Ο προφήτης Αββακούμ, καταγόταν από τη φυλή Συμεών. Έζησε περί το 600 π.Χ. Θεία εμπνεύσει προείδε την άλωση της Ιερουσαλήμ από τους Χαλδαίους καθώς και την εξορία του αιχμάλωτου λαού Ισραήλ στην Βαβυλώνα (587) και έκλαυσε πικρώς για την τύχη του δυσσεβούς λαού. Όταν ο Ναβουχοδονόσωρ πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ, ο προφήτης κατέφυγε στη Οστρακίνη και έζησε ως ξένος μεταξύ ξένων στην γη του Ισμαήλ (Αραβία). Επέστρεψε στην Παλαιστίνη μόνο όταν επέστρεψαν οι Χαλδαίοι στην Βαβυλώνα, έχοντας μαζί τους ως αιχμαλώτους το μεγαλύτερο μέρος των ισραηλιτών.
Μια μέρα, την ώρα που στα χωράφια του γινόταν θερισμός είπε ο Αββακούμ στους υπηρέτες του να περιμένουν μια στιγμή πριν δώσουν φαγητό στους θεριστές, για να έχει χρόνο να εκτελέσει μια παραγγελία, σε τόπο μακρινό. Μόλις πρόφερε την εντολή αυτή, ηρπάγη παρά αγγέλου και μεταφέρθηκε στην Βαβυλώνα, για να δώσει τροφή στον προφήτη Δανιήλ που ήταν κλεισμένος στον λάκκο των λεόντων. Επέστρεψε στην Ιουδαία με τον ίδιο θαυμαστό τρόπο και μερικές μέρες αργότερα πήγε στους θεριστές το ίδιο φαγητό.
Αββακούμ σημαίνει «πατήρ της αναστάσεως». Ο εξαίσιος ύμνος που συνέθεσε ψάλλεται ωε τέταρτη ωδή του κανόνα του όρθρου: «Κύριε, εισακήκοα την ακοήν σου και εφοβήθην. Κύριε, κατενόησα τα έργα σου και εξέστην» (Αββ. 3 1-2). Προφήτευσε την γέννηση του Λόγου περιγράφοντας μυστικώς την παρθενίαν της Θεοτόκου: «Ο Θεός από Θαιμάν ήξει, και ο άγιος εξ όρους κατασκίου δασέος» (3,3).
Ο τάφος του προφήτου Αββακούμ ανακαλύφθηκε επί Θεοδοσίου (379-395), κατόπιν οράματος, στο χωριό Κέλλα κοντά στην Ελευθερόπολη. Στη θέση του τάφου οικοδομήθηκε ναός και πλάι του μονύδριο, όπου έζησε ο άγιος Επιφάνιος (10 Μαΐου).
Η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη του στις 2 Δεκεμβρίου.