Γεννημένη στην Αλεξάνδρεια η Αικατερίνη είχε από νωρίς προικιστεί παρά Θεού με ασυνήθιστη ευφυΐα. Η νεαρά κόρη παρακολουθούσε τα μαθήματα των καλύτερων διδασκάλων και των πιο ονομαστών φιλοσόφων. Είχε διεξέλθει όλες τις φυσικές επιστήμες, ιδιαιτέρως δε αυτή της ιατρικής. Σε ηλικία μόλις δεκαοκτώ ετών είχε φθάσει σε τόσο υψηλό επίπεδο μαθήσεως που γεννούσε τον θαυμασμό και των πιο έμπειρων ακόμη σοφών.
Πολλοί ήταν οι νέοι που την ζητούσαν σε γάμο, όμως εκείνη προαισθανόμενη την υπεροχή της παρθενίας απέρριπτε όλες τις προτάσεις.
Η μητέρα της όντας σε απόγνωση, στην προσπάθειά της να της βρει αντάξιο νέο έστειλε την κόρη να συμβουλευθεί έναν χριστιανό ασκητή που ζούσε λίγο έξω από την πόλη. Η Αικατερίνη είχε θέσει ως όρο να μην δεχθεί σύζυγο παρά μόνον νέο ισάξιο με αυτήν όχι μόνο στην ευγένεια, αλλά και στα πλούτη και στην ομορφιά και στην σοφία.
Ο χριστιανός ασκητής της είπε πως υπάρχει ένας τέτοιος άνθρωπος που η σοφία του ήταν ανώτερη πάντων, υπερέχει επίσης στην ευγένεια και στα πλούτη διότι Αυτός είναι ο δημιουργός των πάντων –ωραίος παρά τους υιούς των ανθρώπων-, γιατί είναι Θεός ενσαρκωμένος.
Την επόμενη μέρα της εμφανίστηκε η Θεοτόκο βρεφοκρατούσα, όμως ο Χριστός απέστρεφε το βλέμμα Του απ’ αυτήν διότι ήταν ακόμη καθυποταγμένη στην αμαρτία και στον θάνατο. Η Αικατερίνη ταραγμένη ζήτησε να βαπτιστεί και τότε εμφανίστηκε και πάλι η Θεοτόκος, με τον Χριστό που άστραφτε από χαρά. «Να που λάμπει ολόκληρη, όμορφη, πλούσια και αληθινή σοφή, τώρα τη δέχομαι ως πάναγνη νύφη μου». Για να σφραγίσει τους αρραβώνες αυτούς, η Θεοτόκος πέρασε στο δάχτυλο της κόρης ένα δαχτυλίδι και την έβαλε να υποσχεθεί πως δεν θα δεχόταν στη γη άλλο νυμφίο.
Την εποχή αυτή αυτοκράτορας ήταν ο Μαξιμίνος (301-311) ο οποίος με τη βία θέλησε να εξαναγκάσει επί ποινή βασανιστηρίων όλους τους υπηκόους του να συμμετέχουν στις ειδωλολατρικές θυσίες.
Η Αικατερίνα εμφανίστηκε τότε ενώπιον του αυτοκράτορος και τον επέπληξε αυστηρά για την λατρεία των κτιστών όντων. Έκπληκτος κατ’ αρχήν από το κάλλος της κόρης και την τόλμη της γοητεύτηκε αμέσως από την σοφία της. Η Αικατερίνη του πρότεινε να αντιμετωπίσει σε δημόσια συζήτηση τους καλύτερους ρήτορες και φιλοσόφους της εποχής. Έφθασαν στην Αλεξάνδρεια πενήντα ρήτορες. Η Αικατερίνη με ευκολία κατέρριψε όλα τα μυθεύματά τους, διακηρύσσοντας ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε εκ του μηδενός από τον μόνο αληθινό Θεό και ότι ο άνθρωπος λυτρώθηκε από τον θάνατο διά της ενανθρωπήσεως του μονογενούς Υιού του Πατρός. Οι ρήτορες αναγνώρισαν την πλάνη τους και ζήτησαν από την αγία να βαπτιστούν.
Ο αυτοκράτορας έξαλλος διέταξε να συλλάβουν τους πενήντα ρήτορες και τους καταδίκασε να πεθάνουν στην πυρά. Παράλληλα ετοίμαζαν μια μηχανή βασανιστηρίων η οποία δια θαύματος σκότωσε αντί για την Αικατερίνη πλήθος ειδωλολατρών.
Μπροστά στο θέαμα των άθλων της αγίας μάρτυρος, η ίδια η σύζυγος του αυτοκράτορα μεταστράφηκε στην αληθινή πίστη και ετελειώθη μαρτυρικά δια αποκεφαλισμού. Την επόμενη μέρα αποκεφάλισαν και την Αικατερίνη. Δύο άγγελοι τότε παρουσιάστηκαν και μετέφεραν το σώμα της από την Αλεξάνδρεια στο όρος Σινά. Ανευρέθη εκεί τον 8ο αιώνα από έναν ασκητή που διέμενε εκεί κοντά και το τίμιο λείψανο μεταφέρθηκε στη μονή που είχε ιδρύσει ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός τον 6ο αιώνα. Το μοναστήρι πήρε πάντως οριστικά την ονομασία Αγία Αικατερίνη τον 14ο αιώνα.
Το όνομα Αικατερίνα δηλώνει την αγνότητα του βίου της. Αεικαθερίνα.
Την μνήμη της εορτάζει η Εκκλησία μας στις 25 Νοεμβρίου.