ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος έχει ερμηνέψει όλες τις επιστολές του αποστόλου Παύλου.
Στην προς Ρωμαίους επιστολή αφιέρωσε 33 ομιλίες, που εκφωνήθηκαν στην Αντιόχεια στα 392 μ.Χ
Η προς Ρωμαίους επιστολή δεν γράφτηκε από τον Παύλο πριν απ’ όλες τις άλλες επιστολές του όπως νομίζουν πολλοί, αλλά πριν απ’ όλες αυτές που γράφηκαν από τη Ρώμη.
Προγενέστερη απ’ όλες τις επιστολές φέρεται να είναι η προς Θεσσαλονικείς και αμέσως μετά έγραψε προς τους Κορινθίους.
Από την Ρώμη έγραψε στους Φιλιππησίους και στους Εβραίους και στον Τιμόθεο η οποία και φαίνεται να είναι η τελευταία επιστολή που έγραψε ο Παύλος μέσα από τα δεσμά της φυλακής και αυτό φαίνεται από τέλος της «Γιατί εγώ τώρα θυσιάζομαι» και «ο καιρός της αναχώρησής μου από τον κόσμο πλησιάζει».
Αλλά και η προς Φιλήμονα επιστολή και αυτή προς το τέλος συνεγράφη και μάλιστα σε βαθιά γηρατειά γι’ αυτό και έλεγε: «Σαν Παύλος ηλικιωμένος, τώρα όμως και φυλακισμένος για χάρη του Ιησού Χριστού». Τούτη όμως είναι προγενέστερη από την προς Κολασσαείς.
Η δε επιστολή προς Γαλάτες είναι επίσης προγενέστερη χρονιά από την προς Ρωμαίους.
Εάν όμως στα βιβλία όλες αυτές έχουν διαφορετική σειρά και όχι χρονική και τούτο δεν είναι παράξενο, αφού οι δώδεκα προφήτες αν και δεν είναι χρονικά ο ένας ύστερα από τον άλλο, αλλά απέχουν πολύ μεταξύ τους, βρίσκονται στη σειρά των βιβλίων ο ένας ύστερα από τον άλλο.
Και αν ρωτήσει κανείς γιατί ασχολούμαστε με όλα αυτά και το πότε συγγράφηκαν οι επιστολές, και αυτό έχει την αιτία του. Διότι στην αρχή του κηρύγματος ο μέγας Παύλος είναι περισσότερο συγκαταβατικός στη συνέχεια όμως και όσο η μάθηση προχωρά τελειεί τον λόγο.
Ας μάθουμε λοιπόν από τον Παύλο ότι ούτε η αμάθεια, ούτε η έλλειψη μόρφωσης εμποδίζουν από την διδασκαλία, αλλά η νωθρότητα και ο ύπνος. Αφού λοιπόν αποτινάξουμε αυτόν τον ύπνο, ας ασχοληθούμε με κάθε φροντίδα με τα συγγενικά μας μέλη, για να απολαύσουμε και εδώ μεγάλη γαλήνη, διορθώνοντας τους συγγενείς μας σύμφωνα με τον φόβο του Θεού, και για να απολαύσουμε και στην άλλη ζωή άπειρα αγαθά, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μέσω του οποίου και μαζί με τον οποίο ανήκει η δόξα στον Πατέρα, συγχρόνως και στο Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
1 Παύλος , δοῦλος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, κλητὸς ἀπόστολος, ἀφωρισμένος εἰς εὐαγγέλιον Θεοῦ 2 ὃ προεπηγγείλατο διὰ τῶν προφητῶν αὐτοῦ ἐν γραφαῖς ἁγίαις
Ο Μωυσής αν και έγραψε πέντε βιβλία, πουθενά δεν έβαλε το όνομά του, ούτε και οι συγγραφείς που έζησαν ύστερα απ’ αυτόν και έγραψαν τα επόμενα βιβλία. Αλλά ούτε και ο Ματθαίος, ούτε ο Ιωάννης, ούτε ο Μάρκος, ούτε ο Λουκάς. Ενώ ο μακάριος Παύλος σε όλες τις επιστολές του βάζει πρώτα το όνομά του. τι συμβαίνει λοιπόν;
-Ότι εκείνοι έγραφαν σε παρόντες και θεωρούσαν περιττό να φανερώσουν τους εαυτούς τους, ενώ ήταν παρόντες. Αυτός όμως έγραφε τα γραφόμενά του από μακριά και με μορφή επιστολής γι’ αυτό ήταν αναγκαία η προσθήκη του ονόματός του. στην προς Εβραίους όμως επιστολή δεν κάνει το ίδιο και αυτό ήταν σύμφωνο με τη σύνεσή του. γιατί, επειδή τον απεχθάνονταν αυτόν, για να μην εμποδίσουν την είσοδο στον λόγο αν άκουγαν από την αρχή το όνομά του, το απαλείφει.
«Παύλος δούλος Ιησού Χριστού». Για ποιο λόγο ο Θεός άλλαξε το όνομά του και τον ονόμασε Παύλο ενώ ονομαζόταν Σαύλος;
-Για να μην υστερεί ούτε σ’ αυτό από τους αποστόλους. Γιατί εκείνο που είχε εκλεκτό ο κορυφαίος μαθητής, τούτο ν’ αποκτήσει κι αυτός και να έχει αφορμή μεγαλύτερης φιλίας.
«Καλεσμένος απόστολος»: Παντού ονομάζει τον ευατό του καλεσμένο, δείχνοντας έτσι την ευγνωμοσύνη του. και ότι δεν τον βρήκε ο Χριστός επειδή αυτός το ζήτησε, αλλά ήρθε και υπάκουσε, επειδή τον κάλεσε ο Θεός. Εξάλλου και τους πιστούς έτσι τους ονομάζει: «καλεσμένους αγίους».
«Ξεχωρισμένος για το ευαγγέλιο του Θεού»: Όπως ακριβώς στο σπίτι ο καθένας έχει οριστεί για διάφορες εργασίες, έτσι και στην Εκκλησία υπάρχουν διάφορες κατανομές και διακονίες. Εδώ όμως μου φαίνεται ότι δεν υπονοεί μόνο την εκλογή του με κλήρο, αλλά ότι από την αρχή και από το Θεό είχε ορισθεί γι’ αυτό.
Αυτό ακριβώς και ο Ιερεμίας λέει ότι είχε πει ο θεός γι’ αυτόν: «Πριν γεννηθείς σε αγίασα και σε εγκατέστησα προφήτη για τα έθνη». (Ιερ. 1,5).
«Για το Ευαγγέλιο του Θεού»: Επομένως δεν είναι μόνο ο Ματθαίος ευαγγελιστής, ούτε ο Μάρκος, όπως ακριβώς ούτε μόνο αυτός απόστολος, αλλά και εκείνοι, αν και εξαιρετικά αυτός λέγεται πως είναι απόστολος και εκείνοι ευαγγελιστές.
Ευαγγέλιο του Θεού το ονομάζει για να εμψυχώσει από την αρχή τον ακροατή. Γιατί δεν ήρθε να αναγγείλει κάτι το σκυθρωπό, όπως οι προφήτες κατηγορίες και εγκλήματα, αλλά καλές ειδήσεις και μάλιστα καλές ειδήσεις του Θεού, αναρίθμητους θησαυρούς, σταθερών και ακίνητων αγαθών.
«Το οποίο υποσχέθηκε με τους προφήτες του στις άγιες Γραφές»: Βλέπεις πως στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται ρητά και το όνομα και ο τρόπος του Ευαγγελίου; Επειδή όμως κατηγορούσαν την διδασκαλία του Ευαγγελίου σαν καινοτομία, δείχνει πως αυτό είναι παλιότερο από τους Έλληνες και πως περιγράφεται από πριν στους προφήτες. Αν όμως δεν το έδωσε από την αρχή, αυτό έγινε εξ’ αιτίας εκείνων που δεν ήθελαν να το δεχτούν. Αυτοί βέβαια που ήθελαν άκουσαν.
«Ο Αβραάμ ο πατέρας σας», λέγει, «με μεγάλη χαρά επιθύμησε να δει την ημέρα της ενανθρώπησής μου και την είδε και χάρηκε». Πως λοιπόν λέγει ότι «πολλοί προφήτες και δίκαιοι επιθύμησαν να δουν αυτά που εσείς βλέπετε και δεν τα είδαν»; Έτσι, λέει, όπως εσείς βλέπετε και ακούτε, αυτό το σώμα και αυτά τα θαύματα μπροστά στα μάτια σας. Εσύ όμως πρόσεχε παρακαλώ πριν από πόσα χρόνια προλέγονται αυτά. Γιατί πραγματικά όταν πρόκειται ο Θεός να προετοιμάσει κάποια μεγάλα, τα προλέγει πριν από πολλά χρόνια, για να εξασκήσει την ακοή για υποδοχή της παρουσίας τους. Οι δε προφήτες δεν έγραφαν μόνο, αλλά προτύπωναν με τις πράξεις τους, όπως ο Αβραάμ όταν οδηγούσε τον Ισαάκ και όταν ο Μωυσής ύψωνε το φίδι και άπλωνε τα χέρια του εναντίον των Αμαληκιτών και θυσίαζε το αρνί του πάσχα.
3 περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, τοῦ γενομένου ἐκ σπέρματος Δαυῒδ κατὰ σάρκα,
Τι κάνεις Παύλε; Αφού ανύψωσες τις ψυχές μας και τις οδήγησε ψηλά και έκανες να φανταστούμε μεγάλα και απόρρητα και αφού μίλησες για ευαγγέλιο και μάλιστα ευαγγέλιο του Θεού και αφού παρουσίασες χορό προφητών και αφού έδειξες πως όλοι κήρυξαν πριν από πολλά χρόνια αυτά που πρόκειται να συμβούν, που πάλι μας κατεβάζεις στον Δαυίδ; Για ποιον άνθρωπο μιλάς, πες μου, και του δίνεις πατέρα τον υιό του Ιεσσαί; Και πως αυτά είναι ισάξια με εκείνα που ειπώθηκαν; Πάρα πολύ λοιπόν είναι ισάξια, γιατί ο λόγος σε μας, λέει, δεν είναι για απλό άνθρωπο. Γι’ αυτό πρόσθεσε «Σαν άνθρωπος», υπονοώντας, ότι υπάρχει και πνευματική γέννηση του ίδιου. Και για ποιο λόγο άρχισε από δω, και όχι από κει, από τα υψηλότερα; Γιατί και ο Ματθαίος από εδώ άρχισε, καθώς ο Λουκάς και ο Μάρκος. Γιατί αυτός που πρόκειται να οδηγήσει στον ουρανό, είναι ανάγκη να τον οδηγήσει από κάτω προς τα πάνω. Έτσι λοιπόν ρυθμίστηκε το πράγμα. Πρώτα βέβαια είδαν αυτός σαν άνθρωπό πάνω στη γη και τότε τον κατανόησαν σαν Θεό.
4 τοῦ ὁρισθέντος υἱοῦ Θεοῦ ἐν δυνάμει κατὰ πνεῦμα ἁγιωσύνης ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν, ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν,
Έγινε ασαφές αυτό εξ’ αιτίας της πλοκής των λέξεων. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να το αναλύσουμε. Τι λοιπόν σημαίνει αυτό που λέει; Κηρύσσουμε αυτόν που κατάγεται από τον Δαυίδ λέει. Αλλά αυτό είναι φανερό. Από πού όμως φαίνεται ότι αυτός που έγινε άνθρωπος είναι και Υιός του Θεού; Πρώτο από τους προφήτες, γι’ αυτό έλεγε «Το οποίο υποσχέθηκε με τους προφήτες του στις αγίες Γραφές». Ο τρόπος αυτός δεν είναι μικρή απόδειξη. Έπειτα από τον ίδιο τον τρόπο της γέννησης, πράγμα που και ο ίδιος φανέρωσε λέγοντας: «Από τον απόγονο του Δαυίδ σαν άνθρωπος», γιατί κατέλυσε το νόμο της φύσης. Τρίτο, από τα θαύματα που έκανε, παρέχοντας απόδειξη μεγάλης δύναμης. Τέταρτο από το Πνεύμα που χορηγούσε σ’ εκείνους που πίστευαν σ’ Αυτόν και με το Οποίο τους έκανε όλους αγίους. Πέμπτο, από την ανάσταση του Κυρίου. Γιατί πρώτος αυτός και μόνος αναστήθηκε, πράγμα που και αυτός περισσότερο απ’ όλους είπε πως είναι ικανό σημείο ν’ αποστομώσει και αυτούς που είναι αναίσχυντοι. Γιατί λέει «Γκρεμίστε το ναό αυτόν και σε τρεις ημέρες θα τον ξανακτίσω» (Ιω 2,19) και «όταν με υψώσετε από τη γη, τότε θα μάθετε, ότι εγώ είμαι» (Ιω 8,28) και πάλι «Η γενεά αυτή επιμένει να ζητά θαύμα, αλλά δε θα της δοθεί θαύμα, παρά μόνο το θαύμα του Ιωνά» (Ματθ.12,39).
5 δι᾿ οὗ ἐλάβομεν χάριν καὶ ἀποστολὴν εἰς ὑπακοὴν πίστεως
Πρόσεχε την ευγνωμοσύνη του δούλου. Τίποτε δεν θέλει να είναι δικό του, αλλά τα πάντα του Κυρίου. Άλλωστε το Πνεύμα το έδωσε αυτό. Γι’ αυτό έλεγε «Έχω πολλά να σα πω, αλλά δεν μπορείτε να τα συγκρατήσετε ακόμη. Όταν όμως έλθει εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια» (Ιω 16,12) και πάλι «ξεχωρίστε μου τον Παύλο και τον Βαρνάβα» (Πραξ. 13,2) κ.α
Επομένως δεν ήταν οι απόστολοι που κατόρθωναν, αλλά η χάρη που προετοίμαζε τον δρόμο τους. Γιατί έργο τους ήταν το να γυρίζουν και να κηρύττουν το να πείθουν όμως ήταν έργο του Θεού που ενεργούσε μ’ αυτούς, όπως και ο Λουκάς λέει ότι «άνοιξε την καρδιά τους» και πάλι «στους οποίους δόθηκε ν’ ακούσουν τον λόγο του Θεού» «στην υπακοή». Δεν είπε στην αναζήτηση και εκτέλεση του έργου, αλλά στην «υπακοή». Γιατί δεν μας έστειλε, λέει, να συγκεντρώνουμε, αλλά για να αποδώσουμε αυτό που μας εμπιστεύθηκε. Όταν λοιπόν ο Κύριος λέει κάτι, αυτοί που ακούν δεν πρέπει να περιεργάζονται και να πολυεξετάζουν τα λεγόμενα, αλλά μόνο να τα δέχονται. Γιατί οι απόστολοι γι’ αυτό στάλθηκαν, για να πουν εκείνα ακριβώς που άκουσαν, όχι για να προσθέσουν κάτι από μόνοι τους, κι εμείς όμως στη συνέχεια για να πιστεύσουμε. Για να πιστεύσουμε τι; «Στο όνομά του». όχι για να ασχολούμαστε με την ουσία του, αλλά για να πιστέψουμε στο όνομά του. γιατί αυτό ήταν εκείνο που έκανε θαύματα. Κι αυτό όμως χρειάζεται πίστη και δεν είναι δυνατό να το κατανοήσουμε με το λογικό.
ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, 6 ἐν οἷς ἐστε καὶ ὑμεῖς κλητοὶ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ,
Τι λοιπόν; Σε όλα τα έθνη κήρυξε ο Παύλος; Ότι βέβαια έτρεξε από τη Ρώμη ως το Ιλλυρικό πέλαγος, κι από κει έφτασε στα πέρατα της γης, είναι φανερό, απ’ αυτά που έγραψε στους Ρωμαίους. Αν όμως δεν έφτασε σε όλους, ούτε έτσι ψέμα είναι αυτό που λέγεται. Γιατί δεν μιλάει μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για τους δώδεκα αποστόλους και για όλους εκείνους που κήρυξαν το λόγο του Ευαγγελίου ύστερα απ’ αυτούς.
Πρόσεξε επίσης και την ψυχή του Παύλου που είναι απαλλαγμένη από κάθε κολακεία. Διότι ενώ μιλά στους Ρωμαίους οι οποίοι βρίσκονταν τότε στην κορυφή ολόκληρης της οικουμένης, δεν τους ξεχωρίζει καθόλου από τα υπόλοιπα έθνη. Έτσι και σε σας, συγκαταλέγοντας αυτούς μαζί με τους Σκύθες και τους Θράκες. Γιατί αν δεν ήθελε να δηλώσει αυτό, ήταν περιττό να πει, «Ανάμεσα στους οποίους είστε και σεις». Κι έτσι μειώνει το φούσκωμα του νου τους και διδάσκει την ισότητα με όλους.
7 πᾶσι τοῖς οὖσιν ἐν Ρώμῃ ἀγαπητοῖς Θεοῦ, κλητοῖς ἁγίοις· χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
Βλέπε πως συνέχεια βάζει το όνομα του καλεσμένου. Αυτό όμως δεν το κάνει περιττολογώντας, αλλά γιατί θέλει να τους υπενθυμίσει την ευεργεσία. Και τους υπενθυμίζει ότι είναι καλεσμένοι άγιοι. Και από πού προέρχεται ο αγιασμός; Από την αγάπη. Η πηγή λοιπόν όλων των αγαθών είναι η αγάπη του Θεού.
«Είθε να έρθει σε σας η χάρη και ειρήνη». Αυτή είναι η προσφώνηση που φέρνει άπειρα αγαθά. Αυτό και ο Χριστός πρόσταζε στους αποστόλους να λέγουν ως πρώτη λέξη όταν έμπαιναν στα σπίτια. Γι’ αυτό και ο Παύλος από δω αρχίζει, δηλαδή από τη χαρά και την ειρήνη. Γιατί ο Χριστός δεν κατήργησε μικρό πόλεμο, αλλά και πολύμορφο και πολύτροπο και πολύχρονο, και αυτόν όχι με δικούς μας κόπους, αλλά με τη δική του χάρη.
Αφού λοιπόν η αγάπη δώρισε τη χάρη και η χάρη την ειρήνη, βάζοντας αυτά στη θέση της προσφώνησης, εύχεται να παραμένουν παντοτινά και ακίνητα για να μη φουντώσει πάλι άλλος πόλεμος.
Το δε «από» είναι κοινό και στον Πατέρα και στον Υιό, που είναι ίσο με το «απ’ αυτόν». γιατί δεν είπε, ας είναι μαζί σας η χάρη και η ειρήνη από τον Θεό Πατέρα μέσω του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, αλλά «Από το Θεό Πατέρα και τον Κύριό μας Ιησού Χριστό». Πω, πω, πόσο δυνατή είναι η αγάπη του Θεού! Οι εχθροί και ατιμασμένοι έγιναν ξαφνικά άγιοι και υιοί. Γιατί όταν τον ονομάζει Πατέρα, υπονοεί τους υιούς και όταν πι του υιούς, φανέρωσε όλο το θησαυρό των αγαθών.
8 Πρῶτον μὲν εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ πάντων ὑμῶν, ὅτι ἡ πίστις ὑμῶν καταγγέλλεται ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ.
Ο πρόλογος ταιριάζει στη μακάρια ψυχή και είναι ικανός να διδάξει όλους να προσφέρουν τις απαρχές των αγαθών έργων και λόγων στο Θεό και να μην τον ευχαριστούν μόνο για τα δικά τους κατορθώματα, αλλά και για τα ξένα, πράγμα που καθαρίζει την ψυχή από τον φθόνο και την κακολογία και προσελκύει περισσότερο το Θεό στην εύνοια εκείνων που τον ευχαριστούν. Και πρέπει να Τον ευχαριστούν όχι μόνο οι πλούσιοι, αλλά και οι φτωχοί, όχι μόνο οι υγιείς αλλά και οι άρρωστοι, όχι μόνο αυτοί που ευημερούν, αλλά και αυτοί που υποφέρουν τα αντίθετα. Γιατί το να ευχαριστεί κανείς όταν τα πράγματα πηγαίνουν ευνοϊκά δεν είναι καθόλου παράξενο. Γι’ αυτό λοιπόν και ο Ιώβ εξ’ αιτίας αυτού στεφανωνόταν και έκλεινε το αναίσχυντο στόμα του διαβόλου και έδειχνε καθαρά, ότι ούτε όταν ευημερούσε δεν ευχαριστούσε το Θεό για τα χρήματα, αλλά από τη μεγάλη του αγάπη γι’ αυτόν.
Πρόσεχε όμως και για ποια πράγματα ευχαριστεί. Όχι για τα φθαρτά και τα γήινα όπως για την εξουσία και τη βασιλεία και τη δόξα, γιατί αυτά δεν αξίζουν την παρρησία. Πρόσεχε ακόμη και με πόση διάθεση ευχαριστεί. Γιατί δεν είπε «το Θεό», αλλά «Το Θεό μου».
«Επειδή η πίστη σας διαλαλείται σε όλο τον κόσμο». Τι λοιπόν; Όλη η γη άκουσε την πίστη των Ρωμαίων; Όλη από εκείνον και δεν είναι καθόλου παράλογο. Γιατί η πόλη δεν ήταν άσημη, αλλά φαινόταν από παντού, σαν να βρισκόταν επάνω σε κάποια κορυφή. Εσύ όμως πρόσεχε παρακαλώ τη δύναμη του κηρύγματος, πως μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα με τους τελώνες και τους ψαράδες κατέλαβε αυτή την κορυφή των πόλεων και πως άνδρες Σύροι έγιναν διδάσκαλοι και καθηγητές των Ρωμαίων.
Δύο λοιπόν κατορθώματα βεβαιώνει γι’ αυτούς· και ότι πίστευαν και ότι με παρρησία πίστευαν και μάλιστα με τόση παρρησία ώστε η φήμη γι’ αυτούς ν’ απλωθεί σε όλη τη γη. «Γιατί η πίστη σας», λέει, «διαλαλείται σε όλο τον κόσμο».
Και γιατί διαλαλείται; Σκέψου πως αυτοί που είχαν την εξουσία όλης της οικουμένης και υπερηφανεύονταν και ζούσαν μέσα στον πλούτο και τις απολαύσεις και το κήρυγμα το μετέφεραν ψαράδες, Ιουδαίοι και από τους Ιουδαίους, που ήταν έθνος μισητό και απ’ όλους βδελυρό, προτρέπονταν να προσκυνούν το σταυρωμένο, που έζησε στην Ιουδαία. Και μαζί με την πίστη οι διδάσκαλοι κήρυτταν και αυστηρή ζωή στους ανθρώπους, που είχαν συνηθίσει να ζουν μέσα στις απολαύσεις και να επιθυμούν υπερβολικά τα παρόντα αγαθά. Και αυτοί που κήρυτταν ήταν φτωχοί και απλοϊκοί άνθρωποι, άσημοι και από άσημους γονείς. Αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν εμπόδισε το δρόμο του κηρύγματος. Τόσο μεγάλη ήταν η δύναμη του σταυρωμένου, ώστε παντού να φέρει το κήρυγμα.
9 μάρτυς γάρ μού ἐστιν ὁ Θεός, ᾧ λατρεύω ἐν τῷ πνεύματί μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ,
Τα λόγια αυτά πηγάζουν από αποστολικά σπλάχνα και η απόφαση από πατρική φροντίδα. Τι όμως σημαίνει αυτό που λέει και για ποιο λόγο καλεί το Θεό μάρτυρα; -Ο λόγος ήταν για τη διάθεσή του. επειδή λοιπόν δεν τους είχε δει ποτέ μέχρι τότε, γι’ αυτό βέβαια κανένα άνθρωπο, αλλά εκείνον που μπαίνει μέσα στις καρδιές, αυτόν κάλεσε μάρτυρα. Αφού λοιπόν έλεγε, ότι σας αγαπώ και σαν απόδειξη έφερε το ότι προσευχόταν συνέχεια και το ότι ήθελε να έρθει σ’ αυτούς και ούτε αυτό ήταν φανερό, καταφεύγει στην αξιόπιστη μαρτυρία.
Ο Παύλος πλησιάζει τον Θεό όχι για χάρη μιας πόλης, αλλά για χάρη όλης της οικουμένης και αυτό όχι μια φορά ούτε δύο ούτε τρεις, αλλά συνέχεια. Και μαζί με τη χάρη του Θεού φαίνεται ξεκάθαρα και η δική του ταπεινοφροσύνη. Τη χάρη του Θεού γιατί επέστρεψε τόσο μεγάλο πράγμα, ενώ την ταπεινοφροσύνη του, γιατί αποδίδει το καθετί όχι στη δική του φροντίδα, αλλά στη βοήθεια του Πνεύματος. Και η προσθήκη του Ευαγγελίου φανερώνει το είδος της διακονίας. Γιατί πραγματικά οι τρόποι της διακονίας είναι πολλοί και διάφοροι, όπως επίσης της λατρείας. Όπως ακριβώς λοιπόν στους βασιλείς όλοι είναι υποταγμένοι σ’ έναν που βασιλεύει και δεν προσφέρει όλοι τις ίδιες υπηρεσίες, αλλά άλλος έχει την υπηρεσία να διοικεί τα στρατόπεδα, άλλος να διοικεί τις πόλεις και άλλος πάλι φυλάγει τα χρήματα στα ταμεία, έτσι και στα πνευματικά, άλλος λατρεύει το Θεό και τον υπηρετεί με το να πιστεύει και να διευθύνει καλά τη ζωή του, άλλος με το ν’ αναλαμβάνει την περιποίηση των ξένων και άλλος να καταγίνεται με την προστασία εκείνων που έχουν ανάγκη.
Προσθέτει όμως και κάτι ακόμη λέγοντας: «Με το πνεύμα μου». Δηλαδή η λατρεία αυτή είναι πολύ ανώτερη από την ειδωλολατρική και την Ιουδαϊκή. Γιατί η ειδωλολατρική είναι ψεύτικη και σαρκική, ενώ η Ιουδαϊκή είναι μεν αληθινή, αλλά και αυτή σαρκική. Η λατρεία όμως της Εκκλησίας είναι αντίθετη με την ειδωλολατρική και κατά πολύ υψηλότερη από την Ιουδαϊκή. Γιατί δεν είναι με πρόβατα και μοσχάρια και καπνό και κνίσσα ο τρόπος της δικής μας λατρείας, αλλά με ψυχή πνευματική. Αυτό ακριβώς και ο Χριστός φανερώνοντας έλεγε «ο Θεός είναι πνεύμα, και εκείνοι που τον λατρεύουν, πρέπει να τον προσκυνούν πνευματικά και αληθινά». (Ιω. 4,24)
«Στο ευαγγέλιο του Υιού του»: Αφού είπε παραπάνω πως το ευαγγέλιο είναι του Πατέρα, εδώ λέγει πως αυτό είναι του Υιού. Γιατί έμαθε από την μακάρια εκείνη φωνή, ότι αυτά που ανήκουν στον Πατέρα, είναι του Υιού, και αυτά που ανήκουν στον Υιό είναι του Πατέρα.
ὡς ἀδιαλείπτως μνείαν ὑμῶν ποιοῦμαι,
Αυτό είναι απόδειξη γνήσιας αγάπης. Και φαίνεται πως λέγει ένα μόνο, στην πραγματικότητα όμως τέσσερα πράγματα αναφέρει εδώ. Και ότι συνέχεια, και ότι στις προσευχές και ότι για μεγάλα πράγματα.
10 πάντοτε ἐπὶ τῶν προσευχῶν μου δεόμενος εἴ πως ἤδη ποτὲ εὐοδωθήσομαι ἐν τῷ θελήματι τοῦ Θεοῦ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς. 11 ἐπιποθῶ γὰρ ἰδεῖν ὑμᾶς,
Βλέπεις ότι και αδημονεί να τους δει και ότι δε δέχεται να τους δει αντίθετα με τη θέληση του Θεού, αλλά ότι έχει την επιθυμία ανακατεμένη με το φόβο του Θεού; Γιατί βέβαια τους αγαπούσε αυτούς και βιαζόταν να πάει σ’ αυτούς, αλλά όμως δεν ήθελε να τους δει αντίθετα με τη θέληση του Θεού, επειδή τους αγαπούσε. Αυτή είναι γνήσια αγάπη, όχι όπως εμείς που εκπίπτουμε και με τους δύο τρόπους από τους νόμους της αγάπης. Γιατί ή δεν αγαπάμε κανέναν, ή όταν αγαπήσουμε κάποτε, αγαπούμε αντίθετα με τη θέληση του Θεού. Κάνοντας και τα δύο αντίθετα με το θείο νόμο. Εάν όμως αυτά είναι ενοχλητικά αυτά, όταν λέγονται, είναι πιο ενοχλητικά, όταν γίνονται.
Και πως θα πει κάποιος, αγαπούμε αντίθετα με τη θέληση του Θεού; Όταν περιφρονούμε τον Χριστό που λιώνει στην πείνα, ενώ δίνουμε περισσότερα απ’ ότι χρειάζονται στα παιδιά, στους φίλους και τους συγγενείς μας.
Και γιατί επιθυμούσε τόσο πολύ να τους δει;
ἵνα τι μεταδῶ χάρισμα ὑμῖν πνευματικὸν εἰς τὸ στηριχθῆναι ὑμᾶς,
Γιατί εκείνος δεν έκανε έτσι απλά, όπως κάνουν πολλοί τώρα περιττά και άχρηστα ταξίδια, αλλά για αναγκαίες και πολύ επείγουσες υποθέσεις.
Και δεν επρόκειτο να μεταδώσει κάτι δικό του σ’ αυτούς, αλλά απ’ αυτά που ο ίδιος έλαβε. Και εδώ όμως μιλάει με μετριοφροσύνη πάλι λέγοντας «Για να σας μεταδώσω κάτι». Κάτι μικρό, λέει και σύμφωνο με τις δυνάμεις μου. Και τι λοιπόν είναι αυτό το μικρό που πρόκειται να μεταδώσεις τώρα; Αυτό είναι, λέει, «Για να στηριχτείτε». Επομένως και αυτό είναι έργο της Χάρης, δηλαδή το να μη ταλαντεύονται, αλλά να στέκονται σταθερά. Όταν όμως ακούσεις για χάρη, να μη νομίσεις ότι έχει απορριφθεί ο μισθός της προαίρεσης, γιατί χάρη είπε, ότι περιφρονώντας τον κόπο της προαίρεσης, αλλά για να ξεριζώσει την αλαζονεία της παραφροσύνης. Να μη χάσεις λοιπόν το θάρρος σου, επειδή ο Παύλος το ονόμασε αυτό χάρισμα. Γιατί γνωρίζει από ευγνωμοσύνη πολλή να ονομάζει χαρίσματα και τα κατορθώματα, γιατί και σ’ αυτά έχουμε ανάγκη από τη μεγάλη ενίσχυση του Θεού. Λέγοντας όμως «Για να στηριχτείτε», έδειξε κρυφά πως χρειάζονται πολλή διόρθωση.
Αυτό λοιπόν που θέλει να πει είναι το εξής: Από πολύ καιρό επιθυμούσα και προσευχόμουν να σας δω, για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να σας σταθεροποιήσω και να σας στηρίξω και να σας στερεώσω καλά το φόβο του Θεού, ώστε να μην ταλαντεύεστε πάντοτε. Και βέβαια δεν μίλησε έτσι, γιατί θα τους πλήγωνε, αλλά με διαφορετικό τρόπο υπονοώντας το ίδιο με διαφορετικό τρόπο χωρίς έμφαση. Γιατί όταν λέει «για να στηριχτείτε» αυτό φανερώνει.
12 τοῦτο δέ ἐστι συμπαρακληθῆναι ἐν ὑμῖν διὰ τῆς ἐν ἀλλήλοις πίστεως ὑμῶν τε καὶ ἐμοῦ. 13 οὐ θέλω δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, ὅτι πολλάκις προεθέμην ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς, καὶ ἐκωλύθην ἄχρι τοῦ δεῦρο, ἵνα τινὰ καρπὸν σχῶ καὶ ἐν ὑμῖν καθὼς καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς ἔθνεσιν. 14 ῞Ελλησί τε καὶ βαρβάροις, σοφοῖς τε καὶ ἀνοήτοις ὀφειλέτης εἰμί· 15 οὕτω τὸ κατ᾿ ἐμὲ πρόθυμον καὶ ὑμῖν τοῖς ἐν Ρώμῃ εὐαγγελίσασθαι.
Πω, πω γενναία ψυχή! Αν και έλαβε έργο γεμάτο από τόσους κινδύνους, ταξίδι θαλασσινό, πειρασμούς, επιβουλές, επαναστάσεις, γιατί πραγματικά ήταν φθσικό να υπομένει πολλούς πειρασμούς, αφού επρόκειτο να μιλήσει σε τόση μεγάλη πόλη, στην οποία επικρατούσε η ασέβεια. Έτσι λοιπόν και η ζωή του τέλειωσε στην πόλη αυτή, και αποκεφαλίστηκε από τον τότε αυτοκράτορα. Και αν και περίμενε να υποφέρει τόσα πολλά, δε γινόταν οκνηρότερος από κανέναν απ’ αυτούς, αλλά βιαζόταν πολύ και στενοχωριόταν και ήταν πρόθυμος. Γι’ αυτό λέει «Έτσι όσο εξαρτιέται από μένα, είμαι πρόθυμος, να κηρύξω το ευαγγέλιο και σε σας που είστε στη Ρώμη».
16 Οὐ γὰρ ἐπαισχύνομαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ·
Τι λες Παύλε; Ενώ έπρεπε να πει και καυχιέμαι και παινεύομαι και υπερηφανεύομαι, αυτό δε λες, αλλά το μικρότερο απ’ αυτό, ότι δηλαδή δεν ντρέπεσαι, πράγμα που συνηθίζουμε να λέμε όχι για σπουδαία πράγματα. Γιατί λοιπόν το λέει αυτό; - Οι Ρωμαίοι ήταν στραμμένοι προς τα πράγματα του κόσμου αυτού εξ’ αιτίας του πλούτου, της εξουσίας, των νικών και των ίδιων των βασιλέων, γιατί τους θεωρούσαν ισόθεους. Έτσι βέβαια και τους ονόμαζαν. Γι’ αυτό και τους λάτρευαν σε ναούς με βωμούς και θυσίες. Επειδή λοιπόν ήταν τόσο περήφανοι, ενώ ο Παύλος επρόκειτο να κηρύξει τον Ιησού, που νομιζόταν υιός του ξυλουργού, που ανατράφηκε στην Ιουδαία και σε σπίτι άσημης γυναίκας, χωρίς να έχει σωματοφύλακες, ούτε να περιβάλλεται από χρήματα, αλλά που πέθανε και σαν κατάδικος μαζί με ληστές και υπέμεινε πολλά και παράδοξα και ήταν φυσικό να αισθάνονται αυτοί ντροπή, αφού δεν γνώριζαν ακόμη τίποτα από τα μεγάλα και απόρρητα, γι’ αυτό λέει «Δεν ντρέπομαι». Διδάσκοντας έτσι πρώτα εκείνους να μην ντρέπονται, γιατί γνώριζε πως αν κατόρθωναν αυτό, γρήγορα θα έφταναν και στην καύχηση.
δύναμις γὰρ Θεοῦ ἐστιν εἰς σωτηρίαν παντὶ τῷ πιστεύοντι, ᾿Ιουδαίῳ τε πρῶτον καὶ ῞Ελληνι.
Επειδή λοιπόν υπάρχει δύναμη του Θεού που φέρνει τιμωρία (γιατί όταν τιμωρούσε τους Αιγύπτιους έλεγε «Αυτή είναι η δύναμή μου η μεγάλη ιωηλ 2,25») γι’ αυτό λοιπόν λέει έρχομαι να φέρων δύναμη που φέρνει σωτηρία και όχι κόλαση και τιμωρία. Τι λοιπόν; Δεν κήρυττε κι αυτά το Ευαγγέλιο τα σχετικά με τη γέεννα, το σκότος το εξώτερο και το φαρμακερό σκουλήκι; Αλλά όμως από πουθενά αλλού παρά από το ευαγγέλιο τα γνωρίσαμε αυτά. Άκου όμως και τα επόμενα: «Στον καθένα που πιστεύει, στον Ιουδαίο πρώτα και στον ειδωλολάτρη». Όχι λοιπόν σε όλους γενικά, αλλά σε όσους τον δέχονται. Γιατί κι αν είσαι Έλληνας και αν έκανες κάθε κακία, κι αν είσαι Σκύθης, και αν είσαι βάρβαρος κι αν είσαι θηρίο κι αν είσαι φορτωμένος με πάρα πολλά αμαρτήματα, εφόσον δέχτηκες το κήρυγμα του σταυρού και βαπτίστηκες, εξαφάνισες και όλα εκείνα.
Και γιατί ξεχωρίζει τον Ιουδαίο και τον Έλληνα; Ότι δηλαδή δεν παίρνει κανείς περισσότερη χάρη, επειδή είναι πρώτος, αφού ίδια δωρεά δίνεται και σ’ αυτόν και σ’ εκείνον, αλλά το πρώτος είναι μόνο τιμητική θέση.
17 δικαιοσύνη γὰρ Θεοῦ ἐν αὐτῷ ἀποκαλύπτεται ἐκ πίστεως εἰς πίστιν, καθὼς γέγραπται· ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται.
Αφού λοιπόν έγινε δίκαιος, θα ζήσει όχι μόνο στην παρούσα ζωή, αλλά και στην μελλοντική. Και τη δικαίωση δεν την λαμβάνει κανείς ούτε από μόνος του, ούτε από τους ανθρώπους, αλλά από τον Θεό. Γιατί βέβαια αυτήν την δικαίωση δεν την παίρνεις με αγώνες και ιδρώτες και κόπους, αλλά την παίρνεις από την δωρεά του Θεού, προσφέροντας ο ίδιος ένα μόνο πράγμα, την πίστη.
Και για να το επιβεβαιώσει αυτό φέρνει στην μέση τον Αββακούμ να φωνάζει και να λέγει «ο δίκαιος θα ζήσει από την πίστη». (Αββ. 2,4)
Ενώ αντιθέτως «ο υπερήφανος και καταφρονητής και αλαζονικός άνθρωπος τίποτα δεν μπορεί να επιτύχει» (Αββ. 2,5)
Ας ακούσουν αυτή τη φωνή οι πάσης φύσεως αιρετικοί. Γιατί τέτοια είναι η φύση των λογισμών. Μοιάζει με κάποιο λαβύρινθο και με γρίφους, χωρίς να έχει πουθενά κανένα τέλος, ούτε ν’ αφήνει το λογισμό να σταθεί πάνω στην πέτρα και ξεκινάει από την αλαζονεία. Γιατί επειδή αισθάνονται ντροπή για την παραδοχή της πίστης και νομίζουν πως αγνοούν τα ουράνια, ρίχνουν τον εαυτό τους σε κονιορτό αναρίθμητων λογισμών.
Έπειτα άθλιε και ταλαίπωρε και άξιε για πάρα πολλά δάκρυα, αν κάποιος σε ρωτήσει, πως έγινε ο ουρανός και η γη ή καλύτερα πως γεννήθηκες εσύ ο ίδιος δεν ντρέπεσαι για την άγνοια. Αν όμως γίνεται λόγος για τον Μονογενή Υιό, εξ’ αιτίας της ντροπής ρίχνεις τον εαυτό σου στο γκρεμό της καταστροφής, νομίζοντας πως είναι ανάξιο για σένα το να μη γνωρίζεις τα πάντα; Αλλά όμως ανάξιο πράγμα είναι η φιλονικία και η άκαιρη πολυπραγμοσύνη.
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά και περισσότερα απ’ αυτά, ας μη ζητάμε ποτέ ευθύνες από τον Θεό γι’ αυτά που γίνονται, αλλά ας δεχόμαστε αυτό που θα διατάξει και ας μην το περιεργαζόμαστε ούτε να το πολυεξετάζουμε και αν ακόμη η διαταγή του φαίνεται πως είναι παράλογη στους ανθρώπινους λογισμούς. Γιατί πες μου, τι φαίνεται πως είναι πιο παράλογο από το να σφάξει κανείς το μονογενή υιό του ο ίδιος ο πατέρας του; Αλλά όμως ο δίκαιος όταν διατάχτηκε, δεν πολυεξέτασε αυτό, αλλά από την αξία αυτού που έδωσε την προσταγή, τη δέχτηκε μόνο και υπάκουσε. Και ένας άλλος όταν διατάχτηκε να κτυπήσει στο πρόσωπο προφήτη, επειδή εξέτασε πως η θέληση είναι παράλογη και δεν υπάκουσε απλά, τιμωρήθηκε με θάνατο, ενώ αυτός που τον κτύπησε ευδοκίμησε. Και ο Σαούλ όταν έσωσε ανθρώπους αντίθετα από τη θέληση του Θεού, έχασε τη βασιλεία και έπαθε αθεράπευτα κακά.
Αν λοιπόν είναι επικίνδυνο να περιεργαζόμαστε αυτά που ο Θεός θα διατάξει, τι πιο επικίνδυνο είναι από το να περιεργάζεται κανείς τα πιο απόρρητα και πιο φοβερά, δηλαδή πως γέννησε τον Υιό και με ποιο τρόπο και ποια είναι η ουσία Του. γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά, ας υποδεχτούμε με εύνοια τη μητέρα όλων των αγαθών, την πίστη, ώστε σαν να πλέουμε σε ήσυχο λιμάνι, να διατηρήσουμε και τα ορθά δόγματα και κατευθύνοντας τη ζωή μας με ασφάλεια, να επιτύχουμε τα ιώνια αγαθά.
18 ᾿Αποκαλύπτεται γὰρ ὀργὴ Θεοῦ ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐπὶ πᾶσαν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων τῶν τὴν ἀλήθειαν ἐν ἀδικίᾳ κατεχόντων,
Επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι δεν προσελκύονται στην αρετή τόσο από την υπόσχεση των χρηστών όσο από το φόβο των δυσάρεστων, προσελκύει αυτούς και από τα δύο. Γι’ αυτό και ο Θεός δεν υποσχέθηκε βασιλεία μόνο, αλλά απείλησε και με τη γέεννα. Και οι προφήτε έτσι πάντα μιλούσαν, αναμειγνύοντας πάντοτε τα κακά με τα αγαθά.
19 διότι τὸ γνωστὸν τοῦ Θεοῦ φανερόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς· ὁ γὰρ Θεὸς αὐτοῖς ἐφανέρωσε. 20 τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης, εἰς τὸ εἶναι αὐτοὺς ἀναπολογήτους,
Δηλαδή η τιμωρία δεν θα είναι όμοια με αυτή που αντιλαμβανόμαστε εδώ, με τους πολέμους, τις αρρώστιες και την πείνα, αλλά θα είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερη από την κοινή. Γιατί τώρα αυτά που γίνονται, αποβλέπουν στη διόρθωση, ενώ τότε η τιμωρία θα είναι διαφορετική. Τότε ο φοβερός Κριτής καθισμένος πάνω στο φοβερό βήμα θα διατάζει άλλους να σύρονται στα καμίνια, άλλους στο σκότος το εξώτερο και άλλους σε τιμωρίες άλλες που είναι ανυπόφορες και αφόρητες.
Τι σημαίνει όμως αυτό που είπε ο Παύλος «η γνώση είναι φανερή σ’ αυτούς»;
21 διότι γνόντες τὸν Θεὸν οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν ἢ εὐχαρίστησαν, ἀλλ᾿ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία· 22 φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν, 23 καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν.
Τι λοιπόν θα πουν εκείνη την ημέρα οι ειδωλολάτρες; Ότι δε σε γνωρίσαμε; Μα δεν ακούσατε τον ουρανό που έβγαλε φωνή ότν τον αντίκρυσε; Τη φωνή της αρμονικής τάξης των πάντων που φωνάζει πιο δυνατά από σάλπιγγα; Δεν είδατε τους νόμους της νύχτας και της ημέρας ότι μένουν σταθεροί διαρκώς; Την τάξη του χειμώνα, της άνοιξης και των άλλων εποχών που είναι σταθερή και αμετακίνητη; Την ευγνωμοσύνη της θάλασσας σε τόσο μεγάλη τρικυμία και με κύματα; Όλα να παραμένουν σε τάξη και με την ομορφιά και με το μέγεθός τους να δοξολογούν τον Δημιουργό;
Και βέβαια όλα αυτά ο Θεός δεν τα δημιούργησε για να στερήσει από κανέναν την απολογία, αλλά για να τον γνωρίσουν οι πάντες καλά.
Πρώτο λοιπόν αδίκημα, ότι δεν βρήκαν τον Θεό, δεύτερο ότι δεν τον βρήκαν αν και είχαν αφορμές μεγάλες και ολοφάνερες, τρίτο ότι δεν τον βρήκαν αν και έλεγαν πως είναι σοφοί, τέταρτο, ότι όχι μόνο δεν τον βρήκαν, αλλά κατέβασαν το σεβασμό εκείνο σε δαίμονες και πέτρες και ξύλα. Γι’ αυτό και αλλού λέει ότι «το ανόητο του Θεού είναι πιο σοφό από τους ανθρώπους».
Έπειτα για να μάθεις ότι αν και είχαν τη γνώση για το Θεό, τόσο πολύ την πρόδωσαν είπε «άλλαξαν». Και εκείνος που αλλάζει κάτι , το αλλάζει επειδή έχει άλλο. Γιατί ήθελαν να βρουν κάτι περισσότερο και δε δέχτηκαν τους νόμους που δόθηκαν. Γι’ αυτό και έχασαν αυτά, επειδή επιθυμούσαν καινούρια πράγματα.
Γιατί πραγματικά τέτοια είναι όλα τα ελληνικά. Γι’ αυτό και βρέθηκαν αντιμέτωποι μεταξύ τους. Και ο Αριστοτέλης ξησηκώθηκε εναντίον του Πλάτωνα, ενώ οι Στωικοί οργίστηκαν εναντίον αυτού και άλλος έγινε εχθρός άλλου. Γιατί αν δεν εμπιστεύονταν τα δικά τους στους λογισμούς και τους συλλογισμούς και τα σοφίσματα δε θα πάθαιναν αυτά που έπαθαν. Γιατί αν θα πεις τι σχέση έχουν όλα αυτά που μου λες και γιατί καταβιβάζεις την ειδωλομανία των ειδωλολατρών με την φιλοσοφία του Πλάτωνα; Τότε θα πρέπει να ξέρεις ότι και αυτός που φαίνεται πιο σπουδαίος από τους υπόλοιπους συγκινούνταν από ατ είδωλα και συμβούλευε να θυσιάζουν τον πετεινό στον Ασκληπιό.
24 Διὸ καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὐτοῖς,
Από δω αποδεικνύει πως η ασέβεια έγινε αιτία και της διαστροφής των νόμων της φύσης. Το «παρέδωσε», εδώ σημαίνει «άφησε». Γιατί όπως ο αρχηγός του στρατοπέδου αν φύγει και απομακρυνθεί, όταν φουντώσει ο πόλεμος, παραδίνει τους στρατιώτες στους εχθρούς, όχι επειδή τους ωθεί ο ίδιος, αλλά επειδή τους στερεί τη δική του βοήθεια, έτσι και ο Θεός εκείνους που δε θέλησαν να δεχτούν τα δικά Του, αλλά πρώτοι απομακρύνθηκαν, τους άφησε, αφού τήρησε ο ίδιος όλα τα δικά του. παρατήρησε όμως. Έβαλε στη μέση αντί για διδασκαλία στη μέση τον κόσμο, έδωσε νου και σκέψη που μπορεί να καταλάβει το σωστό. Τίποτα όμως απ’ αυτά δεν χρησιμοποίησαν για τη σωτηρία τους οι άνθρωποι, αλλά και αυτό που πήραν, το έστρεψαν αντίθετα.
25 οἵτινες μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα, ὅς ἐστιν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Και τονίζοντας αυτό το τεράστιο σφάλμα τους, αποστερεί απ’ αυτούς κάθε συγγνώμη. Και για το σφάλμα τους βέβαια αυτό ο Θεός δεν βλάφθηκε σε τίποτα διότι Αυτός είναι ευλογητός στους αιώνες και εις τους αιώνες των αιώνων.
26 Διὰ τοῦτο παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς πάθη ἀτιμίας. αἵ τε γὰρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν,
27 ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἄρσενες ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν τῆς θηλείας ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες.
Όλα βέβαια τα πάθη είναι ατιμωτικά, ιδιαίτερα όμως η μανία για τους άνδρες. Και βλέπε πως τους στερεί εδώ τη συγνώμη , όπως ακριβώς στα δόγματα, λέγοντας για τις γυναίκες «άλλαξαν τη φυσική σχέση». Γιατί δεν μπορεί να πει κανείς πως έφτασαν σ’ αυτό, επειδή εμποδίστηκαν από τη φυσική συνουσία, ούτε πως κατάντησαν σ’ αυτήν την αλλόκοτη λύσσα, επειδή δεν μπορούσαν να εκπληρώσουν την επιθυμία τους, γιατί η αλλαγή είναι γνώρισμα αυτών που μπορούν να την κάνουν. Και πρόσεχε πως δεν λέει ότι αγάπησαν ή επιθύμησαν ο ένας τον άλλον, αλλά «κάηκαν από επιθυμία μεταξύ τους». Βλέπεις ότι το παν της επιθυμίας προέρχεται από την πλεονεξία, επειδή δεν ανέχεται να μένει μέσα στα δικά της ότι όρια; Γιατί καθετί που ξεπερνά τους νόμους που όρισε ο Θεός, επιθυμεί πράγματα αλλόκοτα και όχι τα νόμιμα.
Από πού όμως προέρχεται η δύναμη αυτής της επιθυμίας; -Από την εγκατάλειψη του Θεού. Από την παρανομία αυτών που τον εγκατέλειψαν. Από την αδιαφορία τους που άναψε την επιθυμία. Και δεν είπε ο Παύλος τη λέξη «επιθυμία», αλλά «ασχημοσύνη» με κυριολεκτική σημασία. Γιατί πραγματικά και τη φύση ντρόπιασαν και τους νόμους καταπάτησαν.
Κι αντί ου δύο να γίνουν ένα σώμα (γάμος), καταστρέφοντας αυτή την επιθυμία ο διάβολος και μεταφέροντας αυτή σ’ άλλο τρόπο, ξεχώρισε έτσι τα φύλλα μεταξύ τους και έκανε το ένα να γίνει δύο μέρη, αντίθετα με το νόμο του Θεού. Γιατί αυτός λέγει «θα είναι οι δύο μία σάρκα», ενώ ο διάβολος χώρισε τη μία στα δύο. Να ο πρώτος πόλεμος. Πάλι αυτά τα ίδια δύο μέρη τα παρέσυρε σε πόλεμο και προς τον εαυτό τους μεταξύ τους. Γιατί και οι γυναίκες πρόσβαλλαν πάλι τις γυναίκες, όχι μόνο τους άνδρες, και οι άνδρες στέκονταν αντιμέτωποι και μεταξύ τους και εναντίον του γυναικείου φύλλου, όπως ακριβώς σε κάποια μάχη της νύχτας. Είδες δεύτερο και τρίτο και τέταρτο πόλεμο; Υπάρχει κι άλλος. Γιατί μαζί μ’ αυτά που αναφέρθηκαν, παρανόμησαν στην ίδια τη φύση. Επειδή λοιπόν είδε ο διάβολος πως αυτή ιδιαίτερα η επιθυμία ενώνει τα φύλλα, φρόντισε να κόψει το δεσμό, ώστε να διαλύσει το ανθρώπινο γένος όχι μόνο με το να σπείρονται νόμιμα οι άνθρωποι, αλλά και με το να παρασύρονται σε πόλεμο μεταξύ τους και να επαναστατούν.
…Αυτούς εγώ τους λέγω πως είναι χειρότεροι και από τους δολοφόνους, γιατί είναι καλύτερο να πεθάνει κανείς, παρά να ζει και να προσβάλλεται έτσι. Γιατί ο δολοφόνος απέσπασε την ψυχή από το σώμα, ενώ αυτό κατέστρεψε την ψυχή μαζί με το σώμα. Και όποιο αμάρτημα κι αν πεις, δε θα πεις κανένα ίσο με την παρανομία αυτή. Γιατί δε λέγω μόνο αυτό, ότι δηλαδή έγινες γυναίκα, αλλά ότι έχασες και την ιδιότητα του άνδρα και ούτε απέκτησες αυτή τη φύση, ούτε διατήρησες εκείνη που είχες, αλλά έγινες κοινός προδότης κάθε φύσης και άξιος να καταδιώκεσαι και να λιθοβολείσαι από άνδρες και γυναίκες επειδή αδίκησε και τα δύο φύλλα. Και για να μάθεις πόσο μεγάλο κακό είναι αυτό, αν κάποιος ερχόταν και σου υποσχόταν από άνθρωπο να σε κάνει σκύλο, άραγε δε θα τον απέφευγες σαν κακούργο; Αλλά να, δεν έκανες τον εαυτό σου σκύλο από άνθρωπο, αλλά εκείνο που είναι πιο ατιμωτικό από το ζώο αυτό. Γιατί εκείνο το ζώο είναι κατάλληλο για χρήση, ενώ αυτός που είναι όμοιος με πόρνη, πουθενά δεν είναι χρήσιμος.
Τι λοιπόν, πες μου, αν κάποιος απειλούσε να κάνει τους άνδρες να γεννούν και να περνούν το στάδιο της λοχείας, δε θα θυμώναμε πάρα πολύ; Να όμως που έκαναν φοβερότερα τώρα στον εαυτό τους αυτοί που με μανία επιθυμούν τα παρόμοια. Γιατί δεν είναι το ίδιο να μεταβάλλει κανείς τη φύση του σε γυναικεία και να γίνει γυναίκα, ενώ παραμένει άνδρας ή καλύτερα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και σκέψου πόσο μεγάλο είναι αυτό το αμάρτημα ώστε ο Θεός έφερε την γέεννα πριν από την ώρα της ρίχνοντας φωτιά από τον ουρανό και καίγοντας τα σόδομα εξαιτίας αυτής της αμαρτίας.
Πες μου τι είναι πιο σιχαμερό από άνδρα που είναι πόρνος; Και τι είναι πιο μολυσμένο; Πω, πω μανία! Πω, πω παραφροσύνη!
28 Καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν τὸν Θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει, παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν, ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα,
Για να μη φανεί πως υπονοεί αυτούς, επιμένοντας πολύ στο λόγο της παιδεραστίας, έρχεται στη συνέχεια σε άλλα είδη αμαρτημάτων. Γι’ αυτό και φέρει όλο το λόγο σε άλλα πρόσωπα. Και τα αμαρτήματα αυτών δεν είναι αποτέλεσμα άγνοιας αλλά μελέτης. Γι’ αυτό ακριβώς δεν είπε και καθώς δε γνώρισαν τον Θεό, αλλά «καθώς δε θεώρησαν καλό να γνωρίσουν το Θεό».
«Επινοούν κακά». Δηλαδή δεν αρκέστηκαν σ’ αυτά που ήδη υπήρχαν, αλλά επινόησαν κι άλλα.
29 πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ, πορνείᾳ πονηρίᾳ πλεονεξίᾳ κακίᾳ, μεστοὺς φθόνου φόνου ἔριδος δόλου κακοηθείας, 30 ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρέτας κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, 31 ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀστόργους, ἀσπόνδους, ἀνελεήμονας· 32 οἵτινες τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ ἐπιγνόντες, ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες ἄξιοι θανάτου εἰσίν, οὐ μόνον αὐτὰ ποιοῦσιν, ἀλλὰ καὶ συνευδοκοῦσι τοῖς πράσσουσι.
Και πολύ σωστά λέει, διότι δεν είναι το ίδιο πράγμα το να αμαρτάνει κανείς με το να συμφωνεί με την αμαρτία και να την υποστηρίζει. Γιατί ο Θεός φανερώνει την αγαθότητά του, για να απαλλαγείς από αμαρτήματα, όχι για να προσθέσεις. Εάν λοιπόν δεν κάνεις αυτό, η τιμωρία θα είναι πιο φοβερή.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Διο ἀναπολόγητος εἶ, ὦ ἄνθρωπε, πᾶς ὁ κρίνων· ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις· τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ κρίνων. 2 οἴδαμεν δὲ ὅτι τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ ἐστι κατὰ ἀλήθειαν ἐπὶ τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας. 3 λογίζῃ δὲ τοῦτο, ὦ ἄνθρωπε ὁ κρίνων τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας καὶ ποιῶν αὐτά, ὅτι σὺ ἐκφεύξῃ τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ;
Εσύ λοιπόν δίκασες τον εαυτό σου χωρίς κανείς να σε δικάσει. Και δεν μπόρεσες ούτε τον ίδιο σου τον εαυτό να λυπηθείς. Και όχι απλά έκρινες τον άλλο, αλλά έκανες κι εσύ τα ίδια τα οποία προηγουμένως κατέκρινες. Πως λοιπόν ο Θεός δεν θα καταδικάσει περισσότερο από τους άλλους εσένα που έχεις ήδη κατακριθεί από τις δικές σου σκέψεις;
Και αν δεν τιμωρήθηκες αμέσως, μη παίρνεις θάρρος, γι’ αυτό θα έπρεπε να φοβάσαι και να τρέμεις. Γιατί ο Θεός δεν αναβάλλει την τιμωρία, αλλά την αυστηρότερη τιμωρία, εάν παραμένεις αδιόρθωτος. Γι’ αυτό και προσθέτει λέγοντας:
4 ἢ τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος αὐτοῦ καὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς μακροθυμίας καταφρονεῖς, ἀγνοῶν ὅτι τὸ χρηστὸν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιάν σε ἄγει;
Αφού λοιπόν επαίνεσε την μακροθυμία του Θεού και αφού έδειξε πως το κέρδος της είναι πάρα πολύ μεγάλο σ’ αυτούς που προσέχουν, μεγαλώνει το φόβο. Γιατί όπως σ’ εκείνους που τη χρησιμοποίησαν σωστά είναι προϋπόθεση σωτηρίας, έτσι σ’ εκείνους που την περιφρονούν είναι αφορμή για μεγαλύτερη τιμωρία. Γιατί αυτό είναι που λέγεται πολύ., ότι δηλαδή ο Θεός δεν απαιτεί την τιμωρία επειδή είναι αγαθός και μακρόθυμος. Όταν όμως πεις αυτό, λέει, τίποτα άλλο δεν λες παρά την αύξηση της τιμωρίας. Γιατί ο Θεός φανερώνει την αγαθότητά Του, για ν’ απαλλαγείς από αμαρτήματα, όχι για να προσθέσεις. Γι’ αυτό κυρίως δεν πρέπει να αμαρτάνουμε, επειδή ο Θεός είναι μακρόθυμος, ούτε να κάνουμε την ευεργεσία αιτία αχαριστίας. Γιατί αν είναι μακρόθυμος, οπωσδήποτε και τιμωρεί.
5 κατὰ δὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτῷ ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καὶ ἀποκαλύψεως καὶ δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ,
Όταν λοιπόν δε μαλακώνει ούτε με την αγαθότητα, ούτε κάμπτεται με το φόβο, τι θα μπορούσε να γίνει πιο σκληρό απ’ αυτόν; αφού λοιπόν έδειξε την φιλανιρωπία του Θεού, τότε δείχνει την τιμωρία, πως είναι ανυπόφορη σ’ αυτόν και ούτε έτσι μετανοεί. Και πρόσεχε πως χρησιμοποιεί κυριολεκτικά τις λέξεις. Γιατί λέει : «Μαζεύεις εναντίον σου θησαυρούς οργής», φανερώνοντας έτσι ότι υπεύθυνος δεν είναι αυτός που δικάζει, αλλ’ εκείνος που δικάζεται. «Ενατίον σου λοιπόν», λέει, «εσύ μαζεύεις θησαυρούς», όχι ο Θεός εναντίον σου. Γιατί Εκίνος έκανε όλα όσα έπρεπε, ενώ εσύ παραμένεις ανένδοτος στην αμαρτία.
6 ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ ἔργα αὐτοῦ, 7 τοῖς μὲν καθ᾿ ὑπομονὴν ἔργου ἀγαθοῦ δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν ζητοῦσι ζωὴν αἰώνιον,
Επειδή λοιπόν έγινε σκληρός και φοβερός, μιλώντας για κρίση και τη μελλοντική κόλαση, αμέσως δεν έβαλε την τιμωρία μέσα στο προσδοκώμενο, αλλ’ έτρεψε το λόγο στο πιο ευχάριστο, δηλαδή στην ανταπόδοση των αγαθών. Εδώ ανυψώνει και αυτούς που είχαν πάλι πέσει στους πειρασμούς και δείχνει, πως δεν πρέπει να έχουμε θάρρος στην πίστη μόνο, γιατί βέβαια το δικαστήριο εκείνο εξετάζει και τις πράξεις.
«Αφθαρσία»: Είδες πως μας άνοιξε και τις πύλες για την ανάσταση των σωμάτων; Γιατί η αφθαρσία ανήκει στο φθαρτό σώμα. Στη συνέχεια επειδή δεν ήταν αρκετό αυτό, πρόσθεσε δόξα και τιμή. Γιατί όλοι θα αναστηθούμε άφθαρτοι, όχι όμως όλοι σε δόξα, αλλά άλλοι σε κόλαση και άλλοι σε δόξα.
8 τοῖς δὲ ἐξ ἐριθείας, καὶ ἀπειθοῦσι μὲν τῇ ἀληθείᾳ, πειθομένοις δὲ τῇ ἀδικίᾳ, θυμὸς καὶ ὀργή·
Ναι και άλλη κατηγορία πάλι. Γιατί ποια δικαιολογία μπορεί να έχει εκείνος που παρατάει το φως και προτιμάει το σκοτάδι; Και δεν είπε εκείνους που εξαναγκάζονται και πιέζονται, αλλά «εκείνους που πείθονται στην αδικία». Για να μάθει ότι η πτώση είναι αποτέλεσμα της προαίρεσης. Το αμάρτημα δεν είναι αποτέλεσμα αναγκασμού.
9 θλῖψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τὸ κακόν,
Δηλαδή και αν ακόμη κάποιος είναι πολύ πλούσιος και αν ακόμη έχει αξιώματα, κανέναν δεν ντρέπεται ο λόγος της κρίσης. Γιατί εδώ τα αξιώματα δεν έχουν καμμία σημασία.
᾿Ιουδαίου τε πρῶτον καὶ ῞Ελληνος·
Γιατί εκείνος που άκουσε περισσότερη διδασκαλία, θα είναι άξιος να υποστεί και μεγαλύτερη τιμωρία, όταν παρανομεί.
10 δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, ᾿Ιουδαίῳ τε πρῶτον καὶ ῞Ελληνι·
Ποιον Ιουδαίο εννοεί εδώ, ή για ποιους έλληνες μιλάει; Γι’ αυτούς που έζησαν πριν από την παρουσία του Χριστού. Γιατί ο λόγος δεν έφτασε ακόμη στα χρόνια της χάρης, αλλά μένει ακόμη στα προηγούμενα χρόνια, καθαρίζοντας από μακριά και εξαφανίζοντας τη διαφορά του Έλληνα και του Ιουδαίου, ώστε όταν κάνει το ίδιο στον καιρό της χάρης, να μη φανεί πια ότι επινοεί κάτι νέο και ενοχλητικό. Έλληνες όμως εδώ λέει όχι τους ειδωλολάτρες, αλλά τους θεοσεβείς που τηρούσαν εκτός από τις Ιουδαϊκές εντολές, όλα αυτά που οδηγούσαν στην ευσέβεια. Τέτοιοι ήταν εκείνοι που ήταν μαζί με τον Μελχισεδέκ, τέτοιος ήταν ο Ιώβ, τέτοιοι οι Νινευίτες, τέτοιος ο Κορνήλιος. Ήδη λοιπόν υπονομεύει από πριν τη διαφορά της περιτομής και της ακροβυστίας, και από μακριά εξαφανίζει αυτή τη διαφορά.
Συνεπώς ο λόγος του Παύλου δεν είχε ως σκοπό να πει μόνο για τη μέλλουσα κρίση, αλλά να δείξει πως ο Ιουδαίος δεν έχει τίποτα περισσότερο από έναν τέτοιο Έλληνα. Δηλαδή με άλλα λόγια η κόλαση και η τιμή βρίσκονται στα έργα και όχι στην περιτομή και την ακροβυστία.
11 οὐ γάρ ἐστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ.
Ο Θεός λοιπόν δεν μεροληπτεί, δεν χαρίζεται σε πρόσωπα, γιατί απλά ο Θεός δεν είναι τέτοιος. Δηλαδή δεν εξετάζει πρόσωπα, αλλά πράξεις. Να λοιπόν γιατί ο Ιουδαίος δεν ξεχωρίζει σε τίποτα από τον Έλληνα.
12 ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται.
Εδώ λοιπόν όχι μόνο δείχνει την ισότητα μεταξύ Ιουδαίου και Έλληνα, αλλά και πως ο Ιουδαίος βαρύνεται περισσότερο εξαιτίας της χορήγησης του νόμου. Άρα το «χωρίς νόμο», εδώ δεν σημαίνει το πιο δυσάρεστο, αλλά το πιο μαλακό. Δηλαδή δεν έχει το νόμο για κατήγορο. Αυτό σημαίνει πως μπορεί να καταδικαστεί μόνο με φυσικούς συλλογισμούς.. ενώ ο Ιουδαίος καταδικάζεται όχι μόνο μαζί με τη φύση, αλλά και με το νόμο που είναι κατήγορος.
13 οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ,
Σωστά πρόσθεσε «μπροστά στο Θεό», γιατί μπροστά στους ανθ΄ρωπους ίσως μπορούν να φαίνονται αξιοσέβαστοι και να υπερηφανεύονται πολύ, μπροστά στο Θεό όμως εντελώς το αντίθετο,
ἀλλ᾿ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται.
Είδες πόση αφθονία μεταχειρίζεται για να τρέψει το λόγο στο αντίθετο; Εάν λοιπόν έχεις την αξίωση να σωθείς εξαιτίας του νόμου, λέει, θα σταθεί έτσι πρώτα από σένα ο Έλληνας, επειδή φάνηκε πως έκανε όσα έχουν γραφεί. Και πως είναι δυνατόν κάποιος να εκτελέσει το νόμο, χωρίς να έχει ακούσει το νόμο; -Είναι δυνατό όχι μόνο αυτό, αλλά και πολύ περισσότερο απ’ αυτό. Γιατί όχι μόνο χωρίς ν’ ακούσει μπορεί να εκτελέσει το νόμο, αλλά και όταν ακούσει να μη συμβεί αυτό, πράγμα που αναφέρει πιο καθαρά ύστερα λέγοντας και με περισσότερη έμφαση
«Εσύ που διδάσκεις τον άλλο, δε διδάσκεις τον εαυτό σου»; (Ρωμ. 2,21)
14 ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος,
Δεν απορρίπτω το νόμο λέει, αλλά και από δω δικαιώνω τους εθνικούς. Γι’ αυτό λοιπόν οι εθνικοί είναι αξιοθαύμαστοι, επειδή δε χρειάστηκαν νόμο και εκτέλεσαν όλες τις εντολές του νόμου, χαράζοντας στις διάνοιές τους τα έργα και όχι τα γράμματα.
15 οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων 16 ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
Βλέπεις πως πάλι παρουσίασε την ημέρα εκείνη και την έφερε κοντά, τρομάζοντας το νου τους και δείχνοντας πως πρέπει να τιμούνται περισσότερο αυτοί που χωρίς να έχουν νόμο, φρόντισαν να πραγματοποιήσουν τις εντολές του νόμου. Και με όλα αυτά απέδειξε μεν πως ο έλληνας είναι ανώτερος από τον Ιουδαίο, αλλά δεν το είπε αυτό φανερά για να μην ερεθίσει τον Ιουδαίο.
Και με όλα αυτά που είπε απέδειξε πως ο άνθρωπος είναι ικανός από τη φύση του να εκλέξει την αρετή και να αποφύγει την κακία.
Αλλά τι; Θες να ακολουθήσεις τον Χριστό για να αποφύγεις την γέεννα; Άκουσε πως ο Πέτρος φλέγεται από την αγάπη προς αυτόν, προτιμώντας τον Χριστό και από την ψυχή του και τη ζωή του και απ’ όλα. Αλλά και όταν τον αρνήθηκε, δεν έκλαψε για την κόλαση, αλλά γιατί αρνήθηκε εκείνον που αγαπούσε πολύ, πράγμα που ήταν πιο πικρό από κάθε κόλαση. Και όλα αυτά τα έδειχνε πριν από τη χάρη του αγίου Πνεύματος και συνέχεια επέμενε να ρωτά λέγοντας «που πηγαίνεις»; Και πριν απ’ αυτό «Σε ποιον να πάμε»; Και πάλι «θα σε ακολουθήσω όπου και αν πας». Γιατί αυτός ήταν τα πάντα γι’ αυτούς και δε λογάριαζαν ούτε τον ουρανό, ούτε τη βασιλεία των ουρανών μπροστά σ’ αυτόν που αγαπούσαν. Γιατί εσύ είσαι, λέγει, για μένα όλα αυτά.
17 ῎Ιδε σὺ ᾿Ιουδαῖος ἐπονομάζῃ, καὶ ἐπαναπαύῃ τῷ νόμῳ, καὶ καυχᾶσαι ἐν Θεῷ, 18 καὶ γινώσκεις τὸ θέλημα, καὶ δοκιμάζεις τὰ διαφέροντα, κατηχούμενος ἐκ τοῦ νόμου,
Δηλαδή εσύ Ιουδαίε έχεις αυτόν το τιμητικό τίτλο επειδή αγαπήθηκες από τον Θεό και προτιμήθηκες από τους άλλους ανθρώπους. Εδώ όμως μου φαίνεται πως τους περιπαίζει ήρεμα για την παραφροσύνη και τη μεγάλη τους φιλοδοξία, επειδή είχαν χρησιμοποιήσει το δώρο αυτό όχι για τη δική τους σωτηρία, αλλά στο να ξεσηκώνονται εναντίον των άλλων και να τους περιφρονούν.
19 πέποιθάς τε σεαυτὸν ὁδηγὸν εἶναι τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει,
Πάλι εδώ δεν είπε, πως είσαι οδηγός τυφλών, αλλά «έχεις την πεποίθηση»
20 παιδευτὴν ἀφρόνων, διδάσκαλον νηπίων, ἔχοντα τὴν μόρφωσιν τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀληθείας ἐν τῷ νόμῳ. 21 ὁ οὖν διδάσκων ἕτερον σεαυτὸν οὐ διδάσκεις; ὁ κηρύσσων μὴ κλέπτειν κλέπτεις; 22 ὁ λέγων μὴ μοιχεύειν μοιχεύεις; ὁ βδελυσσόμενος τὰ εἴδωλα ἱεροσυλεῖς;
Και αν λοιπόν ο Ιουδαίος είχε το νόμο για να τον οδηγήσει με ευκολία στην αρετή, εκείνος όχι μόνο εκεί δεν έφτασε αλλά χρησιμοποίησε τον νόμο απλά για να καυχηθεί. Και δίδασκε στους άλλους αυτά που ο ίδιος δεν τηρούσε. Πόση αλαζονεία! Και αφού απαριθμεί μία σορό από την παράλογη συμπεριφορά τους αφήνει για το τέλος το πολύ βαρύτερο λέγοντας:
23 ὃς ἐν νόμῳ καυχᾶσαι, διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν ἀτιμάζεις; 24 τὸ γὰρ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι᾿ ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καθὼς γέγραπται.
Εδώ αναφέρει δύο κατηγορίες εναντίον τους ή μάλλον τρεις: Και ότι ατιμάζουν, και ότι ατιμάζουν μ’ εκείνα που τιμήθηκαν και ότι ατιμάζουν αυτόν που τους τίμησε, πράγμα που ήταν η χειρότερη μορφή αχαριστίας. Στη συνέχεια, για να μη φανεί πως τους κατηγορεί με βάση τη δική του κρίση, πρόσθεσε και τον προφήτη σαν κατήγορό τους, πρώτα με λίγα λόγια και σύντομα και περιληπτικά, ύστερα όμως και με λεπτομέρειες.
25 περιτομὴ μὲν γὰρ ὠφελεῖ, ἐὰν νόμον πράσσῃς· ἐὰν δὲ παραβάτης νόμου ᾖς, ἡ περιτομή σου ἀκροβυστία γέγονεν. 26 ἐὰν οὖν ἡ ἀκροβυστία τὰ δικαιώματα τοῦ νόμου φυλάσσῃ, οὐχὶ ἡ ἀκροβυστία αὐτοῦ εἰς περιτομὴν λογισθήσεται; 27 καὶ κρινεῖ ἡ ἐκ φύσεως ἀκροβυστία, τὸν νόμον τελοῦσα, σὲ τὸν διὰ γράμματος καὶ περιτομῆς παραβάτην νόμου. 28 οὐ γὰρ ὁ ἐν τῷ φανερῷ ᾿Ιουδαῖός ἐστιν, οὐδὲ ἡ ἐν τῷ φανερῷ ἐν σαρκὶ περιτομή,
29 ἀλλ᾿ ὁ ἐν τῷ κρυπτῷ ᾿Ιουδαῖος, καὶ περιτομὴ καρδίας ἐν πνεύματι, οὐ γράμματι, οὗ ὁ ἔπαινος οὐκ ἐξ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ Θεοῦ.
Πρόσεχε σύνεση, πως στην κατάλληλη στιγμή έφερε το λόγο για την περιτομή. Και δεν άρχισε αμέσως απ’ αυτήν, επειδή ήταν μεγάλη η υπόληψή της, αλλά όταν έδειξε πως αυτοί από το μεγαλύτερο έχουν έρθει σε σύγκρουση και πως είναι υπεύθυνοι για τη βλασφημία του Θεού, τότε λοιπόν, αφού βρήκε πως ο ακροατής τους έχει κατηγορήσει και αφού τους στέρησε την πρώτη θέση, αναφέρει το λόγο για την περιτομή, ελπίζοντας πως κανείς δε θα την επιδοκιμάζει στη συνέχεια και λέγει: «Γιατί η περιτομή ωφελεί βέβαια, αν εκτελείς το νόμο».
Τι λοιπόν είναι η περιτομή; Μήπως είναι κατόρθωμα αυτού που την έχει; Μήπως τάχα είναι απόδειξη αγαθής προαίρεσης; Γιατί πραγματικά γίνεται σε πολύ μικρή ηλικία και αυτοί που βρίσκονταν στην έρημο έμειναν απερίτμητοι όλοι για πολύ χρόνο.
Τι θέλω να πω; Έκανε κάποιος περιτομή μέσα σε οκτώ ημέρες, αυτή είναι η σαρκική περιτομή. Εκτέλεσε κάποιος όλες τις εντολές του νόμου αυτή είναι η περιτομή της ψυχής, που ο Παύλος τη ζητάει ιδιαίτερα, ή καλύτερα ο νόμος.
Η περιτομή ναι μεν είναι χρήσιμη σ’ αυτούς που τηρούν τον νόμο, αν όμως δεν τηρούν τον νόμο η περιτομή έγινε ακροβυστία. Και αφού έδειξε πως στην ουσία αυτός είναι απερίτμητος, τον καταδικάζει στη συνέχεια χωρίς φόβο.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
1 Τι οὖν τὸ περισσὸν τοῦ ᾿Ιουδαίου, ἢ τίς ἡ ὠφέλεια τῆς περιτομῆς; 2 πολὺ κατὰ πάντα τρόπον. πρῶτον μὲν γὰρ ὅτι ἐπιστεύθησαν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. 3 τί γὰρ εἰ ἠπίστησάν τινες;
Φαίνονται πως όλοι έχουν δείξει απιστία. Για να μη φανεί πάλι, μιλώντας σύμφωνα με την πραγματικότητα, ότι είναι σφοδρός τους κατήγορος σαν εχθρός, αναφέρει το αληθινό γεγονός σαν σκέψη και συμπέρασμα λέγοντας
μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῦ Θεοῦ καταργήσει; 4 μὴ γένοιτο· γινέσθω δὲ ὁ Θεὸς ἀληθής, πᾶς δὲ ἄνθρωπος ψεύστης, καθὼς γέγραπται· ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε.
Αυτό που λέει σημαίνει το εξής: Δεν εννοώ λέει, ότι μερικοί έδειξαν απιστία, αλλά αν θέλεις, λογάριαζε πως όλοι έχουν δείξει απιστία, αναφέροντας το αληθινό γεγονός συμπερασματικά, για να φανεί μαλακός και ανυποψίαστος. Γιατί πραγματικά έτσι δικαιώνεται, λέει, ο Θεός. Τι σημαίνει δικαιώνεται; Εάν γίνει κρίση και εξέταση εκείνων που έκανε ο Θεός στους Ιουδαίους και εκείνων που αυτοί έκαναν στο Θεό, η νίκη θα είναι με το μέρος του Θεού και η δικαίωση όλη δική Του. και αφού το έδειξε καθαρά αυτό απ’ όσα προηγουμένως ανέφερε, τότε παρουσίασε και τον προφήτη που συμφωνεί μ’ αυτά και λέει: «Για να δικαιωθείς στα λόγια σου, και να νικήσεις όταν σε κρίνουν οι άνθρωποι». (Ψαλμ. 50,6) Αυτός δηλαδή έκανε όλα τα δικά του, εκείνοι όωμς ούτε έγιναν καλύτεροι.
5 εἰ δὲ ἡ ἀδικία ἡμῶν Θεοῦ δικαιοσύνην συνίστησι, τί ἐροῦμεν; μὴ ἄδικος ὁ Θεὸς ὁ ἐπιφέρων τὴν ὀργήν; κατὰ ἄνθρωπον λέγω. 6 μὴ γένοιτο· ἐπεὶ πῶς κρινεῖ ὁ Θεὸς τὸν κόσμον;
Και λύνει το άτοπο με άτοπο. Επειδή όμως αυτός είναι ασαφές είναι ανάγκη να το παρουσιάσω σαφέστερα: Ο Θεός τίμησε τους Ιουδαίους, αυτοί τον περιφρόνησαν. Αυτό τον κάνει να νικήσει και δείχνει τη μεγάλη φιλανθρωπία του, γιατί τους τίμησε, μολονότι ήταν τέτοιοι. Επομένως, αφού περιφρονήσαμε, λέει, και αδικήσαμε, γι’ αυτό ο Θεός νίκησε και η δικαιοσύνη Του φάνηκε λαμπρή, για ποιο λόγο τιμωρούμαι, λέει, αφού έγινα αίτιος να νικήσει μ’ αυτά που περιφρόνησα; Πως λοιπό ν το λύνει αυτό; Με άλλο όπως είπα άτοπο. Εάν λοιπόν λέει, έγινες εσύ αίτιος της νίκης του, και ύστερα απ’ αυτά τιμωρείσαι, είναι αδικία αυτό που γίνεται, εάν όμως δεν είναι άδικος ο Θεός, ενώ εσύ τιμωρείσαι, δεν έγινες καθόλου αίτιος της νίκης του. και πρόσεχε την ευλάβεια του αποστόλου. Γιατί αφού είπε «μήπως είναι άδικος ο Θεός που οργίζεται εναντίον μας»; Πρόσθεσε, «Σαν άνθρωπος μιλάω».
7 εἰ γὰρ ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ἐμῷ ψεύσματι ἐπερίσσευσεν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ, τί ἔτι κἀγὼ ὡς ἁμαρτωλὸς κρίνομαι, 8 καὶ μὴ καθὼς βλασφημούμεθα καὶ καθὼς φασί τινες ἡμᾶς λέγειν ὅτι ποιήσωμεν τὰ κακὰ ἵνα ἔλθῃ τὰ ἀγαθά; ὧν τὸ κρῖμα ἔνδικόν ἐστι.
Εάν λοιπόν ο Θεός, λέει, φάνηκε φιλάνθρωπος και δίκαιος και αγαθός, από αυτά που εσύ δεν πρόσεξες, όχι μόνο δεν πρέπει να τιμωρείσαι, αλλά και να ευεργετείσαι. Εάν όμως συμβαίνει αυτό, θα βρεθεί το άτοπο εκείνο, το οποίο λέγεται και από πολλούς, ότι δηλαδή τα καλά προέρχονται από τα κακά και ότι τα κακά είναι αιτία των καλών και είναι ανάγκη να γίνεται ένα από τα δύο, ή να φαίνεται άδικος όταν τιμωρεί ή να νικάει από τα δικά μας κακά όταν δεν τιμωρεί. Αυτά βέβαια είναι υπερβολικά άτοπα και τα δύο. Αποδεικνύοντας ατό και ο ίδιος, παρουσίασε και τους εφευρέτες αυτών των διδασκαλιών Έλληνες, θεωρώντας πως είναι αρκετή για την κατηγορία αυτών που ειπώθηκαν η ποιότητα των προσώπων εκείνων που λέγουν αυτά.
“”Οι Έλληνες γι’ αυτό είναι άξιοι αποστροφής, γιατί έκαναν θεούς τα πάθη, ονομάζοντας την επιθυμία Αφροδίτη, το θυμό Άρη και τη μέθη Διόνυσο””
9 Τί οὖν; προεχόμεθα; οὐ πάντως· προῃτιασάμεθα γὰρ ᾿Ιουδαίους τε καὶ ῞Ελληνας πάντας ὑφ᾿ ἁμαρτίαν εἶναι,
10 καθὼς γέγραπται ὅτι οὐκ ἔστι δίκαιος οὐδὲ εἷς, 11 οὐκ ἔστιν ὁ συνιῶν, οὐκ ἔστιν ὁ ἐκζητῶν τὸν Θεόν· 12 πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν· οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός.
13 τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν, ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν· 14 ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει· 15 ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα,
16 σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, 17 καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν. 18 οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν.
Κατηγόρησε τους Έλληνες, κατηγόρησε τους Ιουδαίους ήταν επόμενο να μιλήσει στη συνέχεια για τη δικαίωση και την πίστη. Αφού λοιπόν ούτε ο νόμος της φύσης δεν ωφέλησε, ούτε ο γραπτός νόμος έκανε κάτι περισσότερο, αλλά και οι δύο έβλαψαν εκείνους που δεν τους χρησιμοποιούσαν όπως έπρεπε και απέδειξαν πως είναι άξιοι για μεγαλύτερη τιμωρία, είναι αναγκαία πλέον η σωτηρία που είναι αποτέλεσμα της χάρης. Πες λοιπόν αυτήν Παύλε και δείξε την. Όμως δεν ριψοκινδυνεύει ακόμη, επειδή υποψιαζόταν το θράσος των Ιουδαίων, αλλά φέρει πάλι το λόγο στην κατηγορία εναντίον τους, και πρώτα παρουσιάζει κατήγορο τον Δαυίδ που λέει με πολλά λόγια αυτά, τα οποία σύντομα τα είπε ο Ησαΐας, επινοώντας γι’ αυτούς δυνατό χαλινάρι, ώστε λοιπόν να μην απομακρυνθεί κανείς από τους ακροατές, ούτε να αποσκιρτήσει από τους λόγους που ασκούν στην αρετή, αφού θα έχει προσβληθεί αρκετά με τις κατηγορίες των προφητών. Γιατί πραγματικά τρεις κατηγορίες αναφέρει ο προφήτης λέγοντας, και ότι όλοι μαζί έκαναν κακά, και ότι ανέμειξαν τα καλά με τα κακά αλλά καταγινόταν μόνο με την κακία και ότι το έκαναν αυτό με κάθε υπερβολή. Έπειτα για να μη λέγουν, τι λοιπόν αν λέγονται αυτά για τους άλλους; Πρόσθεσε:
19 Οἴδαμεν δὲ ὅτι ὅσα ὁ νόμος λέγει τοῖς ἐν τῷ νόμῳ λαλεῖ, ἵνα πᾶν στόμα φραγῇ καὶ ὑπόδικος γένηται πᾶς ὁ κόσμος τῷ Θεῷ, 20 διότι ἐξ ἔργων νόμου οὐ δικαιωθήσεται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον αὐτοῦ· διὰ γὰρ νόμου ἐπίγνωσις ἁμαρτίας.
Γι’ αυτό ακριβώς μετά τον Ησαΐα, που κατά κοινή ομολογία απευθύνεται σ’ αυτούς, πρόσθεσε και τον Δαυίδ, για ν’ αποδείξει ότι και αυτά συμφωνούν το ίδιο. Γιατί ποια ανάγκη υπήρχε, λέει, να κατηγορεί άλλους ο προφήτης που στάλθηκε για τη δική μας διόρθωση; Γιατί ούτε ο νόμος δόθηκε σε άλλους, αλλά σε σας.
«Για να κλείσει κάθε στόμα»: Κι εδώ φανερώνει την αδιάντροπη και ασυγκράτητη καυχησιολογία τους. Γιατί η γλώσσα τους έτρεχε όπως το ορμητικό ποτάμι, αλλά την έφραξε ο προφήτης.
«Και για να γίνει όλος ο κόσμος υπόλογος στο Θεό»: Δεν είπε, ο Ιουδαίος, αλλά όλος ο κόσμος. Γιατί το «για να κλείσει κάθε στόμα», εκείνους υπονοεί, αν και δεν λέχτηκε φανερά, για να μη γίνει σκληρότερος ο λόγος, ενώ το «για να γίνει όλος ο κόσμος υπόλογος στο Θεό», έχει λεχθεί και τους Ιουδαίους και για τους Έλληνες.
«Γιατί με το νόμο γνωρίζει κανείς καλά την αμαρτία»: Πάλι επιτέθηκε εναντίον του νόμου, με μέτρο όμως. Γιατί ο λόγος δεν ήταν κατηγορία του νόμου, αλλά της αδιαφορίας των Ιουδαίων. Αν λοιπόν καυχιέσαι για τον νόμο, λέει, αυτός σε ντροπιάζει περισσότερο, αυτός διασύρει τις αμαρτίες σου. Όμως δεν μίλησε τόσο σκληρά, αλλά με χαμηλό τόνο πάλι.
Όταν λοιπόν μεγάλωσε πολύ τον φόβο, τότε πλέον προσθέτει τα σχετικά με τη χάρη, αφού έκανε πολύ επιθυμητή τη συγχώρηση των αμαρτιών και λέει:
21 Νυνὶ δὲ χωρὶς νόμου δικαιοσύνη Θεοῦ πεφανέρωται, μαρτυρουμένη ὑπὸ τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν,
Εδώ είπε μεγάλο λόγο και χρειάζεται πολλή απόδειξη. Αν λοιπόν εκείνοι που ζούσαν κάτω από τις εντολές του νόμου, όχι μόνο δεν απέφυγαν την τιμωρία, αλλά και υπέφεραν περισσότερο, πως είναι δυνατόν χωρίς νόμο όχι μόνο ν’ αποφύγει κανείς την τιμωρία, αλλά και να δικαιωθεί; Γιατί εδώ ανέφερ δύο άκρα, και τη δικαίωση και την επιτυχία των αγαθών αυτών χωρίς νόμο. Γι’ αυτό δεν είπε απλά δικάιωση, αλλά «Δικαίωση Θεού», δείχνοντας από την αξία του προσώπου και τη δωρεά μεγαλύτερη και την υπόσχεση δυνατή, γιατί τα πάντα είναι δυνατά στο Θεό. Και δεν είπε δόθηκε, αλλά «έχει φανερωθεί», αφαιρώντας την κατηγορία της καινοτομίας. Γιατί εκείνο που έχει φανερωθεί, φανερώνεται σαν παλιό και κρυμμένο.
Και αναφέρει ως πειστήριο τους προφήτες, γιατί αυτοί προφήτευαν πως αυτό προέρχεται από τον Θεό: Αββακούμ: «Ο δίκαιος θα σωθεί από την πίστη του»
«Γιατί δεν υπάρχει διάκριση επειδή όλοι αμάρτησαν». Μη μου πεις λοιπόν, ότι ο τάδε είναι Σκύθης, ο τάδε θρακιώτης, γιατί όλοι βρίσκονται στα ίδια αμαρτήματα. Γιατί μολονότι έλαβες το νόμο, ένα μόνο έμαθες από το νόμο, το να γνωρίσεις την αμαρτία, όχι το να την αποφύγεις.
22 δικαιοσύνη δὲ Θεοῦ διὰ πίστεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἰς πάντας καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς πιστεύοντας· οὐ γάρ ἐστι διαστολή·
Έπειτα για να μη λέγουν ότι μολονότι βέβαια αμαρτήσαμε, όχι μόνο βέβαια αμαρτήσαμε, όχι όμως τόσο όσο εκείνοι, πρόσθεσε:
23 πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ,
Επομένως, αν και δεν αμάρτησες όπως οι άλλοι, όμως στερείσαι κατά τον ίδιο τρόπο τη δόξα, γιατί είσαι ένας απ’ αυτούς που έχουν αντιταχθεί στο Θεό. Εκείνος όμως που έχει αντιταχθεί, δεν είναι ανάμεσα σ’ εκείνους που δοξάζονται, αλλά σ’ εκείνους που είναι ατιμασμένοι. Αλλά να μη φοβηθείς. Γιατί γι’ αυτό τα είπα αυτά, όχι για να σε οδηγήσω στην απόγνωση, αλλά για να δείξω τη φιλανθρωπία του Κυρίου. γι’ αυτό και πρόσθεσε:
24 δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, 25 ὃν προέθετο ὁ Θεὸς ἱλαστήριον διὰ τῆς πίστεως ἐν τῷ αὐτοῦ αἵματι, εἰς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ διὰ τὴν πάρεσιν τῶν προγεγονότων ἁμαρτημάτων
Πρόσεχε με πόσα αποδεικνύει αυτό που έχει ειπωθεί. Πρώτα από την αξία του προσώπου. Γιατί δεν είναι άνθρωπος που κάνει αυτά, ώστε να χάσει τη δύναμή του, αλλά ο Θεός που μπορεί τα πάντα, γιατί η δικαιοσύνη, λέει, είναι του Θεού. Δεύτερο από το νόμο και τους προφήτες. Να μη φοβηθείς λοιπόν επειδή άκουσες «χωρίς νόμο», γιατί και στον ίδιο τον νόμο αυτό φαίνεται.. τρίο, από τις θυσίες που γίνονταν στην Παλαιά Διαθήκη. Γιατί γι’ αυτό είπε «Με το δικό του αίμα», θυμίζοντας σ’ αυτούς εκείνα τα πρόβατα και τα μοσχάρια. Εάν λοιπόν οι θυσίες των ζώων, λέει, παρείχαν συγχώρηση στις αμαρτίες, πολύ περισσότερο θα παρέχει το αίμα αυτό. Και δεν είπε απλά με τη λύτρωση, αλλά με την «απολύτρωση», σαν να μην επρόκειτο να επανέλθουμε πάλι στην ίδια δουλεία. Και γι’ αυτό το ονομάζει αυτό μέσο εξιλασμού, για να δείξει, πως αν ο τύπος είχε τόσο μεγάλη δύναμη, πολύ περισσότερο θα δείξει η αλήθεια το ίδιο.
«Προόρισε ο Θεός», και δείχνοντας πως το κατόρθωμα ανήκει στον Πατέρα, το ίδιο δείχνει πως είναι και του Υιού.
Γιατί βέβαια ο Πατέρας προόρισε, ενώ ο Χριστός κατόρθωσε τα πάντα με το δικό του αίμα. «Για να φανερωθεί η δικαιοσύνη του». Τι σημαίνει «φανέρωση της δικαιοσύνης»; Όπως ακριβώς φανέρωση του πλούτου είναι, είναι το να μην είναι μόνο αυτός πλούσιος, αλλά και άλλους να κάνει πλούσιους κι όπως φανέρωση ζωής είναι το να μην έχει μόνο αυτός μόνο ζωή, αλλά και ν’ ανασταίνει τους νεκρούς και όπως φανέρωση της δύναμης είναι, το να μην είναι αυτός μόνο δυνατός, αλλά να κάνει και τους άλλους δυνατούς ακόμη και τους αδύνατους. Έτσι και φανέρωση της δικαιοσύνης είναι, το να μην είναι αυτός μόνο δίκαιος, αλλά να κάνει ξαφνικά και άλλους δίκαιους που είχαν κατασαπίσει στις αμαρτίες.
Κι αφού λοιπόν εξύψωσε τον ακροατή με το να πει, πως αυτά που γίνονται είναι φανέρωση της δικαιοσύνης του Θεού, πάλι με το φόβο παρακινεί εκείνον που διστάζει και αποφεύγει να πλησιάσει λέγοντας τα εξής: «Εξ’ αιτίας της παράλυσης των προηγούμενων αμαρτημάτων». Βλέπεις πως τους θυμίζει συνέχεια τα αμαρτήματα; Και λέγοντας παράλυσης εννοεί την νέκρωση. Γιατί δεν υπήρχε πια ελπίδα υγείας, αλλά σαν ακριβώς σώμα παράλυτο χρειαζόταν βοήθεια του Θεού, έτσι και η ψυχή που νεκρώθηκε.
Και το πιο φοβερό, που αφού το ανέφερε σαν αιτία, δείχνει πως η κατηγορία είναι μεγαλύτερη. Και ποιο είναι αυτό; Το ότι η παράλυση έχει γίνει με την ανοχή του Θεού. Γιατί δεν μπορείτε να ισχυριστείτε, λεει
26 ἐν τῇ ἀνοχῇ τοῦ Θεοῦ, πρὸς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ ἐν τῷ νῦν καιρῷ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν δίκαιον καὶ δικαιοῦντα τὸν ἐκ πίστεως ᾿Ιησοῦ.
Μη λοιπόν αμφιβάλλεις, γιατί η δικαίωση δεν προέρχεται από τα έργα, αλλά από την πίστη. Ούτε ν’ αποφύγεις τη δικαιοσύνη του Θεού, αφού είναι διπλό το καλό της, γιατί και εύκολο είναι, και σε όλους προσιτό. Ούτε να ντρέπεσαι και να κοκκινίζεις. Γιατί αν αυτός επιδεικνύεται κάνοντας αυτό, και όπως θα μπορούσε να πει κανείς, καμαρώνει και υπερηφανεύεται, πως εσύ κρύβεσαι και σκεπάζεις το πρόσωπό σου γι’ αυτό που ο Κύριός σου δοξάζεται;
27 Ποῦ οὖν ἡ καύχησις; ἐξεκλείσθη. διὰ ποίου νόμου; τῶν ἔργων; οὐχί, ἀλλὰ διὰ νόμου πίστεως.
Είναι μεγάλος ο αγώνας του Παύλου να δείξει, ότι τόσα πολλά κατόρθωσε η πίστη, όσα δε φαντάστηκε ποτέ ο νόμος. Και δεν είπε «εξαφανίστηκε ή χάθηκε η καύχηση», αλλά «αποκλείστηκε», πράγμα που δείχνει την ακαταλληλότητα του καιρού, γιατί δεν έχει πια καιρό. Γιατί όταν έρθει η κρίση, δεν έχουν πια καιρό εκείνοι που θέλουν να μετανοήσουν, έτσι και όταν βγει η απόφαση στη συνέχεια, και όταν πρόκειται να καταστραφούν όλοι και έρθει αυτός που με τη χάρη του διαλύει αυτά τα φοβερά, δεν είχαν πια εκείνοι καιρό να προβάλουν σαν δικαιολογία τη διόρθωση από το νόμο.
Και να τώρα κανείς σώζεται μόνο με το νόμο της πίστης, αφού ο νόμος των έργων έγινε ακατάλληλος. Και πως σώζεται κανείς με το νόμο της πίστης; Διά της χάριτος. Είδες πόσο πλούσια είναι η πίστη; Ποιος λοιπόν πλέον μπορεί να καυχάται για τα έργα του;
Δύο πράγματα ήταν αυτά που τρόμαζαν περισσότερο τους Ιουδαίους, το ένα, αν είναι δυνατό να σωθούν χωρίς τα έργα, αφού δε σώθηκαν εκείνοι που είχαν έργα, και το άλλο, αν είναι δίκαιο οι απερίτμητοι ν’ απολαύσουν τα ίδια μ’ αυτούς που τόσο χρόνο έζησαν μαζί με το νόμο, πράγμα που τους συγκλόνιζε πολύ περισσότερο από το πρώτο. Γι’ αυτό, αφού απέδειξε εκείνο, έρχεται στη συνέχεια σ’ αυτό, που τόσο θορυβούσε τους Ιουδαίους, ώστε ύστερα από την πίστη να κατηγορήσουν και τον Πέτρο εξαιτίας της υπόθεσης αυτής, δηλαδή εξαιτίας του Κορνήλιου και του σχετικού μ’ αυτός επεισοδίου.
28 λογιζόμεθα οὖν πίστει δικαιοῦσθαι ἄνθρωπον χωρὶς ἔργων νόμου. 29 ἢ ᾿Ιουδαίων ὁ Θεὸς μόνον; οὐχὶ δὲ καὶ ἔθνῶν; ναὶ καὶ ἐθνῶν,
Σαν να έλεγε, γιατί λοιπόν σου φαίνεται άτοπο αυτό, το ότι δηλαδή κάθε άνθρωπος σώζεται; Μήπως λοιπόν ο Θεός είναι για μερικούς; Δεν επιτρέπετε εσείς να είναι ο Θεός, Θεός όλων;;; Εάν όμως είναι Θεός όλων, τότε φροντίζει για όλους.
30 ἐπείπερ εἷς ὁ Θεὸς ὃς δικαιώσει περιτομὴν ἐκ πίστεως καὶ ἀκροβυστίαν διὰ τῆς πίστεως.
Θυμίζοντας έτσι αυτά που είπε πιο μπροστά για την ακροβυστία και την περιτομή, με τα οποία απέδειξε πως δεν υπάρχει καμιά διαφορά.
31 νόμον οὖν καταργοῦμεν διὰ τῆς πίστεως; μὴ γένοιτο, ἀλλὰ νόμον ἱστῶμεν.
Είδες σύνεση ποικίλη και απερίγραπτη; Γιατί μ’ αυτό που είπε, δηλαδή «Στηρίζουμε», έδειξε πως ο νόμος δεν ισχύει, αλλά έχει καταργηθεί. Και πως στηρίζει τον νόμο; Δια της πίστεως. Διότι ποιο ήταν το έργο του νόμου και για ποιο λόγο τα έκανε όλα; Για να κάνει δίκαιο τον άνθρωπο. Αλλ’ εκείνος βέβαια δεν το κατόρθωσε αυτό. Γιατί όλοι λέει αμάρτησαν, ενώ όταν ήρθε η πίστη, το κατόρθωσε. Γιατί πίστευε κανείς και δικαιωνόταν μαζί. Επομένως στήριξε το θέλημα του νόμου, και για το λόγο που τα έκανε όλα εκείνος, τον πραγματοποίησε αυτή. Συνεπώς δεν τον κατήργησε, αλλά τον συμπλήρωσε.
Τρία πράγματα λοιπόν απέδειξε εδώ. και ότι είναι δυνατό να δικαιωθεί κανείς χωρίς το νόμο, και ότι δεν το κατόρθωσε αυτό ο νόμος και ότι η πίστη δεν τον πολεμάει. Επειδή λοιπόν αυτό θορυβούσε περισσότερο τους Ιουδαίους, η γνώμη δηλαδή πως η πίστη είναι αντίθετη στο νόμο, δείχνει περισσότερο απ’ ότι θέλει ο Ιουδαίος, ότι όχι μόνο δεν είναι αντίθετη, αλλά ότι είναι υπερβολικά και σύμμαχος και βοηθός του, πράγμα που ιδιαίτερα ποθούσαν ν’ ακούσουν.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
1 Τι οὖν ἐροῦμεν ᾿Αβραὰμ τὸν πατέρα ἡμῶν εὑρηκέναι κατὰ σάρκα; 2 εἰ γὰρ ᾿Αβραὰμ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη, ἔχει καύχημα, ἀλλ᾿ οὐ πρὸς τὸν Θεόν.
Αφού είπε ότι ο κόσμος έγινε υπόδικος στο Θεό, ότι όλοι αμάρτησαν, και ότι δεν είναι δυνατό να σωθούμε διαφορετικά παρά μόνο με την πίστη, προσπαθεί στη συνέχεια να δείξει, πως η σωτηρία αυτή δεν είναι αιτία ντροπής, αλλ’ αντιθέτως αιτία δόξης λαμπρής και μεγαλύτερης από τη δόξα που προέρχεται από τα έργα. Επειδή λοιπόν η σωτηρία με ντροπή είχε και κάποια λιποψυχία, αναιρεί στη συνέχεια και την υποψία αυτή.
Και τι κάνει τώρα εδώ; Επειδή ο πατριάρχης και φίλος του Θεού δέχτηκε πρώτος την περιτομή, θέλει να δείξει πως και εκείνο δικαιώθηκε από την πίστη. Και ονόμασε αυτόν πατέρα κατά σάρκα, για να τους στερήσει τη γνήσια συγγένεια προς αυτόν και να προετοιμάσει για τους εθνικούς την αγχιστεία προς αυτόν. Έπειτα λέγει: «Γιατί, αν ο Αβραάμ δικαιώθηκε από τα έργα του, έχει λόγο να καυχιέται, όχι όμως ενώπιον του Θεού». Αφού είπε λοιπόν, ότι ο Θεός δικαιώνει τον Ιουδαίο από την πίστη και τον εθνικό μέσω της πίστης, και αφού απέδειξε ικανοποιητικά αυτά με τα προηγούμενα, και με τον Αβραάμ δείχνει αυτό σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι υποσχέθηκε και μάχεται με την πίστη προς τα έργα και κάνει τον αγώνα όλο για το δίκαιο και όχι απλά. Γι’ αυτό και τον επαινεί παρά πολύ ονομάζοντας αυτόν προπάτορα και αναγκάζοντας αυτούς να τον υπακούουν σε όλα. Μη δηλαδή μου πεις τον Ιουδαίο, λέει, ούτε να μου αναφέρεις τον τάδε, γιατί εγώ θ’ ανέβω επάνω στην κορυφή όλων και εκεί από όπου άρχισε η περιτομή. «Γιατί αν ο Αβραάμ δικαιώθηκε από τα έργα του» λέγει, «μπορεί να καυχιέται, όχι όμως ενώπιον του Θεού. Είναι ασαφής ο λόγος. Επομένως ήταν ανάγκη να τον εξηγήσω περισσότερο.. γιατί υπάρχουν δύο καυχήματα, το ένα από τα έργα και το άλλο από την πίστη. Αφού δηλαδή είπε, «Εάν δικαιώθηκε από τα έργα του, έχει καύχημα, όχι όμως ενώπιον του Θεού», έδειξε πως και από την πίστη μπορεί να έχει καύχημα, και μάλιστα πολύ μεγαλύτερο.
Η μεγάλη λοιπόν δύναμη του Παύλου σ’ αυτό ιδιαίτερα φανερώνεται, γιατί έστρεψε στο αντίθετο το ζήτημα, και αυτό που είχε η σωτηρία από τα έργα, δηλαδή την καύχηση και την παρρησία, αυτό έδειξε πως ανήκει πολύ περισσότερο στην πίστη. Γιατί αυτός που καυχιέται από τα έργα, μπορεί να προφασίζεται τους δικούς του κόπους, ενώ εκείνος που καυχιέται για την πίστη του στον Θεό, παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερη αφορμή για καύχηση, επειδή δόξασε και μεγάλυνε τον Κύριο. Γιατί εκείνα που δεν του υπέδειξε η φύση των ορατών πραγμάτων, αυτά αφού δέχτηκε από την πίστη σ’ αυτόν, έδειξε την γνήσια αγάπη γι’ αυτόν και έκανε γνωστή τη δύναμή του με λαμπρό τρόπο. Αυτό όμως είναι γνώρισμα γενναιότατης ψυχής, φιλοσοφικής διάθεσης και υψηλής διάνοιας. Γιατί το να μη κλέψει κανείς ούτε να φονεύσει το κατορθώνουν ακόμη και οι τυχαίοι άνθρωποι, ενώ το να πιστέψει, πως ο Θεός μπορεί τα αδύνατα, χρειάζεται κάποια ευγενική ψυχή και υπερβολική αφοσίωση σ’ Αυτόν, γιατί αυτό πραγματικά είναι απόδειξη γνήσιας αγάπης. Τιμάει βέβαια τον Θεό και εκείνος που τηρεί τις εντολές, τον τιμάει όμως πολύ περισσότερο αυτός που με την πίστη φιλοσοφεί. Γιατί εκείνος υπάκουσε σ’Αυτόν, ενώ αυτός σχημάτισε τη γνώμη που πρέπει γι’ Αυτόν και τον δόξασε και τον θαύμασε περισσότερο από την επίδειξη με τα έργα. Εκείνη λοιπόν η καύχηση ανήκει σ’ αυτόν που κατορθώνει, ενώ αυτή δοξάζει το Θεό και όλη ανήκει σ’ αυτόν. γιατί καυχιέται για το ότι φαντάζεται γι’ αυτόν μεγάλα, τα οποία συντελούν στη δόξα εκείνου.
Γι’ αυτό λέγει, ότι έχει λόγο να καυχιέται ενώπιον του Θεού. Και όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά για κάτι άλλο. Γιατί καυχιέται πάλι ο πιστός, όχι γιατί αγάπησε γνήσια το Θεό μόνο, αλλά και γιατί απόλαυσε απ’ αυτόν πολλή τιμή και αγάπη. . γιατί όπως τον αγάπησε, επειδή φαντάστηκε μεγάλα γι’ αυτόν (καθόσον αυτό είναι απόδειξη αγάπης), έτσι και ο Θεός τον αγάπησε, αν και ήταν υπεύθυνος για πάρα πολλά αμαρτήματα, όχι μόνο απαλλάσσοντάς τον από την τιμωρία, αλλά και δικαιώνοντάς τον. Έχει λοιπόν λόγο να καυχιέται, επειδή θεωρήθηκε άξιος μεγάλης αγάπης.
3 τί γὰρ ἡ γραφὴ λέγει; ἐπίστευσε δὲ ᾿Αβραὰμ τῷ Θεῷ καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην. 4 τῷ δὲ ἐργαζομένῳ ὁ μισθὸς οὐ λογίζεται κατὰ χάριν, ἀλλὰ κατὰ ὀφείλημα·
Επομένως, λέγει, αυτό είναι μεγαλύτερο; Καθόλου. Γιατί και σ’ αυτό που πιστεύει λογαριάζεται. Δε θα λογαριαζόταν όμως, αν και αυτός δεν προσέφερα κάτι. Ώστε και αυτός έχει οφειλέτη το Θεό και όχι για ασήμαντα πράγματα, αλλά για μεγάλα και σπουδαία. Γιατί δείχνοντας τη μεγαλοφυΐα και την πνευματική του διάνοια, δεν είπε απλά, σ’ εκείνον που πιστεύει, αλλά:
5 τῷ δὲ μὴ ἐργαζομένῳ, πιστεύοντι δὲ ἐπὶ τὸν δικαιοῦντα τὸν ἀσεβῆ λογίζεται ἡ πίστις αὐτοῦ εἰς δικαιοσύνην,
Γιατί σκέψου πόσο μεγάλο είναι να πεισθεί και να πληροφορηθεί, πως ο Θεός μπορεί όχι μόνο να απαλλάξει ξαφνικά από την τιμωρία εκείνον που ζει μέσα στην ασέβεια, αλλά και να τον δικαιώσει, και να τον κρίνει άξιο για τις αθάνατες εκείνες τιμές. Να μη νομίσεις λοιπόν πως αυτός μειώνεται, επειδή δε λογαριάζεται σ’ εκείνον σαν χάρη. Γιατί αυτό ακριβώς κάνει τον πιστό λαμπρό, το ότι δηλαδή απόλαυσε τόσο μεγάλη χάρη, το ότι έδειξε τέτοια πίστη. Και πρόσεχε πως η ανταπόδοση είναι μεγαλύτερη. Γιατί σ’ εκείνον δίνεται αμοιβή, ενώ σ’ αυτό δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη όμως είναι πολύ μεγαλύτερη από την αμοιβή, γιατί η δικαιοσύνη είναι ανταπόδοση που περιέχει πολλούς μισθούς. Αφού έδειξε λοιπόν από τον Αβραάμ αυτό, προσθέτει στη συνέχεια και τον Δαυίδ που επιδοκιμάζει αυτά που έχουν λεχθεί. Τι λοιπόν λέει ο Δαυίδ και ποιον μακαρίζει; Αυτόν που καυχιέται από τα έργα του ή αυτόν που έχει απολαύσει τη χάρη, αυτόν που έλαβε τη συγχώρηση και τη δωρεά; Όταν όμως πω μακαριότητα, εννοώ την κορυφή όλων των αγαθών. Γιατί όπως ακριβώς η δικαιοσύνη είναι ανώτερη από τον μισθό, έτσι ο μακαρισμός είναι ανώτερος από τη δικαιοσύνη. Αφού λοιπόν έδειξε τη δικαιοσύνη ανώτερη, όχι με το να την έχει λάβει ο Αβραάμ μόνο, αλλά και από συλλογισμούς, παρουσιάζει τώρα τον Δαυίδ να την επιδοκιμάζει:
6 καθάπερ καὶ Δαυῒδ λέγει τὸν μακαρισμὸν τοῦ ἀνθρώπου ᾧ ὁ Θεὸς λογίζεται δικαιοσύνην χωρὶς ἔργων· 7 μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι·
Και φαίνεται βέβαια πως δεν αναφέρει κατάλληλη μαρτυρία, γιατί δεν είπε, μακάριοι εκείνοι που η πίστη τους λογαριάστηκε για τη δικαίωσή τους. Και το κάνει αυτό με τη θέλησή του, και όχι από άγνοια, για να δείξει μεγαλύτερη την υπεροχή. Γιατί, αφού είναι μακάριος αυτός που έλαβε συγχώρηση από χάρη, θα είναι πολύ περισσότερο εκείνος που δικαιώθηκε και εκείνος που έδειξε πίστη.
Γιατί λοιπόν απορείς, λέει, που δεν παίρνεις τη συγχώρηση σαν χρέος, αλλά σαν χάρη; Να όμως, αυτός είναι κείνος που μακαρίζεται, και δε θα τον μακάριζε, αν δεν έβλεπε πως απολαμβάνει και δόξα πολλή.
8 μακάριος ἀνὴρ ᾧ οὐ μὴ λογίσηται Κύριος ἁμαρτίαν. 9 ὁ μακαρισμὸς οὖν οὗτος ἐπὶ τὴν περιτομὴν ἢ καὶ ἐπὶ τὴν ἀκροβυστίαν;
Και εδώ δεν λέει η συγχώρηση αυτή ανήκει στον Ιουδαίο, αλλά τι; «Ο μακαρισμός αυτός» πράγμα που ήταν ανώτερο, «ανήκει στον Ιουδαίο ή στον εθνικό»; Εξετάζεται δηλαδή στη συνέχεια με ποιον βρίσκεται το αγαθό αυτό και σπουδαίο πράγμα, εάν βρίσκεται με τον Ιουδαίο ή με τον εθνικό. Εξετάζεται δηλαδή στη συνέχεια με ποιον βρίσκεται το αγαθό αυτό και σπουδαίο πράγμα, αν βρίσκεται με τον Ιουδαίο ή με τον εθνικό. Και δείχνει πως η δικαιοσύνη έχει γίνει στον απερίτμητο:
λέγομεν γὰρ ὅτι ἐλογίσθη τῷ ᾿Αβραὰμ ἡ πίστις εἰς δικαιοσύνην. 10 πῶς οὖν ἐλογίσθη; ἐν περιτομῇ ὄντι ἢ ἐν ἀκροβυστίᾳ; οὐκ ἐν περιτομῇ, ἀλλ᾿ ἐν ἀκροβυστίᾳ·
11 καὶ σημεῖον ἔλαβε περιτομῆς, σφραγῖδα τῆς δικαιοσύνης τῆς πίστεως τῆς ἐν τῇ ἀκροβυστίᾳ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πατέρα πάντων τῶν πιστευόντων δι᾿ ἀκροβυστίας, εἰς τὸ λογισθῆναι καὶ αὐτοῖς τὴν δικαιοσύνην,
Συνεπώς, αν αυτός δικαιώθηκε όταν ήταν απερίτμητος, για ποιο λόγο εισήχθηκε η περιτομή; Είδες πως έδειξε ότι οι Ιουδαίοι είναι σαν παράσιτα; Ή πως και αυτοί οι απερίτμητοι έχουν περιέλθει στην ίδια κατάσταση μ’ εκείνους; Γιατί αν δικαιώθηκε και στεφανώθηκε όταν ήταν απερίτμητος, ενώ ύστερα έλαβε την περιτομή και ύστερα την δέχτηκαν και οι Ιουδαίοι, ασφαλώς ο Αβραάμ είναι πατέρας πρώτα των απερίτμητων που με την πίστη είναι συγγενείς του, και ύστερα αυτών που έχουν περιτμηθεί, γιατί είναι διπλός πρόγονος. Είδες πως λάμπει η πίστη; Είδες πως η ακροβυστία δεν εμποδίζει καθόλου; Επομένως η περιτομή είναι ύστερα από την πίστη.
Και για ποιο λόγο δέχτηκε «σφραγίδα»; Για να γίνει αυτός πατέρας κοινός και όσων πιστεύουν χωρίς να έχουν περιτμηθεί και όσων είναι περιτμημένοι.
Γιατί λοιπόν προστέθηκε η περιτομή; Για σένα, όχι για κείνον. Εσύ την χρειαζόσουν, όχι εκείνος. Επειδή δηλαδή δεν μιμήθηκες την αρετή της ψυχής, ούτε μπόρεσες να τη δεις, σου δόθηκε η σαρκική περιτομή, ώστε αφού ασκηθείς σ’ αυτό το σωματικό, να οδηγηθείς σιγά σιγά και στη φιλοσοφία της ψυχής.
Ότι λοιπόν για σένα έλαβε την περιτομή, άκουσε τα επόμενα:
12 καὶ πατέρα περιτομῆς τοῖς οὐκ ἐκ περιτομῆς μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῖς στοιχοῦσι τοῖς ἴχνεσι τῆς ἐν τῇ ἀκροβυστίᾳ πίστεως τοῦ πατρὸς ἡμῶν ᾿Αβραάμ.
Έτσι, αν δεν έχει την πίστη, ούτε το σημάδι στη συνέχεια μπορεί να είναι σημάδι. Γιατί για ποιο πράγμα θα είναι σημάδι και για ποιο σφραγίδα, αν δεν υπάρχει αυτό που σφραγίζεται; Σαν να μας δείχνεις ένα πορτοφόλι που έχει σφραγίδα, αλλά δεν έχει τίποτα μέσα. Επομένως η περιτομή είναι καταγέλαστη, όταν δεν υπάρχει μέσα η πίστη.
Τίποτα άλλο λοιπόν δεν διδάσκει η περιτομή, παρά το ότι δεν υπάρχει ανάγκη περιτομής.
13 οὐ γὰρ διὰ νόμου ἡ ἐπαγγελία τῷ ᾿Αβραὰμ ἢ τῷ σπέρματι αὐτοῦ, τὸ κληρονόμον αὐτὸν εἶναι τοῦ κόσμου, ἀλλὰ διὰ δικαιοσύνης πίστεως. 14 εἰ γὰρ οἱ ἐκ νόμου κληρονόμοι, κεκένωται ἡ πίστις καὶ κατήργηται ἡ ἐπαγγελία·
Έδειξε ότι η πίστη είναι αναγκαία, ότι είναι αρχαιότερη από την περιτομή, ότι είναι ισχυρότερη από το νόμο, ότι διατηρεί το νόμο. Εφόσον λοιπόν όλοι αμάρτησαν είναι αναγκαία, εφόσον δικαιώθηκε όταν ήταν απερίτμητος, είναι αρχαιότερη, εφόσον με το νόμο έχει φανερωθεί, είναι ισχυρότερη, εφόσον την βεβαιώνει ο νόμος και διατηρεί το νόμο, δεν είναι αντίθετη, αλλά φίλη και σύμμαχος. Δείχνει πάλι και από αλλού, ότι δεν ήταν δυνατό με το νόμο να λάβουμε κληρονομιά. Και συγκρίνοντάς την με την περιτομή και παίρνοντας τα έπαθλα της νίκης, τη συγκρίνει πάλι με το νόμο, λέγοντας έτσι: «Γιατί αν αυτοί έγιναν από το νόμο κληρονόμοι, είναι άχρηστη η πίστη». Για να μη λέγει λοιπόν κανείς, ότι είναι δυνατό και πίστη να έχει και το νόμο να τηρήσει, δείχνει ότι αυτό είναι αδύνατο. Γιατί όποιος στηρίζεται στο νόμο, ότι τάχα σώζει, ντροπιάζει τη δύναμη της πίστης. Γι’ αυτό λέει «είναι άχρηστη η πίστη».
Πρόσεχε επίσης πως σε όλα τους μάχεται από την αρχή, από τον πατριάρχη. Γιατί, αφού έδειξε από κει ότι η δικαιοσύνη είναι ενωμένη με την πίστη, δείχνει ότι και η υπόσχεση είναι ενωμένη με τον ίδιο τρόπο. Για να μη λέγει λοιπόν ο Ιουδαίος, τι με μέλει εμένα, αν από την πίστη του δικαιώθηκε ο Αβραάμ, λέει ο Παύλος, ότι ούτε εκείνο που σ’ ενδιαφέρει, δηλαδή η υπόσχεση της κληρονομιάς, μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς αυτήν, πράγμα που τους φοβίζει πάρα πολύ.
15 ὁ γὰρ νόμος ὀργὴν κατεργάζεται· οὗ γὰρ οὐκ ἔστι νόμος, οὐδὲ παράβασις.
Εάν λοιπόν προκαλεί οργή και καθιστά τους ανθρώπους υπεύθυνους για παραβάσεις, είναι ολοφάνερο ότι και για κατάρα. Εκείνοι όμως που είναι υπεύθυνοι για κατάρα και τιμωρία και παράβαση, αυτοί δεν είναι άξιοι να γίνουν κληρονόμοι, αλλά να τιμωρούνται και να αποξενώνονται από την κληρονομιά.
16 Διὰ τοῦτο ἐκ πίστεως, ἵνα κατὰ χάριν, εἰς τὸ εἶναι βεβαίαν τὴν ἐπαγγελίαν παντὶ τῷ σπέρματι, οὐ τῷ ἐκ τοῦ νόμου μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ ἐκ πίστεως ᾿Αβραάμ, ὅς ἐστι πατὴρ πάντων ἡμῶν,
Βλέπεις ότι η πίστη δε στηρίζει μόνο το νόμο, αλλά και την υπόσχεση του Θεού δεν αφήνει να διαψευστεί, ενώ αντίθετα ο νόμος και την πίστη καταργεί, όταν τηρείται σε ακατάλληλο καιρό και την υπόσχεση εμποδίζει. Γιατί ο νόμος προκαλεί οργή, αφού κανείς δεν μπορεί επακριβώς να τηρήσει. Η πίστη όμως δεν αφήνει την οργή να εκδηλώσει την εξουσία της «γιατί όπου δεν υπάρχει νόμος δεν υπάρχει ούτε παράβαση». Είδες ότι όχι μόνο δεν εξαφανίζει την αμαρτία όταν γίνει, αλλά ούτε την αφήνει να γεννηθεί; Όχι για να ντροπιαστούμε, αλλά «για να πραγματοποιείται με βεβαιότητα η υπόσχεση σε όλους τους απογόνους». Δύο αγαθά αναφέρει εδώ, ότι και βέβαια είναι αυτά που δίνονται και ότι δίνονται σε όλους τους απογόνους. Συγκαταλέγοντας στους απογόνους και τους εθνικούς και παράλληλα αποδεικνύει ότι οι Ιουδαίοι θα βρεθούν έξω, αν πολεμήσουν εναντίον της πίστης.
17 καθὼς γέγραπται ὅτι πατέρα πολλῶν ἐθνῶν τέθεικά σε, (Γεν. 17,5)
Είδες πως αυτά ρυθμίζονται από την αρχή με την πρόνοια του Θεού;
κατέναντι οὗ ἐπίστευσε Θεοῦ τοῦ ζωοποιοῦντος τοὺς νεκροὺς καὶ καλοῦντος τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα·
Αυτό που λέει σημαίνει το εξής: Όπως ο Θεός δεν είναι για μερικούς, αλλά πατέρας όλων, έτσι κι αυτός. Και πάλι, όπως ακριβώς ο Θεός είναι πατέρας όχι σύμφωνα με τη συγγένεια, αλλά σύμφωνα με τη συγγένεια της πίστης, έτσι κι αυτός, γιατί η υπακοή του τον κάνει πατέρα όλων μας.
Και αφού Αυτός δίνει ζωή στους νεκρούς, και εκείνα που δεν υπάρχουν δύναται να τα φέρει σε ύπαρξη, άρα είναι δυνατόν σ’ Αυτόν να κάνει παιδιά του και εκείνους που δε γεννήθηκαν απ’ αυτόν. και δεν είπε «να φέρει σε ύπαρξη», αλλά «ο οποίος καλεί», φανερώνοντας την περισσότερη ευκολία του πράγματος.
18 ὃς παρ᾿ ἐλπίδα ἐπ᾿ ἐλπίδι ἐπίστευσεν, εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸν πατέρα πολλῶν ἐθνῶν κατὰ τὸ εἰρημένον· οὕτως ἔσται τὸ σπέρμα σου·
Πώς χωρίς ελπίδα πίστεψε, στηριγμένος στην ελπίδα; Χωρίς την ανθρώπινη ελπίδα, αλλά με την ελπίδα στο Θεό. Δείχνει λοιπόν το μεγαλείο του πράγματος και δεν αφήνει να θεωρηθεί αναξιόπιστο το λεγόμενο, πράγματα που είναι αντίθετα μεταξύ τους, αλλά τα συνένωσε η πίστη.
19 καὶ μὴ ἀσθενήσας τῇ πίστει οὐ κατενόησε τὸ ἑαυτοῦ σῶμα ἤδη νενεκρωμένον, ἑκατονταέτης που ὑπάρχων, καὶ τὴν νέκρωσιν τῆς μήτρας Σάρρας·
Είδες πως αναφέρει και τα εμπόδια και την υψηλή διάθεση του δικαίου που ξεπερνάει τα πάντα; «Χωρίς ελπίδα», λέει, διότι αυτός δεν μπορούσε να δει άλλον Αβραάμ που να απέκτησε σε τέτοια ηλικία παιδί. Να το πρώτο εμπόδιο. Γιατί οι μεταγενέστεροι έβλεπαν αυτόν, ενώ εκείνο σε κανέναν, αλλά μόνο στο Θεό. Έπειτα το σώμα του ήταν νεκρό, δεύτερο εμπόδιο αυτό και η νέκρωση της μήτρας της Σάρρας, αυτό και τρίτο και τέταρτο εμπόδιο.
20 εἰς δὲ τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Θεοῦ οὐ διεκρίθη τῇ ἀπιστίᾳ, ἀλλ᾿ ἐνεδυναμώθη τῇ πίστει, δοὺς δόξαν τῷ Θεῷ
Γιατί ούτε απόδειξη έδωσε ο Θεός, ούτε θαύμα έκανε, αλλά απλά λόγια ήταν μόνο, που υποσχόταν εκείνα που δεν υποσχόταν η φύση.
«Δεν διακρίθηκε». Δεν είπε δεν απίστησε, αλλά «δεν διακρίθηκε για απιστία». Δηλαδή ούτε δίστασε, ούτε αμφέβαλλε, αν και ήταν τόσο πολλά τα εμπόδια. Απ’ αυτά μαθαίνουμε, ότι, και αν ακόμη ο Θεός δίνει άπειρες αδύνατες υποσχέσεις, δεν τις δεχτεί όμως αυτός που ακούει, η αδυναμία δεν ανήκει στη φύση των πραγμάτων, αλλά στην ανοησία εκείνου που δεν τα δέχεται.
«Αλλά δυνάμωσε τον εαυτό του στην πίστη». Βλέπε τη φιλοσοφία του Παύλου. Επειδή λοιπόν ο λόγος ήταν για εκείνους που εργάζονται και για εκείνους που πιστεύουν, δείχνει πως αυτός που πιστεύει εργάζεται περισσότερο παρά εκείνος, και πως χρειάζεται περισσότερη ικανότητα και πολλή δύναμη, και πως δεν υπομένει τον συνηθισμένο κόπο.
Συνεπώς χρειάζεται δύναμη για να αποκρούσει κάποιος τις σκέψεις της απιστίας. Πως λοιπόν έγινε δυνατός; Με την πίστη, λέει, χωρίς ν’ αφήσει το πράγμα στους λογισμούς, γιατί θα έχανε το θάρρος του. πως όμως κατόρθωσε την πίστη; «Δοξάζοντας τον Θεό»
21 καὶ πληροφορηθεὶς ὅτι ὃ ἐπήγγελται δυνατός ἐστι καὶ ποιῆσαι.
Επομένως το να μην εξετάζουμε με προσοχή, σημαίνει πως δοξάζουμε το Θεό, όπως ακριβώς λοιπόν το να εξετάζουμε σημαίνει πως κάνουμε αμαρτία. Εάν όμως δε δοξάζουμε, όταν όμως περιεργαζόμαστε και ζητάμε τα επίγεια, πολύ περισσότερο όταν ασχολούμαστε με τη γέννηση του Κυρίου, θα πάθουμε τα χειρότερα, επειδή φερόμαστε με υβριστικό τρόπο. Γιατί αν δεν πρέπει να εξετάζουμε τον τύπο της ανάστασης, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να εξετάζουμε τα ανέκφραστα και φοβερά εκείνα πράγματα.
Και δεν είπε απλά πιστεύοντας, αλλά «Σχηματίζοντας την πεποίθηση». Γιατί τέτοια είναι η πίστη, σαφέστερη από την απόδειξη των λογισμών, και περισσότερο πείθει. Γιατί δεν μπορεί πλέον άλλος λογισμός, εισχωρώντας σ’ αυτήν να την κλονίσει. Γιατί εκείνος που πείθεται με λόγια, μπορεί και να αλλάξει γνώμη, ενώ εκείνος που πείθεται απόλυτα με την πίστη, έφραξε στη συνέχεια με τείχος την ακοή του στους λόγους που την καταστρέφουν.
Επομένως η απιστία είναι γνώρισμα ψυχής άρρωστης, μικρής και δυστυχισμένης. Ώστε όταν μας κατηγορούν την πίστη μερικοί, ας κατηγορούμε κι εμείς την απιστία τους, σαν δυστυχισμένους, μικρόψυχους, ανόητους, άρρωστους που δεν συμπεριφέρονται καθόλου καλύτερα από τους όνους.
22 διὸ καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην. 23 Οὐκ ἐγράφη δὲ δι᾿ αὐτὸν μόνον ὅτι ἐλογίσθη αὐτῷ, 24 ἀλλὰ καὶ δι᾿ ἡμᾶς οἷς μέλλει λογίζεσθαι, τοῖς πιστεύουσιν ἐπὶ τὸν ἐγείραντα ᾿Ιησοῦν τὸν Κύριον ἡμῶν ἐκ νεκρῶν,
Αφού είπε πολλά και μεγάλα για τον Αβραάμ και για την πίστη του και για την δικαιοσύνη του και για την τιμή του από τον Θεό, για να μη λέει ο ακροατής, και τι σχέση έχει αυτό με μας; Γιατί εκείνος είναι που δικαιώθηκε, μας τοποθετεί πάλι κοντά στον πατριάρχη. Τόσο μεγάλη είναι η δύναμη των πνευματικών λόγων. Γιατί για εκείνον που προέρχεται από τους εθνικούς, για εκείνον που προσήλθε στην πίστη πριν από λίγο, για εκείνον που δεν έκανε τίποτα, όχι μόνο είπε πως δεν έχει τίποτα λιγότερο από τον πιστό Ιουδαίο, αλλά και από τον πατριάρχη. Ή καλύτερα, αν πρέπει να πούμε κάτι θαυμαστό, έχει και πολύ περισσότερο. Γιατί τόσο ευγενική είναι η καταγωγή μας, ώστε η πίστη του είναι τύπος της δικής μας πίστης. Και δεν είπε, αν όμως λογαριάστηκε σ’ εκείνον, είναι φυσικό πως θα λογαριαστεί και σε μας, για να μη κάνει αυτό τον συλλογισμό, αλλά μιλάει από την αυθεντία των θείων νόμων και παρουσιάζει αυτό όλο απόφαση της αγίας Γραφής. Γιατί λοιπόν λέει γράφτηκε παρά για να μάθουμε, ότι κι εμείς δικαιωνόμαστε έτσι; Γιατί στον ίδιο Θεό έχουμε πιστέψει για τα ίδια πράγματα, αν και όχι στα ίδια πρόσωπα.
Αφού .όμως είπε για την πίστη μας, αναφέρει και την ανέκφραστη φιλανθρωπία του Θεού, που πάντοτε αναφέρει, φέρνοντας στη μέση το σταυρό, πράγμα που και τώρα παρουσίασε λέγοντας: «Ο οποίος παραδόθηκε στο θάνατο για τα δικά μας αμαρτήματα και αναστήθηκε για τη δικαίωσή μας».
25 ὃς παρεδόθη διὰ τὰ παραπτώματα ἡμῶν καὶ ἠγέρθη διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν.
Βλέπε πως αφού ανέφερε την αιτία του θανάτου, την ίδια κάνει και απόδειξη ανάστασης. Γιατί, αν ήταν αμαρτωλός, πως αναστήθηκε; Αν όμως δεν ήταν αμαρτωλός πως σταυρώθηκε; Για άλλους. Αν όμως σταυρώθηκε για άλλους, οπωσδήποτε αναστήθηκε. Για να μη λέγει λοιπόν, πως μπορούμε να δικαιωθούμε, ενώ είμαστε υπεύθυνοι για τόσα πολλά αμαρτήματα; Για να επιβεβαιώσει το λόγο και από την πίστη του Αβραάμ, με την οποία δικαιώθηκε, και από την πίστη στο σωτήριο πάθος, με το οποίο έχουμε απαλλαγεί από τα αμαρτήματα. Γι’ αυτό λοιπόν πέθανε και αναστήθηκε, για να μας κάνει δίκαιους.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
1 Δικαιωθέντες οὖν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ,
Τι σημαίνει «ας έχουμε ειρήνη»; Δηλαδή ας μην αμαρτάνουμε ποτέ πια, ούτε να επιστρέφουμε προς τα προηγούμενα, γιατί αυτό σημαίναι ότι έχουμε πόλεμο με τον Θεό. Και πως είναι δυνατόν να μην αμαρτάνουμε πια; Και πως έγινε δυνατό το προηγούμενο; Γιατί, αν ήμασταν υπεύθυνοι για τόσα αμαρτήματα απαλλαχτήκαμε με το Χριστό απ’ όλα, πολύ περισσότερο θα μπορέσουμε με αυτόν να μείνουμε σ’ εκείνα που είμαστε. Γιατί δεν είναι το ίδιο ν’ αποκτήσουμε ειρήνη που δεν υπήρχε και να κρατήσουμε αυτή που δόθηκε, επειδή βέβαια η απόκτηση είναι πιο δύσκολο πράγμα από τη φύλαξη. Αλλά όμως το πιο δύσκολο πράγμα έγινε εύκολο και πραγματοποιήθηκε. Επομένως και το πιο εύκολο θα είναι ευκολοκατόρθωτο σ’ εμάς, αν ακολουθούμε εκείνον που για χάρη μας κατόρθωσε και εκείνα.
2 δι᾿ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ᾿ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
Εάν λοιπόν, ενώ βρισκόμασταν μακριά, μας έφερε κοντά, πολύ περισσότερο θα μας κρατήσει, αν πλησιάσουμε κοντά.
Πες μου όμως για ποια χάρη μιλάει; Το να καταξιωθούμε να γνωρίσουμε το Θεό, το να απαλλαχτούμε από την πλάνη, το να γνωρίσουμε καλά την αλήθεια, το να επιτύχουμε με βάπτισμα όλα τα αγαθά. Σ’ αυτό λοιπόν μας οδήγησε, για να λάβουμε αυτά τα δώρα, ούτε απλά για να γίνει συγχώρηση και απαλλαγή από τα αμαρτήματα μόνο, αλλά για να απολαύσουμε και άπειρα αξιώματα. Και ούτε σ’ αυτά σταμάτησε, αλλά υποσχέθηκε και άλλα. Εκείνα τα απόρρητα αγαθά που ξεπερνούν και νου και λόγο. Γι’αυτό ακριβώς ανέφερε και τα δύο. Γιατί με το να πει «τη χάρη», δήλωσε τα παρόντα που λάβαμε, ενώ με το να πει «και καυχιόμαστε ελπίζοντας ν’ απολαύσουμε τη δόξα του Θεού», αποκάλυψε όλα τα μελλοντικά. Και καλά είπε «στην οποία στεκόμαστε σταθερά». Γιατί τέτοια είναι η χάρη του Θεού. Δεν έχει τέλος, δεν γνωρίζει πέρας, αλλά και σε μεγαλύτερα πάντοτε προχωράει, πράγμα που δεν είναι δυνατό στους ανθ΄ρωπους. Τι θέλω να πω. Απέκτησε κάποιος αρχή και δόξα και εξουσία, όμως δεν στάθηκε πάνω σ’ αυτήν παντοτινά, αλλά γρήγορα τη χάνει κι αν ακόμη δεν του την αφαιρέσει άνθρωπος, οπωσδήποτε θα του την αφαιρέσει ο θάνατος όταν έρθει. Εκείνα όμως που ανήκουν στον Θεό δεν είναι τέτοια.. γιατί ούτε ο άνθρωπος, ούτε ο χρόνος, ούτε η συγκυρία των πραγμάτων, ούτε ο διάβολος, ούτε ο θάνατος, όταν έρθει θα μπορέσει να μας απομακρύνει απ’ αυτά. Αλλά όταν πεθάνουμε, τότε με περισσότερη ακρίβεια τα κατέχουμε και απολαμβλάνουμε περισσότερα, καθώς προχωρούμε πάντοτε.
Επομένως, αν δυσπιστείς στα μελλοντικά αγαθά, από τα παρόντα και από κείνα που έλαβες ήδη, να πιστεύεις και σ’ εκείνα. Γιατί γι’ αυτό είπε «και καυχιόμαστε ελπίζοντας να απολάυσουμε τη δόξα του Θεού», για να μάθεις ποια ψυχή πρέπει να έχει ο πιστός. Γιατί όχι μόνο γι’ αυτά που έχουν δοθεί, αλλά και για τα μελλοντικά σαν να έχουν δοθεί, πρέπει να έχουμε βεβαιωθεί, γιατί καυχιέται κανείς γι’ αυτά που έχουν ήδη δοθί. Αφού λοιπόν και η ελπίδα των μελλοντικών είναι τόσο βέβαιη και σαφής, όπως η ελπίδα εκείνων που έχουν δοθεί, και για εκείνη, λέει, με όμοιο τρόπο να καυχιόμαστε. Γι’ αυτό και δόξα τα ονόμασε αυτά.
Σκέψου λοιπόν πόσο σπουδαία είναι τα μελλοντικά, όταν μεγαλοφωνούμε και για εκείνα που φαίνονται πως είναι πυπηρά. Τόσο μεγάλη είναι η δωρεά του Θεού, και έτσι τίποτα δικότης δεν είναι δυσάρεστο. Γιατί στα έξω πράγματα οι αγώνες έχουν κόπο και πόνο και ταλαιπωρία, ενώ τα στεφάνια και τα βραβεία φέρνουν ευχαρίστηση. Εδώ όμως δε συμβαίνει το ίδιο, αλλά οι αγώνες δεν μας είναι λιγότερο ευχάριστοι από τα βραβεία. Επειδή λοιπόν πολλοίήταν τότε οι πειρασμοί, ενώ η βασιλεία βρισκόταν στις ελπίδες και τα κακά πάλι ήταν πραγματικότητα, ενώ τα αγαθά βρίσκοταν στην προσδοκία και αυτό ήταν εκείνο που παρέλυε τους ασθενέστερους, δίνει σ’ αυτούς τα βραβεία, ήδη και πριν από τα στεφάνια, λέγοντας ότι και στις θλίψεις πρέπει να καυχιόμαστε. Και δεν είπε «πρέπει να καυχιέστε», αλλά «να καυχιόμαστε», παρουσιάζοτας την παραίνεση στο δικό του πρόσωπο.
Γιατί πραγματικά οι ίδιες οι θλίψεις είναι από μόνες τους αγαθό πράγμα. Για ποιο λόγο; Γιατί σε ασκούν σε υπομονή. Γι’ αυτό ακριβώς αφού είπε «καυχιόμαστε στις θλίψεις», πρόσθεσε και την αιτία λέγοντας «γιατί γνωρίζουμε ότι η θλίψη ασκεί σιγά σιγά την υπομονή».
3 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, 4 ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα,
Οι θλίψεις λοιπόν όχι μόνο δεν εξαφανίζουν αυτήν την ελπίδα, αλλά την αυξάνουν. Γιατί η θλίψη έχει βέβαια και πριν από τα μελλοντικά αγαθά μέγιστο καρπό την υπομονή και το ότι κάνει τέλειο εκείνον που δοκιμάζεται, συντελεί όμως κάπως και προς τα μελλοντικά αγαθά, αφού κάνει ακμαία μέσα μας την ελπίδα. Γιατί τίποτα δεν μας κάνει τόσο να ελπίζουμε για τα αγαθά, όσο η αγαθή συνείδηση.
Και έτσι κανείς από κείνους που έχουν ζήσει σωστά δεν δυσπιστεί για τα μελλοντικά, όπως ακριβώς βέβαια από κείνους που έχουν παραμελήσει πολλοί, επειδή πιέζονται από πονηρή συνείδηση, δε θέλουν να υπάρχει ούτε κρίση ούτε ανταπόδοση. Τι λοιπόν συμβαίνει; Σ’ ελπίδες βρίσκονται τα αγαθά μας; Σ’ ελπίδες βέβαια, αλλά όχι σε ανθ΄ρωπινες που διαψεύδονται και ντροπιάζουν πολλές φορές εκείνον που έχει ελπίσει, αφού εκείνος που αναμενόταν να πραγματοποιήσει αυτό πέθανε, ή ενώ ζούσε άλλαξε. Όμως τα δικά μας δεν είναι τέτοια, αλλά η ελπίδα είναι βέβαιη και σταθερή.γιατί εκείνος που υποσχέθηκε πάντοτε ζει και εμείς που πρόκειται να απολαύσουμε αυτά κι αν ακόμη πεθάνουμε, θα αναστηθούμε πάλι, και τίποτα γενικά δεν μπορεί να μας νροπιάσει.
5 ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος ῾Αγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν.
Και δεν είπε «έχει δοθεί», αλλά «έχει χυθεί μέσα στις καρδιές μας», για να δείξει την αφθονία της. Γιατί εκείνο που ήταν μέγιστο δώρο, αυτό έδωσε, όχι τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα, αλλά αυτό που ήταν πιο πολύτιμο απ’ όλα αυτά, και έκανε από ανθρώπους αγγέλους και υιούς Θεού και αδελφούς του Χριστού. Και ποιο είναι αυτό; Το Πνεύμα το Άγιο. Εάν όμως δεν ήθελε να μας δωρίσει μεγάλα στεφάνια ύστερα από τους κόπους, δε θα μας έδινε τόσα αγαθά πριν από τους κόπους. Τώρα όμως δείχνει τη θερμότητα της αγάπης από δω, γιατί δεν μας τίμησε σιγά σιγά και λίγο λίγο, αλλά έχυσε όλη την πηγή των αγαθών και αυτά έγιναν πριν από αιώνες.
Επομένως κι αν ακόμη δεν είσαι πάρα πολύ άξιος, μην απελπίζεσαι, γιατί έχεις μεγάλο συνήγορο την αγάπη του κριτή.
6 ῎Ετι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανε. 7 μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν. 8 συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε.
Αυτό που λέει σημαίνει το εξής: Αν λοιπόν για κάποιον ενάρετο άνθρωπο δεν θα προτιμήσει κανείς να πεθάνει αμέσως, σκέψουν την αγάπη του Θεού ο Οποίος δεν σταυρώθηκε για ενάρετους, αλλά για αμαρτωλούς και εχθρούς, πράγμα που ύστερα απ’ αυτά λέγει: «Γιατί, αν ο Χριστός πέθανε για μας, ενώ ήμασταν αμαρτωλοί, πολύ περισσότερο λοιπόν τώρα, που δικαιωθήκαμε με το αίμα του, θα σωθούμε με τη βοήθειά του από την οργή».
9 πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. 10 εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ· 11 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμενοι ἐν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ νῦν τὴν καταλλαγὴν ἐλάβομεν.
Και φαίνεται βέβαια πως τα λεγόμενα είναι τα ίδια, δεν είναι όμως για εκείνον που τα εξετάζει με προσοχή. Αλλά πρόσεχε θέλει να τους βεβαιώσει για τα μελλοντικά. Και πρώτα τα παρουσιάζει από τη διάθεση του δικαίου, λέγοντας ότι βεβαιώθηκε εκείνος, «ότι εκείνο που υποσχέθηκε ο Θεός, είναι δυνατός και να το εκτελέσει». Έπειτα από τη χάρη που μας δόθηκε και εέπειτα από τις θλίψεις, γιατί μπορούν να μας οδηγήσουν στην ελπίδα, και από το άγιο Πνεύμα πάλι που λάβαμε. Στη συνέχεια όμως αποδεινύει αυτό και από το θάνατο και από τη δική μας προηγούμενη κακία. Και φαίνεται βέβαια πως ένα είναι το λεγόμενο, στην πραγματικότητα όμως είναι δύο και τρία και πολύ περισσότερα. Πρώτο ότι πέθανε, δεύτερο ότι πέθανε για χάρη των ασεβών και τρίτο ότι μας συμφιλίωσε, ότι μας έσωσε, ότι μας δικαίωσε, ότι μας έκανε ανθ΄ρωπους, ότι μας έκανε υιούς και κληρονόμους.
12 Διὰ τοῦτο ὥσπερ δι᾿ ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καὶ οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ᾿ ᾧ πάντες ἥμαρτον·
Όπως ακριβώς οι άριστοι ιατροί εξετάζουν σε βάθος πάντοτε τη ρίζα των νοσημάτων και φθάνουν στην ίδια αιτία του κακού, έτσι κάνει και ο μακάριος Παύλος. Αφού λοιπόν είπε, ότι δικαιωθήκαμε και αφού έδειξε ότι αυτό έγινε από τον πατριάρχη και το Άγιο Πνεύμα και από το θάνατο του Χριστού, γιατί δε θα πέθαινε, αν δεν επρόκειτο να δικαιώνει, αποδεικνύει στη συνέχεια και με άλλο τρόπο αυτά που απέδειξε με τόσε αποδείξεις, από το θάνατο και την αμαρτία. Πως και με ποιο τρόπο; Προσπαθεί να βρει από μπήκε ο θάνατος και επικράτησε. Πως λοιπόν μπήκε και επικράτησε; Με την αμαρτία ενός ανθ΄ρωπου. Και τι σημαίνει «στο πρόσωπό του όλοι αμάρτησαν»; Αφού έπεσε εκείνος στην αμαρτία και εκείνοι που δεν έφαγαν από το δέντρο όλοι έγιναν απ΄αυτόν θνητοί.
13 ἄχρι γὰρ νόμου ἁμαρτία ἦν ἐν κόσμῳ, ἁμαρτία δὲ οὐκ ἐλλογεῖται μὴ ὄντος νόμου·
Με το «μέχρι τότε που δόθηκε ο νόμος», μερικοί νομίζουν πως εννοεί το χρόνο εκείνο πριν από τη χορήγηση του νόμου, δηλαδή τον χρόνο της εποχής του Άβελ, του Νώε, του Αβραάμ, το χρόνο μέχρι που γεννήθηκε ο Μωυσής. Ποια λοιπόν αμαρτία υπήρχε τότε; Μερικοί λέγουν πως εννοεί την αμαρτία που συνέβηκε στον παράδεισο, αφού δεν είχε καταργηθεί ακόμη λέγει, αλλά άκμαζε ο καρπός της. Γιατί η αμαρτία εκείνη έφερε τον κοινό θάνατο, που εξουσίαζε και τυραννούσε. Για ποιο λόγο προσθέτει, «η αμαρτία όμως δε λογαριάζεται όταν δεν υπάρχει νόμος»; Από αντ΄θθεση προς τους Ιουδαίους λέγουν αυτοί που υποστηρίζουν τα δικά μας, ότι το είπε αυτό με την έννοια ότι, αν δεν υπάρχει αμαρτία όταν δεν υπάρχει νόμος, πως τότε ο θάνατος κατέτρωγε όλους που έζησαν πριν από το νόμο; Εμένα όμως μου φαίνεται πως αυτό έχει σχέση περισσότερο με αυτό που πρόκειται να ειπωθεί και το οποίο υπήρχε στην αποστολική σκέψη. Και ποιο είναι αυτό; Λέγοντας, ότι «η αμαρτία υπήρχε στον κόσμο μέχρι τότε που δόθηκε ο νόμος, επικρατούσε, μέχρι που υπήρχε και ο νόμος. Εάν λοιπόν, λέγει, αυτή η αμαρτία προκαλούσε το θάνατο εξαιτίας της παραβάσεως του νόμου, πως εκείνοι που έζησαν πριν από το νόμο πέθαιναν όλοι; Γιατί, αν ο θάνατος προήλθε από την αμαρτία δε λογαριάζεται, πως εξουσίαζε ο θάνατος; Επομένως είναι φανερό, ότι όχι αυτή η αμαρτία που πρόέρχεται από την παράβαση του νόμου, αλλά εκείνη που προέρχεται από την παρακοή του Αδάμ ήταν αυτή που κατέστρεφε τα πάντα. Και ποια είναι η απόδειξη γι’ αυτό; Το ότι πέθαιναν όλοι και πρι από το νόμο.
14 ἀλλ᾿ ἐβασίλευσεν ὁ θάνατος ἀπὸ ᾿Αδὰμ μέχρι Μωϋσέως καὶ ἐπὶ τοὺς μὴ ἁμαρτήσαντας ἐπὶ τῷ ὁμοιώματι τῆς παραβάσεως ᾿Αδάμ, ὅς ἐστι τύπος τοῦ μέλλοντος.
Γι’ αυτό λοιπόν και ο Αδάμ είναι τύπος του Χριστού. Πως λέγει είναι τύπος; Γιατί όπως ακριβώς ο Αδάμ σ’ εκείνους που κατάγονται απ’ αυτόν, μολονότι βέβαια δεν έφαγαν από το δέντρο, έγινε αίτιος θανάτου, που εισήχθηκε αξαιτίας της βρώσεως, έτσι και ο Χριστός σ’ εκείνους που κατάγονται απ’ αυτόν, μολονότι βέβαια δεν έκανανδίκαια έργα, έγινε πρόξενος δικαιοσύνης, που τη χάρισε σε όλους με το σταυρό Του.
15 ᾿Αλλ᾿ οὐχ ὡς τὸ παράπτωμα, οὕτω καὶ τὸ χάρισμα. εἰ γὰρ τῷ τοῦ ἑνὸς παραπτώματι οἱ πολλοὶ ἀπέθανον, πολλῷ μᾶλλον ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δωρεὰ ἐν χάριτι τῇ τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἰς τοὺς πολλοὺς ἐπερίσσευσε. 16 καὶ οὐχ ὡς δι᾿ ἑνὸς ἁμαρτήσαντος τὸ δώρημα· τὸ μὲν γὰρ κρῖμα ἐξ ἑνὸς εἰς κατάκριμα, τὸ δὲ χάρισμα ἐκ πολλῶν παραπτωμάτων εἰς δικαίωμα.
Και δεν απομακρύνεται από τον έναν, ώστε όταν σου λέει ο Ιουδαίος, πως ενώ κατόρθωσε ένας, ο Χριστός, σώθηκε η οικουμένη; Να μπορέσεις να του απαντήσεις, πως ενώ παρέβηκε ένας, ο Αδάμ, καταδικάστηκε η οικουμένη; Αν και βέβαια δεν είναι το ίδιο η αμαρτία με τη χάρη, δεν είναι το ίδιο ο θάνατος με τη ζωή, δεν είναι το ίδιο ο διάβολος με τον Θεό, αλλά η διαφορά είναι άπειρη.
Όταν λοιπόν και από τη φύση του πράγματος και από τη δύναμη εκείνου που είχε ενεργήσει αυτά, αλλά και από αυτό που έπρεπε να γίνει (γιατί πιο πλύ ταιριάζει αυτό, το να σώζει δηλαδή παρά να τιμωρεί), βρίσκεται εδώ η υπεροχή και η νίκη, πες μου, ποια δικαιολογία μπορείς να έχεις για την απιστία; Το ότι βέβαια αυτό που είχε γίνει ήταν σύμφωνο με τη λογική, το έδειξε λέγοντας «αλλά όχι όπως το παράπτωμα, έτσι και η χάρη. Γιατί, αν με το παράπτωμα του ενός πέθαναν οι πολλοί, πολύ περισσότερο με τη χάρη ενός ανθ΄ρωπου του Ιησού Χριστού, περίσσεευσες τους πολλούς.
17 εἰ γὰρ τῷ τοῦ ἑνὸς παραπτώματι ὁ θάνατος ἐβασίλευσε διὰ τοῦ ἑνός, πολλῷ μᾶλλον οἱ τὴν περισσείαν τῆς χάριτος καὶ τῆς δωρεᾶς τῆς δικαιοσύνης λαμβάνοντες ἐν ζωῇ βασιλεύσουσι διὰ τοῦ ἑνὸς ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. 18 ῎Αρα οὖν ὡς δι᾿ ἑνὸς παραπτώματος εἰς πάντας ἀνθρώπους εἰς κατάκριμα, οὕτω καὶ δι᾿ ἑνὸς δικαιώματος εἰς πάντας ἀνθρώπους εἰς δικαίωσιν ζωῆς. 19 ὥσπερ γὰρ διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ἁμαρτωλοὶ κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὕτω καὶ διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἑνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί. 20 νόμος δὲ παρεισῆλθεν ἵνα πλεονάσῃ τὸ παράπτωμα. οὗ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις,
Αυτό δε που λέγει σημαίνει το εξής: Αν η αμαρτία κατόρθωσε τόσο πολλά, και μάλιστα η αμαρτία ενός ανθρώπου, η χάρη, και μάλιστα η χάρη του Θεού, και όχι μόνο του Πατέρα, αλλά και του Υιού, πως δεν καταρθώσει περισσότερα; Καθόσο αυτό είναι πολύ πιο εύλογο. Γιατί το να τιμωρείται βέβαια άλλος εξαιτίας άλλου,και περισσότερο ταιριάζει και πιο έυλογο είναι. Εάν λοιπόν εκείνο έγινε, πολύ περισσότερο θα γίνει αυτό. Ότι λοιπόν είναι φυσικό και εύλογο, το έδειξε με αυτά. Γιατί αφού αποδείχτηκε εκείνο, επρόκειτο να γίνει εύκολα παραδεκτό στη συνέχεια και αυτό.
Και η απόφαση της καταδίκης έγινε από το ένα παράπτωμα καταδίκη, το χάρισμα όμως έγινε από τα πολλά παραπτώματα δικαίωση. Και τι τέλος πάντω σημαίνει το λεγόμενο; Ότι τον μεν θάνατο και την καταδίκη μπόρεσε να τα προξενήσει μία αμαρτία, ενώ η χάρη όχι μόνο εξαφάνισε τη μία εκείνη αμαρτία, αλλά και αυτές που εμφανίστηκαν μετά από κείνη. Για να μη λεγουν το «όπως» και το «έτσι», εξισώνουν το μέτρο των αγαθών με τα κακά, ούτε να νομίσεις ακούγοντας τον Αδάμ, ότι έχει εξαφανιστεί εκείνη η αμαρτία, που έφερε εκείνος, λέγει ότι εξαφανίστηκαν πολλά παραπτώματα. Από πού είναι φανερό αυτό; Από το ότι μετά από άπειρες αμαρτίες που πραγματοποιήθηκαν στη συνέχεια της αμαρτίας εκείνης στον παράδεισο, το πράγμα κατέληξε σεδικαίωση. Όπου όμως υπάρχει δικαιοσύνη, αναγκαστικά και ζωή οπωσδήποτε ακολουθεί και τα άπειρα αγαθά, όπως ακριβώς όπου υπάρχει αμαρτία ακολοθεί θάνατος. Γιατί η δικαιοσύνη είναι κάτι περισσότερο από τη ζωή, επειδή είναι και ρίζα της ζωής.
21 ἵνα ὥσπερ ἐβασίλευσεν ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θανάτῳ, οὕτω καὶ ἡ χάρις βασιλεύσῃ διὰ δικαιοσύνης εἰς ζωὴν αἰώνιον διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν.
Τι όπλισε το θάνατο εναντίον της οικουμένης; Το ότι έφαγε από το δέντρο ένας μόνο άνθρωπος. Εάν λοιπόν ο θάνατος έλαβε τόσο μεγάλη δύναμη από ένα μόνο παράπτωμα, όταν βρεθούν μερικοί να έχουν λάβει χάρη και δικαιοσύνη πολύ μεγαλύτερη από την αμαρτία εκείνη, πως θα είναι δυνατόν να είναι πλέον υπεύθυνοι για το θάνατο; Γι’ αυτό δεν είπε εδώ χάρη, αλλά «αφθονία χάριτος», γιατί δε λάβαμε από τη χάρη τόσο μόνο, όσο χρειαζόμαστε για την εξάλειψη της αμαρτίας, αλλά και περισσότερο. Γιατί πραγματικά και από την κόλαση απαλλαχτήκαμε και κάθε κακία απομακρύναμε και ξαναγεννηθήκαμε από το Θεό και αναστηθήκαμε αφού θάφτηκε ο παλαιός άνθρωπος και απολυτρωθήκαμε, και αδελφοί γίναμε του Μονογενούς Υιού και συγκληρονόμοι αυτού γίναμε και ενωθήκαμε μαζί του σ’ ένα σώμα και στο σώμα αυτού ανήκουμε και εμείς μαζί του. Όλα λοιπόν αυτά τα ονόμασε ο Πάλυος αφθονία χάριτος., δείχνοντας ότι δεν λάβαμε απλώς μόνο φάρμακο αντίρροπο του τραύματος, αλλά και υγεία και ομορφιά και τιμή και αξιώματα που ξεπερνούν πολύ τη δική μας φύση. Και το καθένα απ’ αυτά ήταν ικανό από μόνο του να καταργήσει το θάνατο, όταν όμως φαίνονται όλα μαζί να βοηθούν, ούτε ίχνος αυτού στη συνέχεια ούτε σκιά είναι δυνατό ναφανεί αφού εξαφανίστηκε ολοκληρωτικά.
Να μην αμφιβάλλεις λοιπόν άνθρωπε, όταν βλέπεις τόσο μεγάλο πλούτο αγαθών, ούτε να εξετάζεις πως εξαφανίστηκε ο σπινθήρας εκείνος του θανάτου και της αμαρτίας, αφού έπεσε με ορμή πάνω του τόσο μεγάλη θάλασσα χαρισμάτων.
Και γιατί ο Θεός έκανε έτσι τα πράγματα ώστε η τιμωρία από τον ένα προχώρησε σε όλους, για ποιο λόγκ έγινε αυτό, δεν το πρόσθεσε ακόμη, γιατί αποφεύγει τα περιττά και ασχολείται μόνο με τα αναγκαία. Γι’ αυτό και το αφήνει άλυτο. Εάν όμως κάποιος από σας ζητάει να μάθει, θα πούμε αυτό, ότι δηλαδή όχι μόνο δε ζημιωθήκαμε καθόλου από το θάνατο και την καταδίκη του, εάν είμαστε νηφάλιοι, αλλά κερδίσαμε με τονα γίνουμε θνητοί. Πρώτο, το να μην αμαρτάνουμε έχοντας αθάνατο σώμα, δεύτερο για να έχουμε άπειρες αφορμές ευσέβειας. Γιατί πραγματικά ο θάνατος, και όταν είναι παρών και όταν τον περιμένουμε, μας πείθει να είμαστε και μετριόφρονες και συνετοί και και ταπεινοί και ν’ απαλασσόμαστε από κάθε κακία. Μετά όμως απ’ αυτά ή καλύτερα και πρι απ’ αυτά, μας έδωσε και άλλα περισσότερα αγαθά. Γιατί από εδώ προέκυψαν τα στεφάνια των μαρτύρων και τα βραβεία των αποστόλων, έτσι δικαιώθηκε ο άβελ, έτσι ο Αβραάμ που θυσίασε τον υιό του, έτσι ο Ιωάννης που θανατώθηκε για χάρη του Χριστού, έτσι οι τρεις νέοι, έτσι ο Δανιήλ. Γιατί αν θέλουμε, όχι μόνο ο θάνατος, αλλά ούτε ό ίδιος ο διάβολος θα μπορέσει να μας βλάψει.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Τι οὖν ἐροῦμεν; ἐπιμενοῦμεν τῇ ἁμαρτίᾳ ἵνα ἡ χάρις πλεονάσῃ; 2 μὴ γένοιτο. οἵτινες ἀπεθάνομεν τῇ ἁμαρτίᾳ, πῶς ἔτι ζήσομεν ἐν αὐτῇ;
Πάλι προχωρεί στον ηθικότερο λόγο, χωρίς να τον έχει αναφέρει προηγουμένως, για να μη φανεί στους πολλούς πως είναι ενοχλητικός και δυσάρεστος. Τι σημαίνει «πεθάναμε»; Ότι επειδή πιστέψαμε και βαπτιστήκαμε έχουμε γίνει νεκροί ως προς την αμαρτία. Και πως έγινε αυτό; Το βάπτισμα το έκανε αυτό μια φορά για μας, στη συνέχεια όμως αυτό κατορθώνεται με τη δική μας προσπάθεια.
3 ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν; 4 συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον,
Τι σημαίνει «βαπτιστήκαμε στο θάνατό του»; Στο να πεθάνουμε κι εμείς, όπως ακριβώς εκείνος, γιατί ο σταυρός είναι το βάπτισμα. Αυτό λοιπόν που έγινε στον Χριστό ο σταυρός και ο τάφος, αυτό σε μας έγινε βάπτισμα. Αυτός βέβαια ως προς το σώμα και πέθανε και θάφτηκε, ενώ εμείς ως προς την αμαρτία πάθαμε το ίδιο. Ο θάνατος του Χριστού ήταν θάνατος του σώματος ο δικός μας είναι θάντος της αμαρτίας.
ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν.
Εδώ μαζί με τη φροντίδα για τη ζωή μας υπονοεί και το λόγο για την ανάσταση. Πως; Πίστεψες, λέγει, ότι πέθανε ο Χριστός και ότι αναστήθηκε; Επομένως και για τον δικό σου να πιστεύεις. Γιατί αυτό μοιάζει μ’ εκείνο αφού και το δικό σου είναι και σταυρός και τάφος. Εάν λοιπόν έλαβες μέρος και στο θάνατο και στην ταφή, πολύ περισσότερο θα λάβεις στην ανάσταση και στη ζωή. Γιατί αφού καταλύθηκε το μεγαλύτερο, δηλαδή η αμαρτία, δεν πρέπει να αμφιβάλλουμε πλέον για το μικρότερο, δηλαδή την κατάργηση του θανάτου.
Αλλά βέβαια αυτά πρώτα τα αφήνει να τα συλλογίζεται η συνείδηση των ακροατών, αυτός όμως ενώ γίνεται λόγος για τη μελλοντική, απαιτεί από μας άλλη ανάσταση, το νέο τρόπο ζωής, που γίνεται στην παρούσα ζωή από την αλλαγή της συμπεριφοράς μας. Γιατί όταν ο πόρνος γίνει εγκρατής και ο πλεονέκτης ελεήμονας και ο άγριος ήμερος, και εδώ έγινε ανάσταση, που είναι προοίμιο εκείνης. Και πως έγινε ανάσταση; Με το ότι η παλαιά ζωή εξαφανίστηκε και επικρατεί αυτή η νέα και αγγελική. Όταν όμως ακούσεις για νέα ζωή, να ζητάς πολλή την αλλαγή και μεγάλη μεταβολή. Αλλά όμως αυτή τη στιγμή μου έρχεται να δακρύσω και να στενάξω πολύ, σκεπτόμενος πόση εγκράτεια απαιτεί από μας ο Παύλος και σε πόση αδιαφορία παραδώσαμε εμείς τον εαυτό μας, αφού μετά το βάπτισμα επιστρέφουμε στα προηγούμενα γηρατειά, γυρίζουμε πίσω στην Αίγυπτο και θυμόμαστε τα σκόρδα μετά το μάννα που μας δόθηκε. Διότι ο Πάλυος δεν ζητά από μας μια πρόχειρη και πρόσκαιρη μεταβολή, αλλά για ολόκληρη τη ζωή μας.
Και πως θα το κάνουμε αυτό; Σταμάτησε την κακία και μην προχωρείς παραπέρα και το παν έγινε. Γιατί όπως ακριβώς στους αρρώστους η μη χειροτέρευση της ασθένειάς τους μπορεί να γίνει αρχή βελτιώσεως της υγείας τους, έτσι συμβαίνει και στην περίπτωση της κακίας. Μην προχωρείς παραπέρα και θα τελειώσει η κακία σου. Και αν το κάνεις αυτό δύο μέρες, την τρίτη θ’ απομακρυνθείς πιο εύκολα και μετά τις τρεις θα προσθέσεις και δέκα, έπειτα είκοσι, έπειτα εκατό, έπειτα ολόκληρη τη ζωή σου. Γιατί όσο θα προχωρείς, θα βλέπεις πιο εύκολο το δρόμο και θα σταματήσεις πάνω στην κορυφή και θ’ απολαύσεις πολλά αγαθά.
Πρόσεχε. Σε απειλεί κάποιος και σε πολεμάει; Λοιπόν σε προετοιμάζει να είσαι άγρυπνος και σου δίνει αφορμή να γίνεις όμοιος με το Θεό. Γιατί, αν αγαπήσεις εκείνον που σκέπτεται να σου κάνει κακό, θα είσαι όμοιος μ’ αυτόν που ανατέλλει τον ήλιο στους πονηρούς και αγαθούς.
…*Τι λοιπόν ωφέλησε τον Ιούδα πές μου, η συναναστροφή με τον Χριστό, τι τους Ιουδαίους ο νόμος; Τι τον Αδάμ ο παράδεισος; Τι αυτούς που ήταν στην έρημο ο Μωϋσής; Γι’ αυτό λοιπόν, αφού εγκαταλείψουμε όλα, ένα μόνο πρέπει να φροντίζουμε, με ποιο τρόπο θα ρυθμίσουμε καλά τα δικά μας. Και αν κάνουμε αυτό, ούτε ο ίδιος ο διάβολος θα μας νικήσει ποτέ αλλά και θα μας ωφελήσει πιο πολύ, αφού μας προετοιμάζει να είμαστε άγρυπνοι. Έτσι λοιπόν και ο Πάυλος προέτρεπε τους Εφεσίους, όταν διηγόταν την αγριότητα εκείνου. Εμείς όμως κοιμόμαστε και ροχαλίζουμε και όλα αυτά τη στιγμή που ο πόλεμος είναι προς ένα τέτοιο πονηρό εχθρό. Και αν βέβαια ξέραμε πως στο κρεβάτι μας φωλιάζει φίδι, θα προσπαθούσαμε πολύ για να το σκοτώσουμε, τώρα όμως που φωλιάζει μέσα στις ψυχές μας ο διάβολος, νομίζουμε πως δε θα πάθουμε κανένα κακό και μένουμε αδιάφοροι. Και η αιτία είναι, επειδή δεν τον βλέπουμε με τα μάτια του σώματος. Αν και γι’ αυτό έπρεπε να είμαστε άγρυπνοι περισσότερο και προσεκτικοί.
5 εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα,
Δύο είπαμε νεκρώσεις υπάρχουν και δύο θάνατοι. Και η πρώτη βέβαια έχει γίνει από τον Χριστό στο βάπτισμα το οποίο εξαφανίζει τα προηγούμενα αμαρτήματα και μας ασφαλίζει από τα μελλοντικά ενώ η δεύτερη γίνεται από την κατοπινή μας προσπάθεια.
Δες επίσης πως εξυψώνει τον ακροατή οδηγώντας τον αμέσως προς τον κύριο και προσπαθώντας να δείξει μεγάλη ομοιότητα; Γι’ αυτό δεν είπε στο θάνατο, για να μη προβάλλεις αντίρρηση, αλλά «στο ομοίωμα του θανάτου» γιατί δεν πέθανε η ίδια η ουσία, αλλά ο αμαρτωλός άνθρωπος, δηλαδή η κακία. Και δεν είπε γιατι, αν γίναμε μέτοχοι στο ομοίωμα του θανάτου, αλλά τι; «γιατί αν γίναμε σύμφυτοι» υποννοώντας με τη λέξη φύτευμα τον καρπό που προέρχεται απ’ αυτό για μας. Γιατί όπως ακριβώς το σώμα του, αφού θάφτηκε στη γη, έφερε σαν καρπό τη σωτηρία της οικουμένης, έτσι και το δικό μας, αφού θάφτηκε στο βάπτισμα, έφερε σαν καρπό τη δικαίωση, τον αγιασμό, την υιοθεσία, τα άπειρα αγαθά, θα φέρει δε και το τελευταίο δώρο, το της αναστάσεως. Επειδή λοιπόν θαφτήκαμε στο νερό, ενώ αυτός στη γη και εμείς ως προς το σώμα, γι’ αυτό δεν είπε, σύμφυτοι στο θάνατο, αλλά «στο ομοίωμα του θανάτου». Γιατί και το ένα και το άλλο είναι θάνατος, όχι όμως του ίδιου πράγματος.
Όταν δε ανέφερε την ανάσταση δεν είπε πια στο ομοίωμα της αναστάσεως, αλλά στην ίδια της ανάστασή Του. και δεν είπε γίναμε, αλλά θα γίνουμε δηλώνοντας έτσι εκείνη την ανάσταση που δεν έγινε ακόμη, αλλά πρόκειται να γίνει. Και αφού μας δείχνει την ανάσταση του Χριστού σου δείχνει έτσι και την μελλοντική για να πιστέψεις, διότι αφού έγινε εκείνη , οπωσδήποτε θα γίνει και η άλλη.
6 τοῦτο γινώσκοντες, ὅτι ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας,
Αναφέροντας μαζί και την αιτία και την απόδειξη της μελλοντικής αναστάσεως. Και δεν είπε έχει σταυρωθεί, αλλά «έχει σταυρωθεί μαζί», φέροντας το βάπτισμα κοντά στο σταυρό. Γι’ αυτό και παραπάνω έλεγε «γίναμε σύμφυτοι στο ομοίωμα του θανάτου του» «για να καταργηθεί το σώμα της αμαρτίας», καλώντας έτσι όχι αυτό το σώμα, αλλά κάθε πονηρία. Γιατί όπως ακριβώς ονομάζει άνθρωπο παλαιό ολόκληρη την κακία, έτσι και σώμα του ανθ΄ρωπου αυτού ονομάζει πάλι την κακία που αποτελείται από τα διάφορα είδη της πονηρίας.
τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ·7 ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας.
Γιατί ο πεθαμένος δεν μπορεί πια να αμαρτάνει.
8 εἰ δὲ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, πιστεύομεν ὅτι καὶ συζήσομεν αὐτῷ,
Και αυτό είναι πολύ μεγάλη τιμή πριν από βραβείο, το ότι δηλαδή έγινες συμμέτοχος με τον Κύριο, αλλά όμως σου δίνω λέει και άλλο έπαθλο. Ποιο λοιπόν είναι αυτό; Η αιώνια ζωή. «Γιατί πιστεύουμε λέει ότι θα ζήσουμε μαζί του».
Και από πού φαίνεται αυτό;
9 εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει.
Και πρόσεχε πάλι την προσπάθειά του και πως το αποδεικνύει αυτό από τα αντίθετα. Επειδή δηλαδή ήταν φυσικό να θορυβούνται μερικοί για το σταυρό και το θάνατο, αποδεικνύει πως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο πρέπει να έχουμε πλέον θάρρος. Να μη νομίζεις λοιπόν λέει, επειδή πέθανε μια φορά, πως είναι θνητός. Γιατί γι’ αυτό ακριβώς παραμένει αθάνατος. Γιατί ο θάντός Του έγινε θάνατος του θανάτου. Και επειδή πέθανε, γι’ αυτό δεν πεθάινει.
10 ὃ γὰρ ἀπέθανε, τῇ ἁμαρτίᾳ ἀπέθανεν ἐφάπαξ, ὃ δὲ ζῇ, ζῇ τῷ Θεῷ.
Τι σημαίνει «ως προς την αμαρτία»; Δηλαδή δεν ήταν υπεύθυνος για εκείνον, αλλά για τη δική μας αμαρτία, για να την καταστρέψει, να κόψει τα νεύρα της και όλη τη δύναμή της, γι’ αυτό πέθανε. Είδες πως φόβησε; Γιατί αφού δεν πεθαίνει δεύτερη φορά, ούτε δεύτερο βάπτισμα υπάρχει, αφού όμως δεν υπάρχει δεύτερο βάπτισμα, ούτε εσύ να κλίνεις προς την αμαρτία.
11 οὕτω καὶ ὑμεῖς λογίζεσθε ἑαυτοὺς νεκροὺς μὲν εἶναι τῇ ἁμαρτίᾳ, ζῶντας δὲ τῷ Θεῷ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
Καλά είπε «να θεωρείτε-λογίζεσθε», επειδή με εικόνα δεν είναι δυνατόν να παραστήσουμε το λεγόμενο. Και τι λέγει να θεωρούμε; «Ότι είμαστε νεκεροί ως προς την αμαρτία, ζωντανοί όμως για το Θεό, ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας». Γιατί όποιος ζει με αυτόν τον τρόπο, θα κατορθώσει όλες τις αρετές, επειδή έχει σύμμαχο τον Ιησού Χριστό.
12 Μὴ οὖν βασιλευέτω ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θνητῷ ὑμῶν σώματι εἰς τὸ ὑπακούειν αὐτῇ ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ,
Δεν είπε ας μη ζει λοιπόν η σάρκα, ούτε να ενεργεί, αλλά «ας μη βασιλεύει η αμαρτία», γιατί δεν ήρθε να καταστρέψει τη φύση, αλλά να διορθώσει τη διάθεση. Έπειτα επειδή είναι δύσκολο να νικήσει κανείς την αμαρτία, πρόσεχε πως και εύκολο το έδειξε και τον κόπο παρηγόρησε λέγοντας «στο θνητό σας σώμα». Γιατί αυτό δείχνει πως οι αγώνες είναι προσωρινοί και γρήγορα τελειώνουν. Μαζί όμως μας θυμίζει και τα προηγούμενα κακά και τη ρίζα του θανάτου, γιατί από εδώ έγινε θνητό και όχι από την αρχή. Αλλά είναι δυνατό, και θνητό ακόμη να έχεις σώμα, και να μην αμαρτάνεις. Είδες την αφθονία της χάριτος του Χριστού; Γιατί ο Αδάμ, αν και δεν είχει ακόμη θνητό σώμα, έπεσε, ενώ εσύ, αν και το έλαβες να είναι υπεύθυνο στο θάνατο, θα μπορέσεις να στεφανωθείς. Και πως λέγει βασιλεύει η αμαρτία; Όχι από τη δική της δύναμη, αλλά από τη δική αδιαφορία.
13 μηδὲ παριστάνετε τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα ἀδικίας τῇ ἁμαρτίᾳ, ἀλλὰ παραστήσατε ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ ὡς ἐκ νεκρῶν ζῶντας καὶ τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα δικαιοσύνης τῷ Θεῷ.
Επομένως το σώμα βρίσκεται μεταξύ κακίας και αρετής, όπως ακριβώς βέβαια και τα όπλα. Δηλαδή άλλος οπλίζεται για να υπερασπιστεί την πατρίδα του και άλλος για να γίνει ληστής. Έτσι συμβαίνει και με το σώμα. Γιατί το μάτι, αν περιεργαστεί ξένη ομορφιά, έγινε όπλο αδικίας, όχι σύμφωνα με τη δική του ενέργεια, γιατί έργο του ματιού είναι το να βλέπει, όχι το να βλέπει κακώς, αλλά σύμφωνα με την πονηρία της σκέψεως που το διέταξε. Αν όμως το συγκρατήσεις έγινε όπλο αρετής. Έτσι γίνεται και με τη γλώσσα και με τα χέρια κ.ο.κ.
14 ἁμαρτία γὰρ ὑμῶν οὐ κυριεύσει· οὐ γάρ ἐστε ὑπὸ νόμον, ἀλλ᾿ ὑπὸ χάριν.
Εάν λοιπόν η αμαρτία δεν μας κυριεύει πια, για ποιο λόγο διατάσσεις τόσα πολλά. Πρςο τι λοιπόν το λεγόμενο; Σαν σπέρμα ρίχνει προκαταβολικά κάποιο λόγο εδώ, που πρόκειται ν’ αναπτύξει αργότερα και τον προετοιμάζει πολύ. Ποιος λοιπόν είναι αυτός ο λόγος; Το σώμα μας πριν από από την παρουσία του Χριστού ήταν ευάλωτο στην αμαρτία. Μετά όμως από το θάνατο προστέθηκαν πάρα πολλά πάθη. Γι’ αυτό ακριβώς δεν ήταν πολύ ελαφρός ο δρόμος της αρετής. Για΄τι ούτε το άγιο Πνεύμα παραβρίσκονταν να βοηθήσει, ούτε το βάπτισμα που μπορούσε να το νεκρώσει. Αλλά σαν κάποιο ατίθασο άλογο, έτρεχε βέβαια, πολλές φορές όμως έκανε σφάλματα, ενώ ο νόμος όριζε εκείνα που έπρεπε να γίνονται και εκείνα που δεν έπρεπε, αλλά δεν πρόσφερνε τίποτα περισσότερο σ’’ αυτούς που αγωνιζόταν από τη συμβουλή με τα λόγια. Όταν όμως ήρθε ο Χριστός, οι αγώνες στη συνέχεια έγιναν πιο εύκολοι. Γι’ αυτό και μεγαλύτερες δοκιμασίες τοποθετήθηκαν μπροστά μας, επειδή παίρνουμε μεγαλύτερη βοήθεια. Γιατί δεν υπάρχει ο νόμος που προτρέπει μόνο, αλλά και η χάρη που τα προηγούμενα συγχώρησε και για τα μελλοντικά εξασφαλίζει. Γιατί ο νόμος ελέγχει την παράβαση, ενώ η χάρη την εξαφανίζει. Επειδή λοιπόν με αυτά έκανε τον ακροατή να αναπνεύσει, τον ασφαλίζει πάλι, προσθέτοντας παραίνεση από αντίθεση και λέγοντας τα εξής:
15 Τί οὖν; ἁμαρτήσομεν ὅτι οὐκ ἐσμὲν ὑπὸ νόμον, ἀλλ᾿ ὑπὸ χάριν; μὴ γένοιτο.
Πρώτα λοιπόν χρησιμοποιεί την απαγόρευση, επειδή είναι υπερβολικά παράλογο το λεγόμενο. Έπειτα όμως και στην παραίνεση οδηγεί το λόγο και δείχνει πως είναι μεγάλη η ευκολία των αγώνων λέγοντας το εξής:
16 οὐκ οἴδατε ὅτι ᾧ παριστάνετε ἑαυτοὺς δούλους εἰς ὑπακοήν, δοῦλοί ἐστε ᾧ ὑπακούετε, ἤτοι ἁμαρτίας εἰς θάνατον ἢ ὑπακοῆς εἰς δικαιοσύνην;
Δεν αναφέρω ακόμα την γέεννα λέει, ούτε εκείνη τη μεγάλη κόλαση, αλλά την εδώ ντροπή, όταν γίνεστε δούλοι και μάλιστα δούλοι με τη θέλησή σας και δούλοι της αμαρτίας και με τέτοιο μισθό, ώστε να πεθάνετε πάλι. Γιατί αν πριν το βάπτισμα προκάλεσε το σωματικό θάνατο, και χρειάστηκε τόση θεραπεία η πληγή, ώστε ο Κύριος των πάντων να κατεβεί και να θανατωθεί κι έτσι να εξαφανιστεί το κακό, ύστερα από τη τόση μεγάλη δωρεά και ελευθερία όταν σε παραλαμβάνει με τη θέησή σου η αμαρτία, ρίχνοντας τόσο χαμηλά τον εαυτό σου, τι δε θα σου κάνει;
Κι ενώ στον πόλεμο οι στρατιώτες παραδίνονται και χωρίς τη θέλησή τους, εδώ όμως αν δεν αυτοτολμήσεις μόνος σου, κανείς δε θα σε νικήσει. Και σ’ αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει θεραπεία, γιατί αν δεν πεθάνει πια ο Χριστός, ποιος θα εξαφανίσει τούτον τον θάνατο; Κανείς.
Επομένως αθάνατη θα είναι η κόλαση, όχι όμως για τους πιστούς, γι’ αυτούς τα βραβεία θα είναι η δικαίωση και τα αγαθά που πηγάζουν απ’ αυτήν.
17 χάρις δὲ τῷ Θεῷ ὅτι ἦτε δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας, ὑπηκούσατε δὲ ἐκ καρδίας εἰς ὃν παρεδόθητε τύπον διδαχῆς,
Αφού τους έλεγξε με τη δουλεία, αφού τους φοβέρισε με τα βραβεία και τους παρότρυνε, τους ανορθώνει πάλι με την υπενθύμιση των ευεργεσιών. Και καλά είπε «ειπακούσατε με την καρδιά σας», γιατί ούτε σας ανάγκσαν, ούτε σας βίασαν, αλλά με τη θέλησή σας και με προθυμία απομακρυνθήκατε. Αυτό όμως αποτελεί και εγκώμιο γι’ αυτούς και κατηγορία συγχρόνως. Γιατί εσείς που με τη θέλησή σας πήγατε και χωρίς να δεχτείτε κανένα εξαναγκασμό, ποια συγγνώμη μπορεί να έχετε και ποια δικαιολογία, επιστρέφοντας στα προηγούμενα;
Και γιατί λέει «στον κανόνα της διδασκαλίας που παραδοθήκατε»; Ποιος είναι αυτός ο κανόνας της διδασκαλίας; Το να ζουν με σωστό τρόπο και με άριστη διαγωγή.
18 ἐλευθερωθέντες δὲ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας ἐδουλώθητε τῇ δικαιοσύνῃ.
Εδώ δείχνει δύο δωρεές του Θεού, και την απελευθέρωση από την αμαρτία, και την υποδούλωση στην αρετή, πράγμα που είναι καλύτερο από κάθε ελευθερία. Γιατί ο Θεός έκανε το ίδιο, όπως θα έκανε κάποιος, αν παραλαμβάνοντας ένα ορφανό παιδί που μεταφέρθηκε από τους βαρβάρους στη χώρα τους, δεν το ελευθέρωνε μόνο από την αιχμαλωσία, αλλά γινόταν γι’ αυτό πατέρας προνοητικός και το ανέβαζε στην πιο μεγάλη τιμή. Αυτό ακριβώς έγινε και σε μας. Γιατί όχι μόνο μας ελευθέρωσε από τα παλαιά κακά, αλλά και σε αγγελική ζωή μας οδήγησε και άνοιξε δρόμο άριστης διαγωγής, αφού μας παρέδωσε στην ασφάλεια της αρετής, θανάτωσε τα παλαιά κακά, νέκρωσε τον παλαιό μας άνθρωπο και μας οδήγησε στην αιώνιο ζωή.
19 ἀνθρώπινον λέγω διὰ τὴν ἀσθένειαν τῆς σαρκὸς ὑμῶν. ὥσπερ γὰρ παρεστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ ἀκαθαρσίᾳ καὶ τῇ ἀνομίᾳ εἰς τὴν ἀνομίαν, οὕτω νῦν παραστήσατε τὰ μέλη ὑμῶν δοῦλα τῇ δικαιοσύνῃ εἰς ἁγιασμόν.
Επειδή ζήτησε μεγάλη προσοχή στον τρόπο της ζωής τους, προτρέποντάς τους να είναι νεκροί ως προς τον κόσμο, να έχουν πεθάνει ως προς την κακία και να μένουν ακίνητοι στην διάπραξη των αμαρτημάτων και φαινόταν πως έλεγε κάτι μεγάλο κα βαρύ και που ξεπερνάει την ανθ΄ρωπινη φύση, θέλοντας να δείξει, ότι δεν απαιτεί τίποτα το υπερβολικό, ούτε όσο έπρεπε σ΄εκείνον που απόλαυσε τόσο μεγάλη δωρεά, το αποδεικνύει με τα αντίθετα και λέει «ομιλώ με ανθ΄ρωπινο τρόπο εκφράσεως».
Και αν και υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους κυρίους, αλλά όμως απαιτώ λέει το ίσο μέτρο της δουλείας. Γιατί έπρεπε βέβαια και πολύ περισσότερο να προσφέρετε και τόσο περισσότερο, όσο και αυτή η εξουσία είναι μεγαλύτερη και καλύτερη από εκείνη. Αλλά όμως δεν απαιτώ τίποτα περισσότερο εξαιτίας της αδυναμίας σας. Και δεν είπε της προαιρέσεώς σας, ούτε της προθυμίας σας, αλλά «της σάρκας σας», κάνοντας το λόγο λιγότερο δυσάρεστο.
20 ὅτε γὰρ δοῦλοι ἦτε τῆς ἁμαρτίας, ἐλεύθεροι ἦτε τῇ δικαιοσύνῃ.
Αυτό που λέει σημαίνει το εξής: Όταν ζούσατε μέσα στην κακία και την ασέβεια και τα χειρότερα κακά, ζούσατε με τόση μεγάλη υπακοή, ώστε να μην κάνετε κανένα κακλό. Γιατί αυτό σημαίνει «ελεύθεροι είσαστε ως προς τη διακαιοσύνη». Δηλαδή δεν ήσασταν υποταγμένοι σ’ αυτή, αλλά εντελώς αποξενωμένοι. Με άλλα λόγια ήσασταν εντελώς αποξενωμένοι από την διακιοσύνη και εντελώς υποταγμένοι στη δουλεία.
Επομένως και τώρα, επειδή μετατεθήκατε προς τη δικαιοσύνη να παραδώσετε ολοκληρωτικά τους εαυτούς σας στην αρετή, χωρίς να κάνετε εντελώς κανένα κακό, για να δείξετε τουλάχιστον ίσο μέτρο.
21 τίνα οὖν καρπὸν εἴχετε τότε ἐφ᾿ οἷς νῦν ἐπαισχύνεσθε;
Γιατί τέτοια ήταν η δουλεία, ώστε και ανάμνηλσή της τώρα προκαλέι ντροπή. Εάν όμως η ανάμνηση ντροπιάζει, πολύ περισσότερο η πράξη. Ώστε τώρα κερδίσατε διπλά, επειδή απαλλαχτήκτε από τη ντροπή και επειδή μάθατε σε ποια κατάσταση ήσαστε.
τὸ γὰρ τέλος ἐκείνων θάνατος.
Διότι αφού η ντροπή δε φαινόταν πως ήταν πάρα πολύ ενοχλητικό πράγμα, έρχεται στο πολύ φοβερό, δηλαδή το θάνατο. Αν και βέβαια ήταν αρκετό και αυτό που λέχτηκε προηγουμένως.
22 νυνὶ δὲ ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δὲ τῷ Θεῷ ἔχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώνιον.
Το κέρδος εκείνων είναι η ντροπή και μετά η απαλλαγή, το κέρδος αυτών η αγιότητα. Όπου όμως υπάρχει αγιότητα, υπάρχει κάθε παρρησία. Το τέλος εκείνων ο θάνατος, ενώ αυτών η αιώνια ζωή.
23 τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος, τὸ δὲ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
Αφού είπε ο μισθός της αμαρτίας είναι ο θάνατος, για τα χρηστά δεν τήρησε την ίδια τάξη. Γιατί δεν είπε ο μισθός των κατορθωμάτων σας, αλλά «το δώρο του Θεού», δείχνοντας ότι δεν απαλλάχτηκαν από μόνοι τους, ούτε έλαβαν κάποια οφειλή, ούτε αμοιβή και ανταπόδοση των κόπων τους, αλλά από χάρη έγιναν όλα αυτά.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
1 Η ἀγνοεῖτε, ἀδελφοί· γινώσκουσι γὰρ νόμον λαλῶ·
Αφού λοιπόν είπε, ότι πεθάναμε ως προς την αμαρτία, δείχνει εδώ, ότι όχι μόνο η αμαρτία δεν τους κυριεύει, αλλά ούτε ο νόμος. Εάν όμως ο νόμος δεν τους κυριεύει, πολύ περισσότερο η αμαρτία. Και κάνοντας ευχάριστο το λόγο, το κάνει φανερό αυτό από ανθρώπινο παράδειγμα.
ὅτι ὁ νόμος κυριεύει τοῦ ἀνθρώπου ἐφ᾿ ὅσον χρόνον ζῇ; 2 ἡ γὰρ ὕπανδρος γυνὴ τῷ ζῶντι ἀνδρὶ δέδεται νόμῳ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, κατήργηται ἀπὸ τοῦ νόμου τοῦ ἀνδρός.
3 ἄρα οὖν ζῶντος τοῦ ἀνδρὸς μοιχαλὶς χρηματίσει ἐὰν γένηται ἀνδρὶ ἑτέρῳ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, ἐλευθέρα ἐστὶν ἀπὸ τοῦ νόμου, τοῦ μὴ εἶναι αὐτὴν μοιχαλίδα γενομένην ἀνδρὶ ἑτέρῳ.
Επομένως ο νόμος είναι για τους ζωντανούς, ενώ για τους πεθαμένους δεν ορίζει πια τίποτα. Βλέπεις πως φανέρωσε διπλή την ελευθερία; Διότι η γυναίκα όταν πεθάνει ο άνδρας της είναι απαλλαγμένη από την εξουσία του ανδρός, ενώ όταν και η ίδια πεθάνει είναι πλέον ελεύθερη και από το νόμο. Και με το παράδειγμα αυτό θέτει στη θέση του άνδρα τον νόμο, ενώ στη θέση της γυναίκας, όσους πίστεψαν.
Στη συνέχεια δεν προσθέτει το συμπέρασμα σύμφωνα με την πρότασή του. Γιατί ήταν επόμενο να πει, ώστε αδελφοί μου, δε σας εξουσιάζει ο νόμος γιατί πέθανε. Όμως δεν είπε αυτό, αλλά υπαινίχθηκε στην πρότασή του, ενώ κατά το συμπέρασμα στη συνέχεια, για να κάνει το λόγο λίγότερο δυσάρεστο, αναφέρει πως η γυναίκα έχει πεθάνει λέγοντας:
4 ὥστε, ἀδελφοί μου, καὶ ὑμεῖς ἐθανατώθητε τῷ νόμῳ
Εάν λοιπό γίνατε νεκροί, δεν είστε κάτω από την ισχύ του νόμου.Είδες τη σοφία του Παύλου, πως έδειξε ότι ο νόμος ήθελε αυτό, το ν’ απομακρυνθεί δηλαδή απ’ αυτόν και να συνδεθεί με άλλο άνδρα; Γιατί δεν εμποδίζει, λέει, να παντρευτεί με άλλον άνδρα, αφού πέθανε ο πρώτος.
Το παράδοξο λοιπόν είναι αυτό. Ότι δηλαδή ο ίδιος ο νόμος μας απαλλάσσει από τα αμαρτήματα, όταν απομακρυνθούμε απ’ αυτόν. ώστε δική του θέληση είναι, να ανήκουμε εμείς στον Χριστό. Γιατί πραγματικά αυτός έχει πεθάνει, και εμείς έχουμε πεθάνει και με διπλό τρόπο έχει καταργηθεί η εξουσία του. ο Πάυλος όμως δεν αρκείται σ’ αυτά μόνο, αλλά προσθέτει και το αίτιο. Γιατί δεν ανέφερε απλώς τον θάνατο, αλλά πάλι παρουσίασε το σταυρό, που πέτυχε αυτά, κάνοντας έτσι και εμάς υπεύθυνους.
διὰ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸ γενέσθαι ὑμᾶς ἑτέρῳ, τῷ ἐκ νεκρῶν ἐγερθέντι, ἵνα καρποφορήσωμεν τῷ Θεῷ. 5 ὅτε γὰρ ἦμεν ἐν τῇ σαρκί, τὰ παθήματα τῶν ἁμαρτιῶν τὰ διὰ τοῦ νόμου ἐνηργεῖτο ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν εἰς τὸ καρποφορῆσαι τῷ θανάτῳ·
είδες το κέρδος του πρώτου άνδρα; Δεν είπε όταν ήμασταν στην εξουσία του νόμου, αποφέυγοντας παντού να δώσει αφορμή στους αιρετικούς, αλλά «όταν ήμασταςν στην εξουσία της σάρκας», δηλαδή στις πονηρές πράξεις, στη σαρκική ζωή. Ενώ τώρα , αφού έγιναν ασώματοι το επιθυμούσαν. Και δεν είπε πως ο νόμος ήταν η αιτία για τα αμαρτήματα, αλλά «με το νόμο»,διότι ο νόμος αποκάλυπτε τα αμαρτήματα.
Έπειτα για να μη κατηγορήσει ούτε τη σάρκα, δεν είπε, τα οποία αμαρτήματα ενεργούσαν τα μέλη του σώματός μας, αλλά «τα οποία ενεγούσαν στα μέλη μας», δείχνοντας πως αλλού ήταν η αρχή της κακίας, από τις σκέψεις που ενεργούσαν, όχι από τα μέλη που εκτελούσαν. Συνεπώς δεν ανήκε στη σάρκα το κακόηχο της αμαρτίας, αλλά στον τεχνίτη που την ανάγκαζε να βγάζει τέτοιους κακούς ήχους.
6 νυνὶ δὲ κατηργήθημεν ἀπὸ τοῦ νόμου, ἀποθανόντες ἐν ᾧ κατειχόμεθα, ὥστε δουλεύειν ἡμᾶς ἐν καινότητι πνεύματος καὶ οὐ παλαιότητι γράμματος.
Δεν είπε ο νόμος καταργήθηκε, αλλά ότι εμείς καταργηθήκαμε. Και πως καταργηθήκαμε εμείς; Αφού ο παλαιός άνθρωπος, που κατεχόταν από την αμαρτία πέθανε και θάφτηκε. Αλλά αυτό δεν θα πρέπει να σε κάνει τώρα αδιάφορο. Γιατί καταργήθηκες για να γίνεις πάλι δούλος, όχι όμως με τον ίδιο τρόπο «αλλά στη νέα κατάσταση του Πνεύματος και όχι στην παλαιά που επικρατούσε το γράμμα του νόμου».
Τι σημαίνει αυτό; -Όταν αμάρτησε ο Αδάμ και το σώμα του έγινε θνητό και υπόκειτο σε πάθη και δέχτηκε πολλά φυσικά ελλατώματα, έγινε τότε πιο βαρύ και ατίθασο. Αλλά όταν ήρθε ο Χριστός, με το βάπτισμα μας έκανε πιο ελαφρύ το σώμα, σηκώνοντας αυτό με τα φτερά του Πνεύματος. Γι’ αυτό ακριβώς δεν υπάρχουν σε μας οι ίδιες με τους παλαιούς δοκιμασίες, επειδή δεν ήταν τότε τόσο εύκολος ο δρόμος. Γι’΄αυτό και αυτός δεν ζητάει να είμαστε καθαροί από τους φόνους μόνο, όπως οι παλαιοί, αλλά από την οργή. Όχι από τη μοιχεία, αλλά και απότ ακόλαστο βλέμμα προτρέπει να απαλλαχτούμε, όχι μόνο από την επιορκία να απέχουμε, αλλά και από το να κάνουμε αληθινούς όρκους και μαζί με τους συγγενείς διατάσσει να αγαπάμε και τους εχθρούς. Και αν δεν υπακούουμε, απείλησε και γέεννα, δείχνοντας ότι τα ζητούμενα δεν είναι έργο της φιλοτιμίας αυτών που αγωνίζονται, όπως η παρθενία και η ακτημοσύνη, αλλά ότι πρέπει αυτά οπωδήποτε να κατορθωθούν.
7 Τί οὖν ἐροῦμεν; ὁ νόμος ἁμαρτία; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τὴν ἁμαρτίαν οὐκ ἔγνων εἰ μὴ διὰ νόμου· τήν τε γὰρ ἐπιθυμίαν οὐκ ᾔδειν εἰ μὴ ὁ νόμος ἔλεγεν, οὐκ ἐπιθυμήσεις· 8 ἀφορμὴν δὲ λαβοῦσα ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς κατειργάσατο ἐν ἐμοὶ πᾶσαν ἐπιθυμίαν· χωρὶς γὰρ νόμου ἁμαρτία νεκρά.
Επειδή λοιπόν όλα αυτά φαινόταν ότι διαβάλλουν το νόμο, σαν να διορθώνει την υποψία αυτή αναφέρει και τηνα αντίθεση και λέει: «τι λοιπόν, ο νόμος είναι αμαρτία; Μακριά μια τέτοια σκέψη». Πως λοιπόν εξηγεί εδώ αυτό που φάινεται να στρεσάρει τον ακροατή; Λέει: «Την αμαρτία δεν θα την γνώριζα παρά μόνο με το νόμο». Γιατί «και την επιθυμία δε θα γνώριζα αν ο όμος δεν έλεγε μην επιθυμήσεις». Βλέπεις πως λίγο λίγο δείχνει ότι είναι όχι μόνο κατήγορος της αμαρτίας αλλά σιγά-σιγά και δημιουργός της; Όμως δεν απρουσιάζει να συμβαίνει αυτό από τη δική του αιτία, αλλά από την αιτία των αχάριστων Ιουδαίων. Γιατί φρόντισε να κλείσει τα στόματα των Μανιχαίων που κατηγορούσαν το νόμο. Γιατί αφού είπε «την αμαρτία δε θαγνώρζα, αν ο νόμος δενέλεγε μην επιθυμήσεις» πρόσθεσε: «αφού όμως έλαβε αφορμή από την εντολή η αμαρτία, δημιούργησε μέσα μου κάθε επιθυμία». Είδε ς πως απάλλαξε το νόμο από τις κατηγορίες; Γιατί έλαβε αφορμή λέει, η αμτία, όχι ο νόμος, μεγάλωσε την επιθυμία και έγινε το αντίθετο από εκείνο που ήθελε ο νόμος, πράγμα που ήταν απόδειξη αδυναμία και όχι πονηρίας. Γιατί όταν επιθυμούμε και στη συνέχεια εμποδιζόμαστε, αυξάνεται περισσότερο η φλόγα της επιθυμίας. Αλλά αυτό δεν είναι έργο του νόμου.
Συνεπώς δεν φταίει ο ιατρός, ούε το φάρμακο, αλλά ο ασθενής που χρησιμοποίησε κακώς το φάρμακο. Συνεπώς η κατηγορία δεν είναι εναντίον του, αλλά εναντίον μας.
Εσύ όμως μην εξετάζεις αυτά που λέγονται εδώ, αλλά να προσθέτει και την αφορμή για την οποία λέγονται εδώ, διότι ο Πάλυος λέγοντας αυτά, σκέφτεται τη μανία των Ιουδαίων και την έντονη φιλονεικία τους, που θέλοντας να εξαλείψει ο Πάυλος, φαίνεται πως οργίζεταιπολύ εναντίον του νόμου, όχι για να τον διαβάλει, αλλά για να καταργήσει τη δύναμή τους. Γιατί, αν ήταν κατηγορία εναντίον του νόμυο, το ότι με αυτόν η αματία έλαβε αφορμή, θα βρεθεί να συμβαίνει αυτό και στην Καινή Διαθήκη. Γιατί πραγματικά και στην Καινή Διαθήκη υπάρχουν πάρα πολλοί νόμοι και μάλιστα για πολύ μεγαλύτερα πράγματα.
Και πρέπει να καταλάβει πως η επιθυμία δεν γεννήθηκε επειδή υπήρχε ο νόμος, διότι ο άνθρωπος γνώριζε την επιθυμία πρωτού έρθει ο νόμο. Διότι πως έγινε ο κατακλυσμός; Από πού κάηκαν τα Σόδομα; Τι λοιπόν εννοεί; Την αύξηση της επιθυμίας και όχι αυτή καθ΄’ αυτή την επιθυμία. Και ποιο λοιπόν ήταν τότε το κε΄ρδος από το νόμο, αφού αύξησε την επιθυμία; Κανένα, αλλά και μεγάλη ζημία. Όμως η κατηγορία και πάλι δεν ανήκει στο νόμο, αλλά στην αδιαφορία εκείνων που τον δέχτηκαν.
Και τι τελικά εννοεί λέγοντας «την αμαρτία δε γνώριζα παρά μόνο με το νόμο»; Δεν εννοεί την καθολική άγνοια, αλλά την ακριβέστερη γνώση.
9 ἐγὼ δὲ ἔζων χωρὶς νόμου ποτέ·
Πότε εσύ Πάλυε ζούσε χωρίς νόμου; Πες μου. Πριν από το Μωυσή. Πρόσεχε πως προσπαθεί να δείξει και απ’ αυτά που δεν έκανε, ότι ο νόμος καταπίεσε το ανθρώπινο γένος.
ἐλθούσης δὲ τῆς ἐντολῆς ἡ ἁμαρτία ἀνέζησεν, 10 ἐγὼ δὲ ἀπέθανον,
Αυτό βέβαια φαίνεται να είναι κατηγορία κατά του νόμου. Εάν όμως εξετάσει κανείς με προσοχή, θα φανεί πως είναι και έπαινος του νόμου. Γιατί ο νόμος δεν έδωσε υπόσταση στην αμαρτία χωρίς να υπάρχει, αλλά την έδειξε ότι ήταν κρυμμένη, πράγμα που είναι και έπαινος του νόμου. Όταν λοιπόν ήρθε ο νόμος έμαθαν τουλάχιστο ότι αμάρταναν, πράγμα που δεν είναι μικρό για την απαλλαγή από την κακία. Εάν όμως δεν απαλλάχτηκαν από την κακία, γι΄αυτό δεν ευθύνεται ο νόμος.
καὶ εὑρέθη μοι ἡ ἐντολὴ ἡ εἰς ζωήν, αὕτη εἰς θάνατον·
Δεν είπε έγινε θάντος, ούτε γέννησε θάνατο, αλλά «βρέθηκε», ερμηνεύοντας έτσι το καινούριο και παράδοξο του παραλογισμού αυτού και στρέφοντας το καθετί εναντίον τους. Γιατί αν θέλεις να δεις το σκοπό της εντολής, οδηγούσε λέει, στη ζωή και γι’ αυτό δόθηκε, αν όμως από εδώ βγήκε ο θάνατος, η κατηγορία ανήκει σ’ εκείνους που έλαβαν την εντολή, όχι σ΄’ αυτή που οδηγούσε στη ζωή.
11 ἡ γὰρ ἁμαρτία ἀφορμὴν λαβοῦσα διὰ τῆς ἐντολῆς ἐξηπάτησέ με καὶ διὰ αὐτῆς ἀπέκτεινεν.
Είδες; Παντού καταπιάνεται με την αμαρτία, απαλλάσσοντας από κάθε κατηγορία το νόμο; Γι’ αυτό και πρόσθεσε:
12 ὥστε ὁ μὲν νόμος ἅγιος, καὶ ἡ ἐντολὴ ἁγία καὶ δικαία καὶ ἀγαθή.
Αλλά αν θέλετε, ας αναφέρουμε και τις εξηγήσεις εκείνων που παραποιούν αυτές. Γιατί έτσι θα γίνου ποιο καθαρά και τα δικά μας λόγια. Μερικοί εδώ ισχυρίζονται ότι εδώ ο Παύλος δε μιλάει για το νόμο του Μωυσή, αλλά για το φυσικό νόμο, ενώ άλλοι για την εντολή που δόθηκε στον παράδεισο. Αλλά όμως παντού σκοπός του Πάυλου ήταν να σταματήσει αυτόν τον νόμο και δεν μιλάει καθόλου για εκείνους τους νόμους. Και πολύ φυσικά. Γιατί αυτόν το νόμο επειδή φοβούνταν και έτρεμαν οι Ιουδαίοι, γι’ αυτό φιλονεικούσαν με τη χάρη. Την εντολή όμως που δόθηκε στον παράδεισο δε φαίνεται ποτέ να την ονόμασε νόμο, ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος.
Είναι λοιπόν σαφές ότι ουδέποτε ο άνθρωπος δεν έζησε χωρίς φυσικό νόμο, αλλά εννοεί ξεκάθαρα τον Μωσαϊκό νόμο. Τώρα το αν οι Ιουδαίοι έγιναν μετά το νόμο και ακάθαρτοι και άδικοι και πλεονέκτες αυτό δεν καταργεί την αρετή του νόμου αλλά αποδεινύει την απαιστία τους στον Θεό.
13 τὸ οὖν ἀγαθὸν ἐμοὶ γέγονε θάνατος; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία, ἵνα φανῇ ἁμαρτίᾳ,
Δηλαδή για να φανεί πόσο κακό είναι η αμαρτία, η αδιάφορη προαίρεση, η ορμή προς το χειρότερο, αλλά και η ίδια η πράξη και η κακή επιθυμία. Γιατί αυτό είναι η αιτία όλων των κακών. Αυξάνει όμως την αμαρτία, για να αποδείξει την υπεροχή της χάριτος του Χριστού και να διδάξει από ποιο κακό απάλλαξε το ανθ΄ρωπινο γένος, που με τα φάρμακα των ιατρών γινόταν χειρότερο και μ’ εκείνους που εμπόδιζαν αυξανόταν. Γι’ αυτό προσθέτει και λέγει:
διὰ τοῦ ἀγαθοῦ μοι κατεργαζομένη θάνατον, ἵνα γένηται καθ᾿ ὑπερβολὴν ἁμαρτωλὸς ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς.
Είδες πως παντού η μάχη του είναι εναντίον της αμαρτίας και με αυτά που την κατηγορεί αποδεικνύει πάλι περισσότερο την αρετή του νόμου; Γιατί δεν κατόρθωσε κάτι μικρό κάτι μικρό δείχνοντας πόσο κακό είναι η αμαρτία, φανερώνοντας όλο το δηλατήριό της και παρουσιάζοντας αυτήν μπροστά τους. Γιατί γι’ αυτό δήλωσε λέγοντας «για να γίνει υπερβολικά αμαρτωλή η αματία με την εντολή». Δηλαδή για να φανεί πόσο μεγάλο κακό, πόση μεγάλη καταστροφή είναι η αμαρτία. Από αυτά είπαμε δείχνει και την υπεροχή της χάριτος από τονόμο, την υπεροχή, όχι τη μάχη.
14 Οἴδαμεν γὰρ ὅτι ὁ νόμος πνευματικός ἐστιν· ἐγὼ δὲ σαρκικός εἰμι, πεπραμένος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν.
Επειδή είπε ότι έγιναν μεγάλα κακά και η αμαρτία έγινε πιο δυνατή όταν έλαβε την εντολή και πραγματοποιήθηκε το αντίθετο από εκείνο για το οποίο προσπαθούσε ο νόμος και έβαλε σε μεγάλη υποψία τον ακροατή λέει στη συνέχεια και τη σκέψη, σύμφωνα με την οποία έγιναν, αφού πρώτα απάλλαξε το νόμο αότην πονηρή υποψία. Για να μη νομίσει κανείς, ακούγοντας ότι η αμαρτία έλαβε αφορμή από την εντολή και πως όταν ήρθε αυτή η αμαρτία ξανάζησε και πως με αυτήν εξαπάτησε και θανάτωσε, ότι ο νόμος είναι αίτιος αυτών των κακών, πρώτα αναφέρει την απολογία γι’ αυτόν με πολλά λόγια, όχι όμως απαλλάσσοντας αυτόν από την καητγορία, αλλά πλέκοντας γι’ αυτόν και μέγιστο έπαινο. Και το αναφέρει αυτό, όχι χαριζόμενος σ’ αυτόν, αλλά σαν να εκφράζει κοινή απόφαση. «Γιατί γνωρίζουμε», λέει, «ότι ο νόμος είναι πνευαμτικός». Σαν να έλεγε είναι πολύ γνωστό και φανερό αυτό, ότι είναι πνευματικός και υπεύθυνος των κακών που έγιναν. Συνεπώς ο νόμος είναι διδάσκαλος της αρετής και εχθρός της κακίας. Για το λόγο αυτό πρόσθεσε «εγώ όμως είμαι σαρκικός», περιγράφοντας έτσι τον άνθρωπο που ζούσε μέσα στο νόμο και πριν από το νόμο. «Πουλημένος σαν σκλάβος στην αμαρτία». Γιατί μαζί με το θάνατο, εμφανίστηκαν και πολλά πάθη.
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Η επιθυμία δεν είναι αμαρτία, ίταν όμως πέσει σε υπερβολή, χωρίς να θέλει να παραμένει μέσα στους νόμους του γάμου, αλλά να πηγαίνει και σε ξένες γυναίκες, τότε το πράγμα στη συνέχεια γίνεται μοιχεία, όχι όμως από την επιθυμία, αλλά από την πλεονεξία της.
15 ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ᾿ ὃ μισῶ τοῦτο ποιῶ.
Τι σημαίνει «ου γινώσκω»; Αγνοώ. Και πότε έγινε αυτό; Γιατί ποτέ κανείς δεν αμάρτησε χωρίς να γνωρίζει. Βλέπεις πως αν δεν γνωρίζουμε τις λέξεις με την ευλάβεια που ταιριάζει, και αν δεν αποβλέπψουμε προς τον αποστολικό σκοπό, θ’ ακολουθήσουν πάρα πολλά άτοπα; Γιατί, αν αμάρταναν χωρίς να γνωρίζουν, δεν έπρεπε ούτε να τιμωρηθούν.
Τι σημαίνει λοιπόν «ου γινώσκω»; Σκοτίζομαι, ξεγελιέμαι, απαιλούμαι, δεν ξέρω πως ανατρέπομαι, πράγμα που εμείς συνήθως λέμε, δεν ξέρω πως ο τάδε ήρθε και με ξεγέλασε, χωρίς να προφασιζόμαστε άγνοια, αλλά φανερώνοντας κάποια απάτη και περίσταση και επιβουλή.
16 εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω τοῦτο ποιῶ, σύμφημι τῷ νόμῳ ὅτι καλός.
Πως λοιπόν δεν γνωρίζεις εκείνο που εκτελείς; Γιατί αν θέλεις το καλό και μισείς το κακό, αυτό είναι απόδειξη τέλειας γνώσεως. Επομένως είναι φανερό ότι και το «εκείνο που δε θέλω», το είπε ΄λχι για να καταργήσει την ελευθερία, ούτε για να παρουσιάσει κάποια πιεστική ανάγκη. Γιατί αν αμαρτάνουμε όχι με τη θέλησή μας, αλλά επειδή μας πιέζει η ανάγκη, πάλι δε θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν οι τιμωρίες που έγινα προηγουμένως. Λέγοντας λοιπόν «εκείνο που δε θέλω», δε δήλωσε ανάγκη, αλλά το να μην απαινούμε αυτά που γίνονται. Άρα εκείνο που δεν επαινώ, εκείνο που δε δέχομαι, εκείνο που δεν αγαπώ, αλλά εκείνο που μισώ αυτό κάνω. Εάν όμως εκείνο που δε θέλω, αυτό κάνω, τότε συμφωνώ με το νόνο ότι είναι καλός.
Βλέπεις κατ’ αρχήν πως η διάνοια δεν είναι διεφθαρμένη αλλά και στη πράξη διατηρεί τη δική ευγένεια; Γιατί αν και σχολείται με την κακία, ασχολείται όμως επειδή την μισεί, πράγμα που μπορούσε να είναι πάρα πολύ μεγάλος έπαινος και του φυσικού και του γραπτού νόμου.
17 νυνὶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία.
Εάν όμως λέγει ότι δεν κατοικέι με΄σα σ’ αυτήν το αγαθό, δεν είναι αυτό καθόλου κατηγορηταίο για τη σάρκα, γιατί το να μην κατοικεί σ’ αυτήν το αγαθό, δεν αποδεικνύει πως είναι πονηρή. Τι λοιπόν σημαίνει αυτό;
Δεν κατηγόρησε το σώμα ο Πάλυος, αλλά έδειξε την υπεροχή της ψυχής. Γιατί αυτή έχει αναλάβει την κυβέρνηση και την κιθαρωδία, πράγμα που και ο Παύλος δείχνει εδώ, αναφέροντας την εξουσία στην ψυχή. Και χωρίζοντας τον άνθρωπο σ’ αυτά τα δύο, την ψυχή και το σώμα, λέει ότι η σάρκα είναι πιο άλογη και χωρίς σύνεση και ότι ανήκει στα πράγματα που οδηγούνται και όχι που οδηγούν, ενώ η ψυχή είναι πιο σοφή και ότι μπορεί να γνωρίζει καλκά εκείνο που πρέπει να κάνει και εκείνο που δεν πρέπει.
18 οἶδα γὰρ ὅτι οὐκ οἰκεῖ ἐν ἐμοί, τοῦτ᾿ ἔστιν ἐν τῇ σαρκί μου, ἀγαθόν· τὸ γὰρ θέλειν παράκειταί μοι, τὸ δὲ κατεργάζεσθαι τὸ καλὸν οὐχ εὑρίσκω·
Λέγοντας πάλι εδώ «δεν το βρίσκω», δεν εννοεί την άγνοια, ούτε απορία, αλλά κάποια βλάβη και επιβουλή της αμαρτίας και για να το δείξει αυτό ποιο σαφέστερα προσθέτει:
19 οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω. 20 εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγὼ τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία.
Είδες πως απαλάσσοντας την ουσία και της ψυχή και της σάρκας από την κατηγορία, μετέθεσε τα πάντα στην πονηρή πράξη; Γιατί αν δεν θέλει το κακό, είναι ελεύθερο το σώμα και το κάθετι ανήκει μόνο στην πονηρή προαίρεση.
21 εὑρίσκω ἄρα τὸν νόμον τῷ θέλοντι ἐμοὶ ποιεῖν τὸ καλόν, ὅτι ἐμοὶ τὸ κακὸν παράκειται·
Είναι ασαφές αυτό που λέγεται. Τι λοιπόν σημαίνει αυτό; Επαινώ το νόμο σύμφωνα με τη συνείδησή μου και τον βρίσκω συνήγορο σ’ εμε΄να που θέλω να κάνω το καλό και να μου δυναμώνει τη θέληση. Η γνω΄ση των καλών και των κακών είναι λοιπόν φυτεμένη μέσα μας απόό την αρχή, ενώ ο Μωσαϊκός νόμος την επαινεί και απαινείται απ’ αυτή,
22 συνήδομαι γὰρ τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον,
«Συνήδομαι», δηλαδή παραδέχομαι ότι ο νόμος είναι καλός. Επομένως το να θέλουμε το καλό και το να μη θέλουμε το κακό, είναι φυτεμένο προκαταβολικά από το Θεό μέσα μας. Όταν όμως ήρθε ο νόμος και στα κακά έγινε πιο πολύ κατήγορος και στα αγαθά πιο μεγάλος επαινετής.
23 βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου
Εδώ πάλι ως νόμο που εναντιώνεται ονόμασε την αμαρτία, όχι για τους καλούς νόμους της, αλλά για την υπερβολική πειθαρχία εκείνω που υπακούουν σ’ αυτήν. Όπως ακαριβώς λοιπόν ονομάζει κύριο το μαμωνά και θεό την κοιλιά, όχι για τη δική τους αξία, αλλά για την μεγάλη υποδούλωση εκείνων που είναι δούλοι, έτσι και εδώ ονόμασε νόμο της αμαρτίας, γι’ αυτου΄ς που είναι έτσι δούλοι της και φοβούνται να την εγκαταλείψουν, όπως φοβούνται να εγκαταλείψουν το νόμο, εκείνοι που έλαβαν το νόμο. Αυτό λοιπόν σημαίνει «στο νόμο του νου μου».
Και δεν είπε πως η εξουσία της αμαρτίας απλώς τον νικάει και ότι αυτή υπερισχύει αλλά «με κάνει αιχμάλωτο» που; Στο νόμο της αμαρτίας. Δεν είπε στην επιθυμία της σάρκας, ούτε στη φύση της σάρκας, αλλά «στο νόμο της αμαρτίας», δηλαδή στη τυραννική εξουσία του, στη δύναμή του.
Πως όμως λέγει «που υπάρχει στα μέλη μου»; Και τι σημαίνει αυτό; Βέναι αυτό δεν κάνει αμαρτία τα μέλη, αλλά τα ξεχωρίζει πάρα πολύ από την αμαρτία, γιατί άλλο είναι αυτό που υπάρχει σε κάτι και άλλο αυτό στο οποίο υπάρχει εκείνο. Άρα η αμαρτία μας πολεμάει διά μέσου των μελών μας χωρίς όμως τα μέλη μας να έχουν κακία εκ της φύσεώς τους.
καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου. 24 Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;
βλέπεις πόση είναι η δύναμη της κακίας, αφού νικάει το νου, αν και ευχαριστιέται με το νόμο;
25 εὐχαριστῷ τῷ Θεῷ διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν. ἄρα οὖν αὐτὸς ἐγὼ τῷ μὲν νοῒ δουλεύω νόμῳ Θεοῦ, τῇ δὲ σαρκὶ νόμῳ ἁμαρτίας.
Να τώρα και υπεροχή της χάριτος. Κι ενώ ο απόστολος στέναξε και θρήνησε γοερά, σαν μην υπάρχουν αυτοί που πρόκειται να βοηθήσουν, με την απορία δείχνει τη δύμαμη του Χριστού και λέει ¨πόσο δυστυχισμένος άνθωπος είμαι εγώ! Ποιος θα με ελευθερώσει από το σώμα του θανάτου αυτού»; Ο νόμος δεν μπόρεσε, η συνείδηση δεν το κατόρθωσε, αν και επαινούσε βέβαια τα καλά, και δεν επαινούσε μόνο, αλλά προσπαθούσε για τα αντίθετα. Και καταλήγει «ευχαριστώ το Θεό που με έσωσε με τον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας». Είδες πως έδειξε αναγκαία την παρουσία της χάριτος και κοινά τα κατορθώματα του Πατέρα και του Υιού; Γιατί αν ευχαριστεί τον Πατέρα, για την ευχαριστία όμως αυτή αίτιος είναι και οΥιός.
Και όταν ονομάζει το σώμα, σώμα θανάτου, δεν κατηγορεί το σώμα ως κατά φύση κακό, αλλά ως αιχμάλωτο στην αμαρτία. Όπως δηλαδή, αν κάποιος που αιχμαλωτίστηκε από βάρβαρους, ανήκει στους βάρβαρους, όχι γιατί είναι βάρβαρος, αλλά γιατί κατέχεται από εκείνους, έτσι κι εδώ το σώμα λέγεται «σώμα θανάτου», γιατί κυριεύτηκε απ’αυτόν, όχι γιατί προξένησε το θάνατο. Γι’ αυτό ακριβώς δεν θέλει ο Πάυλος να απελευθερωθεί από το σώμα, αλλά από το θνητό σώμα.
Και δες πως ο Μωσαϊκός νόμος δεν έβαζε υπέρμετρα βάρη στους ανθρώπους, αλλά μάλιστα δεν εμπόδιζε τις διαρκείς σαρκικές σχέσεις και δεν εμπόδιζε τον άνρα να διώχνει μία γυναίκα και να παίρνει άλλη, ούτε απαγόρευε να έχει κανείς δύο γυναίκες συγχρόνως. Γι’ αυτό ο Χριστός είπε: «εκείνος που τους δημιούργησε από την αρχή, έκαμε ένα άνδρα και μία γυναίκα». Συνεπώς ο νόμος δεν ήταν δυσβάστακτος, μάκιστα είχε λιγότερες απαιτήσεις απ’ όσες ο φυσικός νόμος όριζε. Κι όμως ούτε έτσι κατόρθωσαν να σωθούν. η ακτηγορία λοιπόν ανήκει στην αδιαφορία τους και μόνο.
Ο Χριστός όμως ήρθε και έκανε ικανούς να ακολουθήσουμε μεγαλύτερου δρόμους. Γι’ αυτό και λέει «ευχαριστώ το Θεό μου με τον Ιησού Χριστό».
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
1 Ουδέν ἄρα νῦν κατάκριμα τοῖς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα. 2 ὁ γὰρ νόμος τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἠλευθέρωσέ με ἀπὸ τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.
Τον ονόμασε «νόμο της ζωής», προς διάκριση από τον νόμο της ααμαρτίας, όχι από το Μωσαϊκό.
3 τὸ γὰρ ἀδύνατον τοῦ νόμου, ἐν ᾧ ἠσθένει διὰ τῆς σαρκός, ὁ Θεὸς τὸν ἑαυτοῦ υἱὸν πέμψας ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας καὶ περὶ ἁμαρτίας, κατέκρινε τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί,
Πάλαι φαίνεται πως κατηγορεί το νόμο, αν όμως κανείς προσέξει στα λεγόμενα, επειανεί το νόμο και μάλιστα πάρα πολύ.γιατί δεν είπε το πονηρό του νόμου, αλλά το «αδύνατον», και πάλι «επειδή δεν είχε δύναμη», όχι επειδή έβλαπτε ή οργάνωνε σκευωρίες. Και ούτε καταλογίζει σ’ αυτόν αδυναμίες, αλλά στη σάρκα, λέγοντας «επειδή δεν είχε δύναμη εξαιτίας της σάρκας», ονομάζοντας σάρκα πάλι εδώ όχι την ίδια τη φύση και την ουσία, αλλά το περισσότεροσαρκικό φρόνημα, με τα οποία απαλλάσσει και το σώμα και το νόμο από την κατηγορία.
Κι αν ο νόμος ήταν αντίθετος, πως ο Χριστός ήρθε σε βοήθειά του; και πως άπλωσε χέρι βοηθείας, καταδικάζοντας την αμαρτία στη σάρκα Του;
Και πως κατέκρινε ο Χριστός την αμαρτία εν τη σαρκί; Την κτύπησε με το χτύπημα του θανάτου, όχι η σάρκα που κτυπήθηκε, αλλά η αμαρτία που κτύπησε, πράγμα που είναι το πιο θαυμαστό απ’ όλα. Γιατί πραγματικά αν η νίκη δε σημειωνόταν στη σάρκα, δε θα ήταν θαυμαστό, αφού και ο νόμος το έκανε αυτό. Το θαυμαστό όμως είναι, ότι το τρόπαιο στήθηκε μαζί με τη σάρκα και ότι εκείνη που άπειρες φορές νικήθηκε από την αμαρτία, αυτή κέρδισε λαμπρή νίκη εναντίον της. Βλέπε λοιπόν όσα παράδοξα έγιναν. Πρώτο ότι η αμαρτία δε νίκησε τη σάρκα, δεύτερο, ότι και νικήθηκε και μάλιστα νικήθηκε απ’ αυτή, γιατί δεν είναι το ίδιο να μη νικηθεί και νικήσει εκείνη που πάντα νικούσε, τρίτο, όχι μόνο νίκησε, αλλά και την τιμώρησε. Γιατί με το να μην αμαρτήσει, δε νικήθηκε, με το να πεθάνει όμως, νίκησε και την καταδίκασε, αποδεικνύοντας φοβερή σ’ αυτήν τη σάρκα που προηγουμένως ήταν ευκαταφρόνητη. Έτσι λοιπόν και τη δύναμή της διέλυσε και εξόντωσε το θάνατο που αυτή έφερε. Γιατί μέχρι που ελάμβανε αμαρτωλούς, δίκαια πρόσθεσε το θάνατο, όταν όμως, βρίσκοντας αναμάρτητο σώμα, το παρέδωσε στο θάνατο, καταδικάστηκε, γιατί διέπραξε αδικία.
Βλέπεις πόσα έγιναν τα βραβεία της νίκης; Το να μη νικηθεί η σάρκα από την αμαρτία και μάλιστα το να τη νικήσει και να την καταδικάσει, το να μην την καταδικάσει απλώς, αλλά και να την καταδικάσει σαν να έκανε αμαρτία; Γιατί, αφού την έλεγξε πρώτα σαν να είχε κάνει αδικία, έτσι την καταδίκασε, όχι απλώς με τη δύναμη και την εξουσία της, αλλά σύμφωνα με το δίκαιο. Γιατί αυτό δήλωσε λέγοντας, «για την αμαρτία καταδίκασε την αμαρτία στη σάρκα». Σαν να έλεγε, ότι την έλεγξε επειδή είχε αμαρτήσει πολύ και ύστερα την καταδίκασε. Βλέπει πως παντού καταδικάζεται η αμαρτία και όχι η σάρκα;
Και αν είπε ότι έστειλε τον Υιό Του με ομοίωμα σάρκας, να μη νομίζεις γι’ αυτό πως εκείνη είναι άλλη σάρκα. Γιατί επειδή είπε σάρκα της αμαρτίας, γι’ αυτό ανέφερε και το ομοίωμα. Γιατί ο Χριστός δεν είχε αμαρτωλή σάρκα, αλλά όμοια βέβαια με τη δική μας την αμαρτωλή, αναμάρτητη όωμς, και στη φύση την ίδια μ’ εμάς. Ώστε και από δω είναι φανερό, ότι δεν ήταν κακή η φύση της σάρκας. Γιατί αφού έλβε ο χριστός άλλη σάρκα αντί για την προηγούμενη, ούτε αφού άλλαξε αυτήν την ίδια στην ουσία της, την προετοίμασε μετά έτσι να πολεμήσει, αλλά αφού την άφησε να παραμένει στην ίδια την φύση της, την έκανε να κερδίσει το στεφάνι της νίκης εναντίον της αμαρτίας και ύστερα την ανέστησε μετά τη νίκη και την έκανε αθάνατη.
Ποια λοιπόν σχέση έχει αυτό μ’ εμένα, λέει, αν αυτά έγιναν σ’ εκείνη τη σάρκα; Ιδιαίτερα μάλιστα έχει σχέση με σένα γι’ αυτό πρόσθεσε:
4 ἵνα τὸ δικαίωμα τοῦ νόμου πληρωθῇ ἐν ἡμῖν τοῖς μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα· 5 οἱ γὰρ κατὰ σάρκα ὄντες τὰ τῆς σαρκὸς φρονοῦσιν, οἱ δὲ κατὰ πνεῦμα τὰ τοῦ πνεύματος.
Τι σημαίνει «το δικαίωμα»; Το τέλος, ο σκοπός, το κατόρθωμα. Τι λοιπόν ήθελε εκείνος και τι τέλος πάντων διέτασσε; Να είσαι αναμάρτητος. Αυτό λοιπόν κατόρθωσε τώρα από μας με το Χριστό και η ανάσταση βέβαια και η νίκη ανήκει σ’ αυτόν, ενώ η απόλαυση της νίκης είναι δική μας. Δε θα αμαρτήσουμε λοιπόν στο εξής; Δε θα αμαρτήσουμε, αν δεν είμαστε υπερβολικά αδιάφοροι και άτολμοι. Γι’ αυτό και πρόσθεσε «οι οποίοι δεν συμπεριφερόμαστε σύμφωνα με τις απαιτήσεις της σάρκας». Γιατί το να σου δώσει βέβαια το στεφάνι, ανήκει σ’ εκείνο, το να το κρατήσεις όμως, αφού σου δοθεί, είναι στο δικό σου χέρι. Μην προδώσεις λοιπόν την τόση μεγάλη δωρεά. Γιατί σου αποδεικνύει εδώ, ότι δεν είναι αρκετό το βάπτισμα για τη σωτηρία μας, αν δεν δείξουμε μετά το βάπτισμα άξιο της δωρεάς τρόπο ζωής.
6 τὸ γὰρ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος,
Δεν είπε η φύση της σάρκας, ούτε η ουσία του σώματος, αλλά το φρόνημα που μπορούσε να διορθωθεί και να καταστραφεί. Και λέγει αυτό, όχι αποδίδοντας στη σάρκα δική της σκέψη, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά παρουσιάζοντας την πιο ανόητη επιθυμία της διάνοιας και ονομάζοντας αυτήν από το χειρότερο πράγμα, όπως βέβαια συνήθιζε πολλές φορές να ονομάζει και σάρκα όλο τον άνθρωπο, μολονότι έχει και ψυχή.
τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη·
Πάλι κει εδώ εννοεί την πνευματική διάνοια, όπως ακριβώς και παρκάτω λέγει «εκείνος όμως που ερευνάει τις καρδιές γνωρίζει ποιο είναι το φρόνημα του πνεύματος» και δείχνει πως είναι πολλά τα αγαθά που προέρχονται απ’ αυτήν και στο παρόν και στο μέλλον. Γιατί από τα κακά που φέρνει το φρόνημα της σάρκας, πολύ περισσότερα αγαθά παρέχει το φρόνημα του πνεύματος. Αυτά ακριβώς δήλωσε με το να πει «Ζωή και ειρήνη». Το ένα προς αντιδιαστολή του πρώτου «Γιατί το φρόνημα της σάρκας», λέγει, «είναι θάνατος», ενώ το άλλο προς αντιδιαστολή του επόμενου:
διότι τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεόν·
Γιατί αφού είπε «ειρήνη», πρόσθεσε, «γιατί το φρόνημα της σάρκας είναι έχθρα στο Θεό», πράγμα που είναι χειρότερο από το θάνατο.
7 τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται· οὐδὲ γὰρ δύναται·
Μην ανησυχήσεις όμως όταν ακούς «αλλά ούτε μπορεί να υποταχθεί». Γιατί πραγματικά η απορία υτή λύνεται εύκολα. Καθόσον φρόνημα της σάρκας εννοεί εδώ το γήινο λογισμό, τον ανόητο, που είναι στραμμένος στα βιωτικά και τις πονηρές πράξεις. Γι’αυτό το λογισμό λέγει ότι είναι αδύνατο να υποταχθεί.
Και ποια ελπίδα σωτηρίας υπάρχει ύστερα, αν είναι αδύνατο όταν είναι κακός κανείς να γίνει καλός; Δεν εννοεί αυτό. Γιατί πως ο Παύλος έγινε καλός; Πως ο ληστής; Πως ο Μανασσής; Πως οι Νινευίτες; Πως ο Δαυίδ αφού αμάρτησε; Πως ο Πέτρος αφού αρνήθηκε τον Χριστό; Πως οι Γαλάτες αφού ξέπεσαν απότ η χάρη επέστρεψαν στην προηγούμεν ευγένεια; Δεν εννοεί λοιπόν αυτό, ότκ δηλαδή είναι αδύνατον ο κακός να γίνει καλός, αλλά ότι είναι αδύνατον να υποταχθεί στον Θεό, όταν εξακολουθεί να είναι κακός. Σαν να έλεγε η πορνεία δεν μπορεί να είναι εγκράτεια, ούτε η κακία αρετή. Αυτό βέβαια και στο Ευαγγέλιο λέει «δεν μπορεί ένα δέντρο σάπιο να παράγει καλούς καρπούς», όχι για να ποκλείσει την αλλαγή από την κακία στην αρετή, αλλά για να εννοήσει ότι η παραμονή στην κακία δεν μπορεί να παράγει καλούς καρπούς.
8 οἱ δὲ ἐν σαρκὶ ὄντες Θεῷ ἀρέσαι οὐ δύνανται.
Τι λοιπόν; Θα καταστρέψουμε το σώμα για να αρέσουμε στο Θεό; Όμως σάρκα εδώ δεν λέει το σώμα, αλλά την σαρκική και κοσμική ζωή που είναι γεμάτη απολαύσεις και ασωτίες και κάνει σάρκα όλο τον άνθρωπο.
9 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐστὲ ἐν σαρκί, ἀλλ᾿ ἐν πνεύματι, εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν.
Εννοελι εδώ όχι απλώς τη σάρκα, αλλά τη σάρκα αυτή που σύρεται από τα πάθη, που βασανίζεται. Και για ποιο λόγο, λέει, δε μίλησε έτσι, ούτε τη διαφορά ανέφερε; Για να εξυψώσει τον ακροατή και για να δείξει ότι ούτε σε σώμα β΄ρισκεται όποιος ζει με ορθό τρόπο ζωής. Επειδή λοιπόν το να μη ζει στην αμαρτία ο πνευαμτικός ήταν βέβαια στον καθένα φανερό, αυτός αναφέρει το μεγαλύτερο, ότι όχι μόνο στην αμαρτία, αλλά ούτε στη σάρκα ζει πλέον ο πνευματικός άνθρωπος, αφού έγινε πια άγγελος από εδώ ακόμη και ανέβηκε προς τον ουρανό, φέροντας στον εξής απλώς και μόνο το σώμα. Εάν όμως γι’ αυτό κατηγορείς τη σάρκα, επειδή με το όνομά της ονομάζει τη σαρκική ζωή, θα κατηγορήσεις έτσι και τον κόσμο, επειδή έτσι ονομάζεται και η κακία πολλές φορές, όπως ακριβώς λελεγε και στους μαθητές του ο Χριστός: «Εσείς δεν είστε από τον κόσμο αυτόν». Και στους αδελφούς του πάλι έλεγε: «Δεν μπορελι να σας μισήσει ο κόσμος, εμένα όμως με μισεί».
Με άλαλ λόγια, αν παραδώσεις στο καλύτερο την ψυχή και το σώμα, θ’ ανήκεις στην παράταξη του Θεού, αν όμως πάλι στο χειρότερο,θα γίνεις μέτοχος της εδώ καταστροφής, όχι από τη φύση της ψυχής και της σάρκας, αλλά από τη διάθεση που είναι στο χέρι της να προτιμήσει και τα δύο αυτά.
εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἔστιν αὐτοῦ.
Δεν είπε εσείς δεν έχετε Πνεύμα, αλλά σ’ εκείνους μετέφερε το δυσάρεστο.Και το είπε αυτό όχι για ανομάσει Χριστό τον Πνεύμα, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά για να δείξει ότι όποιος έχει Πνεύμα, όχι μόνο ονομάζεται του Χριστού, αλλά και τον ίδιο το Χριστό έχει. Γιατί δεν είναι δυνατόν, όταν παραβρίσκεται το Πνεύμα, να μη παραβρίσκεται και ο Χριστός. Γιατί όπου παραβρίσκεται μία υπόσταση της Αγίας Τριάδος, εκεί παραβρίσκεται όλη η Τριάς, αφού είναι αδιάσπαστη και είναι ενωμένη με κάθε ακρίβεια.
Και τι θα συμβεί αν ο Χριστός βρίσκεται μέσα μας;
10 εἰ δὲ Χριστὸς ἐν ὑμῖν, τὸ μὲν σῶμα νεκρὸν δι᾿ ἁμαρτίαν, τὸ δὲ πνεῦμα ζωὴ διὰ δικαιοσύνην.
Είδες το πόσα κακά προέρχονται από το αν έχει κάποιος το Άγιο Πνεύμα; Θάνατος, έχθρα προς το Θεό, το να μην μπορεί να αρέσει στους νόμους εκείνου, το να μη μπορεί όπως πρέπει να ανήκει στο Χριστό, το να μην έχει αυτόν μέσα του. πρόσεχε τώρα και πόσα αγαθά προέρχονται από το αν έχει το Πνεύμα: Το ότι ανήκει στο Χριστό, το ότι έχει τον ίδιο τον Χριστό, το ότι συναγωνίζεται τους αγγέλους. Γιατί αυτό σημαίνει να νεκρώσεις τη σάρκα. Το να ζεις ζωή αθάνατη, το να έχεις ήδη από εδώ τα ενέχυρα της ανάστασης, το να τρέχεις με ευκολία το δρόμο της αρετής. Γιατί δεν είπε ότι το σώμα δεν κάνει πλέον την αμαρτία, αλλά ότι είναι νεκρό, μεγαλώνοντας την ευκολία των δρόμων. Γιατί χωρίς δυσκολίες και κόπους στεγανώνεται αυτός στο εξής.
Αλλά μη φοβηθείς, επειδή άκουσες νέκρωση, γιατί έχεις την αληθινή ζωή, που δεν θα τη διαδεχθεί κανένας θάνατος. Τέτοια λοιπόν είναι η ζωή του Πνεύματος. Δεν υποχωρεί πλέον στον θάνατο, αλλά εξοντώνει και εξαφανίζει το θάνατο και εκείνο που έλαβε το διατηρεί αθάνατο. Γι’ αυτό ακριβώς, όταν είπε το σώμα νεκρό, δεν είπε το πνεύμα ζωντανό, αλλά ζωή, για να δείξει πως μπορούσε να χορηγήσει αυτό και σ’ άλλους.
11 εἰ δὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ ἐγείραντος ᾿Ιησοῦν ἐκ νεκρῶν οἰκεῖ ἐν ὑμῖν, ὁ ἐγείρας τὸν Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ζωοποιήσει καὶ τὰ θνητὰ σώματα ὑμῶν διὰ τὸ ἐνοικοῦν αὐτοῦ Πνεῦμα ἐν ὑμῖν.
Πάλι ξαναφέρνει το λόγο στην ανάσταση, επειδή αυτή η ελπίδα έδινε πάρα πολύ θάρρος στον ακροατή, και τον επιβεβαιώνει απ’ αυτά που συνέβηκαν στο Χριστό. Μη φοβηθείς λοιπόν λέγει, γιατί έχεις νεκρό σώμα, έχε το Πνεύμα μέσα σου και θ’ αναστηθεί αυτό οπωσδήποτε.
Τι λοιπόν; Τα σώματα που δεν έχουν Πνεύμα δεν ανασταίνονται; Και πως πρέπει όλοι να παρουσιαστούν στο βήμα του Χριστού; Πως θα είναι αξιόπιστος ο λόγος για γέεννα; Γιατί αν δεν ανασταίνονται εκείνοι που δεν έχουν Πνεύμα, ούτε γέεννα θα υπάρξει. Τι λοιπόν σημαίνει ο λόγος αυτός; Όλοι βέβαια θα αναστηθούν, όχι όμως όλοι για τη ζωή, αλλά άλλοι για την κόλαση και άλλο για τη ζωή. Γι’ αυτό δεν είπε θ’ αναστηθεί, αλλά «θα δώσει ζωή». και αμέσως ανέφερε και την αιτία: «εξαιτίας του Πνεύματος που κατοικεί μέσα σας».
Μην αφήσεις λοιπόν το σώμα να ζήσει τώρα, για να ζήσει τότε, κάνε το να πεθάνει τώρα, για να μη πεθάνει τότε. Γιατί αν παραμείνει ζωντανό δε θα ζήσει. Αυτό γίνεται και στην καθολική ανάσταση, γιατί πρέπει πρώτα να πεθάνει το σώμα και να ταφεί και ύστερα να γίνει αθάνατο. Αυτό έγινε και στο βάπτισμα. Αυτό έγινε και στο σώμα του Κυρίου. γιατί πραγματικά εκείνο σταυρώθηκε και θάφτηκε και ύστερα αναστήθηκε. Αυτό λοιπόν ας κάνουμε κι εμείς, ας το νεκρώσουμε παντοτινά στα έργα του. δεν εννοώ την ουσία, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά τις επιθυμίες και τις πονηρές πράξεις.
Γιατί πραγματικά και αυτό είναι ζωή, ή καλύτερα αυτό μόνο ζωή, το να μη υπομένει κανείς τίποτα το ανθ΄ρωπινο, ούτε να είναι δούλος στις ηδονές. Γιατί όποιος υπέταξε τον ευατό του σ’ αυτές, δεν μπορεί πια να ζει από τις στενοχώριες που προέρχονται απ’ αυτές, από τους φόβους και τους κινδύνους και το άπειρο πλήθος των παθών. Γιατί αν αντιληφθεί ότι έρχεται θάντος, έχει πεθάνει από το φόβο πριν από τον θάνατο, αν υποψιαστεί αρρώστια, αν περιφρόνηση, αν φτώχεια, αν κάτι άλλο από τα απροσδόκητα, χάθηκε τότε και καταστράφηκε. Τι λοιπόν θα μπορούσε να υπάρξει πιο άθλιο από τη ζωή αυτή;
Δεν είναι όμως τέτοιος εκείνος που ζει με το Πνεύμα, αλλά στέκεται πάνω από τους φόβους και από τη λύπη και από κινδύνους και από κάθε μεταβολή, όχι με το να μηνν υπομένει τίποτα, αλλά πράγμα που είναι πολύ σπουδαιότερο, με το να περιφρονεί αυτά όταν έρθουν. Πως όμως θα γίνει αυτό; Εάν το Πνεύμα κατοικεί εντελώς μέσα σας. Και δεν είπε «που κατοίκησε», αλλά «που κατοικεί», διότι αυτό πρέπει να έχει παντοτινή παραμονή και όχι πρόσκαιρη.
12 ῎Αρα οὖν, ἀδελφοί, ὀφειλέται ἐσμὲν οὐ τῇ σαρκὶ τοῦ κατὰ σάρκα ζῆν· 13 εἰ γὰρ κατὰ σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν· εἰ δὲ Πνεύματι τὰς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε, ζήσεσθε.
Μιλά εδώ ισχυρά και έντονα λέγοντας είμαστε οφιλέτες στο πνεύμα και όχι στη σάρκα. Επομένως δεν οφείλουμε να ζούμε σύμφωνα με τις επιθυμίες της σάρκας. Και παντού τονίζει αυτό, δείχνοντας ότι εκείνα που έκανε ο Θεός σ’ εμάς δεν ήταν απόδειξη οφειλής, αλλά μόνο χάριτος, ενώ εκείνα που κάνουμε εμείς, ύστερα απ’ αυτά, δεν είναι απόδειξη φιλοτιμίας, αλλά οφειλής.
Έπειτα επειδή είπε «δεν είμαστε οφειλέτες στη σάρκα», για να μη θεωρήσεις πως τα λεγόμενα αναφέρονται στη φύση της σάρκας, δε σιώπησε, αλλά πρόσθεσε «για να ζούμε σύμφωνα με τις επιθυμίες της σάρκας». Γιατί πραγματικά πολλά οφείλουμε σ’ αυτήν όπως το να την τρέφουμε, το να τη ζεσταίνουμε, το να τη ντύνουμε, και να της προσφέρουμε άπειρα άλλα. Για να μη παρερμηνεύσεις λοιπόν τα λεγόμενα ξεκαθάρισε ότι εννοεί εκείνη τη φροντίδα που κατάληξη έχει την αμαρτία.
Γιατί λέει αν ζείτε σύμφωνα με τις επιθυμίες της σάρκας, τότε θα πεθάνετε. Υπονοώντας τον αθάνατο θάντο, δηλαδή την κόλαση. Μάλλον όμως αν κάποιος εξετάσει με προσοχή τα πράγματα τότε θα κατανοήσει ότι και στη ζωή αυτή ένας τέτοιος άνιρωπος ήδη έχει πεθάνει.
«Αν όμως με το πνεύμα νεκρ’ωνετε τις πράξεις του σώματος, τότε θα ζήσετε». Βλέπετε ότι δεν μιλάει για τη φύση του σώματος, αλλά για τις σαρκικές πράξεις;
Θα πει κάποιος, μα και το βάδισμα και η ακοή και η ομιλία είναι πράξεις του σώματος και αν συμβεί να τις νεκρώσουμε, τότε θα απομακρυνθούμε από τη ζωή, αφού θα τιμωρηθούμε για φόνο. Ποιες λοιπόν πράξεις πρέπει να νεκρώσουμε; Εκείνες που κινούνται προς την πονηρία. Εκείνες που προχωρούν προς την κακία, τις οποίες δεν είναι δυνατόν να τις νεκρώσουμε διαφορετικά, παρά μόνο με το πνεύμα.
14 ῞Οσοι γὰρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Θεοῦ.
Και δεν είπε απλώς, όσοι ζουν με το πνεύμα το Θεού, αλλά όσοι οδηγούνται από το πνεύμα του Θεού, δείχνοντας πως έτσι θέλει να είναι αυτό το κύριο της ζωής μας. Κι αν ακόμη λοιπόν βαπριστείς, συμβεί όμως στη συνέχεια να μην οδηγείσαι από το Πνεύμα, έχασες το αξίωμα που δόθηκε από την τιμή της υιοθεσίας
15 οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾿ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας,
Το αντίθετο με το πνεύμα υιοθεσίας είναι το πνεύμα δουλείας, το οποίο είναι ο νόμος που έλαβαν οι Ιουδαίοι. Κι αν σ’ αυτό που λέγουμε αμφιβάλλει, τότε μελέτησε όλη τη ζωή τους και τότε θα το γνωρίσεις αυτό καλά. Γιατί και οι τιμωρίες ήταν ενώπιόν τους και ο μισθός αμέσως ακολουθούσε και ήταν κανονικός και σαν καθημερινή τροφή δινόταν στους δούλους και από παντού υπήρχε πολύς φόβος ενώπιόν τους και οι καθαρμοί για τα σώματα και η εγκράτεια που έφθανε μέχρι και στις πράξεις. Σ’ εμάς όμως δε συμμβαίνει το ίδιο, αλλά και η σκέψη και η συνείδηση καθαρίζονται τέλεια. Γιατί δε λέγει μόνο μη φονεύσεις, αλλά και μην οργιστείς, ούτε μόνο να μη μοιχεύσεις, αλλά και να μη δει ακόλαστα, για να γίνονται αυτά όχι από το φόφο της παρούσας τιμωρίας, αλλά από τον πόθο για τον Θεό, καθώς και η συνήθεια της αρετής και τα άλλα κατορθώματα.
Ούτε υπόσχεται γη που τρέχει γάλα και μέλι, αλλά κάνει τον άνθρωπο συγκληρονόμο με τον Μονογενή Υιό Του, απομακρύνοντας εμάς με όλα ταμέσα από τα παρόντα αγαθά και υποσχόμενος να μας δίνει κυρίως εκείνα, που πρέπει να λαμβάνουν εκείνοι, που πρέπει να λαμβάνουν εκείνοι που έγιναν υιού του Θεού, που δεν είναι βέβαια τίποτα αισθητό, ούτε σωματικό, αλλά όλα πνευματικά. Ώστε εκείνοι αν και ονομάζονταν υιοί, αποσκιρτούσαν σαν δούλοι, ενώ εμείς, επειδή γίναμε ελεύθεροι, λάβαμε την υιοθεσία και αναμένουμε τον ουρανό.
Κι εμείς εδώ δεν μεταννοούμε όπως εκείνοι όταν λιθοβολούνταν και καίονταν και ακροτηριάζονταν από τους ιερείς, αλλά είναι αρκετό ν’ απομακρυνθούμε από το πατρικό τραπέζι και να περάσουμε μακριά του ορισμένες ημέρες. Και στους Ιουδαίους η υιοθεσία ήταν τιμή μόνο ονόματος, ενώ εδώ ακολούθησε και πράγμα, ο καθαρμός με το βάπτισμα, η δόση του Πνεύματος και η χορήγηση των άλλων αγαθών. Και άλλα πολύ περισσότερα μπορούμε να αναφέρουμε που φανερώνουν την ευγένεια τη δική μας και την ευτέλεια εκείνων.Και ποια είναι η απόδειξη ότι έχουμε λάβει πνεύμα υιοθεσίας; Το ότι φωνάζουμε:
ἐν ᾧ κράζομεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ.
Και πόσο σπουδαίο είναι αυτό, το γνωρίζουν οι μυημένοι που σωστά προτρέπονται στη μυστική προσευχή να λέγουν αυτό το λόγο πρώτα.
Τι λοιπόν λέγει; Δεν ονόμαζαν και εκείνοι τον Θεό Πατέρα; Δεν ακούς τον Μωυσή που λέγει «εγκατέλειψες τον Θεό που σε γέννησε» (Δευτ. 32,18), δεν ακούν τον Μαλαχία που κατηγορεί και λέγει «ότι ένας Θεός σας δημιούργησε και ένας είναι ο Πατέρας όλως σας»; (Μαλ. 2,10).
Αλλά αν και αυτά και περισσότερα έχουν λεχθεί, πουθενά δεν βρίσκουμε αυτούς να ονομάζουν με τη λέξη αυτή το Θεό, ούτε να προσεύχονται έτσι. Εμείς όμως όλοι, και ιερείς και λαϊκοί και άρχοντες και πολίτες, έτσι έχουμε διαταχθεί να προσευχόμαστε.
Εκείνοι, τον ονόμασαν έτσι όχι από τη δική τους διάνοια, ενώ αυτοί που ζουν μέσα στο χώρο της χάριτος, τον ονομάζουν Πατέρα κινούμενοι από πνευματική ενέργεια.
Και δεν είπε μόνο Πατέρα, αλλά «Αββά Πατέρα», πράγμα που είναι λόγος ιδιαίτερα των γνησίων τέκνων προς τους πατέρες.
16 αὐτὸ τὸ Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμὲν τέκνα Θεοῦ.
Δεν ισχυρίζομαι λοιπόν μόνο από τη φωνή, αλλά και από την αιτία, από την οποία γεννιέται η φωνή. Γιατί τα λέμε αυτά επειδή τα υπαγορεύει το Πνεύμα.
Και τι σημαίνει «το Πνεύμα τω πνεύματι συμμαρτυρεί»; Ο Παράκλητος, λέγει μαρτυρεί μαζί με το χάρισμα που μας έχει δοθεί. Γιατί η φωνή δεν ανήκει μόνο στο χάρισμα, αλλά και στον Παράκλητο που μας έδωσε τη δωρεά, γιατί αυτός ο ίδιος μας δίδαξε με το χάρισμα να μιλούμε έτσι. Όταν όμως το Πνεύμα μαρτυρεί, ποια λοιπόν αμφιβολία πλέον υπάρχει; Γιατί αν άνθρωπος, ή άγγελος ή άλλη τέτοια δύναμη υποσχόταν αυτό, φυσικό ΄θα ήταν ν’ αμφιβάλλουν μερικοί, όταν όμως η ανώτατη ουσία, η οποία δώρησε αυτό μαρτυρεί σε μας και μ’ εκείνα που διέταξε να προσευχόμαστε, ποιος θ’ αμφισβητήσει πλέον για την αξία; Γιατί ούτε θα τομούσε κάποιος από τους υηκόους να φέρει αντίρρηση, όταν ο βασιλιάς χειροτονεί κάποιον και ανακηρύσσει την τιμή μπροστά σε όλους.
17 εἰ δὲ τέκνα, καὶ κληρονόμοι, κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ, εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν.
Πρόσεχε πως σιγά-σιγά αυξάνει τη δωρεά. Επειδή δηλαδή είναι δυνατόν και τέκνα να είμαστε και κληρονόμοι να μη γίνουμε, γιατί δεν είναι οπωσδήποτε όλα τα τέκνα κληρονόμοι.
Οι Ιουδαίοι λοιπόν έχασαν καιτη υιοθεσία και βέβαια και την κληρονομιά.
Και δεν είμαστε απλώς κληρονόμοι, αλλά «συγκληρονόμοι Χριστού». Βλέπεις πως αγωνίζεται να μας οδηγήσει κοντά στον Κύριο;
Και πότε θα είμαστε συγκληρονόμοι; -«Εάν βέβαια πάσχουμε μαζί του, για να δοξασθούμε επίσης μαζί του». Εάν λοιπόν συμμετείχαμε μαζί του στα λυπηρά, πολύ περισσότερο θα συμβεί αυτό στα αγαθά.
18 Λογίζομαι γὰρ ὅτι οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς.
Και ομαλά τώρα και δικαίως αφού τον ονόμασε συγκληρονόμο του Χριστού, οδηγεί τώρα τον ακροατή στους κινδύνους.
Όμως εδώ τα έπαθλα είναι μεγαλύτερα από τους κόπους.
Και αν σε στεονχωρεί ότι τα βραβεία είναι μελλοντικά, αυτό θα πρέπει αντιθέτως να σε χαροποιεί, διότι τα βραβεία αυτά υπερβαίνουν την παρούσα κατάσταση. Γιατί τα παθήματα μεν συνδέονται με την παρούσα ζωή, ενώ τα μελλοντικά αγαθά επεκτείνονται στους αθάνατους αιώνες.
19 ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται. 20 τῇ γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα, ἐπ᾿ ἐλπίδι 21 ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ
Δηλαδή «γιατί η κτίση περιμένει με λαχτάρα την αποκάλυψη των τέκνων του Θεού γιατί η κτίση υποδουλώθηκε στην ματαιότητα, όχι με τη θέλησή της, αλλά εξαιτίας εκείνου που την υποδούλωσε με κάποια ελπίδα».
Αυτό που λέει σημαίνει το εξής: Η κτίση αυτή πονάει πάρα πολύ, επειδή περιμένει και προσδοκάει αυτά τα αγαθά, που είπαμε τώρα. Γιατί αποκαραδοκία σημαίνει μεγάλη προσδοκία. Για να γίνει όμως πιο έντονος ο λόγος, προσωποποιεί και όλο τον κόσμο αυτόν, πράγμα που και οι προφήτες κάνουν, παρουσιάζοντας ποταμούς να χειροκροτούν και βουνά να κινούνται και τα όρη να σκιρτούν, όχι για να νομίσουμε πως αυτά είναι έμψυχα, ούτε για να αποδώσουμε κάποια σκέψη σ’ αυτά, αλλά για να μάθουμε την υπερβολή των αγαθών, επειδή φθάνει και σ’ αυτά τα αναίσθητα πράγματα.
Επειδή λοιπόν έλαβες σώμα θνητό και παθητό και η γη δέχτηκε κατάρα και φύτρωσε αγκάθια και τριβόλια. Το ότι όμως και ο ουρανός μαζί με τη γη, όταν παλιώσει θα μεταβληθεί στο τέλος προς την καλύτερη κατάληξη, άκουσε τον προφήτη που λέει: «εσύ Κύριε, στην αρχή θεμελίωσες τη γη, και έργα των χεριών σου είναι οι ουρανοί. Αυτοί θα καταστραφούν, εσύ όμως παραμένεις ο ίδιος και όλοι θα παλιώσουν σαν ένδυμα, και σαν πανωφόρι θα τους γυρίσεις και θ’ αλλάξουν» (Ψαλμ. 101, 26-27)
Η κτήση λοιπόν έγινε για σένα φθαρτή και πάλι για σένα θα γίνει άφθαρτη. Και αυτό όχι γιατί το κατόρθωμα αυτό ανήκει σε σένα, αλλά χάρη στην φροντίδα του Χριστού.
Και η φθαρτή λοιπόν κτίση θα ακολουθήσει εσένα στην αφθαρσία κι έτσι θα ελευθερωθεί λέει ο Απόστολος από τη υποδούλωση στην φθορά.
Βλέπεις ότι ο άνθρωπος παντού κατέχει την πρώτη θέση και γι’ αυτόν γίνονται όλα; Γιατί λοιπόν λυπάσαι για τους πειρασμούς; Εσύ υποφέρεις για τον εαυτό σου, η κτίση για σένα.
22 οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν·
Είδες πως ελέγχει τον ακροατή, λέγοντας σχεδόν, να μη γίνεις χειρότερος από την κτίση και να μην αφοσιωθείς στα παρόντα; Γιατί όχι μόνο δεν πρέπει να προσηλώνεσαι σ’ αυτά, αλλά και να στενάζεις για την αργοπορία της αποδημίας σου από τη γη. Γιατί αν η κτίση κάνει αυτό, πολύ περισσότερο είναι δίκαιο να δείχνεις αυτό εσύ, που έχει τιμηθεί με το λογικό. Αλλά δεν είναι ακόμη αυτό μεγάλο για να τους κάνει ντραπούν, γι’ αυτό ακριβώς πρόσθεσε:
23 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ τὴν ἀπαρχὴν τοῦ Πνεύματος ἔχοντες καὶ ἡμεῖς αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς στενάζομεν υἱοθεσίαν ἀπεκδεχόμενοι, τὴν ἀπολύτρωσιν τοῦ σώματος ἡμῶν.
Δηλαδή έχουμε ήδη γευθεί τα μελλοντικά. Και αν ακόμη λοιπόν κάποιος αναίσθητος σαν πέτρα, λέει, είναι αρκετά αυτά που δόθηκαν ήδη ώστε και να του κινήσουν το ενδιαφέρον, και να τον απομακρύνουν από τα παρόντα και να τον διεγείρουν προς τα μελλοντικά με διπλό τρόπο και με το ότι είναι μεγάλα αυτά που δόθηκαν και μ ετο ότι τόσο πολλά και τόσο μεγάλα είναι εκείνα που αποτελούν την απαρχή. Γιατί, αν η απαρχή είναι τόσο μεγάλη, ώστε μ’ αυτή ν’ απαλλαγούμε από τα αμαρτήματα και να επιτύχουμε τη δικαίωση και τον αγιασμό.
«Καθώς περιμένουμε την υιοθεσία»: Τι λέγεις; Πες μου. Παντού συνέχεια επαναλάμβανες και φώναζες λέγοντας, ότι ήδη έχουμε γίνει υιοί και τώρα σε ελπίδες στηρίζεις αυτό εδώ το αγαθό, γράφοντας ότι πρέπει να την περιμένουμε; Αυτό λοιπόν διορθώνοντας μετα όσα προσθέτει στη συνέχεια, λέγει «την απολύτρωση του σώματός μας», δηλαδή την τέλεια δόξα. Τώρα δηλαδή τα δικά μας είναι αβέβαια μέχρι τη τελευταία μας πνοή, γιατί πολλοί αν και είμαστε υιοί, έχουμε γίνει σκύλοι και αιχμάλωτοι. Αν όμως πεθάνουμε με αγαθή ελπίδα, τότε η δωρεά θα είναι σταθερή χωρίς να φοβάται πια τη μεταβολή και τον θάνατο και την αμαρτία. Γιατί αυτό σημαίνει απολύτρωση, όχι απλώς λύτρωση, αλλά μη επιστροφή ποτέ πλέον στην προηγούμενη αιχμαλωσία.
24 τῇ γὰρ ἐλπίδι ἐσώθημεν·
Επειδή δηλαδή ασχολήθηκε με την υπόσχεση των μελλοντικών, φαινόταν όμως ότι αυτό λυπούσε τον πιο αδύνατο στην πίστη ακροατή, αφού βέβαια τα αγαθά βρίσκονταν σε ελπίδες, πρώτα αφού απέδειξε, ότι είναι σαφέστερα από τα παρόντα και τα ορατά και αφού είπε πολλά για τις δωρεές που ήδη δόθηκαν, και αφού έδειξε ότι λάβαμε και την απαρχή εκείνων των αγαθών, για να μη τα ζητούμε όλα εδώ και προδώσουμε την ευγενική μας καταγωγή που προέρχεται από την πίστη, λέγει: «Γιατί με την ελπίδα αυτή σωθήκαμε». Αν λοιπόν χάσουμε την ελπίδα, χάσαμε το σύνολο της δικής μας εισφοράς. Γιατί σ’ ερωτώ λέγει, δεν ήσαν υπεύθυνος για άπειρα κακά; Δεν ήσαν απελπισμένος; Δεν ήσουν σε κρίση; Δεν ήταν όλοι ανίκανοι για τη σωτηρία σου; Τι λοιπόν σ’ έσωσε; Το να ελπίσεις μόνο στο Θεό και να πιστέψεις σ’ αυτόν γι’ αυτά που υποσχέθηκε και έδωσε. Αν λοιπόν αυτή σε έσωσε, αυτήν να κατέχεις και τώρα. Γιατί αυτή που σου πρόσφερε τόσα αγαθά, είναι ολοφάνερο πως ούτε για τα μελλοντικά θα σε ξεγελάσει. Αφού λοιπόν σε παρέλαβε νεκρό και χαμένο και αιχμάλωτο και εχθρό και σ΄εκανε φίλο και υιό και ελεύθερο και δίκαιο και συγκληρονόμο, και πρόσφερε τόσα αγαθά, όσα δεν έλπισε ποτέ κανείς, πως ύστερα από την τόση μεγάλη γενναιοδωρία και συμπάθεια θα σ’ εγκαταλείψει στο μέλλον; Μη μου λέγεις λοιπόν πάλι ελπίδες, πάλι προσδοκίες, πάλι πίστη. Γιατί έτσι σώθηκες από την αρχή και αυτή την προίκα πρόσφερες μόνο στο νυμφίο. Να την κρατάς λοιπόν αυτήν και να τη διατηρείς. Γιατί αν τα απαιτείς όλα εδώ, έχασες το κατόρθωμά σου, με το οποίο έγινες λαμπρός. Γι’ αυτό προσθέτει και λέγει:
ἐλπὶς δὲ βλεπομένη οὐκ ἔστιν ἐλπίς· ὃ γὰρ βλέπει τις, τί καὶ ἐλπίζει; 25 εἰ δὲ ὃ οὐ βλέπομεν ἐλπίζομεν, δι᾿ ὑπομονῆς ἀπεκδεχόμεθα.
Δηλαδή, αν πρόκειται να τα ζητάς όλα εδώ, ποια ανάγκη υπάρχει για ελπίδα; Τι λοιπόν σημαίνει ελπίδα; Το να έχεις θάρρος για τα μελλοντικά. Άλλωστε τι ζητάει από σένα ο Θεός που από μόνος Του σου έδωσε όλα τα αγαθά; Ένα ζητάει από σένα, ελπίδα, για να έχεις κι εσύ ο ίδιος να συνεισφέρεις για τη σωτηρία σου.
«Αλλά εάν ελπίζουμε για εκείνο που δε βλέπουμε, το περιμένουμε με υπομονή», γιατί το όνομα της υπομονής είναι όνομα ιδρώτων και μεγάλης καρτερίας.
26 ῾Ωσαύτως δὲ καὶ τὸ Πνεῦμα συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν·
Το ένα λοιπόν γίνεται δικό σου, δηλαδή η υπομονή, ενώ το άλλο είναι αποτέλεσμα της χορηγίας του Πνεύματος.
τὸ γὰρ τί προσευξόμεθα καθὸ δεῖ οὐκ οἴδαμεν, (γιατί δεν γνωρίζουμε πως πρέπει να προσευχόμαστε). Και τα λέει αυτά για να παρουσιάσει τη μεγάλη φροντίδα του Πνεύματος για μας, και για να μας διδάξει, να μη νομίζουν πως οπωσδήποτε συμφέρουν εκείνα που φαίνονται τέτοια στους ανθρώπινους λογισμούς. Και ήταν φυσικό αυτό, αφού μαστιγώνονταν, διώκονταν, πάθαιναν άπειρα δεινά, να επιζητούν άνεση και να ζητούν από Θεό αυτή τη χάρη και να νομίζουν πως ωφελούν αυτούς, λέγει να μη νομίζετε πως οπωσδήποτε εκείνα που σας φαίνονται ότι συμφέρουν, ότι αυτά συμφέρουν πραγματικά.
Και για να μη ντρέπεται ο μαθητής την άγνοια, έδειξε πως και οι διδάσκαλοι βρίσκονται στην ίδια κατάσταση. Γι’ αυτό δεν είπε , δε γνωρίζετε, αλλά δε γνωρίζουμε.
ἀλλ᾿ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις·
Είναι ασαφές αυτό που λέχθηκε, γιατί πολλά από τα θαύματα που γίνονταν τότε έχουν σταματήσει τώρα. Ας το εξηγήσουμε λοιπόν αυτό που λέχθηκε. Ο Θεός έδινε διάφορα χαρίσματα σε όλους που βαπτίζονταν τότε, τα οποία μάλιστα ονομάζονταν και πνεύματα. Και απ’ αυτούς, άλλος είχε χάρισμα προφητείας και προέλεγε τα μελλοντικά, άλλος είχε χάρισμα δυνάμεως και ανάσταινε νεκρούς, άλλος χάρισμα γλωσσών και μιλούσε διάφορες γλώσσες. Μαζί όμως με όλα αυτά υπήρχε και το χάρισμα της προσευχής, που και αυτό λεγόταν πνεύμα και όποιος το είχε, προσευχόταν για όλο το λαό.
Επειδή λοιπόν ο λαός ζητούσε εκείνα που δεν συνέφεραν, ερχόταν χάρισμα προσευχής σε κάποιον από τους τότε και αυτός παρακαλούσε για το κοινό συμφέρον της εκκλησίας και για τη σωτηρία όλων και δίδασκε τους άλλους. Πνεύμα λοιπόν ονομάζει εδώ και το χάρισμα αυτό και την ψυχή που δέχεται το χάρισμα και μεσιτεύει στο Θεό και στενάζει.
Αυτού και τώρα σύμβολο είναι ο διάκονος, αναφέροντας τις προσευχές για χάρη του λαού. Αυτό λοιπόν για να δηλώσει ο Παύλος έλεγε «αυτό το Πνεύμα μεσιτεύει για μας με στεναγμούς ανέκφραστους».
27 ὁ δὲ ἐρευνῶν τὰς καρδίας
Βλέπεις ότι ο λόγος δεν είναι για τον Παράκλητο, αλλά για την καρδιά την πνευματική; Γιατί αν δεν ήταν αυτό, έπρεπε να πει, εκείνος όμως που ερευνάει το πνεύμα. Αλλά για να μάθεις, ότι ο λόγος είναι για τον άνθρωπο τον πνευματικό και τον άνθρωπο που έχει χάρισμα προσευχής, πρόσθεσε οἶδε τί τὸ φρόνημα τοῦ Πνεύματος, ὅτι κατὰ Θεὸν ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἁγίων.
Να λοιπόν γιατί εισακούγονταν εκείνος που προσεύχονταν σύμφωνα με το χάρισμα της προσευχής που του είχε δοθεί, επειδή η προσευχή του γινόταν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
Όλοι οι άγιοι είναι φιλόστοργοι και γι’ αυτό προσεύχονται για τη σωτηρία μας και υψώνουν τα χέρια τους προς τον Θεό. Γι’αυτό και ο Παύλος έλεγε «ντυθείτε λοιπόν σαν εκλεκτοί του Θεού άγιοι, φιλευσπλαχνία, αγαθότητα, ταπεινοφροσύνη» (κολ. 3,12). Και δεν είπε απλώς ελεείστε, αλλά ντυθείτε, διότι όπως το ρούχο είναι πάντοτε μαζί μας, έτσι να είναι και η ελεημοσύνη. Και δεν είπε απλώς ελεημοσύνη, αλλά φυλευσπλαχνία για να μιμηθούμε φυσική φιλοστοργία. Εμείς όμως κάνουμε τα αντίθετα. Και αν ακόμη μας πλησιάσει κάποιος ζητώντας μας έναν οβολό, τον βρίζουμε, τον κακολογούμε, τον ονομάζουμε απατεώνα. Δεν τρομάζεις άνθρωπεκαι δεν κοκκινίζεις, ονομάζοντάς τον απατεώνα για ψωμί; Εάν όμως αυτός γίνεται απατεώνας γι’ αυτό ακριβώς είναι δίκαιο να ελεείται, επειδή τόσο πιέζεται από την πείνα, ώστε να υποδυθεί τέτοιο προσωπείο. Αλλά και αυτό είναι κατηγορία της δικής μας σκληρότητας. Όταν λοιπόν πλησιάζεις τον Θεό ζητώντας συγχώρηση αμαρτημάτων, να θυμηθείς αυτά τα λόγια και θ’ αντιληφθείς ότι είναι πιο δίκαιο ν’ ακούσεις εσύ αυτά από τον Θεό παρά ο φτωχός από σένα. Αλλά όμως ποτέ δεν είπε ο Θεός σε σένα αυτά τα λόγια, δηλαδή φύγε, γιατί και απατεώνας είσαι, αφού και στην εκκλησία μπαίνεις και ακούς τους δικούς μου νόμους, όμως τα πάντα προτιμάς εκτός από τις δικές μου τις εντολές.
28 Οἴδαμεν δὲ ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν, τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν·
Εδώ μου φαίνεται πως το χωρίο αυτό λέχθηκε γι’ αυτούς που περνούν κινδύνους. Άλλωστε και ο ίδιος ο μακάριος Παύλος όταν παρακάλεσε τριες φορές τον Κύριο για ν’ απαλλαγεί από τους κινδύνους, άκουσε τη φωνή του Θεού να του λέει «σου είναι αρκετή η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου φανερώνεται τέλεια εκεί που υπάρχει αδυναμία». (β΄Κορ. 12,9) και στο εξής χαίρονταν όταν τον δίωκαν, τον έβριζαν και πάθαινε αθεράπευτα κακά.
Γι’ αυτό και όταν λέει «τα πάντα», εννοεί και εκείνα που φαίνονται ότι είναι λυπηρά. Γιατί είτε θλίψη, είτε πείνα, είτε θάνατοι, είτε οτιδήποτε άλλο κακό πέσει, ο Θεός είναι ικανός να τα μετατρέψει όλα στο αντίθετο.
Γι’ αυτό ακριβώς δεν είπε ότι σ’ εκείνους που αγαπούν τον Θεόδεν έρχεται κάτι κακό, αλλά ότι «συνεργεί για το καλό τους». Δηλαδή χρησιμοποιεί αυτά τα κακά για την ευδοκίμηση εκείνω που επιβουλεύονται, πράγμα που είναι μεγαλύτερο από το να εμποδίσει να έρθουν κακά, ή από το να τα εξαλείψει όταν έρθουν. Ένα λοιπόν πράγμα μόνο χρειάζεται στον άνθρωπο, η γνήσια αγάπη προς τον Θεό και όλα τα άλλα ακολουθούν.
τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν· (σ’εκείνους που είναι καλεσμένοι σύμφωνα με την πρόθεση του Θεού). Γιατί όμως δεν κάλεσε όλους από την αρχή ή ούτε τον ίδιο τον Παύλο μαζί με τους άλλους αποστόλους; Και απ’ αυτό και από την αναβολή δεν φαίνεται να προέκυψε κάτι το επιζήμιο. Αντιθέτως και αυτή φάνηκε όπως αποδείχτηκε πολύ χρήσιμη. Και έτσι κι από δω φαίνεται πως δεν είναι αρκετή από μόνη της η κλήση, αλλά και η πρόθεση εκείνων που καλούνται. Όλοι βέβαια κλήθηκαν, αλλά δεν υπάκουσαν όλοι.
29 ὅτι οὓς προέγνω, καὶ προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, (Γιατί εκείνους που προγνώρισε αυτούς και προόρισε να γίνουν σύμμορφοι με την εικόνα του Υιού του)
Είδες μέγεθος τιμής; Γιατί ο μεν ο Χριστός είναι από τη φύση του Μονογενής Υιός, ενώ τούτοι γίνονται και αυτοί κατά χάρη. Αλλά όμως δεν αρκέστηκε σ’ αυτό με το να πει «σύμμορφους», αλλά και άλλο πρόσθεσε:
εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον
αλλά και άλλο πρόσθεσε:
ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς·
Επείδή ήθελε με όλα αυτά να δείξει την καθαρή συγγένεια. Όλα αυτά όμως λέχθηκαν κατά την οικονομία, για την κατά την θεότητα ένας είναι ο Μονογενής.
30 οὓς δὲ προώρισε, τούτους καὶ ἐκάλεσε, καὶ οὓς ἐκάλεσε, τούτους καὶ ἐδικαίωσεν,
Πως ; Με το βάπτισμα της αναγέννησης
οὓς δὲ ἐδικαίωσε, τούτους καὶ ἐδόξασε.
Πως; Με τη χάρη με την υιοθεσία.
31 Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς ταῦτα;
Σαν να έλεγε, μη μου λες λοιπόν πλέον για τους κινδύνους και την επιβουλή απ’ όλους.
εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ᾿ ἡμῶν;
Και ποιος δεν είναι εναντίον μας; Γιατί και η οικουμένη είναι εναντίον μας και οι τύραννοι και οι λαοί και οι συγγενείς και οι πολίτες. Αλλά όμως όλοι αυτοί που είναι εναντίον μας τόσο πολύ απέχουν από το να μας βλάπτουν, γιατί και χωρίς τη θέλησή τους γίνονται αίτιοι βραβείων για μας.
32 ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται;
(εκείνος που δεν λυπήθηκε τον Υιό του, αλλά τον παρέδωσε σε θάνατο για χάρη όλων μας, πως δεν θα μας χαρίσει μαζί με αυτόν τα πάντα;)
Και με υπερβολή και πολλή θέρμη χρησιμοποιεί τις λέξεις, για να δείξει την αγάπη του. πως λοιπόν θα μας εγκαταλείψει, εμάς που για χάρη μας δε λυπήθηκε τον Υιό του; Και για ποιους τον παρέδωσε; Για μας που είμαστε τιποτένιοι και αχάριστοι και εχθροί και βλάσφημοι.
«Πως λοιπόν δεν θα μας χαρίσει μαζί με αυτόν τα πάντα»; Αυτό που λέγει σημαίνει το εξής: Εάν τον Υιό του μας χάρισε και όχι απλώς μα τον χάρισε, αλλά τον παρέδωσε στην σφαγή, γιατί λοιπόν αμφιβάλλεις για τα άλλα, αφού έλαβες τον Κύριο; Γιατί διστάζεις για τα κτήματα, αφού έχεις τον Κύριο; Γιατί εκείνος που το μεγαλύτερο στους εχθρούς, πως δε θα δώσει τα μικρότερα στους φίλους;
33 τίς ἐγκαλέσει κατὰ ἐκλεκτῶν Θεοῦ; (ποιος θα κατηγορήσεις τους εκλεκτούς του Θεού);
Εδώ ο λόγος είναι προς εκείνους που λέγουν, ότι η πίστη δεν ωφελεί καθόλου και προς εκείνους που δυσπιστούν για την αθρόα μεταβολή. Και δεν είπε ποιος θα κατηγορήσει τους δούλους του Θεού, ούτε τους πιστούς του Θεού, αλλά τους εκλεκτούς του Θεού, γιατί η εκλογή είναι απόδειξη της αρετής. Γιατί αν ένας γυμναστής πουλαριών διαλέξει τα κατάλληλα για τον δρόμο, κανείς δεν θα μπορέσει να τον κατηγορήσει, αλλά αντιθέτων θα γίνει καταγέλαστος εκείνος που θα τολμήσει να πει κάτι εναντίον του, πολύ περισσότερο όταν ο Θεός διαλέγει ψυχές, θα είναι καταγέλαστοι εκείνοι που τον κατηγορούν.
Θεὸς ὁ δικαιῶν· 34 τίς ὁ κατακρίνων;
Δεν είπε ο Θεός που συγχωρεί αμαρτίες, αλλά κάτι πολύ μεγαλύτερο «ο Θεός που δικαιώνει». Γιατί όταν η απόφαση του δικαστή κρίνει κάποιος ως δίκαιο και μάλιστα τέτοιου δικαστού, τίνος άξιος είναι ο κατήγορος; Γιατί βέβαια ο Θεός και μαδιάλεξε και μας δικάιωσε και το πιο θαυμαστό είναι ότι μας δικαίωσε με τη σφαγή του Υιού του. ποιος λοιπόν θα μας καταδικάσει, τη στιγμή που ο Θεός μα στεφανώνει;
Χριστὸς ὁ ἀποθανών, μᾶλλον δὲ καὶ ἐγερθείς, ὃς καί ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν.
Γιατί αφού επανήλθε στη δική του αξία, δε σταμάτησε τη φροντίδα για μας, αλλά και μεσιτεύει για μας και ακόμη εξακολουθεί να διατηρεί την ίδια αγάπη. Γιατί δεν αρκέστηκε στη σφαγή μόνο, αλλά κάνει και αυτό που είναι δείγμα μεγαλύτερης αγάπης, το να κάνει δηλαδή όχι μόνο αυτό που εξαρτάται απ’ αυτόν αλλά και να παρακαλέι και άλλον γι’ αυτό. Για΄τι αυτό δήλωσε με το να πει «μεσιτεύει». Γιατί είπε ότι βρίσκεται στα δεξιά και τότε πρόσθεσε «μεσιτεύει για μας», όταν έδειξε την ισοτιμία και την ισότητα, τότε ανθρωπίνως φαίνεται πως ελαττώνεται. Αλλά αυτό δεν είναι δείγμα ελάττωσης, αλλά μόνο αγάπης. Γιατί στην πραγματικότητα ο δημιουργός των πάντων δεν χρειάζεται κανενός τις μεσιτείες. Άρα το μεσιτεύει είναι απόδειξη της αγάπης του για μας. Καθόσον και ο Πατέρας φαίνεται να παρακαλεί τους ανθρώπους για να συμφιλιωθούν μαζί Του.
Αν λοιπόν και το Πνεύμα μεσιτεύει με ανέκφραστους στεναγμούς και ο Χριστός πέθανε και μεσιτεύει για μας και ο Πατέρας δε λυπήθηκε τον Υιό του για χάρη σου και σε εξέλεξε και σε δικαίωσε, γιατί πλέον φοβάσαι;
35 τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;
Και δεν είπε του Θεού, γιατί του είναι αδιάφορο να τον ονομάζει και Χριστό και Θεό.
θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;
Πρόσεχε του μακαρίου Παύλου τη σύνεση. Γιατί δεν είπε αυτά στα οποία καθημερινά γινόμαστε δούλοι, δηλαδή την αγάπη για τα χρήματα, την επιθυμία της δόξας και την τυραννία της οργής, αλλά εκείνα που είναι πιο τυραννικά απ’ αυτά και είναι ικανά και την ίδια τη φύση να εξαναγκάσουν και τη σταθερότητα του νου ν’ ανατρέψουν πολλές φορές και χωρίς τη θέλησή μας, αυτά αναφέρει, τις θλίψεις και τις στενοχώριες. Γιατί μέσα σ’ αυτές τιλίγς λέξεις περικλύονται άπειρα πλήθη πειρασμών. Φυλακές, εξορίες, δεσμά, συκοφαντίες και όλες τις άλλες ταλαιπωρίες.
36 καθὼς γέγραπται ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς. (ψαλμ.43,23)
Αυτό το είπε ο Δαυίδ λέγοντας δηλαδή ότι είμαστε στη διάθεση όλων για να υποφέρουμε. Γιατί δεν υποφέρουμε για άνθρωπο αλλά για τον επουράνιο βασιλέα. Γιατί και αν ακόμη στη φύση κληρώθηκε να πεθάνει μόνο μία φορά, ο Θεός έδωσε στην προαίρεσή μας, εάν το θέλουμε, να το παθαίνουμε αυτό καθημερινά. Επομένως είναι φανερό ότι θα έχουμε τόσα στεφάνια, όσες ημέρες ζήσουμε, ή καλύτερα και πολύ περισσότερα, γιατί μπορεί σε μία μέρα να πεθάνουμε και μία και δύο και πολλές φορές. και για να μη πει κανείς, ότι απλώς φιλοσοφεί αυτά πριν την δοκιμασία των πραγμα΄των πρόσθεσε: «θεωρηθήκαμε σαν πρόβατα προορισμένα για σφαγή», εννοώντας τους καθημερινούς θανάτους των αποστόλων είδες ανδρεία και επιείκια; Γιατί όπως ακριβώς τα πρόβατα, λέει, δεν αντιστέκονται όταν σφάζονται, έτσι ούτε και μεις.
37 ἀλλ᾿ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς.(αλλά σε όλα αυτά νικούμε με το παραπάνω με τη βοήθεια εκείνου που μας αγάπησε).
Το πιο θαυμαστό λοιπόν είναι ότι όχι απλώς νικούμε, αλλά νικούμε και με εκείνα που μας επιβουλεύονται. Και όχι απλώς νικούμε αλλά υπερνικούμε, δηλαδή με μεγάλη ευκολία, χωρίς ιδρώτες και κόπους. Και πολύ εύλογα, διότι ο Θεός είναι εκείνος που αγωνίζεται μαζί μας. Να μην απιστήσεις λοιπόν όταν μας μαστιγώνουν, νικούμε κείνους που μας μαστιγώνουν, όταν διωκόμαστε, υπερισχύουμε εκείνων που μας διώκουν, εάν όταν πεθαίνουμε, μεταστρέφουμε τους ζωντανούς.
Γιατί ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να νικήσει τους μάρτυρες, ούτε τύραννοι, ούτε πλήθη ανθ΄ρωπων, ούτε φάλαγγες δαιμόνων, ούτε ο ίδιος ο διάβολος, αλλά από την πολλή δύναμη νικούνταν όλοι. Γιατί ήταν καινούριος αυτός ο νόμος της νίκης, στο να νικούν με τα αντίθετα και ποτέ να μην νικούνται.
38 πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα 39 οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. (γιατί πιστεύω απόλυτα ότι ούτε θάνατος, ούτε ζωή, ούτε άγγελοι, ούτε αρχές, ούτε δυνάμεις, ούτε τα παρόντα, ούτε τα μελλοντικά, ούτε ύψος, ούτε βάθος, ούτε καμιά άλλη κτίση θα μπορέσει να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού, την οποία μας έδειξε με τον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας)
Είναι μεγάλα τα λόγια αυτά αλλά δεν τα γνωρίζουμε, επειδή δεν έχουμε τόσο μεγάλη αγάπη. Τι θέλει να πει ο Απόστολος; Τι χρειάζεται λέει να πω τα παρόντα και τα δεινά που είναι ενωμένα μ’ αυτή τη ζωή; γιατί κι αν ακόμη πει κανείς μελλοντικά και πράγματα και δυνάμεις σαν τους αγγέλους και αρχαγγέλους και όλη την ουράνια κτίση και αυτά για μένα είναι μικρά σε σύγκριση προς την αγάπη του Χριστού. Ούτε βέβαια αν με απιλούσε κανείς με θάνατο, με εκείνον τον μελλοντικό, τον αθάνατο, ώστε να με απομακρύνει από τον Χριστό, ούτε αν υποσχόταν τν άπειρη ζωή, δεν θα δεχόμουν.
Και τα λέει όλα αυτά όχι για να θεωρήσει κανείς ότι οι άγγελοι το επιχειτούν αυτό, μη γένοιτο, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά επειδή ήθελε να φανερώσει με κάθε υπερβολή την αγάπη που είχε για τον Χριστό. Γιατί το να χάσει την αγάπη του για τον Χριστό ήταν γι’ αυτόν πιο φοβερό από την γέεννα, όπως ακριβώς το να παραμένει σ’ αυτήν την αγάπη ήταν γι’ αυτόν πιο ποθητό από την βασιλεία των ουρανών.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
1 Αλήθεια λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι τῆς συνειδήσεώς μου ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ,
Επειδή τώρα ο Παύλος επορόκειτο να μπει σε μεγαλύτερα ζητήματα και να μην πιστευθεί από τους πολλούς, πρώτα διαβεβαιώνει αυτά που πρόκειται να πει, πράγμα που συνηθίζουν να κάνου οι πολλοί, γι’ αυτό και λέει «αλήθεια λέω, δεν ψεύδομαι και η συνείδησή μου με βεβαιώνει, ότι υπάρχει μέσα μου μεγάλη λύπη και αδιάκοπος πόνος στην καρδιά μου.
2 ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου. 3 ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα,
Θα ευχόμουν μάλιστα να είμαι εγώ ο ίδιος ανάθεμα από το Χριστό».
Τι λέγεις Παύλε; Από τον Χριστό, τον οποίο ποθούσες, από τον οποίο ούτε η βασιλεία των ουρανών, ούτε η γέεννα σε χώριζε, ούτε τα ορατά, ούτε τα αόρατα, ούτε άλλα τόσα, απ’ αυτόν τώρα εύχεσαι να είσαι ανάθεμα; Τι συνέβηκε; Μήπως έχεις αλλάξει και έσβησες τον πόθο εκείνο; Όχι λέγει, μη φοβηθείς, γιατί και περισσότερο δυνάμωσα. Πως λοιπόν εύχεσαι να είσαι ανάθεμα και ζητάς αποξένωση και τέτοιο χωρισμό, από τον οποίο δεν είναι δυνατόν να βρούμε άλλον; Επειδή τον αγαπώ πάρα πολύ λέγει. Πες μου, πως και με ποιο τρόπο; Γιατί πραγματικά το πράγμα μοιάζει με αίνιγμα. Καλύτερα όμως, αν θέλεις, ας μάθουμε πρώτα τι τέλος πάντων σημαίνει το ανάθεμα και τότε ας τον ρωτήσουμε γι’ αυτά και θα γνωρίσουμε την απερίγραπτη και παράδοξη αυτή αγάπη. Τι λοιπόν σημαίνει το ανάθεμα; Άκουσε αυτόν που λέει «όποιος δεν αγαπάει τον Κύριό μας τον Ιησού Χριστό, ας είναι ανάθεμα» (Ά κορ. 16,22) δηλαδή ας χωριστεί απ’ όλους, ας είναι ξένος σε όλους. Γιατί όπως ακριβώς κανείς δε θα τολμήσει ν’ αγγίξει απλώς με τα χέρια του το ανάθεμα που αφιερώνεται στο Θεό, ούτε να το πλησιάσει, έτσι και εκείνον που χωρίζεται από την Εκκλησία, για να τον αποκόψει απ’ όλους και να τον απομακρύνει πάρα πολύ μακριά, με αυτό το όνομα και με την αντίθετη έννοια τον ονομάζει, προτρέποντας σε όλους με πολύ φόβο ν’ αποχωρίζονται και ν’ απομακρύνονται απ’ αυτόν.
Δες λοιπόν την αίτία που το λέγει: Θ αευχόμουν να είναι ανάθεμα απ’ αυτόν για χάρη των αδελφών μου» και αυτό είναι απόδειξη της δικής του ταπεινοφροσύνης, γιατί δε θέλει να φανεί πως λέγει κάτι μεγάλο και πως χαρίζει αυτό στο Χριστό. Γι’ αυτό και είπε «των συγγενών μου», για να κρύψει το πλεονέκτημα. Ότι όμως το παν ήθελε ήθελε για το Χριστό, άκουσε τα επόμενα:
4 οἵτινές εἰσιν ᾿Ισραηλῖται, ὧν ἡ υἱοθεσία καὶ ἡ δόξα καὶ αἱ διαθῆκαι καὶ ἡ νομοθεσία καὶ ἡ λατρεία καὶ αἱ ἐπαγγελίαι, 5 ὧν οἱ πατέρες, καὶ ἐξ ὧν ὁ Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ὁ ὢν ἐπὶ πάντων Θεὸς εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Και τι σημαίει αυτό; Γιατί αν ήθελε να γίνει ανάθεμα για να πιστέψουν άλλοι, έπρεπε και για τους εθνικούς να ευχηθεί αυτό, αν όμως μόνο για τους Ιουδαίους εύχεται, δείχνει πως δεν ήθελε αυτό εξαιτίας του Χριστού, αλλά εξαιτίας της συγγένειάς του προς εκείνους. Και όμως, αν ευχόταν για τους εθνικούς, δε θα φαινόταν το ίδιο αυτό, επειδή όμως ευχήθηκε μόνο για τους Ιουδαίους, αποδεικνύει καθαρά πως φροντίζει για τη δόξα του Χριστού. Και πως φροντίζει; Μη θέλοντας εξαιτίας των Ιουδαίων και της αχαριστίας τους να βλασφημείται το όνομα του Θεού. Επειδή ο Πάυλος πονούσε για τη δόξα του Θεού, ευχήθηκε να είναι ανάθεμα, αν βέβαια ήταν δυνατόν, ώστε να σωθούν εκείνοι (οι Ιουδαίοι) και να σταματήσει η βλασφημία και να μη φανεί πως ο Θεός έχει εξαπατήσει τους απογόνους εκείνων, στους οποίους υποσχέθηκε τις δωρεές.
6 Οὐχ οἷον δὲ ὅτι ἐκπέπτωκεν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. (αυτό όμως δε σημαίνει, ότι αποδείχτηκε ψεύτικος ο λόγος του Θεού)
Να λοιπόν γιατί θέλει να γίνει ο Πάυλος ανάθεμα. Για την αγάπη του Θεού, για την δόξα του ονόματός Του. είδες τώρα ότι αν ευχόταν για χάρη των εθνικών, δε θα φαινόταν τόσο καθαρά πως έκανε αυτό για τη δόξα του Χριστού;
Εάν όμως δε δέχεσαι ακόμη αυτό λέχθηκε, σκέψου ότι και πολλοί πατέρες πολλές φορές δέχτηκαν αυτά για χάρη των παιδιών τους και προτίμησαν να χωριστούν απ’ αυτά και μάλλον να τα βλέπουν να προοδεύουν, επειδή νομίζουν πως η η πρόοδός τους είναι πιο ευχάριστη από τη συντροφιά τη δική τους. Αλλά επειδή απέχουμε πολύ από την αγάπη αυτή, δεν μπορούμε ούτε αυτά που λέγοντια να καταλάβουμε.
Και αφού προετοίμασε το δρόμο με το λόγο και απάλλαξε τον ευατό του από κάθε υποψία γι’ αυτά που πρόκειται να ειπωθούν εναντίον τους, τότε μπαίνει πλέον στο λόγο που ζητούσαν οι πολλοί. Δηλαδή οι πολλοί ζητούσαν να μάθουν για ποιο λόγο εκείνοι που έλαβαν την υπόσχση έχασαν τη σωτηρία, ενώ αυτοί που δεν άκουσαν ποτέ την υπόσχεση , σώθηκαν πριν από εκείνους. Λύνοντας λοιπόν την απορία φέρνει τη λύση πριν από την αντίθεση. Ας θυμηθούμε τη υπόσχεση του Θεού: Είπε ο Θεός στον Αβραάμ, σε σένα και στους απογόνους σου θα δώσω τη γη και θα ευλογηθούν με τους απογόνους σου όλα τα έθνη» ( Γεν. 12, 7.3)
Ας δούμε λοιπόν ποιοι είναι οι απόγονοι, γιατί δεν είναι όσου κατάγονται απ’ αυτόν δικοί του απόγονοι:
οὐ γὰρ πάντες οἱ ἐξ ᾿Ισραήλ, οὗτοι ᾿Ισραήλ, 7 οὐδ᾿ ὅτι εἰσὶ σπέρμα ᾿Αβραάμ, πάντες τέκνα,
Αν λοιπόν θέλεις να μάθεις ποιοι είναι οι απόγονοι του Αβραάμ, θα δεις ότι η υπόσχεση δόθηκε στους απόγόνους του, και θα γνωρίσεις ότι δε διαψεύστηκε ο λόγος:
ἀλλ᾿ ἐν ᾿Ισαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα· ( από τον Ισαάκ θα ονομασθούν οι δικοί σου απόγονοι)
Εξήγησέ μου λοιπόν τι σημαίνει το «εν Ισαάκ»:
8 τοῦτ᾿ ἔστιν οὐ τὰ τέκνα τῆς σαρκὸς ταῦτα τέκνα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐπαγγελίας λογίζεται εἰς σπέρμα. «Δηλαδή τέκνα του Θεού δεν είναι τέκνα που γεννιούνται κατά τρόπο φυσικό, αλλά τα τέκνα που γεννιούνται σύμφωνα με την υπόσχεση του Θεού αυτά θεωρούνται απόγονοι».
Και πρόσεχε τη σύνεση και τη μεγαλοφροσύνη του Παύλου. Γιατί, ερμηνεύοντας δεν είπε, ότι δεν είναι τα τέκνα της σάρκας τέκνα του Αβραάμ , αλλά «τα τέκνα του Θεού», συνδέοντας με το παρόν τα παλαιά και δείχνοντας, ο΄τι ούτε ο Ισαάκ, αυτοί είναι τέκνα του Θεού και απόγονοι του Αβραάμ. Γι’ αυτό λοιπόν είπε «από τον Ισαάκ θα ονομασθούν οι δικοί σου απόγονοι», για να μάθεις ότι όσοι γεννιούνται σύμφωνα με τον τρόπο αυτόν που γεννήθηκε ο Ισαάκ, αυτοί προ πάντων είναι οι απόγονοι του Αβραάμ. Πως λοιπόν γεννήθηκε ο Ισσαάκ; Όχι σύμφωνα με το νόμο της φύσεως, ούτε σύμφωνα με τη δύναμη της σάρκας, αλλά σύμφωνα με τη δύναμη της υπόσχεσης. Τι σημαίνει «σύμφωνα με τη δύναμη της υπόσχεσης»;
9 ἐπαγγελίας γὰρ ὁ λόγος οὗτος· κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον ἐλεύσομαι καὶ ἔσται τῇ Σάρρᾳ υἱός.
Αυτή λοιπόν η υπόσχεση και ό λογος του Θεού και διέπλασε και γέννησε τον Ισσάκ. Τι δηλαδή αν και μήτρα υπήρχε και κοιλιά γυναίκας; Γιατί όχι η δύναμη της κοιλιάς, αλλά η δύναμη της υπόσχεσης γέννησε το παιδί. Έτσι και μεις γεννιόμαστε με τους λόγους του Θεού. Γιατί στην κολυμβήθρα με το νερό οι λόγοι του Θεού είναι εκείνοι που μας γεννούν και μας διαπλάθουν,αφού γεννιόμαστε όταν όταν βαλτιζόμαστε στο όνομα του Πατέρα και του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Αυτή όμως η γέννηση δεν ανήκει στη φύση, αλλά στην υπόσχση του Θεού. Όπως ακριβώς λοιπόν προαναγγέλλοντας τη γέννηση του Ισαάκ, την εκπλήρωσε τότε, έτσι και τη δική μας γέννηση προανήγγειλε πριν από πολλά χρόνια με όλους τους προφήτες, και έπειτα την πραγματοποίησε.
Εάν όμως έλεγαν οι Ιουδαίοι ότι το «από τον Ισαάκ θα ονομασθούν οι δικοί σου απόγονοι», αυτό σημαίνει το να συγκαταλέγονται στους απογόνους του όσοι γεννιούνται από τον Ισάκ, έπρεπε και όλοι οι Ιδουμαίοι να ονομάζονται τέκνα του, γιατί ο πρόγονός τους ο Ησαύ ήταν υιός του Ισαάκ. Τώρα όμως όχι μόνο δεν ονομάζονται τέκνα, αλλά έχουν αποξενωθεί πάρα πολύ απ’ αυτόν. βλέπεις ότι τα τέκνα της σάρκας δεν είναι τέκνα του Θεού, αλλά ότι σ’ αυτή τη φύση η γέννηση με το βάπτισμα προδηλώνεται από το Θεό; Εάν όμως μου λέγεις τη μήτρα, μπορώ να πω κι εγώ από το νερό. Ας μάθουμε λοιπόν καλά και με ακρίβεια την ευγενική μας καταγωγή, και ας δείξουμε συμπεριφορά όπως αξίζει σ’ αυτή, γιατί δεν έχει τίποτα το σαρκικό ούτε το γήινο.
Γιατί ούτε ο ύπνος, ούτε το θέλημα της σάρκας και οι περιπτύξεις, ούτε ο πόθος της επιθυμίας, αλλά η φιλανθρωπία του Θεού έκανε τα πάντα. Κι έτσι ξαφνικά εμφανίστηκε νέος Ισαάκ (Χριστός) και όλοι γίναμε τέκνα του Θεού και απόγονοι του Αβραάμ.
10 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ Ρεβέκκα ἐξ ἑνὸς κοίτην ἔχουσα, ᾿Ισαὰκ τοῦ πατρὸς ἡμῶν·
Μεγάλο το ζητούμενο. Γι’ αυτό και πολλές σκέψεις κάνει και από παντού προσπαθεί να λύσει την απορία. Γιατί πρωτάκουστο και φοβερό είναι ότι μόνο οι εθνικοί σώθηκαν παρόλο που και αυτοί και όλοι ήταν ανάξιοι.
Αλλά εδώ προέκυψε μεγάλη απορία γιατί μπορούσε να πει κάποιος: Αν λοιπόν δεν επρόκειτο να τους εκπληρώσει τις υποσχέσεις ο Θεός, για ποιο και υποσχόταν; Γιατί οι άνθρωποι οι οποίοι δε γνωρίζουν το μέλλον γελιούνται και υπόσχονται να λάβουν τις δωρεές τους και οι ανάξιοι, ενώ αυτός που γνωρίζει από πριν και τα παρόντα και τα μέλλοντα και μάλιστα γνωρίζει καλά, ότι θα καταστήσουν τους εαυτούς τους ανάξιους για τις υποσχέσεις και γι’ αυτό δε θα λάβουν τίποτα απ’ αυτά που λέχθηκαν, για ποιο λόγο υπόσχεται; Πως λοιπόν όλα αυτά τα έλυσε ο Παύλος; - Από το να δείξει ποιος είναι ο Ισραήλ, στον οποίο υποσχόταν. Γι’α υτό ούτε το όνομα του Ιακώβ ανέφερε, αλλά το όνομα του Ισραήλ, πράγμα που ήταν απόδειξη της αρετής του δικαίου και της δωρεάς που έλαβε από τον Θεό. Εάν λοιπόν όλοι αμάρτησαν, πως άλλοι σώθηκαν και άλλοι καταστράφηκαν; Γιατί δε θέλησαν όλοι να έρθουν προς το Θεό. Ως προς το δικό του μέρος βέβαια όλοι σώθηκαν, γιατί πραγματικά κλήθηκαν όλοι.
11 μήπω γὰρ γεννηθέντων μηδὲ πραξάντων τι ἀγαθὸν ἢ κακόν, ἵνα ἡ κατ᾿ ἐκλογὴν τοῦ Θεοῦ πρόθεσις μένῃ, οὐκ ἐξ ἔργων, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ καλοῦντος, 12 ἐρρέθη αὐτῇ ὅτι ὁ μείζων δουλεύσει τῷ ἐλάσσονι, 13 καθὼς γέγραπται· τὸν ᾿Ιακὼβ ἠγάπησα, τὸν δὲ ᾿Ησαῦ ἐμίσησα.
Και για ποιο λόγο λοιπόν ο ένας αγαπιόταν, ενώ ο άλλος μισούνταν; Γιατί ο ένας υπηρετούσε, ενώ ο άλλος υπηρετούνταν; Επειδή ο ένας ήταν καλός και άλλος κακός. Κι όμως ενώ ακόμη δεν είχαν γεννηθεί, ο ένας τιμόταν και ο άλλος καταδικαζόταν. Γιατί, ενώ δεν είχαν γεννηθεί ακόμη, ο Θεός έλεγε, ότι «ο μεγαλύτερος θα υπηρετήσει τον πιο νέο». Για ποιο λόγο λοιπόν το είπε ο Θεός αυτό; Γιατί δεν περιμένει, όπως ο άνθρωπος από το τέλος των πράξεων να δει τον αγαθό και τον πονηρό, αλλά πριν απ’ αυτές γνωρίζει ποιος είναι ο πονηρός και ποιος είναι ο αγαθός. Κι αυτό έγινε και στην περίπτωση των Ισραηλιτών με περισσότερο θαυμαστό τρόπο.
14 Τί οὖν ἐροῦμεν; μὴ ἀδικία παρὰ τῷ Θεῷ; μὴ γένοιτο.
15 τῷ γὰρ Μωϋσῇ λέγει· ἐλεήσω ὃν ἂν ἐλεῶ, καὶ οἰκτειρήσω ὃν ἂν οἰκτείρω.
Αυτό θα μπορούσε να το δει κανείς και σ’ εκείνους που τιμωρούνται. Τι λοιπόν θα έλεγες για τον Φαραώ, που κολάσθηκε και τιμωρήθηκε τόσο πολύ; Ότι ήταν σκληρός και δεν υπάκουε; Μήπως τάχα αυτός ήταν μόνο και άλλος ούτε ένας; Πως λοιπόν αυτός τιμωρούνταν τόσο σκληρά; Αλλά γιατί και στους Ιουδαίους ονόμασε λαό εκείνον που δεν ήταν λαός του, και πάλι δεν αξίωσε όλους με την ίδια τιμή; Για΄τι αν θα γίνουν, λέει, όπως η άμμος της θάλασσας, ένα υπόλοιπο μόνο απ’ αυτούς θα σωθεί. Και για ποιο λόγο το υπόλοιπο μόνο; Βλέπεις με πόση απορία γέμισε τα ζητήματα αυτά; Και πολύ εύλογα. Γιατί όταν θέλεις να βάλεις σε απορία τον αντίδικο, να μην προσθέσεις αμέσως τη λύση. Καθόσον αν φανερωνόταν πως κι εσύ ο ίδιος να είσαι υπόλογος για την ίδια άγνοια, γιατί αναλαμβάνεις περιττούς κιδύνους; Πες μου λοιπόν Ιουδαίε, ενώ έχεις τόσο πολλές ερωτήσεις και απορίες και δεν μπορείς να λύσεις καμμί απ’ αυτές, πως μας ενοχλείς για την κλήση των εθνικών;
Ποια λοιπόν είναι η αιτία όλων αυτών; Ότι αυτοί δικαιώθηκαν από την πίστη τους, ενώ εσείς από τα έργα του νόμου χάσατε τη δικαίωση και αφού φιλονεικήσατε έτσι προδοθήκατε από παντού.
Με όλα όσα λέχθηκαν καταννοούμε ότι μόνο ο Θεός γνωρίζει τους άξιους, ενώ από τους ανθρώπους ούτε ένας, έστω και αν νομίζει ότι γνωρίζει πάρα πολύ, αλλά σε πολλά κάνει λάθος στην κρίση του αυτή. Εκείνος λοιπόν που γνωρίζει καλά τα απόρρητα της διανοίας, αυτός γνωρίζει καλά ποιοι είναι άξιοι για βραβεία και ποιοι για κόλαση και τιμωρία. Γι’ αυτό βέβαια και πολλούς που νομιζόταν από τους ανθρώπους ότι είναι αγαθοί, τους τιμώρησε αφού τους έλεγξε αυστηρά και εκείνους που θεωρούνταν πονηροί τους στεφάνωσε, αφού έδειξε πως δεν είναι τέτοιοι, βγάζοντας την απόφαση όχι από τη γνώμη των δούλων, αλλ΄από τη δική του κρίση τη σωστή και αδέκαστη και χωρίς να περιμένει να δει το αποτέλεσμα των πράξεων τον κακό και τον καλό.
Συνεπώς δεν είναι αρκετός ο τρόπος της γεννήσεως, αλλά η πίστη και η αρετή είναι εκείνη που λάμπει και χαρακτηρίζει την ακριβή συγγένεια. Γιατί αλλιώς θα έπρεπε και ο Ησαύ ν’ απολαύσει τα ίδια με τον Ιακώβ.
Να υποχωρείς λοιπόν στο ακατάληπτο της εκλογής, γιατί πραγματικά αυτός μόνο γνωρίζει με ακρίβεια να στεφανώνει.
16 ἄρα οὖν οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ. 17 λέγει γὰρ ἡ γραφὴ τῷ Φαραὼ ὅτι εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐξήγειρά σε, ὅπως ἐνδείξωμαι ἐν σοὶ τὴν δυναμίν μου, καὶ ὅπως διαγγελῇ τὸ ὄνομά μου ἐν πάσῃ τῇ γῇ. 18 ἄρα οὖν ὃν θέλει ἐλεεῖ, ὃν δὲ θέλει σκληρύνει.
19 ᾿Ερεῖς οὖν μοι· τί ἔτι μέμφεται; τῷ γὰρ βουλήματι αὐτοῦ τίς ἀνθέστηκε;
Δηλαδή: (Ώστε λοιπόν δεν εξαρτάται από τη θέληση ήτν προσπάθεια του ανθ΄ρωπου αλλά πό το έλεος του Θεού. Γιατί λέγει η Γραφή στο Φαρώ, ότι ακριβώς γι’ αυτό σε ανύψωσα, για να δείξω με σένα τη δύναμή μου, και να διαλαληθεί το όνομά μου σε όλη την οικουμένη. Άρα λοιπόν εκείνον που θέλει τον ελεί και εκείνον που θέλει να τον κάνει σκληρό. Θα μου πεις όμως. Γιατί κατηγορεί κατηγορεί ακόμη; Καθόσον ποιος αντιστάθηκε στη θέλησή του;)
Βλέπεις πως φρόντισε όλο αυτό να το μετατρέψει με όλα σε απορία; Και δε προσθέτει αμέσως τη λύση, κάνοντας και αυτό για το συμφέρον τους, αλλά αποστομώνει πρώτα εκείνον που ερευνάει αυτά λέγοντας τα εξής:
20 μενοῦνγε, ὦ ἄνθρωπε, σὺ τίς εἶ ὁ ἀνταποκρινόμενος τῷ Θεῷ; (ποιος είσαι εσύ άνθρωποε που αντιλέγεις στον Θεό;)
Και το κάνει αυτό για να σταματήσει την άκαιρη περιέργειά του. και δεν λέγει ότι είναι αδύνατον να λύνουμε εμείς όλα αυτά, αλλά ότι είναι παράνομο να ερευνούμε αυτά και παρόμοια. Γιατί πρέπει να πιστέψουμε σ’ αυτά που κάνει ο Θεός, όχι περιεργαζόμαστε και αν ακόμη αγνοούμε την αιτία τους. Είδες πως σε εξευτέλισε λέγοντας ποιος είσαι εσύ άνθρωπε; Είδες πω σε μείωσε για την αλαζονεία σου; Εσύ ποιος είσαι; Συμμετέχεις στην εξουσία; Μήπως διορίστηκες δικαστής του Θεού; Εσύ δεν είσαι ούτε καν κάτι. Τίποτα δεν είσαι. Αλλά δεν είπε τίποτα δεν είσαι, αλλά ποιος είσαι, πράγμα ποιο μηδαμινό.
Κι αφού ξερίζωσε ο Πάυλος τα αγκάθια, δείγμα άριστου διδασκάλου, τότε ρίχνει τα σπέρματα:
μὴ ἐρεῖ τὸ πλάσμα τῷ πλάσαντι, τί με ἐποίησας οὕτως; 21 ἢ οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ὁ κεραμεὺς τοῦ πηλοῦ, ἐκ τοῦ αὐτοῦ φυράματος ποιῆσαι ὃ μὲν εἰς τιμὴν σκεῦος, ὃ δὲ εἰς ἀτιμίαν;
(Μτφρ: Μήπως θα πει το πήλινο αγγείο στον πλάστη του, γιατί με έπλασες έτσι; Η δεν μπορεί ο αγγειοπλάστης, από την ίδια μάζα να κάνει ένα αγγείο για σπουδαία χρήση και άλλο για ασήμαντη;)
Εδώ δεν το λέει αυτό για να αφαιρέσει το αυτεξούσιο, αλλά για να δείξει μέχρι πόσο πρέπει να υπακούμε στο Θεό. Όταν λοιπόν απαιτούμε ευθύνες από το Θεό, οπωσδήποτε δεν φερόμαστε καθόλου καλύτερα από τον πηλό. Γιατί όχι μόνο δεν πρέπει να αντιλέγουμε, ούτε να ζητούμε ευθύνες, αλλά ούτε καν να μιλάμε, ούτε να σκεφτόμαστε, αλλά να ομοιάζουμε με τον άψυχο πηλό που υπακούει στα χέρια του αγγιοπλάστη.
Το ένα σκεύος λέει μπορεί να το κατασκευάσει ο αγγειοπλάστης για σπουδαία χρήση και το άλλο για ασήμαντη. Μη νομίζει πως αυτά τα είπε ο Πάλυος για τη δημιουργία, ούτε για την ανάγκη της διαθέσεως, αλλά για την εξουσία και τη διαφορά της οικονομίας των πραγμάτων. Γιατί αν δεν τα λάβουμε έτσι θα ακολουθήσουν πολλά άτοπα. Εδώ ο Παύλος τίποτα άλλος δε θέλει να αποδείξει, παρά το να πείσει τον ακροατή με κάθε υπερβολή να υποχωρεί στο Θεό και για τίποτα ποτέ να μην ζητάει ευθύνες απ’ αυτόν.
22 εἰ δὲ θέλων ὁ Θεὸς ἐνδείξασθαι τὴν ὀργὴν καὶ γνωρίσαι τὸ δυνατὸν αὐτοῦ ἤνεγκεν ἐν πολλῇ μακροθυμίᾳ σκεύη ὀργῆς κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν; 23 καὶ ἵνα γνωρίσῃ τὸν πλοῦτον τῆς δόξης αὐτοῦ ἐπὶ σκεύη ἐλέους, ἃ προητοίμασεν εἰς δόξαν; 24 οὓς καὶ ἐκάλεσεν ἡμᾶς οὐ μόνον ἐξ ᾿Ιουδαίων, ἀλλὰ καὶ ἐξ ἐθνῶν,
(μετφρ: Εάν όμως ο Θεός, θέλοντας να δείξει την οργή του και να κάνει γνωστή τη δύνα μη του, ανέχθηκε με πολλή μακροθυμία σκέυη οργής παρασκευασμένα για καταστροφή, και για να κάνει γνωστό τον πλούτο της δόξας του, σε σκέυη ελέους που προετοίμασε για τη δόξα αυτή, τους οποίους, δηλαδή εμάς, και κάλεσε όχι μόνο από τους Ιουδαίους, αλλά και από τους εθνικούς)
Αυτό που λέει σημαίνει το εξής: σκέυος οργή ήταν ο Φαραώ, δηλαδή άνθρωπος που με τη δική του σκληρότητα εξάπτει την οργή του Θεού. Γιατί παρ’ όλο που απόλαυσε πολλή μακροθυμία δεν έγινε καλύτερος, αλλά παρέμεινε αδιόρθωτος. Γι’ αυτό δεν τον ονόμασε μόνο σκεύος οργής, αλλά και «καταρτισμένο για καταστροφή», δηλαδή παρασκευασμένο, από μόνο του βέβαια και για τον εαυτό του. Γιατί ούτε ο Θεός παρέλειψε κα΄τι για τη διόρθωσή του, ούτε ο ίδιος παρέλειψε κάτι από εκείνα που οδηγούσαν αυτόν στην καταστροφή και του στερούσαν κάθε συγγνώμη. Αλλά όμως και αυτά αν και τα γνώριζε ο Θεός «τον ανέχθηκε με πολλή μακροθυμία», επειδή ήθελε να τον οδηγήσει σε μετάνοια. Επειδή όμως δεν θέλησε να χρησιμοποιήσει την μακροθυμία για μετάνοια, αλλά παρασκεύασε τον ευατό του για οργή, χρησιμοποίησε αυτόν για την διόρθωση των άλλων, κάνωντας με την τιμωρία του πιο αγαθούς άλλους και δείχνοντας έτσι τη δική του δύναμη.
Όταν δε λέει «τα οποία προετοίμασε για την δόξα», δεν εννοεί πως τα πάντα εξαρτώνται από τον Θεό, γιατί αν συνέβαινε αυτό, τίποτα δεν θα εμπόδιχε να σώζονται όλοι, αλλά πάλι δείχνει την πρόγνωσή του και καταργεί τη διαφορά εθνικών και Ιουδαίων. Γι’ αυτό ακριβώς δε λέει «από τους εθνικούς», αλλά «από τους εθνικούς», ούτε όλους τους Ιουδαίους, αλλά «από τους Ιουδαίους». Όπως ακριβώς λοιπόν ο Φαραώ έγινε σκεύος οργής από τη δική του παρανομία, έτσι και αυτοί έγιναν σκεύη ελέους από τη δική του ευγνωμοσύνη. Γιατί αν και το περισσότερο ανήκει στο Θεό, όμως και αυτοί πρόσφερα κάτι μικρό. Γι’ αυτό δεν είπε σκύη κατορθωμάτων, ούτε σκεύη παρρησίας, αλλά «σκεύη ελέους», για να δείξει ότι όλα ανήκουν στον Θεό.
Από πού λοιπόν γίνονται άλλου σκέυη οργής και άλλοι σκεύη ελέους; Από τη δική τους προαίρεση. Ο Θεός όμως, επειδή είναι πάρα πολύ αγαθός, δείχνει και στους δύο την ίδια αγαθότητα. Γιατί δεν ελέησε μόνο αυτούς, αλλά και τον Φαραώ, όσο εξαρτώνταν βέβαια απ’ αυτόν, αφού απόλαυασαν και εκείνοι και αυτός την ίδια μακροθυμία. Εάν όμως δε σώθηκε, το παν οφείλεται στη δική του διάθεση.
Αφού λοιπόν έδωσε τη λύση στο ζήτημα από τα ίδια τα πράγματα, για να κάνει και από αλλού αξιόπιστο το λόγο, παρουσιάζει και τους προφήτες που από πριν φωνάζουν τα ίδια:
25 ὡς καὶ ἐν τῷ ῾Ωσηὲ λέγει· καλέσω τὸν οὐ λαόν μου λαόν μου, καὶ τὴν οὐκ ἠγαπημένην ἠγαπημένην·
Για να μη λέγουν ότι μας εξαπατάς λέγοτνας αυτά, κάλεσε μάρτυρα τον Ωσηέ ο οποίος φωνάζει: «θα καλέσω λαό μου εκείνον που δεν είναι λαός μου και αγαπημένη εκείνη που δεν είναι αγαπημένη». Ποιος λοιπόν ήταν εκείνος που δεν ήταν λαός του; Είναι φανερό πως μιλά για τους εθνικούς. Και ποια εκείνη που δεν ήταν αγαπημένη; Οι ίδιοι πάλι. Αλλά όμως τους είπα αυτούς και λαό και αγαπημένη και ότι θα γίνουν τέκνα Θεού.
26 καὶ ἔσται ἐν τῷ τόπῳ οὗ ἐρρέθη αὐτοῖς, οὐ λαός μου ὑμεῖς, ἐκεῖ κληθήσονται υἱοὶ Θεοῦ ζῶντος.
Αφού παρουσίασε τον Ωσηέ, δεν αρκείται μόνο σ’ αυτόν, αλλά μετά απ’ αυτόν παρουσιάζει και τον Ησαία που μιλάει συμφωνώντας μ’ αυτόν:
27 ῾Ησαΐας δὲ κράζει ὑπὲρ τοῦ ᾿Ισραήλ· ἐὰν ᾖ ὁ ἀριθμὸς τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης, τὸ κατάλειμμα σωθήσεται·
(μετφρ Εάν είναι ο αριθμός των απογόνων του Ισραήλ σαν την άμμο της θαλάσσης, ένα υπόλοιπο θα σωθεί).
Βλέπεις πως και εκείνος δεν λέει ότι θα σωθούν όλοι, αλλά οι άξιοι θα σωθούν; Γιατί δε σέβομαι το πλήθος, ούτε το γένος, αλλά εκείνους μόνο σώζω όσους θα βρω άξιους. Και δεν τους ανέφερε τυχαία την άμμο της θάλασσας, αλλά για να τους θυμήσει την παλιά υπόσχεση, για την οποία έκαναν τους εαυτούς τους ανάξιους. Γιατί λοιπόν ανησυχείτε, επειδή τάχα διαψεύστηκε η υπόσχεση, αφού όλοι οι προφήτες δηλώνουν, ότι δεν σώζονται όλοι;
Στη συνέχεια λέει και τον τρόπο της σωτηρίας. Είδες ακρίβεια προφητική και σύνεση αποστολική, ποια μαρτυρία παρουσίασε και πως ήταν πάρα πολύ κατάλληλη;
28 λόγον γὰρ συντελῶν καὶ συντέμνων ἐν δικαιοσύνῃ, ὅτι λόγον συντετμημένον ποιήσει Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς.
(μετφρ: Γιατί ο Κύριος θα πραγματοποιήσει σύντομα την απόφασή του με δικαιοσύνη, θα την πραγματοποιήσει σύντομα πάνω στη γη)
Αυτό που λέει σημαίνει το εξής: Δεν έχει ανάγκη από χρονική περίοδο και κόπους και ταλαιπωρία από τα έργα του νόμου, αλλά η σωτηρία θα συμβεί πολύ σύντομα. Γιατί τέτοια είναι η πίστη, μέσα σε λίγα λόγια περιέχει τη σωτηρία.
«Γιατί αν ομολογήσεις με το στόμα σου ότι ο Ιησούς είναι Κύριος και πιστέψεις με την καρδιά σου, ότι ο Θεός τον ανάστησε από τους νεκρούς, θα σωθείς» ( Ρωμ. 10,9)
Είδες τι σημαίνει «λόγον συντετμημένον ποιήσει Κύριος επί της γης»; Και το πιο θαυμαστό, ότι η σύντομη αυτή απόφαση δεν έφερε μόνο τη σωτηρία, αλλά και τη δικαιοσύνη.
29 καὶ καθὼς προείρηκεν ῾Ησαΐας, εἰ μὴ Κύριος Σαβαὼθ ἐγκατέλιπεν ἡμῖν σπέρμα, ὡς Σόδομα ἂν ἐγενήθημεν καὶ ὡς Γόμορρα ἂν ὡμοιώθημεν.
Πάλι εδώ κάτι άλλο δείχνει, ότι ούτε αυτοί οι λίγοι δε σώθηκαν από μόνοι τους. Καθόσον και αυτοί θα καταστρέφονταν και θα πάθαινα όπως τα Σόδομα, αν ο Θεός δεν μεταχειριζόταν πολλή αγαθότητα και δεν τους διατηρούσε με την πίστη.
30 Τί οὖν ἐροῦμεν; ὅτι ἔθνη τὰ μὴ διώκοντα δικαιοσύνην κατέλαβε δικαιοσύνην, δικαιοσύνην δὲ τὴν ἐκ πίστεως,
31 ᾿Ισραὴλ δὲ διώκων νόμον δικαιοσύνης εἰς νόμον δικαιοσύνης οὐκ ἔφθασε.
(Μετφρ: Τι λοιπόν θα πούμε; Ότι οι εθνικοί που δεν επιδίωκαν τη δικαίωση, κατέκτησαν τη δικαίωση, αλλά τη δικαίωση που προέρχεται από την πίστη. Ενώ οι Ισραηλίτες, που επιδίωκαν τη δικαίωση από την τήρηση του νόμου, δεν κατόρθωσαν τη δικαίωση αυτή»
Εσύ λοιπόν Ιουδαίε δε βρήκες ούτε τη δικαίωση από το νόμο, γιατί τον παρέβηκες και έγινες υπεύθυνος στην κατάρα, ενώ αυτοί που δεν ήρθαν μέσα από τον νόμο, αλλά από άλλο δρόμο, βρήκαν μεγαλύτερη απ’ αυτή τη δικαίωση , αυτήν που προέρχεται από την πίστη.
Τρία λοιπόν τα ζητούμενα που προκύπτουν: Ότι δηλαδή οι εθνικοί και δικάιωση βρήκαν και ότι τη βρήκαν χωρίς να την επιδιώκουν και ότι μεγαλύτερη βρήκαν από τη δικαίωση που προέρχεται από το νόμο.
Οι ίδιες ακριβώς απορίες διατυπώνονται και για τους Ιουδαίους πάλι από την αντίθετη πλευρά. Διότι οι Ισραηλίτες δε βρήκαν δικαίωση και ότι δεν τη βρήκαν παρ’ όλο που την επιδίωκαν και ότι ούτε τη μικρότερη δε βρήκαν. Αφού λοιπόν έβαλε σε απορία τον ακροατή, προσθέτει στη συνέχεια σύντομη λύση και λέγει την αιτία όλως όσων λέχθηκαν. Ποια λοιπόν είναι η αιτία;
32 διατί; ὅτι οὐκ ἐκ πίστεως, ἀλλ᾿ ὡς ἐξ ἔργων νόμου·
(γιατί δεν επιδίωκαν τη δικαίωση από την πίστη, αλλά από τα έργα του νόμου)
Αυτή είναι σαφέστατη λύση όλου του χωρίου, την οποία αν έλεγε αμέσως από την αρχή, δε θα γινόταν τόσο εύκολα αποδεκτός. Επειδή όμως την ανέφερε ύστερα από πολλές απορίες και ετοιμασίες και αποδείξεις και χρησιμοποίησε πάρα πολλές εξηγήσεις, την έκανε στη συνέχεια πιο ευκολονόητη και περισσότερο ευπρόσδεκτη.
προσέκοψαν γὰρ τῷ λίθῳ τοῦ προσκόμματος, 33 καθὼς γέγραπται· ἰδοὺ τίθημι ἐν Σιὼν λίθον προσκόμματος καὶ πέτραν σκανδάλου, καὶ πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ᾿ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται.
(σκόνταψαν δηλαδή στο λίθο του προσκόμματος, καθώς είναι γραμμένο να, θα βάλω στη Σιών λίθο προσκόμματος και πέτρα σκανδάλου, και καθένας που πιστεύει σ’ αυτόν δε θα ντροπιαστεί)
Είδες πάλι πως από την πίστη προέρχεται η παρρησία και πως είναι καθολική η δωρεά; Γιατί δε λέχθηκε μόνο για τους Ιουδαίους, αλλά και για ολόκληρο το ανθ΄ρωπινο γένος. Γιατί ο καθένας λέει, είτε είναι Ιουδαίος, είτε είναι Έλληνας, είτε είναι Σκύθης, είτε είναι Θρακιώτης, είτε είναι οποιοσδήποτε άλλος, όταν πιστέψει, θ’ απολαύσει πολλή παρρησία. Το αξιοθαύμαστο όμως του προφήτη είναι ότι δεν είπε μόνο ότι θα πιστέψουν αλλά και ότι θα απιστήσουν.γιατί το θα σκοντάψουν σημαίνει ότι θα απιστήσουν. Επειδή λοιπόν αυτοί πρόσεχαν στο νόμο, σκόνταψαν στο λίθο.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
1 Αδελφοί, ἡ μὲν εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας καὶ ἡ δέησις ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ τοῦ ᾿Ισραήλ ἐστιν εἰς σωτηρίαν· (Αδελφοί, η επιθυμία της καρδιάς μου και η προσευχή μου στο Θεό είναι για τους Ισραηλίτες, για να σωθούν)
Πρόκειται πάλι ν’ ασχοληθεί μ’ αυτούς σφοδρότερα απ’ ότι προηγουμένως. Γι’ αυτό πάλι αναιρεί την υποψία κάθε αποστροφής και χρησιμοποιεί πολύ την προδιόρθωση. Να μην προσέχετε λοιπόν, λέει, στα λόγια ούτε στις κατηγορίες μου, αλλά ότι λέγω αυτό όχι από εχθρική διάθεση. Γιατί δεν είναι γνώρισμα του ίδιου ατόμου και να επιθυμεί να σωθούν αυτοί και όχι μόνο να επιθυμεί, αλλά να προσεύχεται και πάλι να τους μισεί και να τους αποστρέφεται.
2 μαρτυρῶ γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ᾿ οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν. (γιατί δίνω μαρτυρία γι’ αυτούς ότι έχουν ζήλο, αλλά όχι με επίγνωση)
Ασφαλώς αυτά είναι άξια για συγγνώμη, όχι για κατηγορία. Εάν λοιπόν είναι αποχωρισμένοι όχι για άνθρωπο, αλλά για ζήλο, είναι δίκαιο να ελεούνται αυτοί μάλλον, παρά να τιμωρούνται.
3 ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, (γιατί επειδή αγνούσαν τη δικαίωση του Θεού)
Πάλι τα λόγια αυτά δείχνουν συγγνώμη, αλλά τα επόμενα δείχνουν πολύ έντονη κατηγορία και αναιρεί κάθε δικαιολογία.
καὶ τὴν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν. (και επειδή ζητούσαν να στήσουν τη δική τους δικαίωση, δεν υποτάχθηκαν στη δικαίωση του Θεού)
Και τα έλεγε αυτά, για να δείξει ότι πλανήθηκαν περισσότερο από φιλονεικία και φιλαρχία, παρά από άγνοια και ότι δεν έστησαν ούτε αυτήν την δικαίωση που προέρχεται από την εκτέλεση του νόμου.
4 τέλος γὰρ νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι. (γιατί το τέλος του νόμου είναι ο Χριστός, για να δικαιωθεί καθένας που πιστεύει)
Γιατί αν το τέλος του νόμου είναι ο Χριστός, εκείνος που δεν έχει το Χριστό και αν ακόμη νομίζει πως έχει τη δικαίωση εκείνη, δεν την έχει, ενώ εκείνος που έχει το Χριστό και αν ακόμη δεν έχει κατορθώσει το νόμο, τα έλαβε όλα.
Γιατί τι ήθελε ο νόμος; Να δικαιώσει τον άνθρωπο. Δεν τα κατάφερε όμως, γιατί κανένας δεν τον εκπλήρωσε. Αυτό λοιπόν ήταν τέλος του νόμου και σ’ αυτό αποσκοπούσαν όλα, και γι’ αυτό γίνονταν όλα και οι γιορτές και οι εντολές και οι θυσίες και όλα τα υπόλοιπα, για να δικαιωθεί ο άνθρωπος. Αλλά το τέλος αυτό το κατόρθωσε ο Χριστός σε μαγαλύτερο βαθμό με την πίστη. Μη φοβηθείς λοιπόν επειδή παραβαίνεις το νόμο, επειδή προσήλθες στην πίστη. Γιατί τότε παραβαίνεις αυτόν, όταν εξαιτίας αυτού δε πιστέψεις στον Χριστό. Γιατί αν πιστέψεις σ’ αυτόν και εκείνον εκπλήρωσες και πολύ περισσότερο απ’ όσο σε διέταξε, γιατί έλαβες πολύ μεγαλύτερη δικαίωση.
5 Μωϋσῆς γὰρ γράφει τὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ τοῦ νόμου, (Γιατί ο Μωυσής γράφει για τη δικαίωση που προέρχεται από το νόμο).
Αυτό που λέει σημαίνει το εξής: Ο Μωυσής μας δείχνει τη δικαίωση που προέρχεται από το νόμο, ποια είναι και τι λογής. Ποια λοιπόν είναι και από τι αποτελείται; Από την εκπλήρωση των εντολών.
ὅτι ὁ ποιήσας αὐτὰ ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτοῖς· (ο άνθρωπος που τήρεισαι τις εντολές θα ζήσει μ’ αυτές)
Άλλωστε δεν είναι δυνατόν να γίνει δίκαιος με το νόμο, παρά μόνο όταν εκπληρώσει όλες τις εντολές, αυτό όμως σε κανέναν δεν έγινε δυνατό. Συνεπώς εξέπεσε η δικαίωση αυτή. Αλλά πες μας Παύλε και την άλλη δικαίωση που προέρχεται από τη χάρη. Ποια λοιπόν είναι αυτή και από τι αποτελείται;
6 ἡ δὲ ἐκ πίστεως δικαιοσύνη οὕτω λέγει· μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου, τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν; τοῦτ᾿ ἔστι Χριστὸν καταγαγεῖν· 7 ἢ τίς καταβήσεται εἰς τὴν ἄβυσσον; τοῦτ᾿ ἔστι Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ἀναγαγεῖν. 8 ἀλλὰ τί λέγει; ἐγγύς σου τὸ ρῆμά ἐστιν, ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου· τοῦτ᾿ ἔστι τὸ ρῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν. 9 ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον ᾿Ιησοῦν, καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ· (η δικαίωση όμως που προέρχεται από την πίστη λέει αυτά. Μη πεις στην καρδιά σου, ποιος θ’ ανέβει στον ουρανό; Για να κατεβάσει δηλαδή το Χριστό, ή ποιος θα κατεβεί στην άβυσσο; Για ν’ ανεβάσει δηλαδή το Χριστό από τους νεκρούς. Αλλά τι λέγει; Κοντά σου είναι ο λόγος, στο στόμα σου και στην καρδιά σου. Ο λόγος δηλαδή της πίστεως που κηρύττουμε. Γιατί, αν ομολογήσεις με το στόμα σου ότι ο Ιησούς είναι Κύριος και πιστέψεις με την καρδιά σου ότι ο Θεός τον ανέστησε από τους νεκρούς, θα σωθείς».
Για να μη λέγουν λοιπόν οι Ιουδαίοι πως βρήκαν μεγαλύτερη δικαίωση εκείνοι που δε βρήκαν τη μικρότερη, αναφέρει αναντίρρητη σκέψη, ότι ο δρόμος αυτός είναι πιο εύκολος από εκείνον. Γιατί αυτός ο δρόμος απαιτεί εκπλήρωση όλων των εντολών. Όταν λοιπόν τα κάνεις όλα, τότε θα ζήσεις. Η βεβάιωση όμως από την πίστη δεν λέει αυτό, αλλά τι; «Εάν ομολογήσεις με το στόμα σου, ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος και πιστέψεις με την καρδιά σου ότι ο Θεός τον ανέστησε από τους νεκρούς, θα σωθείς». Στη συνέχεια για να μη φανεί πάλι ότι την κάνει ευκαταφρόνητη με το να δείχνει πως είναι εύκολη και απλή, πρόσεχε πως πλαταίνει το λόγο γι’ αυτή. Γιατί δεν ήρθε αμέσως σ’ αυτό που έχουμε πει, αλλά τι λέγει; «η δικαίωση όμως που προέρχεται από την πίστη λέει αυτά. Μη πεις στην καρδιά σου, ποιος θ’ ανέβει στον ουρανό; Για να κατεβάσει δηλαδή το Χριστό, ή ποιος θα κατεβεί στην άβυσσο; Για ν’ ανεβάσει δηλαδή το Χριστό από τους νεκρούς». Γιατί όπως στην αρετή που εκδηλώνεται με τα έργα αντιστέκεται η ραθυμία, χαλαρώνοντας τις δυνάμεις, και πρέπει να αγρυπνεί πάρα πολύ η ψυχή, ώστε να μην υποχωρεί, έτσι και όταν πρέπει να πιστέψουμε, υπάρχουν σκέψεις που προκαλούν σύγχυση και βλάπτουν τη διάνοια των πολλών και χρειάζεται πιο ρωμαλαία ψυχή, ώστε ν’ αποκτούσει αυτές.
Τι όμως σημαίνει το «κοντά σου είναι ο λόγος»; Δηλαδή είναι εύκολος, γιατί η σωτηρία βρίσκεται στη σκέψη σου και στη γλώσσα σου. Χωρίς να βαδίσουμε πολύ δρόμο, ούτε να πλεύσουμε πέλαγος, ούτε να περάσουμε βουνά, έτσι πρέπει να σωθούμε. Αλλά αν δεν θέλεις ούτε αυτό το δρόμο να βαδίσεις, είναι δυνατόν παραμένοντας και στο σπίτι σου να σωθείς, γιατί η αφετηρία της σωτηρίας σου βρίσκεται στο στόμα σου και στην καρδιά σου.
10 καρδίᾳ γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν. 11 λέγει γὰρ ἡ γραφή· πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ᾿ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται. 12 οὐ γὰρ ἔστι διαστολὴ ᾿Ιουδαίου τε καὶ ῞Ελληνος· ὁ γὰρ αὐτὸς Κύριος πάντων, πλουτῶν εἰς πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτόν· 13 πᾶς γὰρ ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται.
Είδες πως παρουσιάζει μάρτυρες και για την πίστη και για την ομολογία; Γιατί με το να πει ότι «ο καθένας που πιστεύει», φανέρωσε την πίστη, ενώ με το να πει «που θα επικαλεσθεί», έδειξε την ομολογία. Στη συνέχεια πάλι ανακηρύσσοντας το κοινό της χάριτος και συγκρατώντας την αλαζονεία εκείνων, εκείνα που απέδειξε με πολλά προτύτερα, τα ίδια υπενθυμίζει με συντομία, για να δείξει πάλι ότι δεν υπάρχει καμιά διαφορά μεταξύ Ιουδαίου και απερίτμητου. «Γιατί δεν υπάρχει διαφορά, λέει, μεταξύ Ιουδαίου και Έλληνα».
Αυτό όμως ήταν εκείνο που περισσότερο ανησυχούσε τους Ιουδαίους, ότι ενώ απολάμβαναν την πρωτοκαθεδρία και βρίσκονταν πάνω από ολόκληρη την οικουμένη, τώρα εξαιτίας της πίστεως κατεβάζονται από τους θρόνους εκείνους και δεν έχουν τίποτα περισσότερο από τους υπόλοιπους.
14 πῶς οὖν ἐπικαλέσονται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; πῶς δὲ πιστεύσουσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος; 15 πῶς δὲ κηρύξουσιν ἐὰν μὴ ἀποσταλῶσι; καθὼς γέγραπται· (πως λοιπόν θα επικαλεσθούν εκείνον, στον οποίο δεν πίστεψαν; Και πως θα πιστέψουν σ’ εκείνον για τον οποίο δεν άκουσαν; Αλλά και πως θ’ ακούσουν χωρίς να κηρύττει κάποιος; Και πως θα κηρύξουν, εάν δεν αποσταλούν; Όπως έχει γραφεί)
Πάλι τους αφαιρεί τη συγγνώμη. Επειδή δηλαδή είπε, «δίνω μαρτυρία γι’ αυτούς ότι έχουν ζήλο για το Θεό, αλλά όχι με επίγνωση» και «αγνοώντας τη δικαίωση του Θεού, δεν υποτάχθηκαν», δείχνει στη συνέχεια, ότι και για την άγνοια αυτή καταδικάζονται από το Θεό. Και δεν το λέει βέβαια αυτό, αλλά το προετοιμάζει συνεχίζοντας με ερώτηση το λόγο και έτσι κάνει σαφέστερο τον έλεγχο, υφαίνοντας εδώ ολόκληρο το χωρίο με ερωτήσεις και εξηγήσεις.
Πρόσεχε λοιπόν από την αρχή. Είπε λέγει ο προφήτης ότι «καθένας που θα επικαλεσθεί το όνομα του Κυρίου θα σωθεί». Αλλά ίσως θα μπορούσε κάποιος να πεί· και πως μπορούσαν να επικαλεσθούν αυτόν στον οποίο δεν πίστεψαν; Έπειτα ακολουθεί ερώτηση απ’ αυτόν μετά την αντίθεση· και γιατί δεν πίστεψαν; Και πάλι αντίθεση· οπωσδήποτε μπορεί να πει κάποιος, και πως μπορούσαν να πιστέψουν χωρίς ν’ ακούσουν; Και όμως άκουσαν, λέει. Έπειτα άλλη πάλι αντίθεση· και πως μπορούσαν ν’ ακούσουν χωρίς να κηρύττει κάποιος; Έπειτα πάλι εξήγηση μέσω του προφήτη:
ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθά!
Βλέπεις πως από τον τρόπο του κηρύγματος δείχνει τους κήρυκες; Επομέως, όταν απιστείτε, δεν απιστείτε σε μας αλλά στον Ησαῒα, διότι δικός τους είναι ο παραπάνω λόγος.
16 ᾿Αλλ᾿ οὐ πάντες ὑπήκουσαν τῷ εὐαγγελίῳ· ῾Ησαΐας γὰρ λέγει· Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; 17 ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ρήματος Θεοῦ.
Επειδή πάλι πρόσθεσαν άλλη αντίθεση λέγοντας ότι αν αυτοί ήταν απεσταλμένοι και στάλθηκαν από τον Θεό,έπρεπε όλοι ν’ ακούσουν, πρόσεχε τη σύσεση του Παύλου, πως αυτό το ίδιο που προκαλούσε θόρυβο, το παρουσιάζει να είναι αναιρετικό του θορύβου και της ταραχής. Τι λοιπόν σε σκανδαλίζει Ιουδαίε, ύστερα από τόση και τέτοια μαρτυρία και απόδειξη πραγμάτων; Ότι δεν υπάκουσαν όλοι στο Ευγγέλιο; Αυτό ακριβώς, μαζί με τα άλλα ήταν αρκετό για να σε κάνει να πιστέψεις, ότι δηλαδή δεν υπάκουσαν όλοι, καθόσον και αυτό το προείπε από την αρχή ο προφήτης. Γιατί ο Ησαῒας δεν λέει μόνο αυτό, αλλά και ακόμη περισσότερο: «Κύριε, ποιος πίστεψε στο κήρυγμά μας»;
18 ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἤκουσαν; μενοῦνγε εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ρήματα αὐτῶν. 19 ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἔγνω ᾿Ισραήλ;
Η οικουμένη και τα πέρατα της γης άκουσαν και σεις, κοντά στους οποίους οι κήρυκες παρέμειναν τόσο πολύ χρόνο και που κατάγονταν από σας, δεν ακούσατε; Και πως μπορεί να έχει δικαιολογία αυτό; Εάν λοιπόν τα πέρατα της γης άκουσαν, πολύ περισσότερο εσείς.
πρῶτος Μωϋσῆς λέγει· ἐγὼ παραζηλώσω ὑμᾶς ἐπ᾿ οὐκ ἔθνει, ἐπὶ ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ ὑμᾶς. (πρώτος ο Μωυσής λέγει· Εγώ θα σας κεντήσω τη ζήλεια σας με έθνος που δεν λογαριάζετε για έθνος και θα σας εξοργίσω με έθνος ανόητο)
Άραγε μόνο ο Μωϋσής το είπε αυτό; Καθόλου, αλλά και ο Ησαῒας ύστερα απ’ αυτόν:
20 ῾Ησαΐας δὲ ἀποτολμᾷ καὶ λέγει· εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν, ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσι. 21 πρὸς δὲ τὸν ᾿Ισραὴλ λέγει· ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα.
Ποιοι λοιπόν είναι εκείνοι που δεν τον ζητούσαν και ποιοι εκείνοι που δεν ερωτούσαν; Είναι ολοφάνερο πως δεν είναι οι Ιουδαίοι, αλλά εκείνοι που προέρχονται από τους εθνικούς, εκείνοι που δεν γνώρισαν ποτέ αυτόν.
Ενώ προς τους Ισραηλίτες λέει: «όλη την ημέρα άπλωσα τα χέρια μου σε λαό, που απειθεί και αντιλέγει». Εννοώντας ως ημέρα όλο τον προηγούμενο χρόνο. Και το «άπλωσα τα χέρια μου», δηλώνει ότι τον κάλεσε και τον παρακίνησε και τον παρακάλεσε. Είδες πόση είναι η κατηγορία;
Γιατί ο Θεός δεν παρακάλεσε μόνο, αλλά και το πάθος της ζηλοτυπίας προκάλεσε σ’ αυτούς, εισάγοντας τους πολύ κατώτερους, πράγμα που κυρίως δημιουργεί ζηλοτυπία, όχι στα αγαθά εκείνων, αλλά, πράγμα που ήταν πολύ μεγαλύτερο και κάνει το πάθος τυραννικότερο, στα πολύ μεγαλύτερα εκείνων αναγκαιότερα που ούτε στο όνειρό τους τα φαντάστηκαν αυτοί ποτέ. Αλλά ούτε έτσι υπάκουσαν. Για ποια συγγνώμη λοιπόν μπορεί αυτοί να είναι άξιοι; Για καμία. Και αυτό βέβαια δεν το λέει ο Πάλυος, αλλά αφήνειο τον ακροατή να το συνπεράνει από μόνος του.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
1 Λέγω οὖν, μὴ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ; μὴ γένοιτο·
Και παρουσιάζει ύφος ανθρώπου που έχει απορία και αφού το αναιρεί κάνει στη συνέχεια το πράγμα ευπρόσδεκτο. Δηλαδή ποιο; Ότι κι αν ακόμη λίγοι έχουν σωθεί, η υπόσχεση έχει πραγματοποιηθεί. Γι’ αυτό δεν είπε απλώς το λαό, αλλά πρόσθεσε, «που προγνώρισε».
Έπειτα προσθέτοντας απόδειξη για το ότι δεν απώθησε μακριά του το λαό, λέγει:
καὶ γὰρ ἐγὼ ᾿Ισραηλίτης εἰμί, ἐκ σπέρματος ᾿Αβραάμ, φυλῆς Βενιαμίν.
Εγώ λέγει, ο διδάσκαλος και ο κήρυκας. Συνεπώς από το Ισραήλ ο Θεός διάλεξε αυτόν και τους αποστόλους καθώς και όλα τα μυστήρια και όλη την οικονομία. Γιατί από κείνους πίστεψαν και τρες χιλιάδες και πέντε χιλιάδες και αμέτρητες χιλιάδες. Για να μη λέγε λοιπόν κάποιος «επειδή κλήθηκες εσύ, κλήθηκε το έθνος; Απαντά:
2 οὐκ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ ὃν προέγνω.
Να, έχω μαζί μου και τρεις και πέντε και δέλιάδες λαό. Αυτός θα πει κάποιος είναι ο λαός; τόσο πολύ περιορίστηκαν οι απόγονοι του Αβραάμ που έπρεπε να είναι όμοιοι στο πλήθος με τα ΄στρα του ουρανού και την άμμο της θάλασσας; Τόσο πολύ μας παραπλανάς και μας εξαπατάς, κάνοντας ολόκληρο λαό τον εαυτό σου και τις λίγες χιλιάδες που είναι μαζί σου;
Τι λύση λοιπόν δίνει στην απορία αυτή;
ἢ οὐκ οἴδατε ἐν ᾿Ηλίᾳ τί λέγει ἡ γραφή, ὡς ἐντυγχάνει τῷ Θεῷ κατὰ τοῦ ᾿Ισραὴλ λέγων; 3 Κύριε, τοὺς προφήτας σου ἀπέκτειναν καὶ τὰ θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν, κἀγὼ ὑπελείφθην μόνος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου. 4 ἀλλὰ τί λέγει αὐτῷ ὁ χρηματισμός; κατέλιπον ἐμαυτῷ ἑπτακισχιλίους ἄνδρας, οἵτινες οὐκ ἔκαμψαν γόνυ τῷ Βάαλ. 5 οὕτως οὖν καὶ ἐν τῷ νῦν καιρῷ λεῖμμα κατ᾿ ἐκλογὴν χάριτος γέγονεν.
Αυτό που λέγει σημαίνει το εξής: Δεν απώθησε μακριά του ο Θεός το λαό, γιατί αν τον απωθούσε δε θα δεχόταν κανέναν, αφού όμως δέχτηκε μερικούς, δεν τον απώθησε μακριά. Και όμως κάποιος λέγει, αν δεν τους απωθούσε μακριά του, θα τους δεχόταν όλους. Καθόλου. Γιατί και στην εποχή του Ηλία η σωτηρία περιορίστηκε σε επτά χιλιάδες άνδρες, και σήμερα είναι φυσικό μα είναι πολλοί εκείνοι που έχουν πιστέψει. Εάν όμως το αγνοείτε εσείς, δεν είναι καθόλου παράδοξο, αφού ο προφήτης , εκείνοςο σπουδαίος και μεγάλος το αγνοούσε. Αλλά ο Θεός οικονομούσε τα δικά του, παρόλο που ο προφήτης τα αγνοούσε.
Πρόσεχε όμως τη σύνεσή του, πως στην προσπάθειά του ν’ αποδείξει αυτό, μεγαλώνει κρυφά την κατηγορία εναντίον τους. Γι’ αυτό βέβαια ανέφερε και όλη τη μαρτυρία, για να διαπομπεύσει την αχαριστία τους και να δείξει ότι από την αρχή ήταν τέτοιοι. Γιατί παντού προσπαθούσε να δείξει ότι δεν έκαναν τίποτα πρωτάκουστο στο Χριστό και τους αποστόλους, αλλά τα συνηθισμένα και τα γνωστά.
Πρόσεχε λοιπόν πως η κατηγορία γίνεται πολύ μεγάλη και από το πρόσωπο. Γιατί ούτε ο Παύλος είναι ο κατήγορος, ούτε ο Πέτρος και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, αλλά εκείνος που πιο πολύ απ’ όλους θαυμάστηκε απ’ αυτούς, η κορυφή των προφητών, ο φίλος του Θεού, αυτός που για τη σωτηρία τους αγωνίστηκε έτσι, ώστε και στην πείνα να παραδοθεί, αυτός που μέχρι σήμερα δεν έχει πεθάνει ακόμη. «Κύριε, τους προφήτες σου θανάτωσαν, τα θυσιαστήριά σου κατέστρεψαν και έμεινα εγώ μόνος και ζητούν τη ζωή μου». Τι μπορεί να υπάρξει χειρότερο από τη θηριωδία αυτή; Γιατί, ενώ έπρεπε να παρακαλούν για τις αμαρτίες που ήδη έκαναν, αυτοί όμως ήθελαν και αυτόν να θανατώσουν. Αυτά ακριβώς όλα τους στερούσαν από κάθε συγγνώμη.
Θα πει κάποιος, και τι σχέση έχουν όλα αυτά με τα προηγούμενα; -Έχουν και μάλιστα πολύ μεγάλη, διότι απ’ αυτό αποδεικνύεται ότι ο Θεός συνηθίζει να σώζει τους αξίους, έστω κι αν η υπόσεχση υπάρχει για όλο το έθνος.
6 εἰ δὲ χάριτι, οὐκέτι ἐξ ἔργων· ἐπεὶ ἡ χάρις οὐκέτι γίνεται χάρις. εἰ δὲ ἐξ ἔργων, οὐκέτι ἐστὶ χάρις· ἐπεὶ τὸ ἔργον οὐκέτι ἐστὶν ἔργον. (Αλλά εάν αυτό έγινε κατά χάρη, τότε δε βασίζεται σε έργα, γιατί διαφορετικά η χάρη δεν είναι πια χάρη, γιατί αλλιώς το έργο δεν είναι πια έργο)
Πάλι στρέφεται προς τη φιλονεικία των Ιουδαίων, στερώντας αυτούς μαζί μ’ αυτά που λέχθηκαν από κάθε συγγνώμη. Διότι η σωτηρία δεν επιζητούντας από το νόμο τελικά αλλά διαθέτονταν σ’ αυτούς από τη πολύ φιλανθρωπία του Κυρίου.
Ας ευχαριστούμε λοιπόν το Θεό, γιατί είμαστε από κείνους που σώζονται και μολονότι δεν μπορέσαμε να σωθούμε από τα έργα, σωθήκαμε από τη δωρεά του Θεού. Όταν ευχαριστούμε όμως, ας μη το κάνουμε αυτό μόνο με λόγια, αλλά και με έργα και με πράξεις. Γιατί αυτή είναι η σωστή ευχαριστία. Γιατί πως δεν είναι παράλογο, όταν οι ουρανοί διηγούνται τη δόξα του Θεού, ενώ συ για τον οποίο έγιναν οι ουρανοί που τον δοξάζουν, τέτοια κάνεις, ώστε να βλασφημείται για σένα ο Θεός που σε δημιούργησε; Γι’ αυτό λοιπόν όχι εκείνος μόνο που βλασφημεί, αλλά και εσύ πλέον θα τιμωρηθείς. Γιατί οι ουρανοί δε δοξάζουν το Θεό βγάζοντας φωνή, αλλ’ ετοιμάζοντας με τη θέα τους άλλους γι’΄αυτό, κι όμως αυτοί λέγονται πως διηγούνται τη δόξα του Θεού. Έτσι και όσοι παρουσιάζουν θαυμαστό τρόπο ζωής, και αν ακόμη σιωπούν δοξάζουν το Θεό, αφού εξαιτίας τους τον δοξάζουν άλλοι. Γιατί ο άνθρωπος και πολύ καλύτερος από τον ουρανό είναι, και μπορεί ν’ αποκτήσει ψυχή λαπρότερη από την ομορφιά του. Γιατί αν και ο ουρανός βλέπεται τόσο πολύ χρόνο, δεν έπεισε πάρα πολύ, ενώ ο Πάυλος, αν και κήρυξε λίγο χρόνο, προσέλκυσε όλη την οικουμένη.
7 Τί οὖν; ὃ ἐπιζητεῖ ᾿Ισραήλ, τοῦτο οὐκ ἐπέτυχεν, ἡ δὲ ἐκλογὴ ἐπέτυχεν· οἱ δὲ λοιποὶ ἐπωρώθησαν,
«Τι λοιπόν εκείνο που ζητάει ο Ισραηλιτικός λαός δεν το πέτυχε;». Αυτό όμως δεν δείχνει άνθρωπο που ρωτάει, αλλά άνθρωπο που κατηγορεί. Γιατί με τον εαυτό του, λέγει μάχεται ο Ιουδαίος, ζητώντας δικαίωση, την οποία δε θέλει να λάβει. Έπειτα στερώντας πάλι απ’ αυτούς τη συγγνώμη, δείχνει την αχαριστία τους από εκείνους που έχουν λάβει δικαίωση, λέγοντας «εκείνοι όμως που εκλέχθηκαν το επέτυχαν». Και εκείνοι δηλαδή αυτούς κατακρίνουν.
«Οι λοιποί όμως έγιναν πωρωμένοι». Και από πού προέρχεται η πώρωση αυτή; Και παρουσιάζει τον προφήτη Ησαῒα να απαντά σ’ αυτή την ερώτηση:
8 καθὼς γέγραπται· ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς πνεῦμα κατανύξεως, ὀφθαλμοὺς τοῦ μὴ βλέπειν καὶ ὦτα τοῦ μὴ ἀκούειν,
Γιατί παρόλο που είχαν μάτια να δουν τα θαύματα και αυτιά για ν’ ακούσουν τη θαυμαστή εκείνη διδασκαλία, τίποτα απ’ αυτά δε χρησιμοποίησαν όπως έπρεπε. Και το «έδωσε», εδώ να το θεωρήσεις ως συγκατάθεση και όχι ως ενέργεια. Ως «Κατάνυξη» εδώ εννοεί την προς το χειρότερο έξη της ψυχής που είναι ανίατη και αμετάθετη. Καθόσον και αλλού λέει ο Δαυίδ «για να ψάλει σε σένα η δόξα μου και να μη κατανυγώ», δηλαδή να μη μετακινηθώ, να μη μεταβληθώ.
ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας. 9 καὶ Δαυῒδ λέγει· γενηθήτω ἡ τράπεζα αὐτῶν εἰς παγίδα καὶ εἰς θήραν καὶ εἰς σκάνδαλον καὶ εἰς ἀνταπόδομα αὐτοῖς·
Δηλαδή οι απολαύσεις, τα αγαθά όλα ας μεταβάλλονται και ας καταστρέφονται, και ας νικηθούν εύκολα απ’ όλους.
10 σκοτισθήτωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν τοῦ μὴ βλέπειν, καὶ τὸν νῶτον αὐτῶν διὰ παντὸς σύγκαμψον.
Αυτά λοιπόν χρειάζονται ακόμα κάποια ερμηνεία; Δεν είναι φανερά και στους υπερβολικά και ανόητους; Γιατί πότε αυτοί έγιναν τόσο ευκολονίκητοι; Πότε κύρτωσε τόσο η ράχη τους; Πότε υπέστησαν τέτοια δουλεία; Και το ακόμη μεγαλύτερο, ότι δεν θα υπάρχει απαλλαγή από τα δεινά αυτά, γιατί δεν είπε απλά «κύρτωσε η πλάτη τους», αλλά «για πάντα».
11 Λέγω οὖν, μὴ ἔπταισαν ἵνα πέσωσι; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τῷ αὐτῶν παραπτώματι ἡ σωτηρία τοῖς ἔθνεσιν, εἰς τὸ παραζηλῶσαι αὐτούς.
Πρέπει όμως κι εμείς εδώ που ακούμε αυτά τα λόγια, να μην τα ακούμε απλώς, αλλά να γνωρίζουμε τη διάθεση και το σκοπό εκείνου που τα έλεγε και τι προσπάθησε να επιτύχει. Γιατί εκείνο που προσπαθούσε τότε ήταν ν’ απομακρύνει την αλαζονεία που μπορούσε να δημιουργηθεί στους πιστούς που προέρχονταν από τους εθνικούς ώστε να παραμείνουν μετριόφρονες, αλλά και οι πιστοί που προέρχονταν από τους Ιουδαίους, αφού απαλλαγούν από την απόγνωση, να προσέλθουν με περισσότερη προθυμία στη χάρη.
Και να τι εννοεί παραπάνω: Ενώ η σωστή σειρά των πραγμάτων ήταν να προσέλθουν στη σωτηρία πρώτα οι Ιουδαίοι, η τάξη αυτή ανατράπηκε και η απιστία και το παράπτωμά τους έγινε αιτία να εισέλθουν πρώτοι οι εθνικοί με σκοπό να έρθουν σε ζηλοτυπία οι Ιουδαίοι. Και γιατί να έρθουν σε ζηλοτυπία; Για να ερεθιστεί η αναισθησία τους κι έτσι να τους πείσει έστω από ζηλοτυπία να προσέλθουν κι αυτοί στην πίστη.
Τι λοιπόν; Αν δεν απιστούσαν οι Ιουδαίοι δεν θα προσκαλούνταν τα έθνη; Εμείς δε θα σωνόμασταν; Όλα θα γινόταν και τα έθνη θα προσκαλούνταν αλλά με την σειρά που έπρεπε.
12 εἰ δὲ τὸ παράπτωμα αὐτῶν πλοῦτος κόσμου καὶ τὸ ἥττημα αὐτῶν πλοῦτος ἐθνῶν, πόσῳ μᾶλλον τὸ πλήρωμα αὐτῶν;
Εάν λοιπόν όταν απορρίφθηκαν εκείνοι, τόσοι πολλοί κλήθηκαν, σκέψου τι θα συμβεί, όταν επιστρέψουν και εκείνοι.
13 ῾Υμῖν γὰρ λέγω τοῖς ἔθνεσιν. ἐφ᾿ ὅσον μέν εἰμι ἐγὼ ἐθνῶν ἀπόστολος, τὴν διακονίαν μου δοξάζω, 14 εἴ πως παραζηλώσω μου τὴν σάρκα καὶ σώσω τινὰς ἐξ αὐτῶν.
Πάλι προσπάθησε ν’ απαλλάξει τον ευατό του από την πονηρή υποψία. Και φαίνεται βέβαια ότι επιτιμά τους χριστιανούς που προέρχονται από τους εθνικούς και τα ταπεινώνει τα φρονήματά τους, αλλά σιγά-σιγά ερεθίζει τον Ιουδαίο. Και προσπαθεί να βρει ώστε να περιορίσει και να μειώσει την τόσο μεγάλη τους καταστροφή, τίποτα όμως δε βρίσκει εξαιτίας της φύσεως των πραγμάτων.
Στη ουσία όμως όλα αυτά τα λέγει για να διδάξει στους χριστιανούς των εθνών να είναι μετριόφρονες, γιατί λέει σας επαινώ γι’ αυτά τα δύο, το πρώτο γιατί πρέπει, αφού έχω αναλάβει τη διακονία σας, και το δεύτερο για να σώσω με σας άλλους. Και δε λέγει τους αδελφούς μου, τους συγγνείς μου, αλλά «τη σάρκα».
Έπειτα για να δείξει τη φιλονεικία τους, δε λέγει μήπως πείσω, αλλά «κεντήσω τη ζήλεια και σώσω», και ούτε εδώ όλους, αλλά «μερικούς απ’ αυτούς». Τόσο σκληροί ήταν. Και μ’ αυτή την επιτίμηση όμως δείχνει πάλι λαπρά τα πράγματα των εθνικών, εφόσον δηλαδή γίνονται αίτιοι της σωτηρίας αυτών. Έπειτα πάλι, επειδή αντιλήφθηκε ότι τους πρόσβαλε, επαναλαμβάνει το προηγούμενο και λέγει:
15 εἰ γὰρ ἡ ἀποβολὴ αὐτῶν καταλλαγὴ κόσμου, τίς ἡ πρόσληψις εἰ μὴ ζωὴ ἐκ νεκρῶν;
Αλλά και υατό τους καταδικάζει πάλι, εφόσον κέρδισαν από τα αμαρτήματά τους, ενώ αυτοί δεν ωφελήθηκαν καθόλου ούτε από τα κατορθώματα άλλων. Εσύ όμως πρόσεχε πως τους χαρίζεται, παρηγορώντας αυτούς μόνο με λόγια. «Γιατί αν η απόρριψή τους έφερε τη συμφιλίωση του κόσμου». Και τι σχ΄σεη έχει αυτό με τους Ιουδαίους; «Τι θα είναι η αποδοχή τους παρά ζωή εκ νεκρών;». Αλλά ούτε αυτό θα ωφελούσε σε τίποτα εκείνους, αν δεν γινόταν δεκτοί.
Αυτό που λέει σημαίνει το εξής: Αν, ενώ οργίζεται προς αυτούς, χάρισε τόσα πολλά σε άλλους, όταν συμφιλιωθεί μ’ αυτούς, τι δε θα χαρίσει; Αλλά όπως καριβώς η ανάσταση των νεκρών δε γίνεται εξαιτίας της προσλήψεως αυτών, έτσι , ούτε η σωτηρία μας τώρα γίνεται εξαιτίας τους. Αυτοί δηλαδή απορρίφθηκαν από την ανοησία τους, ενώ εμείς σωθήκαμε από την πίστη μας και τη χάρη του Θεού. Τίποτα επομένως δε θα ωφελήσει εκείνους αν δε δείξουν την πρέπουσα πίστη.
16 εἰ δὲ ἡ ἀπαρχὴ ἁγία, καὶ τὸ φύραμα· καὶ εἰ ἡ ρίζα ἁγία, καὶ οἱ κλάδοι.
Ονομάζοντας εδώ απαρχή και ρίζα εκείνους που ήταν γύρω από τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, τους προφήτες, τους πατριάρχες, όλους εκείνους που ευδοκίμησαν στην Παλαιά Διαθήκη, ενώ κλαδιά τους απογόνους τους που πίστεψαν.
17 Εἰ δέ τινες τῶν κλάδων ἐξεκλάσθησαν,
Όμως εδώ λέγοντας «μερικά κλαδιά» είναι σαν να μειώνει τον αριθμό. Όχι όμως δεν εννοεί αυτό, αλλά όλα αυτά τα λέει προσπαθώντας να σώσει και να ενδυναμώσει τους αρρώστους. Γιατί αν δεν το δεχτείς αυτό, τότε οπωσδήποτε θα πέσεις σε άπειρες αντιφάσεις.
Όμως, δεν αποκόπηκαν μόνο μερικά κλαδιά, αλλά το μεγαλύτερο μέρος αποκόπηκε. Γι’ αυτό και ο λόγος όπως είπαμε παραπάνω δεν είναι αντιφατικός, αλλά παρηγορητικός.
σὺ δὲ ἀγριέλαιος ὢν ἐνεκεντρίσθης ἐν αὐτοῖς καὶ συγκοινωνὸς τῆς ρίζης καὶ τῆς πιότητος τῆς ἐλαίας ἐγένου,
γιατί όσο πιο ασήμαντος είναι ο προερχόμενος από τους εθνικούς, τόσο περισσότερο λυπάται ο Ιουδαίος, βλέποντας εκείνον να απολαμβάνει τα δικά του. και στον εθνικό δεν είναι τόσο μεγάλη η ντροπή από την ευτέλειά του, όσο η τιμή από τη μεταβολή του. και πρόσεχε σοφία, δεν είπε «φυτεύθηκες», αλλά «μπολιάστηκες», πληγώνοντας πάλι μ’ αυτό τον Ιουδαίο και δείχνοντας ότι ο προερχόμενος από τους εθνικούς βρίσκεται επάνω στο δικό του δέντρο, ενώ αυτός βρίσκεται καταγής.
«και έγινες μέτοχος της ρίζας και του λιπαρού χυμού της ελιάς» δείχνοντας ότι πλέον ο εθνικός έχει όλα, όσα είχε το κλαδί που βλάστησε από τη ρίζα. Έφθασες λοιπόν στην ίδια και όχι κατώτερη καταγωγή, στην ίδια φύση.
18 μὴ κατακαυχῶ τῶν κλάδων·
Εδώ φαίνεται σαν να παρηγορεί τον Ιουδαίο, αλλά δεν κάνει καθόλου αυτό, αλλά απεναντίας δείχνει την ασήμαντη πλέον αξία του και τη μεγάλη του καταισχύνη. Γι’ αυτό δεν είπε «μη καυχιέσαι», αλλά «μη κατακαυχιέσαι».
Αν όμως κατακαυχιέσαι, τότε
εἰ δὲ κατακαυχᾶσαι, οὐ σὺ τὴν ρίζαν βαστάζεις, ἀλλ᾿ ἡ ρίζα σέ.
Και πάλι ε΄δω φαίνεται να επιννοεί κάποια αδύνατη σκιά παρηγορίας και απευθυνόμενος προς εκείνον που προέρχεται από τους εθνικούς, δίνει σ’ αυτούς καίριο χτύπημα. Γιατί αφού είπε «μη κατακαυχιέσαι» και «ότι αν καυχιέσα, μάθε ότι δε βαστάζει εσύ τη ρίζα», έδειξε στον Ιουδαίο, ότι αυτά που έγιναν είναι άξια για καύχηση, αν και δεν πρέπει να καυχιούνται, παρόλα αυτά δείχνει στον Ιουδαίο ότι τα δικά τους πλέον τα κατέχουν άλλοι.
19 ἐρεῖς οὖν· ἐξεκλάσθησαν οἱ κλάδοι, ἵνα ἐγὼ ἐγκεντρισθῶ. 20 καλῶς· τῇ ἀπιστίᾳ ἐξεκλάσθησαν, σὺ δὲ τῇ πίστει ἕστηκας. μὴ ὑψηλοφρόνει, ἀλλὰ φοβοῦ·
Γιατί να φοβάσαι; Γιατί τα της σωτηρίας δεν είναι φυσικό αποτέλεσμα, αλλά εξαρτάται από την πίστη και την απιστία.
Και ε΄δω όμως πάλι διδάσκει τον Ιουδαίο, ότι δεν πρέπει να προσέχει στη συγγένεια της φύσεως, γιατί η αλαζονεία προκαλεί περιφρόνηση και αδιαφορία.
21 εἰ γὰρ ὁ Θεὸς τῶν κατὰ φύσιν κλάδων οὐκ ἐφείσατο, μή πως οὐδὲ σοῦ φείσεται. 22 ἴδε οὖν χρηστότητα καὶ ἀποτομίαν Θεοῦ, ἐπὶ μὲν τοὺς πεσόντας ἀποτομίαν, ἐπὶ δὲ σὲ χρηστότητα, ἐὰν ἐπιμείνῃς τῇ χρηστότητι· ἐπεὶ καὶ σὺ ἐκκοπήσῃ.
Δεν είπε λοιπόν βλέπε το κατόρθωμά σου, αλλά τη φιλανθρωπία του Θεού, δείχνοντας ότι το παν οφείλεται στη χάρη του Θεού. Επειδή λοιπόν ο Θεός έδειξε σε σένα την αγαθότητά σου, γι’ αυτό να φοβάσαι μη καυχηθείς και πάθεις όσα έπαθαν οι Ιουδαίοι.
23 καὶ ἐκεῖνοι δέ, ἐὰν μὴ ἐπιμείνωσι τῇ ἀπιστίᾳ, ἐγκεντρισθήσονται· δυνατὸς γὰρ ὁ Θεός ἐστι πάλιν ἐγκεντρίσαι αὐτούς,
Γιατί δεν τους απέκοψε αυτούς ο Θεός, αλλά μόνοι τους αποκόπηκαν και έπεσαν. Είδες πόση είναι η δύναμη της προαιρέσεως; Πόση είναι η εξουσία της διαθέσεως; Γιατί τίποτα απ’ αυτά δεν είναι σταθερό, ούτε το δικό σου καλό, ούτε το δικό του κακό.
Γι’ αυτό λοιπόν Ιουδαίε σε απέκοψε απότομα, για να επιθυμήσεις να επανέλθεις. Και γι’ αυτό έδειξε αγαθότητα σε σένα εθνικέ, για να παραμείνει σταθερός.
24 εἰ γὰρ σὺ ἐκ τῆς κατὰ φύσιν ἐξεκόπης ἀγριελαίου καὶ παρὰ φύσιν ἐνεκεντρίσθης εἰς καλλιέλαιον, πόσῳ μᾶλλον οὗτοι οἱ κατὰ φύσιν ἐγκεντρισθήσονται τῇ ἰδίᾳ ἐλαίᾳ;
Γιατί αν η πίστη νίκησε το αντίθετο από τη φύση, πολύ περισσότερο θα νικήσει το σύμφωνο με την φύση.
Αλλά για να μη νομίσει ο Ιουδαίος ότι έχει κάτι παραπάνω από τον εθνικό, πάλι το διορθώνει λέγοντας ότι και αυτός εμβολιάζεται.
25 Οὐ γὰρ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, τὸ μυστήριον τοῦτο, ἵνα μὴ ἦτε παρ᾿ ἑαυτοῖς φρόνιμοι,
Εννοώντας εδώ ως μυστήριο το άγνωστο και απόρρητο που και πολύ θαυμαστό είναι, αλλά και πολύ παράξενο. Ποιο λοιπόν είναι το μυστήριο;
ὅτι πώρωσις ἀπὸ μέρους τῷ ᾿Ισραὴλ
Η αναισθησία των Ιουδαίων! Εδώ πλήττει και πάλι τον Ιουδαίο. Αυτό που λέει εδώ σημαίνει το εξής: Δεν ξεριζώθηκε ολόκληρο το έθνος των Ιουδαίων, αλλά ότι και πολλοί είναι εκείνοι που πίστεψαν ήδη και πρόκειται πάλι να πιστέψουν.
γέγονεν ἄχρις οὗ τὸ πλήρωμα τῶν ἐθνῶν εἰσέλθῃ, 26 καὶ οὕτω πᾶς ᾿Ισραὴλ σωθήσεται, καθὼς γέγραπται· ἥξει ἐκ Σιὼν ὁ ρυόμενος καὶ ἀποστρέψει ἀσεβείας ἀπὸ ᾿Ιακώβ· (αυτό το είπε ο Ησαῒας)27 καὶ αὕτη αὐτοῖς ἡ παρ᾿ ἐμοῦ διαθήκη, ὅταν ἀφέλωμαι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν.
Όχι όταν περιτμηθούν, όχι όταν θυσιάσουν, όχι όταν εκτελέσουν τις άλλες εντολές του νόμου, αλλά όταν επιτύχουν την άφεση των αμαρτιών τους. Αν λοιπόν μέχρι σήμερα δεν απόλαυσαν την άφεση που δίνεται με το βάπτισμα, οπωσδήποτε όμως αυτό θα γίνει.
28 κατὰ μὲν τὸ εὐαγγέλιον ἐχθροὶ δι᾿ ὑμᾶς, κατὰ δὲ τὴν ἐκλογὴν ἀγαπητοὶ διὰ τοὺς πατέρας·
29 ἀμεταμέλητα γὰρ τὰ χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ.
Και θα σωθούν και αυτοί γιατί «τα χαρίσματα και η κλήση του Θεού είναι πράγματα που δεν ανακαλούνται». Καθώς επίσης λέει: «σε σχέση με το ευαγγέλιο είναι εχθροί του Θεού εξαιτίας σας, όμως σχετικά μ ε την εκλογή τους είναι αγαπητοί σ’ αυτόν εξαιτίας των πατέρων τους». Επειδή δηλαδή κληθήκατε εσείς, έγιναν περισσότερο εχθροί εκείνοι, αλλά ο Θεός ούτε έτσι σταμάτησε την κλήση σας, αλλά περιμένει να έρθουν όλοι εκείνοι που πρόκειται να πιστέψουν από τους εθνικούς και τότε θα έρθουν και εκείνοι.
30 ὥσπερ γὰρ καὶ ὑμεῖς ποτε ἠπειθήσατε τῷ Θεῷ, νῦν δὲ ἠλεήθητε τῇ τούτων ἀπειθείᾳ, 31 οὕτω καὶ οὗτοι νῦν ἠπείθησαν, τῷ ὑμετέρῳ ἐλέει ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐλεηθῶσι· 32 συνέκλεισε γὰρ ὁ Θεὸς τοὺς πάντας εἰς ἀπείθειαν, ἵνα τοὺς πάντας ἐλεήσῃ.
(Γιατί όπως εσείς κάποτε απειθήσατε στο Θεό, αλλά τώρα ελεηθήκατε εξαιτίας της παρακοής αυτών, έτσι και αυτοί τώρα απείθησαν για να ελεηθούν και αυτοί, παρακινούμενοι από το δικό σας έλεος. Γιατί ο Θεός συμπεριέλαβε όλους στην απείθεια, για να τους ελεήσει όλους)
Εδώ δείχνει ότι πρώτα κλήθηκαν οι εθνικοί, έπειτα, επειδή δε θ΄’ελησαν αυτοί, εξελέγησαν οι Ιουδαίοι και το ίδιο πάλι συνέβηκε ύστερα. Επειδή δηλαδή οι Ιουδαίοι δε θέλησαν να πιστέψουν, πάλι οδηγήθηκαν οι εθνικοί. Αλλά όμως δε σταματάει μέχρι εκεί, ούτε στην απόρριψή τους τελειώνει τα πάντα, αλλά στο ότι θα ελεηθούν πάλι αυτοί. Συνεπώς ούτε και αυτοί θα καταστραφούν στο τέλος.
33 ῏Ω βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ!
Εδώ αφού μεταφέρθηκε στους προηγούμενους χρόνους και κατανόησε την από την αρχή οικονομία του Θεού, από τότε που έγινε ο κόσμος μέχρι σήμερα και αφού σκέφτηκε πως με ποικίλο τρόπο τα οικονόμησε όλα, έμεινε κατάπληκτος και φώναξε δυνατά, βεβαιώνοντας τους ακροατές, ότι θα συμβούν οπωσδήποτε όσα είπε. Και ότι βέβαια υπάρχει βάθος, το γνωρίζει, πόσο όμως, δεν το ξέρει. Έτσι, οι κρίσεις του Θεού είναι αδύνατον να κατανοηθούν, αλλά ούτε και να ερευνηθούν, όπως ακριβώς και οι οικονομίες Του.
Και αυτή του η σοφία δεν προέρχεται από κάπου αλλού, αλλά Αυτός είναι η πηγή της σοφίας και της γνώσεως και των αγαθών:
34 τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου; ἢ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο; 35 ἢ τίς προέδωκεν αὐτῷ, καὶ ἀνταποδοθήσεται αὐτῷ; 36 ὅτι ἐξ αὐτοῦ καὶ δι᾿ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν τὰ πάντα. αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Αυτός τα βρήκε όλα, αυτός τα δημιούργησε όλα και αυτός τα συγκροτεί. Καθόσον και πλοούσιος είναι και δεν έχει ανάγκη να λάβει από άλλον και σοφός είναι και δεν έχει ανάγκη από σύμβουλο.
Ας μη στηριζόμαστε αδαλφοί στις αρετές των προγόνων μας, γνωρίζονας το παράδειγμα των Ιουδαίων. Γιατί δεν ισχύει, δεν ισχύει αυτή η συγγένεια στους χριστιανούς, αλλά η πνευματική μόνο αγχιστεία. Έτσι ο Σκύθης γίνεται παιδί του Αβραάμ και το δικό του παιδί γίνεται πάλι περισσότερο ξένο από το Σκύθη.
Κι αν λοιπόν έχει αξιοθαύμαστο πατέρα, μη το νομίσεις αυτό αρκετό για τη σωτηρία σου, αν δεν γίνεις συγγενής αυτού ως προς τους τρόπους, όπως ακριβώς πάλι και αν ακόμη έχεις κακό πατέρα, να μη νομίζεις πως αυτό είναι αιτία καταδίκης και ντροπής, εφόσον εσύ συμπεριφέρεσαι σωστά. Γιατί, τι υπήρχε ατιμότερο από τους εθνικούς; Αλλά όμως από την πίστη έγιναν γρήγορα συγγενείς των αγίων. Τι ήταν οικειότερο από τους Ιουδαίους; Αλλά όμως εξαιτίας της απιστίας έγιναν ξένοι. Γιατί εκείνη η συγγένεια είναι φυσική και υποχρεωτική, σύμφωνα με την οποία είμαστε όλοι συγγενείς, αφού από τον Αδάμ όλοι γεννηθήκαμε και δεν θα μπορούσε ο ένας να είναι περισσότερο συγγενής από τον άλλο.
Όμως ως προς την πνευματική συγγένεια δεν ονομάζουμε αδελφούς όσους γεννήθηκαν από την ίδια κοιλιά μ’ εμάς, αλλά όσους παρουσιάζουν τον ίδιο ζήλο. Μ’ αυτήν την έννοια και ο Χριστός ομιλεί για τέκνα του Θεού, μ’ αυτήν πάλι την έννοια για τέκνα του διαβόλου από την άποψη της ανυπακοής.
Έτσι και για τον Παύλο ξέρουμε ως τέκνο του πνευματικό τον Τιμόθεο εξαιτίας της αρετής του Τιμοθέου, ενώ δεν ξέρουμε ούτε το όνομα του υιού της αδελφής του, αν και βέβαια ο ένας ήταν φυσικός συγγενής του, αλλά δεν είχε απ’ αυτό κανένα όφελος, ενώ ο άλλος ενώ βρισκόταν μακριά του κατά τη φύση και κατά τον τόπο, καθόσον κατοικούσε στα Λύστρα, αλλά όμως βρέθηκε πιο κοντά απ’ όλους.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
1 Παρακαλώ οὖν ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, παραστῆσαι τὰ σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τὴν λογικὴν λατρείαν ὑμῶν,
Σας παρακαλώ λέει, στο όνομα της ευσπλαχνίας, με την οποία σωθήκατε· σαν να παρουσίαζε κάποιος ικέτη τον ίδιο τον ευεργέτη, επειδή ήθελε να ελέγξει εκείνον που ευεργετήθηκε πολύ. Και πες μου, τι παρακαλείς; «Να προσφέρετε τα σώματά σας ζωντανή θυσία, άγια, ευάρεστη στο Θεό, τη λιγική λατρεία σας».
Επειδή δηλαδή είπε «θυσία», για να μη νιμίσει κανείς, ότι διατάσσει να θυσιάσουν τα σώματά τους, αμέσως πρόσθεσε «ζωντανή». Έπειτα ξεχωρίζοντας τη θυσία αυτή από την Ιουδαϊκή, λέει, «άγια, ευάρεστη στο Θεό, τη λογική λατρεία σας». Καθόσον εκείνη είναι σωματική και όχι πάρα πολύ ευάρεστη.
Σε πολλά σημεία φαίνεται άλλωστε ο Θεός πως αποκρούει τον παλαιό τρόπο θυσίας, στην πραγματικότητα δεν απέκρουε αυτή καθ’ αυτή τη θυσία, αλλά ζητούσε την όντως θυσία. Γι’ αυτό έλεγε «θυσία δοξολογίας θα με δοξάσει» (ψαλμ. 49,23) και πάλι «μήπως έχω ανάγκη να φάω κρέατα ταύρων και να πιω αίμα τράγων»; (Ψαλμ. 68, 31 32).
Γι’ αυτό το λόγο έρχεται τώρα ο Πάυλος και ζητά να προσφέρουν τα σώματά τους θυσία ζωντανή.
Δηλαδή πως μπορεί να γίνει αυτό; Ας μη βλέπει το μάτι τίποτα πονηρό κι έγινε θυσία, ας μη λέγει η γλώσσα τίποτα το αισχρό κι έγινε προσφορά, ας μη κάνει το χέρι τίποτα το παράνομο κι έγινε ολοκαύτωμα. Ή καλύτερα δε φτάνουν αυτά, αλλά μας είναι απαραίτητη και η αγαθοεργία, ώστε το χέρι να κάνει ελεημοσύνη, το στόμα να ευλογεί εκείνους που μας κακομεταχειρίζονται, και το αυτί ν’ ασχολείται διαρκώς με την ακρόαση των λόγων του Θεού. Η θυσία αυτή είναι ευάρεστη, ενώ των Ιουδαίων ακάθαρτη, γιατί οι «οι θυσίες τους είναι σαν άρτος πένθους γι’ αυτούς» (Ωσηέ 9,4), αλλά δεν είναι τέτοια και η δική μας θυσία.
Στην παλιά θυσία το θυσιαζόμενο από ζωντανό παρουσιάζονταν νεκρό, ενώ σ’ αυτήν εκείνο που θυσιάζεται ζωοποιείται. Όταν λοιπόν νεκρώσουμε τα μέλη μας, τότε θα μπορέσουμε να ζήσουμε.
Αυτή τη θυσία ζητούσε από την αρχή ο Θεός, γι’ αυτό και ο πρόφήτης έλεγε: «θυσία για το Θεό είναι συντριμμένη ψυχή» (ψαλμ 50,19)
Τι σημαίνει όμως «λογική λατρεία»; Η πνευματική διακονία, η ζωή που είναι σύμφωνη με τη διδασκαλία του Χριστού. Όπως ακριβώς εκείνος που είναι διάκονος και ιερωμένος στον οίκο του Θεού, όποιος κι αν είναι, συμμαζεύεται τότε και γίνεται πιο σεμνός, έτσι και μείς πρέπει να συμπεριφερόμαστε σ’ όλη μας τη ζωή, σαν να προσφέρουμε λατρεία και να είμαστε ιερωμένοι. Και θα γίνει αυτό, αν καθημερινά προσφέρεις σ’ αυτόν θυσίες και γίνεις ιερέας του δικού σου σώματος και της αρετής της ψυχής σου.
Αφού λοιπόν εξύψωσε τον ακροατή και απέδειξε τον καθένα χωριστά ως ιερέα του δικού του σώματος με τη ζωή του, λέει τώρα και τον τρόπο:
2 καὶ μὴ συσχηματίζεσθαι τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ μεταμορφοῦσθαι τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ὑμῶν, εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον.
Καθόσον το σχήμα του κόσμου αυτού είναι μηδαμινό και τιποτένιο και προσωρινό, διότι τα πάντα πλέον έχουν διαστραφεί. Και είπε «σχήμα» γιατί τίποτα απ’ αυτά που συναντάμε στον κόσμο δεν είναι ακίνητο και σταθερό, αλλά τα πάντα είναι προσωρινά.
Γιατί είτε πεις τον πλούτο, την δόξα, την ομορφιά του σώματος ή οτιδήποτε άλλο, σχήμα είναι μόνο, όχι αλήθεια πράγματος, επίδειξη και προσωπείο, όχι υπόσταση που μένει για πάντα.
Εσύ όμως να μην εξομοιώνεσαι με όλα αυτά, αλλά «να μεταμορφώνεσα», με την «ανακαίνιση του πνεύματός σου». Δεν είπε «να μετασχηματίζεσαι», αλλά «να μεταμορφώνεσαι», για να δείξει ότι το σχήμα είναι του κόσμου, ενώ της αρετής δεν είναι το σχήμα, αλλά κάποια αληθινή μορφή που έχει αληθινή φυσική ομορφιά χωρίς να χρειάζεται τα εξωτερικά καλλυντικά και σχήματα, τα οποία συχρόνως και φαίνονται και καταστρέφονται. Αν λοιπόν πετάξεις το σχήμα, γρήγορα θα φτάσεις στη μορφή. Γιατί τίποτα δεν είναι πιο ανίσχυρο από την κακία, τίποτα δεν παλιώνει τόσο εύκολα.
Και πως γίνεται αυτή η ανακαίνιση; -Επειδή είσαι άνθρωπος και καθημερινά αμαρτάνεις, καθημερινά ανακαίνιζε τον εαυτό σου. Όπως το ίδιο κάνουμε με ατα σπίτια μας που παντοτε τα διορθώνουμε όταν παλιώνουν. Αμάρτησες σήμερα; Πάλιωσες την ψυχή σου; Μην απελπίζεσαι, ούτε να χάνεις το θάρρος σου, αλλά ανακαίνισέ την με μετάνοια, τα δάκρυα, την εξομολόγηση και την αγαθοεργία και μη σταματήσεις ποτέ να το κάνεις αυτό.
«Διακρίνοντας τα συμφέροντά σας και γνωρίζοντας ποιο είναι το θέλημα του Θεού και τι είναι καλό και ευάρεστο και τέλειο». Αν λοιπόν ανακαινισθείς θα μάθεις το ποιο είναι το συμφέρον σου και τι θέλει ο Θεός. Γιατί αν ξέρεις αυτό και μάθεις να ξεχωρίζεις τις φύσεις των πραγμάτων, έφθασες στον δρόμο που οδηγεί σε κάθε αρετή.
Και ποιος λέει δεν ξέρει τα συμφέροντά σου και ποιο είναι το θέλημα του Θεού; Εκείνοι που συγκινούνται από τα παρόντα πράγματα, εκείνοι που νομίζουν ότι ο πλούτος είναι ζηλευτός και εξευτελίζουν τη φτώχεια, εκείνοι που επιδιώκουν την εξουσία, εκείνοι που παραδίνονται στην κοσμική δόξα, εκείνοι που πιστεύουν ότι είναι μεγάλοι κτίζοντας λαπρά σπίτια, αγοράζοντας πολυτελείς τάφους, έχοντας πάρα πολλοπύς δούλους και περιφέρουν μαζί τους μεγάλο πλήθος ευνούχων. Αυτοί αγνοούν και τα συμφέροντα σ’ αυτούς και τα θελήματα του Θεού. Καθόσο αυτά τα δύο είναι ένα.
Και τι τέλος πάντων θέλει από μας ο Θεός; -Να ζούμε με φτώχεια, με ταπεινοφροσύνη, με περιφρόνηση της δόξας, με εγκράτεια, όχι με απολαύσεις, με θλίψη, όχι με άνεση, με πένθος, όχι με διαχύσεις και γέλια και με όλα τα άλλα που νομοθέτησε. Αλλά οι πολλοί αυτά τα θεωρούν μαντεύματα· τόσο πολύ απέχουν από το να γνωρίζουν τα συμφέροντα και τα θελήματα του Θεού.
Και πως θα μπορέσουμε να απομακρυνθούμε από την παλιά ζωή μας; -Ας ξεκινήσουμε ασκώντας πρώτα απ’ όλα την κρίση μας για τα πράγματα. Κι αν ακόμη δεν ασκούμε την αρετή, να επαινούμε την αρετή, κι αν δεν αποφεύγουμε την κακία, να κακίζουμε την πονηρία, για να έχουμε πρώτα απ’ όλα αδέκαστες αποφάσεις. Γιατί προχωρώντας έτσι σιγά σιγά, θα μπορέσουμε να φθάσουμε και στα έργα.
3 Λέγω γὰρ διὰ τῆς χάριτος τῆς δοθείσης μοι παντὶ τῷ ὄντι ἐν ὑμῖν, μὴ ὑπερφρονεῖν παρ᾿ ὃ δεῖ φρονεῖν, ἀλλὰ φρονεῖν εἰς τὸ σωφρονεῖν, ἑκάστῳ ὡς ὁ Θεὸς ἐμέρισε μέτρον πίστεως. (Με τη χάρη λοιπόν που μου δόθηκε, λέγω στον κάθε πιστό που βρίσκεται μεταξύ σας, να μην έχει για τον εαυτό του μεγαλύτερη ιδέα από εκείνη που πρέπει να έχει, αλλά να σκέπτεται με σύνεση, ανάλογα με το μέτρο της πίστεως που ο ο Θεός μοίρασε στον καθένα)
Πρόσεχε ταπεινοφροσύνη διδασκάλου, πρόσεχε διάθεση συνεσταλμένη. Πουθενά δε λέει ότι ο ίδιος είναι αξιόπιστος για μια τέτοια παραίνεση και συμβουλή, αλλά πότε παίρνει μαζί του την ευσπλαχνία του Θεού και πότε τη χάρη. Γιατί δε λέγω δικό μου λόγο λέει, αλλά το λόγο του Θεού. Και δεν είπε, σας ομιλώ λοιπόν εξ’ ονόματος της σοφίας του Θεού, σας ομιλώ εξ’ ονόματος της νομοθεσίας του Θεού, ώστε τους κάνει περισσότερο ευγνώμονες και να δείξει και έτσι πως είναι υπεύθυνοι για την υπακοή όσων λέγονται.
«Στον κάθε πιστό που βρίσκεται μεταξύ σας». Όχι στον τάδε και στον τάδε μόνο, αλλά και στον άρχοντα και στον πολίτη, και στο δούλο και στον ελεύθερο, και στον απλοϊκό και στο σοφό, και στη γυναίκα και στον άνδρα, και στο νέο και στο γέρο.
«Να μην έχει μεγαλύτερη ιδέα για τον ευατό του από κείνη που πρέπει να έχει»: Εδώ παρουσιάζει τη μητέρα των αγαθών, την ταπεινοφροσύνη, μιμούμενος το διδάσκαλό του. Αλλά με «σωφροσύνη» λέει να σκέπτεται.
Διότι εκείνος που δεν έχει μετριοφροσύνη δεν έχει σωφροσύνη, δηλαδή δεν μπορεί να σταθεί σωστά και να κρίνει σωστά, αλλά παραπαίει και έχει παραφρονήσει ένας τέτοιος άνιρωπος και είναι πιο μανιακός από κάθε παράφρονα.
«Ανάλογα με το μέτρο της πίστεως που ο Θεός μοίρασε στον καθένα»: Επειδή λοιπόν η χορήγηση των χαρισμάτων ξεσήκωσε πολλούς σε αλαζονεία και σ’ αυτούς και στους Κορινθίου, πρόσεχε με ποιο τρόπο την αιτία της ασθένειας την κάνει φανερή και την υπονομεύει σιγά-σιγά.
Με το να πει όμως ότι τη «μοίρασε» και εκείνον που έχει λάβει το μικρότερο παρηγόρησε και εκείνον που απόλαυσε το μεγαλύτερο συγκράτησε. Εάν λοιπόν ο Θεός μοίρασε και δεν είναι δικό σου το κατόρθωμα, γιατί περηφανεύεσαι;
Γιατί αν ακούσει κανείς τα λόγια του αλαζόνα απ’ αυτά του ανόητου δεν θα μπορέσει να διακρίνει τη διαφορά. Γιατί τα δύο αυτά ελαττώματα είναι το ίδιο και το αυτό. Γιατί η απόνοια, χάνοντας το κοινό μέτρο και που προέρχεται από το νου, κάνει και ανόητους και αλαζόνες. Καθόσον η αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου. επομένως η αρχή της μωρίας είναι η άγνοια του Κυρίου. εάν λοιπόν η γνώση είναι σοφία, η άγνοια είναι μωρία και αυτή η άγνοια προέρχεται από υπερηφάνεια. Γιατί η αρχή της υπερηφανείας είναι η άγνοια του Κυρίου. Άρα η υπερηφάνεια είναι η χειρότερη μωρία. Όποιος δε χάσει το μέτρο της φρονήσεως γίνεται και δειλός και θρασύς, αφού η ψυχή του αρρωσταίνει. Για΄τι όπως ακριβώς το σώμα, όταν χάσει την καλή κράση του και γίνει καχεκτικό, κυριεύεται απ’ όλα τα πάθη, έτσι και η ψυχή, όταν χάσει τη μεγαλοφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη και δεχθεί κάποια συνήθεια άρρωστη, γίνεται και δειλή και αναίσχυντη και ανόητη, και αγνοεί πλέον τον εαυτό του. εκείνος όμως που αγνοεί τον εαυτό του, πως θα γνωρίσει τα ανώτερα απ’ αυτόν; Γιατί, όπως ακριβώς εκείνο ςπου είναι κυριευμένος από φρενίτιδα, όταν αγνοήσει τον εαυτό του, δε γνωρίζει ούτε αυτά που είναι μπροστά στα πόδια του, και το μάτι πάλι, όταν τυφλωθεί το ίδιο, ρίχνει στο σκοτάδι όλα τα υπόλοιπα μέλη του σώματος, έτσι συμβαίνει και με την αλαζονεία. Γι’ αυτό είναι ποιο δυστυχισμένοι και από τους τρελλούς και από τους ανόητους, που από τη φύση τους είναι τέτοιοι. Καθόσον όμοια μ’ αυτούς άτομα προκαλούν γέλια και όμοια μ’ εκείνους είναι ενοχλητικοί. Και είναι βέβαια τρελλοί όπως ακριβώς εκείνοι, αλλά δεν τους ευσπλαχνίζονται όπως εκείνους. Είναι δε παράφρονες όπως ακριβώς αυτοί, δε συγχωρούνται όμως όπως αυτοί, αλλά μισούνται μόνο. Κι ενώ έχουν τα ελαττώματα και τα δύο, όμως στερούνται τη συγγνώμη και των δύο και είναι καταγέλαστοι όχι μόνο από τα λόγια τους, αλλά και από όλη την παρουσία τους.
4 καθάπερ γὰρ ἐν ἑνὶ σώματι μέλη πολλὰ ἔχομεν, τὰ δὲ μέλη πάντα οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει πρᾶξιν, 5 οὕτως οἱ πολλοὶ ἓν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ, ὁ δὲ καθ᾿ εἷς ἀλλήλων μέλη. (Γιατί όπως ακριβώς σ’ ένα σώμα έχουμε πολλά μέλη, αλλ’ όλα τα μέλη δεν έχουν το ίδιο έργο, έτσι κι εμείς οι πολλοί είμαστε ένα σώμα εξαιτίας της νώσεώς μας με το Χριστό και ο καθένας είμαστε μέλη ο ένας του άλλου).
Πάλι χρησιμοποιεί το ίδιο παράδειγμα, που χρησιμοποίσε και στους Κορινθίους, για να καταπολεμήσει το ίδιο ακριβώς πάθος. Γιαπόιο λόγο λοιπόν υπερηφανεύεσαι εσύ; Ή γιατί πάλι άλλος εξευτελίζει τον εαυτό του; δεν είμαστε ένα σώμα όλοι, και μεγάλοι και μικροί; Όταν λοιπόν κατά σπουδαιότερο είμαστε ένα και μέλη ο ένας του άλλου, γιατί με την αλαζονεία ξεχωρίζεις τον εαυτό σου; Γιατί περιφρονείς τον αδελφό σου;
6 ἔχοντες δὲ χαρίσματα κατὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα, εἴτε προφητείαν, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως,
Και για τα χαρίσματα, δεν έχει άλλος μικρότερο και άλλος μεγαλύτερο, αλλά «διαφορετικά». Τι σημασία λοιπόν αν ο Θεός δεν σου διέταξε τα ίδια, γιατί το σώμα είναι το ίδιο.
«Κατά την αναλογία της πίστεως»: Δηλαδή αυτοί οι ίδιοι δίνουν τις αφορμές για να λάβουν μεγαλύτερο ή μικρότερο χάρισμα. Και μευατό το λόγο παρακινεί τώρα και τους αδιάφορους. Γιατί αν και είναι χάρη, όμως δεν δίνεται τυχαία, αλλά λαμβάνοντας τα μέτρα από εκείνους που τη δέχονται. Τόση χάρη εκχύεται, ανάλογα με το σκεύος πίστεως στο οποίο προσφέρεται.
7 εἴτε διακονίαν, ἐν τῇ διακονίᾳ, Ως διακονία ονομάζει το αποστολικό έργο. Αλλά και κάθε πνευματικό έργο είναι διακονία.
εἴτε ὁ διδάσκων, ἐν τῇ διδασκαλίᾳ, Πρόσεχε πως αναφέρει τα χαρίσματα όχι ανάλολα με την αξία και τη σειρά, αλλά τυχαία, για να διδάξει ακριβώς το ίδιο πράγμα, να μην αλαζονεύονται δηλαδή και να μην υπερηφανεύονται.
8 εἴτε ὁ παρακαλῶν, ἐν τῇ παρακλήσει, Αν έχετε να πείτε κάτι, να το πείτε.
ὁ μεταδιδούς, ἐν ἁπλότητι, ὁ προϊστάμενος, ἐν σπουδῇ, ὁ ἐλεῶν, ἐν ἱλαρότητι. Γιατί δεν φτάνει να δίνουμε, αλλά πρέπει να δίνουμε και με γενναιοδωρία. Γιατί και οι παρθένες είχαν λάδι, αλλά επειδή δεν είχαν αρκετό τα έχασαν όλα.
Εκείνος, λέει που είναι προϊστάμενος ας εργάζεται με ζήλο. Γιατί δε φτάνει να είσαι προϊστάμενος. Κι εκείνος που ελεεί, ας ελεεί με χαρά, δηλαδή να ελεείς δίχως λύπη, αλλά αντιθέτως με χαρά. Γιατί κι αν ακόμη δώσεις πολλά αλλά με λύπη έκανες τα πολλά λίγα. Γιατί η χήρα με δύο λεπτά ξεπέρασε πολλά τάλαντα, γιατί ήταν γενναιόδωρη η διάθεσή της.
Και πως είναι δυνατόν, λέγει, να κάνει κανείς με προθυμία αυτό, όταν ζει μέσα στη χειρότερη φτώχεια και στερείται τα πάντα; Ρώτησε τη χήρα και θ’ ακούσεις τον τρόπο και θα μάθεις ότι δεν κάνει τη δυσχέρεια η φτώχεια, αλλά η διάθεση κάνει και αυτό και το αντίθετο. Γιατί μπορεί κανείς και στη φτώχεια να είναι μεγαλόψυχος και στον πλούτο μικρολόγος.
9 ῾Η ἀγάπη ἀνυπόκριτος.
Αν έχεις αυτή, δε θα καταλάβεις τη δαπάνη των χρημάτων, ούτε τον κόπο των σωμάτων, ούτε την κούραση των λόγων, ούτε τον ιδρώτα και τη διακονία, αλλά θα τα υποφέρεις όλα γενναία, είτε με το σώμα, είτε με χρήματα, είτε με λόγο, είτε με οτιδήποτε άλλο πρέπει να βοηθήσεις τον πλησίον.
ἀποστυγοῦντες τὸ πονηρόν, κολλώμενοι τῷ ἀγαθῷ,
Κα το λέει αυτό για να καθαρίσει την αγαθή αγάπη από την αγάπη για τα πονηρά πράγματα. Και δεν είπε «να απέχετε», αλλά υπερβολικά να μισείτε.
Και δεν είπε μόνο να πράττετε το καλό, αλλά «να είστε προσηλωμένοι στο καλό». Έτσι και ο Θεός όταν ένωνε τον άνδρα με τη γυναίκα, έλεγε, «θα προσηλώνεται στη γυναίκα του».
Στη συνέχεια αναφέρει και τις αιτίες, για τις οποίες πρέπει ο ένας να αγαπάει τον άλλο:
10 τῇ φιλαδελφίᾳ εἰς ἀλλήλους φιλόστοργοι,
Είστε αδελφοί, λέγει, και γεννηθήκατε ύστερα από τους ίδιους πόνους του τοκετού. Επομένως και γι’ αυτό θα ήταν δίκαιο ν’ αγαπάτε ο ένας τον άλλο. Δηλαδή δε ζητά απλώς να αγαπά ο ένας τον άλλο, αλλά να αισθάνονται στοργή. Γιατί δεν πρέπει λέγει, η αγάπη να είναι μόνο χωρίς υποκρισία, αλλά να είναι και δυνατή και ζωηρή και ολόθερμη.
Γιατί ποιο το κέρδος, αν αγαπάς βέβαια χωρίς δόλο, αλλά δεν αγαπάς με θέρμη; Να μην αρκείσαι λοιπόν στο ν’ αγαπιέσαι από τον άλλο, αλλά ο ίδιος να τρέχεις σ’ αυτό και να κάνεις την αρχή.γιατί έτσι θα κερδίσεις και το μισθό της δικής του αγάπης.
τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι, (στην τιμή ο ένας να ξεπερνάει τον άλλο)
Γιατί έτσι η αγάπη και γίνεται και αφού γίνει, παραμένει. Και τίποτα δεν κάνει τόσο φίλους, όσο το να προσπαθεί κανείς να ξεπεράσει τον πλησίον του στην τιμή.
Στη συνέχεια, για να μην τιμούμε μόνο, απαιτεί και κάτι άλλο παραπάνω λέγοντας:
11 τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηροί, (στο ζήλο να μην είστε οκνηροί)
Γιατί πραγματικά και αυτό γεννάει αγάπη, όταν μαζί με την τιμή δείξουμε και φροντίδα για κάποιον. Καθόσον τίποτα δε συμβάλλει τόσο στο ν’ αγαπιέται καναείς, όσο η τιμή και η φροντίδα. Ή καλύτερα και από την αγάπη γίνεται κι αυτό. Καθόσον υπάρχουν πολλοί που αγαπούν με τη σκέψη τους, αλλά δεν απλώνουν το χέρι τους για βοήθεια. Γι’ αυτό από παντού οικοδομεί την αγάπη.
Και πως θα ήταν να μη γίνουμε οκνηροί στο ζήλο;
τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες,
Εάν λοιπόν κάνεις όλα εκείνα που προαναφέρθηκαν θα προσελκύσεις και το Πνεύμα. Και αν παραμένει αυτό κοντά σου και προς εκείνα θα σε κάνει να τρέξεις, και όλα από το Πνεύμα και την αγάπη θα είναι εύκολα.
«Υπηρετώντας τον Κύριο»: Γιατί όσα κάνεις στον αδελφό σου, πηγαίνουν στον Κύριό σου.
Στη συνέχεια, για να δείξει πως μπορεί ν’ αναφθεί η φλόγα του Πνεύματος, λέγει:
12 τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ὑπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες, (Να χαίρεστε για την ελπίδα σας, να έχετε υπομονή στη θλίψη, να επιμένετε στην προσευχή)
Γιατί όλα αυτά είναι προσανάμματα της φωτιάς εκείνης.
Κι επειδή η ελπίδα ανήκε στα μελλοντικά, είπε : «να έχετε υπομονή στη θλίψη». Γιατί και πριν από τα μελλοντικά θα κερδίσεις στο παρόν μεγάλο καλό από τη θλίψη, το να γίνεσαι καρτερικός και δόκιμος.
Και μαζί μ’ αυτό δίνει και άλλη βοήθεια λέγοντας, «να επιμένετε στην προσευχή». Όταν λοιπόν και η αγάπη κάνει εύκολο το πράγμα, και το Πνεύμα βοηθάει και η ελπίδα ελαφρύνει, και η θλίψη σε κάνει δόκιμο και ικανό για να τα υποφέρεις όλα γενναία, και έχει μαζί μ’ αυτά και άλλο όπλο πάρα πολύ μεγάλο, την προσευχή και τη βοήθεια από την παράκληση, ποιο από τα προστάγματα πλέον θα είναι δύσκολο; Κανένα.
13 ταῖς χρείαις τῶν ἁγίων κοινωνοῦντες, (να συμμετέχετε στις ανάγκες των χριστιανών)
Πρόσεχε πάλι πως καταπιάνεται με την ελεημοσύνη, ή καλύτερα όχι απλώς με την ελεημοσύνη, αλλά με την ελεημοσύνη στους χριστιανούς.
Και δεν είπε να δίνετε στις ανάγκες τους, αλλά «να μετέχετε στις ανάγκες τους», δείχνοντας ότι μεγαλύτερα παίρνουν, παρά δίνουν, και ότι το πράγμα είναι εμπορία, γιατί είναι κοινωνία. Προσφέρεις εσύ χρήματα; Σου προσφέρουν εκείνοι την παρρησία προς το Θεό.
τὴν φιλοξενίαν διώκοντες.
Δεν είπε να εκτελείτε, αλλά «να επιδιώκετε», διδάσκοντάς μας να μην περιμένουμε πότε να έρθουν σ’ εμάς εκείνοι που έχουν ανάγκη, αλλά να τρέχουμε πίσω τους και να τους καταδιώκουμε.
Αυτό έκανε ο Λωτ, αυτό έκανε ο Αβραάμ. Καθόσον την ημέρα την ξόδευε περιμένοντας αυτό το καλό κυνήγι. Όχι όπως εμείς, όταν δούμε κάποιον ξένο ή φτωχό, κατεβάζουμε τα φρύδια μας και δεν τους θεωρούμε άξιους ούτε για χαιρετισμό. Κι αν ύστερα από χίλια παρακάλια μαλακώσουμε και διατάξουμε τον υπηρέτη να δώσει λίγα χρήματα, νομίζουμε πως κατορθώσαμε το παν. Όμως εκείνος δεν συμπεριφερόταν έτσι, αλλά έπαιρνε τη θέση του ικέτη και του υπηρέτη, αν και βέβαια δεν ήξερε ποιος επρόκειτο να φιλοξενήσει. Ενώ εμείς βρίζουμε εκείνους που μας πλησιάζουν.
Μη λοιπόν πολυεξετάζεις κι εσύ, γιατί δέχεσαι εξαιτίας του Χριστού. Και αν θελήσεις να περιεργάζεσαι πάντοτε, πολλές φορές θα παραλείψεις τον δόκιμο άνδρα και θα χάσεις το μισθό εξαιτίας αυτού.
Μη πολυεξετάζεις λοιπόν τους τρόπους ζωής και τις πράξεις καθόσον αυτό είναι γνώρισμα της πιο χυδαίας συμπεριφοράς, να εξετάζεις σχολαστικά ολόκληρη ζωή εξαιτίας ενός ψωμιού. Είτε λοιπόν είναι δολοφόνος αυτός, είτε είναι ληστής, είτε είναι οτιδήποτε, δε σου φαίνεται άξιος για ψωμί και λίγα χρήματα; Κι ενώ ο Κύριός σου και τον ήλιο ανατέλλει σ’ αυτόν, εσύ τον θεωρείς ανάξιο και για την καθημερινή σου τροφή;
14 εὐλογεῖτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε.
Αφού τους δίδαξε πως πρέπει να συμπεριφέρονται μεταξύ τους και αφού ένωσε με ακρίβεια τα μέλη, έτσι τους οδηγεί πλέον προς την έξω από την εκκλησία παράταξη. Γιατί όπως ακριβώς εκείνος που δεν πέτυχε τις υποχρεώσεις του προς τους συγγενείς, δυσκολότερα θα τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις του προς τους ξένους, έτσι κι εκείνος που άσκησε τον εαυτό του σ’ αυτά, ευκολότερα θα νικήσει τους ξένους.
Και δεν είπε να μη μνησικακείτε , ούτε να τους πολεμάτε, αλλά ζήτσε πολύ περισσότερα απ’ αυτά. Γιατί εκείνο είναι γνώρισμα ανθρώπου πιστού, ενώ αυτό αγγέλου. Και αφού είπε «να ευλογείτε», πρόσθεσε «και να μην καταριέστε». Για να μη κάνουμε και αυτό και εκείνο, αλλά μόνο εκείνο.
Και σκέψου το πώς θα καταπλήξεις έτσι τους εχθρούς σου διδάσκοντας ότι βαδίζεις προς άλλη ζωή. Γιατί αν σε δει να χαίρεσαι και να πετάς από χαρά γιατί σε κακομεταχειρίζεται, θα μάθει καλά με τα πράγματα, ότι έχεις άλλες ελπίδες μεγαλύτερες από τα παρόντα. Γιατί αν δεν κάνεις αυτό, αλλά κλαις και οδύρεσαι, από πού θα μπορέσει να μάθει εκείνος ότι περιμένεις άλλη ζωή; και μαζί μ’ αυτό θα πετύχεις και κάτι ακόμη. Αν σε δει να μη στενοχωριέσαι για τις ύβρεις, αλλά να ευλογείς, θα σταματήσει να σε καταδιώκει.
Κοίταξε λοιπόν πόσα καλά γίνονται από δω. Και ο μισθός θα είναι μεγαλύτερος για σένα και ο πειρασμός μικρότερος και εκείνος θα σταματήσει να σε καταδιώκει και ο Θεός θα δοξασθεί και η πίστη σου θα γίνει διδασκαλία και ευσέβεια σ’ εκείνον που έχει βρεθεί σε πλάνη.
15 χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων.
Επειδή λοιπόν είναι δυνατό να ευλογήσουμε και να μην καταρασθούμε, αλλά να μη το κάνουμε αυτό από αγάπη, θέλει να θερμαινόμαστε εντελώς με την αγάπη. Γι’ αυτό πρόσθεσε και αυτό, ώστε να μην ευλογούμε μόνο, αλλά να συμπονούμε και να συμπάσχουμε, αν κάποτε τους βλέπαμε να έχουν πέσει σε συμφορά. Ναι, λέγει, αλλά το να συμπονούμε μ’ εκείνους που κλαίνε πολύ σωστά το διέταξε, το άλλο όμως γιατί τέλος πάντων το πρόσταξε, αφού δεν είναι κανένα μεγάλο πράγμα; Κι όμως εκείνο χρειάζεται φιλοσοφότερη ψυχή, δηλαδή το να χαιρόμαστε μαζί μ’ εκείνους που χαίρονται, παρά το να κλαίμε μαζί μ’ εκείνους που κλαίνε. Γιατί αυτό βέβαια το κατορθώνει και η ίδια η φύση και κανένας δεν είναι τόσο σκληρός σαν πέτρα, που να μην κλαίει εκείνον που βρίσκεται σε συμφορές, εκείνο όμως χρειάζεται πάρα πολύ γενναία ψυχή, ώστε όχι μόνο να μην φθονούμε αυτός που ευημερεί, αλλά και να χαιρόμαστε μαζί του. για΄τι τίποτα δε δυναμώνει τόσο την αγάπη, όσο όταν μετέχουμε μεταξύ μας και στη χαρά και στη λύπη.
16 τὸ αὐτὸ εἰς ἀλλήλους φρονοῦντες. μὴ τὰ ὑψηλὰ φρονοῦντες, ἀλλὰ τοῖς ταπεινοῖς συναπαγόμενοι.
Πάλι φροντίζει πολύ για την ταπεινοφροσύνη. Καθόσον ήταν φυσικό να έχουν αυτοί υψηλόφρόνημα, και από την πόλη και από άλλες αιτίες. Τίποτα δεν διαιρεί τόσο το σώμα της Εκκλησίας, όσο η αλαζονεία. Και τι σημαίνει «να έχετε μεταξύ σας το ίδιο φρόνημα»; Ήρθε στο σπίτι σου κάποιος φτωχός; Να γίνεις στο φρόνημα όπως εκείνος και μη φουσκώσεις περισσότερο εξαιτίας του πλούτου. Δεν υπάρχει πλούσιος και φτωχός στο Χριστό. Να μην τον αρνηθείς εξαιτίας της εξωτερικής εμφανίσεώς του, αλλά να τον δεχτείς εξαιτίας της εσωτερικής πίστεώς του. ούτε αν δεις κάποιον να πενθεί, να τον θεωρήσεις ανάξιο του εαυτού σου να τον παρηγορήσεις. Ούτε αν δεις κάποιον να ευημερεί, να κοκκινίσεις από ντροπή για να πάρεις μέρος στη χαρά και να χαρείς μαζί του, αλλά αυτό το φρόνημα που έχεις για τον ευατό σου να έχεις και εκείνον. Για παράδειγμα· νομίζεις ότι είσαι μεγάλος; Λοιπόν νόμιζε ότι είναι και εκείνος κ.τ.ο απομακρύνοντας έτσι κάθε ανισότητα.
μὴ γίνεσθε φρόνιμοι παρ᾿ ἑαυτοῖς. (Να μη θεωρείτε τους εαυτούς σας σοφούς)
Δηλαδή, να μη νομίζετε ότι είστε αυτάρκεις. Γιατί αλλού η Γραφή λέει «αλοίμονο σ’ εκείνους που νομίζουν ότι είναι σοφοί και παρουσιάζονται στα μάτια τους σαν επιστήμονες» (Ησ 5,21) Και μ’ αυτά πάλι υπονομεύει την αλαζονεία. Γιατί τίποτα δεν αποκόβει περισσότερο κάποιον από τους υπόλοιπους, όσο το να νομίζει κανείς ότι είναι αυτάρκης. Γι’ αυτό και ο Θεός μας έκανε να έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. Και αν ακόμη λοιπόν είσαι σοφός, θα έχεις ανάγκη του άλλου, αν όμως νομίσεις ότι δεν έχεις, έγινες πιο ανόητος και πιο αδύνατος απ’ όλους. Γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος και τη βοήθειας θα στερήσει από τον ευατό του και σ’ εκείνα που θα συμβεί ν’ αμαρτήσει, δε θ’ απολαύσει ούτε καμιά διόρθωση, ούτε καμιά συγγνώμη, αλλά και το θεό θα εξοργίσει με την αλαζονεία του, και πολλές αμαρτίες θα κάνει.
Μη νομίσεις λοιπόν ότι μειώνεσαι, επειδή έχεις την ανάγκη άλλου. Γιατί αυτό περισσότερο σε υψώνει, αυτό σε κάνει πιο δυνατό, αυτό σε κάνει και πιο λαμπρό και πιο σταθερό.
17 μηδενὶ κακὸν ἀντὶ κακοῦ ἀποδιδόντες. προνοούμενοι καλὰ ἐνώπιον πάντων ἀνθρώπων·
Γιατί αν κατηγορείς άλλον που σε επιβουλεύεται , γιατί κάνεις τον εαυτό σου υπεύθυνο για κατηγορία; Διότι αν εκείνος ενήρηγσε κακώς, γιατί δεν αποφεύγεις να τον μιμείσαι; Και πρόσε χε πως εδώ δεν έκανε διάκριση, αλλά όρισε κοινό το νόμο. Γιατί δεν είπε στον πιστό μην αντοποδώσεις κακό, αλλά «σε κανέναν», είτε είναι εθνικός, είτε μιαρός, είτε οποιοσδήποτε.
«Να φροντίζετε να κάνετε το καλό μπροστά σε όλους τους ανθρώπους». Για να ζούμε όχι για ματαιοδοξία , αλλά για να μη δίνουμε σ’ εκείνους που επιθυμούν αφορμή εναντίον μας.
18 εἰ δυνατόν, τὸ ἐξ ὑμῶν μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες.
Πολύ σωστά είπε «αν είναι δυνατόν», γιατί υπάρχουν περιπτώσεις που δεν είναι δυνατό, όπως όταν ο λόγος είναι για την ευσέβεια, όταν ο αγώνας είναι για εκείνους που αδικούνται. Και τι απορείς, αν στους ανθρώπους τους άλλους δεν είναι αυτό δυνατό, τη στιγμή που έλυσε αυτήν και στον άνδρα και τη γυναίκα «αν ο άπιστος θέλει να χωρίσει, ας χωρίσει» (Ά Κορ. 7,15).
Αυτό που λέει σημαίνει το εξής: Να δίνεις όλες τις δυνάμεις σου, και σε κανέναν να μη δίνεις αφορμή αντιδικίας και φιλονικείας ούτε στον Ιουδαίο, ούτε στον εθνικό, αλλά αν δει κάπου ότι ζημειώνεται η ευσέβεια να μην προτιμήσεις την ομόνοια από την αλήθεια, αλλά να σταθείς γενναία μέχρι θανάτου και ούτε έτσι να πολεμάς με την ψυχή, ούτε να αποστρέφεσαι τη γνώμη, αλλά να μάχεσαι μόνο με τα πράγματα. Γιατί αυτό σημαίνει «όσο εξαρτάται από σας, να έχετε ειρηνικές με όλους τους ανθρώπους». Και αν εκείνος δεν ειρηνεύει, εσύ να μη γεμίσεις την ψυχή σου με πάθος, αλλά να είσαι φίλος προς τη διάθεση, πράγμα που προανέφερα, χωρίς να προδίδεις πουθενά την αλήθεια.
19 μὴ ἑαυτοὺς ἐκδικοῦντες, ἀγαπητοί, ἀλλὰ δότε τόπον τῇ ὀργῇ· γέγραπται γάρ· ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος.
Σε ποια οργή; Στην οργή του Θεού. Επειδή λοιπόν αυτό κυρίως επιθυμεί να δει αυτός που αδικήθηκε, να παίρνει δηλαδή μόνος του εκδίκηση, τούτο παραχωρεί με πολλή αφθονία. Γιατί αν αυτός δεν εκδικηθεί , θα γίνει ο Θεός τιμωρός. Και φού κέρδισε την εύνοιά του έτσι, απαιτεί πιο πολλή πίστη απ’ αυτόν λέγοντας:
20 ἐὰν οὖν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου, ψώμιζε αὐτόν, ἐὰν διψᾷ, πότιζε αὐτόν· τοῦτο γὰρ ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύσεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. 21 μὴ νικῶ ὑπὸ τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ νίκα ἐν τῷ ἀγαθῷ τὸ κακόν.
Και τι λέγω, λέγεις, ότι πρέπει να έχεις ειρηνικές σχέσεις; Καθόσον δίνω εντολή και να ευεργετείς. Γιατί λέγει, δίνε του ψωμί και πότιζέ τον. Έπειτα επειδή πρόσταξε κάτι υπερβολικά επίπονο και μεγάλο πρόσθεσε: «γιατί κάνοντας αυτό, θα μαζέψεις πολλά αναμμένα κάρβουνα στο κεφάλι του».
Αυτά τα έλεγε με σκοπό και εκείνον να συγκρατήσει με το φόβο και αυτόν να κάνει πιο πρόθυμο με την ελπίδα της ανταποδόσεως. Γιατί ο αδικημένος όταν είναι αδύνατος, δεν καταγίνεται τόσο πολύ με τα δικά του καλά, όσο με την τιμωρία εκείνου που τον έχει λυπήσει. Γιατί τίποτα δεν του είναι τόσο ευχάριστο, όσο το να δει ότι ο εχθρός του τιμωρείται. Κι αφού λοιπόν αυτός αφήσει το δηλητήριο της εκδικήσεως στην άκρη τότε τον συμβουλεύει τα ανώτερα λέγοντας: «να μη νικιέσαι από το κακό». Γιατί ήξερε ότι κι αν ακόμη ο εχθρός είναι θηρίο, όμως δεν παραμένει εχθρός όταν τρέφεται κι αν ακόμη ο αδικημένος είναι χίλιες φορές μικρόψυχος, όταν τον τρέφει και τον ποτίζει, ούτε αυτός θα επιθυμήσει στο εξής την τιμωρία του.
Κι αν θέλεις να λάβεις σαφή απόδειξη των όσων λέχθηκαν, ρώτησε τον ίδιο τον εχθρό, πότε στενοχωριέται περισσότερο, όταν οργισθείς και ανταποδώσεις τις ύβρεις ή με οποιοδήποτε τρόπο ανταποδώσεις στην κακία κακία ή όταν αυτός βρίζει και συ γελάσεις; Και αυτό θ’ακούσεις μάλλον. Γιατί δεν ευχαριστιέται τόσο με το ότι βρίζεται, όσο στενοχωριέται με το ότι δεν μπορεί να σε προσβάλει.
Γι’ αυτό μου έρχεται να κλάψω με δυνατές κραυγές, γιατί εμείς που μπορούμε και τα παρόντα αγαθά να έχουμε, αν ακούγαμε τους νόμους του Χριστού όπως έπρεπε, και τα μελλοντικά να επιτύχουμε και τα δύο τα χάνουμε, επειδή δεν υπακούμε στα όσα λέχθηκαν και φιλοσοφούμε περιττά. Καθόσον εκείνος τα νομοθέτησε όλα σύμφωνα με το συμφέρον μας και δίδαξε τι μας κάνει ένδοξους και τι αισχρούς.
Γιατί αγαπητοί μου στους μεν Ολυμπιακούς αγώνες που τελούνται προς χάριν του διαβόλου η νίκη προέρχεται από την κακοποίηση του άλλου. Έτσι νικούν όλοι οι αθλητές.
Αλλά στο στάδιο του Χριστού δεν ισχύει αυτός ο νόμος των βραβείων, αλλά το εντελώς αντίθετο· έχει νομοθετήσει να στεφανώνεται ο νικημένος και όχι ο νικητής. Γιατί τέτοιο είναι το δικό του στάδιο, όλα έχουν ορισθεί αντίθετα, ώστε όχι μόνο με τη νίκη, αλλά και με τον τρόπο της νίκης το θαύμα γίνεται μεγαλύτερο. Όταν λοιπόν εκείνα που αλλού ανήκουν στην ήττα, τα παρουσιάζει πρόξενα νίκης, αυτό είναι δύναμη Θεού, αυτό είναι το στάδιο του ουρανού, αυτό είναι το θέατρο των αγγέλων. Γνωρίζω ότι διαθερμανθήκατε τώρα, και ότι γίνατε πιο μαλακοί από κάθε κερί, αλλά όταν αναχωρήσετε όλα τα πετάτε.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ
1 Πάσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω.
Και το λέει αυτό για να δείξει ότι ο Χριστός δεν όρισε τους νόμους Του για την ανατροπή της κοινής πολιτείας, αλλά καλύτερη διόρθωσή της και για να δείξει ότι δεν πρέπει να κάνουμε περιττούς και επιζήμιους πολέμους. Γιατί είναι αρκετές οι σκευωρίες που προκαλούνται εναντίον μας εξαιτίας της αλήθειας και δεν πρέπει να προσθέτονται περιττοί και άχρηστοιθ πειρασμοί.
Και αν συνδέσουμε αυτά με τα παραπάνω που λέχθηκαν, τότε θα κατανοήσουμε ότι αν εκείνοι που μας αδικούν πρέπει να ανταμείβονται με τα αντίθετα, πολύ περισσότερο ταιριάζει να υπακούμε σ’ εκείνους που μας ευεργετούν.
οὐ γάρ ἐστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ·
Τι λέγεις; Κάθε άρχοντας δηλαδή χειροτονείται από το Θεό; Δεν εννοώ αυτό, λέγει. Ούτε ο λόγος μου τώρα θα είναι για τους άρχοντες χωριστά. Αλλά το να υπάρχουν εξουσίες, και άλλοι βέβαια να εξουσιάζουν ενώ άλλοι να εξουσιάζονται, και να μη φέρονται όλα άσκοπα και αχαλίνωτα, και οι λαοί να μη περιφέρονται εδώ σαν κύματα, αυτό είναι έργο της σοφίας του Θεού. Γι’ αυτό δεν είπε δεν υπάρχει άρχοντας παρά μόνο από το Θεό, αλλά δεν υπάρχει εξουσία, παρά μόνο από το Θεό, και οι εξουσίες που υπάρχουν έχουν ορισθεί από το Θεό.
Αυτό πολύ εύκολα μπορείς να το διακρίνεις και στον κόσμο των ζώων. Στις μέλισσες και στους γερανούς, και στα άγρια πρόβατα, αλλά και στη θάλασσα όπου εκεί πολλά από τα γένη των ψαριών τάσσονται κάτω από την εξουσία ενός από τα ψάρια, και διοικούνται έτσι και κάνουν μακρινά ταξίδια. Καθόσον η αναρχία είναι παντού κακό και αιτία ταραχής.
Αφού λοιπόν είπε από πού προέρχονται οι εξουσίες, πρόσθεσε:
αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν. (Ώστε εκείνος που αντιτάσσεται στην εξουσία, αντιτάσσεται στη διαταγή του Θεού)
Είδες που οδήγησε το πράγμα, και από πού τους φόβισε και πως έδειξε ότι αυτό γίνεται σαν χρέος; Συνεπώς εκείνος που υποτάσσεται στους άρχοντες, στο Θεό στην ουσία υποτάσσεται. Γιατί όποιος υποτάσσεται στις εξουσίες, υπακούει σ’ Εκείνον. Όμως δε λέει αυτό, ότι όποιος υπακούει στους άρχοντες, υπακούει στο Θεό, αλλά από το αντίθετο τους φοβίζει και το αποδεικνύει με περισσότερη ακρίβεια λέγοντας, ότι όποιος δεν υπακούς σ’ εκείνον, πολεμάει εναντίον του Θεού που όρισε κι αυτά. Και αυτό φροντίζει να το δείξει παντού, ότι δε χαρίζουμε σ’ αυτούς την υπακοή, αλλά την οφείλουμε. Γιατί έτσι θα μπορούσε να προσελκύσει τους άπιστους άρχοντες στην ευσέβεια και τους πιστούς στην υπακοή.
2 ὥστε ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ τῇ τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκεν·
Είδες που οδήγησε το πράγμα και από πού τους φόβισε, και πως έδειξε πως αυτό γίνεται σαν χρέος;. Για να μη λέγουν οι πιστοί ότι μας εξευτελίζεις και μας κάνεις ευκαταφρόνητους, υπατάσσοντας στους άρχοντες αυτούς που επρόκειτο να απολαύσουν τη βασιλεία των ουρανών, δείχνει ότι δεν τους υποτάσσει στους άρχοντες, αλλά στο Θεό.
Να μη ντρέπεσαι λοιπόν να έχεις μία τέτοια υποταγή, διότι ο Θεός το όρισε αυτό.
οἱ δὲ ἀνθεστηκότες ἑαυτοῖς κρῖμα λήψονται.
Γιατί δε θα ζητήσει για σένα μικρή τιμωρία όταν όλα αυτά τα παρακούς, αλλά η τιμωρία σου θα είναι υπερβολικά μεγάλη και τίποτα δε θα σε γλιτώσει όταν αντιλέγεις, αλλά και από τους ανθρώπους θα υποστείς τιμωρία πολύ φοβερή και κανείς δε θα σε προστατέψει και το Θεό θα εξοργήσεις σε μεγαλύτερο βαθμό.
3 οἱ γὰρ ἄρχοντες οὐκ εἰσὶ φόβος τῶν ἀγαθῶν ἔργων, ἀλλὰ τῶν κακῶν.
Επειδή λοιπόν έδωσε δυνατό το κτύπημα και τους καταρόμαξε, πάλι γίνεται μαλακό, χορηγώντας σαν σοφός ιατρός τα κατάλληλα φάρμακα και παρηγορώντας λέγοντας, τι φοβάσαι; Τι τρομάζεις; Μήπως σε επιτιμά όταν ενεργείς καλά; Μήπως είναι φοβερός όταν φροντίζεις για την αρετή; Γι’ αυτό και προσθέτει:
θέλεις δὲ μὴ φοβεῖσθαι τὴν ἐξουσίαν; τὸ ἀγαθὸν ποίει, καὶ ἕξεις ἔπαινον ἐξ αὐτῆς·
Είδες πως συμφιλίωσε αυτόν με τον άρχοντα δείχνοντας αυτόν ως επαινετή του; είδες πως άδειασε τον θυμό;
4 Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστί σοι εἰς τὸ ἀγαθόν.
Τόσο πολύ απέχει από το να σε φοβίζει γιατί σ’ επαινεί, τόσο πολύ απέχει από το να σ’ εμποδίζει, αφού και σε βοηθάει ακόμη. Όταν λοιπόν έχεις αυτόν και απαινετεί και βοηθό, γιατί δεν υποτάσσεσαι;
ἐὰν δὲ τὸ κακὸν ποιῇς, φοβοῦ·
Επομένως δεν κάνει το φόβο ο άρχοντας, αλλά η δική μας κακία.
οὐ γὰρ εἰκῆ τὴν μάχαιραν φορεῖ· Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστιν εἰς ὀργήν, ἔκδικος τῷ τὸ κακὸν πράσσοντι. (γιατί δε φοράει στα χαμένα το μαχαίρι, γιατί είναι υπηρέτης του Θεού, εκδικητής της οργής του εναντίον εκείνου που κάνει το κακό)
Για να μην αποσκιρτήσεις λοιπόν όταν ακούσεις για ποινή και τιμωρία και για μαχαίρι, πάλι λέει, εκπληρώνει το νόμο του Θεού. Και τι σημασία έχει αν αυτός δεν το γνωρίζει; Αλλά ο Θεός έτσι το όρισε.
Αν λοιπόν και όταν τιμωρεί και όταν επαινεί του Θεού είναι υπηρέτης, για ποιο λόγο εσύ φιλονεικείς μαζί του;
5 διὸ ἀνάγκη ὑποτάσσεσθαι οὐ μόνον διὰ τὴν ὀργήν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν συνείδησιν. (Γι’ αυτό είναι ανάγκη να υποτάσσεσθε όχι μόνο εξαιτίας της οργής αλλά και της συνειδήσεως)
Τι σημαίνει «όχι μόνο εξαιτίας της οργής»; Όχι μόνο γιατί εναντιώνεσαι στο Θεό αν δεν υποτάσσεσαι, όχι γιατί προξενείς μεγάλα κακά στον εαυτό σου και από το θεό και από τους άρχοντες, αλλά γιατί γίνεται ευεργέτης σου και στα πιο μεγάλα αγαθά, αφού είναι πρόξενος ειρήνης και οικονομίας πολιτικής. Καθόσον με τις εξουσίες αυτές γίνονται άπειρα καλά στις πόλεις. Και αν τις καταργήσεις όλα θα εξαφανιστούν, και ούτε πόλη, ούτε χωριό, ούτε σπίτι, ούτε αγορά, ούτε τίποτα άλλο θα σταθεί, αλλά όλα θα ανατραπούν, αφού οι πιο δυνατοί καταπίνουν τους ασθενέστερους.
6 διὰ τοῦτο γὰρ καὶ φόρους τελεῖτε· λειτουργοὶ γὰρ Θεοῦ εἰσιν εἰς αὐτὸ τοῦτο προσκαρτεροῦντες. (Αυτός είναι ο λόγος που πληρώνετε και φόρους. Γιατί οι άρχοντες είναι υπηρέτες του Θεού, αφοσιωμένοι σ’ αυτό ακριβώς το έργο)
Αφού απέφυγε να πει χωριστά όλες τις ευεργεσίες που γίνονται από τους άρχοντες στις πόλεις, όπως την καλή διοίκηση, την ειρήνη, τις άλλες υπηρεσίες, για τους στρατιώτες, για εκείνους που καταγίνονται με τα κοινά, απ’ αυτό το ένα φανερώνει τα πάντα. Ότι λοιπόν ευεργετείσαι απ’ αυτόν, εσύ το βεβαιώνεις, αφού πληρώνεις σ’ αυτόν μισθό.
Πρόσεχε τη σοφία και τη σύνεση του Παύλου. Γιατί εκείνο που φαινόταν ότι είναι ενοχλητικό και δυσάρεστο, δηλαδή οι απαιτήσεις, αυτό το κάνει απόδειξη της φροντίδας γι’ αυτούς.
Γιατί λοιπόν δίνουμε φόρους στο βασιλιά; Γιατί μας φροντίζει και μας προστατεύει.
Μη μου πεις λοιπόν αυτό. Πως αν κανείς χρησιμοποιεί κακώς την εξουσία, αλλά δες όλα τα υπόλοιπα καλά που εσύ απολαμβάνεις και την χρησιμότητα αυτών. Πρ΄σοεχε επίσης και την ευκοσμία αυτής της παραγγελίας, και θα δεις την πολλή σοφία εκείνου που από την αρχή αυτά νομοθέτησε.
7 ἀπόδοτε οὖν πᾶσι τὰς ὀφειλάς, τῷ τὸν φόρον τὸν φόρον, τῷ τὸ τέλος τὸ τέλος, τῷ τὸν φόβον τὸν φόβον, τῷ τὴν τιμὴν τὴν τιμήν.8 Μηδενὶ μηδὲν ὀφείλετε εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους. ὁ γὰρ ἀγαπῶν τὸν ἕτερον νόμον πεπλήρωκε·
Ακόμη τα ίδια αξιώνει, απαραγγέλοντας σ’ αυτούς να πληρώνουν όχι μόνο χρήματα, αλλά και τιμή και σεβασμό. Όταν λέει «αποδώστε το φόβο» εννοεί την υπερβολική τιμή, όχι το φόβο που προέρχεται από ένοχη συνείδηση. Και δεν είπε «δώστε», αλλά «αποδώστε» και πρόσθεσε τις οφειλές. Ούτε βέβαια κάνεις χάρη, όταν κάνεις αυτό· γιατί το πράγμα είναι οφειλή, κι αν δεν το κάνεις, θα τιμωρηθείς σαν αχάριστος.
9 τὸ γὰρ οὐ μοιχεύσεις, οὐ φονεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐκ ἐπιθυμήσεις, καὶ εἴ τις ἑτέρα ἐντολή, ἐν τούτῳ τῷ λόγῳ ἀνακεφαλαιοῦται, ἐν τῷ, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 10 ἡ ἀγάπη τῷ πλησίον κακὸν οὐκ ἐργάζεται· πλήρωμα οὖν νόμου ἡ ἀγάπη.
Γιατί τέτοιο είναι το χρέος, ώστε να δίνουμε και να χρωστάμε πάντοτε. Αφού λοιπόν είπε πως πρέπει ν’ αγαπάμε, φανερώνει και το κέρδος του λέγοτνας· «γιατί εκείνος που αγαπάει τον άλλο, έχει εκπληρώσει το νόμο». Να μη θεωρείς λοιπόν ούτε αυτό πως είναι χάρη, καθόσον και αυτό είναι οφειλή. Γιατί οφείλεις στον αδερφό σου την αγάπη εξαιτίας της πνευματικής συγγένειας. Και όχι για το λόγο αυτό μόνο, αλλά και γιατί είμαστε μέλη ο ενας του άλλου. Κι αν αυτή εκλείψει από μας, όλα καταστράφηκαν. Αγάπα λοιπόν τον αδερφό σου. Γιατί αν από την αγάπη του κερδίζεις τόσα πολλά, ώστε να εκπληρώνεις όλο το νόμο, χρωστάς σ’ αυτόν αγάπη, αφού ευεργετείσαι απ’ αυτόν.
Και δεν είπε πως στην αγάπη εκπληρώνεται ο νόμος, αλλά «συγκεφαλαιώνεται» δηλαδή, σύντομα και σε λίγες λέξεις ολοκληρώνεται όλο το έργο των εντολών. Γιατί και αρχή και τέλος της αρετής είναι η αγάπη. Και δεν ζητάει απλώς αγάπη, αλλά πάρα πολύ μεγάλη αγάπη. Γιατί δεν είπε απλώς αγάπησε τον πλησίον σου, αλλά «όπως τον εαυτό σου». Γι’ αυτό και ο Χριστός έλεγε ότι σ’ αυτή στηρίζεται ο νόμος και οι προφήτες.
Γιατί αφού είπε ότι «η πρώτη εντολή είναι να αγαπήσεις Κύριον τον Θεό σου» πρόσθεσε και δεύτερη και σιώπησε, αλλά πρόσθεσε «όμοια μ’ αυτή, να αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». Τι θα μπορούσε να εξισωθεί με την φιλανθρωπία αυτή; Όταν παρ’ όλο που εμείς βρισκόμαστε πολύ μακριά του, φέρνει την αγάπη σ’ εμάς κοντά στην αγάπη σ’ αυτόν και λέγει πως εκείνη είναι όμοια μ’ αυτήν.
Κι ενώ ο ανθρώπινος έρωτας είναι γεμάτος από μίσος και φθόνο, ο Θείος είναι απαλλαγμένος από κάθε πάθος και γι’ αυτό επιζητεί μετόχους της αγάπης. Αγάπα λοιπόν λέει, μαζί μ’ εμένα και τότε εγώ θα σ’ αγαπήσω περισσότερο. Βλέπεις λόγια σφοδρού εραστή; Εάν αγαπάς εκείνους που αγαπώ εγώ, τότε νομίζω πως και εγώ ο ίδιος ότι αγαπιέμαι πάρα πολύ από σένα. Καθόσον επιθυμεί πάρα πολύ τη σωτηρία μας, και το έδειξε αυτό από την αρχή. Καθόσον επιθυμεί πάρα πολύ τη σωτηρία μας και το έδειξε αυτό από την αρχή. Όταν λοιπόν δημιουργούσε τον άνθρωπο, άκουσε τι λέγει: «ας κάνουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική μας εικόνα» και πάλι «ας κάνουμε γι’ αυτόν βοηθό δεν είναι καλό να μείνει μόνος του ο άνθρωπος» (Γεν. 2,18). Και όταν τον επιτίμησε πάλι τότε που παρέβηκε την εντολή πρόσεχε πως τον επιτίμησε μαλακά. Γιατί δεν του είπε «μιαρέ και παμμίαρε» κ.τ.ο αλλά τι; «Ποιος σου είπε ότι είσαι γυμνός; Μήπως έφαγες από το δέντρο από το οποίο μόνο σου απαγόρευσα να φάγεις»; (Γεν. 3,2). Δηλαδή σαν πατέρας προς το παιδί του που έλαβε εντολή να μην πιάσει μαχαίρι, στη συνέχεια, αφού παράκουσε τραυματίστηκε και του λέγει, από πού τραυματίστηκες; Από εκεί τραυματίστηκες, γιατί δε μ’ άκουσες.
11 Καὶ τοῦτο, εἰδότες τὸν καιρόν, ὅτι ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι·
Ο καιρός της κρίσεως είναι πολύ κοντά. Τι όμως σημαίνει αυτό που λέει «είναι ώρα να σηκωθούμε από τον ύπνο»; Δηλαδή κοντά είναι η ανάσταση, κοντά η φοβερή κρίση και πρέπει πλέον ν’ απαλλαγούμε από την αδιαφορία.
νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν.
Βλέπεις πως παρουσιάζει σ’ αυτούς τώρα την ανάσταση; Γιατί καθώς περνάει ο χρόνος, ξοδεύεται ο καιρός της παρούσας ζωής, ενώ έρχεται πιο κοντά ο καιρός της μέλλουσας ζωής. Εάν λοιπόν είσαι προετοιμασμένος και έχεις όλα όσα διέταξε, η ημέρα γίνεται για σένα σωτηρία, εάν όμως συμβαίνει το αντίθετο, δεν είναι ακόμη.
12 ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν.
Εάν λοιπόν αυτή τελειώνει, εκείνη όμως πλησιάζει. Ας κάνουμε λοιπόν τα έργα εκείνης και όχι τα έργα αυτής.
Ας εγερθούμε λοιπόν αποβάλλοντας πλέον τις φαντασίες των νυχτερινών ονείρων, ας απαλλαγούμε από τα όνειρα της παρούσας ζωής, ας αποθέσουμε το βαθύ ύπνο και ας ντυθούμε αντί για ρούχα την αρετή. Για να δηλώσει λοιπόν όλα αυτά έλεγε: ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. 13 ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίτας καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ,
Και δεν είπε «να συμπεριφέρεστε», αλλά «ας συμπεριφερθούμε», για να κάνει ανενόχλητη την παραίνεση και ελαφριά την επίπληξη.
Και δεν λέει να μη πίνει κανείς λίγο κρασί, αλλά να μη το απολαμβάνει αυτό με κραιπάλη. Ούτε πάλι καταργεί και απαγορεύει τη σαρκική μείξη με τις γυναίκες, αλλά απαγορεύει την πορνεία.
Κι αφού μας απένδυσε από τα πονηρά ρούχα, άκουσε πως μας στολίζει στη συνέχεια λέγοντας:
14 ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας.
Δεν ανέφερε πια έργα, αλλά τους παρότρυνε σε μεγαλύτερο βαθμό. Γιατί η αρετή οδηγεί με ασφάλεια σ’ Εκείνον που την έχει με λαμπρότητα.
ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
1 Τον δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε, μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν. 2 ὃς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει. (Εκείνον που είναι αδύνατος στην πίστη, να τον δέχεστε, αλλά όχι για συζητήσεις ιδεών. Ο ένας πιστεύει ότι επιτρέπεται να φάει όλα τα φαγητά, ενώ ο αδύνατος στην πίστη τρώει λάχανα)
Γωνρίζω ότι αυτό που λέχθηκε είναι ακατανόητο στους πολλούς. Γι’ αυτό πρέπει πρώτα απ’ όλα να πω την υπόθεση όλου του χωρίου και τι θέλοντας να διορθώσει τα γράφει αυτά. Τι λοιπόν θέλει να διορθώσει; Υπήρχαν πολλοί από τους πιστούς που προέρχονταν από τους Ιουδαίους, οι οποίοι προσκολλημένοι στη συνείδηση του νόμου και ύστερα από την πίστη φύλαγαν ακόμη τη διάκριση των φαγητών, χωρίς να τολμούν ακόμη να απομακρυνθούν από το νόμο. Έπειτα για να μη γίνουν αντιληπτοί, απφεύγοντας μόνο το χοιρινό κρέας, αποφεύγοντας μόνο το χοιρινό κρέας, απέφευγαν στο εξής όλα τα κρέατα και έτρωγαν μόνο άχανα, ώστε να φανεί αυτό που γίνονταν ότι είναι μάλλον νηστεία, αλλά όχι τήρηση του νόμου. Άλλοι πάλι ήταν τελιότεροι, χωρίς να κάνουν κάποια παρόμοια διάκριση, οι οποίοι γίνονταν ενοχλητικοί και δυσάρεστοι σ’ εκείνυος που τηρούσαν αυτά, επιτιμώντας, κατηγορώντας, προκαλώντας στενοχώρια.
Φοβούμενος λοιπόν ο μακάριος Παύλος, μήπως θέλοντας να κατορθώσουν κάτι μικρό, ανατρέψουν το παν, και προσπαθώντας να τους οδηγήσουν στην αδιαφορία των φαγητών, τους κάνουν να χάσουν την πίστη και σπεύδοντας να διορθώσουν το παν πριν από τον κατάλληλο καιρό, προκαλέσουν ζημία στα καίρια, κλονόζοντας αυτούς από την ομολογία στο Χριστό με το να τους επιτιμούν συνέχεια, και μείνουν έτσι αδιόρθωτοι και στα δύο με τη συνηθισμένη σ’ αυτόν σοφία.
Και φαίνεται ότι επιτιμάει τους πιο δυνατούς πνευματικά, αλλά όμως το παν του λόγου του προς αυτούς το στρέφει προς εκείνους. Και έτσι χωρίς να γίνει αντιληπτό ρίχνει το φάρμακο της διορθώσεως.
3 ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω·
Δεν είπε «ας αφήνει», δεν είπε «ας μη κατηγοερεί», δεν είπε «ας μη διορθώνει», αλλά «ας μην τον περιπαίζει» . «ας μην τον περιφρονεί», για να δείξει ότι έκαναν πράγμα άξιο γέλωτος. Σ’ αυτόν όμως δεν λέγει έτσι αλλά πως; Εκείνος που δεν τρώει ας μην κατακρίνει εκείνον που τρώει». Γιατί όπως ακριβώς οι πιο τέλειοι στην πίστη τους υποτιμούσαν σαν ολιγόπιστους και ύπουλους και νόθους και ιουδαῒζοντες ακόμη, έτσι εκείνοι έκριναν αυτούς σαν παράνομους ή σαν λαίμαργους . Απ’ αυτούς πολλοί ήταν φυσικό να είναι από τους εθνικούς. Γι’ αυτό και πρόσθεσε:
ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν προσελάβετο. Σ’ εκείνον όμως δεν το είπε αυτό. Αν και βέβαια ήταν λαίμαργος, ενώ η κατάκριση σ’ εκείνον που δεν έτρωγε, επειδή ήταν ολιγόπιστος.Αλλά αντάλλαξε αυτά, για να δείξει ότι ίχι μόνο δεν είναι άξιος περιφρονήσεως, αλλά και μπορεί να κατηγορεί. Αλλά, λέγει, και εγώ τον κατακρίνω; Καθόλου. Γιατί γι’ αυτό πρόσθεσε, ότι «ο Θεός τον δέχθηκε».
Γιατί λοιπόν κατακρίνεις αυτόν για το νόμο ότι τάχα τον παραβαίνει; «Γιατί ο Θεός τον δέχθηκε». Δηλαδή, έδειξε γι’ αυτόν την απερίγραπτη χάρη του και τον απάλλαξε απ’ όλες τις κατηγορίες. Έπειτα πάλι προς τον ισχυρό λέγει:
4 σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην;
Επομένως είναι φανερό πως κι εκείνοι τους κατέκριναν, και όχι μόνο τους περιφρονούσαν. Αλλά του λέει ποιος είσαι που κατακρίνεις ξένο υπηρέτη; Κι εδώ πάλι τον επιτιμά κρυφά. Όχι γιατί κάνει πράγματα άξια μη κατακρίσεως και γι’ αυτό προτρέπω να μην κατακρίνεται, αλλά γιατί είναι ξένος υπηρέτης, δηλαδή δεν είναι δικό σου, αλλά του Θεού.
τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει·
Να πάλι άλλο πλήγμα. Και φαίνεται βέβαια ότι η αγανάκτηση είναι εναντίον του ισχυρού, αλλά απευθύνεται προς εκείνον. Γιατί όταν λέγει «θα σταθεί όμως», δείχνει ότι κλονίζεται ακόμη και ότι χρειάζεται πολλλή προσοχή και τόσο μεγάλη φροντίδα, ώστε να καλεί και το Θεό ιατρό σ’αυτά.
σταθήσεται δέ· δυνατὸς γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς στῆσαι αὐτόν. (γιατί ο Θεός έχει τη δύναμη να τον κάνει να σταθεί)
Πράγμα που το λέμε για εκείνους που είναι υπερβολικά απελπισμένοι.
5 ὃς μὲν κρίνει ἡμέραν παρ᾿ ἡμέραν, ὃς δὲ κρίνει πᾶσαν ἡμέραν. (Ο ένας θεωρεί τη μία ημέρα σαν πιο άγια από την άλλη, ενώ ο άλλος θεωρεί ως άγια κάθε ημέρα)
Εδώ μου φαίνεται ότι σιγά-σιγά κάνει υπαινιγμό και για τη νηστεία. Καθόσον ήταν φυσικό μερικοί από εκείνους που νήστευαν να κατέκριναν διαρκώς όσους δεν νήστευαν, ή ήταν φυσικό κατά τις διακρίσεις αυτές μερικοί να έτρωγαν ορισμένες ημέρες και ορισμένες ημέρες και ορισμένες να μην έτρωγαν. Γι’ αυτό και έλεγε:
ἕκαστος ἐν τῷ ἰδίῳ νοῒ πληροφορείσθω.
Έτσι λοιπόν διέλυσε και το φόβο εκείνων που έκαναν τις διακρίσεις, λέγοντας πως το πράγμα είναι αδιάφορο και καταργούσε την εχθρότητα εκείνων που με σφοδρότητα επιτίθενταν εναντίον αυτών, δείχνοντας ότι δεν είναι πάρα πολύ αγαπητό το να ενοχλούν συνέχεια γι’ αυτά τα ζητήματα. Και δεν είναι πάρα πολύ αγαπητό, όχι εξαιτίας της φύσεώς του, αλλά αξαιτίας του χρόνου και από το ότι είναι νέοι στην πίστη.
Στους Γαλάτες όμως γράφοντας με πολλή ακρίβεια απαιτεί απ’ αυτούς την πίστη και την τελειότητα σε τέτοια ζητήματα. Εδώ όμως δε χρησιμοποιεί αυτόν τον τόνο, εξαιτίας του ότι η πίστη ήταν νεόφυτη σ’ αυτούς. Ας μη λέμε λοιπόν σ’ όλα το «ο καθένας ας έχει τη δική γνώμη». Γιατί, όταν ο λόγος είναι για τα δόγματα, άκουσε τι λέγει «εάν κανείς κηρύξει διαφορετικό ευαγγέλιο από εκείνο που παραλάβατε, και αν ακόμη είναι άγγελος ας είναι ανάθεμα» (Γαλ. 1,9)
6 ὁ φρονῶν τὴν ἡμέραν Κυρίῳ φρονεῖ, καὶ ὁ μὴ φρονῶν τὴν ἡμέραν Κυρίῳ οὐ φρονεῖ. καὶ ὁ ἐσθίων Κυρίῳ ἐσθίει· εὐχαριστεῖ γὰρ τῷ Θεῷ· καὶ ὁ μὴ ἐσθίων Κυρίῳ οὐκ ἐσθίει, καὶ εὐχαριστεῖ τῷ Θεῷ. (Εκείνος που κάνει διάκριση στην ημέρα, το κάνει πάλι για τον Κύριο, και εκείνος που δεν κάνει διάκριση στην ημέρα το κάνει για τον Κύριο. Και εκείνος που τρώει, για τον Κύριο τρώει, και εκείνος που δεν τρώει για τον Κύριο δεν τρώει, και ευχαριστεί το Θεό)
Και συνεχίζει να ασχολείται μ’ αυτά. Αυτό βέβαια που λέει σημαίνει το εξής: Το πράγμα δεν είναι για τα καίρια. Γιατί το ζητούμενο είναι, αν αυτό το κάνει για το Θεό και εκείνος και εκείνος. Εκείνο που ζητείται είναι αν και οι δύο τελειώνουν σε ευχαριστία. Καθόσον και εκείνος και αυτός ευχαριστούν το Θεό. Εάν λοιπόν και οι δύο τον ευχαριστούν, δεν είναι μεγάλη η διαφορά. Εσύ όμως, παρακαλώ, πρόσεχε πως και εδώ, χωρίς να γίνει αντιληπτό, πλήττει τον ιουδαῒζοντα. Γιατί, αν το ζητούμενο είναι αυτό, δηλαδή η ευχαριστία, είναι ολοφάνερο ότι εκείνος που τρώει είναι αυτός που ευχαριστεί, όχι εκείνος που δεν τρώει· γιατί πως θα ήταν δυνατό,αφού ακόμη είναι προσηλωμένος στο νόμο;
7 οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν ἑαυτῷ ζῆ καὶ οὐδεὶς ἑαυτῷ ἀποθνήσκει· 8 ἐάν τε γὰρ ζῶμεν, τῷ Κυρίῳ ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τῷ Κυρίῳ ἀποθνήσκομεν.
Γιατί εκείνος που ζει για το νόμο, πως μπορεί να ζει για το Χριστό; Όμως δεν αποδεικνύει τούτο μ’ αυτά, αλλά εκείνον που σπεύδει στη διόρθωση, τον συγκρατεί και τον πείθει να μακροθυμεί, δείχνοντας ότι είναι αδύνατο να τους περιφρονήσει ο Θεός, αλλά θα τους διορθώσει στον κατάλληλο καιρό.
Τι όμως σημαίνει «κανένας από μας δε ζει για τον ευατό του»; Έχουμε κύριο που και να ζούμε θέλει και που να πεθάνουμε δε θέλει, και στον οποίο αυτά τα δύο διαφέρουν περισσότερο από μας. Γιατί μ’ αυτά δείχνει, ότι αυτός φροντίζει για μας πιο πολύ από μας και περισσότερο από μας και θεωρεί πλούτο τη δική μας ζωή και ζημία το θάνατο. Γιατί δεν πεθάινου με για τον εαυτόμας μόνο, αλλά και για τον Κύριο, αν τυχόν πεθάνουμε. Θάνατο όμως εδώ δεν θεωρεί τον θάνατο που προέρχεται από την πίστη.
ἐάν τε οὖν ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν. 9 εἰς τοῦτο γὰρ Χριστὸς καὶ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ ἔζησεν, ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσῃ.
Ώστε και αυτό ας σε πείθει , ότι δηλαδή φροντίζει για τη σωτηρία και τη διόρθωσή μας. Γιατί, αν δεν φρόντιζε τόσο πολύ, ποια ήταν η ανάγκη της οικονομίας; Εκείνος λοιπόν που έδειξε τόσκ μεγάλο ενδιαφέρον για να γίνουμε δικοί του, ώστε και μορφή δούλου να λάβει και να πεθάνει, αυτό αφού γίναμε δικοί του θα μας περιφρονήσει; Δεν είναι δυνατό αυτό, δεν είναι.
Είδε απόλυτη εξουσία; Είδες ακαταμάχητη δύναμη; Γιατί μη μου πεις τους ζωντανούς, και για τους πεθαμένους φροντίζει. Εάν όμως φροντίζει για τους πεθαμένους, είναι ολοφάνερο ότι φροντίζει και για τους ζωντανούς.
10 Σὺ δὲ τί κρίνεις τὸν ἀδελφόν σου; ἢ καὶ σὺ τί ἐξουθενεῖς τὸν ἀδελφόν σου; πάντες γὰρ παραστησόμεθα τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ.
Και φαίνεται πάλι ότι τα λέει αυτά για να επιτιμήσει τον πιο τέλειο στην πίστη, ενώ συνταράσσει το νου του ιουδαῒζοντα Χριστιανού, όχι μόνο ελέγχοντας αυτόν από την ευεργεσία που του έχει γίνει, αλλά και φοβερίζοντάς τον από την μελλοντική τιμωρία.
11 γέγραπται γάρ· ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, ὅτι ἐμοὶ κάμψει πᾶν γόνυ, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται τῷ Θεῷ. 12 ἄρα οὖν ἕκαστος ἡμῶν περὶ ἑαυτοῦ λόγον δώσει τῷ Θεῷ.
Δηλαδή τι σε μέλει; Μήπως εσύ πρόκειται να τιμωρηθείς γι’ αυτόν; Αλλά αυτό βέβαια δεν το είπε, αλλά το υπαινίχθηκε, αναφέροντάς το πιο ήπια και λέγοντας «γιατί όλοι θα παρουσιασθούμε μπροστά στο βήμα του Χριστού» και άρα «ο καθένας από μας θα δώσει λόγο για τον εαυτό του στο Θεό».
13 Μηκέτι οὖν ἀλλήλους κρίνωμεν, ἀλλὰ τοῦτο κρίνατε μᾶλλον, τὸ μὴ τιθέναι πρόσκομμα τῷ ἀδελφῷ ἢ σκάνδαλον.
Πρόσεχε σε παρακαλώ πόσο θα τιμωρηθούμε εμείς που σκανδαλίζουμε γενικά. Εάν λοιπόν το να μη σώσουμε κάποιον είναι άξιο κατηγορίας, και το αποδεικνύει εκείνος που έσκαψε στη γη και έθαψε το τάλαντο, το και να τον σκανδαλίσουμε τι δε θα μας προξενήσει;
Θα πει κάποιος: -Μα ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και δεν τιμωρεί.
Πως όμως δε φοβάσαι μιλώντας τόσο τολμηρά; Γιατί όταν λες, είναι φιλάνθρωπος ο Θεός και δεν τιμωρεί, αν τιμωρήσει, θα βρεθεί σύμφωνα με σας ότι δεν είναι πια φιλάνθρωπος. Βλέπεις σε ποια λόγια σε οδηγεί ο διάβολος; Τι λοιπόν; Οι μοναχοί που κατέλαβαν τα βουνά και επέδειξαν τόσο πολύ μεγάλη άσκηση θα φύγουν απ’ αυτόν τον κόσμο αστεφάνωτοι; Αν λοιπόν δεν τιμωρούνται οι κακοί, ούτε υπάρχει ανταπόδωση κανενός, θα πει ίσως κάποιος άλλος, ότι ούτε οι αγαθοί στεφανώνονται. Ναι, λέγει, γιατί αυτό αρμόζει στο Θεό, να υπάρχει μόνο βασιλεία και όχι γέεννα. Επομένως ο πόρνος και ο μοιχός και εκείνος που έκανε άπειρα κακά θ’ απολαύσει τα ίδια μ’ αυτόν που επέδειξε σωφροσύνη και αγιότητα, και ο Πάυλος θα σταθεί μαζί με τον Νέρωνα, ή καλύτερα και ο διάβολος μαζί με τον Παύλο; Εάν λοιπόν δεν υπάρχει γέεννα , και υπάρχει ανάσταση όλων τότε και οι κακοί θα πετύχουν τα ίδια με τους αγαθούς.
Μα όμως και οι δαίμονες ομολογούν την κόλαση γι’ αυτό φώναζαν: «ήρθε εδώ πρόωρα να μας βασανίσεις»; (Ματθ. 8,29). Πως λοιπόν δεν φοβάσαι και δεν τρέμεις, όταν ενώ και οι δαίμονες ομολογούν, συ το αρνείσαι; Μα όλα αυτά τα σκαρφίζεται ο διάβολος για να πείσει πως δεν υπάτχει γέεννα ώστε να ρίξει όσο δυνατόν περισσότερο σ’ αυτήν.
Και γιατί τότε ομολογούσαν οι δαίμονες και δεν το έκρυβαν από τους ανθρώπους; -Επειδή δεν άντεχαν την τιμωρία που απειλούνταν σ’ αυτούς.
Και δεν σε πείθουν τα λόγια; Δες τότε αυτά που έγιναν: Ποιος έριξε φωτιά απότ τον ουρανό στα Σόδομα; Ποιος καταπόντισε όλη την Αίγυπτο, ποιος εξαφάνισε τις εξακόσιες χιλιάδες στην έρημο; Θυμήσουν την τιμωρία του Κάϊν, τους σαράντα νέους που κατασπαράχθηκαν από τα θηρία. Κι αν πεις αυτά έγιναν στην Παλαιά Διαθήκη, δε τότε και τα λόγια του Χριστού εσύ ο οποίος λες ότι ο Χριστός δεν τιμωρεί: «θα πέσουν στην κόψη του μαχαιριού και θα οδηγηθούν αιχμάλωτοι σ’ όλα τα έθνη και θα συμβεί στη γη αγωνία των εθνών από την αμηχανία τους εξαιτίας του ήχου και της αναταραχής της θάλασσας ενώ οι άνθρωποι θα λιποθυμούν από τον φόβο τους» (Λουκ. 21, 24-26) «και θα γίνει τέοια θλίψη που δεν έγινε ποτέ μέχρι σήμερα και ούτε θα γίνει» (Ματθ. 24,21).
Και όλοι γνωρίζετε πόσο τιμωρήθηκαν ο Ανανίας και η Σαπφείρα γιατί έκλεψαν λίγα χρήματα.
Πως ο Θεός κρατούσε εκείνον τον παράλτο σε τριάντα οκτώ έτη παραλυσίας λέγοντάς του «πρόσεχε, έγινες υγιής, μην αμαρτάνεις πια» (Ιω. 5,14)
Αλλα κι αν αυτά δεν σε πείθουν δε στις καθημερινές συμφορές. Δεν βλέπεις και σήμερα αυτούς που λειώνουν από την πείνα; Εκείνους που κατέχονται αό ελεφαντίαση και λέπρα; Εκείνους που ζουν συνέχεια μέσα στη φτώχεια, εκείνους που πάσχουν άπειρα και αθεράπευτα κακά; Πως λοιπόν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί άλλοι να τιμωρούνται και άλλοι να μην τιμωρούνται; Αν λοιπόν δεν είναι άδικος ο Θεός, τότε και συ θα τιμωρηθείς εφόσον αμαρτάνεις. Αν όμως δεν τιμωρεί ο Θεός, τότε ούτε και αυτοί έπρεπε να τιμωρηθούν.
Και πως θα τα αποφύγουμε όλα αυτά; «Εάν συγχωρήσεις λέει τον πλησίον σου, θα σε συγχωρήσω κι εγώ» (Ματθ. 6,14). Ποια δυσκολία έχει αυτό;
Αλλού: «Λέγε εσύ τις αμαρτίες σου, για να λάβεις δικαίωση» (Ησ 43,26).
Αλλού: «Εξάλειψε τις αμαρτίες σου με ελεημοσύνες» (Δαν. 4,24) Ποιον ιδρώτα έχει αυτό;
Είπε ο τελώνης «ελέησέ με τον αμαρτωλό» (Λουκ. 18,13) και κατέβηκε δικαιωμένος. Ποιος κόπος χρειάζεται για να μιμηθείς τον τελώνη;
Δεν είδε τον Χριστό, ότι ανάμεσα σε δύο ληστές, τον έναν τον οδήγησε στον παράδεισο, ενώ τον άλλον τον έστειλε στην γέεννα; Αλλά τι λέω για ληστές, εδώ ούτε τον απόστολο δεν λυπήθηκε, επειδή έγινε προδότης, αλλά βλέποντάς τον να ορμάει πάνω στα βράχια και να πνίγεται και ξεσχίζεται στη μέση το σώμα του (γιατί πραγματικά άνοιξε η κοιλιά του και χύθηκαν όλα τα σπλάχνα του) όμως, παρόλο που τα γνώριζε όλα αυτά εξαρχής, τον άφησε να τα πάθει όλα αυτά, για να σε πείσει και από τα παρόντα και για όλα τα εκεί. Μην λοιπόν εξαπατάτε τον εαυτό σας με το να πείθεστε στον διάβολο, γιατί δικές του είναι αυτές οι ιδέες.
Αλλά πες μου άνθρωπε, είναι δείγμα φιλανθρωπίας το να μην τιμωρούνται ποτέ οι κακοί; Είναι δείγμα φιλανθρωπίας το να βραβευτεί με σταφάνια ο εγρατής μαζί με τον ακόλαστο; Ο πιστός μαζί με τον ασεβή; Ο Παύλος μαζί με τον διάβολο; Μέχρι ποιο σημείο επιτέλους θα μωρολογούμε; Γι’ αυτό παρακαλώ αφού απαλλαγείτε από την τρέλλα αυτή, κι αφού γίνετε κύριοι του εαυτού σας, να πείσετε την ψυχή σας να φοβάται και να τρέμει για ν’ απαλλγεί και από την μελλοντική γέεννα και αφού ζήσε με σύνεση την παρούσα ζωή να επιτύχει τα μελλοντικά αγαθά.
14 οἶδα καὶ πέπεισμαι ἐν Κυρίῳ ᾿Ιησοῦ ὅτι οὐδὲν κοινὸν δι᾿ αὐτοῦ· εἰ μὴ τῷ λογιζομένῳ τι κοινὸν εἶναι, ἐκείνῳ κοινόν. (Το ξέρω και έχω πεποίθηση από την ένωσή μου με τον Κύριο Ιησού, ότι κανέναν πράγμα δεν είναι από μόνο του ακάθαρτο, αλλά μόνο σ’ εκείνον που θεωρεί ένα πράγμα ακάθαρτο, σ’ εκείνον μόνο αυτό είναι ακάθαρτο)
Αφού πρώτα επιτίμησε εκείνον που κρίνει τον αδελφό του τότε πλέον μιλάει και για το δόγμα, και με ησυχία διδάσκει τον πιο αδύνατο στην πίστη, δείχνοντας και εδώ πολλή πραότητα. Γιατί δε λέγει ότι θα τιμωρηθεί,ούτε τίποτα απ’ αυτά, αλλά το φόβο μόνο διαλύει του πράγματος, ώστε να πεισθεί αυτός πιο εύκολα στα λεγόμενά του και λέγει «το ξέρω και έχω πεπεοίθηση».
Έπειτα για να μη πει κάποιος από τους άπιστους , και τι μας ενδιαφέρει εμάς αν εσύ έχεις πεποίθηση, προσθέτει «από την ένωσή μου με τον Κύριο», δηλαδή από τα έμαθα και από κει πληροφορήθηκα. Επομένως η απόφαση δεν ανήκει σε ανθρώπινη σκέψη.
Και αφού εκφράζει αυτήν την πεποίθηση (ότι κανέναν πράγμα δεν είναι από μόνο του ακάθαρτο, αλλά μόνο σ’ εκείνον που θεωρεί ένα πράγμα ακάθαρτο, σ’ εκείνον μόνο αυτό είναι ακάθαρτο), μας λέει και γιατί δεν διορθώνει εκείνον που κάνει το λάθος: Φοβάμαι, λέει μήπως τον λυπήσω:
15 εἰ δὲ διὰ βρῶμα ὁ ἀδελφός σου λυπεῖται, οὐκέτι κατὰ ἀγάπην περιπατεῖς. (Εάν όμως ο αδελφός σου λυπάται για κάποιο φαγητό, δεν συμπεριφέρεσαι πια με αγάπη).
Είδες πως πρώτα απέσπασε την εύνοιά του, δείχνοντας πως τόσο μιλάει γι’ αυτόν, ώστε να μην τον λυπήσει, ούτε να τον διατάξει πρώτα τολμά παρά μόνο για τα πολύ αναγκαία κι έτσι τον προσελκύει περισσότερο με τη συγχώρηση και την αγάπη. Γιατί δεντον έλκει και δεν τον εξαναγκάζει με τη διάλυση του φόβου του, αλλά τον αφήνει κύριο του εαυτού του. ούτε βέβαια είναι ίσο να τον απομακρύνει από το φαγητό και να τον περιβάλλει με λύπη. Βλέπεις πόσο ενδιαφέρεται για την αγάπη; Γιατί ξέρει πως αυτή μπορεί να τα κατορθώσει όλα. Γι’ αυτό και προσθέτει λέγοντας
μὴ τῷ βρώματί σου ἐκεῖνον ἀπόλλυε, ὑπὲρ οὗ Χριστὸς ἀπέθανε. (Μην καταστρέφεις με την τροφή σου εκείνον, προς χάρη του οποίου πέθανε ο Χριστός)
Κι ενώ ο Χριστός δεν απέφυγε ούτε δούλος να γίνει ούτε να πεθάνει για χάρη του, εσύ όμως ούτε τα φαγητά περιφρονείς για να τον σώσεις; Αν και αβέβαια δεν επρόκειτο να τους κερδίσει ο Χριστός οπωσδήποτε όλους, αλλά όμως πέθανε για όλους. Ενώ εσύ γνωρίζεις ότι εξαιτίας της τροφής τον ανατρέπεις από τα μεγαλύτερα και ακόμη φιλονεικείς; Και εκείνον που είναι τόσο σπουδαίος για τον Χριστό, τον θεωρείς τόσο ευκαταφρόνητο και αυτόν που αγάπησε εκείνος, εσύ τον περιφρονείς;
16 μὴ βλασφημείσθω οὖν ὑμῶν τὸ ἀγαθόν. 17 οὐ γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ·
Όχι λοιπόν μόνο τον αδελφό σου δεν ωφελείς, αλλά κάνεις να κακολογείται και η ίδια η πίστη καθώς και η χάρη του Θεού και η δωρεά του. Γιατί όταν μάχεσαι όταν φιλονεικείς, όταν προκαλείς λύπη, όταν διαιρείς την Εκκλησία και όταν βρίζεις τον αδελφό σου και τον απεχθάνεσαι, βλασφημούν οι εκτός της Εκκλησίας.Ώστε εκείνος που καταστρέφει την ομόνοια, την ειρήν καιτη χαρά, ανέτρεψε τα πάντα και αδίκησε τον αδελφό του.
18 ὁ γὰρ ἐν τούτοις δουλεύων τῷ Χριστῷ εὐάρεστος τῷ Θεῷ καὶ δόκιμος τοῖς ἀνθρώποις.
Γιατί όλοι δε θα σε θαυμάσουν τόσο για την τελειότητα, όσο για την ειρήνη και την ομόνοια. Αυτό βέβαια το καλό θα το απολαύσουν όλοι, ενώ εκείνο ούτε ένας.
19 ἄρα οὖν τὰ τῆς εἰρήνης διώκωμεν καὶ τὰ τῆς οἰκοδομῆς τῆς εἰς ἀλλήλους.
Χωρίς λοιπόν ειρήνη δεν είναι εύκολο να οικοδομούμε. Και δεν καταστρέφεις με την αλαζονεία σου ανθρώπινη οικοδομή, αλλά αυτή του Θεού, και όχι εξαιτίας κάποιου μεγάλου πράγματος, αλλά ενός ασήμαντου «εξαιτίας κάποιου φαγητού».
20 μὴ ἕνεκεν βρώματος κατάλυε τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ. πάντα μὲν καθαρά, ἀλλὰ κακὸν τῷ ἀνθρώπῳ τῷ διὰ προσκόμματος ἐσθίοντι.
Για εκείνον δηλαδή που τρώει με κακή συνείδηση. Ώστε κι αν ακόμη τον εξαναγκάσεις να φάει, το όφελος είναι μηδέν. Γιατί δεν κάνει κάποιον ακάθαρτο το να φάει, αλλά η διάθεση με την οποία τρώει. Αν λοιπόν δεν διορθώσεις αυτήν, όλα τα έκανες στα χαμένα και έβλαψες πολύ περισσότερο.
21 καλὸν τὸ μὴ φαγεῖν κρέα μηδὲ πιεῖν οἶνον μηδὲ ἐν ᾧ ὁ ἀδελφός σου προσκόπτει ἢ σκανδαλίζεται ἢ ἀσθενεῖ.
Πάλι απαιτεί το περισσότερο ώστε όχι μόνο να μην τον εξαναγκάζεις, αλλά και να δείχνεις συγκατάβαση προς αυτόν. τίποτα λοιπόν δεν είναι ίσο με την σωτηρία του αδελφού. Και αυτό το φανερώνει ο Χριστός, αφού ήρθε από τους ιυρανούς και έπαθε για μας όλα όσα έπαθε.
Έτσι αν δείκεις συγκατάβαση, πρώτα θα σ’ αγαπήσει και δε θα σε υποψιάζεται όταν διδάσκεις, και θα λάβεις την εξουσία στο εξής να σπέρνεις ανεπαίσθητα να σπέρνεις μέσα του τα ορθά δόγματα. Αν όμως σε μισήσει μια φορά, έκλεισες και την είσοδο στον λόγο. Μη λοιπόν τον εξαναγκάζεις, αλλά και συ ο ίδιος ν’ απέχεις εξαιτίας του, απέχοντας όχι επειδή είναι ακάθαρτο, αλλά επειδή σκανδαλίζεται αυτός.
22 σὺ πίστιν ἔχεις; κατὰ σεαυτὸν ἔχε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Έχεις πίστη; Κράτησέ την για τον εαυτό σου. Εδώ μου φαίνεται ότι με τρόπο ήρεμο κάνει υπαινιγμό για τη ματαιοδοξία του τελιότερου στην πίστη. Αυτό που λέει να τη σημαίνει: Θέλεις να μου δείξεις ότι είσαι τέλειος και ολοκληρωμένος; Μη το δείχνεις σε μένα, αλλά ας αρκείσαι στη συνείδησή σου. Πίστη όμως εδώ δεν εννοεί πίστη για τα δόγματα, αλλά πίστη για την οποία γίνεται εδώ λόγος. Γιατί για την πίστη των δογμάτων έλεγε: «Με το στόμα όμως ομολογεί ότι οδηγεί στη σωτηρία» (Ρωμ. 10,10) και «όποιος θα με αρνηθεί μπροστά στους ανθ΄ρωπους θα τον αρνηθώ κι εγώ» (Λουκ. 9,26), γιατί εκείνη όταν δεν ομολογείται καταστρέφει.
μακάριος ὁ μὴ κρίνων ἑαυτὸν ἐν ᾧ δοκιμάζει. (μακάριος εκείνος που δεν καταδικάζει τον εαυτό του για εκείνα που επιδοκιμάζει)
Πάλι τον πιο αδύνατο πλήττει και του δίδει ικναοποιητικό στεφάνι, το στεφάνι της συνειδήσεώς του. γιατί κι αν ακόμη δε σε δει άνθρωπος, σου είναι αρκετός ο εαυτός σου για να γίνεις μακάριος. Επειδή λοιπόν είπε «κράτησέ την για τον ευατό σου», για να μη θεωρείς μικρό το δικαστήριο αυτό, αυτό λέγει για σένα είναι καλύτερο από την οικουμένη. Και αν ακόμη σε κατηγορούν όλοι, αλλά όχι ο εαυτός σου και η συνέιδησή σου δε σε βασανίζει, είσαι μακάριος.
23 ὁ δὲ διακρινόμενος ἐὰν φάγῃ, κατακέκριται, ὅτι οὐκ ἐκ πίστεως·
Γιατί ποιο το όφελος, αν φάγει έχοντας αμφιβολίες και καταδικάζει τον ευατό του; Γιατί εγώ εκείνον δέχομαι, ο οποίος τρώει και δεν έχει αμφιβολίες. Βλέπεις πως τον προτρέπει όχι μόνο να φάει, αλλά και να φάει με καθαρή συνείδηση;
πᾶν δὲ ὃ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁμαρτία ἐστίν.
Όταν λοιπόν λέει, δεν έχει πεποίθηση, ούτε πιστεύσει ότι είναι καθαρό, πως δεν έκανε αμαρτία; Όλα αυτά τα είπε ο Παύλος για την υπόθεση που γίνεται λόγος και όχι για όλους.
Από παντού λοιπόν ας εξετάζουμε τα δικά μας και σε κανέναν ας μην δίνουμε την παραμικρή αφορμή. Καθόσον η παρούσα ζωή είναι στάδιο και πρέπει να έχουμε από παντού άπειρα μάτια και να μη νομίσουμε πως είναι αρκετή δικαιολογία η άγνοια. Γιατί είναι δυνατό να τιμωρηθούμε και για την άγνοια, όταν η άγνοια είναι ασυγχώρητη. Καθόσον και οι Ιουδαίοι έδειξαν άγνοια, αλλά η άγνοιά της αυτή δεν έτυχε καμιάς συγγνώμης. Και οι έλληνες αγνόησαν αλλά δεν έχουν δικαιολογία.
Γιατί τι σκανδαλίζει περισσότερο απ’ ότι αν δει κάποιος εσένα να φιλοσοφείς για τη βασιλεία των ουρανών, τρέμεις για τα επίγεια. Και τότε θα σου πει αυτός που σκανδαλίζεται, αν περιμένεις το φοβερός εκείνο δικαστήριο, γιατί δεν καταφρονείς τα εδώ δεινά; Αν ελπίζεις στην αθανασία, γιατί δεν περιγελάς τον θάνατο; Όταν λοιπόν λέει αυτά φρόντισε τι θ’ απολογηθείς. Όταν δει ότι τρέμεις τη ζημία των χρημάτων εσύ που προσμένεις τους ουρανούς, και ότι χαίρεσαι πάρα πολύ για έναν οβολό και ότι παραδίνεις πάλι την ψυχή σου για λίγα χρήματα, τότε σκέψου· γιατί αυτά είναι που σκανδαλίζουν τον άπιστο ή τον ειδωλολάτρη. Επομένως αν φροντίζεις για τη σωτηρία του, να απολογείσαι γι’ αυτά όχι με λόγια, αλλά με πράξεις.
24 Τῷ δὲ δυναμένῳ ὑμᾶς στηρίξαι κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου καὶ τὸ κήρυγμα ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, κατὰ ἀποκάλυψιν μυστηρίου χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένου, 25 φανερωθέντος δὲ νῦν, διά τε γραφῶν προφητικῶν κατ᾿ ἐπιταγὴν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ εἰς ὑπακοὴν πίστεως εἰς πάντα τὰ ἔθνη γνωρισθέντος, 26 μόνῳ σοφῷ Θεῷ διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Πάντοτε συνηθίζει ο Πάλυος να τελειώνει την παράινεση σ’ ευχές και δοξολογίες γιατί ξέρει πως το πράγμα έχει μεγάλο αποτέλεσμα. Καθόσον γνώρισμα του διδασκάλου που αγαπάει τα απιδιά και το Θεό είναι το να μη διδάσκει μόνο με λόγο αλλά και με ευχές να εισάγει στους μαθητές τη συμμαχία από το Θεό.
Και πως θα στηρίξει ο Θεός λέει τον τρόπο «σύμφωνα με το ευαγγέλιό μου». Αυτό βέβαια σήμαινε, ότι δεν είχαν γίνει ακόμη στέρεοι στην πίστη αλλά ότι στις δυσκολίες κλονίζονταν.
«Σύμφωνα με τη φανέρωση του μυστηρίου», πράγμα που είναι απόδειξη πολύς μεγάλης αγάπης, το να μας κάνει δηλαδή μετόχους στα μυστήρια και κανέναν πριν από μας.
«Το οποίο φυλασσόνταν μυστικό για πολλούς αιώνες, αλλά τώρα φανερώθηκε». Πως φανερώθηκε; «Με τις προφητικές γραφές». Τι λοιπόν φοβάσαι; Μήπως απομακρυνθείς από τον νόμο; Αυτό όμως θέλει ο νόμος, αυτό διακήρυττε από την αρχή. Αν όμως εξετάζεις το γιατί φανερώθηκε τώρα, κάνεις πράγμα επικίνδυνο, με το να επεξεργάζεσαι τα μυστήρια του Θεού και να ζητάς απ’ αυτόν ευθύνες.
Γι’ αυτό και ο Παύλος εμποδίζοντας την επιθυμία αυτή πρόσθεσε: «σύμφωνα με την εντολή του αιώνιου Θεού ώστε να υπακούσουν στην πίστη». Γιατί η πίστη χρειάζεται υπακοή και όχι πολυπραγμοσύνη.
«Το οποίο έγινε γνωστό σε όλα τα έθνη». Όχι δηλαδή εσύ μόνος, αλλά η οικουμένη ολόκληρη πιστεύει έτσι, επειδή έλαβε διδάσκαλο όχι άνιρωπο, αλλά τον ίδιο τον Θεό. Γι’ αυτό πρόσθεσε «διά μέσου του Ιησού Χριστού».
Τον οποίο Χριστό πρέπει να δοξάσεις και να δοξάζεις πάντοτε. Εσύ όμως περιστρέφεσαι γύρω από τα μικρά και κάθεσαι ακόμη στη σκιά, πράγμα που δεν είναι γνώρισμα εκείνου που δοξάζει πραγματικά.
1 Οφείλομεν δὲ ἡμεῖς οἱ δυνατοὶ τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν, καὶ μὴ ἑαυτοῖς ἀρέσκειν.
Οφείλουμε λέει, δεν κάνουμε χάρη. Τι οφείλουμε; «Να βατάζουμε τις ψυχές των αδυνάτων». Γιατί εσύ ενώ είσαι δυνατός, δεν βλάπτεσαι καθόλου με το να δείξεις συγκατάβαση στους αδυνάτους. Αντθέτως ο κίνδυνος βρίσκεται στον αδύνατο, στον οποίο μπορεί να του έρθουν χειρότερα κακά αν δεν βαστάζεται. Και δεν είπε να βαστάζουμε τους αδυνάτους, αλλά «τις αδυναμίες των αδυνάτων».
Έγινες δυνατός; Απόδψσε την αμοιβή στον Θεό που σ’ έκανε τέτοιο. Και θα την αποδώσεις, αν διορθώσεις την ασθένεια του αρρώστου. Καθόσον κι εμείς ήμασταν ασθενείς, αλλά γίναμε δυνατοί από τη χάρη.
Και πως μπορεί να γίνει αυτό, άκου τα επόμενα:
2 ἕκαστος ἡμῶν τῷ πλησίον ἀρεσκέτω εἰς τὸ ἀγαθὸν πρὸς οἰκοδομήν·
Αυτό που λέει σημαίνει το εξής: Είσαι δυνατός; Ας γνωρίσει τη δύναμή σου ο ασθενής. Εκείνος ας μαθαίνει τη δύναμή σου, σ’ εκείνον ν’ αρέσεις. Και δεν είπε απλώς να αρέσεις, αλλά να αρέσεις για το καλό του. και όχι απλώς για το καλός του, αλλά «για την οικοδομή του». επομένως είτε είσαι πλούσιος, είτε έχεις εξουσία, να μη κάνεις εκείνα που αρέσουν στον εαυτό σου, αλλά στον φτωχό και σ’ εκείνον που έχει ανάγκη.
Και δεν το ζητά αυτό ο Απόστολος από τάδε ή τον τάδε, αλλά από τον καθένα, δηλαδή απ’ όλους.
Στη συνέχεια επειδή πρόσταξε κάτι μεγάλο και πρόσταξε ν’ αφήσουν τη δική τους τελειότητα για να διορθώσουν την αδυναμία του άλλου, πάλι τον Χριστό βάζει στη μέση λέγοντας:
3 καὶ γὰρ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτῷ ἤρεσεν, Τι σημαίνει όμως «δεν ζήτησε εκείνα που ήταν αρεστά στον εαυτό του»; Ήταν δυνατόν σ’ αυτόν να μην ατιμασθεί, ήταν δυνατόν να μην πάθει όσα έπαθε, αλλά όμως δε θέλησε. Και έλαβε από πολλούς κακή δόξα επειδή θεωρήθηκε πως είναι ανίσχυρος. Γιατί του είπαν: «εάν είσαι Υιός του Θεού, κατέβα από το σταυρό» και «άλλους έσωσε, αλλά τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει» (Ματθ. 28,40)
ἀλλὰ καθὼς γέγραπται, οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσον ἐπ᾿ ἐμέ.
Αυτό που λέγει σημαίνει το εξής: Δε συνέβηκε τίποτα καινούριο, τίποτα παράξενο. Γιατί εκείνοι που μελέτησαν να τον ατιμάζουν στην Παλαιά Διαθήκη, αυτοί οργίστηκαν πάρα πολύ και εναντίον του Υιού. Και αυτά γράφηκαν για να τον μιμούμαστε.
4 ὅσα γὰρ προεγράφη, εἰς τὴν ἡμετέραν διδασκαλίαν προεγράφη, ἵνα διὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως τῶν γραφῶν τὴν ἐλπίδα ἔχωμεν.
Δηλαδή για να μην τη χάσουμε, γιατί ποικίλοι είναι οι αγώνες από μέσα και απ’ έξω για να δείξουμε υπομονή παίρνονατας ενίσχυση και παρηγοριά από τις Γραφές, για να μένουμε στην ελπίδα, ζώντας με υπομονή. Αυτά δηλαδή κατασκευάζουν το ένα το άλλο, η υπομονή την ελπίδα, η ελπίδα την υπομονή και αυτά τα δύο προέρχονται από τις Γραφές.
5 ὁ δὲ Θεὸς τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς παρακλήσεως δῴη ὑμῖν τὸ αὐτὸ φρονεῖν ἐν ἀλλήλοις κατὰ Χριστὸν ᾿Ιησοῦν,
Αφού δηλαδή είπε τα δικά του, πρόσθεσε και το υπόδειγμα του Χριστού και τη μαρτυρία από τις Γραφές, για να δείξει ότι μαζί τις Γραφές και αυτός πάλι δίνει την υπομονή. Γιατί αυτό είναι απόδειξη αγάπης, εκείνο που φρονεί κανείς για τον εαυτό του, αυτό να φρονεί και για τον άλλο. Έπειτα πάλι για να δείξει ότι δεν ζητάει απλώς αγάπη, πρόσθεσε «κατά το υπόδειγμα του Χριστού».
6 ἵνα ὁμοθυμαδὸν ἐν ἑνὶ στόματι δοξάζητε τὸν Θεὸν καὶ πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
Και δεν είπε απλώς με ένα στόμα, αλλά και «με μία ψυχή». Είδες πως ένωνε ολόκληρο το σώμα και πως έκλεισε το λόγο πάλι σε δοξολογία.;
7 διὸ προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς προσελάβετο ὑμᾶς εἰς δόξαν Θεοῦ.
Πάλι το παράδειγμα από τον Χριστό, και το κέρδος ανέκφραστο, γιατί η ομοφωνία αυτή δοξάζει πάρα πολύ το Θεό. Επομένως κι αν ακόμη διαφωνείς με τον αδελφό σου, επειδή λυπάσαι γι’ αυτόν, αφού κατανοήσεις ότι δοξάζεις τον Κύριό σου, όταν σταματήσεις την οργή, αν όχι για τον αδελφό σου, τουλάχιστον γι’ αυτόακριβώς να συμφιλιωθείς ή καλύτερα πρώτα γι’ αυτό. Ας υπακούμε λοιπόν και ας είμαστε ενωμένοι μεταξύ μας. Γιατί η προτροπή εδώ δεν απευθύνεται προς τους αδυνάτους, αλλά προς όλους. Κι αν ακόμη θέλει κανείς να χωριστεί από σένα, εσύ να μη χωρισθείς. Ούτε να πεις εκείνον τον ψυχρό λόγο «αν μ’αγαπάει, τον αγαπώ», γιατί τα λόγια αυτά είναι σατανικά και αρμόζουν μόνο σε μικρόψυχους.Αντιθέτως εσύ αν εκείνος δεν θέλει να σ’ αγαπάει, τότε να δείχνεις μεγαλύτερη την αγάπη σου, για να τον προσελκύσεις. Καθόσον είναι μέλος και όταν το μέλος από κάποια ανάγκη χωρίζεται από το υπόλοιπο σώμα, κάνουμε τα πάντα για να το ενώσουμε πάλι και δείχνουμε τότε μεγαλύτερη φροντίδα.
8 Λέγω δὲ Χριστὸν ᾿Ιησοῦν διάκονον γεγενῆσθαι περιτομῆς ὑπὲρ ἀληθείας Θεοῦ, εἰς τὸ βεβαιῶσαι τὰς ἐπαγγελίας τῶν πατέρων,
Κι έτσι μ’ αυτά που λέει αποδεικνύει ότι οι εθνικοί οφείλουν περισσότερα στο Θεό. Εάν όμως οφείλουν περισσότερα, θα ήταν δίκαιο να βαστάζουν τους ασθενείς που προέρχονται από τους Ιουδαίους. Επειδή δηλαδή τους κατηγόρησε εκείνους πάρα πολύ, για να μη τους κάνει αυτό να υπερηφανευθούν, συγκρατεί πάλι την αλαζονεία τους, δείχνοντας ότι τα αγαθά δίνονται σ’ εκείνους από τις υποσχέσεις που δόθηκαν στους πατέρες τους, ενώ σ’ αυτούς που προέρχονται από τα έθνη δίνονται από ευσπλαχνία και φιλανθρωπία μόνο.
9 τὰ δὲ ἔθνη ὑπὲρ ἐλέους δοξάσαι τὸν Θεόν, καθὼς γέγραπται·
Για να γίνει αυτό αντιληπτό αξίζει πάλι ν’ακούσεις τα λεγόμενα και να μάθεις το τι σημαίνει «Ο Χριστός έγινε υπηρέτης της περιτομής, για να φανεί η αλήθεια του Θεού και να πραγματοποιηθούν οι υποσχέσεις που δόθηκαν στους πατέρες». Τι λοιπόν σημαίνει αυτό που λέχθηκε; Στον Αβραάμ είχε δοθεί υπόσχεση, που έλεγε: «σε σένα και σοτυς απογόνους σου θα δώσω τη χώρα και μ’ έναν από τους απογόνους σου θα ευλογηθούν όλα τα έθνη» (Γεν. 12,7 κ 22,18). Αλλά οι απόγονοι του Αβραάμ όλοι έγιναν ύστερα υπεύθυνοι για τιμωρία. Γιατί ο νόμος όταν τον παρέβαιναν προκαλούσε εναντίον τους οργή και τους στερούσε στο εξής εκείνη την υπόσχεση που δόθηκε στους πατέρες τους. Όταν λοιπόν ήρθε ο Υιός συνέπραξε με τον Πατέρα για ν’ αποδειχθούν αληθινές και να πραγματοποιηθούν οι υποσχέσεις εκείνες απαλλάσοντας απότ ην κατάρα του νόμου. Λέγοντας λοιπόν «διάκονος περιτομής», αυτό εννοεί, ότι δηλαδή αφού ήρθε και εκπλήρωσε όλο το νόμο και περιτμήθηκε και έγινε απόγονος του Αβραάμ, έλυσε την κατάρα, σταμάτησε την οργή του Θεού, έκανε στο εξής ικανούς εκείνους που επρόκειτο να δεχθούν την υπόσχεση, αφού απαλλάχθηκαν μια για πάντα από την εχθρότητά τους προς το Θεό.
Επειδή λοιπόν εσύ παρέβηκες το νόμο, γι’ αυτό τον εκπλήρωσε Εκείνος όχι για να τον εκπληρώσεις εσύ, αλλά για να πργαμτοποιήσει σε σένα τις υποσχέσεις που δόθηκαν στους πατέρες σου, τις οποίες ο νόμος έκανε να φανούν ψεύτικες.
«Τα έθνη όμως να δοξάσουν το Θεό για την ευσπλαχνία του προς αυτά»: Αυτό που λέει λοιπόν σημαίνει το εξής: Οι προερχόμενοι από τους Ιουδαίους είχαν τουλάχιστον υποσχέσεις, έστω και αν ήταν ανάξιοι, εσύόμως ούτε αυτό δεν είχες, αλλά από φιλανθρωπία σώθηκες μόνο. Αν και βέβαια ούτε σ’ εκείνους θα γινόταν κάτι περισσότερο αν δεν ερχόταν ο Χριστός.
διὰ τοῦτο ἐξομολογήσομαί σοι ἐν ἔθνεσι, Κύριε, καὶ τῷ ὀνόματί σου ψαλῶ. 10 καὶ πάλιν λέγει· εὐφράνθητε ἔθνη μετὰ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. 11 καὶ πάλιν αἰνεῖτε τὸν Κύριον πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἐπαινέσατε αὐτὸν πάντες οἱ λαοί. 12 καὶ πάλιν ῾Ησαΐας λέγει· ἔσται ἡ ρίζα τοῦ ᾿Ιεσσαί, καὶ ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν ἐθνῶν· ἐπ᾿ αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσιν. 13 ῾Ο δὲ Θεὸς τῆς ἐλπίδος πληρώσαι ὑμᾶς πάσης χαρᾶς καὶ εἰρήνης ἐν τῷ πιστεύειν, εἰς τὸ περισσεύειν ὑμᾶς ἐν τῇ ἐλπίδι ἐν δυνάμει Πνεύματος ῾Αγίου.
Αίτιο όλων των αγαθών είναι το Άγιο Πνεύμα, αλλά πρέπει κι εμείς ν α εισφέρουμε τα δικά μας ώστε να μη ωρούμε μόνο παρηγοριά από τα δεινά, αλλά να χαιρόμαστε αφθονοπαρόχως προσελκύοντας έτσι και το Άγιο Πνεύμα.
Μας χρειάζεται λοιπόν η κιθάρα του Δαυίδ, για να ψάλλουμε προς την ψυχή τις θείες επωδές και εκείνες που προέρχονται από εδώ και εκείνες που προέρχονται από αγαθές πράξεις, μας χρειάζονται οι προφήτες όπως ο Ησαῒας για να κατανοήσουμε για πόσο μεγάλα πράγματα έχουμε δημιουργηθεί και να κατανοήσουμε τα της δημιουργίας.
14 Πέπεισμαι δέ, ἀδελφοί μου, καὶ αὐτὸς ἐγὼ περὶ ὑμῶν, ὅτι καὶ αὐτοὶ μεστοί ἐστε ἀγαθωσύνης, πεπληρωμένοι πάσης γνώσεως, δυνάμενοι καὶ ἀλλήλους νουθετεῖν.
Και δεν είπε άκουσα, αλλά «είμαι πεπεισμένος» ότι σεις είστε γεμάτοι καλοσύνη ώστε να μπορείτε νουθετείτε άλλους. Σαν να έλεγε ότι αυτά που είπα δεν τα συμβούλευσε σε σκληρούς ανθρώπους, ούτε σε μισανθρώπους.
Είστε λέει γεμάτοι από κάθε γνώση. Τι λοιπόν αν ήταν μεν φιλόστοργοι, αλλά δεν ήξερας πως πρέπει να μεταχειρίζονται εκείνους που αγαπούσαν; Γι’ αυτό πρόσθεσε από κάθε γνώση, ώστε να μπορείτε να νουθετείτε άλλους.
15 τολμηρότερον δὲ ἔγραψα ὑμῖν, ἀδελφοί, ἀπὸ μέρους, ὡς ἐπαναμιμνήσκων ὑμᾶς,
Δείτε την ,ετριοφροσύνη του Παύλου, γιατί εδώ λέει σας έγραψα με περισσότερη τόλμη όχι για να σας διδάξω, ούτε να σας θυμίσω, αλλά για να «σας υπενθυμίσω», κατεβαίνοντας με αυτόν τον τρόπο από τον διδασκαλικό θρόνο μιλώντας τους όχι σαν δάσκαλος, αλλά σαν αδελφός, σαν ίσος προς ίσο. Πράγμα που κατεξοχήν είναι γνώρισμα του δασκάλου, το να ποικίλλει δηλαδή το λόγο προς ωφέλεια των ακροατών του.
διὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσάν μοι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ
Σαν να έλεγε, δεν άρπαξα από μόνος μου την τιμή, αλλά ο Θεός με διέταξε, όχι γιατί με ξεχώρισε σαν άξιο, αλλά για να σας υπεθυνίσω α της ωφελείας. Μη λοιπόν οργίζεστε εναντίον μου, γιατί ο Θεός και όχι εγώ διατάζει.
16 εἰς τὸ εἶναί με λειτουργὸν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἰς τὰ ἔθνη, ἱερουργοῦντα τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ,
Γιατί αυτή είναι η ιεροσύνη μου, το να κηρύττω και να αναγγέλλω το κήρυγμα, αυτή τη θυσία προσφέρω.
ἵνα γένηται ἡ προσφορὰ τῶν ἐθνῶν εὐπρόσδεκτος, ἡγιασμένη ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ. 17 ἔχω οὖν καύχησιν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τὰ πρὸς τὸν Θεόν·
Δηλαδή για να γίνουν δεκτές οι ψυχές των διδασκομένων. Γιατί ο Θεός με οδήγησε σ’ αυτότιμώνταςόχι εμένα τόσο, όσο φροντίζοντας για σας. Και πως άλλωστε θα μπορούσαν τα έθνη να γίνουν ευπρόσδεκτα; Με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, γιατί δε χρειάζεται μόνο πίστη αλλά και συμπεριφορά πνευματική, για να έχουμε το Πνεύμα που μας δόθηκε μια φορά. Γιατί τα δικά μας δεν είναι ξύλα και φωτιά, ούτε βωμός και μαχαίρι, αλλά είναι όλα πνευματικά.
Και επειδή τα γνωρίζετε όλα αυτά, δεν σας τα διδάσκω, αλλά πάλι σας τα υπενθυμίζω. Όπως δηλαδή ο ιερέας παραβρίσκεται στο θυσιαστήριο για να ανάβει τη φωτιά, έτσι κι εγώ σας τα λέω αυτά για να διεγείρω την προθυμία σας. Και πρόσεχε δεν είπε για να γίνει ευπρόσδεκτη η προσφορά σας, αλλά των εθνών. Και όταν λέει των εθνών, εννοεί της οικουμένης.
18 οὐ γὰρ τολμήσω λαλεῖν τι ὧν οὐ κατειργάσατο Χριστὸς δι᾿ ἐμοῦ εἰς ὑπακοὴν ἐθνῶν λόγῳ καὶ ἔργῳ,
19 ἐν δυνάμει σημείων καὶ τεράτων, ἐν δυνάμει Πνεύματος Θεοῦ, (Γιατί δε θα τολμήσω να πω, ότι υπάρχει κάτι, που να μην το έκανε ο Χριστός χρησιμοποιώντας εμένα σαν όργανό του για να μη φέρει σε υπακοή τα έθνη, με το λόγο και τα έργα, με τη δύναμη του Πνεύματος του Θεού)
Βλέπεις πως βιάζεται να δείξει ότι όλα ανήκουν στο Θεό και τίποτα στον ευατό του; Και όταν λέει «με το λόγο και τα έργα, με τη δύναμη σημείων και θαυμάτων», αυτό εννοεί, δηλαδή τη διδασκαλία, τη φιλοσοφία για τη βασιλεία των ουρανών, την επίδειξη των έργων και της συμπεριφοράς, τους νεκρούς που ανασταίνονται, τους δαίμονες που διώκονται, τους τυφλούς που θεραπεύονται, τους χωλούν που πηδούν, τα άλλα θαύματα, που όλα τα έκανε το Άγιο Πνεύμα σε μας.
Έπειτα ακολουθεί η απόδειξη αυτών γι’ αυτό και πρόσθεσε:
ὥστε με ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ καὶ κύκλῳ μέχρι τοῦ ᾿Ιλλυρικοῦ πεπληρωκέναι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ,
Μέτρα λοιπόν και πόλεις και χώρες και έθνη και λαούς, όχι μόνο εκείνους που βρίσκονταν κάτω από την κυριαρχία των βαρβάρων.
20 οὕτω δὲ φιλοτιμούμενον εὐαγγελίζεσθαι οὐχ ὅπου ὠνομάσθη Χριστός, (Και έτσι αγωνίζομαι φιλότιμα να κηρύττω το ευαγγέλιο εκεί, όπου δεν κηρύχτηκε ο Χριστός)
Να πάλι άλλη υπερβολή, ότι όχι μόνο κήρυξε σε τόσο πολλούς το ευαγγέλιο και τους έπεισε, αλλά ότι ούτε πήγε σ’ εκείνους που το είχαν διδαχθεί. Τόσο πολύ απείχε από το να πηγαίνει σε ξένους μαθητές και να το κάνει αυτό εξαιτίας της δόξας, γιατί έτρεχε να διδάσκει αυτούς που δεν το είχαν ακούσει. Γιατί δεν είπε όπου δεν πίστεψαν, αλλά «όπου δεν κηρύχθηκε ο Χριστός», πράγμα που είναι σπουδαιότερο.
Και για ποιο λόγο αγωνιζόταν έτσι;
ἵνα μὴ ἐπ᾿ ἀλλότριον θεμέλιον οἰκοδομῶ, (Για να μην οικοδομώ επάνω σε ξένο θεμέλιο)
Και τα λέει αυτά με σκοπό να δείξει ότι ο ίδιος είναι ξένος προς τη ματαιοδοξία, και να τους διδάσκει, ότι δεν τους έγραψε από επιθυμία δόξας και τιμής εκ μέρους αυτών, αλλά γιατί εκπλήρωνε υπηρεσία, έφερνε σε πέρας ιερουργία, επιθυμούσε πολύ τη σωτηρία τους. Και λέει ξένο το θεμέλιο των αποστόλων, όχι σε σχέση προςτην ποιότητα του προσώπου, ούτε σε σχέση προς τη φύση του κηρύγματος, αλλά σε σχέση προς την αιτιολογία του μισθού. Γιατί ο μισθός για εκείνα που είχαν κατορθωθεί απ’ άλλους ήταν ξένος γι’ αυτόν.
Έπειτα δείχνει και προφητεία να εκπληρώνεται λέγοντας:
21 ἀλλὰ καθὼς γέγραπται, οἷς οὐκ ἀνηγγέλη περὶ αὐτοῦ ὄψονται, καὶ οἳ οὐκ ἀκηκόασι συνήσουσι. (καθώς είναι γραμμένο θα δουν εκείνοι στους οποίους δεν τον είχαν αναγγείλει και εκείνοι που δεν είχαν ακούσει γι’ αυτόν, θα εννοήσουν)
Βλέπεις ότι τρέχει εκεί όπου είναι περισσότερος ο κόπος, όπου είναι μεγαλύτερος ο ιδρώτας;
22 Διὸ καὶ ἐνεκοπτόμην τὰ πολλὰ τοῦ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς·
Πρόσεχε πως πάλι με όμοια με το προοίμιο υφαίνει το τέλος. Καθόσον και όταν άρχιζε την επιστολή έλεγε, «πολλές φορές είχα την πρόθεση να έρθω σε σας αλλά μέχρι σήμερα εμποδίστηκα» (Ρωμ. 1,13).
Εδώ όμως αναφέρει και την αιτία για την οποία εμποδίστηκε, και όχι μία φορά, αλλά δύο και πολλές άλλες.
23 νυνὶ δὲ μηκέτι τόπον ἔχων ἐν τοῖς κλίμασι τούτοις, ἐπιποθίαν δὲ ἔχων τοῦ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς ἀπὸ πολλῶν ἐτῶν, 24 ὡς ἐὰν πορεύωμαι εἰς τὴν Σπανίαν, ἐλεύσομαι πρὸς ὑμᾶς· ἐλπίζω γὰρ διαπορευόμενος θεάσασθαι ὑμᾶς καὶ ὑφ᾿ ὑμῶν προπεμφθῆναι ἐκεῖ, ἐὰν ὑμῶν πρῶτον ἀπὸ μέρους ἐμπλησθῶ. (Τώρα όμως, επειδή δεν έχω πια στα μέρη αυτά τόπο, από πολλά χρόνια επιθυμώ υπερβολικά να έρθω σ’ εσάς όταν θα πηγαίνω στην Ισπανία, ελπίζω περνώντας να σας δω και να με προπέμψετε προς τα εκεί, αφού πρώτα σας απολαύσω για λίγο καιρό)
Βλέπεις πως έδειξε ότι έγραφε και ερχόταν, και όχι επειδή επιθυμούσε δόξα; Και δεν θέλει να τους επισκεφθεί επειδή δεν έχει κάτι άλλο να κάνει, αλλά για να πραγματοποιήσει την επιθυμία που από παλιά είχε μέσα του. Και δεν θα περάσω βιαστικά από σας γιατί σας περιφρονώ, αλλά επειδή με πιέζει η ανάγκη. Γι’ αυτό και προσθέτει: «αφού πρώτα σας απολάυσω για λίγο καιρό». Γιατί κανείς χρόνος δεν μπορεί να με κάνει να σας χορτάσω, ούτε να μου προξενήσει κορεσμό της συναναστροφής σας. Και δεν είπε να σας δω, αλλά να σας απολαύσω, μιμούμενος λόγια γονέων.
25 νυνὶ δὲ πορεύομαι εἰς ῾Ιερουσαλὴμ διακονῶν τοῖς ἁγίοις. 26 εὐδόκησαν γὰρ Μακεδονία καὶ ᾿Αχαΐα κοινωνίαν τινὰ ποιήσασθαι εἰς τοὺς πτωχοὺς τῶν ἁγίων τῶν ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 27 εὐδόκησαν γὰρ καὶ ὀφειλέται αὐτῶν εἰσιν· (Τώρα όμως πηγαίνω στην Ιερουσαλήμ, εκτελώντας υπηρεσία προς τους εκεί Χριστιανούς. Γιατί η Μακεδονία και η Αχαῒα αποφάσισαν να κάνουν κάποια συνεισφορά για τους φτωχούς των Χριστιανών της Ιερουσαλήμ. Αποφάσισαν λοιπόν, και μάλιστα είναι χρεώστες σ’ αυτούς)
Φαίνεται μεν να εξηγεί την αιτίαγια την οποία αναβάλλει για τώρα το ταξίδι του, όμως παράλληλα επιδιώκει κάτι άλλο, το να προτρέψει δηλαδή αυτούς σε ελεημοσύνη και να τους κάνει περισσότερο δραστήριους. Γιατί αν δεν προσπαθούσε αυτό να επιτύχει, ήταν αρκετό να πει «πηγαίνω στα Ιεροσόλυμα», τώρα όμως προσθέτει και την αιτία του ταξιδιού του. Και παρατείνει το λόγο του λέγοντας ότι είναι χρεώστες και ότι :
εἰ γὰρ τοῖς πνευματικοῖς αὐτῶν ἐκοινώνησαν τὰ ἔθνη, ὀφείλουσι καὶ ἐν τοῖς σαρκικοῖς λειτουργῆσαι αὐτοῖς. (εάν τα έθνη συμμερίστηκαν τα πνευματικά τους αγαθά, οφείλουν να τους συνδράμουν και στα υλικά αγαθά)
Γι’ αυτό και αξίζει να θαυμάσουμε πάρα πολύ τη σοφία του Παύλου, επειδή επινόησε τον τρόπο της συμβουλής, γιατί έτσι θα τον ανεχόταν περισσότερο παρά να το έλεγε σαν παραίνεση. Καθόσον θα φαίνονταν ότι περιφρονούνται.
28 τοῦτο οὖν ἐπιτελέσας, καὶ σφραγισάμενος αὐτοῖς τὸν καρπόν τοῦτον, (Αφού λοιπόν εκτελέσω το έργο αυτό και αφού τους παραδώσω με ασφάλεια τον καρπό αυτόν)
Δηλαδή, αφού τον αποθέσω σαν σε βασιλικά θησαυροφυλάκια, σαν σε μέρος ασύλητο και ασφαλισμένο. Και δεν είπε ελεημοσύνη, αλλά πάλι «τον καρπό», για να δείξει ότι έχουν κέρδος εκείνοι που δίνουν.
ἀπελεύσομαι δι᾿ ὑμῶν εἰς τὴν Σπανίαν.
Πάλι θυμάται την Ισπανία, για να δείξει ακούραστο και μεγάλο ενδιαφέρον του για εκείνους.
29 οἶδα δὲ ὅτι ἐρχόμενος πρὸς ὑμᾶς ἐν πληρώματι εὐλογίας τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ ἐλεύσομαι. (Ξέρω άλλωστε ότι, όταν έρθω σ’ εσάς, θα έρθω με τον πλούτο της ευλογίας του Χριστού)
Τι σημαίνει «με τον πλούτο της ευλογίας»; Ή μιλάει για χρήματα ή για όλα γενικά τα κατορθώματα. Γιατί ευλογία, τις περισσότερς φορές, συνήθιζε να λέει την ελεημοσύνη. Επειδή όμως εδώ πρόσθεσε «του ευαγγελίου», γι’ αυτό λέμε ότι αυτό δεν το είπε μόνο για τα χρήματα, αλλά και όλα τα άλλα. Σαν να έλεγε, ξέρω όμως ότι, όταν έρθω, θα δω πως ευδοκιμείτε σε όλα και πως καυχιέστε για τα αγαθά και πως είστε άξιοι για άπειρους επαίνους που είναι σύμφωνοι με το ευαγγέλιο. Και αυτό είναι θαυμαστό είδος συμβουλής, το να επαινεί δηλαδή αυτούς πριν από την πραγματοποίηση της πράξεως. Γιατί, όταν αποφεύγει να κάνει αυτό στη θέση της παραινέσεως, έρχεται σ’ αυτόν τον τρόπο της διορθώσεως.
30 Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ διὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Πνεύματος,
Πάλι εδώ τον Χριστό και το Άγιο Πνεύμα προβάλλει και δε μνημονεύει καθόλου τον Πατέρα. Τα είπα αυτά, ώστε όταν τον δεις να μνημονεύει τον Πατέρα και τον Υιό ή μόνο τον Πατέρα, να μην απορρίπτεις ούτε τον Υιό, ούτε το Πνεύμα. Και δεν είπε του Πνεύματος, αλλά «της αγάπης του Πνεύματος».
Πες μου όμως , τι είναι αυτό για το οποίο παρακαλείς;
συναγωνίσασθαί μοι ἐν ταῖς προσευχαῖς ὑπὲρ ἐμοῦ πρὸς τὸν Θεόν, 31 ἵνα ρυσθῶ ἀπὸ τῶν ἀπειθούντων ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ (Ν’ αγωνιστείτε μαζί μου με προσευχές προς το Θεό για μένα, γι να γλυτώσω από τους απειθείς της Ιουδαίας)
Επομένως μεγάλος αγώνας ήταν μπροστά του, γι’ αυτό και ζητεί τις προσευχές τους. Και δεν είπε για να μη συγκρουστώ, αλλά «για να γλυτώσω», όπως ο Χριστός διέταξε να προσευχόμαστε για να μη πέσουμε σε πειρασμό.
Απ’ αυτό όμως επιδίωκε και άλλο πράγμα, το να δείξει ότι δικαίως ανέλαβε το να υπηρετήσει τους χριστιανούς, εφόσον ήταν τόσοι πολλοί οι απειθείς, ώστε και να προσεύχονται για να γλυτώσουν απ’ αυτούς. Γιατί αυτοί που βρίσκονταν ανάμεσα σε τόσους εχθρούς, επρόκειτο να καταστραφούν και από πείνα. Γι’ αυτό από ανάγκη τους μετέφερε αγαθά από άλλο τόπο.
καὶ ἵνα ἡ διακονία μου ἡ εἰς ῾Ιερουσαλὴμ εὐπρόσδεκτος γένηται τοῖς ἁγίοις,
Δηλαδή για να γίνει δεκτή η θυσία μου, για να δεχτούν με προθυμία την προσφορά. Βλέπεις πως πάλι εξύψωσε την αξία εκείνω που λαμβάνουν, εφόσον χρειάζεται προσευχές από τόσο πολύ λαό για να δεχτούν τα αποστελλόμενα; Απ’ αυτό όμως αποδεικνύει και κάτι άλλο, ότι δεν είναι αρκετό το να δώσουμε ελεημοσύνη για να τη δεχτούν. Γιατί όταν κανείς προσφέρει αναγκαστικά, όταν προσφέρει από αδικία, όταν προσφέρει προσβλέποντας στην ματαιοδοξία, καταστρέφεται ο καρπός.
32 ἵνα ἐν χαρᾷ ἔλθω πρὸς ὑμᾶς διὰ θελήματος Θεοῦ καὶ συναναπαύσωμαι ὑμῖν.
Γι’ αυτό λοιπόν βιάζομαι και εύχομαι να γλυτώσω από εκεί, για να σας δω γρήγορα και να σας δω με χαρά, χωρός να φέρνω από κει καμμία λύπη. «Και να αναπαυθώ μαζί σας». Πω πω πόση ταπεινοφροσύνη! Γιατί δεν είπε για να σας διδάξω και να σας κατηχήσω, αλλά ν’ αναπαυθώ μαζί σας. Και το είπε αυτό για να τους κάνει χάρη και μ’ αυτό να τους κάνει περισσότερο πρόθυμους, με το να τους κάνει συμμετόχους στα βραβεία και με το να του δείχνει πως και αυτοί αγωνίζονται και κοπιάζουν.
Στη συνέχεια, πράγμα που πάντοτε συνηθίζει να κάνει, προσθέτει και την ευχή μετά την παραίνεση λέγοντας:
33 ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν.
1 Συνίστημι δὲ ὑμῖν Φοίβην τὴν ἀδελφὴν ἡμῶν, οὖσαν διάκονον τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Κεγχρεαῖς,
Πρόσεχε με πόσα την επαινεί. Καθόσον και πριν από όλους τους άλλους αυτήν μνημόνευσε και αδελφή την ονόμασε (και δεν είναι μικρό πράγμα να ονομασθεί αδελφή του Παύλου), και το αξίωμά της πρόσθεσε, ονομάζοντάς την διακόνισσα.
2 ἵνα αὐτὴν προσδέξησθε ἐν Κυρίῳ ἀξίως τῶν ἁγίων καὶ παραστῆτε αὐτῇ ἐν ᾧ ἂν ὑμῶν χρῄζῃ πράγματι·
Γιατί εκείνος που δέχεται στο όνομα του Κυρίου, και αν ακόμη δε δεχθεί κάποιον μεγάλο,τον δέχεται με προθυμία, όταν όμως είναι άγιος, σκέψου πόση περιποίηση είναι δίκαιο ν’ απολάυσει αυτός. Γι’ αυτό πρόσθεσε «όπως αξίζει σε αγίους», όπως πρέπει να υποδεχόμαστε αυτούς.
Και λέει «και να την βοηθήσετε σε ό,τι χρειαστεί από σας». Είδες πως το πράγμα δεν είναι ενοχλητικό; Γιατί δεν είπε, για να την απαλλάξετε από κάποιο χρέος, αλλά για να προσφέρετε τα δικάσας και να τη βοηθήσετε και μάλιστα «σε ό,τι θα χρειασθεί από σας», όχι οπωσδήποτε σε οτιδήποτε άσχετο, αλλά σ’ εκείνα που χρειάζεται από σας. Και θα χρειαστεί εκείνα, των οποίων εσείς θα είστε κύριοι.
Έπειτα πάλι ο απερίγραπτος έπαινος: καὶ γὰρ αὕτη προστάτις πολλῶν ἐγενήθη καὶ αὐτοῦ ἐμοῦ.
Είδες τη σύνεση; Πρώτα ανέφερε τα εγκώμια, περιορίζοντας και από τις δυο μεριές την ανάγκη με τους επαίνους της μακαρίας εκείνης γυναίκας. Για΄τι πως δεν είναι μακαρία εκείνη που απολαμβάνει τόσο μεγάλη μαρτυρία από τον Παύλο και η οποία μπόρεσε να βοηθήσει αυτόν που διόρθωσε την οικουμένη; Καθόσον αυτό είναι το αποκορύφωμα των αγαθών της, γι’ αυτό και το ανέφερε στο τέλος λέγοντας «και μένα τον ίδιο».
3 ᾿Ασπάσασθε Πρίσκιλλαν καὶ ᾿Ακύλαν τοὺς συνεργούς μου ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ,
Πρώτα τους ονομάζει συνεργάτες του, αποδεικνύοντας αυτούςσυμμετόχους στους απερίγραπτους κόπους και κινδύνους του.
4 οἵτινες ὑπὲρ τῆς ψυχῆς μου τὸν ἑαυτῶν τράχηλον ὑπέθηκαν,
Είδες τέλιους μάρτυρες; Καθόσον ήταν φυσικό να υπήρχαν στην εποχή του Νέρωνα άπειροι κίνδυνοι.
οἷς οὐκ ἐγὼ μόνος εὐχαριστῶ, ἀλλὰ καὶ πᾶσαι αἱ ἐκκλησίαι τῶν ἐθνῶν,
Εδώ υπαινίσσεται τη φιλοξενία και τη χρηματική τους βοήθεια, θαυμάζοντας αυτούς, επειδή και το άιμα τους έχυσαν και την περιουσία τους την πρόσφεραν κοινή σε όλους.
καὶ τὴν κατ᾿ οἶκον αὐτῶν ἐκκλησίαν.
Ναι, τόσο πολύ είχαν αφοσιωθεί στην Εκκλσία, που και το σπίτι τους το είχαν κάνει ναό ή πανδοχείο ξένων και φτωχών ή καλύτερα και τα δύο μαζί.
5 ἀσπάσασθε ᾿Επαίνετον τὸν ἀγαπητόν μου, ὅς ἐστιν ἀπαρχὴ τῆς ᾿Αχαΐας εἰς Χριστόν.
Έχω τη γνώμη ότι πολλοί και απ’ αυτούς νομίζουν πάρα πολύ πως είναι σπουδαίοι, παρατρέχουν αυτό το μέρος της επιστολής, σαν να είναι περιττό και να μην έχει τίποτα μεγάλο και νομίζω παθαίνουν το ίδιο ακριβώς και στη γενεαλογία που πεεριγράφεται στο Ευαγγέλιο. Γιατί επειδή είναι κατάλογος ονομάτων, νομίζουν ότι δεν κερδίζουν τίποτα απ’ αυτό. Και οι χρυσοχόι βέβαια εξετάζουν με προσοχή ακόμη και τα μικρά ψήγματα, ενώ αυτοί αυτοί παρατρέχουν ακόμη και τόσο μεγάλες ποσότητες χρυσού. Για να μην παθαίνουν λοιπόν αυτό, είναι αρκετά και αυτά τα λόγια για να τους απομακρύνουν απ’ αυτή την αδιαφορία.
Γιατί είναι δυνατόν και από τα απλά ακόμη ονόματα να βρούμε μεγάλο θησαυρό. Εάν λοιπόν μάθεις γιατί ονομάστηκε Αβραάμ, γιατί Σάρρα, γιατί Ισραήλ, γιατί Σαμουήλ, θα βρεις και από δω την ιστορία πολλών πραγμάτων.
«Χαιρετήστε τον Επαίνετο τον αγαπητό μου».Αξίζει από δω να δούμε πως στον καθένα απονέμει με διαφορετικό τρόπο τους επαίνους. Γιατί δεν είναι μικρός αυτός ο έπαινος, αλλά και υπερβολικά μεγάλος και ενδεικτικός πολλής αρετής, το να έχει δηλαδή αγαπητό τον Πάυλο, τον Παύλο που δεν γνωρίζει να αγαπά χαριστικά, αλλά ύστερα από σκέχη.
Έπειτα και άλλο εγκώμιο «ο οποίος είναι πρώτος από την Αχαῒα». Η λοιπόν αυτό εννοεί, ή ότι πριν απ’ όλους αυτός πρώτος πίστεψε σ’αυτή την περιοχή, πράγμα που δεν είναι μικρός έπαινος. Γιατί μετά απ’ αυτόν ακολούθησαν και άλλοι, και έγινε αυτός θύρα και είσοδος για τους πολλούς.
6 ἀσπάσασθε Μαριάμ, ἥτις πολλὰ ἐκοπίασεν εἰς ἡμᾶς.
Τι είναι αυτό; Πάλι γυναίκα στεφανώνεται και αναγνωρίζεται ως νικήτρια, πάλι ντροπιαζόμαστε εμείς οι άνδρες για την ραθυμία μας.
«Η οποία λέει, κόπιασε πολύ για σας». Όχι μόνο για τον εαυτό της, ούτε για τη δική της αρετή, αλλά και για άλλους, αναλαμβάνοντας τους δρόμους των αποστόλων και των ευαγγελιστών.
Πως όμως λέει αλλού «στη γυναίκα δεν επιτρέπω να διδάσκει»; (Α΄Τιμ. 2,12). Εκεί την εμποδίζει από την πρωτοκαθεδρία και το θρόνο στο ιερό βήμα, όχι όμως και από το λόγο της διδασκαλίας. Άλλωστε πως η Πρίκιλλα δίδακσε τον Απολλώ; Δεν εμποδίζει λοιπόν ο Παύλος την γυναίκα από την κατ’ ιδίαν διδασκαλία, αλλά από την διδασκαλία σε αμφιθέτρα, πράγμα που αρμόζει στους διδασκάλους.
7 ἀσπάσασθε ᾿Ανδρόνικον καὶ ᾿Ιουνίαν τοὺς συγγενεῖς μου καὶ συναιχμαλώτους μου, οἵτινές εἰσιν ἐπίσημοι ἐν τοῖς ἀποστόλοις, οἳ καὶ πρὸ ἐμοῦ γεγόνασιν ἐν Χριστῷ,
Αιχμάλωτος βέβαια ο Πάλυος δεν χρημάτισε, έπασχε όμως πολύ πιο φοβερά από τους αιχμαλώτους, επειδή δεν στερούνταν μόνο την πατρίδα και το σπίτι του, αλλά επιδή πάλευε και με την πείνα και τον καθημερινό θάνατο και άπειρα άλλα κακά. Επειδή λοιπόν κι αυτοί ήταν πιθανό να είχαν συμμετάσχει μαζί του σε πολλούς κινδύνους, τους ονομάζει συναιχμαλώτους.
Στη συνέχεια και άλλος έπαινος «οι οποίοι είναι ξεχωριστοί ανάμεσα στους αποστόλους». Αν και το να είναι απόστολοι είναι μεγάλο πράγμα, το να είναι όμως ξεχωριστοί ανάμεσα σ’ αυτούς σκέψου πόσο μεγάλος έπαινος είναι.
Πω, πω, πόση μεγάλη ήταν η πίστη αυτής της γυναίκας ώστε να κριθεί άξια να ονομαστεί απόστολος! Και δεν σταματάει εδώ, αλλά προσθέτει και άλλον έπαινο λέγοντας: «Οι οποίοι είχαν πιστέψει πριν από μένα».
Εσύ όμως θέλω να προσέξεις την αγία ψυχή του Παύλου που δεν κρύβει ότι ήρθε μετά απ’ αυτούς, ούτε ντρέπεται καθώς ομολογεί αυτό. Και τι θαυμάζεις γι’ αυτό; Αφού αλλού δεν διστάζει να ονομάσει τον εαυτό του και βλάσφημο και διώκτη;
8 ἀσπάσασθε ᾿Αμπλίαν τὸν ἀγαπητόν μου ἐν Κυρίῳ.
Πάλι και αυτόν επαινεί με την αγάπη. Και ούτε βέβαια θα αγαπούσε αυτόν αν δεν είχε πολλή αρετή. Γιατί συνηθίζει όχι μόνο να μην αγαπάει εκείνους που ζουν μέσα στην κακία και στις παρανομίες αλλά και να τους αναθεματίζει, όπως όταν λέγει: «όποιος δεν αγαπάει τον Κύριο Ιησού, ας είναι ανάθεμα» (Α΄Κορ. 16,22)
9 ἀσπάσασθε Οὐρβανὸν τὸν συνεργὸν ἡμῶν ἐν Χριστῷ
Αυτός ο έπαινος είναι μεγαλύτερος από εκείνον, γιατί αυτός περιέχει και εκείνον τον έπαινο.
καὶ Στάχυν τὸν ἀγαπητόν μου.
Πάλι από τα ίδια στεφανώνει και αυτόν.
10 ἀσπάσασθε ᾿Απελλῆν τὸν δόκιμον ἐν Χριστῷ.
Τίποτα δεν ίσο με τον έπαινο αυτόν, το να είναι δηλαδή απρόσβλητος από κατηγορίες και να μη δίνει καμία αφορμή στα πράγματα που είναι σύμφωνα με τις εντολές του Θεού. Γιατί όταν λέει «το δοκιμασμένο κατά Χριστό», αναφέρει κάθε αρετή.
ἀσπάσασθε τοὺς ἐκ τῶν ᾿Αριστοβούλου. 11 ἀσπάσασθε ῾Ηρῳδίωνα τὸν συγγενῆ μου. ἀσπάσασθε τοὺς ἐκ τῶν Ναρκίσσου τοὺς ὄντας ἐν Κυρίῳ. 12 ἀσπάσασθε Τρύφαιναν καὶ Τρυφῶσαν τὰς κοπιώσας ἐν Κυρίῳ. ἀσπάσασθε Περσίδα τὴν ἀγαπητήν, ἥτις πολλὰ ἐκοπίασεν ἐν Κυρίῳ.
Και δεν είπε γι’ αυτούς ότι κόπιασαν, αλλά ότι κοπιάζουν ακόμη. Και για τον καθένα λέει κάτι σύμφωνα με την αξία του, κάνοντας και αυτούς πρόθυμους με το να μην τους στερεί κανέναν από τα προσόντα τους, αλλά και να αναφέρει δημόσια και την πιο μικρή υπεροχή τους.
13 ἀσπάσασθε Ροῦφον τὸν ἐκλεκτὸν ἐν Κυρίῳ καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἐμοῦ.
Και την γυναίκα αυτή την ονομάζει και δική του μητέρα, εγκωμιάζοντας έτσι και την ρίζα και τον καρπό.
14 ἀσπάσασθε ᾿Ασύγκριτον, Φλέγοντα, ῾Ερμᾶν, Πατρόβαν, ῾Ερμῆν καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς ἀδελφούς.
Εδώ μη δει ότι ότι αναφέρει αυτούς χωρίς έπαινο, αλλά ότι αν και ήταν πολύ κατώτεροι απ’ όλους τους άλλους, δεν τους θεώρησε ανάξιους για τον χαιρετισμό του.
15 ἀσπάσασθε Φιλόλογον καὶ ᾿Ιουλίαν, Νηρέα καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ, καὶ ᾿Ολυμπᾶν καὶ τοὺς σὺν αὐτοῖς πάντας ἁγίους.
Αυτούς τους ονομάζει αγίους, πράγμα που ήταν πολύ μεγάλο αξίωμα και απερίγραπτο μέγεθος τιμής.
16 ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἁγίῳ. ἀσπάζονται ὑμᾶς αἱ ἐκκλησίαι τοῦ Χριστοῦ.
Κι έτσι με αυτόν τον χαιρετισμό διώχνει κάθε σκέψη που θα προκαλούσε ταραχή, ώστε ούτε ο μεγάλος να περιφρονεί τον μικρότερο, ούτε ο μικρός να φθονεί τον μεγαλύτερο. Επειδή το φίλημα αυτό καταπραϋνει και εξισώνει τα πάντα.
«Σας χαιρετούν», λέει ΄χοι τον τάδε και τον τάδε ξεχωριστά, αλλά όλους μαζί «οι εκκλησίες του Χριστού».
Είδες πως δεν κερδίσαμε μικρά και από τις προσφωνήσεις αυτές; Πόσους θησαυρούς επρόκειτο να παρατρέξουμε, αν δεν εξετάζαμε με ακρίβεια, με όση βέβαια μπορούμε, και αυτό εδώ το μέρος της επιστολής; Γιατί αν βρεθεί κάποιος σοφός και πνευματικός άνδρας και πιο βαθιά θα κατέβει και περισσότερους μαργαρίτες θα δει.
17 Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, σκοπεῖν τοὺς τὰς διχοστασίας καὶ τὰ σκάνδαλα παρὰ τὴν διδαχὴν ἣν ὑμεῖς ἐμάθετε ποιοῦντας, καὶ ἐκκλίνατε ἀπ᾿ αὐτῶν· 18 οἱ γὰρ τοιοῦτοι τῷ Κυρίῳ ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστῷ οὐ δουλεύουσιν, ἀλλὰ τῇ ἑαυτῶν κοιλίᾳ, καὶ διὰ τῆς χρηστολογίας καὶ εὐλογίας ἐξαπατῶσι τὰς καρδίας τῶν ἀκάκων· (Σας παρακαλώ αδελφοί, να προσέχετε εκείνους που δημιουργούν τις διχόνοιες και τα σκάνδαλα αντίθετα προς τη διδασκαλία, την οποία εσείς μάθατε και ν’ απομακρυνθείτε απ’ αυτούς. Γιατί τέτοιοι άνθρωποι δεν είναι δούλοι του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, αλλά της δικής τους κοιλιάς και με τα λόγια και τους επαίνους τους εξαπατούν τις καρδιές των αθώων).
Πάλι παραίνεση και ευχή μετά την παραίνερση. Γιατί αφού είπε να προσέχουν εκείνους που δημιουργούν τις διχόνοιες και να μην τους υπακουν, πρόσθεσε «ο Θεός της ειρήνης θα συντρίψει το σατανα κάτω από τα πόδια σας».
«Σας παρακαλώ» λέει, «να προσέχετε». Ποιους; Εκείνους που δημιουργούν τις διχόνοιες και τα σκάνδαλα αντίθετα προς τη διδασκαλία, την οποία εσείς γνωρίσατε. Γιατί αυτή κυρίως είναι η καταστροφή της Εκκλησίας, η διαίρεση. Αυτό είναι το όπλο του διαβόλου, αυτό τα κάνει όλα άνω-κάτω.
Η διχόνοια από πού προέρχεται; Από της διδασκαλίες της πίστεως, που είναι αντίθετες με τις διδασκαλίες των αποστόλων.
Και τέτοιες διδασκαλίες από πού πηγάζουν; Από το ότι είναι δούλοι της κοιλιάς και άλλων παθών.
Και τι θα κάνουμε σ’ αυτούς που προξενούν τα παρόμοια κακά; Δεν είπε ορμάτε εναντίον τους και πυγμαχείτε, αλλά «απομακρυνθείτε απ’ αυτούς».
Και η αιτία βέβαια της πλάνης είναι αυτή, ο τρόπος όμως της επιβουλής είναι πάλι άλλη αρρώστια, η κολακεία. «Γιατί με τα καλά λόγια» λέει, «εξαπατούν τις καρδιές των αθώων».
19 ἡ γὰρ ὑμῶν ὑπακοὴ εἰς πάντας ἀφίκετο.
Δεν είπε η σύνεσή σας, αλλά η υπακοή σας, δηλαδή η ευπείθειά σας, πράγμα που μαρτυρούσε γι’ αυτούς πολύ πραότητα.
χαίρω οὖν τὸ ἐφ᾿ ὑμῖν·
Δεν είναι αυτός μικρός έπαινος. Αλλά με τά τον έπαινο ακολουθεί η νουθεσία:
θέλω δὲ ὑμᾶς σοφοὺς μὲν εἶναι εἰς τὸ ἀγαθόν, ἀκεραίους δὲ εἰς τὸ κακόν.
Βλέπεις πως πάλι κατηγορεί αυτούς και μάλιστα χωρίς να τον υποπτεύεται κανείς; Γιατί εδώ εμέσως δείχνει ότι μερικοί απ’ αυτούς παραπλανούνταν.
20 ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης συντρίψει τὸν σατανᾶν ὑπὸ τοὺς πόδας ὑμῶν ἐν τάχει.
Και δεν είπε θα υποτάξει, αλλά θα συντρίψει, πράγμα που είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερο. Και όχι μόνο εκείνους θα συντρίψει, αλλά και τον σατανά που είναι στρατηγός τους σ’ αυτές τις ενέργειες. Και όχι απλώς θα τους συντρίψει, αλλά «κάτω από τα πόδια σας», ώστε αυτοί να κερδίσουν τη νίκη και να γίνουν με το τρόπαιο λαμπροί.
Και από το χρόνο πάλι έρχεται η παρηγοριά, γιατί πρόσθεσε «εν τάχυ». Αυτό όμως ήταν μαζί και ευχή και προφητεία.
῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μεθ᾿ ὑμῶν.
Το πιο μεγάλο όπλο, το τείχος το άρρηκτο, ο πύργος ο άσειστος, τους θύμισε τη χάρη, για να τους κάνει πιο πρόθυμους.
21 ᾿Ασπάζονται ὑμᾶς Τιμόθεος ὁ συνεργός μου,
Είδες πάλι τους συνηθισμένους επαίνους;
καὶ Λούκιος καὶ ᾿Ιάσων καὶ Σωσίπατρος οἱ συγγενεῖς μου.
Συγγενείς εννοεί τους συμπατριώτες του. Τον Ιάσωνα τον μνημονεύει και ο Λουκάς και μας παρουσιάζει την ανδρεία του λέγοντας ότι οδήγησαν αυτόν στους άρχοντες της πόλεως και φώναζαν. ( Πραξ. 17,6)
22 ἀσπάζομαι ὑμᾶς ἐγὼ Τέρτιος ὁ γράψας τὴν ἐπιστολὴν ἐν Κυρίῳ.
Δεν είναι αυτό μικρό εγκώμιο, το να είναι γραμματέας του Παύλου. Αλλά όμως δεν το λέει αυτό για να επαινέσει τον εαυτό του, αλλά για να αποσπάσει απ’ αυτούς τη θερμή αγάπη από την υπηρεσία του.
23 ἀσπάζεται ὑμᾶς Γάϊος ὁ ξένος μου καὶ τῆς ἐκκλησίας ὅλης.
Είδες τι είδους στεφάνι έπλεξε γι’ αυτόν; Επειδή υπέδειξε τόσο μεγάλη φιλοξενία και έβαλε μέσα στο σπίτι ολόκληρη την εκκλησία; Γιατί λέγοντας «ξένο» ενννοεί φιλόξενο. Αλλά μη θαυμάσεις τόσο την φιλοξενία του, όσο ότι ήταν άξιος του να φιλοξενήσει τον Παύλο, γιατί ο Παύλος οπωσδήποτε δεν θα κατέλυε εκεί αν δεν έβρισκε την αρετή.
ἀσπάζεται ὑμᾶς ῎Εραστος ὁ οἰκονόμος τῆς πόλεως καὶ Κούαρτος ὁ ἀδελφός.
Δεν πρόσθεσε τυχαία «ο οικονόμος της πόλεως», θέλοντα σαν δείξει ότι σ’ αυτόν που προσέχει ούτε ο πλούτος μπορεί να σταθεί εμπόδιο, ου΄τε οι φροντίδες της εξουσία, ούτε τίποτα άλλο από τα παρόμοια.
24 ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν.
Είδες από που πρέπει να αρχίζουμε και που να τελειώνουμε παντού;
Επίλογος
Η προς Ρωμαίους επιστολή είναι πράγματι ένας στολίδι για την πόλη αυτή. Και μολονότι βέβαια θα μπορούς κάποιος να την επαινέσει και από το μέγεθός της και από την αρχαιότητά της και από την ομορφιά της και από τόσα άλλα, εγώ ιδιατέρως την καλοτυχίζω γιατί όταν ζούσε ο Παύλος σ’ αυτούς έγραφε, και τόσο τους αγαπούσε και όταν βρισκόταν εκεί μίλησε σ’ αυτούς και εκεί τέλειωσε τη ζωή του. Γι’ αυτό και η πόλη έγινε ονομαστή από αυτό περισσότερο, παρά απ’ όλα τα άλλα.
Στη Ρώμη δεν μαρτύρησε μόνο ο Παύλος, αλλά και ο Πέτρος. Από τη Ρώμη εκπέμπονται οι δύο αυτές λαμπάδες σε όλα τα σημεία της οικουμένης. Από εκεί θα αρπαχτεί στους ουρανούς ο Πάλυος, από εκεί ο Πέτρος.
Σκεφτείτε και φρίξτε, ποιο θέαμα θα δει η Ρώμη, τον Πάλυο να ανασταίνεται ξαφινικά από τον τάφο εκείνο μαζί με τον Πέτρο και να σηκώνεται σε συνάντηση του Χριστού. Γι’ αυτά θαυμάζω την πόλη, όχι για το πολύ χρυσάφι, αλλά για τα στεφάνια, για τις αλυσίδες, για τους δύο αυτούς στύλους της Εκκλησίας.