Ο όσιος Γρηγόριος γεννήθηκε στα τέλη του 8ου αιώνα σε μία από τις πόλεις της Δεκαπόλεως της Ισαυρίας, την Ειρηνούπολη. Από μικρός επιδίδονταν στην μελέτη, τη νηστεία και στην άσκηση όλων των αρετών.
Στο κατώφλι της εφηβείας οι γονείς του θέλησαν να τον νυμφεύσουν, αλλά εκείνος επιθυμώντας να διαφυλάξει την παρθενία του έφυγε κρυφά μεταβαίνοντας σε ένα μοναστήρι.
Λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του κατάφερε να τον βρει. Τον παρακάλεσε να πάει να μονάσει σε ένα γειτονικό μοναστήρι στο οποίο ήταν μοναχός ο αδερφός του. δεν μπόρεσε όμως να παραμείνει εκεί διότι ηγούμενος εκεί ήταν ένας εικονομάχος. Μετέβη λοιπόν σε μια μία άλλη μονή στην οποία ηγούμενος ήταν ο θείος του ο Συμεών. Έμεινε εκεί δεκατέσσερα χρόνια διαλάμποντας σε όλες τις αρετές.
Διψώντας για ησυχαστική ζωή, έλαβε από τον ηγούμενο ευλογία να αποσυρθεί σε μια σπηλιά. Ήρθε τότε αντιμέτωπος με πολλές τρομερές δοκιμασίες εκ μέρους των δαιμόνων οι οποίοι έπαιρναν μορφές φιδιών και άλλων ιοβόλων θηρίων για να τον τρομοκρατήσουν και να εγκαταλείψει το ερημητήριό του. αφού όλες οι προσπάθειες των δαιμόνων έπεφταν στο κενό, ο διάβολος προσπάθησε να τον καταποντίσει με φλογερό σαρκικό πόλεμο. Μετά από πολλούς αιματηρούς αγώνες ελευθερώθηκε από κάθε σαρκικό πειρασμό κατακτώντας την απάθεια της σαρκός.
Κάποτε ο όσιος αρπάχτηκε στον Παράδεισο, έχασε κάθε αίσθηση του χρόνου και όταν ο μαθητής του ήρθε να τον διακονήσει μετά από τέσσερις ημέρες εκείνος είχε την εντύπωση ότι είχε περάσει μόλις μία ώρα από την επίσκεψη του θείου φωτός.
Φωτισμένος από τη Θεία Χάρη, ο Γρηγόριος στάλθηκε σύντομα από τον Θεό στον κόσμο, με σκοπό να λάμψουν στα μάτια των ανθρώπων οι αρετές του. μετέβη στην Έφεσο και από κει στην Κωνσταντινούπολη όπου επιθυμούσε να πάει για να αποστομώσει τους εικονομάχους αιρετικούς. Δεν μπόρεσε όμως να φτάσει παρά μόνο στην Πριγκηπόνησσο όπου εκεί φιλοξενήθηκε στο σπίτι ενός φτωχού. Καθώς δεν μπορούσε να μπει λόγω απαγορεύσεως στην πρωτεύουσα αναχώρησε για την πόλη Αίνο της Θράκης και από κει για τη Θεσσαλονίκη, κατόπιν πήγε στην Κόρινθο και απέπλευσε για το Ρήγιο της Καλαβρίας της Ιταλίας. Φθάνοντας στη Ρώμη έμεινε εκεί τρεις μήνες άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Σύντομα όμως απέκτησε φήμη όταν εξέβαλε ένα δαιμόνιο από δαιμονισμένο. Διέφυγε τότε για τις Συρακούσες όπου κλείστηκε σε έναν απομονωμένο πύργο για να βρει εκεί ησυχία.
Αφού έκανε πολλά θαύματα στην περιοχή πήρε το δρόμο της επιστροφής για την Θεσσαλονίκη. Εγκαταστάθηκε στην εγκαταλελειμμένη εκκλησία του αγίου Μηνά και έκτοτε εγκατέλειψε κάθε μέριμνα για τα επίγεια. Όταν πεινούσε έβγαινε και δεχόταν τη φιλοξενία κάποιου γείτονα. Τότε γνωρίστηκε με το όσιο Ιωσήφ τον Υμνογράφο (3 Απρ), που κατάφερε να τον πείσει να κατοικήσει μαζί του. Από τότε δέχτηκε και άλλους μαθητές και πραγματοποίησε πλήθος θαυμάτων.
Πριν το τέλος της ζωής του προσβλήθηκε από σοβαρή νεφροπάθεια. Ικέτευσε τον Θεό όμως αντί αυτής να του παραχωρήσει υδρωπικία και εισακούστηκε. Παραμορφωμένος από την ασθένεια, μπόρεσε τελικά να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη και να διαμείνει για λίγο καιρό στο όρος Όλυμπος της Βιθυνίας. Επιστρέφοντας στην Βασιλεύουσα εγκαταστάθηκε με τον Ιωσήφ στον ναό του αγίου Αντίπα. Συνάντησε στην φυλακή τον άγιο Συμεών τον πνευματικό του πατέρα που βρίσκονταν εκεί επειδή υπερασπίζονταν τις ιερές εικόνες.
Αφού ταλαιπωρήθηκε έναν ακόμη χρόνο, ο όσιος προέβλεψε δώδεκα μέρες πριν τον θάνατό του και εκοιμήθη εν ειρήνη το 842, λίγο πριν την οριστική αποκατάσταση της Ορθοδοξίας. Το ιερό του λείψανο βρίσκεται από το 1490 στη Μονή Βιστρίτσα της Ρουμανίας.
Την μνήμη του εορτάζει η Εκκλησία μας στις 20 Νοεμβρίου.