι, Κύριε, εν τη δυνάμει σου· άσομεν και ψαλούμεν τας δυναστείας σου.
Η νίκη του Δαυίδ επί των εχθρών του, του προξένησε μεγάλη χαρά. Δεν ξεχνά όμως ότι το επίτευγμά του δεν οφείλεται στις δικές του δυνάμεις, αλλά στην ενίσχυση που έλαβε από τον Θεό. Έλαβε μάλιστα περισσότερα απ’ όσα ζήτησε.
«Ζωήν ηττήσατό σε και έδωκας αυτώ, μακρότητα ημερών εις αιώνα αιώνος». Ο στίχος αυτός αποδίδεται στον Μεσσία και στην αιώνια βασιλεία Του.
Και οι υπόλοιποι στίχοι όμως που ακολουθούν αποδίδονται μεν στον Δαυίδ, περισσότερο όμως στον Μεσσία: «Μεγάλη η δόξα αυτού εν τω σωτηρίω σου, δόξαν και μεγαλοπρέπειαν επιθήσεις επ΄ αυτόν. Ότι δώσεις αυτώ ευλογίαν εις αιώνα αιώνος». Ο Δαυίδ ήταν άνθρωπος, μπορούσε να μακροημερεύσει, όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να ζήσει αιώνια.
Ο Κύριος θα συνταράξει , θα καταφάγει τους εχθρούς Του, θα τους καταβροχθίσει. Δεν θα μείνει ουδείς εξ’ αυτών ζωντανός. Θα τιμωρηθούν σκληρά διότι πολέμησαν τον νόμιμο βασιλέα του Ισραήλ.
Ας εγερθεί ο Κύριος για να εκδηλώσει την δύναμή Του κατά των εχθρών του λαού Του.
Ψαλμός εικοστός πρώτος (κα΄)
Ο Θεός, ο Θεός μου, πρόσχες μοι· ίνα τί εγκατέλιπες με; μακρά από της σωτηρίας μου οι λόγοι των παραπτωμάτων μου. Ο Θεός μου, κεκράξομαι ημέρας και ούκ εισακούση· και νυκτός και ούκ εις άνοιαν εμοί. Συ δε εν αγίω κατοικείς, ο έπαινος του Ισραήλ. Επί σοι ήλπισαν οι πατέρες ημών, ήλπισαν και ερρύσω αυτούς. Προς σε εκέκραξαν και εσώθησαν, επί σοι ήλπισαν και ού κατησχύνθησαν. Εγώ δε είμι σκώληξ και ούκ άνθρωπος, όνειδος ανθρώπων και εξουθένημα λαού. Πάντες οι θεωρούντες με εξεμυκτήρισαν με, ελάλησαν εν χείλεσιν, εκίνησαν κεφαλήν. ΄Ηλπισεν επί Κύριον, ρυσάσθω αυτόν, σωσάτω αυτόν, ότι θέλει αυτόν. Ότι συ ει ο εκσπάσας με εκ γαστρός, η ελπίς μου από μαστών της μητρός μου· επί σε επερρίφην εκ μήτρας. Από γαστρός μητρός μου Θεός μου ει συ, μη αποστής απ΄ εμού. Ότι θλίψις εγγύς, ότι ούκ έστιν ο βοηθών μοι. Περιεκύκλωσαν με μόσχοι πολλοί, ταύροι πίονες περιέσχον με. ΄Ηνοιξαν επ΄ εμέ το στόμα αυτών, ως λέων αρπάζων και ωρυόμενος. Ωσεί ύδωρ εξεχύθην και διεσκορπίσθη πάντα τα οστά μου· εγενήθη η καρδία μου ωσεί κηρός τηκόμενος εν μέσω της κοιλίας μου. Εξηράνθη ως όστρακον η ισχύς μου και η γλώσσα μου κεκόλληται τω λάρυγγι μου και εις χούν θανάτου κατήγαγες με. Ότι εκύκλωσαν με κύνες πολλοί, συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον με. ΄Ωρυξαν χείρας μου και πόδας μου· εξηρίθμησαν πάντα τα οστά μου· αυτοί δε κατενόησαν και επείδον με. Διεμερίσαντο τα ιμάτια μου εαυτοίς και επί τον ιματισμόν μου έβαλον κλήρον. Συ δε, Κύριε, μη μακρύνης την βοήθειαν σου απ΄ εμού, εις την αντίληψην μου πρόσχες. Ρύσαι από ρομφαίας την ψυχήν μου και εκ χειρός κυνός την μονογενή μου. Σώσον με εκ στόματος λεόντος και από κεράτων μονοκερώτων την ταπείνωσιν μου. Διηγήσομαι το όνομα σου τοις αδελφοίς μου, εν μέσω εκκλησίας υμνήσω σε. Οι φοβούμενοι τον Κύριον αινέσατε αυτόν, άπαν το σπέρμα Ιακώβ δοξάσατε αυτόν. Φοβηθήτω δη απ΄ αυτού άπαν το σπέρμα Ισραήλ. Ότι ούκ εξουδένωσεν, ουδέ προσώχθισε τη δεήσει του πτωχού, ουδέ απέστρεψε το πρόσωπον αυτού απ΄ εμού· και εν τω κεκραγέναι με προς αυτόν εισήκουσε με. Παρά σου ο έπαινος μου· εν εκκλησία μεγάλη εξομολογήσομαι σοι· τας ευχάς μου αποδώσω ενώπιον των φοβουμένων σε. Φάγονται πένητες και εμπλησθήσονται και αινέσουσι Κύριον οι εκζητούντες αυτόν· ζήσονται αι καρδίαι αυτών εις αιώνα αιώνος. Μνησθήσονται και επιστραφήσονται προς Κύριον πάντα τα πέρατα της γης και προσκυνήσουσιν ενώπιον αυτού πάσαι αι πατριαί των εθνών. Ότι του Κυρίου η βασιλεία και αυτός δεσπόζει των εθνών. ΄Εφαγον και προσεκύνησαν πάντες οι πίονες της γης· ενώπιον αυτού προπεσούνται πάντες οι καταβαίνοντες εις γην. Και η ψυχή μου αυτώ ζη και το σπέρμα μου δουλεύσει αυτώ. Αναγγελήσεται τω Κυρίω γενεά η ερχομένη και αναγγελούσι την δικαιοσύνην αυτού λαώ τω τεχθησομένω, όν εποίησεν ο Κύριος.
Ο ψαλμός αυτός αποτελεί αναμφιβόλως μία προφητεία για το πάθος του Χριστού, αλλά και την επιστροφή των εθνών χάριν του πάθους του Κυρίου. Η προφητεία αυτή φτάνει μέχρι λόγων του πάσχοντος Μεσσίου όπως θα δούμε:
“Ο πάσχων” στιχ. 2-22: «Ο Θεός ο Θεός μου πρόσχες μοι». Ο Θεοδώρητος αντιπαραβάλλει τον στίχο αυτό με την κραυγή του Κυρίου «Ηλί Ηλί λαμά σαβαχθανί» «Ινατί εγκατέλιπές με»; Πόνος άρρητος βλέποντας τον εαυτό του εγκαταλελειμμένο από τον Θεό εν μέσω βασανισμών. Τόσο πολύ υποφέρει, ώστε βρυχάται ωσάν λέων. Ο πάσχων Ιησούς θα μείνει αβοήθητος; Κάθε άλλο!
«Εγώ δε ειμί σκώληξ και ουκ άνθρωπος και εξουθένημα λαού». Έτσι παρομοιάζει ο Μεσσίας τον εαυτό Του για να δηλώσει το πάθος Του. Ο Ησαΐας λέει: «Και είδομεν αυτόν και ουκ είχε είδος ουδέ κάλλος. Αλλά το είδος αυτού άτιμον και εκλείπον παρά τους υιούς των ανθρώπων».
«Οι θεωρούντες με εξεμυκτήρισάν με». Ο Λουκάς στο Ευαγγέλιο του λέει: «Εξεμυκτήριζον δε και οι άρχοντες συν αυτοίς». (Λουκ. 23,35).
«Ελάλησαν εν χείλεσιν, εκίνησαν κεφαλήν». Δείγμα της ειρωνείας και της κακεντρέχειας των ανθρώπων.
Δεν γίνεται να μην ελπίσει στην σωτηρία του ο Αναμάρτητος, άλλωστε στα χέρια Του βρίσκεται αυτή. «Επί σε επερρίφην εκ μήτρας». Εδώ υπαινίσσεται η εκ Παρθένου σύλληψις του Μεσσίου, αφού δεν αναφέρεται ο πατήρ Του, παρά μόνον η μητέρα Του.
«Ωσεί ύδωρ εξεχύθην». Η τελεία εξάντλησίς Του παρομοιάζεται ως ύδωρ το οποίο χύνεται κατά γης και σιγά-σιγά χάνεται. «Διεσκορπίσθη πάντα τα οστά μου». Υπαινιγμός της σταυρώσεώς Του. «Η γλώσσα μου κεκόλληται τω λάρυγγί μου». Η δίψα Του ήταν μία εκ των τρομερών βασανιστικών οδυνών Του. «Εις χουν θανάτου κατήγαγές με». Χους θανάτου είναι ο τάφος.
«Εξηρίθμησαν πάντα τα οστά μου». Διά των μαστιγώσεών Του και των άλλων βασανισμών Του, η σαρξ του Κυρίου, έγινε τόσο ισχνή, ώστε μπορούσαν να μετρηθούν τα οστά Του. Οι εχθροί Του παρόλα αυτά τον έβλεπαν με χαιρεκακία, διασκεδάζοντας εναντίον Του.
«Διεμερίσαντο τα ιμάτιά μου εαυτοίς». Τούτο εξεπληρώθη πλήρως και κατά γράμμα όπως είναι σε όλους γνωστό.
Ο Ιησούς στρέφεται δοξολογικά προς τον Πατέρα. Τον ευχαριστεί επειδή ήδη Τον έσωσε. Διά της θαυματουργικής σωτηρία μου δύναμαι να σε αινώ. «Εν Εκκλησίαν μεγάλη», η μεγάλη αυτή Εκκλησία, είναι ο πολύς λαός ο οποίος άκουσε το Ευαγγέλιο της σωτηρίας.
«Έφαγον και προσεκύνησαν πάντες οι πίονες της γης»: Σαφώς υπαινίσσεται εδώ ο Μυστηριακός δείπνος. Ο Λυτρωτής βλέπει τα έθνη να επιστρέφουν στον Θεό. «Εάν υψωθώ από της γης πάντας ελκύσω προς εμαυτόν». (Ιω. 13,32).
Όλα τα έθνη της γης συνεχίζουν εις αιώνας αιώνων το άσμα τούτο. «και αναγγελούσι την δικαιοσύνην αυτού λαώ τω τεχθησομένω, όν εποίησεν ο Κύριος». Υπέροχος επίλογος!
Ψαλμός εικοστός δεύτερος (κβ΄)
Κύριος ποιμαίνει με και ουδέν με υστερήσει. Εις τόπον χλόης, εκεί με κατεσκήνωσεν, επί ύδατος αναπαύσεως εξέθρεψε με. Την ψυχήν μου επέστρεψεν, ωδήγησε με επί τρίβους δικαιοσύνης, ένεκεν του ονόματος αυτού. Εάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου, ου φοβηθήσομαι κακά, ότι συ μετ΄ εμού ει. Η ράβδος σου και η βακτηρία σου αύται με παρεκάλεσαν. Ητοίμασας ενώπιον μου τράπεζαν, εξεναντίας των θλιβόντων με. Ελίπανας εν ελαίω την κεφαλήν μου και το ποτήριον σου μεθύσκον με ωσεί κράτιστον. Και το έλεος σου καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου και το κατοικείν με εν οίκω Κυρίου εις μακρότητα ημερών.
«Κύριος ποιμαίνει με». Η Αγία Γραφή συχνά εικονίζει τον Θεό ως ποιμένα για να τονίσει την στοργή Του προς τους ανθρώπους. Τα πρόβατα έχουν ανάγκη από δροσερό νερό και από καταπράσινα λιβάδια. Σε τέτοιους τόπους οδηγεί ο Θεός το ποίμνιό Του.
«Εάν γαρ και πορευθώ εν μέσω σκιάς θανάτου». Τα πρόβατα κινδυνεύουν να πέσουν σε χαράδρες. Ο Ποιμήν όμως αγρυπνεί. «Συ μετ’ εμού ει».
«Ητοίμασας ενώπιόν μου τράπεζα». Ο Θεός γίνεται τραπεζοκόμος, «ελίπανας εν ελαίω την κεφαλήν μου». Στους προσκεκλημένους εκείνης της εποχή άλειφαν το κεφάλι τους με λάδι. Ο Ιησούς είπε στον Σίμων: «ελαίω την κεφαλήν μου ουκ ήλειψας».
«Το ποτήριόν σου μεθύσκον με». Ο Κύριος δεν μου προσφέρει λίγες μόνο σταγόνες κρασιού, αλλά πλήρες ποτήρι, πλουσιοπάροχο.
«Το έλεός σου καταδιώξει με πάσας τας ημέρας της ζωής μου». Είναι παρόμοιο με το «ανάγκασον εισελθείν» του Κυρίου (Λουκ. 24,29).
«Του κατοικείν με εν οίκω Κυρίου». Ο ψαλμωδός ελπίζει να μείνει ακόμη πλησίον της σκηνής του Θεού απολαμβάνοντας την αγία φιλοξενία του Θεού.
Ψαλμός εικοστός τρίτος (κγ΄)
Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή. Αυτός επί θαλασσών εθεμελίωσεν αυτήν και επί ποταμών ητοίμασεν αυτήν. Τίς αναβήσεται εις το όρος του Κυρίου, ή τίς στήσεται εν τόπω αγίω αυτού; Αθώος χερσί και καθαρός τη καρδία, ός ούκ έλαβεν επί ματαίω την ψυχήν αυτού και ούκ ώμοσεν επί δόλω τω πλησίον αυτού. Ούτος λήψεται ευλογίαν παρά Κυρίου και ελεημοσύνην παρά Θεού σωτήρος αυτού. Αύτη η γενεά ζητούντων τον Κύριον, ζητούντων το πρόσωπον του Θεού Ιακώβ. 'Αρατε πύλας οι άρχοντες υμών· και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης. Τίς έστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω. 'Αρατε πύλας οι άρχοντες υμών· και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης. Τίς έστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Κύριος των δυνάμεων αυτός έστιν ο βασιλεύς της δόξης.
Ο ψαλμός αυτός συνετέθη επ’ ευκαιρία της επίσημης και μεγαλοπρεπούς μεταφοράς της κιβωτού της Διαθήκης από τον Δαυίδ στον λόφο Σιών της Ιερουσαλήμ. Ο ψαλμός αυτός είναι κατά τρόπο έμμεσο Μεσσιανικός. Οι πατέρες της Εκκλησίας μας εφαρμόζουν αυτόν στην Ανάσταση και Ανάληψη του Κυρίου καθώς και στα εγκαίνια ναών.
«Του Κυρίου γη». Ο Κύριος είναι ο δημιουργός, ο μοναδικός Κύριος όλης της οικουμένης.
«Επί θαλασσών εθεμελίωσεν αυτήν». Παράσταση της ξηράς αναδυομένης εκ των υδάτων της θάλασσας. Ο αρχαίος κόσμος είχε την αντίληψη ότι ο κόσμος διαιρούνταν σε τρία μέρη. Τον ουρανό, την γη και την άβυσσο κάτω της γης.
«Τις αναβήσεται», ποιος είναι άξιος να μεταβεί για να προσκυνήσει εις τον τόπο του Κυρίου; Η απάντηση δίδεται: «αθώος χερσί και καθαρός τη καρδία». Πρέπει ο άνθρωπος να είναι καθαρός και εξωτερικά και εσωτερικά.
«Ουκ έλαβε επί ματαίω», εκείνος που δεν παρέδωσε την ψυχή του στο ψεύδος ή σε μάταια πράγματα.
Αυτός που θα πλησιάσει αξίως τον Κύριο, τι πρόκειται να κερδίσει; «Λήψεται ελεημοσύνην». Κάθε δικαιοσύνη του Θεού προς τον άνθρωπο είναι ελεημοσύνη.
Η πομπή έφτασε, γίνεται μεγαλοπρεπής είσοδος της Κιβωτού στην Ιερουσαλήμ: «Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών», ας ανοίξουν διάπλατα οι θύρες του φρουρίου, για να εισέλθει μεγαλοπρεπώς και χωρίς εμπόδια η Κιβωτός της Διαθήκης. Τούτος ο ψαλμός προαγορεύει και την εις ουρανούς άνοδο του Δεσπότου.
«Εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης». Ο Δαυίδ είχε υπόψη του το ακατάλυτο της Ιουδαϊκής βασιλείας διά του Μεσσίου. «Τις έστιν ούτος…» «Κύριος κραταιός και δυνατός…». Είναι ο Γιεχωβά, ο οποίος είναι πανίσχυρος, παντοδύναμος, Αυτός είναι ο Βασιλεύς της Δόξης.
«Άρατε πύλας». Τούτη η παράσταση εφαρμόζεται ωραιότατα υπό των πατέρων της Εκκλησίας μας στην Ανάληψη του Χριστού.
Ψαλμός εικοστός τέταρτος (κδ΄)
Προς σε, Κύριε, ήρα την ψυχήν μου. Ο Θεός μου, επί σοι πέποιθα· μη καταισχυνθείην εις τον αιώνα, μηδέ καταγελασάτωσαν με οι εχθροί μου. Και γαρ πάντες οι υπομένοντες σε ου μη καταισχυνθώσιν. Αισχυνθήτωσαν οι ανομούντες διακενής.Τας οδούς σου, Κύριε, γνώρισον μοι και τας τρίβους σου δίδαξον με. Οδήγησον με επί την αλήθειαν σου και δίδαξον με, ότι συ εί ο Θεός ο σωτήρ μου· και σε υπέμεινα όλην την ημέραν. Μνήσθητι των οικτιρμών σου, Κύριε και τα ελέη σου, ότι από του αιώνος είσιν. Αμαρτίας νεότητος μου και αγνοίας μου μη μνησθής, κατά το έλεος σου μνήσθητι μου, συ, ένεκεν της χρηστότητος σου, Κύριε. Χρηστός και ευθύς ο Κύριος· δια τούτο νομοθετήσει αμαρτάνοντας εν οδώ. Οδηγήσει πραείς εν κρίσει, διδάξει πραείς οδούς αυτού. Πάσαι αι οδοί Κυρίου έλεος και αλήθεια, τοις εκζητούσι την διαθήκην αυτού και τα μαρτύρια αυτού. ΄Ενεκεν του ονόματος σου, Κύριε και ιλάσθητι τη αμαρτία μου· πολλή γαρ έστι. Τίς έστιν άνθρωπος ο φοβούμενος τον Κύριον; νομοθετήσει αυτώ εν οδώ, ή ηρετίσατο. Η ψυχή αυτού εν αγαθοίς αυλισθήσεται και το σπέρμα αυτού κληρονομήσει γην. Κραταίωμα Κύριος των φοβουμένων αυτόν και η διαθήκη αυτού δηλώσει αυτοίς. Οι οφθαλμοί μου δια παντός προς τον Κύριον, ότι αυτός εκσπάσει εκ παγίδος τους πόδας μου. Επίβλεψον επ΄εμέ και ελέησον με· ότι μονογενής και πτωχός είμι εγώ. Αι θλίψεις της καρδίας μου επληθύνθησαν· εκ των αναγκών μου εξάγαγε με. ΄Ιδε την ταπείνωσιν μου και τον κόπον μου· και άφες πάσας τας αμαρτίας μου. ΄Ιδε τους εχθρούς μου, ότι επληθύνθησαν και μίσος άδικον εμίσησαν με. Φύλαξον την ψυχήν μου και ρύσαι με· μη καταισχυνθείην, ότι ήλπισα επί σε. ΄Ακακοι και ευθείς εκολλώντο μοι, ότι υπέμεινα σε, Κύριε. Λύτρωσαι, ο Θεός, τον Ισραήλ εκ πασών των θλίψεων αυτού.
Ο ψαλμός αυτός είναι αλφαβητικός, διότι αρχίζει εκάστη δέηση δι ενός γράμματος του εβραϊκού αλφαβήτου.
«Προς σε Κύριε.., ήρα την ψυχήν μου». Είναι αδύνατον να προσευχηθεί κανείς αν δεν υψωθεί επί των επιγείων.
«Μεδέ καταγελασάτωσάν με οι εχθροί μου». Εάν ο Θεός αρνηθεί να μου δώσει την δύναμή Του, θα ταπεινωθώ ενώπιον των θριαμβευόντων μου εχθρών.
«Οι ανομούντες διακενής». Οι ανομούντες αυτοί δεν είναι εξ΄αδυναμίας, αλλά εξ΄επιθυμίας να βρουν την ευτυχία διά μέσου της αμαρτίας.
«Οδήγησόν με επί την αλήθειάν Σου». Δίδαξε με σχετικά με τις αξιόπιστες υποσχέσεις Σου.
«Σε υπέμεινα όλην την ημέραν». Αντάμειψε την υπομονή μου και την πίστη μου, σώζοντάς με από την θλίψη μου.
«Αμαρτίας νεότητος». Αμαρτίες οι οποίες έγιναν από την νεανική ορμή και σφοδρότητα ή εξ’ αγνοίας, ας μην ληφθούν υπόψιν του Παντογνώστου.
Ο ψαλμωδός «διά τούτο» παρακινεί τον εαυτό του και όλους εκείνους που φοβούνται τον Θεό να εμπιστευτούν τον Θεό διότι «πάσαι αι οδοί Κυρίου έλεος και αλήθεια».
Ο Κύριος είναι αξιόπιστος τηρητής των υποσχέσεών Του σ’ εκείνους οι οποίοι τον ζητούν με ζήλο.
«Τις εστίν ο φοβούμενος τον Κύριον»; Ο φοβούμενος τον Κύριο είναι ο ενάρετος, διότι αρχή σοφίας φόβος Κυρίου. Η ψυχή του δικαίου «εν αγαθοίς αυλισθήσεται», θα έχει αφθονία αγαθών επί της γης και το «σπέρμα αυτού», όχι μόνον αυτός, αλλά και οι απόγονοί του θα ευτυχήσουν.
«Η διαθήκη αυτού δηλώσει αυτοίς», ο Θεός θα δώσει πνευματικά φώτα στους ανθρώπους Του και θα τους φωτίσει για το τι πρέπει να πράττουν και τι να μην πράττουν. Δια τούτο «Οι οφθαλμοί μου διά παντός προς τον Κύριον».
«Επίβλεψον επ’ εμέ και ελέησόν με». Ο Δαυίδ ζητά την βοήθεια του Κυρίου διότι δεν έχει άλλον βοηθό, αλλά και διότι «αι θλίψεις της καρδίας μου επληθύνθησαν». Πολλοί είναι αυτοί που τον μισούν αδικαιολογήτως. Όμως ο ψαλμωδός δεν αποθαρρύνεται, ελπίζει στο Θείο έλεος.
Ψαλμός εικοστός πέμπτος (κε΄)
Κρίνον με, Κύριε, ότι εγώ εν ακακία μου επορεύθην· και επί τω Κυρίω ελπίζων, ου μη ασθενήσω. Δοκίμασον με, Κύριε και πείρασον με· πύρωσον τους νεφρούς μου και την καρδίαν μου. Ότι το έλεος σου κατέναντι των οφθαλμών μου έστι και ευηρέστησα εν τη αληθεία σου. Ούκ εκάθισα μετά συνεδρίου ματαιότητος και μετά παρανομούντων ου μη εισέλθω. Εμίσησα εκκλησίαν πονηρευομένων και μετά ασεβών ου μη καθίσω. Νίψομαι εν αθώοις τας χείρας μου και κυκλώσω το θυσιαστήριον σου, Κύριε, του ακούσαι με φωνής αινέσεως σου και διηγήσασθαι πάντα τα θαυμάσια σου. Κύριε, ηγάπησα ευπρέπειαν οίκου σου και τόπον σκηνώματος δόξης σου. Μη συναπολέσης μετά ασεβών την ψυχήν μου και μετά ανδρών αιμάτων την ζωήν μου, ών εν χερσίν αι ανομίαι, η δεξιά αυτών επλήσθη δώρων. Εγώ δε εν ακακία μου επορεύθην, λύτρωσαι με, Κύριε και ελέησον με. Ο πους μου έστη εν ευθύτητι· εν εκκλησίαις ευλογήσω σε, Κύριε.
«Κρίνον με Κύριε». Ο Δαυίδ στηρίζεται στην αθωότητά του έναντι των εχθρών του. Δεν καυχιέται, απλά καταθέτει την τιμιότητα με την οποία φέρθηκε.
«Δοκίμασον, πείρασον… πύρωσον». Τρία ρήματα προς δήλωση της αθωότητάς του. Ότι και να μου κάνεις Θεέ μου θα δεις ότι εγώ σε αγαπώ.
«Ουκ εκάθισα». Δεν συμπορεύθηκα με τις πονηρίες των πονηρών ανθρώπων, «εμίσησα εκκλησίαν πονηρευομένων».
«Νίψομαι εν αθώοις τας χείρας μου». Ο Δαυίδ όχι μόνο δεν συναναστρέφονταν με τους ασεβείς, αλλά απεναντίας αρέσκονταν να βρίσκεται ολημερίς στον ναό του Θεού. Μία εκ των νομικών διατάξεων των ιερέων ήταν να πλύνουν τα χέρια τους πριν εκτελέσουν τις ιεροπραξίες τους. Το νίψιμο αυτό των χειρών είχε συμβολικό χαρακτήρα, συμβόλιζε την καθαρότητα της ψυχής.
«Κυκλώσω το θυσιαστήριό σου». Πρόκειται μάλλον περί τελετουργικής πομπής μετά ψαλμωδίας πέριξ του θυσιαστηρίου.
«Του ακούσαι φωνής αινέσεως». Να ακούσει και ο ίδιος τις ψαλμωδίες των ιερέων.
«Και διηγήσασθαι πάντα τα θαυμάσιά σου». Να διηγηθεί όλα τα θαυμαστά σημεία που έκανε ο Θεός προς χάριν του Δαυίδ.
«Ευπρέπειαν οίκου σου… τόπον σκηνώματος δόξης σου». Ο Κύριος εξεδήλωνε την παρουσία Του σε ιδιαίτερο τόπο, στην Κιβωτό του Μαρτυρίου.
«Μη συναπολέσης μετά ασεβών την ψυχήν μου». Μη με συγκαταριθμήσεις μαζί με τους ασεβείς, οι οποίοι φόνευαν αθώους ανθρώπους. Τα χέρια των ασεβών δεν είναι καθαρά, τα χέρια τους είναι γεμάτα από δωροδοκίες διά των οποίων καταδίκαζαν αθώους ανθρώπους.
«Λύρωσαί με Κύριε και ελέησόν με». Απαλλαγή ζητά διά του ελέους του Θεού. «Ο πους μου έστη εν ευθύτητι», το πόδι του δεν πάτησε σε παράνομους οδούς.
Βέβαιος ότι θα εισακουσθεί, υπόσχεται να δοξάζει τον Θεό στις δημόσιες συγκεντρώσεις στον ναό: «Εν εκκλησίαις ευλογήσω σε Κύριε».
Ψαλμός εικοστός έκτος (κστ΄)
Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου, από τίνος δειλιάσω; Εν τω εγγίζειν επ΄εμέ κακούντας, του φαγείν τας σάρκας μου. Οι θλίβοντες με και οι εχθροί μου, αυτοί ησθένησαν και έπεσον. Εάν παρατάξηται επ΄εμέ παρεμβολή, ού φοβηθήσεται η καρδία μου· εάν επαναστή επ΄εμέ πόλεμος, εν ταύτη εγώ ελπίζω. Μίαν ητησάμην παρά Κυρίου, ταύτην ζητήσω· του κατοικείν με εν οίκω Κυρίου, πάσας τας ημέρας της ζωής μου, του θεωρείν με την τερπνότητα Κυρίου και επισκέπτεσθαι τον ναόν τον άγιον αυτού. Ότι έκρυψε με εν σκηνή αυτού εν ημέρα κακών μου, εσκέπασε με εν αποκρύφω της σκηνής αυτού, εν πέτρα ύψωσε με. Και νυν ιδού ύψωσε την κεφαλήν μου επ΄εχθρούς μου. Εκύκλωσα και έθυσα εν τη σκηνή αυτού θυσίαν αινέσεως και αλαλαγμού· άσω και ψαλώ τω Κυρίω. Εισάκουσον, Κύριε, της φωνής μου, ης εκέκραξα· ελέησον με και εισάκουσον μου. Σοι είπεν η καρδία μου· Κύριον ζητήσω. Εξεζήτησε σε το πρόσωπον μου· το πρόσωπον σου, Κύριε, ζητήσω. Μή αποστρέψης το πρόσωπον σου απ΄εμού και μή εκκλίνης εν οργή από του δούλου σου. Βοηθός μου γενού, μή αποσκορακίσης με και μη εγκαταλίπης με, ο Θεός, ο σωτήρ μου. Ότι ο πατήρ μου και η μήτηρ μου εγκατέλιπον με, ο δε Κύριος προσελάβετο με. Νομοθέτησον με, Κύριε, εν τη οδώ σου και οδήγησον με εν τρίβω ευθεία, ένεκα των εχθρών μου. Μή παραδώς με εις ψυχάς θλιβόντων με, ότι επανέστησαν μοι μάρτυρες άδικοι και εψεύσατο η αδικία εαυτή. Πιστεύω του ιδείν τα αγαθά Κυρίου εν γη ζώντων. Υπόμεινον τον Κύριον· ανδρίζου και κραταιούσθω η καρδία σου και υπόμεινον τον Κύριον.
Βρισκόμαστε στον καιρό του διωγμού του ψαλμωδού από τον Σαούλ.
«Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου». Ο Κύριος είναι αυτός που διαλύει τα σκότη των συμφορών και των αγωνιωδών στιγμών.
«Υπερασπιστής της ζωής μου», αν έχει έναν τέτοιο υπερασπιστή τότε, «τίνα φοβηθήσομαι… τίνος δειλιάσω…».
Ο ποιητής παρομοιάζει τους εχθρούς του με άγρια θηρία, έτοιμα να κατασπαράξουν τις σάρκες του. όμως αυτοί είναι ανίσχυροι, «ησθένησαν και έπεσαν». Ακόμη και μόνος του αν βρεθεί απέναντι στα εχθρικά τάγματα, δεν θα ταραχτεί.
Ο ψαλμωδός εκφράζει την μεγάλη επιθυμία να είναι αιώνιος φιλοξενούμενος της Σκηνής του Θεού στην Σιών. Τούτο ζήτησα και ζητώ «του κατοικείν με», να βρίσκομαι διαρκώς εντός του οίκου του Θεού, να επικοινωνώ πάντοτε με τον Κύριο. Γιατί; Διότι εκεί γίνεται αποδέκτης θείων αποκαλύψεων. Εκεί βρίσκει Θεία προστασία και ασφάλεια.
Είναι φανερό όμως ότι ο ποιητής βρίσκεται σε συνεχή δοκιμασία και θλίψη, παρακαλεί, εκλιπαρεί να εισακουσθεί η προσευχή του, φοβάται μη τυχόν απορριφθεί από τον Θεό. «Μη αποστρέψης το προσώπό σου», «μη αποσκορακίσης», δηλ. μη πεις «αει στον κόρακα», συ που άλλοτε υπήρξες Σωτήρ της ζωής μου.
«Ο πατήρ μου και η μήτηρ μου εγκατέλιπόν με», τονίζει την ορφάνια του, την μόνωσή του κατά την περίοδο του διωγμού του, όμως η αγάπη του Θεού είναι ανώτερη της αγάπης των γονέων.
Ο ψαλμωδός έχει μεγάλη πίστη ότι τελικά ο Θεός θα τον προστατέψει, δεν θα τον παραδώσει στους εχθρούς του «πιστεύω του ιδείν», με την πίστη αυτή συνιστά στον εαυτό του να υπομείνει τα άδικα βάσανα, διότι θα ανατείλει τελικά η ημέρα της λυτρώσεώς του «ανδρίζου… κραταιούσθω.. υπόμεινον».
Ψαλμός εικοστός έβδομος (κζ΄)
Προς σε, Κύριε, κεκράξομαι, ο Θεός μου, μη παρασιωπήσης απ΄εμού και ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον. Εισάκουσον, Κύριε, της φωνής της δεήσεως μου, εν τω δέεσθαι με προς σε, εν τω αίρειν με χείρας μου προς ναόν άγιον σου. Μη συνελκύσης με μετά αμαρτωλών και μετά εργαζομένων αδικίαν μη συναπολέσης με, των λαλούντων ειρήνην μετά των πλησίον αυτών, κακά δε εν ταις καρδίαις αυτών. Δός αυτοίς Κύριε κατά τα έργα αυτών και κατά την πονηρίαν των επιτηδευμάτων αυτών· κατά τα έργα των χειρών αυτών, δός αυτοίς, απόδος το ανταπόδομα αυτών αυτοίς. Ότι ου συνήκαν εις τα έργα Κυρίου και εις τα έργα των χειρών αυτού. Καθελείς αυτούς και ου μη οικοδομήσεις αυτούς. Ευλογητός Κύριος, ότι εισήκουσε της φωνής της δεήσεως μου. Κύριος βοηθός μου και υπερασπιστής μου· επ΄αυτώ ήλπισεν η καρδία μου και εβοηθήθην και ανέθαλεν η σαρξ μου· και εκ θελήματος μου εξομολογήσομαι αυτώ. Κύριος κραταίωμα του λαού αυτού και υπερασπιστής των σωτηρίων του χριστού αυτού έστι. Σώσον τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομιαν σου και ποίμανον αυτούς και έπαρον αυτούς έως του αιώνος.
«Προς σε Κύριε εκέκραξα», εκφράζει αμέσως το κατεπείγον της ανάγκης. Όμως δεν πρέπει μόνο να με ακούσεις, αλλά και να ενεργήσεις, διότι αν δεν κάνεις κάτι τότε «ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον», θα καταστραφώ.
Μη Κύριε με θεωρήσεις ως ένα εκ των ασεβών, όμοιο μ’ αυτούς που εργάζονται την ανομία, στους κακούς «δος αυτοίς Κύριε, κατά τα έργα», είναι άξιοι της τύχης τους, αυτούς ο Θεός θα κατακρημνίσει, θα αφανίσει και η καταστροφή τους θα είναι ανεπανόρθωτη.
Ο Δαυίδ εμφανίζεται και πάλι σίγουρος ότι η προσευχή του θα εισακουσθεί, γνωρίζει ότι αυτός είναι ο υπό του Θεού χρισμένος βασιλέας του Ισραήλ, οπότε αν ο Θεός τον ελεήσει θα ελεηθεί δι αυτού και ο λαός του. «Σώσον Κύριε τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου».
Ψαλμός εικοστός όγδοος (κη΄)
Ενέγκατε τω Κυρίω, υιοί Θεού, ενέγκατε τω Κυρίω υιούς κριών, ενέγκατε τω Κυρίω δόξαν και τιμήν. Ενέγκατε τω Κυρίω δόξαν ονόματι αυτούς, προσκυνήσατε τω Κυρίω εν αυλή αγία αυτού. Φωνή Κυρίου εν ισχύι, φωνή Κυρίου εν μεγαλοπρεπεία. Φωνή Κυρίου συντρίβοντος κέδρους και συντρίψει Κύριος τας κέδρους του Λιβάνου. Και λεπτυνεί αυτάς ως τον μόσχον του Λιβάνου και ο ηγαπημένος ως υιός μονοκερώτων. Φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός. Φωνή Κυρίου συσσείοντος έρημον· και συσσείσει Κύριος την έρημον Κάδδης. Φωνή Κυρίου καταρτιζομένη ελάφους και αποκαλύψει δρυμούς και εν τω ναώ αυτού πας τις λέγει δόξαν. Κύριος τον κατακλυσμόν κατοικιεί και καθιείται Κύριος Βασιλεύς εις τον αιώνα. Κύριος ισχύν τω λαώ αυτού δώσει· Κύριος ευλογήσει τον λαόν αυτού εν ειρήνη.
«Ενέγκατε τω Κυρίω…», το «ενέγκατε επαναλαμβάνεται τέσσερεις φορές, ώστε να προσημανθεί ότι κάτι σπουδαίο πρόκειται να φανεί.
«Υιοί Θεού…, υιούς κριών» οι υιοί Θεού, είναι οι ιερείς εν τω ναώ, οι οποίοι προσφέρουν θυσίες κριών. Υιούς Θεού, κατ΄ άλλη έννοια ονομάζει τους αγγέλους (από το Εβραϊκό κείμενο απουσιάζει το «υιούς κριών»). Ο Δαυίδ βλέπει τους αγγέλους να κυκλώνουν τον θρόνο του Υψίστου και τους παρακαλεί να προσκυνήσουν τον Δεσπότη.
«Φωνή Κυρίου επί των υδάτων», ο Θεός της Δόξης εβρόντησε, οι περίφημοι και γιγάντιοι κέδροι του Λιβάνου, κτυπιόνται από την οργή του Θεού. Κι ενώ όλη η οικουμένη θα συνταράσσεται από τις ποικίλες θεομηνίες που ο ποιητής περιγράφει , το Ισραήλ θα παραμένει ατάραχο, «ως τρομερός μονόκερως».
Ψαλμός εικοστός ένατος (κθ΄)
Υψώσω σε, Κύριε, ότι υπέλαβες με και ούκ εύφρανας τους εχθρούς μου επ΄εμέ. Κύριε ο Θεός μου, εκέκραξα προς σε και ιάσω με. Κύριε, ανήγαγες εξ Άδου την ψυχήν μου, έσωσας με από των καταβαινόντων εις λάκκον. Ψάλατε τω Κυρίω οι όσιοι αυτού και εξομολογείσθε τη μνήμη της αγιωσύνης αυτού. Ότι οργή εν τω θυμώ αυτού και ζωή εν τω θελήματι αυτού· το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός και εν τω πρωί αγαλλίασις. Εγώ δε είπα εν τη ευθηνία μου· ου μη σαλευθώ εις τον αιώνα. Κύριε, εν τω θελήματι σου παρέσχου τω κάλλει μου δύναμιν, απέστρεψας δε το πρόσωπον σου και εγενήθην τεταραγμένος Προς σε, Κύριε, κεκράξομαι και προς τον Θεόν μου δεηθήσομαι. Τίς ωφέλεια εν των αίματι μου, εν τω καταβαίνειν με εις διαφθοράν; Μή εξομολογήσεται σοι χους ή αναγγελεί την αλήθειαν σου; 'Ηκουσε Κύριος και ηλέησε με· Κύριος εγεννήθη βοηθός μου. ΄Εστρεψας τον κοπετόν μου εις χαράν εμοί, διέρρηξας τον σάκκον μου και περιέζωσας με ευφροσύνην. Όπως αν ψάλη σοι η δόξα μου και ου μη κατανυγώ· Κύριε ο Θεός μου, εις τον αιώνα εξομολογήσομαι σοι.
«Υψώσω σε Κύριε», ο άνθρωπος υψώνει τον Θεό περισσότερο από κάθε τι άλλο. Ο Δαυίδ στεναχωριέται όχι μόνο διότι κινδυνεύει να θανατωθεί, αλλά ιδιαιτέρως διότι ο θάνατός του θα δώσει χαρά στους εχθρούς του.
«Ανήγαγες εξ’ Άδου την ψυχήν μου». Ο ψαλμωδός είχε νοσήσει βαριά, όμως ο Θεός τον θεράπευσε, αυτή η θεραπεία παρομοιάζεται με νεκρανάσταση.
«Ψάλλατε τω Κυρίω οι όσιοι αυτού». Τώρα προσκαλεί όλους όσους τιμούν τον Κύριο να τον βοηθήσουν στο να αποδώσουν αίνους ψαλμικούς προς τον Θεό.
Ο Θεός είναι δίκαιος, τιμωρεί μεν, αλλά είναι εύσπλαχνος ταυτόχρονα, οπότε και ζωοποιεί. Ο θυμός Του διαρκεί μία μόνο στιγμή, ενώ η ευσπλαχνία Του είναι μακροχρόνια.
«Κύριε εν τω θελήματί σου παρέσχου», σπεύδει τώρα ο ποιητής να σημειώσει το λάθος του εγωισμού του, είπε λόγια ασύνετα, νόμιζε πως η ευτυχία του εξαρτάται απ’ τον ίδιο. Στην υπερήφανη αυτή σκέψη του διαπίστωσε πως ο Θεός απομάκρυνε απ’ αυτόν την βοήθεια, έτσι ο Δαυίδ περιήλθε σε σύγχυση.
Ο πόνος του αυτός τον έμαθε ταπείνωση και καταφυγή στο Θείο έλεος.
Τι έχεις όμως Θεέ μου να ωφεληθείς αν χύσεις το αίμα μου; Τίποτα! Αντιθέτως θα χάσεις έναν ψάλτη σου ο οποίος σε υμνεί. (Προσέξετε οικειότητα!)
«Μη εξομολογήσεται χους». Μήπως όταν πεθάνω και γίνει το σώμα μου χώμα θα δύναμαι να σε υμνώ; Όχι! Διατήρησέ με λοιπόν στην ζωή για σε υμνώ και να σε κηρύττω! (ο παράδεισος ήταν την προ Χριστού εποχή κλειστός για τους ανθρώπους).
Ο Κύριος άκουσε την παράκληση του ψαλμωδού και τον έσωσε. Απέκτησε και πάλι την υγεία του. Η χαρά του είναι ανέκφραστη και γι’ αυτό λέγει: «εις τον αιώνα εξομολογήσομαί σοι».
Ψαλμός τριακοστός (λ΄)
Επι σοι, Κύριε, ήλπισα μή καταισχυνθείην εις τον αιώνα· εν τη δικαιοσύνη σου ρύσαι με και εξελού με. Κλίνον προς με το ούς σου· τάχυνον του εξελέσθαι με. Γενού μοι εις Θεόν υπερασπιστήν και εις οίκον καταφυγής του σώσαι με. Ότι κραταίωμά μου και καταφυγή μου ει συ και ένεκεν του ονόματος σου οδηγήσεις με και διαθρέψεις με. Εξάξεις με εκ παγίδος ταύτης, ής έκρυψαν μοι, ότι συ εί ο υπερασπιστής μου, Κύριε. Εις χείρας σου παραθήσομαι το πνεύμα μου· ελυτρώσω με, Κύριε, ο Θεός της αληθείας. Εμίσησας τους διαφυλάσσοντας ματαιότητας διακενής· εγώ δε επί τω Κυρίω ήλπισα. Αγαλλιάσομαι και ευφρανθήσομαι επί τω ελέει σου· ότι επείδες επί την ταπείνωσιν μου, έσωσας εκ των αναγκών την ψυχήν μου. Και ού συνέκλεισας με εις χείρας εχθρών, έστησας εν ευρυχώρω τους πόδας μου. Ελέησον με, Κύριε, ότι θλίβομαι· εταράχθη εν θυμώ ο οφθαλμός μου, η ψυχή μου και η γαστήρ μου. Ότι εξέλιπεν εν οδύνη η ζωή μου και τα έτη μου εν στεναγμοίς. Ησθένησεν εν πτωχεία η ισχύς μου και τα οστά μου εταράχθησαν. Παρά πάντας τους εχθρούς μου εγενήθην όνειδος και τοις γείτοσι μου σφόδρα και φόβος τοις γνωστοίς μου. Οι θεωρούντες με έξω έφυγον απ΄ εμού. Επελήσθην ωσεί νεκρός από καρδίας. Εγενήθην ωσεί σκεύος απολωλός. Ότι ήκουσα ψόγον πολλών παροικούντων κυκλόθεν· εν τω επισυναχθήναι αυτούς άμα επ΄εμέ, του λαβείν την ψυχήν μου εβουλεύσαντο. Εγώ δε επί σοι, Κύριε, ήλπισα· είπα· Σύ εί ο Θεός μου· εν ταις χερσί σου οι κλήροι μου. Ρύσαι με εκ χειρός εχθρών μου και εκ των καταδιωκόντων με. Επίφανον το πρόσωπόν σου επί τον δούλον σου, σώσον με εν τω ελέει σου. Κύριε, μη καταισχυνθείην, ότι επεκαλεσάμην σε· αισχυνθείησαν ασεβείς και καταχθείησαν εις άδου. Άλαλα γενηθήτω τα χείλη τα δόλια, τα λαλούντα κατά του δικαίου ανομίαν, εν υπερηφανία και εξουδενώσει. Ως πολύ το πλήθος της χρηστότητος σου, Κύριε, ής έκρυψας τοις φοβουμένοις σε! Εξειργάσω τοις ελπίζουσιν επί σε, εναντίον των υιών των ανθρώπων. Κατακρύψεις αυτούς εν αποκρύφω του προσώπου σου από ταραχής ανθρώπων, σκεπάσεις αυτούς εν σκηνή από αντιλογίας γλωσσών. Ευλογητός Κύριος, ότι εθαυμάστωσε το έλεος αυτού εν πόλει περιοχής. Εγώ δε είπα εν τη εκστάσει μου· απέρριμμαι από προσώπου των οφθαλμών σου· δια τούτο εισήκουσας της φωνής της δεήσεως μου, εν τω κεκραγέναι με προς σε. Αγαπήσατε τον Κύριον, πάντες οι όσιοι αυτού, ότι αληθείας εκζητεί Κύριος και ανταποδίδωσι τοις περισσώς πιούσιν υπερηφανίαν. Ανδρίζεσθε και κραταιούσθω η καρδία υμών, πάντες οι ελπίζοντες επί Κύριον.
Kαι πάλι ο Δαυίδ σ’ αυτόν τον ψαλμό βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Βρίσκεται υπό τον διωγμό μάλλον του Αβεσσαλώμ. Αισθάνεται την δικαιοσύνη του και αποβλέπει στην σωτηρία του υπό την Θεία προστασία. (Θα παραπέμψουμε λοιπόν στην ανάλυση παρόμοιων ψαλμών που είδη σχολιάσαμε παραπάνω).
Την περίοδο εκείνη κανείς δεν τον υπολόγιζε, ακόμη και οι οικείοι του τον είχαν λησμονήσει. Γι’ αυτό ο ψαλμωδός λέει: «φόβος τοις γνωστοίς μου» και «ήκουσα ψόγον πολλών». Ψόγος είναι η κακολογία.
Μέσα σ’ αυτήν την δυσμενή κατάσταση, η μόνη ελπίδα του αγίου είναι ο Θεός. Προσεύχεται εναντίον των εχθρών του οι οποίοι άδικα επιχείρησαν να τον φονεύσουν. «άλαλα… τα χείλη δόλια».
Ο Δαυίδ είναι βέβαιος ότι ο Θεός τελικά δεν θα τον εγκαταλείψει, θα τον σώσει. Αυτή την πίστη συνιστά να έχουν όλοι οι ευσεβείς «αγαπήσατε τον Κύριον πάντες…». Ο Κύριος αργεί, αλλά δεν λησμονεί…
Ψαλμός τριακοστός πρώτος (λα΄)
Μακάριοι, ων αφέθησαν αι ανομίαι και ών επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι. Μακάριος ανήρ, ώ ου μη λογίσηται Κύριος αμαρτίαν, ουδέ έστιν εν τω στόματι αυτού δόλος. Ότι εσίγησα, επαλαιώθη τα οστά μου, από του κράζειν με όλην την ημέραν. Ότι ημέρας και νυκτός εβαρύνθη επ΄εμέ η χείρ σου, εστράφην εις ταλαιπωρίαν εν τω εμπαγήναι μοι άκανθαν. Την ανομίαν μου εγνώρισα και την αμαρτίαν μου ουκ εκάλυψα. Είπα· Εξαγορεύσω κατ΄εμού την ανομίαν μου τω Κυρίω και συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου. Υπερ ταύτης προσεύξεται προς σε πάς όσιος εν καιρώ ευθέτω· πλην εν κατακλυσμώ υδάτων πολλών προς αυτόν ουκ εγγιούσι. Συ μου εί καταφυγή από θλίψεως της περιεχούσης με, το αγαλλίαμα μου· λύτρωσαι με από των κυκλωσάντων με. Συνετιώ σε και συμβιβώ σε εν οδώ ταύτη, ή πορεύση, επιστηριώ επί σε τους οφθαλμούς μου. Μη γίνεσθε ώς ίππος και ημίονος, οις ουκ έστι σύνεσις· εν κημώ και χαλινώ τας σιαγόνας αυτών άγξαι, των μη εγγιζόντων προς σε. Πολλαί αι μάστιγες του αμαρτωλού, τον δε ελπίζοντα επί Κύριον έλεος κυκλώσει. Ευφράνθητε επί Κύριον και αγαλλιάσθε, δίκαιοι και καυχάσθε, πάντες οι ευθείς τη καρδία.
Ο ψαλμός αυτός συνετέθη διά την αυτήν αιτία για την οποία εγράφη και ο 50οςψαλμός. Μετά δηλαδή το διπλό αμάρτημα του φόνου και της μοιχείας και όταν ο Νάθαν του ανακοίνωσε ότι ο Θεός συγχώρησε αυτές του τις αμαρτίες.
Ο ιερός Αυγουστίνος όταν διάβαζε τον ψαλμό αυτόν έκλαιγε και προ του θανάτου του διέταξε να τον γράψουν στο τοίχο απέναντι από το κρεβάτι του για να τον έχει πάντοτε μπροστά του.
«Μακάριοι ων αφέθησαν αι ανομίαι». Εδώ μακαρίζονται όσοι μετανοούν ειλικρινώς. «Επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι». Η συγνώμη είναι ικανή να σβέσει τις αμαρτίες. Ο Δαυίδ πέρασε ιδιαίτερα σκληρές καταστάσεις. Ποιος ήταν ο λόγος; «ότι εσίγησα», δηλαδή διότι κράτησε το στόμα του κλειστό και δεν ομολόγησε το σφάλμα του, δεν ζήτησε συγνώμη.
Ο Θεός για να τον συνεφέρει του έστειλε ασθένεια σωματική και γι’ αυτό λέει «εβαρύνθη επ’ εμέ η χειρ σου».
Τελικά ο ψαλμωδός χαίρεται, χαίρεται διότι αποφάσισε να ομολογήσει: «την αμαρτία μου εγνώρισα», «την ανομίαν μου ουκ εκάλυψα».
Ο Δαυίδ επιθυμεί, όλοι οι άνθρωποι να διδαχτούν από την δική του πικρή πείρα. Να μην ομοιάζουν με το αγέρωχο και υπερήφανο άλογο ή το πεισματάρικο μουλάρι. Τι θα κερδίσουν αν επιλέξουν τον δρόμο της αμετανοησίας ; «Πολλαί αι μάστιγες του αμαρτωλού», θα τους βρουν σίγουρα πνευματικά μαστιγώματα και συμφορές. Αντιθέτως εκείνοι που είναι «ευθείς τη καρδία», δηλαδή ειλικρινείς, θα βρουν ωφέλεια και γαλήνη.
Ψαλμός τριακοστός δεύτερος (λβ΄)
Αγαλλιάσθε δίκαιοι, εν Κυρίω· τοις ευθέσι πρέπει αίνεσις. Εξομολογείσθε τω Κυρίω εν κιθάρα, εν ψαλτηρίω δεκαχόρδω ψάλατε αυτώ. ΄Ασατε αυτώ άσμα καινόν, καλώς ψάλατε αυτώ εν αλαλαγμώ. Ότι ευθύς ο λόγος του Κυρίου, πάντα τα έργα αυτού εν πίστει. Αγαπά ελεημοσύνην και κρίσιν ο Κύριος· του ελέους Κυρίου πλήρης η γη. Τω λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών. Συνάγων ωσεί ασκόν ύδατα θαλάσσης, τιθείς εν θησαυροίς αβύσσους. Φοβηθήτω τον Κύριον πάσα η γη, απ΄αυτού δε σαλευθήτωσαν πάντες οι κατοικούντες την οικουμένην. Ότι αυτός είπε και εγενήθησαν· αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν. Κύριος διασκεδάζει βουλάς εθνών, αθετεί δε λογισμούς λαών και αθετεί βουλάς αρχόντων. Η δε βουλή του Κυρίου εις τον αιώνα μένει, λογισμοί της καρδίας αυτού εις γενεάν και γενεάν. Μακάριον το έθνος, ου έστι Κύριος ο Θεός αυτού, λαός, ον εξελέξατο εις κληρονομίαν εαυτώ. Εξ ουρανού επέβλεψεν ο Κύριος, είδε πάντας τους υιούς των ανθρώπων. Εξ ετοίμου κατοικητηρίου αυτού επέβλεψεν επί πάντας τους κατοικούντας την γην. Ο πλάσας κατά μόνας τας καρδίας αυτών, ο συνιείς πάντα τα έργα αυτών. Ού σώζεται βασιλεύς δια πολλήν δύναμιν και γίγας ού σωθήσεται εν πλήθει ισχύος αυτού. Ψευδής ίππος εις σωτηρίαν, εν δε πλήθει δυνάμεως αυτού, ού σωθήσεται. Ιδού οι οφθαλμοί Κυρίου επί τους φοβουμένους αυτόν, τους ελπίζοντας επί το έλεος αυτού. Ρύσασθαι εκ θανάτου τας ψυχάς αυτών και διαθρέψαι αυτούς εν λιμώ. Η ψυχή ημών υπομενεί τω Κυρίω, ότι βοηθός και υπερασπιστής ημών έστιν. Ότι εν αυτώ ευφρανθήσεται η καρδία ημών και εν τω ονόματι τω αγίω αυτού ηλπίσαμεν. Γένοιτο, Κύριε, το έλεος σου εφ΄ ημάς, καθάπερ ηλπίσαμεν επί σε.
«Αγαλιάσθε, δίκαιοι εν Κυρίω», οι δίκαιοι και ευσεβείς έχουν κάθε λόγο να αγάλλονται. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ορισμένοι ερμηνευτές θεωρούν πως ο ψαλμός αυτός συνετάχθη όταν οι ισραηλίτες απελευθέρωσαν την Βαιτυλούα και ο ψαλμωδός κάλεσε τους συμπατριώτες να δοξάσουν υμνολογώντας τον Θεό.
Ο πρώτος λόγος για να αινέσουμε τον Κύριο είναι γιατί Αυτός δημιούργησε τον κόσμο. Τα έργα Του αποδεικνύουν παράλληλα την πιστότητα των λόγων Του. Ο Θεός ποτέ δεν αθετεί τις υποσχέσεις Του.
Με ένα «γενηθήτω» δημιούργησε τα πάντα!Ο ποιητής φέρνει ωραιότατες εικόνες της δημιουργίας του κόσμου. Παράδειγμα: «συνάγων ωσεί ασκόν ύδατα θαλάσσης», δηλαδή με όση ευκολία φέρνει στον ώμο του ο άνθρωπος έναν ασκό με νερό, έτσι και ο Θεός κουβαλά την θάλασσα.
«Φοβηθήτω τον Κύριον πάσα η γη». Συνέπεια όλων των ανωτέρω, είναι να τρέμει όλη η γη στην παρουσία του Θεού. Γιατί; Διότι Αυτού είναι όλος ο κόσμος και στις αποφάσεις Αυτού κρίνεται και η ιστορία πάσης της ανθρωπότητος. Ο Κύριος «διασκεδάζει βουλάς εθνών», «η δε βουλή του Κυρίου…μένει».
‘Όμως ο Θεός δεν είναι δυνάστης, αν και θα μπορούσε αν ήθελε, αφήνει τον καθένα να Τον επιλέξει ή να Τον απορρίψει από την ζωή του. «Μακάριον το έθνος» εκείνο του οποίου ο Κύριος είναι ο κυβερνήτης. Ο Θεός γνωρίζει ολονών τις καρδιές, διότι Αυτός τις έπλασε. Όπως έπλασε αρχικώς την καρδιά του Αδάμ, εξακολουθεί να πλάθει τις καρδιές όλων ανεξαιρέτως. Ο καρδιοπλάστης, είναι συνεπώς και καρδιογνώστης.
Η σωτηρία συνεπώς προέρχεται μόνον εκ του Θεού, αρκεί η ψυχή να ποθεί τον Κύριο. «Η ψυχή ημών υπομενεί των Κυρίω, ότι βοηθός και υπερασπιστής ημών εστίν ότι εν αυτώ ευφρανθήσεται η καρδία ημών, και εν τω ονόματι τω αγίω αυτού ηλπίσαμεν». Αυτός είναι η πηγή της ζωής μας: «γένοιτο, Κύριε το έλεός σου εφ’ ημάς, καθάπερ ηλπίσαμεν επί σε».
Ψαλμός τριακοστός τρίτος (λγ΄)
Ευλογήσω τον Κύριον εν παντί καιρώ, δια παντός η αίνεσις αυτού εν τω στόματι μου. Εν τω Κυρίω επαινεθήσεται η ψυχή μου· ακουσάτωσαν πραείς και ευφρανθήτωσαν. Μεγαλύνατε τον Κύριον συν εμοί και υψώσωμεν το όνομα αυτού επί το αυτό. Εξεζήτησα τον Κύριον και επήκουσε μου και εκ πασών των θλίψεων μου ερρύσατο με. Προσέλθετε προς αυτόν και φωτίσθητε και τα πρόσωπα υμών ου μη καταισχυνθή. Ούτος ο πτωχός εκέκραξε και ο Κύριος εισήκουσεν αυτού και εκ πασών των θλίψεων αυτού έσωσεν αυτόν. Παρεμβαλεί άγγελος Κυρίου κύκλω των φοβουμένων αυτόν και ρύσεται αυτούς. Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος· μακάριος ανήρ, ος ελπίζει επ΄αυτόν. Φοβήθητε τον Κύριον, πάντες οι άγιοι αυτού, ότι ουκ έστιν υστέρημα τοις φοβουμένοις αυτόν. Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν· οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού. Δεύτε, τέκνα, ακούσατε μου, φόβον Κυρίου διδάξω υμάς. Τίς έστιν άνθρωπος ο θέλων ζωήν, αγαπών ημέρας ιδείν αγαθάς; Παύσον την γλώσσαν σου από κακού και χείλη σου του μη λαλήσαι δόλον. ΄Εκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν· ζήτησον ειρήνην και δίωξον αυτήν. Οφθαλμοί Κυρίου επί δικαίους και ώτα αυτού εις δέησιν αυτών. Πρόσωπον δε Κυρίου επί ποιούντας κακά, του εξολοθρεύσαι εκ γης το μνημόσυνον αυτών. εκέκραξαν οι δίκαιοι και ο Κύριος εισήκουσεν αυτών και εκ πασών των θλίψεων αυτών ερρύσατο αυτούς. Εγγύς Κύριος τοις συντετριμμένοις την καρδίαν και τους ταπεινούς τω πνεύματι σώσει. Πολλαί αι θλίψεις των δικαίων και εκ πασών αυτών ρύσεται αυτούς ο Κύριος. Φυλάσσει Κύριος πάντα τα οστά αυτών, έν εξ αυτών ου συντριβήσεται. Θάνατος αμαρτωλών πονηρός και οι μισούντες τον δίκαιον πλημμελήσουσι. Λυτρώσεται Κύριος ψυχάς δούλων αυτου και ου μη πλημμελήσουσι πάντες οι ελπίζοντες επ΄αυτόν.
Ο ψαλμός αυτός εγράφη όταν ο Δαυίδ ήταν καταδιωκόμενος από τον Σαούλ. Κατέφυγε τότε στους Φιλισταίους, στην περιοχή Γεθ. Οι Φιλισταίοι όμως τον αναγνώρισαν ως αυτόν που φόνευσε τον Γολιάθ. Τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον βασιλέα Αγχούς. Ο Αγχούς τον λυπήθηκε και τον άφησε ελεύθερο, τότε κατέφυγε στο σπήλαιο Οδολάμ.
Σον ψαλμό αυτόν εξ’ αρχής αναγγέλλεται το ιερόν του σκοπού της αινέσεως.
«Εν παντί καιρώ», ή αλλιώς «αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε». Για να γίνει τελειότερος ο ύμνος παρακαλεί κι άλλους να προσέλθουν προς δοξοξολογίαν.
«Ακουσάτωσαν πραείς και ευφρανθήτωσαν». Η υπομονή των πράων και ταπεινών θα αμειφθεί.
Η θλίψη εννίοτε σκοτίζει τον νου, ο ψαλμωδός το γνωρίζει αυτό καλά εκ πείρας και έτσι προτρέπει: «Προσεύχεσθε προς αυτόν και φωτίσθητε και τα πρόσωπα υμών ου μη καταισχυνθή». Στο πρόσωπο των ανθρώπων φαίνεται η χαρά, η θλίψη, η αισχύνη.
«Παρεμβαλλεί άγγελος»: Κοντά σε κάθε θλιμμένο ισραηλίτη (σε κάθε χριστιανό) στρατοπεδεύει φύλακας άγγελος.
«Γεύσασθε και ίδετε»: Ο άνθρωπος πρέπει να δοκιμάσει, να ζήσει τον Χριστό και τότε θα αντιληφθεί τους γλυκασμούς Του. Τότε δεν θα αισθανθεί κανενός είδους υστέρημα στη ζωή του. «Ουκ έστιν υστέρημα». Είναι αυτό που είπε ο Χριστός: «Ζητείτε πρώτον την βασιλεία του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν».
«Τοις φοβουμένοις»: Ο φόβος αυτός είναι το εσωτερικό θάμβος το οποίο γεννάται εκ της γνώσεως, είναι σεβασμός προς τον Πανάγαθο και Παντοδύναμο Θεό.
«Πλούσιοι επτώχευσαν»: Αυτοί δύναται να πτωχεύσουν, όχι όμως οι ευσεβείς.
«Δεύτε τέκνα»: Πρόσκληση σε όλους όσους επιθυμούν την όντως Ζωή. Αποδέχεσαι την πρόσκληση; Τότε αγωνίσου: «Παύσον την γλώσσαν σου από κακού και χείλη του μη λαλήσαι δόλον». Μη φοβηθείς τίποτα διότι «οφθαλμοί Κυρίου επί δικαίους». Ο Κύριος περιβάλλει με ιδιαίτερη στοργή αυτούς που αγωνίζονται, παρακολουθεί όμως και κάθε κίνηση των αδίκων, των οποίων «εξολοθρεύσαι εκ γης το μνημόσυνον αυτών».
«Εγγύς Κύριος τοις συντετριμμένοις την καρδίαν και τους ταπεινούς τω πνεύματι σώσει»: Ο Θεός είναι πάντοτε κοντά στους ταπεινούς και είναι έτοιμος να τους παρέχει πάσα βοήθεια ανά πάσα στιγμή.
«Πολλαί αι θλίψεις των δικαίων»: Η αρετή δεν είναι ανώδυνη, αλλά λίαν επώδυνη.
«Φυλάσσει Κύριος πάντα τα οστά αυτών, εν εξ’ αυτών ου συντριβήσεται»: Πόση η επιμέλεια του Θεού διά τους δικαίους! «Αι τρίχες της κεφαλής υμών ηριθμημέναι εισί», είπε ο Χριστός.
«Οστούν ου συντριβήσεται», πόσο άρτια αρμόζει αυτό εις τον Εσταυρωμένο!
Σε αντίθεση με τους ευσεβείς: «Θάνατος αμαρτωλών πονηρός». Η αμαρτία τελικά, είναι ο δήμιος του αμαρτωλού.
Ψαλμός τριακοστός τέταρτος (λδ΄)
Δίκασον, Κύριε, τους αδικούντας με· πολέμησον τους πολεμούντας με. Επιλαβού όπλου και θυρεού και ανάστηθι εις την βοήθειαν μου. ΄Εκχεον ρομφαίαν και σύγκλεισον εξ εναντίας των καταδιωκόντων με· είπον τη ψυχή μου Σωτηρία σου εγώ είμι. Αισχυνθήτωσαν και εντραπήτωσαν οι ζητούντες την ψυχήν μου· αποστραφήτωσαν εις τα οπίσω και καταισχυνθήτωσαν οι λογιζόμενοι μοι κακά. Γενηθήτωσαν ωσεί χνούς κατά πρόσωπον ανέμου και άγγελος Κυρίου εκθλίβων αυτούς. Γενηθήτω η οδός αυτών σκότος και ολίσθημα και άγγελος Κυρίου καταδιώκων αυτούς Ότι δωρεάν έκρυψαν μοι διαφθοράν παγίδος αυτών, μάτην ωνείδισαν την ψυχήν μου. Ελθέτω αυτώ παγίς, ήν ού γινώσκει και η θήρα, ήν έκρυψε, συλλαβέτω αυτόν και εν τη παγίδι πεσείται εν αυτή. Η δε ψυχή μου αγαλλιάσεται επί τω Κυρίω, τερφθήσεται επί τω σωτηρίω αυτού. Πάντα τα οστά μου ερούσι· Κύριε, Κύριε, τίς όμοιος σοι; Ρυόμενος πτωχόν εκ χειρός στερεωτέρων αυτού και πτωχόν και πένητα από των διαρπαζόντων αυτόν. Αναστάντες μοι μάρτυρες άδικοι, ά ουκ εγίνωσκον ηρώτων με. Ανταπεδίδοσαν μοι πονηρά αντί αγαθών και ατεκνίαν τη ψυχή μου. Εγώ δε, εν τω αυτούς παρενοχλείν μοι, ενεδυόμην σάκκον και εταπείνουν εν νηστεία την ψυχήν μου και η προσευχή μου εις κόλπον μου αποστραφήσεται. Ως πλησίον, ως αδελφώ ημετέρω, ούτως ευηρέστουν· ως πενθών και σκυθρωπάζων, ούτως εταπεινούμην. Και κατ΄εμού ευφράνθησαν και συνήχθησαν· συνήχθησαν επ΄εμέ μάστιγες και ουκ έγνων. Διεσχίσθησαν και ού κατενύγησαν. Επείρασαν με, εξεμυκτήρισαν με μυκτηρισμώ, έβρυξαν επ΄ εμέ τους οδόντας αυτών. Κύριε, πότε επόψει; αποκατάστησον την ψυχήν μου από της κακουργίας αυτών, από λεόντων την μονογενή μου. Εξομολογήσομαι σοι εν εκκλησία πολλή, εν λαώ βαρεί αινέσω σε. Μη επιχαρείησαν μοι οι εχθραίνοντες μοι αδίκως, οι μισούντες με δωρεάν και διανεύοντες οφθαλμοίς. Ότι εμοί μεν ειρηνικά ελάλουν και επ΄οργήν δόλους διελογίζοντο. Και επλάτυναν επ΄εμέ το στόμα αυτών· είπον· Εύγε, εύγε, είδον οι οφθαλμοί ημών! Είδες, Κύριε, μη παρασιωπήσης· Κύριε, μη αποστής απ΄εμού. Εξεγέρθητι, Κύριε και πρόσχες τη κρίσει μου, ο Θεός μου και ο Κύριος μου, εις την δίκην μου. Κρίνον με, Κύριε, κατά την δικαιοσύνην σου, Κύριε, ο Θεός μου και μη επιχαρείησαν μοι. Μη είποισαν εν καρδίαις αυτών· Εύγε, εύγε τη ψυχή ημών· μη δε είποιεν· Κατεπίομεν αυτόν. Αισχυνθείησαν και εντραπείησαν άμα οι επιχαίροντες τοις κακοίς μου· Ενδυσάσθωσαν αισχύνην και εντροπήν οι μεγαλορρημονούντες επ΄εμέ. Αγαλλιάσθωσαν και ευφρανθήτωσαν οι θέλοντες την δικαιοσύνην μου και ειπάτωσαν διαπαντός. Μεγαλυνθήτω ο Κύριος, οι θέλοντες την ειρήνην του δούλου αυτού. Και η γλώσσα μου μελετήσει την δικαιοσύνην σου, όλην την ημέρα τον έπαινον σου.
«Δίκασον, Κύριε τους αδικούντας»: Ο ποιητής παρουσιάζει μία δίκη μεταξύ του Δαυίδ και των εχθρών του. Παρακαλεί τον Θεό να γίνει κριτής και υπερασπιστής του δικαίου του. Στη δίκη αυτή, ένα μόνο πράγμα ζητά να ακούσει, την εσωτερική φωνή εκείνη που θα του πει «σωτηρία σου ειμί εγώ». Τότε οι εχθροί του θα διασκορπιστούν, όπως χάνεται το χνούδι στο φύσηγμα του ανέμου. Όπου και να κρυφτούν οι εχθροί του, οι άγγελοι θα τους καταδιώξουν. Η δυστυχία τους θα είναι απροσδόκητη. Ούτε ο Ιούδας γνώριζε την αγχόνη η οποία τον έπνιξε, ούτε ο λαός των Ιουδαίων γνώριζε την καταστροφή υπό των Ρωμαίων, ούτε ο διάβολος γνώριζε την παγίδα του Σταυρού, διότι διά του Σταυρού της εαυτού βασιλείας εξέπεσε.
Ο Ψαλμωδός δεν χαίρεται τόσο επειδή καταστράφηκαν τελικά οι εχθροί του, όσο γιατί έγινε το θέλημα του Κυρίου.
Ο ψαλμός συνεχίζεται· ο ποιητής εξακολουθεί να έχει στο μυαλό του το δικαστήριο. Οι εχθροί του αυτή τη φορά ψευδομαρτυρούν εναντίον του, όπως έκαναν και Ιουδαίοι εναντίον του Χριστού: «Συκοφαντία υπέμεινα α μηδέ λογισάμενος κατηγορούμενος». Πόσα καλά έκανε ο Δαυίδ στην πατρίδα του, ιδίως διά τον φόνο του Γολιάθ, κι όμως έγινε κατηγορούμενος!!!
«Κύριε πότε επόψη»; Πότε θα δεις Κύριε τι συμβαίνει στη γη;
«Οι μισουντες με δωρεάν», όμοιο με το «εμίσησάν με δωρεάν» (Ιω 15,25).
«Εμοί μεν ελάλουν», είπαν μεν λόγια καλά, αλλά πίσω απ’ αυτά αισθήματα δολερά έτρεφαν οι εχθροί εναντίον του. Ήταν γεμάτοι χαιρεκακία.
«Εξεγέρθητι Κύριε»: Ξύπνα Κύριε από τον ύπνο της μακροθυμίας Σου, η οποία είναι τόσο μεγάλη, ώστε να φαίνεται ότι αδιαφορείς.
Αφού είσαι Δίκαιος, οφείλεις να επέμβεις, τότε «και η γλώσσα μου μελετήσει την δικαιοσύνην σου, όλην την ημέραν τον έπαινόν Σου».
Ψαλμός τριακοστός πέμπτος (λε΄)
Φησίν ο παράνομος του αμαρτάνειν εν εαυτώ, ουκ έστι φόβος Θεού απέναντι των οφθαλμών αυτού. Ότι εδόλωσεν ενώπιον αυτού, του ευρείν την ανομίαν αυτού και μισήσαι. Τα ρήματα του στόματος αυτού ανομία και δόλος, ουκ ηβουλήθη συνιέναι του αγαθύναι. Ανομίαν διελογίσατο επί τοις κοίτης αυτού, παρέστη πάση οδώ ουκ αγαθή, κακία δε ού προσώχθισε. Κύριε, εν τω ουρανώ το έλεος σου και η αλήθεια σου έως νεφελών. Η δικαιοσύνη σου ως όρη Θεού, τα κρίματα σου άβυσσος πολλή· Ανθώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε. Ως επλήθυνας το έλεος σου, ο Θεός. Οι δε υιοί των ανθρώπων εν σκέπη των πτερύγων σου ελπιούσι. Μεθυσθήσονται από πιότητος οίκου σου και τον χειμάρρουν της τρυφής σου ποτιείς αυτούς. Ότι παρά σοι πηγή ζωής, εν τω φωτί σου οψόμεθα φως. Παράτεινον το έλεος σου τοις γινώσκουσι σε και την δικαιοσύνην σου τοις ευθέσι τη καρδία. Μη ελθέτω μοι πούς υπερηφανίας και χειρ αμαρτωλού μη σαλεύσαι με. Εκεί έπεσον πάντες οι εργαζόμενοι την ανομίαν· εξώσθησαν και ου μη δύνωνται στήναι.
«Φησίν ο παράνομος του αμαρτάνειν εν εαυτώ»: Ο παράνομος έλαβε μέσα του την απόφαση να αμαρτάνει. «Ουκ έστιν φόβος Θεού απέναντι». Δεν υπάρχει γι’ αυτόν φόβος Θεού, δεν υπάρχει κριτής των πράξεων και γι’ αυτό ανενόχλητος προχωρεί στην ποίηση του κακού.
«Ότι εδόλωσεν ενώπιον αυτού», ο ίδιος ο ασεβής θόλωσε τον ορίζοντά του, ώστε να μην βλέπει τον δρόμο τον οποίο βαδίζει και γι’ αυτό δεν συναισθάνεται την ανομία του: «του ευρείν την ανομίαν αυτού και μισήσαι», ώστε να συναισθανθεί το κακό και να το μισήσει.
Οι συνέπειες του ασεβούς: «Τα ρήματα του στόματος αυτού ανομία και δόλος, «ουκ ηβουλήθη συνιέναι», η καρδιά του σκληρύνθηκε, «ανομία διελογίσαντο επί της κοίτης», όχι μόνο την ημέρα, αλλά και την νύχτα λίγο πριν κοιμηθεί, όταν θα έπρεπε να σκέφτεται πιο ήρεμα, εν τούτοις «κακία δε ου προσώχθισε», δηλαδή έμεινε ανάλγητος στην πώρωση της κακίας.
Ο ποιητής απότομα μεταβαίνει από τους ασεβείς, στην καλοσύνη του Θεού:
«Εν τω ουρανώ το έλεός Σου», η καλοσύνη Σου είναι αμέτρητη όπως απέραντος είναι ο ουρανός, «η αλήθειά Σου έως των νεφελών», η αλήθεια είναι η πιστή εκτέλεση των υποσχέσεων του Θεού. «Η δικαιοσύνη Σου, ως όρη Θεού», «τα κρίματά Σου άβυσσος», όπως η άβυσσος θάλασσα περιβάλλει τη γη, έτσι και η Θεία Πρόνοια περιβάλλει όλο τον κόσμο. «Υιοί ανθρώπων», στην πρόνοια του Θεού δεν βρίσκονται μόνο οι Ιουδαίοι, αλλά όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, και πάσα η φύση.
«Ότι παρά σοι πηγή ζωής», ο Θεός είναι ανεξάντλητη πηγή ζωής, «εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως». Έξω από τον Θεό επικρατεί σκοτάδι, μόνο με το φως του Θεού μπορεί να δει κανείς τα κτιστά φώτα του κόσμου.
«Παράτεινον το έλεός Σου τοις γινώσκουσί Σε», ας διαρκέσει περισσότερο το έλεός Σου ώστε διά πράξεων, διά Θείων βιωματικών εμπειριών να μπορούμε να εφαρμόσουμε το θέλημά Σου.
Ψαλμός τριακοστός έκτος (λς΄
Μη παραζήλου εν πονηρευομένοις, μηδέ ζήλου τους ποιούντας την ανομίαν. Ότι ωσεί χόρτος ταχύ αποξηρανθήσεται και ωσεί λάχανα χλόης ταχύ αποπεσούνται. ΄Ελπισον επί Κύριον και ποίει χρηστότητα και κατασκήνου την γην και ποιμανθήση επί τω πλούτω αυτής. Κατατρύφησον του Κυρίου και δώσει σοι τα αιτήματα της καρδίας σου. Αποκάλυψον προς Κύριον την οδόν σου και έλπισον επ΄αυτόν και αυτός ποιήσει. Και εξοίσει ως φως την δικαιοσύνην σου και το κρίμα σου ως μεσημβρίαν. Υποτάγηθι τω Κυρίω και ικέτευσον αυτόν, μη παραζήλου εν τω κατευοδουμένω εν τη οδώ αυτού, εν ανθρώπω ποιούντι παρανομίαν. Παύσαι από οργής και εγκατάλιπε θυμόν, μη παραζήλου ώστε πονηρεύεσθαι. Ότι οι πονηρευόμενοι εξολοθρευθήσονται, οι δε υπομένοντες τον Κύριον, αυτοί κληρονομησουσι γήν. Και έτι ολίγον και ού μη υπάρξη ο αμαρτωλός και ζητήσεις τον τόπον αυτού και ού μη εύρης. Οι δε πραείς κληρονομήσουσι γήν και κατατρυφήσουσιν επί πλήθει ειρήνης. Παρατηρήσεται ο αμαρτωλός τον δίκαιον και βρύξει επ΄αυτόν τους οδόντας αυτού. Ο δε Κύριος εκγελάσεται αυτόν, ότι προβλέπει, οτι ήξει η ημέρα αυτού. Ρομφαίαν εσπάσαντο οι αμαρτωλοί, ενέτειναν τόξον αυτών του καταβαλείν πτωχόν και πένητα, του σφάξαι τους ευθείς τη καρδία. Η ρομφαία αυτών εισέλθοι εις τας καρδίας αυτών και τα τόξα αυτών συντριβείη. Κρείσσον ολίγον τω δικαίω, υπέρ πλούτον αμαρτωλών πολύν. Ότι βραχίονες αμαρτωλών συντριβήσονται, υποστηρίζει δε δίκαιους ο Κύριος. Γινώσκει Κύριος τας οδούς των αμώμων και η κληρονομία αυτών εις αιώνα έσται. Ού καταισχυνθήσονται εν καιρώ πονηρώ και εν ημέραις λιμού χορτασθήσονται. Ότι οι αμαρτωλοί απολούνται, οι δε εχθροί του Κυρίου, άμα τω δοξασθήναι αυτούς και υψωθήναι, εκλείποντες ωσεί καπνός εξέλιπον. Δανείζεται ο αμαρτωλός και ουκ αποτίσει· ο δε δίκαιος οικτείρει και δίδωσιν. Ότι οι ευλογούντες αυτον κληρονομήσουσι γην, οι δε καταρώμενοι αυτόν εξολοθρευθήσονται. Παρά Κυρίου τα διαβήματα ανθρώπου κατευθύνεται και την οδόν αυτού θελήσει σφόδρα. ΄Οταν πέση, ού καταρραχθήσεται· ότι Κύριος αντιστηρίζει χείρα αυτού. Νεώτερος εγενόμην και γαρ εγήρασα και ουκ είδον δίκαιον εγκαταλελειμμένον, ουδέ το σπέρμα αυτού ζητούν άρτους. ΄Ολην την ημέραν ελεεί και δανείζει ο δίκαιος και το σπέρμα αυτού εις ευλογίαν έσται. Έκκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν και κατασκήνου εις αιώνα αιώνος. Ότι Κύριος αγαπά κρίσιν και ουκ εγκαταλείψει τους οσίους αυτού, εις τον αιώνα φυλαχθήσονται. ΄Ανομοι δε εκδιωχθήσονται και σπέρμα ασεβών εξολοθρευθήσεται. Δίκαιοι δε κληρονομήσουσι γην και κατασκηνώσουσιν εις αιώνα αιώνος επ΄αυτής. Στόμα δικαίου μελετήσει σοφίαν και η γλώσσα αυτού λαλήσει κρίσιν. Ο νόμος του Θεού αυτού εν καρδία αυτού και ούχ υποσκελισθήσεται τα διαβήματα αυτού. Κατανοεί ο αμαρτωλός τον δίκαιον και ζητεί του θανατώσαι αυτόν. Ο δε Κύριος ου μη εγκαταλίπη αυτόν εις τας χείρας αυτού, ουδέ μη καταδικάσηται αυτον, όταν κρίνηται αυτώ. Υπόμεινον τον Κύριον και φύλαξον την οδόν αυτού και υψώσει σε του κατακληρονομήσαι γήν· εν τω εξολοθρεύεσθαι αμαρτωλούς όψει. Είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους του Λιβάνου. Και παρήλθεν και ιδού ουκ ήν και εζήτησα αυτόν και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού. Φύλασσε ακακίαν και ίδε ευθύτητα, ότι έστιν εγκατάλειμμα ανθρώπω ειρηνικώ. Οι δε παράνομοι εξολοθρευθήσονται επί το αυτό· τα εγκαταλείμματα των ασεβών εξολοθρευθήσονται. Σωτηρία δε των δικαίων παρά Κυρίου και υπερασπιστής αυτών έστιν εν καιρώ θλίψεως. Και βοηθήσει αυτοίς Κύριος και ρύσεται αυτούς και εξελείται αυτους εξ αμαρτωλών και σώσει αυτούς, ότι ήλπισαν επ΄αυτόν.
«Μη παραζήλου»: Δεν πρέπει να φθονεί, να ζηλεύει κανείς την ευτυχία των κακών. Αυτοί που κάνουν το κακό, είναι πάντοτε πονηροί.«Ωσεί χόρτος», όπως το χορτάρι έχει λίγη ζωή, έτσι λίγο θα διαρκέσει και η ευτυχία τους.
«Κατατρόφησον του Κυρίου»: Ζήτησε κάθε τέρψη σου παρά τω Κυρίω «δώσει σοι τα αιτήματα», διότι ο Κύριος δεν δύναται να αρνηθεί τίποτα σε όσους τον αγαπούν.
«Υποτάγηθι», σίγα, σιώπα εκ σεβασμού και αυταπαρνήσεως προς τον Θεό, «ικέτευσον αυτόν», «παύσαι από οργής», αντιστάσου στην οργή η οποία θα φέρει την αμαρτία και ως εκ τούτου την Θεία αγανάκτηση. «Οι δε πραείς κληρονομήσουσι την γην» είπε ο Χριστός.
«Παρατηρήσεται ο αμαρτωλός τον δίκαιον», θα δει με βλέμμα μίσους ο αμαρτωλός τον δίκαιο, «βρύξει … τους οδόντας», τρίζει τους οδόντας του σαν άγριο θηρίο. Ο Κύριος όμως «εκγελάσεται» τα σχέδια του αμαρτωλού, διότι είναι κοντά η ημέρα της τιμωρίας του. οι ασεβείς θα γίνουν θύματα των μηχανοραφιών τους… «γινώσκει Κύριος».
Τελικά οι ασεβείς θα εκλέιψουν όπως εκλείπει ο καπνός «ωσεί καπνός». Οι ασεβείς θα πτωχεύσουν, οι ευσεβείς θα πλουτίσουν, γιατί; Διότι τους ασεβείς τους καταράστηκε ο Θεός.
Όλα αυτά ο ψαλμωδός τα λέει από την μακροχρόνια πείρα η οποία τον δίδαξε: «νεότερος εγενόμην και εγήρασα». Από τον στίχο αυτό καταλαβαίνουμε ότι ο ψαλμός αυτός συνετάχθη στο τέλος της ζωής του Δαυίδ.
«Νόμος Θεού εν καρδία», όχι μόνο με τα χείλη, αλλά στο βάθος, στην συνείδησή τους είναι γραμμένος ο νόμος του Θεού, ο οποίος κατευθύνει τους ευσεβείς, ώστε «ουχ υποσκελισθήσεται», δηλαδή να μην χάσουν τον δρόμο τους, να μην κλωνιστούν.
Ο αμαρτωλός κατασκοπεύει, ενεδρεύει, εναντίον των ασεβών. Ο δίκαιος πρέπει να έχει υπομονή στις θλίψεις του. Οι αγαθοί θα είναι μάρτυρες του ολέθρου των αμαρτωλών. Βλέποντας τούτο θα δοξολογήσουν τον Θεό: «είδον τον ασεβή υπερυψούμενον». Ο Μέγας Δαυίδ, είδε το τέλος της βασιλείας του Σαούλ, το τέλος της τυραννίας του Αβεσσαλώμ, ενώ ο ίδιος εξόντωσε τον γιγάντιο Γολιάθ.
Ο δίκαιος για να δει τέτοια θαυμαστά γεγονότα στη ζωή του θα πρέπει να πορεύεται στη ζωή του με ακακία: «φύλασσε ακακίαν και ίδε ευθύτητα». Ο Κύριος είναι αξιόπιστος σ’ αυτούς που ελπίζουν σ’ Αυτόν.
Ψαλμός τριακοστός έβδομος (λζ΄)
Κύριε, μη τω θυμώ σου ελέγξης με, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης με. Ότι τα βέλη σου ενεπάγησάν μοι και επεστήριξας επ΄εμέ την χείρα σου. Ουκ έστιν ίασις εν τη σαρκί μου από προσώπου της οργής σου· ουκ έστιν ειρήνη εν τοις οστέοις μου από προσώπου των αμαρτιών μου. Ότι αι ανομίαι μου υπερήραν την κεφαλήν μου, ωσεί φορτίον βαρύ εβαρύνθησαν επ΄εμέ. Προσώζεσαν και εσάπησαν οι μώλωπες μου από προσώπου της αφροσύνης μου. Εταλαιπώρησα και κατεκάμφθην έως τέλους· όλην την ημέραν σκυθρωπάζων επορευόμην. Ότι αι ψόαι μου επλήσθησαν εμπαιγμάτων και ουκ έστιν ίασις εν τη σαρκί μου. Εκακώθην και εταπεινώθην έως σφόδρα, ωρυόμην από στεναγμού της καρδίας μου. Κύριε, εναντίον σου πάσα η επιθυμία μου και ο στεναγμός μου από σου ουκ απεκρύβη. Η καρδία μου εταράχθη, εγκατέλιπε με η ισχύς μου και το φως των οφθαλμών μου και αυτό ουκ έστι μετ΄εμού. Οι φίλοι μου και οι πλησίον μου εξ΄εναντίας μου ήγγισαν και έστησαν και οι έγγιστα μου από μακρόθεν έστησαν. Και εξεβιάζοντο οι ζητούντες την ψυχήν μου και οι ζητούντες τα κακά μοι ελάλησαν ματαιότητας και δολιότητας όλην την ημέραν εμελέτησαν. Εγώ δε ωσεί κωφός ουκ ήκουον και ωσεί άλαλος ουκ ανοίγων το στόμα αυτού. Και εγενόμην ωσεί άνθρωπος ουκ ακούων και ουκ έχων εν τω στόματι αυτού ελεγμούς. Ότι επί σοι, Κύριε, ήλπισα· συ εισακούση, Κύριε, ο Θεός μου. Ότι είπον· Μήποτε επιχαρώσι μοι οι εχθροί μου και εν τω σαλευθήναι πόδας μου, επ΄εμέ εμεγαλορρημόνησαν. Ότι εγώ εις μάστιγας έτοιμος και η αλγηδών μου ενώπιον μου έστι διαπαντός. Ότι την ανομίαν μου εγώ αναγγελώ και μεριμνήσω υπέρ της αμαρτίας μου. Οι δε εχθροί μου ζώσι και κεκραταίωνται υπέρ εμέ και επληθύνθησαν οι μισούντες με αδίκως. Οι ανταποδιδόντες μοι κακά αντί αγαθών ενδιέβαλλον με, επεί κατεδίωκον αγαθωσύνην. Μη εγκαταλίπης με, Κύριε ο Θεός μου, μη αποστής απ΄εμού. Πρόσχες εις την βοήθειαν μου, Κύριε της σωτηρίας μου.
Ο ψαλμός αυτός είναι λειτουργικός, ψάλλονταν την ώρα της αναιμάκτου θυσίας, δηλαδή τα Σάββατα.
«Κύριε μη τω θυμώ σου»: Ας φερθεί προς αυτόν όχι ως οργισμένος κριτής, αλλά ως στοργικός πατέρας.
«Επεστήριξας επ’ εμέ την χείρα σου», δηλαδή όχι μόνο μου πέταξες τα βέλη σου, αλλά τα έσπρωξες με το χέρι σου να εισέλθουν εντός μου βαθύτερα.
«Ουκ έστιν ίασις εν τη σαρκί μου»: Δεν υπάρχει μέλος του σώματός μου υγιές, είμαι όλος ένα τραύμα. Οι αμαρτίες μου προκάλεσαν την οργή Σου.
Ο ψαλμωδός βρίσκεται σε βαθύτατη λύπη «εταλαιπωρήθην, συνεκάμφθην, σκυθρωπάζων» είναι λέξεις που δείχνουν την δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται.
«Ότι αι ψόαι μου επλήσθησαν εμπαιγμάτων». Άλλα χειρόγραφα λέγουν «Η ψυχή μου επλήσθη εμπαιγμάτων», ότι και να επιλέξουμε το ίδιο νόημα έχει.
Η όλη αυτή κατάσταση οδηγούν τον ποιητή να πει: «εταπεινώθην σφόδρα».
«Κύριε εναντίον σου πάσα η επιθυμία μου», σαν να λέει Κύριε γνωρίζεις ποια είναι η επιθυμία μου, «ο στεναγμός μου από σου ουκ..»: Εμπρός σου είναι η κραυγή της ψυχής μου, επομένως θεράπευσέ με.
«Η καρδία μου εταράχθη»: Όταν κανείς διαπράξει μία τέτοια αμαρτία μοιχεία και φόνο, η καρδιά βιαίως ταράσσεται.
«Οι φίλοι μου και οι πλησίον μου», ακόμη και οι κοντινοί μου άνθρωποι τάχθηκαν εναντίον μου.
«Οι έγγιστά μου από μακρόθεν έστησαν» σαν να είμαι λεπρός απομακρύνθηκαν από μένα.
«Εγώ δε ωσεί κωφός ουκ ήκουον»: Ή εγώ τους λόγους του θυμού ανέκοψα, κωφεύω προς τις κατ’ εμού βλασφημίες.
«Συ εισακούση… μήποτε επιχαρώσι»: Εάν Θεέ μου δεν με απαλλάξεις απ’ τις ενοχές μου οι εχθροί μου θα θριαμβεύσουν.
«Εις μάστιγας έτοιμος»: Είμαι έτοιμος να υποφέρω με καρτερία όλες τις δοκιμασίες, αν αυτές μου αποφέρουν την Θεία βοήθεια.
«Την ανομίαν μου εγώ γινώσκω… μεριμνήσω υπέρ της αμαρτίας μου» πάντοτε θα έχω κατά νου την πτώση μου και θα συντρίβομαι εξαιτίας αυτής.
«Οι μισούντες με αδίκως». Ναι, αμάρτησα, όμως η αμαρτία αυτή είναι προσωπική, δεν αφορά αυτούς που με εχθρεύονται, οπότε αδίκως με μισούν.
Κατακλείδα: «Μη εγκαταλείπεις» είσαι Κύριε η μόνη μου ελπίδα μη μ’ εγκαταλείπεις κι Εσύ.
Ψαλμός τριακοστός όγδοος (λη΄)
Είπα· Φυλάξω τας οδούς μου του μη αμαρτάνειν με εν γλώσση μου· εθέμην τω στόματι μου φυλακήν εν τω συστήναι τον αμαρτωλόν εναντίον μου. Εκωφώθην και εταπεινώθην και εσίγησα εξ αγαθών και το άλγημα μου ανεκαινίσθη. Εθερμάνθη η καρδία μου εντός μου και εν τη μελέτη μου εκκαυθήσεται πυρ· ελάλησα εν γλώσση μου. Γνώρισον μοι, Κύριε, το πέρας μου και τον αριθμόν των ημερών μου, τίς έστιν, ίνα γνω τί υστερώ εγώ. Ιδού παλαιστάς έθου τας ημέρας μου και η υπόστασις μου ωσεί ουδέν ενώπιον σου· πλήν τα σύμπαντα ματαιότης, πας άνθρωπος ζων. Μέντοιγε εν εικόνι διαπορεύεται άνθρωπος, πλήν μάτην ταράσσεται· θησαυρίζει και ού γινώσκει τίνι συνάξει αυτά. Και νυν, τίς η υπομονή μου; ουχί ο Κύριος; και η υπόστασις μου παρά σου έστιν. Από πασών των ανομιών μου ρύσαι με· όνειδος άφρονι, έδωκας με. Εκωφώθην και ήνοιξα το στόμα μου, ότι συ εποίησας. Απόστησον απ΄εμού τας μάστιγας σου· από γαρ της ισχύος της χειρός σου εγώ εξέλιπον. Εν ελεγμοίς υπέρ ανομίας επαίδευσας άνθρωπον και εξέτηξας ως αράχνην την ψυχήν αυτού· πλήν μάτην ταράσσεται πας άνθρωπος. Εισάκουσον της προσευχής μου, Κύριε και της δεήσεως μου· ενώτισαι των δακρύων μου. Μη παρασιωπήσης, ότι παροικος εγώ είμι παρά σοι και παρεπίδημος, καθώς πάντες οι πατέρες μου. 'Ανες μου, ίνα αναψύξω προ του με απελθείν και ουκέτι ου μη υπάρξω.
«Είπα»: Στο βάθος της καρδίας μου αποφάσισα να «φυλάξω τας οδούς μου». Δηλαδή να επαγρυπνώ σε όλη μου τη ζωή: «του μη αμαρτάνειν με εν γλώσση μου». Φοβάται ο ποιητής μη τυχόν λόγω της μεμψιμοιρίας του αμαρτήσει κατά του Θεού. «Εθέμην το στόματί μου φυλακήν»: έβαλα φίμωτρο στο στόμα μου για να μη πω τίποτα βλέποντας τους ασεβείς να ευημερούν. «Εκωφώθην και εταπεινώθην», «εσίγησα εξ’ αγαθών» δεν είπα ούτε καλό, ούτε κακό, σίγησα ακόμη και ενώπιον του αγαθού. Σίγησα και ενώπιον των ευσεβών ανθρώπων για να μη πω τις απορίες μου και έτσι τους σκανδαλίσω. «Το άλγημά μου ανακαινίσθη»: Η προσπάθειά μου αυτή να σιωπήσω άναψε μέσα μου περισσότερο πόνο, άναψε μέσα μου πυρκαγιά.
«Γνώρισόν μοι το πέρας των ημερών μου», θα κάνω υπομονή για να μάθω «τι υστερώ εγώ». Ως υστέρημα πρέπει να εννοήσουμε την μειονεκτική κατάσταση του ανθρώπου, το μάταιον των εγκοσμίων.
«Και νυν τις η υπομονή μου»; Ποιος ο λόγος να βλέπω το πρόβλημα αυτό, οι ασεβείς να ευημερούν και οι ευσεβείς να δυστυχούν; «Ουχί ο Κύριος»; Ο Κύριος είναι Εκείνος, ο οποίο μου συνιστά υπομονή. Μου συνιστά να υπομείνω, να μην ανοίξω το στόμα μου, να περιμένω..
«Μάτην ταράσσεται πας άνθρωπος». Πας άνθρωπος είναι ματαιότης, διότι ολίγη είναι η ζωή του επί της γης. «Πάροικος και παρεπίδημος»: κάθε άνθρωπος, δεν κατοικεί, παροικεί στη γη «παρά σοι», δηλαδή είναι φιλοξενούμενος του Θεού. Παρακαλεί λοιπόν τον οικοδεσπότη Θεό να του φερθεί καλά αφού θα είναι φιλοξενούμενός Του.
«Άνες μοι», άφησέ με, μη με χτυπάς, λυπήσου με «ίνα αναψύξη», για να βρω αναψυχή κοντά Σου.
Ψαλμός τριακοστός ένατος (λθ΄)
Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι και εισήκουσε της δεήσεως μου. Και ανήγαγε με εκ λάκκου ταλαιπωρίας και από πηλού ιλύος και έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου και κατηύθυνε τα διαβήματα μου. Και ενέβαλεν εις το στόμα μου άσμα καινόν, ύμνον τω Θεώ ημών. ΄Οψονται πολλοί και φοβηθήσονται και ελπιούσιν επί Κύριον. Μακάριος ανήρ, ού έστι το όνομα Κυρίου ελπίς αυτού και ουκ επέβλεψεν εις ματαιότητας και μανίας ψευδείς. Πολλά εποίησας συ, Κύριε ο Θεός μου, τα θαυμάσια σου και τοις διαλογισμοίς σου ουκ έστι τίς ομοιωθήσεται σοι. Απήγγειλα και ελάλησα, επληθύνθησαν υπέρ αριθμόν. Θυσίαν και προσφοράν ουκ ηθέλησας, σώμα δε κατηρτίσω μοι. Ολοκαυτώματα και περί αμαρτίας ουκ ήτησας. Τότε είπον· Ιδού ήκω· εν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περί εμού. Του ποιήσαι το θέλημα σου, ο Θεός μου, ηβουλήθην και τον νόμον σου εν μέσω της κοιλίας μου. Ευηγγελισάμην δικαιοσύνην εν εκκλησία μεγάλη· ιδού τα χείλη μου ου μη κωλύσω Κύριε, συ έγνως. Την δικαιοσύνην σου ουκ έκρυψα εν τη καρδία μου· την αλήθειαν σου και το σωτήριον σου είπα. Ουκ έκρυψα το έλεος σου και την αλήθειαν σου από συναγωγής πολλής. Συ δε, Κύριε, μη μακρύνης τους οικτοιρμούς σου απ΄εμού· το έλεος σου και η αλήθεια σου διαπαντός αντιλάβοιντο μου. Ότι περιέσχον με κακά, ων ουκ έστιν αριθμος· κατέλαβον με αι ανομίαι μου και ουκ ηδυνήθην του βλέπειν. Επληθύνθησαν υπέρ τας τρίχας της κεφαλής μου και η καρδία μου εγκατέλιπε με. Ευδόκησον, Κύριε, του ρύσασθαι με· Κύριε, εις το βοηθήσαι μοι πρόσχες. Καταισχυνθείησαν και εντραπείησαν άμα οι ζητούντες την ψυχήν μου του εξάραι αυτήν· αποστραφείησαν εις τα οπίσω και καταισχυνθείησαν οι θέλοντες μοι κακά. Κομισάσθωσαν παραχρήμα αισχύνην αυτών οι λέγοντες μοι, εύγε, εύγε. Αγαλλιάσθωσαν και ευφρανθήτωσαν επί σοι πάντες οι ζητούντες σε, Κύριε και ειπάτωσαν διαπαντός, μεγαλυνθήτω ο Κύριος, οι αγαπώντες το σωτήριον σου. Εγώ δε πτωχός ειμί και πένης, Κύριος φροντιεί μοι· βοηθός μου και υπερασπιστής μου ει συ, ο Θεός μου, μη χρονίσης.
«Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον»: Με άκρα καρτερία υπέμεινε ο Δαυίδ τους πειρασμούς, ο Κύριος άμειψε αυτήν την υπομονή του εγκύπτοντας προς αυτόν: «ανήγαγέ με εκ λάκκου ταλαιπωρίας». Τον «έστησεν επί πέτραν», δηλαδή επί στερεού εδάφους και καθοδήγησε τα διαβήματά του εις το αγαθόν. «Ενέβαλεν εις το στόμα μου άσμα».
«Ουκ επέβλεψεν εις ματαιότητας και μανίας ψευδείς», δεν εστράφη προς τα μάταια πράγματα, ήτοι τον πλούτο, την δόξα. Ποίος θα βρεθεί όμοιος εις σύλληψη και εκτέλεση τοσούτων σχεδίων! Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε!
«Σώμα δε κατηρτίσω μοι», η υπακοή στο Θείο θέλημα είναι ανώτερη θυσία όλων των θυσιών. Αφού το έμαθα αυτό «ιδού ήκω», είμαι παρών!
Ποιο όμως είναι το θέλημα του Θεού; «Τον νόμον σου εν μέσω κοιλίας μου», δηλ. ο νόμος του Θεού να συνταυτιστεί με τους εσωτερικούς πόθους του ποιητού.
Υπόσχεται ο ψαλμωδός ότι αυτό και θα ποιήσει στο υπόλοιπο της ζωής του. Θα συνεχίσει να αναπέμπει αίνους ενώπιον μεγάλου πλήθους. Δηλαδή εν εκκλησίαις και όχι κατά μόνας. Όμως δεν παραλείπει να ζητήσει παράλληλα την άφεση των αμαρτιών του.
«Η καρδία μου εγκατέλιπέ με», εξασθένησε το θάρρος του, είναι έτοιμος να πέσει σε απογοήτευση. Όμως αναθαρρεί: «Εγώ δε πτωχός ειμί και πένης Κύριος φροντιεί μου, βοηθός μου και υπερασπιστής μου ει συ· ο Θεός μου μη χρονίσης».
Ψαλμός τεσσαρακοστός (μ΄)
Μακάριος ο συνιών επί πτωχόν και πένητα, εν ημέρα πονηρά ρύσεται αυτόν ο Κύριος. Κύριος διαφυλάξαι αυτόν και ζήσαι αυτόν και μακαρίσαι αυτόν εν τη γη και μη παραδώ αυτόν εις χείρας εχθρών αυτού. Κύριος βοηθήσαι αυτώ επί κλίνης οδύνης αυτού, όλην την κοίτην αυτου έστρεψας εν τη αρρωστία αυτού. Εγώ είπα· Κύριε, ελέησον με, ίασαι την ψυχήν μου, ότι ήμαρτον σοι. Οι εχθροί μου είπον κακά μοι· πότε αποθανείται και απολείται το όνομα αυτού; Και εισεπορεύετο του ιδείν, μάτην ελάλει η καρδία αυτού, συνήγαγεν ανομίαν εαυτώ· εξεπορεύετο έξω και ελάλει επί το αυτό. Κατ΄εμού ελογίζοντο κακά μοι. Λόγον παράνομον κατέθεντο κατ΄ εμού· μη ο κοιμώμενος ουχί προσθήσει του αναστήναι; Και γαρ άνθρωπος της ειρήνης μου, εφ΄ον ήλπισα, ο εσθίων άρτους μου εμεγάλυνεν επ΄εμέ πτερνισμόν. Συ δε, Κύριε, ελέησον με και ανάστησον με και ανταποδώσω αυτοίς. Εν τούτω έγνων, ότι τεθέληκας με, ότι ου μη επιχαρή ο εχθρός μου επ΄εμέ. Εμού δε δια την ακακίαν αντελάβου και εβεβαίωσας με ενώπιον σου εις τον αιώνα. Ευλογητός Κύριος ο Θεός του Ισραήλ από του αιώνος και εις τον αιώνα. Γένοιτο, γένοιτο.
«Μακάριος», όπως αρχίζει ο 1,1 έτσι αρχίζει και ο τελευταίος ψαλμός του πρώτου βιβλίου των ψαλμών. Ο ψαλμωδός φέρθηκε στο παρελθόν ευσπλαχνικώς προς τους φτωχούς και αβοηθήτους και γι’ αυτό έχει την ελπίδα ότι θα τον βοηθήσει τώρα που βρίσκεται σε δύσκολη θέση ο Θεός. «Εν ημέρα πονηρά ρύσεται», αυτή είναι αμοιβή του, θα τον συμπονέσει ο Κύριος.
Έξω από τα βασιλικά του ανάκτορα, οι συνωμότες αναμένουν με κακεντρέχεια ειδήσεις για την εξέλιξη της νόσου του βασιλέως Δαυίδ. Διαδίδουν ότι δεν υπάρχει πλέον ελπίδα αναρρώσεως, ετοιμάζονται για νέο βασιλιά. Σε όλη αυτή την πανουργία πρωτοστατεί ο φίλος του Δαυίδ Αχιτόφελ, ο οποίος είναι τύπος του Ιούδα.
Ο Δαυίδ αφήνει στον Θεό την φροντίδα της τιμωρίας, τον διακρίνει η ακακία, η συγχώρηση, είναι τύπος του Χριστού.
Ψαλμός τεσσαρακοστός πρώτος (μα΄)
Ον τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς σε, ο Θεός. Εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν, τον ισχυρόν, τον ζώντα· πότε ήξω και οφθήσομαι τω προσώπω του Θεού; Εγενήθη τα δάκρυα μου εμοί άρτος ημέρας και νυκτός, εν τω λέγεσθαι με καθ΄εκάστην ημέραν· Πού έστιν ο Θεός σου; Ταύτα εμνήσθην και εξέχεα επ΄εμέ την ψυχήν μου, ότι διελεύσομαι εν τόπω σκηνής θαυμαστής, έως του οίκου του Θεού, εν φωνή αγαλλιάσεως και εξομολογήσεως ήχου εορτάζοντος. Ινατί περίλυπος εί η ψυχή μου; και ινατί συνταράσσεις με; 'Ελπισον επί τον Θεόν, ότι εξομολογήσομαι αυτώ, σωτήριον του προσώπου μου και ο Θεός μου. Προς εμαυτόν η ψυχή μου εταράχθη, δια τούτο μνησθήσομαι σου εκ γης Ιορδάνου και Ερμωνιείμ, από όρους μικρού. Άβυσσος άβυσσον επικαλείται, εις φωνήν των καταρρακτών σου· πάντες οι μετεωρισμοί σου και τα κύματα σου επ΄εμέ διήλθον. Ημέρας εντελείται Κύριος το έλεος αυτού και νυκτός ωδή αυτώ, παρ΄εμοί προσευχή τω Θεώ της ζωής μου. Ερώ τω Θεώ· αντιλήπτωρ μου ει· Διατί μου επελάθου; και ινατί σκυθρωπάζων πορεύομαι εν τω εκθλίβειν τον εχθρόν μου; Εν τω καταθλάσθαι τα οστά μου, ωνείδιζον με οι εχθροί μου· εν τω λέγειν αυτούς μοι καθ΄εκάστην ημέραν· Πού έστιν ο Θεός σου; Ινατί περίλυπος εί η ψυχή μου; και ινατί συνταράσσεις με; 'Ελπισον επί τον Θεόν, ότι εξομολογήσομαι αυτώ, σωτήριον του προσώπου μου και ο Θεός μου.
Ο ψαλμός αυτός αποτελεί το ένα κομμάτι από τα δύο. Το δεύτερο είναι ο 42οςψαλμός. Συνετέθη από έναν υιό του λευίτη Κορέ τον οποίο ο Κύριος φόνευσε. Ο ποιητής είχε αποκτήσει σπουδαία θέση παρά τω Δαυίδ, να προΐσταται της λειτουργικής μουσικής. Ο ίδιος συνθέτης συνέθεσε και τους ψαλμούς 43-48, 83, 84, 86,87.
«Ον τρόπον επιποθεί η έλαφος»: Όπως το ελάφι όταν διψά τρέχει επί τας πηγάς των υδάτων, έτσι βασανίζεται και κράζει η ψυχή που αγαπά, που διψά για τον Θεό.
«Εδίψησεν η ψυχή μου»: Ο Θεός είναι η όντως δροσιστική ψυχή, ο άνθρωπος δεν διψά μόνο για μια μέρα, αλλά καθημερινά διψά, έτσι και οι άγιοι όχι μόνο μια μέρα, αλλά κάθε ώρα και λεπτό αναπέμπουν δεήσεις προς τον Ύψιστο.
«Εγεννήθη τα δάκρυά μου», η απομάκρυνσή του από το ιερό θυσιαστήριο, προκάλεσε ανείπωτο πόνο στον ψαλμωδό.
«Που εστίν ο Θεός σου»; Δεν έφτανε η δική του στενοχώρια, είχε να αντιμετωπίσει και την ειρωνεία των αντιπάλων του.
Ο ποιητής θυμάται τις γλυκιές εκείνες μέρες που όντας Λευίτης προσέρχονταν- επισκέπτονταν το ιερό Θυσιαστήριο. «Έλπισον επί τον Θεόν»: Ανέμενε τώρα τον Θεό. Γνωρίζει ο ψαλμωδός ότι όλες οι θλίψεις και δοκιμασίες του από τον Θεό προέρχονται, και ως εκ τούτου Εκείνος σύντομα θα καταπαύσει την τρικυμία και θα φέρει την γαλήνη στην καρδιά του.
Ψαλμός τεσσαρακοστός δεύτερος (μβ΄)
Κρίνον με ο Θεός και δίκασον την δίκην μου εξ έθνους ούχ οσίου, από ανθρώπου αδίκου και δολίου ρύσαι με. Ότι συ εί ο Θεός κραταίωμα μου, ινατί απώσω με; και ινατί σκυθρωπάζων πορεύομαι, εν τω εκθλίβειν τον εχθρόν μου; Εξαπόστειλον το φως σου και την αληθειαν σου, αυτά με ωδήγησαν και ήγαγον με εις όρος άγιον σου και εις τα σκηνώματα σου. Και εισελεύσομαι προς το θυσιαστήριον του Θεού, προς τον Θεόν τον ευφραίνοντα την νεότητα μου· εξομολογήσομαι σοι εν κιθάρα, ο Θεός, ο Θεός μου. Ινατί περίλυπος εί η ψυχή μου; και ινατί συνταράσσεις με; ΄Ελπισον επί τον Θεόν, ότι εξομολογήσομαι αυτώ, σωτήριον του προσώπου μου και ο Θεός μου.
«Κρίνον με» Όμοιος ψαλμός με τους 7,9,25, 34. Όχι μόνο δεν φοβάται την Θεία δίκη, αλλά την επιθυμεί για να αποδείξει την αθωότητά του. «Ινατί» Έχει συνείδηση ο ψαλμωδός ότι αγαπά εκ βάθους τον Θεό, γιατί λοιπόν αδιαφορεί γι΄αυτόν ο Κύριος;
Ο ποιητής εισέρχεται στο θυσιαστήριο του ναού, είναι ώρα ανείπωτης χαράς, διότι τώρα θα προσφέρει στον Θεό τις ευχαριστίες του.
Ψαλμός τεσσαρακοστός τρίτος (μγ΄)
Ο Θεός εν τοις ωσίν ημών ακούσαμεν και οι πατέρες ημών ανήγγειλαν ημίν έργον, ο ειργάσω εν ταις ημέραις αυτών, εν ημέραις αρχαίαις. Η χείρ σου έθνη εξωλόθρευσε και κατεφύτευσας αυτούς, εκάκωσας λαούς και εξέβαλες αυτούς. Ου γαρ εν τη ρομφαία αυτών εκληρονόμησαν γήν και ο βραχίων αυτών ούκ έσωσεν αυτούς. Αλλ΄ η δεξιά σου και ο βραχίων σου και ο φωτισμός του προσώπου σου, ότι ηυδόκησας εν αυτοίς. Συ ει αυτός ο Βασιλεύς μου και ο Θεός μου, ο εντελλόμενος τας σωτηρίας Ιακώβ. Εν σοι τους εχθρούς ημών κερατιούμεν και εν τω ονόματι σου εξουδενώσομεν τους επανισταμένους ημίν. Ού γαρ επί τω τόξω μου ελπιώ και η ρομφαία μου ού σώσει με. 'Εσωσας γαρ ημάς εκ των θλιβόντων ημάς και τους μισούντας ημάς κατήσχυνας. Εν τω Θεώ επαινεθησόμεθα όλην την ημέρας και εν τω ονόματι σου εξομολογηθησόμεθα εις τον αιώνα. Νυνί δε απώσω και κατήσχυνας ημάς και ουκ εξελεύση ο Θεός εν ταις δυνάμεσιν ημών. Απέστρεψας ημάς εις τα οπίσω παρά τους εχθρούς ημών και οι μισούντες ημάς διήρπαζον εαυτοίς. ΄Εδωκας ημάς ως πρόβατα βρώσεως και εν τοις έθνεσι διέσπειρας ημάς. Απέδου τον λαόν σου άνευ τιμής και ουκ ην πλήθος εν τοις αλαλάγμασιν ημών. 'Εθου ημάς όνειδος τοις γείτοσιν ημών, μυκτηρισμόν και χλευασμόν τοις κύκλω ημών. 'Εθου ημάς εις παραβολήν εν τοις έθνεσιν, κίνησιν κεφαλής εν τοις λαοίς. ΄Ολην την ημέραν η εντροπή μου κατεναντίον μου έστι και η αισχύνη του προσώπου μου εκάλυψε με. Από φωνής ονειδίζοντος και καταλαλούντος, από προσώπου εχθρού και εκδιώκοντος. Ταύτα πάντα ήλθεν εφ΄ ημάς και ούκ επελαθόμεθα σου και ούκ ηδικήσαμεν εν τη διαθήκη σου. Και ούκ απέστη εις τα οπίσω η καρδία ημών και εξέκλινας τας τρίβους ημών από της οδού σου. Ότι εταπείνωσας ημάς εν τόπω κακώσεως και επεκάλυψεν ημάς σκιά θανάτου. Ει επελαθόμεθα του ονόματος του Θεού ημών και εί διεπετάσαμεν χείρας ημών προς Θεόν αλλότριον. Ουχί ο Θεός εκζητήσει ταύτα; αυτός γαρ γινώσκει τα κρύφια της καρδίας. Ότι ένεκα σου θανατούμεθα όλην την ημέραν, ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής. Εξεγέρθητι, ινατί υπνοίς, Κύριε; ανάστηθι και μη απώση εις τέλος. Ινατί το πρόσωπον σου αποστρέφεις; επιλανθάνη της πτωχείας ημών και της θλίψεως ημών; Ότι εταπεινώθη εις χουν η ψυχή ημών, εκολλήθη εις γην η γαστήρ ημών. Ανάστα Κύριε, βοήθησον ημίν και λύτρωσαι ημάς ένεκεν του ονόματός σου.
Εθνικός ψαλμός στον οποίο προβάλλεται η εθνική καταστροφή του Ισραήλ.
Κατά πάσα πιθανότητα ο ψαλμός αυτός συνετέθη την εποχή της επιδρομής των Ιδουμάιων στο Ισραήλ.
«Εν τοις ωσίν ημών ηκούσαμεν»: Άκουσαν από τις διηγήσεις των πατέρων τους όλα εκείνα τα θαυμαστά που έκανε ο Θεός για το έθνος τους. Η αρχαία εκείνη του Θεού προστασία εμπνέει θάρρος και στις παρούσες δυσμενείς καταστάσεις.
«Εν τω ονόματί σου»: Αρκεί το όνομά Σου καλέσαι μόνον και πάντα ανύσαι μεθ’ υπερβολής» (Χρυσόστομος).
«Ου γαρ επί τω τόξω μου ελπιώ» Ουκ εν πλήθει δυνάμεως νίκη πολέμου, αλλ’ η εκ του ουρανού ισχύς (Α΄Μακ 3,19).
Όμως η πραγματικότητα σήμερα είναι διαφορετική από το παρελθόν: «ουκ εξέρχεσαι, ου συστρατεύεις, ου στρατηγείς» μας έκανες να υποχωρήσουμε ενώπιον του εχθρού. «Εν τοις έθνεσι διέσπειρας», αλλά από την επιδρομή των Ιδουμαίων άλλοι συνελήφθησαν, άλλοι διέφυγαν σε ξένες χώρες. Μας πούλησες Κύριε πολύ φτηνά, δίχως να πλουτήσεις από την πώλησή μας «απέδου τον λαόν σου άνευ τιμής», γίναμε αντικείμενο ειρωνείας και χλευασμού για τα έθνη. Όμως δεν αμαρτήσαμε τόσο πολύ ώστε να υποστούμε τέτοια συμφορά. (Αυτή είναι από τις σπάνιες φορές που οι ισραηλίτες μπορούσαν να πουν ότι δεν πλεόνασαν στην αμαρτία)
«Ότι ένεκά σου θανατούμεθα όλην την ημέραν», όχι μόνο δεν λησμόνησαν τον Θεό οι ισραηλίτες, αλλά για να τον υπερασπιστούν υποφέρουν καθημερινώς. Το ίδιο λέει και ο Παύλος στο Ρωμ 8,36 για να τονώσει τους χριστιανούς στην πίστη.
«Εξεγέρθητι Κύριε»: Ο ύπνος του Κυρίου σημαίνει την μακροθυμία Του. Η ψυχή και το σώμα μας εκάμφθησαν μέχρις εδάφους, κάνε λοιπόν κάτι: «βοήθησον ημίν και λύτρωσαι ημάς ένεκεν του ονόματός σου».
Ψαλμός τεσσαρακοστός τέταρτος (μδ΄)
Εξηρεύξατο η καρδία μου λόγον αγαθόν· λέγω εγώ τα έργα μου τω βασιλεί· η γλώσσα μου κάλαμος γραμματέως οξυγράφου. Ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων, εξεχύθη χάρις εν χείλεσι σου, δια τούτο ευλόγησε σε ο Θεός εις τον αιώνα. Περίζωσαι την ρομφαίαν σου επι τον μηρόν σου, δυνατέ, τη ωραιότητι σου και τω κάλλει σου. Και έντεινον και κατευοδού και βασίλευε ένεκεν αληθείας και πραότητος και δικαιοσύνης· και οδηγήσει σε θαυμαστώς η δεξιά σου. Τα βέλη σου ηκονημένα, Δυνατέ, λαοί υποκάτω σου πεσούνται, εν καρδία εχθρών του βασιλέως. Ο θρόνος σου, ο Θεός, εις τον αιώνα του αιώνος· ράβδος ευθύτητος η ράβδος της βασιλείας σου. Ηγάπησας δικαιοσύνην και εμίσησας ανομίαν· δια τούτο έχρισε σε ο Θεός, ο Θεός σου, έλαιον αγαλλιάσεως παρά τους μετόχους σου. Σμύρνα και στακτή και κασσία από των ιματίων σου, από βάρεων ελεφαντίνων· εξ ων εύφραναν σε θυγατέρες βασιλέων εν τη τιμή σου. Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών, εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη. 'Ακουσον, θύγατερ και ίδε και κλίνον το ους σου και επιλάθου του λαού σου και του οίκου του πατρός σου. Και επιθυμήσει ο βασιλεύς του κάλλους σου, ότι αυτός έστι Κύριος σου και προσκυνήσεις αυτώ. Και προσκυνήσουσιν αυτώ θυγατέρες Τύρου εν δώροις· το πρόσωπον σου λιτανεύσουσιν οι πλούσιοι του λαού. Πάσα η δόξα της θυγατρός του βασιλέως έσωθεν, εν κροσσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένη, πεποικιλμένη. Απενεχθήσονται τω βασιλεί παρθένοι οπίσω αυτής, αι πλησίον αυτής απενεχθήσονται σοι. Απενεχθήσονται εν ευφροσύνη και αγαλλιάσει, αχθήσονται εις ναόν βασιλέως. Αντί των πατέρων σου εγενήθησαν σοι υιοί· καταστήσεις αυτούς άρχοντας επί πάσαν την γην. Μνησθήσομαι του ονόματος σου εν πάση γενεά και γενεά· δια τούτο λαοί εξομολογήσονται σοι εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος.
Τίτλος: «Υπέρ του αγαπητού»: Ο ποιητής εορτάζει τους γάμους ενός βασιλέως περίφημου διά την ωραιότητα, την δύναμη, την δικαιοσύνη, προ παντός όμως διά του Θείου χαρακτήρος του. Ποιος είναι αυτός ο βασιλιάς και ποια η βασίλισσά του;
Α) Οι ορθολογιστές λένε ότι επρόκειτο για τους Αχαάβ και Ιεζάβελ, άλλοι για τους Ιωράμ και Γοθολία, ενώ κάποιοι άλλοι για τους Μέγα Αλέξανδρο και Κλεοπάτρα.
Πως όμως ένας κοσμικός βασιλέας θα έβρισκε θέση στην Αγία Γραφή; Πως μπορεί σε έναν κοσμικό βασιλέα να προσδίδονται χαρακτηριστικά Θεού και μάλιστα αυτά να συμπεριλαμβάνονται στην Αγία Γραφή με τόνο προφητικό; Συνεπώς αυτός ο βασιλιάς δεν μπορεί να είναι κανένας άλλος πλην του Μεσσίου Χριστού. Και η βασίλισσα αυτή δεν δύναται να είναι άλλη από την Εκκλησία.
«Εξερεύξατο η καρδία μου»: Η καρδιά του ποιητού παρομοιάζεται με δοχείο που ξεχυλίζει. Από τι; Από Θεία λόγια.
«Κάλαμος γραμματέως οξυγράφου»: Παρομοιάζει τις υπερχειλίζουσες θείες σκέψεις του με συγγραφέα που γράφει ταχύτατα.
«Ωραίος κάλλει»: Σε έναν γάμο κάνει πρώτη εντύπωση η ωραιότητα του νυμφικού ζεύγους. Η ωραιότητα του Μεσσία υπερβαίνει την ωραιότητα των άλλων ανθρώπων.
«Ευλόγησέ σε ο Θεός εις τον αιώνα»: Η ήρωας του ποιητού είναι υπέργειος, επουράνιος, άφθορος, άνευ τέλους. Σε ποιον επίγειο βασιλέα θα ταίριαζαν τέτοιοι χαρακτηρισμοί;
«Περίζωσαι την ρομφαίαν σου επί τον μηρόν σου αγαθέ»: Ο εγκωμιαζόμενος δεν είναι μόνο ωραίος, αλλά και ήρωας. Είναι άκαμπτος ενώπιον των αρχόντων και του θανάτου.
«Κατευοδού και βασίλευε»: Δείξε σε όλους ότι είσαι βασιλιάς διά των επιτυχών στρατιωτικών σου επιχειρήσεων.
«Ένεκεν αληθείας και πραότητος»: Ο ήρωάς μας θέλει να εγκαταστήσει στη γη την πραγματική, την θρησκευτική αλήθεια. «Μέθετε απ’ εμού ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία».
«Θαυμαστώς η δεξιά σου»: Εις έργα θαυμαστά θα φέρει σε η παντοδύναμος δεξιά σου».
«Τα βέλη σου ηκονησμένα»: Η μάχη άρχισε, ο ποιητής πατουσιάζει τον ήρωα σε πλήρη δράση.
«Λαοί υποκάτω σου πεσούνται»: Ο Χριστός κατηύθυνε τα βέλη των λόγων Του στις καρδιές των εχθρών Του, κάρφωσε την καρδιά του αρχηγού των εχθρών Του, δηλ. του σατανά.
«Ράβδος ευθύτητος»: Ο ήρωας εκτός από κοσμική διαθέτει και δικαστική εξουσία.
«Ο Θεός, ο Θεός σου έχρισέ σε έλαιον αγαλλιάσεως»: Και άλλοι προφήτες και βασιλείς χρήστηκαν με λάδι, ο ήρωάς μας όμως όλους τους υπερβαίνει, αφού αυτό το έλαιον είναι μη υλικό είναι Αγιοπνευματικό.
«Παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου»: Η εκ δεξιών στάση ήταν τιμητική θέση. Είπαμε ότι η βασίλισσα αυτή είναι η Εκκλησία του Χριστού. Επειδή όμως το κορύφωμα των πιστών της Εκκλησίας είναι η Θεοτόκος, οι έπαινοι της Εκκλησίας ως ολότητος εμφανίζεται κατά όλως ιδιαίτερο τρόπο και στην Θεοτόκο.
«Άκουσον θύγατερ και ίδε»: Με τρυφερότητα ο ψαλμωδός την αποκαλεί θυγατέρα.
«Επιθυμήσει ο βασιλεύς του κάλλους σου», ο Νυφίος Χριστός θα αγαπήσει σφόδρα την Εκκλησία Του. «Προσκυνήσεις αυτώ» διότι θα είναι και Θεός σου. Και η Θεοτόκος είπε «ο Υιός μου και Θεός μου».
«Το πρόσωπό σου λιτανεύσουσι οι πλούσιοι του λαού»: Θα ζητήσουν την εύνοια της Εκκλησίας ακόμη και οι αυτοκράτορες.
«Αντί των πατέρων σου εγεννήθησαν οι υιοί σου»: Ο καρπός του γάμου του Νυμφίου Χριστού και νύμφης Εκκλησίας είναι οι απανταχού χριστιανοί.
«Καταστήσεις αυτούς άρχοντας»: Το ιερατικό αξίωμα καλείται και τιμάται ως υπούργημα.
«Μνησθήσομαι του ονόματός σου»: Το όνομα αυτού του βασιλέως θα τιμάται πάντοτε νυν και εις τους απεράντους αιώνας αμήν!
Ψαλμός τεσσαρακοστός πέμπτος (με΄)
Ο Θεός ημών καταφυγή και δύναμις, βοηθός εν θλίψεσι ταις ευρούσαις ημάς σφόδρα. Δια τούτο ού φοβηθησόμεθα εν τω ταράσσεσθαι την γην και μετατίθεσθαι όρη εν καρδίαις θαλασσών. ΄Ηχησαν και εταράχθησαν τα ύδατα αυτών, εταράχθησαν τα όρη εν τη κραταιότητι αυτού. Του ποταμού τα ορμήματα ευφραίνουσι την πόλιν του Θεού· ηγίασε το σκήνωμα αυτού ο Ύψιστος. Ο Θεός εν μέσω αυτής και ού σαλευθήσεται· βοηθησει αυτή ο Θεός το προς πρωί πρωί. Εταράχθησαν έθνη, έκλιναν βασιλείαι, έδωκε φωνήν αυτού ο Ύψιστος, εσαλεύθη η γη. Κύριος των δυνάμεων μεθ΄ημών, αντιλήπτωρ ημών ο Θεός Ιακώβ. Δεύτε και ίδετε τα έργα του Θεού, ά έθετο τέρατα επί της γης. Ανταναιρών πολέμους μέχρι των περάτων της γης· τόξον συντρίψει και συνθλάσει όπλον και θυρεούς κατακαύσει εν πυρί. Σχολάσατε και γνώτε, ότι εγώ είμι ο Θεός· υψωθήσομαι εν τοις έθνεσιν, υψωθήσομαι εν τη γη. Κύριος των δυνάμεων μεθ΄ ημών, αντιλήπτωρ ημών ο Θεός, Ιακώβ.
«Ο Θεός ημών»: Αφού εσύ είσαι ο Θεός μας «διά τούτο ου φοβησόμεθα». Ότι και να γίνει δεν πρόκειται να ταραχτούμε.
Ο Κύριος προστατεύει ιδιαιτέρως την πόλη του Ιερουσαλήμ. Γιατί; Διότι εκεί βρίσκεται ο ναός Του.
«Έδωκε φωνήν αυτού». Και μόνη η φωνή του Θεού όταν ακούστηκε ταπεινώθηκε η υπερηφάνεια των εθνών.
«Δεύτε και ίδετε», ελάτε να δείτε όλα εκείνα τα θαυμαστά τα οποία έκανε ο Θεός συντρίβοντας τους εχθρούς του Ισραήλ.
«Σχολάσατε και γνώτε ότι εγώ ειμί ο Θεός». Ο Θεός λαμβάνει τον λόγο, εξαπολύει απειλές κατά των εχθρών Του. Σύντομα θα εκδηλώσει την δύναμή Του και θα προσκυνείται παντού μεταξύ εθνών και Ισραήλ.
Ψαλμός τεσσαρακοστός έκτος (μς΄)
Πάντα τα έθνη κροτήσατε χείρας, αλαλάξατε τω Θεώ εν φωνή αγαλλιάσεως. Ότι Κύριος ύψιστος, φοβερός, βασιλεύς μέγας επί πάσαν την γην. Υπέταξε λαούς ημίν και έθνη υπό τους πόδας ημών. Εξελέξατο ημίν την κληρονομίαν εαυτώ, την καλλονήν Ιακώβ, ήν ηγάπησεν. Ανέβη ο Θεός εν αλαλαγμώ, Κύριος εν φωνή σάλπιγγος. Ψάλατε τω Θεώ ημών, ψάλατε· ψάλατε τω βασιλεί ημών, ψάλατε. Ότι βασιλεύς πάσης της γης ο Θεός, ψάλατε συνετώς. Εβασίλευσεν ο Θεός επί τα έθνη· ο Θεός κάθηται επί θρόνου αγίου αυτού. Άρχοντες λαών συνήχθησαν μετά του Θεού Αβραάμ, ότι του Θεού οι κραταιοί της γης σφόδρα επήρθησαν.
«Πάντα τα έθνη»: Όλα γενικώς τα ειδωλολατρικά έθνη θα ζητωκραυγάζουν εν φωνή αγαλλιάσεως τον αληθινό Θεό του Ισραήλ. Η αιτία: «Ότι Κύριος Ύψιστος». «Υπέταξε λαούς ημίν». Ο στίχος αυτός μπορεί να εφαρμοστεί μόνον στον Μεσσία Χριστό.
«Ανέβη ο Θεός εν αλαλαγμώ». Στίχος που προτυπώνει την Ανάληψη του Κυρίου.
«Άρχοντες λαών συνήχθησαν»: Αναγνώρισαν τον Κύριο ως Θεό τους οι πρώην ειδωλολάτρες.
Ψαλμός τεσσαρακοστός έβδομος (μζ΄)
Μέγας Κύριος και αινετός σφόδρα, εν πόλει του Θεού ημών, εν όρει αγίω αυτού, ευρίζω αγαλλιάματι πάσης της γης. Όρη Σιών, τα πλευρά του βορρά, η πόλις του βασιλέως του μεγάλου. Ο Θεός εν ταις βάρεσιν αυτής γινώσκεται, όταν αντιλαμβάνηται αυτής. Ότι ιδού οι βασιλείς της γής συνήχθησαν, διήλθοσαν επί το αυτό. Αυτοί ιδόντες ούτως εθαύμασαν, εταράχθησαν, εσαλεύθησαν, τρόμος επελάβετο αυτών· εκεί ωδίνες ως τικτούσης. Εν πνεύματι βιαίω συντρίψεις πλοία Θαρσείς. Καθάπερ ηκούσαμεν, ούτω και είδομεν εν πόλει Κυρίου των δυνάμεων, εν πόλει του Θεού ημών. Ο Θεός εθεμελίωσεν αυτήν εις τον αιώνα. Υπελάβομεν, ο Θεός, το έλεος σου εν μέσω του λαού σου. Κατά το όνομα σου, ο Θεός, ούτω και η αίνεσις σου επί τα πέρατα της γης, δικαιοσύνης πλήρης η δεξιά σου. Ευφρανθήτω το όρος Σιών και αγαλλιάσθωσαν αι θυγατέρες της Ιουδαίας ένεκεν κριμάτων, σου Κύριε. Κυκλώσατε Σιών και περιλάβετε αυτήν, διηγήσασθε εν τοις πύργοις αυτής. Θέσθε τας καρδίας υμών εις την δύναμιν αυτής και καταδιέλεσθε τας βάρεις αυτής, όπως αν διηγήσησθε εις γενεάν ετέραν. Ότι ούτος έστιν ο Θεός ημών εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος· αυτός ποιμανεί ημάς εις τους αιώνας.
«Μέγας Κύριος και αινετός εν πόλει του Θεού ημών»: Η Ιερουσαλήμ είναι η πόλη του Θεού. Η πόλη αυτή θα γίνει το κέντρο της χαράς όλου του κόσμου.
«Οι βασιλείς της γης συνήχθησαν». Οι βασιλείς των Ιδουμαίων, Μωαβιτών, Αμμωνιτών και άλλων πολέμησαν εναντίον του Ισραήλ.
Όμως: «Αυτοί ιδόντες ούτως εθαύμασαν», είδαν μόνο και περιήλθαν σε πανικό: «θαύμασαν», «εταράχθησαν», «εσαλέυθησαν». Γιατί; Κάποιος υπερφυσικός τρόμος τους κυρίευσε. Πράγματι, όταν ο Σενναχηρίμ είχε στρατοπεδεύσει εναντίον των ισραηλιτών, εν μία νυκτί έπαθε ένα ανεξήγητο πλήγμα χάνοντας 85.000 στρατιώτες. Αναγκάστηκε τότε να υποχωρήσει.
«Κυκλώσατε Σιών»: Ήρθε η ώρα των πανηγυρισμών! «Περιλάβετε αυτήν», κάντε λιτανεία χαράς και δοξολογίας. «Θέσθε ταςκαρδία υμών», «αυτός ποιμανεί ημάς εις τους αιώνας».
Ψαλμός τεσσαρακοστός όγδοος (μη΄)
Ακούσατε ταύτα πάντα τα έθνη, ενωτίσασθε πάντες οι κατοικούντες την οικουμένην. Οι τε γηγενείς και οι υιοί των ανθρώπων, επί το αυτό πλούσιος και πένης. Το στόμα μου λαλήσει σοφίαν και η μελέτη της καρδίας μου σύνεσιν. Κλινώ εις παραβολήν το ούς μου, ανοίξω εν ψαλτηρίω το πρόβλημα μου. Ινατί φοβούμαι εν ημέρα πονηρά; η ανομία της πτέρνης μου κυκλώσει με. Οι πεποιθότες επί τη δυνάμει αυτών και επί τω πλήθει του πλούτου αυτών καυχώμενοι. Αδελφός ού λυτρούται, λυτρώσεται άνθρωπος; Ού δώσει τω Θεώ εξίλασμα εαυτού και την τιμήν της λυτρώσεως της ψυχής αυτού και εκοπίασεν εις τον αιώνα και ζήσεται εις τέλος. Ότι ούκ όψεται καταφθοράν, όταν ίδη σοφούς αποθνήσκοντας. Επί το αυτό άφρων και άνους απολούνται και καταλείψουσιν αλλοτρίοις τον πλούτον αυτών. Και οι τάφοι αυτών οικίαι αυτών εις τον αιώνα· σκηνώματα αυτών εις γενεάν και γενεάν, επεκαλέσαντο τα ονόματα αυτών επί των γαιών αυτών. Και άνθρωπος εν τιμή ων ού συνήκε· παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς. Αύτη η οδός αυτών σκάνδαλον αυτοίς και μετά ταύτα εν τω στόματι αυτών ευδοκήσουσιν. Ως πρόβατα εν άδη έθεντο, θάνατος ποιμανεί αυτους. Και κατακυριεύσουσιν αυτών οι ευθείς το πρωϊ και η βοήθεια αυτών παλαιωθήσεται εν τω άδη, εκ της δόξης αυτών εξώσθησαν. Πλήν ο Θεός λυτρώσεται την ψυχήν μου εκ χειρός άδου όταν λαμβάνη με. Μη φοβού, όταν πλουτήση άνθρωπος, ή όταν πληθυνθή η δόξα του οίκου αυτού. Ότι ούκ εν τω αποθνήσκειν αυτόν λήψεται τα πάντα, ουδέ συγκαταβήσεται αυτώ η δόξα αυτού. Ότι η ψυχή αυτού εν τη ζωή αυτού ευλογηθήσεται, εξομολογήσεται σοι, όταν αγαθύνης αυτώ. Εισελεύσεται έως γενεάς πατέρων αυτού, έως αιώνος ούκ όψεται φως. Και άνθρωπος εν τιμή ών ού συνήκε· παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς.
«Ακούσατε πάντα τα έθνη», πάντες οι κατοικούντες της οικουμένης, ανεξαρτήτου εθνικότητας και θρησκείας πρέπει να ακούσουν γιατί το θέμα είναι πολύ ενδιαφέρον. «Πλούσιος και πένης», ανεξαρτήτου οικονομικής και κοινωνικής τάξεως.
«Το στόμα μου λαλήσει σοφίαν», «η μελέτης της καρδίας μου σύνεσιν», όλα αυτά δεν προέρχονται από τον εαυτό του. «Κλίνω του ους μου», άρα έχει ανάγκη να ακούσει από αλλού, τα λόγια του θα είναι θείας προελεύσεως.
«Ανοίξω εν ψαλτηρίω το πρόβλημά μου», επομένως θα μιλήσει με συνοδεία μουσικής ψαλτηρίου.
«Ινατί φοβούμαι», θέτει αμέσως το πρόβλημά του: Οι ασεβείς έχουν πεποίθηση που αντλούν απ’ τον πλούτο τους «αδελφός ου λυτρούται» όμως κανείς δεν μπορεί να εξαγοράσει τον θάνατο όσα χρήματα κι αν έχει. Τίποτα δεν μπορεί να επιμηκύνει την ανθρώπινη ζωή, ούτε ο πλούτος, ούτε η ανθρώπινη σοφία.
«Άνθρωπος εν τιμή ων ου συνήκε». Αν και ο άνθρωπος βρέθηκε από τον Δημιουργό σε υψηλή θέση δεν εννόησε το μεγαλείο του Κυρίου, φέρθηκε ωσάν μωρός, ταπεινώθηκε όπως τα κτήνη.
«Αύτη η οδός αυτών». Η ζωή των ασεβών θα είναι η αιτία της καταστροφής τους.
«Εν τω στόματι αυτών ευδοκήσουσι», υπάρχουν όμως άνθρωποι ανόητοι οι οποίοι θαυμάζουν τους λόγους τους. Όμως οι όροι τελικά θα αντιστραφούν. Οι ευσεβείς θα γίνουν κύριοι των ασεβών. «Ινατί φοβούμαι»;
Το τέλος του ασεβούς θα είναι ο σκοτεινός άδης «ουκ όψεται φως». Συμπέρασμα: η θεοποίηση της ζωής, της ύλης και του πλούτου είναι η μεγαλύτερη ανοησία.
Ψαλμός τεσσαρακοστός ένατος (μθ΄)
Θεός Θεών Κύριος ελάλησε και εκάλεσε την γην από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών. Εκ Σιών η ευπρέπεια της ωραιότητος αυτού. Ο Θεός εμφανώς ήξει, ο Θεός ημών και ου παρασιωπήσεται. Πύρ ενώπιον αυτού καυθήσεται και κύκλω αυτού καταιγίς σφόδρα. Προσκαλέσεται τον ουρανόν άνω και την γην, του διακρίναι τον λαόν αυτού. Συναγάγετε αυτώ τους οσίους αυτού, τους διατιθεμένους την διαθήκην αυτού επί θυσίαις. Και αναγγελούσιν οι ουρανοί την δικαιοσύνην αυτού ότι ο Θεός κριτής έστιν. 'Ακουσον, λαός μου και λαλήσω σοι, Ισραήλ και διαμαρτύρομαι σοι· ο Θεός, ο Θεός σου ειμί εγώ. Ούκ επι ταις θυσίαις σου ελέγξω σε, τα δε ολοκαυτώματα σου ενώπιον μου έστι διαπαντός. Ού δέξομαι εκ του οίκου σου μόσχους, ουδέ εκ των ποιμνίων σου χιμάρους. Ότι εμά έστι πάντα τα θηρία του αγρού, κτήνη εν τοις όρεσι και βόες. 'Εγνωκα πάντα τα πετεινά του ουρανού και ωραιότης μετ΄εμού έστιν. Εάν πεινάσω, ου μη σοι είπω, εμή γαρ έστιν η οικουμένη και το πλήρωμα αυτής. Μή φάγομαι κρέας ταύρων, ή αίμα τράγων πίομαι; Θύσον τω Θεώ θυσίαν αινέσεως και απόδος τω Υψίστω τας ευχάς σου. Και επικαλέσαι με εν ημέρα θλίψεως σου και εξελούμαι σε και δοξάσεις με. Τω δε αμαρτωλώ είπεν ο Θεός· Ινατί συ εκδιηγή τα δικαιώματα μου και αναλαμβάνεις την διαθήκην μου δια στόματος σου; Σύ εμίσησας παιδείαν και εξέβαλες τους λόγους μου εις τα οπίσω. Ει εθεώρεις κλέπτην, συνέτρεχες αυτώ και μετά μοιχού την μερίδα σου ετίθεις. Το στόμα σου επλεόνασε κακίαν και η γλώσσα σου περιέπλεκε δολιότητας. Καθήμενος κατά του αδελφού σου κατελάλεις και κατά του υιού της μητρός σου ετίθεις σκάνδαλον. Ταύτα εποίησας και εσίγησα· υπέλαβες ανομίαν, ότι έσομαι σοι όμοιος· ελέγξω σε και παραστήσω κατά πρόσωπον σου τας αμαρτίας σου. Σύνετε δη ταύτα, οι επιλανθανόμενοι του Θεού, μήποτε αρπάση και ού μη ή ο ρυόμενος. Θυσία αινέσεως δοξάσει με και εκεί οδός, ή δείξω αυτώ το σωτήριόν μου.
Τον ψαλμό αυτόν τον έγραψε ο Άσαφ ο οποίος ήταν σύγχρονος του Δαυίδ. Το περιεχόμενό αυτού του ψαλμού αναφέρεται στις τελευταίες μέρες του κόσμου και στην Θεία κρίση.
«Θεός θεών κύριος»: Οι θεοί αυτοί είναι ή οι άγγελοι ή οι ψευδείς θεότητες των ειδωλολατρών.
«Εκάλεσε την γην» καλεί τους πάντες να ακούσουν την κρίση κατά των ισραηλιτών.
«Ο Θεός εμφανώς ήξει ου παρασιωπήσεται»: Η παρουσία του Κυρίου συνήθως πραγματοποιείται εν σιγή, αυτή τη φορά όμως θα είναι βροντερή.
«Συναγάγετε αυτώ τους οσίους αυτού»: Ποιοι θα συναθροιστούν; -Οι άγγελοι θα συναθροίσουν τους όσιους (εννοεί τους ισραηλίτες, τους κατά σάρκα και κατά πνεύμα, δίκαιους και αμαρτωλούς) , «ότι ο Θεός κριτής εστί»: Διότι ο Θεός τώρα θα τους κρίνει, «ουκ επί ταις θυσίαις», όχι διά των εξωτερικών τυπικών θυσιών «εμά εστί» διότι αυτά που θυσιάζουν δικά μου είναι λέει ο Θεός.
Τι θυσία θέλει ο Θεός; -«Θυσία αινέσεως», εσωτερική, καρδιακή. «Απόδως τω Υψίστω τας ευχάς σου».
«Τω δε αμαρτωλώ», αφού πρώτα επέκρινε τους τυπολάτρες, τώρα καταφέρεται κατά των αμαρτωλών-ασεβών.
Στη συνέχεια η κρίση του Θεού εξετάζει τους νομοδιδασκάλους: «απαριθμείς τους νόμους μου… αναλαμβάνεις την διαθήκη μου», αυτοί γνωρίζουν μεν τον νόμο του Θεού, αλλά δεν τον τηρούν, μόνο τον διδάσκουν. Γραμματείς και Φαρισαίοι πάντοτε υπήρχαν και πάντοτε θα υπάρχουν.
Ο Κύριος είναι μακρόθυμος, δεν τιμωρεί αμέσως, περιμένει: «σύνετε», ελάτε εις εαυτόν «μήποτε αρπάσω εγώ».
«Δείξω αυτώ τω σωτηρίω μου»: Δηλαδή σε εκείνους που θα ακολουθήσουν τον δρόμο που θέλει ο Θεός θα τους ανοίξει διάπλατα την οδό της σωτηρίας.
Ψαλμός πεντηκοστός (ν΄)
Ελέησον με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεος σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημα μου. Επί πλείον πλύνον με από της ανομίας μου και από της αμαρτίας μου καθάρισον με. Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιον μου έστι διαπαντός. Σοί μόνω ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιον σου εποίησα· όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις οσυ και νικήσης εν τω κρίνεσθαι σε. Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου. Ιδού γαρ αλήθειαν ηγάπησας· τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας σου εδήλωσας μοι. Ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι· πλυνείς με και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ακουτιείς μοι αγαλλίασιν και ευφροσύνην, αγαλλιάσονται οστέα τεταπεινωμένα. Απόστρεψον το πρόσωπον σου από των αμαρτιών μου και πάσας τας ανομίας μου εξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, ο Θεός και πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου. Μη απορρίψης με από του προσώπου σου και το πνεύμα σου το άγιον μη αντανέλης απ΄εμού. Απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξον με. Διδάξω ανόμους τας οδούς σου και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι. Ρύσαι με εξ αιμάτων ο Θεός, ο Θεός της σωτηρίας μου, αγαλλιάσεται η γλώσσα μου την δικαιοσύνην σου. Κύριε, τα χείλη μου ανοίξεις και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσιν σου. Ότι ει ηθέλησας θυσίαν, έδωκα αν ολοκαυτώματα ούκ ευδοκήσεις. Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει. Αγάθυνον Κύριε εν τη ευδοκία σου την Σιών και οικοδομηθήτω τα τείχη Ιερουσαλήμ. Τότε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, αναφοράν και ολοκαυτώματα. Τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριον σου μόσχους.
Ο προφήτης Νάθαν παρουσιάστηκε μπροστά στον Δαυίδ κατόπιν εντολής του Θεού και του αποκάλυψε το διπλό αμάρτημα στο οποίο υπέπεσε, μοιχεία και φόνο. Αν και ο προφήτης είπε στον Δαυίδ ότι ο Θεός του συγχώρεσε τις αμαρτίες, ο ένοχος βασιλέας αισθάνθηκε βαθιά τεταπεινωμένος έχοντας ανάγκη μίας τελείας αναγεννήσεως. Ουδέποτε αμαρτωλός αισθάνθηκε τόση μεγάλη συντριβή για τις αμαρτίες του όσο ο συνθέτης του παρόντος ψαλμού. Διά τούτο ο ψαλμός αυτός ως υπόδειγμα μετανοίας διαβάζεται στην Εκκλησία μας περισσότερο από κάθε άλλον ψαλμό. Πολλοί είναι αυτοί που ασχολήθηκαν με την ερμηνεία αυτού του ψαλμού, ελάχιστοι όμως έκλαψαν διαβάζοντάς τον, όπως ο ψαλμωδός για τις αμαρτίες του.
«Ελέησόν με ο Θεός»: Ο ένοχος καταφεύγει στο έλεος του Θεού και στο πλήθος των οικτιρμών Του.
«Εξάλειψον το ανόμημά μου»: Σβήσε από το τεφτέρι σου τις αμαρτίες μου.
«Επί πλείον πλύνον με»: Όχι μόνο μία φορά, αλλά κατ’ επανάληψη πλύνε με. Η αμαρτία είναι λέπρα, χρειάζεται καθαρισμό.
«Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω»: Αναγνωρίζει, δεν προβάλλει καμιά δικαιολογία. «Ενώπιόν μου εστί διαπαντός»: Δεν μπορεί να φύγει από τα μάτια του, από την σκέψη του η διάπραξη της αμαρτίας.
«Συ μόνω ήμαρτον»: Σε σένα μόνο αμάρτησα. Μόνον ο Θεός γνώριζε την ενοχή του, όμως ο Δαυίδ δεν την συγκάλυψε την αμαρτία του από τα μάτια του κόσμου, αν και θα μπορούσε.
«Όπως αν δικαιωθής» ομολογώ το αμάρτημά μου για να δείξω ότι οι καταδικαστικοί λόγοι του Θεού εναντίον μου είναι απολύτως δικαιολογημένοι. «Εν τω κρίνεσθαί σε»: Είτε με τιμωρήσεις όπως μου πρέπει, είτε με αθωώσεις θα φανείς δίκαιος κριτής.
«Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην»: Εδώ ομιλεί περί της κληρονομικής ενοχής του πρωτοποριακού αμαρτήματος, το αναφέρει όχι για να δικαιολογηθεί, αλλά για να βεβαιώσει ότι ακόμη και οι ρίζες του είναι αμαρτωλές.
«Εκίσσησέ με»: Η Κίσσα είναι είδος πτηνού, αλλά και πάθος εγκύων γυναικών, καθ’ ότι οι έγκυες αισθάνονται αηδία για μερικά φαγητά, και όρεξη παράλογη για άλλα.
«Αλήθειαν ηγάπησας… άδηλα κρύφια της σοφίας»: Παρά το πλήθος των θείων δωρεών που έλαβε ο Δαυίδ, παρόλα αυτά αμάρτησε. Ήρθε λοιπόν τώρα η ώρα να ομολογήσει: «τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας σου εδήλωσάς με»
«Ραντιείς με υσσώπω»: Ο ύσσωπος είναι φυτό. Το χρησιμοποιούσαν οι ιερείς σε εξαγνιστικούς ραντισμούς. Ο ψαλμωδός ζητά να τον ραντίσει εξαγνιστικά ο Θεός και τότε «υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι».
«Ακουτιείς μοι αγαλλίασιν»: Άκουσε τη συγνώμη των αμαρτιών μου «απόστρεψον το πρόσωπό σου», ας θεωρηθούν οι αμαρτίες μου ότι δεν διαπράχτηκαν ποτέ.
«Κτίσον εν εμοί»: Μόνον ο Θεός μπορεί και πάλι να τον ξανακτίσει, να τον αποκαταστήσει εκ του μηδενός. Τι να κτίσει; «Καρδίαν καθαρά», «πνεύμα ευθές εγκαίνισον»: “Πνεύμα ου το Πανάγιον, αλλά του λογικού την ορμήν (Θεοδώρητος)” ,
Ώστε διά του ανακαινισμένου νου να μην εκπίπτει πλέον στην αμαρτία.
«Το πνεύμα σου το άγιον μη αντανέλης»: Έχει υπόψιν του ο Δαυίδ περί Αγίου Πνεύματος το οποίο ήλθε σ’ αυτόν (βλ. Α΄Βασ. 16.13).
«Πνεύματι ηγεμονικώ»: Ηγεμονικό πνεύμα είναι ο νους, ο οποίος ηγεμονεύει και βοηθά και καθοδηγεί τον άνθρωπο να υπερπηδά τα πάθη του.
«Διδάξω ανόμους τας οδούς σου»: Η μετάνοιά του θα είναι πλέον σωσίβιο πολλών αμαρτωλών.
«Ρύσαι με εξ΄αιμάτων»: λέει εξ’ αιμάτων διότι δεν έχυσε μόνο το αίμα του Ουρίου, αλλά και άλλων αθώων ισραηλιτών οι οποίοι εξαιτίας του εφονεύθηκαν.
«Αγαλλιάσεται η γλώσσα μου» η γλώσσα μου θα ψάλλει με χαρά «τη δικαιοσύνη σου», «αναγγελλεί την αίνεσίν σου», τότε θα προσευχηθεί θα υμνήσει τον Θεό.
«Ει ηθέλησας θυσίαν έδωκας αν»: Ο Δαυίδ έπρεπε βάση του νόμου να πεθάνει, όμως «ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις»: δεν αρέσουν στον Θεό τόσο οι οσμές των θυσιαζομένων ζώων, όσο η «οσμή» της τεταπεινωμένης καρδίας.
«Οικοδομηθείτω τα τείχη»: μιλά εδώ ως βασιλέας ο οποίος είχε υποσχεθεί στον Θεό την αποπεράτωση των τειχών της Ιερουσαλήμ, όταν αυτά ολοκληρωθούν «τότε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης» τότε θα προσφερθούν θυσίες αιματηρές και αναίμακτες. Επομένως οι θυσίες δεν απορρίπτονται, διότι πάντοτε θα έχουμε ανάγκη και των εξωτερικών τύπων.