1 Τι οὖν τὸ περισσὸν τοῦ ᾿Ιουδαίου, ἢ τίς ἡ ὠφέλεια τῆς περιτομῆς; 2 πολὺ κατὰ πάντα τρόπον. πρῶτον μὲν γὰρ ὅτι ἐπιστεύθησαν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. 3 τί γὰρ εἰ ἠπίστησάν τινες;
Φαίνονται πως όλοι έχουν δείξει απιστία. Για να μη φανεί πάλι, μιλώντας σύμφωνα με την πραγματικότητα, ότι είναι σφοδρός τους κατήγορος σαν εχθρός, αναφέρει το αληθινό γεγονός σαν σκέψη και συμπέρασμα λέγοντας
μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῦ Θεοῦ καταργήσει; 4 μὴ γένοιτο· γινέσθω δὲ ὁ Θεὸς ἀληθής, πᾶς δὲ ἄνθρωπος ψεύστης, καθὼς γέγραπται· ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε.
Αυτό που λέει σημαίνει το εξής: Δεν εννοώ λέει, ότι μερικοί έδειξαν απιστία, αλλά αν θέλεις, λογάριαζε πως όλοι έχουν δείξει απιστία, αναφέροντας το αληθινό γεγονός συμπερασματικά, για να φανεί μαλακός και ανυποψίαστος. Γιατί πραγματικά έτσι δικαιώνεται, λέει, ο Θεός. Τι σημαίνει δικαιώνεται; Εάν γίνει κρίση και εξέταση εκείνων που έκανε ο Θεός στους Ιουδαίους και εκείνων που αυτοί έκαναν στο Θεό, η νίκη θα είναι με το μέρος του Θεού και η δικαίωση όλη δική Του. και αφού το έδειξε καθαρά αυτό απ’ όσα προηγουμένως ανέφερε, τότε παρουσίασε και τον προφήτη που συμφωνεί μ’ αυτά και λέει: «Για να δικαιωθείς στα λόγια σου, και να νικήσεις όταν σε κρίνουν οι άνθρωποι». (Ψαλμ. 50,6) Αυτός δηλαδή έκανε όλα τα δικά του, εκείνοι όωμς ούτε έγιναν καλύτεροι.
5 εἰ δὲ ἡ ἀδικία ἡμῶν Θεοῦ δικαιοσύνην συνίστησι, τί ἐροῦμεν; μὴ ἄδικος ὁ Θεὸς ὁ ἐπιφέρων τὴν ὀργήν; κατὰ ἄνθρωπον λέγω. 6 μὴ γένοιτο· ἐπεὶ πῶς κρινεῖ ὁ Θεὸς τὸν κόσμον;
Και λύνει το άτοπο με άτοπο. Επειδή όμως αυτός είναι ασαφές είναι ανάγκη να το παρουσιάσω σαφέστερα: Ο Θεός τίμησε τους Ιουδαίους, αυτοί τον περιφρόνησαν. Αυτό τον κάνει να νικήσει και δείχνει τη μεγάλη φιλανθρωπία του, γιατί τους τίμησε, μολονότι ήταν τέτοιοι. Επομένως, αφού περιφρονήσαμε, λέει, και αδικήσαμε, γι’ αυτό ο Θεός νίκησε και η δικαιοσύνη Του φάνηκε λαμπρή, για ποιο λόγο τιμωρούμαι, λέει, αφού έγινα αίτιος να νικήσει μ’ αυτά που περιφρόνησα; Πως λοιπό ν το λύνει αυτό; Με άλλο όπως είπα άτοπο. Εάν λοιπόν λέει, έγινες εσύ αίτιος της νίκης του, και ύστερα απ’ αυτά τιμωρείσαι, είναι αδικία αυτό που γίνεται, εάν όμως δεν είναι άδικος ο Θεός, ενώ εσύ τιμωρείσαι, δεν έγινες καθόλου αίτιος της νίκης του. και πρόσεχε την ευλάβεια του αποστόλου. Γιατί αφού είπε «μήπως είναι άδικος ο Θεός που οργίζεται εναντίον μας»; Πρόσθεσε, «Σαν άνθρωπος μιλάω».
7 εἰ γὰρ ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ἐμῷ ψεύσματι ἐπερίσσευσεν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ, τί ἔτι κἀγὼ ὡς ἁμαρτωλὸς κρίνομαι, 8 καὶ μὴ καθὼς βλασφημούμεθα καὶ καθὼς φασί τινες ἡμᾶς λέγειν ὅτι ποιήσωμεν τὰ κακὰ ἵνα ἔλθῃ τὰ ἀγαθά; ὧν τὸ κρῖμα ἔνδικόν ἐστι.
Εάν λοιπόν ο Θεός, λέει, φάνηκε φιλάνθρωπος και δίκαιος και αγαθός, από αυτά που εσύ δεν πρόσεξες, όχι μόνο δεν πρέπει να τιμωρείσαι, αλλά και να ευεργετείσαι. Εάν όμως συμβαίνει αυτό, θα βρεθεί το άτοπο εκείνο, το οποίο λέγεται και από πολλούς, ότι δηλαδή τα καλά προέρχονται από τα κακά και ότι τα κακά είναι αιτία των καλών και είναι ανάγκη να γίνεται ένα από τα δύο, ή να φαίνεται άδικος όταν τιμωρεί ή να νικάει από τα δικά μας κακά όταν δεν τιμωρεί. Αυτά βέβαια είναι υπερβολικά άτοπα και τα δύο. Αποδεικνύοντας ατό και ο ίδιος, παρουσίασε και τους εφευρέτες αυτών των διδασκαλιών Έλληνες, θεωρώντας πως είναι αρκετή για την κατηγορία αυτών που ειπώθηκαν η ποιότητα των προσώπων εκείνων που λέγουν αυτά.
“”Οι Έλληνες γι’ αυτό είναι άξιοι αποστροφής, γιατί έκαναν θεούς τα πάθη, ονομάζοντας την επιθυμία Αφροδίτη, το θυμό Άρη και τη μέθη Διόνυσο””
9 Τί οὖν; προεχόμεθα; οὐ πάντως· προῃτιασάμεθα γὰρ ᾿Ιουδαίους τε καὶ ῞Ελληνας πάντας ὑφ᾿ ἁμαρτίαν εἶναι,
10 καθὼς γέγραπται ὅτι οὐκ ἔστι δίκαιος οὐδὲ εἷς, 11 οὐκ ἔστιν ὁ συνιῶν, οὐκ ἔστιν ὁ ἐκζητῶν τὸν Θεόν· 12 πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν· οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός.
13 τάφος ἀνεῳγμένος ὁ λάρυγξ αὐτῶν, ταῖς γλώσσαις αὐτῶν ἐδολιοῦσαν, ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν· 14 ὧν τὸ στόμα ἀρᾶς καὶ πικρίας γέμει· 15 ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα,
16 σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, 17 καὶ ὁδὸν εἰρήνης οὐκ ἔγνωσαν. 18 οὐκ ἔστι φόβος Θεοῦ ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν.
Κατηγόρησε τους Έλληνες, κατηγόρησε τους Ιουδαίους ήταν επόμενο να μιλήσει στη συνέχεια για τη δικαίωση και την πίστη. Αφού λοιπόν ούτε ο νόμος της φύσης δεν ωφέλησε, ούτε ο γραπτός νόμος έκανε κάτι περισσότερο, αλλά και οι δύο έβλαψαν εκείνους που δεν τους χρησιμοποιούσαν όπως έπρεπε και απέδειξαν πως είναι άξιοι για μεγαλύτερη τιμωρία, είναι αναγκαία πλέον η σωτηρία που είναι αποτέλεσμα της χάρης. Πες λοιπόν αυτήν Παύλε και δείξε την. Όμως δεν ριψοκινδυνεύει ακόμη, επειδή υποψιαζόταν το θράσος των Ιουδαίων, αλλά φέρει πάλι το λόγο στην κατηγορία εναντίον τους, και πρώτα παρουσιάζει κατήγορο τον Δαυίδ που λέει με πολλά λόγια αυτά, τα οποία σύντομα τα είπε ο Ησαΐας, επινοώντας γι’ αυτούς δυνατό χαλινάρι, ώστε λοιπόν να μην απομακρυνθεί κανείς από τους ακροατές, ούτε να αποσκιρτήσει από τους λόγους που ασκούν στην αρετή, αφού θα έχει προσβληθεί αρκετά με τις κατηγορίες των προφητών. Γιατί πραγματικά τρεις κατηγορίες αναφέρει ο προφήτης λέγοντας, και ότι όλοι μαζί έκαναν κακά, και ότι ανέμειξαν τα καλά με τα κακά αλλά καταγινόταν μόνο με την κακία και ότι το έκαναν αυτό με κάθε υπερβολή. Έπειτα για να μη λέγουν, τι λοιπόν αν λέγονται αυτά για τους άλλους; Πρόσθεσε:
19 Οἴδαμεν δὲ ὅτι ὅσα ὁ νόμος λέγει τοῖς ἐν τῷ νόμῳ λαλεῖ, ἵνα πᾶν στόμα φραγῇ καὶ ὑπόδικος γένηται πᾶς ὁ κόσμος τῷ Θεῷ, 20 διότι ἐξ ἔργων νόμου οὐ δικαιωθήσεται πᾶσα σὰρξ ἐνώπιον αὐτοῦ· διὰ γὰρ νόμου ἐπίγνωσις ἁμαρτίας.
Γι’ αυτό ακριβώς μετά τον Ησαΐα, που κατά κοινή ομολογία απευθύνεται σ’ αυτούς, πρόσθεσε και τον Δαυίδ, για ν’ αποδείξει ότι και αυτά συμφωνούν το ίδιο. Γιατί ποια ανάγκη υπήρχε, λέει, να κατηγορεί άλλους ο προφήτης που στάλθηκε για τη δική μας διόρθωση; Γιατί ούτε ο νόμος δόθηκε σε άλλους, αλλά σε σας.
«Για να κλείσει κάθε στόμα»: Κι εδώ φανερώνει την αδιάντροπη και ασυγκράτητη καυχησιολογία τους. Γιατί η γλώσσα τους έτρεχε όπως το ορμητικό ποτάμι, αλλά την έφραξε ο προφήτης.
«Και για να γίνει όλος ο κόσμος υπόλογος στο Θεό»: Δεν είπε, ο Ιουδαίος, αλλά όλος ο κόσμος. Γιατί το «για να κλείσει κάθε στόμα», εκείνους υπονοεί, αν και δεν λέχτηκε φανερά, για να μη γίνει σκληρότερος ο λόγος, ενώ το «για να γίνει όλος ο κόσμος υπόλογος στο Θεό», έχει λεχθεί και τους Ιουδαίους και για τους Έλληνες.
«Γιατί με το νόμο γνωρίζει κανείς καλά την αμαρτία»: Πάλι επιτέθηκε εναντίον του νόμου, με μέτρο όμως. Γιατί ο λόγος δεν ήταν κατηγορία του νόμου, αλλά της αδιαφορίας των Ιουδαίων. Αν λοιπόν καυχιέσαι για τον νόμο, λέει, αυτός σε ντροπιάζει περισσότερο, αυτός διασύρει τις αμαρτίες σου. Όμως δεν μίλησε τόσο σκληρά, αλλά με χαμηλό τόνο πάλι.
Όταν λοιπόν μεγάλωσε πολύ τον φόβο, τότε πλέον προσθέτει τα σχετικά με τη χάρη, αφού έκανε πολύ επιθυμητή τη συγχώρηση των αμαρτιών και λέει:
21 Νυνὶ δὲ χωρὶς νόμου δικαιοσύνη Θεοῦ πεφανέρωται, μαρτυρουμένη ὑπὸ τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν,
Εδώ είπε μεγάλο λόγο και χρειάζεται πολλή απόδειξη. Αν λοιπόν εκείνοι που ζούσαν κάτω από τις εντολές του νόμου, όχι μόνο δεν απέφυγαν την τιμωρία, αλλά και υπέφεραν περισσότερο, πως είναι δυνατόν χωρίς νόμο όχι μόνο ν’ αποφύγει κανείς την τιμωρία, αλλά και να δικαιωθεί; Γιατί εδώ ανέφερ δύο άκρα, και τη δικαίωση και την επιτυχία των αγαθών αυτών χωρίς νόμο. Γι’ αυτό δεν είπε απλά δικάιωση, αλλά «Δικαίωση Θεού», δείχνοντας από την αξία του προσώπου και τη δωρεά μεγαλύτερη και την υπόσχεση δυνατή, γιατί τα πάντα είναι δυνατά στο Θεό. Και δεν είπε δόθηκε, αλλά «έχει φανερωθεί», αφαιρώντας την κατηγορία της καινοτομίας. Γιατί εκείνο που έχει φανερωθεί, φανερώνεται σαν παλιό και κρυμμένο.
Και αναφέρει ως πειστήριο τους προφήτες, γιατί αυτοί προφήτευαν πως αυτό προέρχεται από τον Θεό: Αββακούμ: «Ο δίκαιος θα σωθεί από την πίστη του»
«Γιατί δεν υπάρχει διάκριση επειδή όλοι αμάρτησαν». Μη μου πεις λοιπόν, ότι ο τάδε είναι Σκύθης, ο τάδε θρακιώτης, γιατί όλοι βρίσκονται στα ίδια αμαρτήματα. Γιατί μολονότι έλαβες το νόμο, ένα μόνο έμαθες από το νόμο, το να γνωρίσεις την αμαρτία, όχι το να την αποφύγεις.
22 δικαιοσύνη δὲ Θεοῦ διὰ πίστεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἰς πάντας καὶ ἐπὶ πάντας τοὺς πιστεύοντας· οὐ γάρ ἐστι διαστολή·
Έπειτα για να μη λέγουν ότι μολονότι βέβαια αμαρτήσαμε, όχι μόνο βέβαια αμαρτήσαμε, όχι όμως τόσο όσο εκείνοι, πρόσθεσε:
23 πάντες γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ,
Επομένως, αν και δεν αμάρτησες όπως οι άλλοι, όμως στερείσαι κατά τον ίδιο τρόπο τη δόξα, γιατί είσαι ένας απ’ αυτούς που έχουν αντιταχθεί στο Θεό. Εκείνος όμως που έχει αντιταχθεί, δεν είναι ανάμεσα σ’ εκείνους που δοξάζονται, αλλά σ’ εκείνους που είναι ατιμασμένοι. Αλλά να μη φοβηθείς. Γιατί γι’ αυτό τα είπα αυτά, όχι για να σε οδηγήσω στην απόγνωση, αλλά για να δείξω τη φιλανθρωπία του Κυρίου. γι’ αυτό και πρόσθεσε:
24 δικαιούμενοι δωρεὰν τῇ αὐτοῦ χάριτι διὰ τῆς ἀπολυτρώσεως τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, 25 ὃν προέθετο ὁ Θεὸς ἱλαστήριον διὰ τῆς πίστεως ἐν τῷ αὐτοῦ αἵματι, εἰς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ διὰ τὴν πάρεσιν τῶν προγεγονότων ἁμαρτημάτων
Πρόσεχε με πόσα αποδεικνύει αυτό που έχει ειπωθεί. Πρώτα από την αξία του προσώπου. Γιατί δεν είναι άνθρωπος που κάνει αυτά, ώστε να χάσει τη δύναμή του, αλλά ο Θεός που μπορεί τα πάντα, γιατί η δικαιοσύνη, λέει, είναι του Θεού. Δεύτερο από το νόμο και τους προφήτες. Να μη φοβηθείς λοιπόν επειδή άκουσες «χωρίς νόμο», γιατί και στον ίδιο τον νόμο αυτό φαίνεται.. τρίο, από τις θυσίες που γίνονταν στην Παλαιά Διαθήκη. Γιατί γι’ αυτό είπε «Με το δικό του αίμα», θυμίζοντας σ’ αυτούς εκείνα τα πρόβατα και τα μοσχάρια. Εάν λοιπόν οι θυσίες των ζώων, λέει, παρείχαν συγχώρηση στις αμαρτίες, πολύ περισσότερο θα παρέχει το αίμα αυτό. Και δεν είπε απλά με τη λύτρωση, αλλά με την «απολύτρωση», σαν να μην επρόκειτο να επανέλθουμε πάλι στην ίδια δουλεία. Και γι’ αυτό το ονομάζει αυτό μέσο εξιλασμού, για να δείξει, πως αν ο τύπος είχε τόσο μεγάλη δύναμη, πολύ περισσότερο θα δείξει η αλήθεια το ίδιο.
«Προόρισε ο Θεός», και δείχνοντας πως το κατόρθωμα ανήκει στον Πατέρα, το ίδιο δείχνει πως είναι και του Υιού.
Γιατί βέβαια ο Πατέρας προόρισε, ενώ ο Χριστός κατόρθωσε τα πάντα με το δικό του αίμα. «Για να φανερωθεί η δικαιοσύνη του». Τι σημαίνει «φανέρωση της δικαιοσύνης»; Όπως ακριβώς φανέρωση του πλούτου είναι, είναι το να μην είναι μόνο αυτός πλούσιος, αλλά και άλλους να κάνει πλούσιους κι όπως φανέρωση ζωής είναι το να μην έχει μόνο αυτός μόνο ζωή, αλλά και ν’ ανασταίνει τους νεκρούς και όπως φανέρωση της δύναμης είναι, το να μην είναι αυτός μόνο δυνατός, αλλά να κάνει και τους άλλους δυνατούς ακόμη και τους αδύνατους. Έτσι και φανέρωση της δικαιοσύνης είναι, το να μην είναι αυτός μόνο δίκαιος, αλλά να κάνει ξαφνικά και άλλους δίκαιους που είχαν κατασαπίσει στις αμαρτίες.
Κι αφού λοιπόν εξύψωσε τον ακροατή με το να πει, πως αυτά που γίνονται είναι φανέρωση της δικαιοσύνης του Θεού, πάλι με το φόβο παρακινεί εκείνον που διστάζει και αποφεύγει να πλησιάσει λέγοντας τα εξής: «Εξ’ αιτίας της παράλυσης των προηγούμενων αμαρτημάτων». Βλέπεις πως τους θυμίζει συνέχεια τα αμαρτήματα; Και λέγοντας παράλυσης εννοεί την νέκρωση. Γιατί δεν υπήρχε πια ελπίδα υγείας, αλλά σαν ακριβώς σώμα παράλυτο χρειαζόταν βοήθεια του Θεού, έτσι και η ψυχή που νεκρώθηκε.
Και το πιο φοβερό, που αφού το ανέφερε σαν αιτία, δείχνει πως η κατηγορία είναι μεγαλύτερη. Και ποιο είναι αυτό; Το ότι η παράλυση έχει γίνει με την ανοχή του Θεού. Γιατί δεν μπορείτε να ισχυριστείτε, λεει
26 ἐν τῇ ἀνοχῇ τοῦ Θεοῦ, πρὸς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ ἐν τῷ νῦν καιρῷ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν δίκαιον καὶ δικαιοῦντα τὸν ἐκ πίστεως ᾿Ιησοῦ.
Μη λοιπόν αμφιβάλλεις, γιατί η δικαίωση δεν προέρχεται από τα έργα, αλλά από την πίστη. Ούτε ν’ αποφύγεις τη δικαιοσύνη του Θεού, αφού είναι διπλό το καλό της, γιατί και εύκολο είναι, και σε όλους προσιτό. Ούτε να ντρέπεσαι και να κοκκινίζεις. Γιατί αν αυτός επιδεικνύεται κάνοντας αυτό, και όπως θα μπορούσε να πει κανείς, καμαρώνει και υπερηφανεύεται, πως εσύ κρύβεσαι και σκεπάζεις το πρόσωπό σου γι’ αυτό που ο Κύριός σου δοξάζεται;
27 Ποῦ οὖν ἡ καύχησις; ἐξεκλείσθη. διὰ ποίου νόμου; τῶν ἔργων; οὐχί, ἀλλὰ διὰ νόμου πίστεως.
Είναι μεγάλος ο αγώνας του Παύλου να δείξει, ότι τόσα πολλά κατόρθωσε η πίστη, όσα δε φαντάστηκε ποτέ ο νόμος. Και δεν είπε «εξαφανίστηκε ή χάθηκε η καύχηση», αλλά «αποκλείστηκε», πράγμα που δείχνει την ακαταλληλότητα του καιρού, γιατί δεν έχει πια καιρό. Γιατί όταν έρθει η κρίση, δεν έχουν πια καιρό εκείνοι που θέλουν να μετανοήσουν, έτσι και όταν βγει η απόφαση στη συνέχεια, και όταν πρόκειται να καταστραφούν όλοι και έρθει αυτός που με τη χάρη του διαλύει αυτά τα φοβερά, δεν είχαν πια εκείνοι καιρό να προβάλουν σαν δικαιολογία τη διόρθωση από το νόμο.
Και να τώρα κανείς σώζεται μόνο με το νόμο της πίστης, αφού ο νόμος των έργων έγινε ακατάλληλος. Και πως σώζεται κανείς με το νόμο της πίστης; Διά της χάριτος. Είδες πόσο πλούσια είναι η πίστη; Ποιος λοιπόν πλέον μπορεί να καυχάται για τα έργα του;
Δύο πράγματα ήταν αυτά που τρόμαζαν περισσότερο τους Ιουδαίους, το ένα, αν είναι δυνατό να σωθούν χωρίς τα έργα, αφού δε σώθηκαν εκείνοι που είχαν έργα, και το άλλο, αν είναι δίκαιο οι απερίτμητοι ν’ απολαύσουν τα ίδια μ’ αυτούς που τόσο χρόνο έζησαν μαζί με το νόμο, πράγμα που τους συγκλόνιζε πολύ περισσότερο από το πρώτο. Γι’ αυτό, αφού απέδειξε εκείνο, έρχεται στη συνέχεια σ’ αυτό, που τόσο θορυβούσε τους Ιουδαίους, ώστε ύστερα από την πίστη να κατηγορήσουν και τον Πέτρο εξαιτίας της υπόθεσης αυτής, δηλαδή εξαιτίας του Κορνήλιου και του σχετικού μ’ αυτός επεισοδίου.
28 λογιζόμεθα οὖν πίστει δικαιοῦσθαι ἄνθρωπον χωρὶς ἔργων νόμου. 29 ἢ ᾿Ιουδαίων ὁ Θεὸς μόνον; οὐχὶ δὲ καὶ ἔθνῶν; ναὶ καὶ ἐθνῶν,
Σαν να έλεγε, γιατί λοιπόν σου φαίνεται άτοπο αυτό, το ότι δηλαδή κάθε άνθρωπος σώζεται; Μήπως λοιπόν ο Θεός είναι για μερικούς; Δεν επιτρέπετε εσείς να είναι ο Θεός, Θεός όλων;;; Εάν όμως είναι Θεός όλων, τότε φροντίζει για όλους.
30 ἐπείπερ εἷς ὁ Θεὸς ὃς δικαιώσει περιτομὴν ἐκ πίστεως καὶ ἀκροβυστίαν διὰ τῆς πίστεως.
Θυμίζοντας έτσι αυτά που είπε πιο μπροστά για την ακροβυστία και την περιτομή, με τα οποία απέδειξε πως δεν υπάρχει καμιά διαφορά.
31 νόμον οὖν καταργοῦμεν διὰ τῆς πίστεως; μὴ γένοιτο, ἀλλὰ νόμον ἱστῶμεν.
Είδες σύνεση ποικίλη και απερίγραπτη; Γιατί μ’ αυτό που είπε, δηλαδή «Στηρίζουμε», έδειξε πως ο νόμος δεν ισχύει, αλλά έχει καταργηθεί. Και πως στηρίζει τον νόμο; Δια της πίστεως. Διότι ποιο ήταν το έργο του νόμου και για ποιο λόγο τα έκανε όλα; Για να κάνει δίκαιο τον άνθρωπο. Αλλ’ εκείνος βέβαια δεν το κατόρθωσε αυτό. Γιατί όλοι λέει αμάρτησαν, ενώ όταν ήρθε η πίστη, το κατόρθωσε. Γιατί πίστευε κανείς και δικαιωνόταν μαζί. Επομένως στήριξε το θέλημα του νόμου, και για το λόγο που τα έκανε όλα εκείνος, τον πραγματοποίησε αυτή. Συνεπώς δεν τον κατήργησε, αλλά τον συμπλήρωσε.
Τρία πράγματα λοιπόν απέδειξε εδώ. και ότι είναι δυνατό να δικαιωθεί κανείς χωρίς το νόμο, και ότι δεν το κατόρθωσε αυτό ο νόμος και ότι η πίστη δεν τον πολεμάει. Επειδή λοιπόν αυτό θορυβούσε περισσότερο τους Ιουδαίους, η γνώμη δηλαδή πως η πίστη είναι αντίθετη στο νόμο, δείχνει περισσότερο απ’ ότι θέλει ο Ιουδαίος, ότι όχι μόνο δεν είναι αντίθετη, αλλά ότι είναι υπερβολικά και σύμμαχος και βοηθός του, πράγμα που ιδιαίτερα ποθούσαν ν’ ακούσουν.