ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

2019-12-02 20:46

 

1 Τι οὖν ἐροῦμεν ᾿Αβραὰμ τὸν πατέρα ἡμῶν εὑρηκέναι κατὰ σάρκα; 2 εἰ γὰρ ᾿Αβραὰμ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη, ἔχει καύχημα, ἀλλ᾿ οὐ πρὸς τὸν Θεόν.

Αφού είπε ότι ο κόσμος  έγινε υπόδικος στο Θεό, ότι όλοι αμάρτησαν, και ότι δεν είναι δυνατό να σωθούμε διαφορετικά παρά μόνο με την πίστη, προσπαθεί στη συνέχεια να δείξει, πως η σωτηρία αυτή δεν είναι αιτία ντροπής, αλλ’ αντιθέτως αιτία δόξης λαμπρής και μεγαλύτερης από τη δόξα που προέρχεται από τα έργα. Επειδή λοιπόν η σωτηρία με ντροπή είχε και κάποια λιποψυχία, αναιρεί στη συνέχεια και την υποψία αυτή.

Και τι κάνει τώρα εδώ; Επειδή ο πατριάρχης και φίλος του Θεού δέχτηκε πρώτος την περιτομή, θέλει να δείξει πως και εκείνο δικαιώθηκε από την πίστη. Και ονόμασε αυτόν πατέρα κατά σάρκα, για να τους στερήσει τη γνήσια συγγένεια προς αυτόν και να προετοιμάσει για τους εθνικούς την αγχιστεία προς αυτόν. Έπειτα λέγει: «Γιατί, αν ο Αβραάμ δικαιώθηκε από τα έργα του, έχει λόγο να καυχιέται, όχι όμως ενώπιον του Θεού». Αφού είπε λοιπόν, ότι ο Θεός δικαιώνει τον Ιουδαίο από την πίστη και τον εθνικό μέσω της πίστης, και αφού απέδειξε ικανοποιητικά αυτά με τα προηγούμενα, και με τον Αβραάμ δείχνει αυτό σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι υποσχέθηκε και μάχεται με την πίστη προς τα έργα και κάνει τον αγώνα όλο για το δίκαιο και όχι απλά. Γι’ αυτό και τον επαινεί παρά πολύ ονομάζοντας αυτόν προπάτορα και αναγκάζοντας αυτούς να τον υπακούουν σε όλα. Μη δηλαδή μου πεις τον Ιουδαίο, λέει, ούτε να μου αναφέρεις τον τάδε, γιατί εγώ θ’ ανέβω επάνω στην κορυφή όλων και εκεί από όπου άρχισε η περιτομή. «Γιατί αν ο Αβραάμ δικαιώθηκε από τα έργα του» λέγει, «μπορεί να καυχιέται, όχι όμως ενώπιον του Θεού. Είναι ασαφής ο λόγος. Επομένως ήταν ανάγκη να τον εξηγήσω περισσότερο.. γιατί υπάρχουν δύο καυχήματα, το ένα από τα έργα και το άλλο από την πίστη. Αφού δηλαδή είπε, «Εάν δικαιώθηκε από τα έργα του, έχει καύχημα, όχι όμως ενώπιον του Θεού», έδειξε πως και από την πίστη μπορεί να έχει καύχημα, και μάλιστα πολύ μεγαλύτερο.

Η μεγάλη λοιπόν δύναμη του Παύλου σ’ αυτό ιδιαίτερα φανερώνεται, γιατί έστρεψε στο αντίθετο το ζήτημα, και αυτό που είχε η σωτηρία από τα έργα, δηλαδή την καύχηση και την παρρησία, αυτό έδειξε πως ανήκει πολύ περισσότερο στην πίστη. Γιατί αυτός που καυχιέται από τα έργα, μπορεί να προφασίζεται τους δικούς του κόπους, ενώ εκείνος που καυχιέται για την πίστη του στον Θεό, παρουσιάζει πολύ μεγαλύτερη αφορμή για καύχηση, επειδή δόξασε και μεγάλυνε τον Κύριο. Γιατί εκείνα που δεν του υπέδειξε η φύση των ορατών πραγμάτων, αυτά αφού δέχτηκε από την πίστη σ’ αυτόν, έδειξε την γνήσια αγάπη γι’ αυτόν και έκανε γνωστή τη δύναμή του με λαμπρό τρόπο. Αυτό όμως είναι γνώρισμα γενναιότατης ψυχής, φιλοσοφικής διάθεσης και υψηλής διάνοιας. Γιατί το να μη κλέψει κανείς ούτε να φονεύσει το κατορθώνουν ακόμη και οι τυχαίοι άνθρωποι, ενώ το να πιστέψει, πως ο Θεός μπορεί τα αδύνατα, χρειάζεται κάποια ευγενική ψυχή και υπερβολική αφοσίωση σ’ Αυτόν, γιατί αυτό πραγματικά είναι απόδειξη γνήσιας αγάπης. Τιμάει βέβαια τον Θεό και εκείνος που τηρεί τις εντολές, τον τιμάει όμως πολύ περισσότερο αυτός που με την πίστη φιλοσοφεί. Γιατί εκείνος υπάκουσε σ’Αυτόν, ενώ αυτός σχημάτισε τη γνώμη που πρέπει γι’ Αυτόν και τον δόξασε και τον θαύμασε περισσότερο από την επίδειξη με τα έργα. Εκείνη λοιπόν η καύχηση ανήκει σ’ αυτόν που κατορθώνει, ενώ αυτή δοξάζει  το Θεό και όλη ανήκει σ’ αυτόν. γιατί καυχιέται για το ότι φαντάζεται γι’ αυτόν μεγάλα, τα οποία συντελούν στη δόξα εκείνου.

Γι’ αυτό λέγει, ότι έχει λόγο να καυχιέται ενώπιον του Θεού. Και όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά για κάτι άλλο. Γιατί καυχιέται πάλι ο πιστός, όχι γιατί αγάπησε γνήσια το Θεό μόνο, αλλά και γιατί απόλαυσε απ’ αυτόν πολλή τιμή και αγάπη. . γιατί όπως τον αγάπησε, επειδή φαντάστηκε μεγάλα γι’ αυτόν (καθόσον αυτό είναι απόδειξη αγάπης), έτσι και ο Θεός τον αγάπησε, αν και ήταν υπεύθυνος για πάρα πολλά αμαρτήματα, όχι μόνο απαλλάσσοντάς τον από την τιμωρία, αλλά και δικαιώνοντάς τον. Έχει λοιπόν λόγο να καυχιέται, επειδή θεωρήθηκε άξιος μεγάλης αγάπης.

3 τί γὰρ ἡ γραφὴ λέγει; ἐπίστευσε δὲ ᾿Αβραὰμ τῷ Θεῷ καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην. 4 τῷ δὲ ἐργαζομένῳ ὁ μισθὸς οὐ λογίζεται κατὰ χάριν, ἀλλὰ κατὰ ὀφείλημα·

Επομένως, λέγει, αυτό είναι μεγαλύτερο; Καθόλου. Γιατί και σ’ αυτό που πιστεύει λογαριάζεται. Δε θα λογαριαζόταν όμως, αν και αυτός δεν προσέφερα κάτι. Ώστε και αυτός έχει οφειλέτη το Θεό και όχι για ασήμαντα πράγματα, αλλά για μεγάλα και σπουδαία. Γιατί δείχνοντας τη μεγαλοφυΐα και την πνευματική του διάνοια, δεν είπε απλά, σ’ εκείνον που πιστεύει, αλλά: 

5 τῷ δὲ μὴ ἐργαζομένῳ, πιστεύοντι δὲ ἐπὶ τὸν δικαιοῦντα τὸν ἀσεβῆ λογίζεται ἡ πίστις αὐτοῦ εἰς δικαιοσύνην,

Γιατί σκέψου πόσο μεγάλο είναι να πεισθεί και να πληροφορηθεί, πως ο Θεός μπορεί όχι μόνο να απαλλάξει ξαφνικά από την τιμωρία εκείνον που ζει μέσα στην ασέβεια, αλλά και να τον δικαιώσει, και να τον κρίνει άξιο για τις αθάνατες εκείνες τιμές. Να μη νομίσεις λοιπόν πως αυτός μειώνεται, επειδή δε λογαριάζεται σ’ εκείνον σαν χάρη. Γιατί αυτό ακριβώς κάνει τον πιστό λαμπρό, το ότι δηλαδή απόλαυσε τόσο μεγάλη χάρη, το ότι έδειξε τέτοια πίστη. Και πρόσεχε πως η ανταπόδοση είναι μεγαλύτερη. Γιατί σ’ εκείνον δίνεται αμοιβή, ενώ σ’ αυτό δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη όμως είναι πολύ μεγαλύτερη από την αμοιβή, γιατί η δικαιοσύνη είναι ανταπόδοση που περιέχει πολλούς μισθούς.  Αφού έδειξε λοιπόν από τον Αβραάμ αυτό, προσθέτει στη συνέχεια και τον Δαυίδ που επιδοκιμάζει αυτά που έχουν λεχθεί. Τι λοιπόν λέει ο Δαυίδ και ποιον μακαρίζει; Αυτόν που καυχιέται από τα έργα του ή αυτόν που έχει απολαύσει τη χάρη, αυτόν που έλαβε τη συγχώρηση και τη δωρεά; Όταν όμως πω μακαριότητα, εννοώ την κορυφή όλων των αγαθών. Γιατί όπως ακριβώς η δικαιοσύνη είναι ανώτερη από τον μισθό, έτσι ο μακαρισμός είναι ανώτερος από τη δικαιοσύνη. Αφού λοιπόν έδειξε τη δικαιοσύνη ανώτερη, όχι με το να την έχει λάβει ο Αβραάμ μόνο, αλλά και από συλλογισμούς, παρουσιάζει τώρα τον Δαυίδ να την επιδοκιμάζει:

 6 καθάπερ καὶ Δαυῒδ λέγει τὸν μακαρισμὸν τοῦ ἀνθρώπου ᾧ ὁ Θεὸς λογίζεται δικαιοσύνην χωρὶς ἔργων· 7 μακάριοι ὧν ἀφέθησαν αἱ ἀνομίαι καὶ ὧν ἐπεκαλύφθησαν αἱ ἁμαρτίαι·

Και φαίνεται βέβαια πως δεν αναφέρει κατάλληλη μαρτυρία, γιατί δεν είπε, μακάριοι εκείνοι που η πίστη τους λογαριάστηκε για τη δικαίωσή τους. Και το κάνει αυτό με τη θέλησή του, και όχι από άγνοια, για να δείξει μεγαλύτερη την υπεροχή. Γιατί, αφού είναι μακάριος αυτός που έλαβε συγχώρηση από χάρη, θα είναι πολύ περισσότερο εκείνος που δικαιώθηκε και εκείνος που έδειξε πίστη.

Γιατί λοιπόν απορείς, λέει, που δεν παίρνεις τη συγχώρηση σαν χρέος, αλλά σαν χάρη; Να όμως, αυτός είναι κείνος που μακαρίζεται, και δε θα τον μακάριζε, αν δεν έβλεπε πως απολαμβάνει και δόξα πολλή.

 8 μακάριος ἀνὴρ ᾧ οὐ μὴ λογίσηται Κύριος ἁμαρτίαν. 9 ὁ μακαρισμὸς οὖν οὗτος ἐπὶ τὴν περιτομὴν ἢ καὶ ἐπὶ τὴν ἀκροβυστίαν;

Και εδώ δεν λέει η συγχώρηση αυτή ανήκει στον Ιουδαίο, αλλά τι; «Ο μακαρισμός αυτός» πράγμα που ήταν ανώτερο, «ανήκει στον Ιουδαίο ή στον εθνικό»; Εξετάζεται δηλαδή στη συνέχεια με ποιον βρίσκεται το αγαθό αυτό και σπουδαίο πράγμα, εάν βρίσκεται με τον Ιουδαίο ή με τον εθνικό. Εξετάζεται δηλαδή στη συνέχεια με ποιον βρίσκεται το αγαθό αυτό και σπουδαίο πράγμα, αν βρίσκεται με τον Ιουδαίο ή με τον εθνικό. Και δείχνει πως η δικαιοσύνη έχει γίνει στον απερίτμητο:

λέγομεν γὰρ ὅτι ἐλογίσθη τῷ ᾿Αβραὰμ ἡ πίστις εἰς δικαιοσύνην. 10 πῶς οὖν ἐλογίσθη; ἐν περιτομῇ ὄντι ἢ ἐν ἀκροβυστίᾳ; οὐκ ἐν περιτομῇ, ἀλλ᾿ ἐν ἀκροβυστίᾳ·
11 καὶ σημεῖον ἔλαβε περιτομῆς, σφραγῖδα τῆς δικαιοσύνης τῆς πίστεως τῆς ἐν τῇ ἀκροβυστίᾳ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πατέρα πάντων τῶν πιστευόντων δι᾿ ἀκροβυστίας, εἰς τὸ λογισθῆναι καὶ αὐτοῖς τὴν δικαιοσύνην,

Συνεπώς, αν αυτός δικαιώθηκε όταν ήταν απερίτμητος, για ποιο λόγο εισήχθηκε η περιτομή;  Είδες πως έδειξε ότι οι Ιουδαίοι είναι σαν παράσιτα; Ή πως και αυτοί οι απερίτμητοι έχουν περιέλθει στην ίδια κατάσταση μ’ εκείνους; Γιατί αν δικαιώθηκε και στεφανώθηκε όταν ήταν απερίτμητος, ενώ ύστερα έλαβε την περιτομή και ύστερα την δέχτηκαν και οι Ιουδαίοι, ασφαλώς ο Αβραάμ είναι πατέρας πρώτα των απερίτμητων που με την πίστη είναι συγγενείς του, και ύστερα αυτών που έχουν περιτμηθεί, γιατί είναι διπλός πρόγονος. Είδες πως λάμπει η πίστη; Είδες πως η ακροβυστία δεν εμποδίζει καθόλου; Επομένως η περιτομή είναι ύστερα από την πίστη.

Και για ποιο λόγο δέχτηκε «σφραγίδα»; Για να γίνει αυτός πατέρας κοινός και όσων πιστεύουν χωρίς να έχουν περιτμηθεί και όσων είναι περιτμημένοι.

Γιατί λοιπόν προστέθηκε η περιτομή; Για σένα, όχι για κείνον. Εσύ την χρειαζόσουν, όχι εκείνος. Επειδή δηλαδή δεν μιμήθηκες την αρετή της ψυχής, ούτε μπόρεσες να τη δεις, σου δόθηκε η σαρκική περιτομή, ώστε αφού ασκηθείς σ’ αυτό το σωματικό, να οδηγηθείς σιγά σιγά και στη φιλοσοφία της ψυχής.

Ότι λοιπόν για σένα έλαβε την περιτομή, άκουσε τα επόμενα:
12 καὶ πατέρα περιτομῆς τοῖς οὐκ ἐκ περιτομῆς μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῖς στοιχοῦσι τοῖς ἴχνεσι τῆς ἐν τῇ ἀκροβυστίᾳ πίστεως τοῦ πατρὸς ἡμῶν ᾿Αβραάμ.

Έτσι, αν δεν έχει την πίστη, ούτε το σημάδι στη συνέχεια μπορεί να είναι σημάδι. Γιατί για ποιο πράγμα θα είναι σημάδι και για ποιο σφραγίδα, αν δεν υπάρχει αυτό που σφραγίζεται; Σαν να μας δείχνεις ένα πορτοφόλι που έχει σφραγίδα, αλλά δεν έχει τίποτα μέσα. Επομένως η περιτομή είναι καταγέλαστη, όταν δεν υπάρχει μέσα η πίστη.

Τίποτα άλλο λοιπόν δεν διδάσκει η περιτομή, παρά το ότι δεν υπάρχει ανάγκη περιτομής.

13 οὐ γὰρ διὰ νόμου ἡ ἐπαγγελία τῷ ᾿Αβραὰμ ἢ τῷ σπέρματι αὐτοῦ, τὸ κληρονόμον αὐτὸν εἶναι τοῦ κόσμου, ἀλλὰ διὰ δικαιοσύνης πίστεως. 14 εἰ γὰρ οἱ ἐκ νόμου κληρονόμοι, κεκένωται ἡ πίστις καὶ κατήργηται ἡ ἐπαγγελία·

Έδειξε ότι η πίστη είναι αναγκαία, ότι είναι αρχαιότερη από την περιτομή, ότι είναι ισχυρότερη από το νόμο, ότι διατηρεί το νόμο. Εφόσον λοιπόν όλοι αμάρτησαν είναι αναγκαία, εφόσον δικαιώθηκε όταν ήταν απερίτμητος, είναι αρχαιότερη, εφόσον με το νόμο έχει φανερωθεί, είναι ισχυρότερη, εφόσον την βεβαιώνει ο νόμος και διατηρεί το νόμο, δεν είναι αντίθετη, αλλά φίλη και σύμμαχος. Δείχνει πάλι και από αλλού, ότι δεν ήταν δυνατό με το νόμο να λάβουμε κληρονομιά. Και συγκρίνοντάς την με την περιτομή και παίρνοντας τα έπαθλα της νίκης, τη συγκρίνει πάλι με το νόμο, λέγοντας έτσι: «Γιατί αν αυτοί έγιναν από το νόμο κληρονόμοι, είναι άχρηστη η πίστη». Για να μη λέγει λοιπόν κανείς, ότι είναι δυνατό και πίστη να έχει και το νόμο να τηρήσει, δείχνει ότι αυτό είναι αδύνατο. Γιατί όποιος στηρίζεται στο νόμο, ότι τάχα σώζει, ντροπιάζει τη δύναμη της πίστης. Γι’ αυτό λέει «είναι άχρηστη η πίστη».

Πρόσεχε επίσης πως σε όλα τους μάχεται από την αρχή, από τον πατριάρχη. Γιατί, αφού έδειξε από κει ότι η δικαιοσύνη είναι ενωμένη με την πίστη, δείχνει ότι και η υπόσχεση είναι ενωμένη με τον ίδιο τρόπο. Για να μη λέγει λοιπόν ο Ιουδαίος, τι με μέλει εμένα, αν από την πίστη του δικαιώθηκε ο Αβραάμ, λέει ο Παύλος, ότι ούτε εκείνο που σ’ ενδιαφέρει, δηλαδή η υπόσχεση της κληρονομιάς, μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς αυτήν, πράγμα που τους φοβίζει πάρα πολύ.

15 ὁ γὰρ νόμος ὀργὴν κατεργάζεται· οὗ γὰρ οὐκ ἔστι νόμος, οὐδὲ παράβασις.

Εάν λοιπόν προκαλεί οργή και καθιστά τους ανθρώπους υπεύθυνους για παραβάσεις, είναι ολοφάνερο ότι και για κατάρα. Εκείνοι όμως που είναι υπεύθυνοι για κατάρα και τιμωρία και παράβαση, αυτοί δεν είναι άξιοι να γίνουν κληρονόμοι, αλλά να τιμωρούνται και να αποξενώνονται από την κληρονομιά.

16 Διὰ τοῦτο ἐκ πίστεως, ἵνα κατὰ χάριν, εἰς τὸ εἶναι βεβαίαν τὴν ἐπαγγελίαν παντὶ τῷ σπέρματι, οὐ τῷ ἐκ τοῦ νόμου μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ ἐκ πίστεως ᾿Αβραάμ, ὅς ἐστι πατὴρ πάντων ἡμῶν,

Βλέπεις ότι η πίστη δε στηρίζει μόνο το νόμο, αλλά και την υπόσχεση του Θεού δεν αφήνει να διαψευστεί, ενώ αντίθετα ο νόμος και την πίστη καταργεί, όταν τηρείται σε ακατάλληλο καιρό και την υπόσχεση εμποδίζει. Γιατί ο νόμος προκαλεί οργή, αφού κανείς δεν μπορεί επακριβώς να τηρήσει. Η πίστη όμως δεν αφήνει την οργή να εκδηλώσει την εξουσία της «γιατί όπου δεν υπάρχει νόμος δεν υπάρχει ούτε παράβαση». Είδες ότι όχι μόνο δεν εξαφανίζει την αμαρτία όταν γίνει, αλλά ούτε την αφήνει να γεννηθεί;  Όχι για να ντροπιαστούμε, αλλά «για να πραγματοποιείται με βεβαιότητα η υπόσχεση σε όλους τους απογόνους».  Δύο αγαθά αναφέρει εδώ, ότι και βέβαια είναι αυτά που δίνονται και ότι δίνονται σε όλους τους απογόνους. Συγκαταλέγοντας στους απογόνους και τους εθνικούς και παράλληλα αποδεικνύει ότι οι Ιουδαίοι θα βρεθούν έξω, αν πολεμήσουν εναντίον της πίστης.

17 καθὼς γέγραπται ὅτι πατέρα πολλῶν ἐθνῶν τέθεικά σε, (Γεν. 17,5)

Είδες πως αυτά ρυθμίζονται από την αρχή με την πρόνοια του Θεού;

κατέναντι οὗ ἐπίστευσε Θεοῦ τοῦ ζωοποιοῦντος τοὺς νεκροὺς καὶ καλοῦντος τὰ μὴ ὄντα ὡς ὄντα·

Αυτό που λέει σημαίνει το εξής: Όπως ο Θεός δεν είναι για μερικούς, αλλά πατέρας όλων, έτσι κι αυτός. Και πάλι, όπως ακριβώς ο Θεός είναι πατέρας όχι σύμφωνα με τη συγγένεια, αλλά σύμφωνα με τη συγγένεια της πίστης, έτσι κι αυτός, γιατί η υπακοή του τον κάνει πατέρα όλων μας.

Και αφού Αυτός δίνει ζωή στους νεκρούς, και εκείνα που δεν υπάρχουν δύναται να τα φέρει σε ύπαρξη, άρα είναι δυνατόν σ’ Αυτόν να κάνει παιδιά του και εκείνους που δε γεννήθηκαν απ’ αυτόν. και δεν είπε «να φέρει σε ύπαρξη», αλλά «ο οποίος καλεί», φανερώνοντας την περισσότερη ευκολία του πράγματος.

 18 ὃς παρ᾿ ἐλπίδα ἐπ᾿ ἐλπίδι ἐπίστευσεν, εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸν πατέρα πολλῶν ἐθνῶν κατὰ τὸ εἰρημένον· οὕτως ἔσται τὸ σπέρμα σου·

Πώς χωρίς ελπίδα πίστεψε, στηριγμένος στην ελπίδα; Χωρίς την ανθρώπινη ελπίδα, αλλά με την ελπίδα στο Θεό. Δείχνει λοιπόν το μεγαλείο του πράγματος και δεν αφήνει να θεωρηθεί αναξιόπιστο το λεγόμενο, πράγματα που είναι αντίθετα μεταξύ τους, αλλά τα συνένωσε η πίστη.

19 καὶ μὴ ἀσθενήσας τῇ πίστει οὐ κατενόησε τὸ ἑαυτοῦ σῶμα ἤδη νενεκρωμένον, ἑκατονταέτης που ὑπάρχων, καὶ τὴν νέκρωσιν τῆς μήτρας Σάρρας·

Είδες πως αναφέρει και τα εμπόδια και την υψηλή διάθεση του δικαίου που ξεπερνάει τα πάντα; «Χωρίς ελπίδα», λέει, διότι αυτός δεν μπορούσε να δει άλλον Αβραάμ που να απέκτησε σε τέτοια ηλικία παιδί. Να το πρώτο εμπόδιο. Γιατί οι μεταγενέστεροι έβλεπαν αυτόν, ενώ εκείνο σε κανέναν, αλλά μόνο στο Θεό. Έπειτα το σώμα του ήταν νεκρό, δεύτερο εμπόδιο αυτό και η νέκρωση της μήτρας της Σάρρας, αυτό και τρίτο και τέταρτο εμπόδιο.

20 εἰς δὲ τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Θεοῦ οὐ διεκρίθη τῇ ἀπιστίᾳ, ἀλλ᾿ ἐνεδυναμώθη τῇ πίστει, δοὺς δόξαν τῷ Θεῷ

Γιατί ούτε απόδειξη έδωσε ο Θεός, ούτε θαύμα έκανε, αλλά απλά λόγια ήταν μόνο, που υποσχόταν εκείνα που δεν υποσχόταν η φύση.

«Δεν διακρίθηκε». Δεν είπε δεν απίστησε, αλλά «δεν διακρίθηκε για απιστία». Δηλαδή ούτε δίστασε, ούτε αμφέβαλλε, αν και ήταν τόσο πολλά τα εμπόδια. Απ’ αυτά μαθαίνουμε, ότι, και αν ακόμη ο Θεός δίνει άπειρες αδύνατες υποσχέσεις, δεν τις δεχτεί όμως αυτός που ακούει, η αδυναμία δεν ανήκει στη φύση των πραγμάτων, αλλά στην ανοησία εκείνου που δεν τα δέχεται.

«Αλλά δυνάμωσε τον εαυτό του στην πίστη». Βλέπε τη φιλοσοφία του Παύλου. Επειδή λοιπόν ο λόγος ήταν για εκείνους που εργάζονται και για εκείνους που πιστεύουν, δείχνει πως αυτός που πιστεύει εργάζεται περισσότερο παρά εκείνος, και πως χρειάζεται περισσότερη ικανότητα και πολλή δύναμη, και πως δεν υπομένει τον συνηθισμένο κόπο.

Συνεπώς χρειάζεται δύναμη για να αποκρούσει κάποιος τις σκέψεις της απιστίας. Πως λοιπόν έγινε δυνατός; Με την πίστη, λέει, χωρίς ν’ αφήσει το πράγμα στους λογισμούς, γιατί θα έχανε το θάρρος του. πως όμως κατόρθωσε την πίστη; «Δοξάζοντας τον Θεό»

21 καὶ πληροφορηθεὶς ὅτι ὃ ἐπήγγελται δυνατός ἐστι καὶ ποιῆσαι.

Επομένως το να μην εξετάζουμε με προσοχή, σημαίνει πως δοξάζουμε το Θεό, όπως ακριβώς λοιπόν το να εξετάζουμε σημαίνει πως κάνουμε αμαρτία. Εάν όμως δε δοξάζουμε, όταν όμως περιεργαζόμαστε και ζητάμε τα επίγεια, πολύ περισσότερο όταν ασχολούμαστε με τη γέννηση του Κυρίου, θα πάθουμε τα χειρότερα, επειδή φερόμαστε με υβριστικό τρόπο. Γιατί αν δεν πρέπει να εξετάζουμε τον τύπο της ανάστασης, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να εξετάζουμε τα ανέκφραστα και φοβερά εκείνα πράγματα.

Και δεν είπε απλά πιστεύοντας, αλλά «Σχηματίζοντας την πεποίθηση». Γιατί τέτοια είναι η πίστη, σαφέστερη από την απόδειξη των λογισμών, και περισσότερο πείθει. Γιατί δεν μπορεί πλέον άλλος λογισμός, εισχωρώντας σ’ αυτήν να την κλονίσει. Γιατί εκείνος που πείθεται με λόγια, μπορεί και να αλλάξει γνώμη, ενώ εκείνος που πείθεται απόλυτα με την πίστη, έφραξε στη συνέχεια με τείχος την ακοή του στους λόγους που την καταστρέφουν.

Επομένως η απιστία είναι γνώρισμα ψυχής άρρωστης, μικρής  και δυστυχισμένης. Ώστε όταν μας κατηγορούν την πίστη μερικοί, ας κατηγορούμε κι εμείς την απιστία τους, σαν δυστυχισμένους, μικρόψυχους, ανόητους, άρρωστους που δεν συμπεριφέρονται καθόλου καλύτερα από τους όνους.

22 διὸ καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην. 23 Οὐκ ἐγράφη δὲ δι᾿ αὐτὸν μόνον ὅτι ἐλογίσθη αὐτῷ, 24 ἀλλὰ καὶ δι᾿ ἡμᾶς οἷς μέλλει λογίζεσθαι, τοῖς πιστεύουσιν ἐπὶ τὸν ἐγείραντα ᾿Ιησοῦν τὸν Κύριον ἡμῶν ἐκ νεκρῶν,

Αφού είπε πολλά και μεγάλα για τον Αβραάμ και για την πίστη του και για την δικαιοσύνη του και για την τιμή του από τον Θεό, για να μη λέει ο ακροατής, και τι σχέση έχει αυτό με μας; Γιατί εκείνος είναι που δικαιώθηκε, μας τοποθετεί  πάλι κοντά στον πατριάρχη. Τόσο μεγάλη είναι η δύναμη των πνευματικών λόγων. Γιατί για εκείνον που προέρχεται από τους εθνικούς, για εκείνον που προσήλθε στην πίστη πριν από λίγο, για εκείνον που δεν έκανε τίποτα, όχι μόνο είπε πως δεν έχει τίποτα λιγότερο από τον πιστό Ιουδαίο, αλλά και από τον πατριάρχη. Ή καλύτερα, αν πρέπει να πούμε κάτι θαυμαστό, έχει και πολύ περισσότερο. Γιατί τόσο ευγενική είναι η καταγωγή μας, ώστε η πίστη του είναι τύπος της δικής μας πίστης. Και δεν είπε, αν όμως λογαριάστηκε σ’ εκείνον, είναι φυσικό πως θα λογαριαστεί και σε μας, για να μη κάνει αυτό τον συλλογισμό, αλλά μιλάει από την αυθεντία των θείων νόμων και παρουσιάζει αυτό όλο απόφαση της αγίας Γραφής. Γιατί λοιπόν λέει γράφτηκε παρά για να μάθουμε, ότι κι εμείς δικαιωνόμαστε έτσι;  Γιατί στον ίδιο Θεό έχουμε πιστέψει για τα ίδια πράγματα, αν και όχι στα ίδια πρόσωπα.

Αφού .όμως είπε για την πίστη μας, αναφέρει και την ανέκφραστη φιλανθρωπία του Θεού, που πάντοτε αναφέρει, φέρνοντας στη μέση το σταυρό, πράγμα που και τώρα παρουσίασε  λέγοντας: «Ο οποίος παραδόθηκε στο θάνατο για τα δικά μας αμαρτήματα και αναστήθηκε για τη δικαίωσή μας».

25 ὃς παρεδόθη διὰ τὰ παραπτώματα ἡμῶν καὶ ἠγέρθη διὰ τὴν δικαίωσιν ἡμῶν.

Βλέπε πως αφού ανέφερε την αιτία του θανάτου, την ίδια κάνει και απόδειξη ανάστασης. Γιατί, αν ήταν αμαρτωλός, πως αναστήθηκε; Αν όμως δεν ήταν αμαρτωλός πως σταυρώθηκε; Για άλλους. Αν όμως σταυρώθηκε για άλλους, οπωσδήποτε αναστήθηκε. Για να μη λέγει λοιπόν, πως μπορούμε να δικαιωθούμε, ενώ είμαστε υπεύθυνοι για τόσα πολλά αμαρτήματα; Για να επιβεβαιώσει το λόγο και από την πίστη του Αβραάμ, με την οποία δικαιώθηκε, και από την πίστη στο σωτήριο πάθος, με το οποίο έχουμε απαλλαγεί από τα αμαρτήματα. Γι’ αυτό λοιπόν πέθανε και αναστήθηκε, για να μας κάνει δίκαιους.

© 2012 Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα

Φτιάξε δωρεάν ιστοσελίδαWebnode