Ο γενναίος αυτός αγωνιστής της ευσεβείας Αυτόνομος ήταν επίσκοπος στην Ιταλία την εποχή των συναυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών (303), ο άγιος ιεράρχης εγκατέλειψε την πόλη του και μετέβη στο χωριό Σωρεοί της Βιθυνίας. Εκεί τον φιλοξένησε κάποιος χριστιανός ονομαζόμενος Κορνήλιος. Κατά την παραμονή του στους Σωρεούς ο άγιος έκτισε ναό προς τιμήν του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και εκεί χειροτόνησε διάκονο τον Κορνήλιο. Του παρέδωσε την φροντίδα του ναού και έφυγε στην Λυκαονία και Ισαυρία για να κηρύξει τον λόγο του Θεού. Επιστρέφοντας στην Βιθυνία χειροτόνησε τον Κορνήλιο ιερέα. Επειδή έμαθε πως ο Διοκλητιανός τον αναζητούσε, για να αποφύγει τον πειρασμό μετέβη στο Μαντίνιο και στην Κλαυδιούπολη, κοντά στον Εύξεινο Πόντο.
Κατά την επιστροφή του στους Σωρεούς, χειροτόνησε τον Κορνήλιο επίσκοπο και ακούραστος συνέχισε την ιεραποστολική του δράση στα δυτικά μέρη της Μ. Ασίας.
Επανερχόμενος και πάλι στους Σωρεούς, επισκέφθηκε το γειτονικό χωριό Λίμνες, όπου με τη διδασκαλία του οδήγησε τους περισσότερους κατοίκους στο φως της θεογνωσίας και τους βάπτισε. Βλέποντας οι νεοφώτιστοι τους ειδωλολάτρες συγχωριανούς τους να συνεχίζουν τις θυσίες στα είδωλα, την ημέρα της εορτής κάποιου δαίμονος, γεμάτοι ζήλο και ιερή οργή, όρμησαν στο ειδώλειο και συνέτριψαν όλα τα αγάλματα. Όταν ο αρχιερεύς Αυτόνομος ήρθε στους Σωρεούς για να τελέσει την αναίμακτη θυσία, οι ειδωλολάτρες οπλισμένοι τότε με ξύλα και σίδερα εισέβαλαν ξαφνικά στο ναό για να πάρουν την εκδίκησή τους, κτύπησαν όσους βρήκαν εκεί και φόνευσαν τον άγιο μπροστά στην Αγία Τράπεζα την ώρα που λειτουργούσε, ώστε να προσφέρει την ίδια του τη ζωή ως «θυσίαν ευάρεστον τω Θεώ». Οι θεοφιλείς πιστοί ενεταφίασαν με λαμπρότητα το ιερό του λείψανο και έκτισαν ναό πάνω στον τάφο του.
Η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη του στις 12 Σεπτεμβρίου.