Αρχικά τη Θεία Λειτουργία την τελούσαν οι επίσκοποι. Οι πρεσβύτεροι αν και από την χειροτονία τους μπορούσαν να τελούν μυστήρια, όμως δεν το έκαναν παρά σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως στους διωγμούς. Όταν όμως οι αγροτικές κοινότητες πολλαπλασιάστηκαν, ο επίσκοπος τοποθετούσε πρεσβυτέρους που τελούσαν τη Θεία Ευχαριστία την οποία θεωρούσαν ως επέκταση της μίας που γινόταν από τον επίσκοπο. Η έδρα του επισκόπου έγινε το κέντρο για την τακτοποίηση διαφόρων ζητημάτων που ενέκυπταν.
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΕΣ: Οι επίσκοποι μιας Ρωμαϊκής επαρχίας συνδέονταν με τον επίσκοπο της πρωτεύουσάς της που ονομάζονταν Μητρόπολη. Στην Αίγυπτο ήταν η Αλεξάνδρεια, η Ρώμη στην Ιταλία, η Καρχηδόνα στη Β. Αφρική, η Αντιόχεια στη Συρία. Με τον τρόπο αυτό ο επίσκοπος της πρωτεύουσας απέχτησε υπεροχή απέναντι στους άλλους κι ονομάστηκαν Μητροπολίτες. Η Α΄Οικουμενική Σύνοδος επέβαλε με τον στ΄ κανόνα της την μητροπολιτική οργάνωση.
Ο επίσκοπος Αλεξανδρείας Δημήτριος (231) ίδρυσε τρεις επισκοπές, ο επίσκοπος Ηρακλάς ίδρυσε είκοσι, και στα τέλη του Γ΄ αιώνα υπήρχαν 100 επισκοπές στη χώρα.
Ο επίσκοπος Αλεξανδρείας επικύρωνε την εκλογή αυτών των επισκόπων, τους ονόμαζε υιούς του και αυτοί τον ονόμαζαν αρχιεπίσκοπο. Το ίδιο συνέβη και στη Ρώμη. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και στην Καρχηδόνα.
ΨΑΛΜΩΔΙΑ: Από τον β΄αιώνα υπήρχαν συνθέτες ύμνων. Αργότερα είναι γνωστό ότι ο Εφραίμ έγραψε ύμνους στη Συριακή γλώσσα και ο Ιλάριος επίσκοπος Πουατιέ, μετά τη διαμονή του στην Ανατολή, έγραψε στα λατινικά όταν επέστρεψε στη Γαλλία. Ύμνους έγραψε και ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων και δίδαξε τον λαό να ψέλνει.
Νωρίτερα δίδαξαν ψαλμωδία ο Βαρσεδάνης και ο γιος του Αρμόνιος . Επίσης ο Διόδωρος επίσκοπος Ταρσού και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Ο Απόστολος Παύλος γράφει: «Λαλούντες εαυτούς ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς, άδοντες και ψάλλοντες εν τη καρδία υμών τω Κυρίω» (Εφες. 5,12).
Αρχικά έψαλλαν αντιφωνικά, ο ένας μετά τον άλλο κατ’ εναλλαγή.
ΒΑΠΤΙΣΜΑ
Αφού έκαναν εξορκισμό και υπόταξη του σατανά, άλειφαν τον νεοσύλλεκτο με αγιασμένο έλαιο και ο επίσκοπος ή οι πρεσβύτεροι έκαναν επίθεση των χειρών. Το βάπτισμα γινόταν σε τρεχούμενο νερό, σε πηγές ή σε ποταμούς και στη θάλασσα. Αργότερα στο βαπτιστήριο. Σε περίπτωση ανάγκης (όταν πέθαινε κανείς), βάπτιζαν και οι λαϊκοί. Το βάπτισμα γινόταν δύο φορές το χρόνο. Το Πάσχα και τα Επιφάνια. Γι’ αυτό και η εβδομάδα μετά το Πάσχα ονομάστηκε Διακαινήσιμος. Στους νεοβαπτιζόμενους έδιναν ονόματα κυρίως μαρτύρων.
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
Γινόταν δημόσια για τα γνωστά και φανερά αμαρτήματα, ενώ τα κρυφά αμαρτήματα τα έλεγαν στον επίσκοπο ή σ’ έναν πρεσβύτερο που όριζε ο επίσκοπος. Στην αρχή υπήρχαν οι ακροώμενοι και οι γόνυ κλίνοντες. Ύστερα από τα μέσα του Γ΄ αιώνα χωρίστηκαν σε τέσσερις τάξεις:
Α) Οι προσκλαίοντες που στέκονταν στην αυλή του Θεού, έκλαιγαν και ζητούσαν από τους χριστιανούς να προσευχηθούν για τη συγχώρησή του.
Β) Οι ακροώμενοι: Στέκονταν στον νάρθηκα ως το κήρυγμα.
Γ) Οι υποπίπτοντες: Ήταν μέσα στο ναό και έφευγαν ίσως πριν την Θεία Κοινωνία.
Δ) Οι συνεστώτες: Έμεναν μέσα στο ναό σε όλη τη διάρκεια της λατρείας χωρίς να μεταλαβαίνουν.