Η αγία Ιερουσαλήμ γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου περίπου το 250 μ.Χ.
Από νεαρής ηλικίας είχε κατανοήσει την ματαιότητα του κοσμικού βίου, όμως σεβόμενη την επιθυμία των γονιών της παντρεύτηκε και απέκτησε τρία παιδιά, τον Σέκενδο, τον Σεκένδικο και τον Κήγορο.
Μετά από οκτώ χρόνια έγγαμου βίου ο σύζυγός της πέθανε και η αγία μαζί με τους γιούς της αναχώρησε για την Ρώμη κηρύττοντας καθ΄οδόν τον Χριστό. Αργότερα ήρθε και στην Ελλάδα, όπου στα μέρη της Εδέσσης αφιερώθηκε στον μοναχικό βίο, στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Βέροια όπου με το παράδειγμά της και το κήρυγμα του Ευαγγελίου ανέσυρε πολλούς από σκοτάδι της ειδωλολατρίας.
Επί της βασιλείας του Πρόβου (276-282) καταγγέλθηκε για την ιεραποστολική της δράση στον διοικητή της Θεσσαλονίκης Κινδιανό και κλήθηκε σε απολογία μαζί με τους υιούς της.
Πρώτος ο μικρότερος υιός, ο Κήγορος, οδηγήθηκε στο μαρτύριο, τον ξάπλωσαν σε πυρακτωμένη σχάρα, ώσπου παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο. Ακολούθησε ο Σέκενδος, τον οποίο ράβδισαν βάναυσα και του φόρεσαν πυρακτωμένη περικεφαλαία. Με αυτό το φοβερό μαρτύριο παρέδωσε κι αυτός την ψυχή του στον Θεό. Τέλος την αδελφική τριάδα ολοκλήρωσε ο Σεκενδίκος. Τον έδεσαν σε αφηνιασμένα άγρια άλογα όπου συρόμενος σε ανώμαλα εδάφη εξέπνευσε παραδίδοντας το πνεύμα του. Τότε οι δήμιοι στράφηκαν προς την Ιερουσαλήμ, η οποία παρακολουθούσε τους άθλους των παιδιών της με ηρωική αποφασιστικότητα. Την κρέμασαν από τα χέρια και έξυναν τις σάρκες της με σιδερένια νύχια. Η Χάρις όμως του Θεού την διαφύλαξε αβλαβή. Την βασάνισαν και με άλλους βάναυσους τρόπους δίχως όμως αποτέλεσμα. Τελικά με διαταγή του Κινδιανού την αποκεφάλισαν.
Φιλόχριστοι Βεροιείς περισυνέλεξαν το βράδυ τα τίμια λείψανά της και τα ενταφίασαν στο μέρος που αργότερα κτίστηκε ναός προς τιμήν της. Ο ναός αυτός καταστράφηκε λίγο πριν το 1908. Η τίμια κάρα της σώζεται και διαφυλάσσεται μέχρι σήμερα στην Βέροια.