1 Παύλος , δοῦλος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, κλητὸς ἀπόστολος, ἀφωρισμένος εἰς εὐαγγέλιον Θεοῦ 2 ὃ προεπηγγείλατο διὰ τῶν προφητῶν αὐτοῦ ἐν γραφαῖς ἁγίαις
Ο Μωυσής αν και έγραψε πέντε βιβλία, πουθενά δεν έβαλε το όνομά του, ούτε και οι συγγραφείς που έζησαν ύστερα απ’ αυτόν και έγραψαν τα επόμενα βιβλία. Αλλά ούτε και ο Ματθαίος, ούτε ο Ιωάννης, ούτε ο Μάρκος, ούτε ο Λουκάς. Ενώ ο μακάριος Παύλος σε όλες τις επιστολές του βάζει πρώτα το όνομά του. τι συμβαίνει λοιπόν;
-Ότι εκείνοι έγραφαν σε παρόντες και θεωρούσαν περιττό να φανερώσουν τους εαυτούς τους, ενώ ήταν παρόντες. Αυτός όμως έγραφε τα γραφόμενά του από μακριά και με μορφή επιστολής γι’ αυτό ήταν αναγκαία η προσθήκη του ονόματός του. στην προς Εβραίους όμως επιστολή δεν κάνει το ίδιο και αυτό ήταν σύμφωνο με τη σύνεσή του. γιατί, επειδή τον απεχθάνονταν αυτόν, για να μην εμποδίσουν την είσοδο στον λόγο αν άκουγαν από την αρχή το όνομά του, το απαλείφει.
«Παύλος δούλος Ιησού Χριστού». Για ποιο λόγο ο Θεός άλλαξε το όνομά του και τον ονόμασε Παύλο ενώ ονομαζόταν Σαύλος;
-Για να μην υστερεί ούτε σ’ αυτό από τους αποστόλους. Γιατί εκείνο που είχε εκλεκτό ο κορυφαίος μαθητής, τούτο ν’ αποκτήσει κι αυτός και να έχει αφορμή μεγαλύτερης φιλίας.
«Καλεσμένος απόστολος»: Παντού ονομάζει τον ευατό του καλεσμένο, δείχνοντας έτσι την ευγνωμοσύνη του. και ότι δεν τον βρήκε ο Χριστός επειδή αυτός το ζήτησε, αλλά ήρθε και υπάκουσε, επειδή τον κάλεσε ο Θεός. Εξάλλου και τους πιστούς έτσι τους ονομάζει: «καλεσμένους αγίους».
«Ξεχωρισμένος για το ευαγγέλιο του Θεού»: Όπως ακριβώς στο σπίτι ο καθένας έχει οριστεί για διάφορες εργασίες, έτσι και στην Εκκλησία υπάρχουν διάφορες κατανομές και διακονίες. Εδώ όμως μου φαίνεται ότι δεν υπονοεί μόνο την εκλογή του με κλήρο, αλλά ότι από την αρχή και από το Θεό είχε ορισθεί γι’ αυτό.
Αυτό ακριβώς και ο Ιερεμίας λέει ότι είχε πει ο θεός γι’ αυτόν: «Πριν γεννηθείς σε αγίασα και σε εγκατέστησα προφήτη για τα έθνη». (Ιερ. 1,5).
«Για το Ευαγγέλιο του Θεού»: Επομένως δεν είναι μόνο ο Ματθαίος ευαγγελιστής, ούτε ο Μάρκος, όπως ακριβώς ούτε μόνο αυτός απόστολος, αλλά και εκείνοι, αν και εξαιρετικά αυτός λέγεται πως είναι απόστολος και εκείνοι ευαγγελιστές.
Ευαγγέλιο του Θεού το ονομάζει για να εμψυχώσει από την αρχή τον ακροατή. Γιατί δεν ήρθε να αναγγείλει κάτι το σκυθρωπό, όπως οι προφήτες κατηγορίες και εγκλήματα, αλλά καλές ειδήσεις και μάλιστα καλές ειδήσεις του Θεού, αναρίθμητους θησαυρούς, σταθερών και ακίνητων αγαθών.
«Το οποίο υποσχέθηκε με τους προφήτες του στις άγιες Γραφές»: Βλέπεις πως στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται ρητά και το όνομα και ο τρόπος του Ευαγγελίου; Επειδή όμως κατηγορούσαν την διδασκαλία του Ευαγγελίου σαν καινοτομία, δείχνει πως αυτό είναι παλιότερο από τους Έλληνες και πως περιγράφεται από πριν στους προφήτες. Αν όμως δεν το έδωσε από την αρχή, αυτό έγινε εξ’ αιτίας εκείνων που δεν ήθελαν να το δεχτούν. Αυτοί βέβαια που ήθελαν άκουσαν.
«Ο Αβραάμ ο πατέρας σας», λέγει, «με μεγάλη χαρά επιθύμησε να δει την ημέρα της ενανθρώπησής μου και την είδε και χάρηκε». Πως λοιπόν λέγει ότι «πολλοί προφήτες και δίκαιοι επιθύμησαν να δουν αυτά που εσείς βλέπετε και δεν τα είδαν»; Έτσι, λέει, όπως εσείς βλέπετε και ακούτε, αυτό το σώμα και αυτά τα θαύματα μπροστά στα μάτια σας. Εσύ όμως πρόσεχε παρακαλώ πριν από πόσα χρόνια προλέγονται αυτά. Γιατί πραγματικά όταν πρόκειται ο Θεός να προετοιμάσει κάποια μεγάλα, τα προλέγει πριν από πολλά χρόνια, για να εξασκήσει την ακοή για υποδοχή της παρουσίας τους. Οι δε προφήτες δεν έγραφαν μόνο, αλλά προτύπωναν με τις πράξεις τους, όπως ο Αβραάμ όταν οδηγούσε τον Ισαάκ και όταν ο Μωυσής ύψωνε το φίδι και άπλωνε τα χέρια του εναντίον των Αμαληκιτών και θυσίαζε το αρνί του πάσχα.
3 περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, τοῦ γενομένου ἐκ σπέρματος Δαυῒδ κατὰ σάρκα,
Τι κάνεις Παύλε; Αφού ανύψωσες τις ψυχές μας και τις οδήγησε ψηλά και έκανες να φανταστούμε μεγάλα και απόρρητα και αφού μίλησες για ευαγγέλιο και μάλιστα ευαγγέλιο του Θεού και αφού παρουσίασες χορό προφητών και αφού έδειξες πως όλοι κήρυξαν πριν από πολλά χρόνια αυτά που πρόκειται να συμβούν, που πάλι μας κατεβάζεις στον Δαυίδ; Για ποιον άνθρωπο μιλάς, πες μου, και του δίνεις πατέρα τον υιό του Ιεσσαί; Και πως αυτά είναι ισάξια με εκείνα που ειπώθηκαν; Πάρα πολύ λοιπόν είναι ισάξια, γιατί ο λόγος σε μας, λέει, δεν είναι για απλό άνθρωπο. Γι’ αυτό πρόσθεσε «Σαν άνθρωπος», υπονοώντας, ότι υπάρχει και πνευματική γέννηση του ίδιου. Και για ποιο λόγο άρχισε από δω, και όχι από κει, από τα υψηλότερα; Γιατί και ο Ματθαίος από εδώ άρχισε, καθώς ο Λουκάς και ο Μάρκος. Γιατί αυτός που πρόκειται να οδηγήσει στον ουρανό, είναι ανάγκη να τον οδηγήσει από κάτω προς τα πάνω. Έτσι λοιπόν ρυθμίστηκε το πράγμα. Πρώτα βέβαια είδαν αυτός σαν άνθρωπό πάνω στη γη και τότε τον κατανόησαν σαν Θεό.
4 τοῦ ὁρισθέντος υἱοῦ Θεοῦ ἐν δυνάμει κατὰ πνεῦμα ἁγιωσύνης ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν, ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν,
Έγινε ασαφές αυτό εξ’ αιτίας της πλοκής των λέξεων. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να το αναλύσουμε. Τι λοιπόν σημαίνει αυτό που λέει; Κηρύσσουμε αυτόν που κατάγεται από τον Δαυίδ λέει. Αλλά αυτό είναι φανερό. Από πού όμως φαίνεται ότι αυτός που έγινε άνθρωπος είναι και Υιός του Θεού; Πρώτο από τους προφήτες, γι’ αυτό έλεγε «Το οποίο υποσχέθηκε με τους προφήτες του στις αγίες Γραφές». Ο τρόπος αυτός δεν είναι μικρή απόδειξη. Έπειτα από τον ίδιο τον τρόπο της γέννησης, πράγμα που και ο ίδιος φανέρωσε λέγοντας: «Από τον απόγονο του Δαυίδ σαν άνθρωπος», γιατί κατέλυσε το νόμο της φύσης. Τρίτο, από τα θαύματα που έκανε, παρέχοντας απόδειξη μεγάλης δύναμης. Τέταρτο από το Πνεύμα που χορηγούσε σ’ εκείνους που πίστευαν σ’ Αυτόν και με το Οποίο τους έκανε όλους αγίους. Πέμπτο, από την ανάσταση του Κυρίου. Γιατί πρώτος αυτός και μόνος αναστήθηκε, πράγμα που και αυτός περισσότερο απ’ όλους είπε πως είναι ικανό σημείο ν’ αποστομώσει και αυτούς που είναι αναίσχυντοι. Γιατί λέει «Γκρεμίστε το ναό αυτόν και σε τρεις ημέρες θα τον ξανακτίσω» (Ιω 2,19) και «όταν με υψώσετε από τη γη, τότε θα μάθετε, ότι εγώ είμαι» (Ιω 8,28) και πάλι «Η γενεά αυτή επιμένει να ζητά θαύμα, αλλά δε θα της δοθεί θαύμα, παρά μόνο το θαύμα του Ιωνά» (Ματθ.12,39).
5 δι᾿ οὗ ἐλάβομεν χάριν καὶ ἀποστολὴν εἰς ὑπακοὴν πίστεως
Πρόσεχε την ευγνωμοσύνη του δούλου. Τίποτε δεν θέλει να είναι δικό του, αλλά τα πάντα του Κυρίου. Άλλωστε το Πνεύμα το έδωσε αυτό. Γι’ αυτό έλεγε «Έχω πολλά να σα πω, αλλά δεν μπορείτε να τα συγκρατήσετε ακόμη. Όταν όμως έλθει εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια» (Ιω 16,12) και πάλι «ξεχωρίστε μου τον Παύλο και τον Βαρνάβα» (Πραξ. 13,2) κ.α
Επομένως δεν ήταν οι απόστολοι που κατόρθωναν, αλλά η χάρη που προετοίμαζε τον δρόμο τους. Γιατί έργο τους ήταν το να γυρίζουν και να κηρύττουν το να πείθουν όμως ήταν έργο του Θεού που ενεργούσε μ’ αυτούς, όπως και ο Λουκάς λέει ότι «άνοιξε την καρδιά τους» και πάλι «στους οποίους δόθηκε ν’ ακούσουν τον λόγο του Θεού» «στην υπακοή». Δεν είπε στην αναζήτηση και εκτέλεση του έργου, αλλά στην «υπακοή». Γιατί δεν μας έστειλε, λέει, να συγκεντρώνουμε, αλλά για να αποδώσουμε αυτό που μας εμπιστεύθηκε. Όταν λοιπόν ο Κύριος λέει κάτι, αυτοί που ακούν δεν πρέπει να περιεργάζονται και να πολυεξετάζουν τα λεγόμενα, αλλά μόνο να τα δέχονται. Γιατί οι απόστολοι γι’ αυτό στάλθηκαν, για να πουν εκείνα ακριβώς που άκουσαν, όχι για να προσθέσουν κάτι από μόνοι τους, κι εμείς όμως στη συνέχεια για να πιστεύσουμε. Για να πιστεύσουμε τι; «Στο όνομά του». όχι για να ασχολούμαστε με την ουσία του, αλλά για να πιστέψουμε στο όνομά του. γιατί αυτό ήταν εκείνο που έκανε θαύματα. Κι αυτό όμως χρειάζεται πίστη και δεν είναι δυνατό να το κατανοήσουμε με το λογικό.
ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, 6 ἐν οἷς ἐστε καὶ ὑμεῖς κλητοὶ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ,
Τι λοιπόν; Σε όλα τα έθνη κήρυξε ο Παύλος; Ότι βέβαια έτρεξε από τη Ρώμη ως το Ιλλυρικό πέλαγος, κι από κει έφτασε στα πέρατα της γης, είναι φανερό, απ’ αυτά που έγραψε στους Ρωμαίους. Αν όμως δεν έφτασε σε όλους, ούτε έτσι ψέμα είναι αυτό που λέγεται. Γιατί δεν μιλάει μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για τους δώδεκα αποστόλους και για όλους εκείνους που κήρυξαν το λόγο του Ευαγγελίου ύστερα απ’ αυτούς.
Πρόσεξε επίσης και την ψυχή του Παύλου που είναι απαλλαγμένη από κάθε κολακεία. Διότι ενώ μιλά στους Ρωμαίους οι οποίοι βρίσκονταν τότε στην κορυφή ολόκληρης της οικουμένης, δεν τους ξεχωρίζει καθόλου από τα υπόλοιπα έθνη. Έτσι και σε σας, συγκαταλέγοντας αυτούς μαζί με τους Σκύθες και τους Θράκες. Γιατί αν δεν ήθελε να δηλώσει αυτό, ήταν περιττό να πει, «Ανάμεσα στους οποίους είστε και σεις». Κι έτσι μειώνει το φούσκωμα του νου τους και διδάσκει την ισότητα με όλους.
7 πᾶσι τοῖς οὖσιν ἐν Ρώμῃ ἀγαπητοῖς Θεοῦ, κλητοῖς ἁγίοις· χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
Βλέπε πως συνέχεια βάζει το όνομα του καλεσμένου. Αυτό όμως δεν το κάνει περιττολογώντας, αλλά γιατί θέλει να τους υπενθυμίσει την ευεργεσία. Και τους υπενθυμίζει ότι είναι καλεσμένοι άγιοι. Και από πού προέρχεται ο αγιασμός; Από την αγάπη. Η πηγή λοιπόν όλων των αγαθών είναι η αγάπη του Θεού.
«Είθε να έρθει σε σας η χάρη και ειρήνη». Αυτή είναι η προσφώνηση που φέρνει άπειρα αγαθά. Αυτό και ο Χριστός πρόσταζε στους αποστόλους να λέγουν ως πρώτη λέξη όταν έμπαιναν στα σπίτια. Γι’ αυτό και ο Παύλος από δω αρχίζει, δηλαδή από τη χαρά και την ειρήνη. Γιατί ο Χριστός δεν κατήργησε μικρό πόλεμο, αλλά και πολύμορφο και πολύτροπο και πολύχρονο, και αυτόν όχι με δικούς μας κόπους, αλλά με τη δική του χάρη.
Αφού λοιπόν η αγάπη δώρισε τη χάρη και η χάρη την ειρήνη, βάζοντας αυτά στη θέση της προσφώνησης, εύχεται να παραμένουν παντοτινά και ακίνητα για να μη φουντώσει πάλι άλλος πόλεμος.
Το δε «από» είναι κοινό και στον Πατέρα και στον Υιό, που είναι ίσο με το «απ’ αυτόν». γιατί δεν είπε, ας είναι μαζί σας η χάρη και η ειρήνη από τον Θεό Πατέρα μέσω του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, αλλά «Από το Θεό Πατέρα και τον Κύριό μας Ιησού Χριστό». Πω, πω, πόσο δυνατή είναι η αγάπη του Θεού! Οι εχθροί και ατιμασμένοι έγιναν ξαφνικά άγιοι και υιοί. Γιατί όταν τον ονομάζει Πατέρα, υπονοεί τους υιούς και όταν πι του υιούς, φανέρωσε όλο το θησαυρό των αγαθών.
8 Πρῶτον μὲν εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ πάντων ὑμῶν, ὅτι ἡ πίστις ὑμῶν καταγγέλλεται ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ.
Ο πρόλογος ταιριάζει στη μακάρια ψυχή και είναι ικανός να διδάξει όλους να προσφέρουν τις απαρχές των αγαθών έργων και λόγων στο Θεό και να μην τον ευχαριστούν μόνο για τα δικά τους κατορθώματα, αλλά και για τα ξένα, πράγμα που καθαρίζει την ψυχή από τον φθόνο και την κακολογία και προσελκύει περισσότερο το Θεό στην εύνοια εκείνων που τον ευχαριστούν. Και πρέπει να Τον ευχαριστούν όχι μόνο οι πλούσιοι, αλλά και οι φτωχοί, όχι μόνο οι υγιείς αλλά και οι άρρωστοι, όχι μόνο αυτοί που ευημερούν, αλλά και αυτοί που υποφέρουν τα αντίθετα. Γιατί το να ευχαριστεί κανείς όταν τα πράγματα πηγαίνουν ευνοϊκά δεν είναι καθόλου παράξενο. Γι’ αυτό λοιπόν και ο Ιώβ εξ’ αιτίας αυτού στεφανωνόταν και έκλεινε το αναίσχυντο στόμα του διαβόλου και έδειχνε καθαρά, ότι ούτε όταν ευημερούσε δεν ευχαριστούσε το Θεό για τα χρήματα, αλλά από τη μεγάλη του αγάπη γι’ αυτόν.
Πρόσεχε όμως και για ποια πράγματα ευχαριστεί. Όχι για τα φθαρτά και τα γήινα όπως για την εξουσία και τη βασιλεία και τη δόξα, γιατί αυτά δεν αξίζουν την παρρησία. Πρόσεχε ακόμη και με πόση διάθεση ευχαριστεί. Γιατί δεν είπε «το Θεό», αλλά «Το Θεό μου».
«Επειδή η πίστη σας διαλαλείται σε όλο τον κόσμο». Τι λοιπόν; Όλη η γη άκουσε την πίστη των Ρωμαίων; Όλη από εκείνον και δεν είναι καθόλου παράλογο. Γιατί η πόλη δεν ήταν άσημη, αλλά φαινόταν από παντού, σαν να βρισκόταν επάνω σε κάποια κορυφή. Εσύ όμως πρόσεχε παρακαλώ τη δύναμη του κηρύγματος, πως μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα με τους τελώνες και τους ψαράδες κατέλαβε αυτή την κορυφή των πόλεων και πως άνδρες Σύροι έγιναν διδάσκαλοι και καθηγητές των Ρωμαίων.
Δύο λοιπόν κατορθώματα βεβαιώνει γι’ αυτούς· και ότι πίστευαν και ότι με παρρησία πίστευαν και μάλιστα με τόση παρρησία ώστε η φήμη γι’ αυτούς ν’ απλωθεί σε όλη τη γη. «Γιατί η πίστη σας», λέει, «διαλαλείται σε όλο τον κόσμο».
Και γιατί διαλαλείται; Σκέψου πως αυτοί που είχαν την εξουσία όλης της οικουμένης και υπερηφανεύονταν και ζούσαν μέσα στον πλούτο και τις απολαύσεις και το κήρυγμα το μετέφεραν ψαράδες, Ιουδαίοι και από τους Ιουδαίους, που ήταν έθνος μισητό και απ’ όλους βδελυρό, προτρέπονταν να προσκυνούν το σταυρωμένο, που έζησε στην Ιουδαία. Και μαζί με την πίστη οι διδάσκαλοι κήρυτταν και αυστηρή ζωή στους ανθρώπους, που είχαν συνηθίσει να ζουν μέσα στις απολαύσεις και να επιθυμούν υπερβολικά τα παρόντα αγαθά. Και αυτοί που κήρυτταν ήταν φτωχοί και απλοϊκοί άνθρωποι, άσημοι και από άσημους γονείς. Αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν εμπόδισε το δρόμο του κηρύγματος. Τόσο μεγάλη ήταν η δύναμη του σταυρωμένου, ώστε παντού να φέρει το κήρυγμα.
9 μάρτυς γάρ μού ἐστιν ὁ Θεός, ᾧ λατρεύω ἐν τῷ πνεύματί μου ἐν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ,
Τα λόγια αυτά πηγάζουν από αποστολικά σπλάχνα και η απόφαση από πατρική φροντίδα. Τι όμως σημαίνει αυτό που λέει και για ποιο λόγο καλεί το Θεό μάρτυρα; -Ο λόγος ήταν για τη διάθεσή του. επειδή λοιπόν δεν τους είχε δει ποτέ μέχρι τότε, γι’ αυτό βέβαια κανένα άνθρωπο, αλλά εκείνον που μπαίνει μέσα στις καρδιές, αυτόν κάλεσε μάρτυρα. Αφού λοιπόν έλεγε, ότι σας αγαπώ και σαν απόδειξη έφερε το ότι προσευχόταν συνέχεια και το ότι ήθελε να έρθει σ’ αυτούς και ούτε αυτό ήταν φανερό, καταφεύγει στην αξιόπιστη μαρτυρία.
Ο Παύλος πλησιάζει τον Θεό όχι για χάρη μιας πόλης, αλλά για χάρη όλης της οικουμένης και αυτό όχι μια φορά ούτε δύο ούτε τρεις, αλλά συνέχεια. Και μαζί με τη χάρη του Θεού φαίνεται ξεκάθαρα και η δική του ταπεινοφροσύνη. Τη χάρη του Θεού γιατί επέστρεψε τόσο μεγάλο πράγμα, ενώ την ταπεινοφροσύνη του, γιατί αποδίδει το καθετί όχι στη δική του φροντίδα, αλλά στη βοήθεια του Πνεύματος. Και η προσθήκη του Ευαγγελίου φανερώνει το είδος της διακονίας. Γιατί πραγματικά οι τρόποι της διακονίας είναι πολλοί και διάφοροι, όπως επίσης της λατρείας. Όπως ακριβώς λοιπόν στους βασιλείς όλοι είναι υποταγμένοι σ’ έναν που βασιλεύει και δεν προσφέρει όλοι τις ίδιες υπηρεσίες, αλλά άλλος έχει την υπηρεσία να διοικεί τα στρατόπεδα, άλλος να διοικεί τις πόλεις και άλλος πάλι φυλάγει τα χρήματα στα ταμεία, έτσι και στα πνευματικά, άλλος λατρεύει το Θεό και τον υπηρετεί με το να πιστεύει και να διευθύνει καλά τη ζωή του, άλλος με το ν’ αναλαμβάνει την περιποίηση των ξένων και άλλος να καταγίνεται με την προστασία εκείνων που έχουν ανάγκη.
Προσθέτει όμως και κάτι ακόμη λέγοντας: «Με το πνεύμα μου». Δηλαδή η λατρεία αυτή είναι πολύ ανώτερη από την ειδωλολατρική και την Ιουδαϊκή. Γιατί η ειδωλολατρική είναι ψεύτικη και σαρκική, ενώ η Ιουδαϊκή είναι μεν αληθινή, αλλά και αυτή σαρκική. Η λατρεία όμως της Εκκλησίας είναι αντίθετη με την ειδωλολατρική και κατά πολύ υψηλότερη από την Ιουδαϊκή. Γιατί δεν είναι με πρόβατα και μοσχάρια και καπνό και κνίσσα ο τρόπος της δικής μας λατρείας, αλλά με ψυχή πνευματική. Αυτό ακριβώς και ο Χριστός φανερώνοντας έλεγε «ο Θεός είναι πνεύμα, και εκείνοι που τον λατρεύουν, πρέπει να τον προσκυνούν πνευματικά και αληθινά». (Ιω. 4,24)
«Στο ευαγγέλιο του Υιού του»: Αφού είπε παραπάνω πως το ευαγγέλιο είναι του Πατέρα, εδώ λέγει πως αυτό είναι του Υιού. Γιατί έμαθε από την μακάρια εκείνη φωνή, ότι αυτά που ανήκουν στον Πατέρα, είναι του Υιού, και αυτά που ανήκουν στον Υιό είναι του Πατέρα.
ὡς ἀδιαλείπτως μνείαν ὑμῶν ποιοῦμαι,
Αυτό είναι απόδειξη γνήσιας αγάπης. Και φαίνεται πως λέγει ένα μόνο, στην πραγματικότητα όμως τέσσερα πράγματα αναφέρει εδώ. Και ότι συνέχεια, και ότι στις προσευχές και ότι για μεγάλα πράγματα.
10 πάντοτε ἐπὶ τῶν προσευχῶν μου δεόμενος εἴ πως ἤδη ποτὲ εὐοδωθήσομαι ἐν τῷ θελήματι τοῦ Θεοῦ ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς. 11 ἐπιποθῶ γὰρ ἰδεῖν ὑμᾶς,
Βλέπεις ότι και αδημονεί να τους δει και ότι δε δέχεται να τους δει αντίθετα με τη θέληση του Θεού, αλλά ότι έχει την επιθυμία ανακατεμένη με το φόβο του Θεού; Γιατί βέβαια τους αγαπούσε αυτούς και βιαζόταν να πάει σ’ αυτούς, αλλά όμως δεν ήθελε να τους δει αντίθετα με τη θέληση του Θεού, επειδή τους αγαπούσε. Αυτή είναι γνήσια αγάπη, όχι όπως εμείς που εκπίπτουμε και με τους δύο τρόπους από τους νόμους της αγάπης. Γιατί ή δεν αγαπάμε κανέναν, ή όταν αγαπήσουμε κάποτε, αγαπούμε αντίθετα με τη θέληση του Θεού. Κάνοντας και τα δύο αντίθετα με το θείο νόμο. Εάν όμως αυτά είναι ενοχλητικά αυτά, όταν λέγονται, είναι πιο ενοχλητικά, όταν γίνονται.
Και πως θα πει κάποιος, αγαπούμε αντίθετα με τη θέληση του Θεού; Όταν περιφρονούμε τον Χριστό που λιώνει στην πείνα, ενώ δίνουμε περισσότερα απ’ ότι χρειάζονται στα παιδιά, στους φίλους και τους συγγενείς μας.
Και γιατί επιθυμούσε τόσο πολύ να τους δει;
ἵνα τι μεταδῶ χάρισμα ὑμῖν πνευματικὸν εἰς τὸ στηριχθῆναι ὑμᾶς,
Γιατί εκείνος δεν έκανε έτσι απλά, όπως κάνουν πολλοί τώρα περιττά και άχρηστα ταξίδια, αλλά για αναγκαίες και πολύ επείγουσες υποθέσεις.
Και δεν επρόκειτο να μεταδώσει κάτι δικό του σ’ αυτούς, αλλά απ’ αυτά που ο ίδιος έλαβε. Και εδώ όμως μιλάει με μετριοφροσύνη πάλι λέγοντας «Για να σας μεταδώσω κάτι». Κάτι μικρό, λέει και σύμφωνο με τις δυνάμεις μου. Και τι λοιπόν είναι αυτό το μικρό που πρόκειται να μεταδώσεις τώρα; Αυτό είναι, λέει, «Για να στηριχτείτε». Επομένως και αυτό είναι έργο της Χάρης, δηλαδή το να μη ταλαντεύονται, αλλά να στέκονται σταθερά. Όταν όμως ακούσεις για χάρη, να μη νομίσεις ότι έχει απορριφθεί ο μισθός της προαίρεσης, γιατί χάρη είπε, ότι περιφρονώντας τον κόπο της προαίρεσης, αλλά για να ξεριζώσει την αλαζονεία της παραφροσύνης. Να μη χάσεις λοιπόν το θάρρος σου, επειδή ο Παύλος το ονόμασε αυτό χάρισμα. Γιατί γνωρίζει από ευγνωμοσύνη πολλή να ονομάζει χαρίσματα και τα κατορθώματα, γιατί και σ’ αυτά έχουμε ανάγκη από τη μεγάλη ενίσχυση του Θεού. Λέγοντας όμως «Για να στηριχτείτε», έδειξε κρυφά πως χρειάζονται πολλή διόρθωση.
Αυτό λοιπόν που θέλει να πει είναι το εξής: Από πολύ καιρό επιθυμούσα και προσευχόμουν να σας δω, για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να σας σταθεροποιήσω και να σας στηρίξω και να σας στερεώσω καλά το φόβο του Θεού, ώστε να μην ταλαντεύεστε πάντοτε. Και βέβαια δεν μίλησε έτσι, γιατί θα τους πλήγωνε, αλλά με διαφορετικό τρόπο υπονοώντας το ίδιο με διαφορετικό τρόπο χωρίς έμφαση. Γιατί όταν λέει «για να στηριχτείτε» αυτό φανερώνει.
12 τοῦτο δέ ἐστι συμπαρακληθῆναι ἐν ὑμῖν διὰ τῆς ἐν ἀλλήλοις πίστεως ὑμῶν τε καὶ ἐμοῦ. 13 οὐ θέλω δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, ὅτι πολλάκις προεθέμην ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς, καὶ ἐκωλύθην ἄχρι τοῦ δεῦρο, ἵνα τινὰ καρπὸν σχῶ καὶ ἐν ὑμῖν καθὼς καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς ἔθνεσιν. 14 ῞Ελλησί τε καὶ βαρβάροις, σοφοῖς τε καὶ ἀνοήτοις ὀφειλέτης εἰμί· 15 οὕτω τὸ κατ᾿ ἐμὲ πρόθυμον καὶ ὑμῖν τοῖς ἐν Ρώμῃ εὐαγγελίσασθαι.
Πω, πω γενναία ψυχή! Αν και έλαβε έργο γεμάτο από τόσους κινδύνους, ταξίδι θαλασσινό, πειρασμούς, επιβουλές, επαναστάσεις, γιατί πραγματικά ήταν φθσικό να υπομένει πολλούς πειρασμούς, αφού επρόκειτο να μιλήσει σε τόση μεγάλη πόλη, στην οποία επικρατούσε η ασέβεια. Έτσι λοιπόν και η ζωή του τέλειωσε στην πόλη αυτή, και αποκεφαλίστηκε από τον τότε αυτοκράτορα. Και αν και περίμενε να υποφέρει τόσα πολλά, δε γινόταν οκνηρότερος από κανέναν απ’ αυτούς, αλλά βιαζόταν πολύ και στενοχωριόταν και ήταν πρόθυμος. Γι’ αυτό λέει «Έτσι όσο εξαρτιέται από μένα, είμαι πρόθυμος, να κηρύξω το ευαγγέλιο και σε σας που είστε στη Ρώμη».
16 Οὐ γὰρ ἐπαισχύνομαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ·
Τι λες Παύλε; Ενώ έπρεπε να πει και καυχιέμαι και παινεύομαι και υπερηφανεύομαι, αυτό δε λες, αλλά το μικρότερο απ’ αυτό, ότι δηλαδή δεν ντρέπεσαι, πράγμα που συνηθίζουμε να λέμε όχι για σπουδαία πράγματα. Γιατί λοιπόν το λέει αυτό; - Οι Ρωμαίοι ήταν στραμμένοι προς τα πράγματα του κόσμου αυτού εξ’ αιτίας του πλούτου, της εξουσίας, των νικών και των ίδιων των βασιλέων, γιατί τους θεωρούσαν ισόθεους. Έτσι βέβαια και τους ονόμαζαν. Γι’ αυτό και τους λάτρευαν σε ναούς με βωμούς και θυσίες. Επειδή λοιπόν ήταν τόσο περήφανοι, ενώ ο Παύλος επρόκειτο να κηρύξει τον Ιησού, που νομιζόταν υιός του ξυλουργού, που ανατράφηκε στην Ιουδαία και σε σπίτι άσημης γυναίκας, χωρίς να έχει σωματοφύλακες, ούτε να περιβάλλεται από χρήματα, αλλά που πέθανε και σαν κατάδικος μαζί με ληστές και υπέμεινε πολλά και παράδοξα και ήταν φυσικό να αισθάνονται αυτοί ντροπή, αφού δεν γνώριζαν ακόμη τίποτα από τα μεγάλα και απόρρητα, γι’ αυτό λέει «Δεν ντρέπομαι». Διδάσκοντας έτσι πρώτα εκείνους να μην ντρέπονται, γιατί γνώριζε πως αν κατόρθωναν αυτό, γρήγορα θα έφταναν και στην καύχηση.
δύναμις γὰρ Θεοῦ ἐστιν εἰς σωτηρίαν παντὶ τῷ πιστεύοντι, ᾿Ιουδαίῳ τε πρῶτον καὶ ῞Ελληνι.
Επειδή λοιπόν υπάρχει δύναμη του Θεού που φέρνει τιμωρία (γιατί όταν τιμωρούσε τους Αιγύπτιους έλεγε «Αυτή είναι η δύναμή μου η μεγάλη ιωηλ 2,25») γι’ αυτό λοιπόν λέει έρχομαι να φέρων δύναμη που φέρνει σωτηρία και όχι κόλαση και τιμωρία. Τι λοιπόν; Δεν κήρυττε κι αυτά το Ευαγγέλιο τα σχετικά με τη γέεννα, το σκότος το εξώτερο και το φαρμακερό σκουλήκι; Αλλά όμως από πουθενά αλλού παρά από το ευαγγέλιο τα γνωρίσαμε αυτά. Άκου όμως και τα επόμενα: «Στον καθένα που πιστεύει, στον Ιουδαίο πρώτα και στον ειδωλολάτρη». Όχι λοιπόν σε όλους γενικά, αλλά σε όσους τον δέχονται. Γιατί κι αν είσαι Έλληνας και αν έκανες κάθε κακία, κι αν είσαι Σκύθης, και αν είσαι βάρβαρος κι αν είσαι θηρίο κι αν είσαι φορτωμένος με πάρα πολλά αμαρτήματα, εφόσον δέχτηκες το κήρυγμα του σταυρού και βαπτίστηκες, εξαφάνισες και όλα εκείνα.
Και γιατί ξεχωρίζει τον Ιουδαίο και τον Έλληνα; Ότι δηλαδή δεν παίρνει κανείς περισσότερη χάρη, επειδή είναι πρώτος, αφού ίδια δωρεά δίνεται και σ’ αυτόν και σ’ εκείνον, αλλά το πρώτος είναι μόνο τιμητική θέση.
17 δικαιοσύνη γὰρ Θεοῦ ἐν αὐτῷ ἀποκαλύπτεται ἐκ πίστεως εἰς πίστιν, καθὼς γέγραπται· ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται.
Αφού λοιπόν έγινε δίκαιος, θα ζήσει όχι μόνο στην παρούσα ζωή, αλλά και στην μελλοντική. Και τη δικαίωση δεν την λαμβάνει κανείς ούτε από μόνος του, ούτε από τους ανθρώπους, αλλά από τον Θεό. Γιατί βέβαια αυτήν την δικαίωση δεν την παίρνεις με αγώνες και ιδρώτες και κόπους, αλλά την παίρνεις από την δωρεά του Θεού, προσφέροντας ο ίδιος ένα μόνο πράγμα, την πίστη.
Και για να το επιβεβαιώσει αυτό φέρνει στην μέση τον Αββακούμ να φωνάζει και να λέγει «ο δίκαιος θα ζήσει από την πίστη». (Αββ. 2,4)
Ενώ αντιθέτως «ο υπερήφανος και καταφρονητής και αλαζονικός άνθρωπος τίποτα δεν μπορεί να επιτύχει» (Αββ. 2,5)
Ας ακούσουν αυτή τη φωνή οι πάσης φύσεως αιρετικοί. Γιατί τέτοια είναι η φύση των λογισμών. Μοιάζει με κάποιο λαβύρινθο και με γρίφους, χωρίς να έχει πουθενά κανένα τέλος, ούτε ν’ αφήνει το λογισμό να σταθεί πάνω στην πέτρα και ξεκινάει από την αλαζονεία. Γιατί επειδή αισθάνονται ντροπή για την παραδοχή της πίστης και νομίζουν πως αγνοούν τα ουράνια, ρίχνουν τον εαυτό τους σε κονιορτό αναρίθμητων λογισμών.
Έπειτα άθλιε και ταλαίπωρε και άξιε για πάρα πολλά δάκρυα, αν κάποιος σε ρωτήσει, πως έγινε ο ουρανός και η γη ή καλύτερα πως γεννήθηκες εσύ ο ίδιος δεν ντρέπεσαι για την άγνοια. Αν όμως γίνεται λόγος για τον Μονογενή Υιό, εξ’ αιτίας της ντροπής ρίχνεις τον εαυτό σου στο γκρεμό της καταστροφής, νομίζοντας πως είναι ανάξιο για σένα το να μη γνωρίζεις τα πάντα; Αλλά όμως ανάξιο πράγμα είναι η φιλονικία και η άκαιρη πολυπραγμοσύνη.
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά και περισσότερα απ’ αυτά, ας μη ζητάμε ποτέ ευθύνες από τον Θεό γι’ αυτά που γίνονται, αλλά ας δεχόμαστε αυτό που θα διατάξει και ας μην το περιεργαζόμαστε ούτε να το πολυεξετάζουμε και αν ακόμη η διαταγή του φαίνεται πως είναι παράλογη στους ανθρώπινους λογισμούς. Γιατί πες μου, τι φαίνεται πως είναι πιο παράλογο από το να σφάξει κανείς το μονογενή υιό του ο ίδιος ο πατέρας του; Αλλά όμως ο δίκαιος όταν διατάχτηκε, δεν πολυεξέτασε αυτό, αλλά από την αξία αυτού που έδωσε την προσταγή, τη δέχτηκε μόνο και υπάκουσε. Και ένας άλλος όταν διατάχτηκε να κτυπήσει στο πρόσωπο προφήτη, επειδή εξέτασε πως η θέληση είναι παράλογη και δεν υπάκουσε απλά, τιμωρήθηκε με θάνατο, ενώ αυτός που τον κτύπησε ευδοκίμησε. Και ο Σαούλ όταν έσωσε ανθρώπους αντίθετα από τη θέληση του Θεού, έχασε τη βασιλεία και έπαθε αθεράπευτα κακά.
Αν λοιπόν είναι επικίνδυνο να περιεργαζόμαστε αυτά που ο Θεός θα διατάξει, τι πιο επικίνδυνο είναι από το να περιεργάζεται κανείς τα πιο απόρρητα και πιο φοβερά, δηλαδή πως γέννησε τον Υιό και με ποιο τρόπο και ποια είναι η ουσία Του. γνωρίζοντας λοιπόν όλα αυτά, ας υποδεχτούμε με εύνοια τη μητέρα όλων των αγαθών, την πίστη, ώστε σαν να πλέουμε σε ήσυχο λιμάνι, να διατηρήσουμε και τα ορθά δόγματα και κατευθύνοντας τη ζωή μας με ασφάλεια, να επιτύχουμε τα ιώνια αγαθά.
18 ᾿Αποκαλύπτεται γὰρ ὀργὴ Θεοῦ ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐπὶ πᾶσαν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων τῶν τὴν ἀλήθειαν ἐν ἀδικίᾳ κατεχόντων,
Επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι δεν προσελκύονται στην αρετή τόσο από την υπόσχεση των χρηστών όσο από το φόβο των δυσάρεστων, προσελκύει αυτούς και από τα δύο. Γι’ αυτό και ο Θεός δεν υποσχέθηκε βασιλεία μόνο, αλλά απείλησε και με τη γέεννα. Και οι προφήτε έτσι πάντα μιλούσαν, αναμειγνύοντας πάντοτε τα κακά με τα αγαθά.
19 διότι τὸ γνωστὸν τοῦ Θεοῦ φανερόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς· ὁ γὰρ Θεὸς αὐτοῖς ἐφανέρωσε. 20 τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης, εἰς τὸ εἶναι αὐτοὺς ἀναπολογήτους,
Δηλαδή η τιμωρία δεν θα είναι όμοια με αυτή που αντιλαμβανόμαστε εδώ, με τους πολέμους, τις αρρώστιες και την πείνα, αλλά θα είναι ασυγκρίτως μεγαλύτερη από την κοινή. Γιατί τώρα αυτά που γίνονται, αποβλέπουν στη διόρθωση, ενώ τότε η τιμωρία θα είναι διαφορετική. Τότε ο φοβερός Κριτής καθισμένος πάνω στο φοβερό βήμα θα διατάζει άλλους να σύρονται στα καμίνια, άλλους στο σκότος το εξώτερο και άλλους σε τιμωρίες άλλες που είναι ανυπόφορες και αφόρητες.
Τι σημαίνει όμως αυτό που είπε ο Παύλος «η γνώση είναι φανερή σ’ αυτούς»;
21 διότι γνόντες τὸν Θεὸν οὐχ ὡς Θεὸν ἐδόξασαν ἢ εὐχαρίστησαν, ἀλλ᾿ ἐματαιώθησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία· 22 φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν, 23 καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν.
Τι λοιπόν θα πουν εκείνη την ημέρα οι ειδωλολάτρες; Ότι δε σε γνωρίσαμε; Μα δεν ακούσατε τον ουρανό που έβγαλε φωνή ότν τον αντίκρυσε; Τη φωνή της αρμονικής τάξης των πάντων που φωνάζει πιο δυνατά από σάλπιγγα; Δεν είδατε τους νόμους της νύχτας και της ημέρας ότι μένουν σταθεροί διαρκώς; Την τάξη του χειμώνα, της άνοιξης και των άλλων εποχών που είναι σταθερή και αμετακίνητη; Την ευγνωμοσύνη της θάλασσας σε τόσο μεγάλη τρικυμία και με κύματα; Όλα να παραμένουν σε τάξη και με την ομορφιά και με το μέγεθός τους να δοξολογούν τον Δημιουργό;
Και βέβαια όλα αυτά ο Θεός δεν τα δημιούργησε για να στερήσει από κανέναν την απολογία, αλλά για να τον γνωρίσουν οι πάντες καλά.
Πρώτο λοιπόν αδίκημα, ότι δεν βρήκαν τον Θεό, δεύτερο ότι δεν τον βρήκαν αν και είχαν αφορμές μεγάλες και ολοφάνερες, τρίτο ότι δεν τον βρήκαν αν και έλεγαν πως είναι σοφοί, τέταρτο, ότι όχι μόνο δεν τον βρήκαν, αλλά κατέβασαν το σεβασμό εκείνο σε δαίμονες και πέτρες και ξύλα. Γι’ αυτό και αλλού λέει ότι «το ανόητο του Θεού είναι πιο σοφό από τους ανθρώπους».
Έπειτα για να μάθεις ότι αν και είχαν τη γνώση για το Θεό, τόσο πολύ την πρόδωσαν είπε «άλλαξαν». Και εκείνος που αλλάζει κάτι , το αλλάζει επειδή έχει άλλο. Γιατί ήθελαν να βρουν κάτι περισσότερο και δε δέχτηκαν τους νόμους που δόθηκαν. Γι’ αυτό και έχασαν αυτά, επειδή επιθυμούσαν καινούρια πράγματα.
Γιατί πραγματικά τέτοια είναι όλα τα ελληνικά. Γι’ αυτό και βρέθηκαν αντιμέτωποι μεταξύ τους. Και ο Αριστοτέλης ξησηκώθηκε εναντίον του Πλάτωνα, ενώ οι Στωικοί οργίστηκαν εναντίον αυτού και άλλος έγινε εχθρός άλλου. Γιατί αν δεν εμπιστεύονταν τα δικά τους στους λογισμούς και τους συλλογισμούς και τα σοφίσματα δε θα πάθαιναν αυτά που έπαθαν. Γιατί αν θα πεις τι σχέση έχουν όλα αυτά που μου λες και γιατί καταβιβάζεις την ειδωλομανία των ειδωλολατρών με την φιλοσοφία του Πλάτωνα; Τότε θα πρέπει να ξέρεις ότι και αυτός που φαίνεται πιο σπουδαίος από τους υπόλοιπους συγκινούνταν από ατ είδωλα και συμβούλευε να θυσιάζουν τον πετεινό στον Ασκληπιό.
24 Διὸ καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις τῶν καρδιῶν αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ σώματα αὐτῶν ἐν αὐτοῖς,
Από δω αποδεικνύει πως η ασέβεια έγινε αιτία και της διαστροφής των νόμων της φύσης. Το «παρέδωσε», εδώ σημαίνει «άφησε». Γιατί όπως ο αρχηγός του στρατοπέδου αν φύγει και απομακρυνθεί, όταν φουντώσει ο πόλεμος, παραδίνει τους στρατιώτες στους εχθρούς, όχι επειδή τους ωθεί ο ίδιος, αλλά επειδή τους στερεί τη δική του βοήθεια, έτσι και ο Θεός εκείνους που δε θέλησαν να δεχτούν τα δικά Του, αλλά πρώτοι απομακρύνθηκαν, τους άφησε, αφού τήρησε ο ίδιος όλα τα δικά του. παρατήρησε όμως. Έβαλε στη μέση αντί για διδασκαλία στη μέση τον κόσμο, έδωσε νου και σκέψη που μπορεί να καταλάβει το σωστό. Τίποτα όμως απ’ αυτά δεν χρησιμοποίησαν για τη σωτηρία τους οι άνθρωποι, αλλά και αυτό που πήραν, το έστρεψαν αντίθετα.
25 οἵτινες μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει, καὶ ἐσεβάσθησαν καὶ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα, ὅς ἐστιν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Και τονίζοντας αυτό το τεράστιο σφάλμα τους, αποστερεί απ’ αυτούς κάθε συγγνώμη. Και για το σφάλμα τους βέβαια αυτό ο Θεός δεν βλάφθηκε σε τίποτα διότι Αυτός είναι ευλογητός στους αιώνες και εις τους αιώνες των αιώνων.
26 Διὰ τοῦτο παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς πάθη ἀτιμίας. αἵ τε γὰρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν,
27 ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἄρσενες ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν τῆς θηλείας ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες.
Όλα βέβαια τα πάθη είναι ατιμωτικά, ιδιαίτερα όμως η μανία για τους άνδρες. Και βλέπε πως τους στερεί εδώ τη συγνώμη , όπως ακριβώς στα δόγματα, λέγοντας για τις γυναίκες «άλλαξαν τη φυσική σχέση». Γιατί δεν μπορεί να πει κανείς πως έφτασαν σ’ αυτό, επειδή εμποδίστηκαν από τη φυσική συνουσία, ούτε πως κατάντησαν σ’ αυτήν την αλλόκοτη λύσσα, επειδή δεν μπορούσαν να εκπληρώσουν την επιθυμία τους, γιατί η αλλαγή είναι γνώρισμα αυτών που μπορούν να την κάνουν. Και πρόσεχε πως δεν λέει ότι αγάπησαν ή επιθύμησαν ο ένας τον άλλον, αλλά «κάηκαν από επιθυμία μεταξύ τους». Βλέπεις ότι το παν της επιθυμίας προέρχεται από την πλεονεξία, επειδή δεν ανέχεται να μένει μέσα στα δικά της ότι όρια; Γιατί καθετί που ξεπερνά τους νόμους που όρισε ο Θεός, επιθυμεί πράγματα αλλόκοτα και όχι τα νόμιμα.
Από πού όμως προέρχεται η δύναμη αυτής της επιθυμίας; -Από την εγκατάλειψη του Θεού. Από την παρανομία αυτών που τον εγκατέλειψαν. Από την αδιαφορία τους που άναψε την επιθυμία. Και δεν είπε ο Παύλος τη λέξη «επιθυμία», αλλά «ασχημοσύνη» με κυριολεκτική σημασία. Γιατί πραγματικά και τη φύση ντρόπιασαν και τους νόμους καταπάτησαν.
Κι αντί ου δύο να γίνουν ένα σώμα (γάμος), καταστρέφοντας αυτή την επιθυμία ο διάβολος και μεταφέροντας αυτή σ’ άλλο τρόπο, ξεχώρισε έτσι τα φύλλα μεταξύ τους και έκανε το ένα να γίνει δύο μέρη, αντίθετα με το νόμο του Θεού. Γιατί αυτός λέγει «θα είναι οι δύο μία σάρκα», ενώ ο διάβολος χώρισε τη μία στα δύο. Να ο πρώτος πόλεμος. Πάλι αυτά τα ίδια δύο μέρη τα παρέσυρε σε πόλεμο και προς τον εαυτό τους μεταξύ τους. Γιατί και οι γυναίκες πρόσβαλλαν πάλι τις γυναίκες, όχι μόνο τους άνδρες, και οι άνδρες στέκονταν αντιμέτωποι και μεταξύ τους και εναντίον του γυναικείου φύλλου, όπως ακριβώς σε κάποια μάχη της νύχτας. Είδες δεύτερο και τρίτο και τέταρτο πόλεμο; Υπάρχει κι άλλος. Γιατί μαζί μ’ αυτά που αναφέρθηκαν, παρανόμησαν στην ίδια τη φύση. Επειδή λοιπόν είδε ο διάβολος πως αυτή ιδιαίτερα η επιθυμία ενώνει τα φύλλα, φρόντισε να κόψει το δεσμό, ώστε να διαλύσει το ανθρώπινο γένος όχι μόνο με το να σπείρονται νόμιμα οι άνθρωποι, αλλά και με το να παρασύρονται σε πόλεμο μεταξύ τους και να επαναστατούν.
…Αυτούς εγώ τους λέγω πως είναι χειρότεροι και από τους δολοφόνους, γιατί είναι καλύτερο να πεθάνει κανείς, παρά να ζει και να προσβάλλεται έτσι. Γιατί ο δολοφόνος απέσπασε την ψυχή από το σώμα, ενώ αυτό κατέστρεψε την ψυχή μαζί με το σώμα. Και όποιο αμάρτημα κι αν πεις, δε θα πεις κανένα ίσο με την παρανομία αυτή. Γιατί δε λέγω μόνο αυτό, ότι δηλαδή έγινες γυναίκα, αλλά ότι έχασες και την ιδιότητα του άνδρα και ούτε απέκτησες αυτή τη φύση, ούτε διατήρησες εκείνη που είχες, αλλά έγινες κοινός προδότης κάθε φύσης και άξιος να καταδιώκεσαι και να λιθοβολείσαι από άνδρες και γυναίκες επειδή αδίκησε και τα δύο φύλλα. Και για να μάθεις πόσο μεγάλο κακό είναι αυτό, αν κάποιος ερχόταν και σου υποσχόταν από άνθρωπο να σε κάνει σκύλο, άραγε δε θα τον απέφευγες σαν κακούργο; Αλλά να, δεν έκανες τον εαυτό σου σκύλο από άνθρωπο, αλλά εκείνο που είναι πιο ατιμωτικό από το ζώο αυτό. Γιατί εκείνο το ζώο είναι κατάλληλο για χρήση, ενώ αυτός που είναι όμοιος με πόρνη, πουθενά δεν είναι χρήσιμος.
Τι λοιπόν, πες μου, αν κάποιος απειλούσε να κάνει τους άνδρες να γεννούν και να περνούν το στάδιο της λοχείας, δε θα θυμώναμε πάρα πολύ; Να όμως που έκαναν φοβερότερα τώρα στον εαυτό τους αυτοί που με μανία επιθυμούν τα παρόμοια. Γιατί δεν είναι το ίδιο να μεταβάλλει κανείς τη φύση του σε γυναικεία και να γίνει γυναίκα, ενώ παραμένει άνδρας ή καλύτερα ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και σκέψου πόσο μεγάλο είναι αυτό το αμάρτημα ώστε ο Θεός έφερε την γέεννα πριν από την ώρα της ρίχνοντας φωτιά από τον ουρανό και καίγοντας τα σόδομα εξαιτίας αυτής της αμαρτίας.
Πες μου τι είναι πιο σιχαμερό από άνδρα που είναι πόρνος; Και τι είναι πιο μολυσμένο; Πω, πω μανία! Πω, πω παραφροσύνη!
28 Καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν τὸν Θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει, παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν, ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα,
Για να μη φανεί πως υπονοεί αυτούς, επιμένοντας πολύ στο λόγο της παιδεραστίας, έρχεται στη συνέχεια σε άλλα είδη αμαρτημάτων. Γι’ αυτό και φέρει όλο το λόγο σε άλλα πρόσωπα. Και τα αμαρτήματα αυτών δεν είναι αποτέλεσμα άγνοιας αλλά μελέτης. Γι’ αυτό ακριβώς δεν είπε και καθώς δε γνώρισαν τον Θεό, αλλά «καθώς δε θεώρησαν καλό να γνωρίσουν το Θεό».
«Επινοούν κακά». Δηλαδή δεν αρκέστηκαν σ’ αυτά που ήδη υπήρχαν, αλλά επινόησαν κι άλλα.
29 πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ, πορνείᾳ πονηρίᾳ πλεονεξίᾳ κακίᾳ, μεστοὺς φθόνου φόνου ἔριδος δόλου κακοηθείας, 30 ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρέτας κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, 31 ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀστόργους, ἀσπόνδους, ἀνελεήμονας· 32 οἵτινες τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ ἐπιγνόντες, ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες ἄξιοι θανάτου εἰσίν, οὐ μόνον αὐτὰ ποιοῦσιν, ἀλλὰ καὶ συνευδοκοῦσι τοῖς πράσσουσι.
Και πολύ σωστά λέει, διότι δεν είναι το ίδιο πράγμα το να αμαρτάνει κανείς με το να συμφωνεί με την αμαρτία και να την υποστηρίζει. Γιατί ο Θεός φανερώνει την αγαθότητά του, για να απαλλαγείς από αμαρτήματα, όχι για να προσθέσεις. Εάν λοιπόν δεν κάνεις αυτό, η τιμωρία θα είναι πιο φοβερή.