Ο άγιος Στέφανος, γεννήθηκε το 715 στην Κωνσταντινούπολη από ευσεβείς γονείς που για πολλά χρόνια παρέμεναν άτεκνοι. Όταν ο Θεός τους χάρισε το τέκνο αυτό μετά από φανέρωση της Υπεραγίας Θεοτόκου, το έταξαν στην υπηρεσία Του.
Όταν ήλθε η ώρα για τους γονείς του να εκπληρώσουν την υπόσχεσή τους, ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ο Ίσαυρος άρχισε να λαμβάνει σκληρά μέτρα για την απαγόρευση της τιμής των εικόνων. Έτσι έκριναν πιο συνετό να απομακρυνθούν από την Βασιλεύουσα και να εμπιστευθούν τον γιο τους στους μοναχούς του όρους του Αγίου Αυξεντίου, πλησίον της Χαλκηδόνας.
Ο δεκαεξαετής νέος έγινε δεκτός μετά χαράς από τους αγίους ανθρώπους και την ίδια κιόλας ημέρα ενεδύθη το αγγελικό σχήμα. Ο Στέφανος επέδειξε τέλεια υπακοή και τον ίδιο για τα πλέον κουραστικά διακονήματα όπως και την αδιάλειπτη δοξολογία του Θεού.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και πούλησε όλα όσα κληρονόμησε στους φτωχούς. Όταν δε μετά από λίγο πέθανε και ο πνευματικός του πατέρας εξελέγη ομόφωνα νέος ηγούμενος της μονής. Αφού οργάνωσε τη μονή αποσύρθηκε σε έρημο μέρος αφήνοντας ως διάδοχό του έναν από τους μαθητές του ονόματι Μαρίνο.
Φορώντας χειμώνα καλοκαίρι ένα λεπτό χιτώνα, φέροντας βαριές αλυσίδες πάνω του και αρκούμενος σε μια τροφή ικανή ίσα-ίσα να τον διατηρεί στη ζωή έκανε μεγάλες προόδους στην προσευχή, τραβώντας γύρω του πλήθος μαθητών.
Διάδοχος του Λέοντος Ισάυρου, εστέφθη αυτοκράτορας ο γιος του, Κωνσταντίνος Ε΄. Αυτός εκήρυξε απηνή διωγμό εναντίον όσων τιμούσαν τις ιερές εικόνες. Βεβήλωσε ιερές εικόνες, ιερά σκεύη, έβαλε να ασβεστώσουν τοίχους ιστορημένους με τοιχογραφίες. Σεβάστηκε μόνο τον Σταυρό ως άξιο προσκυνήσεως. Όσοι τολμούσαν να αντιταχθούν στα μέτρα αυτά, ιδίως μοναχοί, τιμωρούνταν αυστηρά.
Το 754 ο τύραννος συνεκάλεσε μία ψευδοσύνοδο στο ανάκτορο της Ιερείας, με τη συμμετοχή τριακοσίων υποταγμένων στην εξουσία του επισκόπων, η οποία κατ’ εντολή του διακήρυξε επισήμως την κατάργηση της προσκυνήσεως των εικόνων.
Την εποχή αυτή πλέον, οι ομολογητές καίγονταν, ξυλοκοπούνταν, ή φυλακίζονταν. Άρχισαν λοιπόν να κλείνουν τα μοναστήρια, μετατρέποντάς τα ακόμη και σε στρατώνες, λουτρά ή άλλα δημόσια κτίρια. Οι μοναχοί προπηλακίζονταν και αναγκάζονταν να επιστρέψουν διά της βίας στην τάξη των λαϊκών και να νυμφευθούν επί ποινή βασανισμού. Όσοι αντιστέκονταν, υφίσταντο ακρωτηριασμό της μύτης, της γλώσσας ή άλλων φρικτών βασανισμών.
Απτόητος απέναντι σε όλα αυτά τα κατασταλτικά μέτρα, ο άγιος Στέφανος συνέχιζε την αντίστασή του και αναδείχθηκε παντού αρχηγός της Ορθοδόξου παρατάξεως. Κλήθηκε τότε από τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για να προσυπογράψει τις αποφάσεις της αιρετικής συνόδου. Μετά την άρνησή του, αυτοί μηχανεύτηκαν απάτη για να τον μειώσουν ηθικά στα μάτια των πολυπληθών υποστηρικτών του, διαδίδοντας ότι ο άγιος είχε παραδοθεί στην ασέλγεια με μια πνευματική θυγατέρα του. Η μοναχή αυτή ονόματι Άννα παραδόθηκε σε φρικτά βασανιστήρια για να πει αυτά που της υπαγόρευαν, αλλά εκείνη αρνήθηκε να το κάνει διατηρώντας την τιμή του αγίου άθικτη.
Οι αντίπαλοι της Ορθοδοξίας, μηχανεύτηκαν τότε άλλο δόλο κατάφεραν να τον συλλάβουν, να τον κλείσουν σε μια μονή της Κωνσταντινουπόλεως. Μπροστά στο δίλλημα που του ετέθη, να υπογράψει τις αποφάσεις της συνόδου, ή να πεθάνει βασανιζόμενος, ο Στέφανος ενέπαιξε τους κατηγόρους του. Εν συνεχεία καταδικάστηκε σε εξορία στην Προικόνησο της Προποντίδας. Επωφελούμενος της εξορίας ο άγιος, αποσύρθηκε σε ένα στενό κελί στην κορυφή ενός βουνού, όπου εκεί επιδόθηκε σε νέους ασκητικούς αγώνες.
Ο Θεός τον χαρίτωσε με το να πραγματοποιεί πλήθος θαυμάτων στερεώνοντας έτσι στην Ορθόδοξη πίστη πολλούς ανθρώπους. Τα θαύματα αυτά συνέβαλαν στη μεγαλύτερη ακόμη εξάπλωση της φήμης του. Για να θέσε τέρμα στην εξάπλωση του κύρους του, ο τύραννος έβαλε να τον μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη στη φυλακή του πραιτωρίου. Εκεί βρήκε ο άγιος άλλους 342 μοναχούς ομολογητές της πίστεως. Όλοι έφεραν στο σώμα τους τα σημάδια των ένδοξων αγώνων τους.
Ο Στέφανος μετέτρεψε σύντομα τη φυλακή σε μοναστήρι ακατάπαυστης δοξολογίας του Θεού οδηγώντας στην Ορθοδοξία και πολλούς από τους δεσμοφύλακές του. Μετά από ένδεκα μήνες στη φυλακή ο Στέφανος πληροφορήθηκε το επικείμενο τέλος του, νήστεψε σαράντα μέρες κάνοντας ολονύκτιες αγρυπνίες.
Ο τύραννος είχε αναρτήσει παντού αναγγελίες της επικείμενης εκτελέσεως του Στεφάνου, υποκινούμενο πλήθος εξαγριωμένο εισέβαλε στο πραιτώριο σέρνωντας στους δρόμους τον άγιο, υβρίζοντάς τον και κτυπώντας τον.
Ένας από τους αχρείους αυτούς, ονόματι Φιλομάτιος, κτύπησε τον άγιο στο κεφάλι με ένα δοκάρι, του έσπασε το κρανίο και τα μυαλά του χύθηκαν στο χώμα.
Η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη του στις 28 Νοεμβρίου.