Η Εκκλησία τιμά την μνήμη δώδεκα οσίων γυναικών, οι οποίες με ανδρικά ενδύματα ασκήθηκαν σε ανδρώες μονές. Μία εξ’ αυτών είναι η οσία Θεοδώρα η οποία έζησε στην Αλεξάνδρεια την εποχή του αυτοκράτορος Ζήνωνος (474-491).
Η Θεοδώρα είχε νυμφευτεί με έναν ευγενή και σώφρονα νέο. Η θεάρεστη πολιτεία τους κίνησε τον φθόνο του δαίμονος και με υποκίνησή του η Θεοδώρα διέπραξε μοιχεία.
Μετά το αμάρτημα η Θεοδώρα κατακεντούνταν από υπερβολική λύπη. Μη γνωρίζοντας ο άνδρας της τα αίτια αυτής της λύπης, έκανε τα πάντα για να ανακουφίσει την οδύνη της. Αλλά αυτή απαρηγόρητη έφυγε σε ένα γυναικείο μοναστήρι. Με δάκρυα ζήτησε από την ηγουμένη να φέρει το Ευαγγέλιο για να μάθει αν ο θεός γνώριζε την αμαρτία της. Όταν το άνοιξαν, βρήκαν το «ο γέγραφα, γέγραφα» (Ιω.19,22). Μη μπορώντας πλέον να βρει ανάπαυση, καταφλέχθηκε ολόκληρη από τον πόθο της μετανοίας και αποφάσισε να μην επιστρέψει ξανά στον κόσμο. Φόρεσε ανδρικά ενδύματα και αγνώριστη ζήτησε να γίνει δεκτή ως δόκιμος με το όνομα Θεόδωρος σε ανδρικό μοναστήρι που υπήρχε στην Αλεξάνδρεια. Ο ηγούμενος βλέποντας την διάπυρη επιθυμία της να ακολουθήσει την οδό της μετανοίας, την δέχθηκε και την ενέδυσε το αγγελικό σχήμα.
Επί οκτώ χρόνια η Θεοδώρα με άοκνη προθυμία δόθηκε στους ασκητικούς αγώνες. Έσκαβε και φρόντιζε τους κήπους, άλεθε το σιτάρι, ζύμωνε ψωμί χωρίς ποτέ να λείψει από τις ακολουθίες. Αλλά και μετά την ολοήμερη διακονία της, όταν έρχονταν η νύκτα κτυπούσε το στήθος και θερμά δάκρυα και ζητούσε από τον Θεό να της συγχωρήσει το αμάρτημα.
Κάποτε ο ηγούμενος έστειλε την Θεοδώρα στην Αλεξάνδρεια να φέρει λάδι. Κατά θεία οικονομία στον δρόμο συνάντησε τον άνδρα της, ο οποίος από τότε που την έχασε με άπαυστα δάκρυα παρακαλούσε τον Θεό να του φανερώσει που βρίσκονταν η γυναίκα του. Η Θεοδώρα τον αναγνώρισε και τον χαιρέτισε. Εκείνος όμως δεν την αναγνώρισε επειδή από την κακοπάθεια είχε αλλοιωθεί η όψη του προσώπου της.
Η συνάντηση με τον άνδρα της , της αναζωπύρωσε την αγάπη της προς τον Θεό και την παρόρμησε σε μεγαλύτερους ασκητικούς αγώνες. Ενώ πρώτα έτρωγε μία φορά την ημέρα ψωμί και νερό, σιγά-σιγά έφθασε να τρώει μία φορά την εβδομάδα και να φοράει κατάσαρκα τρίχινα ενδύματα για να κατατρίβει το σώμα της.
Ο Θεός όχι μόνο συγχώρησε την αμαρτία της, αλλά την χαρίτωσε να κάνει θαύματα.
Μετά από καιρό ο ηγούμενος την έστειλε με τις καμήλες να φέρει σιτάρι από την Αλεξάνδρεια. Κατά την επιστροφή της στη μονή, επειδή ήδη έδυε ο ήλιος, η Θεοδώρα κατέλυσε τη νύκτα στη μονή του Ενάτου. Εκεί διανυκτέρευε και μια νέα η οποία την νύκτα αμάρτησε με έναν περαστικό. Με υποβολή του δαίμονος διέδωσε πως την βίασε ο μοναχός Θεόδωρος και όταν γεννήθηκε το βρέφος, το άφησε στη μονή.
Η Θεοδώρα δέχθηκε τη συκοφαντία ως παιδαγωγία του Θεού για το πρότερο αμάρτημά της και δεν απάντησε στις κατηγορίες. Έτσι, διώχθηκε από το μοναστήρι για επτά χρόνια. Μαζί της πήρε το βρέφος και έμεινε σε καλύβα έξω από τον πυλώνα της μονής. Με θαυμαστή εγκαρτέρηση υπέμεινε την παντελή στέρηση των αναγκαίων, αγωνιζόμενη εναντίον του χειμερινού ψύχους και του καλοκαιρινού καύσωνος. Η ίδια τρέφονταν με άγρια χόρτα και έπινε νερό από την λίμνη, για να θρέψει όμως το παιδί ζητούσε γάλα από τους ποιμένες και μαλλί για να του κάνει ενδύματα. Ο δαίμονας ούτε όμως και εκεί έπαυσε να την πολεμά με πειρασμούς και φαντασίες, αλλά η οσία εκμηδένιζε τις ενέδρες του με την επίκληση του ονόματος του Ιησού Χριστού.
Όταν συμπληρώθηκαν τα επτά χρόνια, ο ηγούμενος την επανέφερε στη μονή, της παραχώρησε ησυχαστικό κελλί και την απήλλαξε από κάθε διακονία.
Όταν προαισθάνθηκε το τέλος της, με νουθεσίες προέτρεψε το παιδί προς την ευαγγελική τελειότητα και μετά από λίγο παρέδωσε την ψυχή της στον Θεό.
Την ίδια ώρα ο ηγούμενος είδε σε όραμα μια γυναίκα ανάμεσε σε χορείες προφητών, αποστόλων και μαρτύρων με λαμπρότατη δόξα να οδηγείται σε ολόφωτο νυμφώνα. Συγχρόνως μία φωνή του έλεγε ότι αυτή ήταν ο μοναχός Θεόδωρος, που συκοφαντήθηκε ως πόρνος και εξορίσθηκε για επτά χρόνια από τη μονή. Καθώς οι μοναχοί την ετοίμαζαν για τον ενταφιασμό γνώρισαν ότι ήταν γυναίκα και με συντριβεί ομολόγησαν την άδικη κρίση τους. Δόξασαν δε τον Θεό διότι μια γυναίκα κατανικώντας την ασθένεια της φύσεως πάλεψε κατά μέτωπο με τους πειρασμούς της σαρκός ζώντας μεταξύ ανδρών και έφθασε στην απάθεια των ασωμάτων δυνάμεων.
Ο Θεός με αποκάλυψη οδήγησε και τον άνδρα της στην μονή. Όταν είδε το οσιακό σκήνωμα της Θεοδώρας, το εναγκαλίσθηκε και το κατέβρεχε με δάκρυα στα μάτια καλώντας την με το όνομά της. Μετά τον ενταφιασμό της έγινε και εκείνος μοναχός και έζησε στο κελί της οσίας βίον ησυχαστικό και φιλάρετο. Γι’ αυτό και οι μοναχοί μετά την κοίμησή του τον ενεταφίασαν στον ίδιο τάφο. Αλλά και το παιδί σε τέτοια μέτρα αρετής έφθασε, ώστε αργότερα εξελέγη ηγούμενος της μονής.
Η Εκκλησία μας εορτάζει την μνήμη της στις 11 Σεπτεμβρίου.