1 Δικαιωθέντες οὖν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ,
Τι σημαίνει «ας έχουμε ειρήνη»; Δηλαδή ας μην αμαρτάνουμε ποτέ πια, ούτε να επιστρέφουμε προς τα προηγούμενα, γιατί αυτό σημαίναι ότι έχουμε πόλεμο με τον Θεό. Και πως είναι δυνατόν να μην αμαρτάνουμε πια; Και πως έγινε δυνατό το προηγούμενο; Γιατί, αν ήμασταν υπεύθυνοι για τόσα αμαρτήματα απαλλαχτήκαμε με το Χριστό απ’ όλα, πολύ περισσότερο θα μπορέσουμε με αυτόν να μείνουμε σ’ εκείνα που είμαστε. Γιατί δεν είναι το ίδιο ν’ αποκτήσουμε ειρήνη που δεν υπήρχε και να κρατήσουμε αυτή που δόθηκε, επειδή βέβαια η απόκτηση είναι πιο δύσκολο πράγμα από τη φύλαξη. Αλλά όμως το πιο δύσκολο πράγμα έγινε εύκολο και πραγματοποιήθηκε. Επομένως και το πιο εύκολο θα είναι ευκολοκατόρθωτο σ’ εμάς, αν ακολουθούμε εκείνον που για χάρη μας κατόρθωσε και εκείνα.
2 δι᾿ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ᾿ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.
Εάν λοιπόν, ενώ βρισκόμασταν μακριά, μας έφερε κοντά, πολύ περισσότερο θα μας κρατήσει, αν πλησιάσουμε κοντά.
Πες μου όμως για ποια χάρη μιλάει; Το να καταξιωθούμε να γνωρίσουμε το Θεό, το να απαλλαχτούμε από την πλάνη, το να γνωρίσουμε καλά την αλήθεια, το να επιτύχουμε με βάπτισμα όλα τα αγαθά. Σ’ αυτό λοιπόν μας οδήγησε, για να λάβουμε αυτά τα δώρα, ούτε απλά για να γίνει συγχώρηση και απαλλαγή από τα αμαρτήματα μόνο, αλλά για να απολαύσουμε και άπειρα αξιώματα. Και ούτε σ’ αυτά σταμάτησε, αλλά υποσχέθηκε και άλλα. Εκείνα τα απόρρητα αγαθά που ξεπερνούν και νου και λόγο. Γι’αυτό ακριβώς ανέφερε και τα δύο. Γιατί με το να πει «τη χάρη», δήλωσε τα παρόντα που λάβαμε, ενώ με το να πει «και καυχιόμαστε ελπίζοντας ν’ απολαύσουμε τη δόξα του Θεού», αποκάλυψε όλα τα μελλοντικά. Και καλά είπε «στην οποία στεκόμαστε σταθερά». Γιατί τέτοια είναι η χάρη του Θεού. Δεν έχει τέλος, δεν γνωρίζει πέρας, αλλά και σε μεγαλύτερα πάντοτε προχωράει, πράγμα που δεν είναι δυνατό στους ανθ΄ρωπους. Τι θέλω να πω. Απέκτησε κάποιος αρχή και δόξα και εξουσία, όμως δεν στάθηκε πάνω σ’ αυτήν παντοτινά, αλλά γρήγορα τη χάνει κι αν ακόμη δεν του την αφαιρέσει άνθρωπος, οπωσδήποτε θα του την αφαιρέσει ο θάνατος όταν έρθει. Εκείνα όμως που ανήκουν στον Θεό δεν είναι τέτοια.. γιατί ούτε ο άνθρωπος, ούτε ο χρόνος, ούτε η συγκυρία των πραγμάτων, ούτε ο διάβολος, ούτε ο θάνατος, όταν έρθει θα μπορέσει να μας απομακρύνει απ’ αυτά. Αλλά όταν πεθάνουμε, τότε με περισσότερη ακρίβεια τα κατέχουμε και απολαμβλάνουμε περισσότερα, καθώς προχωρούμε πάντοτε.
Επομένως, αν δυσπιστείς στα μελλοντικά αγαθά, από τα παρόντα και από κείνα που έλαβες ήδη, να πιστεύεις και σ’ εκείνα. Γιατί γι’ αυτό είπε «και καυχιόμαστε ελπίζοντας να απολάυσουμε τη δόξα του Θεού», για να μάθεις ποια ψυχή πρέπει να έχει ο πιστός. Γιατί όχι μόνο γι’ αυτά που έχουν δοθεί, αλλά και για τα μελλοντικά σαν να έχουν δοθεί, πρέπει να έχουμε βεβαιωθεί, γιατί καυχιέται κανείς γι’ αυτά που έχουν ήδη δοθί. Αφού λοιπόν και η ελπίδα των μελλοντικών είναι τόσο βέβαιη και σαφής, όπως η ελπίδα εκείνων που έχουν δοθεί, και για εκείνη, λέει, με όμοιο τρόπο να καυχιόμαστε. Γι’ αυτό και δόξα τα ονόμασε αυτά.
Σκέψου λοιπόν πόσο σπουδαία είναι τα μελλοντικά, όταν μεγαλοφωνούμε και για εκείνα που φαίνονται πως είναι πυπηρά. Τόσο μεγάλη είναι η δωρεά του Θεού, και έτσι τίποτα δικότης δεν είναι δυσάρεστο. Γιατί στα έξω πράγματα οι αγώνες έχουν κόπο και πόνο και ταλαιπωρία, ενώ τα στεφάνια και τα βραβεία φέρνουν ευχαρίστηση. Εδώ όμως δε συμβαίνει το ίδιο, αλλά οι αγώνες δεν μας είναι λιγότερο ευχάριστοι από τα βραβεία. Επειδή λοιπόν πολλοίήταν τότε οι πειρασμοί, ενώ η βασιλεία βρισκόταν στις ελπίδες και τα κακά πάλι ήταν πραγματικότητα, ενώ τα αγαθά βρίσκοταν στην προσδοκία και αυτό ήταν εκείνο που παρέλυε τους ασθενέστερους, δίνει σ’ αυτούς τα βραβεία, ήδη και πριν από τα στεφάνια, λέγοντας ότι και στις θλίψεις πρέπει να καυχιόμαστε. Και δεν είπε «πρέπει να καυχιέστε», αλλά «να καυχιόμαστε», παρουσιάζοτας την παραίνεση στο δικό του πρόσωπο.
Γιατί πραγματικά οι ίδιες οι θλίψεις είναι από μόνες τους αγαθό πράγμα. Για ποιο λόγο; Γιατί σε ασκούν σε υπομονή. Γι’ αυτό ακριβώς αφού είπε «καυχιόμαστε στις θλίψεις», πρόσθεσε και την αιτία λέγοντας «γιατί γνωρίζουμε ότι η θλίψη ασκεί σιγά σιγά την υπομονή».
3 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν, εἰδότες ὅτι ἡ θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται, 4 ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν, ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα,
Οι θλίψεις λοιπόν όχι μόνο δεν εξαφανίζουν αυτήν την ελπίδα, αλλά την αυξάνουν. Γιατί η θλίψη έχει βέβαια και πριν από τα μελλοντικά αγαθά μέγιστο καρπό την υπομονή και το ότι κάνει τέλειο εκείνον που δοκιμάζεται, συντελεί όμως κάπως και προς τα μελλοντικά αγαθά, αφού κάνει ακμαία μέσα μας την ελπίδα. Γιατί τίποτα δεν μας κάνει τόσο να ελπίζουμε για τα αγαθά, όσο η αγαθή συνείδηση.
Και έτσι κανείς από κείνους που έχουν ζήσει σωστά δεν δυσπιστεί για τα μελλοντικά, όπως ακριβώς βέβαια από κείνους που έχουν παραμελήσει πολλοί, επειδή πιέζονται από πονηρή συνείδηση, δε θέλουν να υπάρχει ούτε κρίση ούτε ανταπόδοση. Τι λοιπόν συμβαίνει; Σ’ ελπίδες βρίσκονται τα αγαθά μας; Σ’ ελπίδες βέβαια, αλλά όχι σε ανθ΄ρωπινες που διαψεύδονται και ντροπιάζουν πολλές φορές εκείνον που έχει ελπίσει, αφού εκείνος που αναμενόταν να πραγματοποιήσει αυτό πέθανε, ή ενώ ζούσε άλλαξε. Όμως τα δικά μας δεν είναι τέτοια, αλλά η ελπίδα είναι βέβαιη και σταθερή.γιατί εκείνος που υποσχέθηκε πάντοτε ζει και εμείς που πρόκειται να απολαύσουμε αυτά κι αν ακόμη πεθάνουμε, θα αναστηθούμε πάλι, και τίποτα γενικά δεν μπορεί να μας νροπιάσει.
5 ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος ῾Αγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν.
Και δεν είπε «έχει δοθεί», αλλά «έχει χυθεί μέσα στις καρδιές μας», για να δείξει την αφθονία της. Γιατί εκείνο που ήταν μέγιστο δώρο, αυτό έδωσε, όχι τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα, αλλά αυτό που ήταν πιο πολύτιμο απ’ όλα αυτά, και έκανε από ανθρώπους αγγέλους και υιούς Θεού και αδελφούς του Χριστού. Και ποιο είναι αυτό; Το Πνεύμα το Άγιο. Εάν όμως δεν ήθελε να μας δωρίσει μεγάλα στεφάνια ύστερα από τους κόπους, δε θα μας έδινε τόσα αγαθά πριν από τους κόπους. Τώρα όμως δείχνει τη θερμότητα της αγάπης από δω, γιατί δεν μας τίμησε σιγά σιγά και λίγο λίγο, αλλά έχυσε όλη την πηγή των αγαθών και αυτά έγιναν πριν από αιώνες.
Επομένως κι αν ακόμη δεν είσαι πάρα πολύ άξιος, μην απελπίζεσαι, γιατί έχεις μεγάλο συνήγορο την αγάπη του κριτή.
6 ῎Ετι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανε. 7 μόλις γὰρ ὑπὲρ δικαίου τις ἀποθανεῖται· ὑπὲρ γὰρ τοῦ ἀγαθοῦ τάχα τις καὶ τολμᾷ ἀποθανεῖν. 8 συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε.
Αυτό που λέει σημαίνει το εξής: Αν λοιπόν για κάποιον ενάρετο άνθρωπο δεν θα προτιμήσει κανείς να πεθάνει αμέσως, σκέψουν την αγάπη του Θεού ο Οποίος δεν σταυρώθηκε για ενάρετους, αλλά για αμαρτωλούς και εχθρούς, πράγμα που ύστερα απ’ αυτά λέγει: «Γιατί, αν ο Χριστός πέθανε για μας, ενώ ήμασταν αμαρτωλοί, πολύ περισσότερο λοιπόν τώρα, που δικαιωθήκαμε με το αίμα του, θα σωθούμε με τη βοήθειά του από την οργή».
9 πολλῷ οὖν μᾶλλον δικαιωθέντες νῦν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ σωθησόμεθα δι᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀργῆς. 10 εἰ γὰρ ἐχθροὶ ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῷ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ· 11 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ καυχώμενοι ἐν τῷ Θεῷ διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ νῦν τὴν καταλλαγὴν ἐλάβομεν.
Και φαίνεται βέβαια πως τα λεγόμενα είναι τα ίδια, δεν είναι όμως για εκείνον που τα εξετάζει με προσοχή. Αλλά πρόσεχε θέλει να τους βεβαιώσει για τα μελλοντικά. Και πρώτα τα παρουσιάζει από τη διάθεση του δικαίου, λέγοντας ότι βεβαιώθηκε εκείνος, «ότι εκείνο που υποσχέθηκε ο Θεός, είναι δυνατός και να το εκτελέσει». Έπειτα από τη χάρη που μας δόθηκε και εέπειτα από τις θλίψεις, γιατί μπορούν να μας οδηγήσουν στην ελπίδα, και από το άγιο Πνεύμα πάλι που λάβαμε. Στη συνέχεια όμως αποδεινύει αυτό και από το θάνατο και από τη δική μας προηγούμενη κακία. Και φαίνεται βέβαια πως ένα είναι το λεγόμενο, στην πραγματικότητα όμως είναι δύο και τρία και πολύ περισσότερα. Πρώτο ότι πέθανε, δεύτερο ότι πέθανε για χάρη των ασεβών και τρίτο ότι μας συμφιλίωσε, ότι μας έσωσε, ότι μας δικαίωσε, ότι μας έκανε ανθ΄ρωπους, ότι μας έκανε υιούς και κληρονόμους.
12 Διὰ τοῦτο ὥσπερ δι᾿ ἑνὸς ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καὶ οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ᾿ ᾧ πάντες ἥμαρτον·
Όπως ακριβώς οι άριστοι ιατροί εξετάζουν σε βάθος πάντοτε τη ρίζα των νοσημάτων και φθάνουν στην ίδια αιτία του κακού, έτσι κάνει και ο μακάριος Παύλος. Αφού λοιπόν είπε, ότι δικαιωθήκαμε και αφού έδειξε ότι αυτό έγινε από τον πατριάρχη και το Άγιο Πνεύμα και από το θάνατο του Χριστού, γιατί δε θα πέθαινε, αν δεν επρόκειτο να δικαιώνει, αποδεικνύει στη συνέχεια και με άλλο τρόπο αυτά που απέδειξε με τόσε αποδείξεις, από το θάνατο και την αμαρτία. Πως και με ποιο τρόπο; Προσπαθεί να βρει από μπήκε ο θάνατος και επικράτησε. Πως λοιπόν μπήκε και επικράτησε; Με την αμαρτία ενός ανθ΄ρωπου. Και τι σημαίνει «στο πρόσωπό του όλοι αμάρτησαν»; Αφού έπεσε εκείνος στην αμαρτία και εκείνοι που δεν έφαγαν από το δέντρο όλοι έγιναν απ΄αυτόν θνητοί.
13 ἄχρι γὰρ νόμου ἁμαρτία ἦν ἐν κόσμῳ, ἁμαρτία δὲ οὐκ ἐλλογεῖται μὴ ὄντος νόμου·
Με το «μέχρι τότε που δόθηκε ο νόμος», μερικοί νομίζουν πως εννοεί το χρόνο εκείνο πριν από τη χορήγηση του νόμου, δηλαδή τον χρόνο της εποχής του Άβελ, του Νώε, του Αβραάμ, το χρόνο μέχρι που γεννήθηκε ο Μωυσής. Ποια λοιπόν αμαρτία υπήρχε τότε; Μερικοί λέγουν πως εννοεί την αμαρτία που συνέβηκε στον παράδεισο, αφού δεν είχε καταργηθεί ακόμη λέγει, αλλά άκμαζε ο καρπός της. Γιατί η αμαρτία εκείνη έφερε τον κοινό θάνατο, που εξουσίαζε και τυραννούσε. Για ποιο λόγο προσθέτει, «η αμαρτία όμως δε λογαριάζεται όταν δεν υπάρχει νόμος»; Από αντ΄θθεση προς τους Ιουδαίους λέγουν αυτοί που υποστηρίζουν τα δικά μας, ότι το είπε αυτό με την έννοια ότι, αν δεν υπάρχει αμαρτία όταν δεν υπάρχει νόμος, πως τότε ο θάνατος κατέτρωγε όλους που έζησαν πριν από το νόμο; Εμένα όμως μου φαίνεται πως αυτό έχει σχέση περισσότερο με αυτό που πρόκειται να ειπωθεί και το οποίο υπήρχε στην αποστολική σκέψη. Και ποιο είναι αυτό; Λέγοντας, ότι «η αμαρτία υπήρχε στον κόσμο μέχρι τότε που δόθηκε ο νόμος, επικρατούσε, μέχρι που υπήρχε και ο νόμος. Εάν λοιπόν, λέγει, αυτή η αμαρτία προκαλούσε το θάνατο εξαιτίας της παραβάσεως του νόμου, πως εκείνοι που έζησαν πριν από το νόμο πέθαιναν όλοι; Γιατί, αν ο θάνατος προήλθε από την αμαρτία δε λογαριάζεται, πως εξουσίαζε ο θάνατος; Επομένως είναι φανερό, ότι όχι αυτή η αμαρτία που πρόέρχεται από την παράβαση του νόμου, αλλά εκείνη που προέρχεται από την παρακοή του Αδάμ ήταν αυτή που κατέστρεφε τα πάντα. Και ποια είναι η απόδειξη γι’ αυτό; Το ότι πέθαιναν όλοι και πρι από το νόμο.
14 ἀλλ᾿ ἐβασίλευσεν ὁ θάνατος ἀπὸ ᾿Αδὰμ μέχρι Μωϋσέως καὶ ἐπὶ τοὺς μὴ ἁμαρτήσαντας ἐπὶ τῷ ὁμοιώματι τῆς παραβάσεως ᾿Αδάμ, ὅς ἐστι τύπος τοῦ μέλλοντος.
Γι’ αυτό λοιπόν και ο Αδάμ είναι τύπος του Χριστού. Πως λέγει είναι τύπος; Γιατί όπως ακριβώς ο Αδάμ σ’ εκείνους που κατάγονται απ’ αυτόν, μολονότι βέβαια δεν έφαγαν από το δέντρο, έγινε αίτιος θανάτου, που εισήχθηκε αξαιτίας της βρώσεως, έτσι και ο Χριστός σ’ εκείνους που κατάγονται απ’ αυτόν, μολονότι βέβαια δεν έκανανδίκαια έργα, έγινε πρόξενος δικαιοσύνης, που τη χάρισε σε όλους με το σταυρό Του.
15 ᾿Αλλ᾿ οὐχ ὡς τὸ παράπτωμα, οὕτω καὶ τὸ χάρισμα. εἰ γὰρ τῷ τοῦ ἑνὸς παραπτώματι οἱ πολλοὶ ἀπέθανον, πολλῷ μᾶλλον ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δωρεὰ ἐν χάριτι τῇ τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἰς τοὺς πολλοὺς ἐπερίσσευσε. 16 καὶ οὐχ ὡς δι᾿ ἑνὸς ἁμαρτήσαντος τὸ δώρημα· τὸ μὲν γὰρ κρῖμα ἐξ ἑνὸς εἰς κατάκριμα, τὸ δὲ χάρισμα ἐκ πολλῶν παραπτωμάτων εἰς δικαίωμα.
Και δεν απομακρύνεται από τον έναν, ώστε όταν σου λέει ο Ιουδαίος, πως ενώ κατόρθωσε ένας, ο Χριστός, σώθηκε η οικουμένη; Να μπορέσεις να του απαντήσεις, πως ενώ παρέβηκε ένας, ο Αδάμ, καταδικάστηκε η οικουμένη; Αν και βέβαια δεν είναι το ίδιο η αμαρτία με τη χάρη, δεν είναι το ίδιο ο θάνατος με τη ζωή, δεν είναι το ίδιο ο διάβολος με τον Θεό, αλλά η διαφορά είναι άπειρη.
Όταν λοιπόν και από τη φύση του πράγματος και από τη δύναμη εκείνου που είχε ενεργήσει αυτά, αλλά και από αυτό που έπρεπε να γίνει (γιατί πιο πλύ ταιριάζει αυτό, το να σώζει δηλαδή παρά να τιμωρεί), βρίσκεται εδώ η υπεροχή και η νίκη, πες μου, ποια δικαιολογία μπορείς να έχεις για την απιστία; Το ότι βέβαια αυτό που είχε γίνει ήταν σύμφωνο με τη λογική, το έδειξε λέγοντας «αλλά όχι όπως το παράπτωμα, έτσι και η χάρη. Γιατί, αν με το παράπτωμα του ενός πέθαναν οι πολλοί, πολύ περισσότερο με τη χάρη ενός ανθ΄ρωπου του Ιησού Χριστού, περίσσεευσες τους πολλούς.
17 εἰ γὰρ τῷ τοῦ ἑνὸς παραπτώματι ὁ θάνατος ἐβασίλευσε διὰ τοῦ ἑνός, πολλῷ μᾶλλον οἱ τὴν περισσείαν τῆς χάριτος καὶ τῆς δωρεᾶς τῆς δικαιοσύνης λαμβάνοντες ἐν ζωῇ βασιλεύσουσι διὰ τοῦ ἑνὸς ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. 18 ῎Αρα οὖν ὡς δι᾿ ἑνὸς παραπτώματος εἰς πάντας ἀνθρώπους εἰς κατάκριμα, οὕτω καὶ δι᾿ ἑνὸς δικαιώματος εἰς πάντας ἀνθρώπους εἰς δικαίωσιν ζωῆς. 19 ὥσπερ γὰρ διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ἁμαρτωλοὶ κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὕτω καὶ διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἑνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί. 20 νόμος δὲ παρεισῆλθεν ἵνα πλεονάσῃ τὸ παράπτωμα. οὗ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις,
Αυτό δε που λέγει σημαίνει το εξής: Αν η αμαρτία κατόρθωσε τόσο πολλά, και μάλιστα η αμαρτία ενός ανθρώπου, η χάρη, και μάλιστα η χάρη του Θεού, και όχι μόνο του Πατέρα, αλλά και του Υιού, πως δεν καταρθώσει περισσότερα; Καθόσο αυτό είναι πολύ πιο εύλογο. Γιατί το να τιμωρείται βέβαια άλλος εξαιτίας άλλου,και περισσότερο ταιριάζει και πιο έυλογο είναι. Εάν λοιπόν εκείνο έγινε, πολύ περισσότερο θα γίνει αυτό. Ότι λοιπόν είναι φυσικό και εύλογο, το έδειξε με αυτά. Γιατί αφού αποδείχτηκε εκείνο, επρόκειτο να γίνει εύκολα παραδεκτό στη συνέχεια και αυτό.
Και η απόφαση της καταδίκης έγινε από το ένα παράπτωμα καταδίκη, το χάρισμα όμως έγινε από τα πολλά παραπτώματα δικαίωση. Και τι τέλος πάντω σημαίνει το λεγόμενο; Ότι τον μεν θάνατο και την καταδίκη μπόρεσε να τα προξενήσει μία αμαρτία, ενώ η χάρη όχι μόνο εξαφάνισε τη μία εκείνη αμαρτία, αλλά και αυτές που εμφανίστηκαν μετά από κείνη. Για να μη λεγουν το «όπως» και το «έτσι», εξισώνουν το μέτρο των αγαθών με τα κακά, ούτε να νομίσεις ακούγοντας τον Αδάμ, ότι έχει εξαφανιστεί εκείνη η αμαρτία, που έφερε εκείνος, λέγει ότι εξαφανίστηκαν πολλά παραπτώματα. Από πού είναι φανερό αυτό; Από το ότι μετά από άπειρες αμαρτίες που πραγματοποιήθηκαν στη συνέχεια της αμαρτίας εκείνης στον παράδεισο, το πράγμα κατέληξε σεδικαίωση. Όπου όμως υπάρχει δικαιοσύνη, αναγκαστικά και ζωή οπωσδήποτε ακολουθεί και τα άπειρα αγαθά, όπως ακριβώς όπου υπάρχει αμαρτία ακολοθεί θάνατος. Γιατί η δικαιοσύνη είναι κάτι περισσότερο από τη ζωή, επειδή είναι και ρίζα της ζωής.
21 ἵνα ὥσπερ ἐβασίλευσεν ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θανάτῳ, οὕτω καὶ ἡ χάρις βασιλεύσῃ διὰ δικαιοσύνης εἰς ζωὴν αἰώνιον διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν.
Τι όπλισε το θάνατο εναντίον της οικουμένης; Το ότι έφαγε από το δέντρο ένας μόνο άνθρωπος. Εάν λοιπόν ο θάνατος έλαβε τόσο μεγάλη δύναμη από ένα μόνο παράπτωμα, όταν βρεθούν μερικοί να έχουν λάβει χάρη και δικαιοσύνη πολύ μεγαλύτερη από την αμαρτία εκείνη, πως θα είναι δυνατόν να είναι πλέον υπεύθυνοι για το θάνατο; Γι’ αυτό δεν είπε εδώ χάρη, αλλά «αφθονία χάριτος», γιατί δε λάβαμε από τη χάρη τόσο μόνο, όσο χρειαζόμαστε για την εξάλειψη της αμαρτίας, αλλά και περισσότερο. Γιατί πραγματικά και από την κόλαση απαλλαχτήκαμε και κάθε κακία απομακρύναμε και ξαναγεννηθήκαμε από το Θεό και αναστηθήκαμε αφού θάφτηκε ο παλαιός άνθρωπος και απολυτρωθήκαμε, και αδελφοί γίναμε του Μονογενούς Υιού και συγκληρονόμοι αυτού γίναμε και ενωθήκαμε μαζί του σ’ ένα σώμα και στο σώμα αυτού ανήκουμε και εμείς μαζί του. Όλα λοιπόν αυτά τα ονόμασε ο Πάλυος αφθονία χάριτος., δείχνοντας ότι δεν λάβαμε απλώς μόνο φάρμακο αντίρροπο του τραύματος, αλλά και υγεία και ομορφιά και τιμή και αξιώματα που ξεπερνούν πολύ τη δική μας φύση. Και το καθένα απ’ αυτά ήταν ικανό από μόνο του να καταργήσει το θάνατο, όταν όμως φαίνονται όλα μαζί να βοηθούν, ούτε ίχνος αυτού στη συνέχεια ούτε σκιά είναι δυνατό ναφανεί αφού εξαφανίστηκε ολοκληρωτικά.
Να μην αμφιβάλλεις λοιπόν άνθρωπε, όταν βλέπεις τόσο μεγάλο πλούτο αγαθών, ούτε να εξετάζεις πως εξαφανίστηκε ο σπινθήρας εκείνος του θανάτου και της αμαρτίας, αφού έπεσε με ορμή πάνω του τόσο μεγάλη θάλασσα χαρισμάτων.
Και γιατί ο Θεός έκανε έτσι τα πράγματα ώστε η τιμωρία από τον ένα προχώρησε σε όλους, για ποιο λόγκ έγινε αυτό, δεν το πρόσθεσε ακόμη, γιατί αποφεύγει τα περιττά και ασχολείται μόνο με τα αναγκαία. Γι’ αυτό και το αφήνει άλυτο. Εάν όμως κάποιος από σας ζητάει να μάθει, θα πούμε αυτό, ότι δηλαδή όχι μόνο δε ζημιωθήκαμε καθόλου από το θάνατο και την καταδίκη του, εάν είμαστε νηφάλιοι, αλλά κερδίσαμε με τονα γίνουμε θνητοί. Πρώτο, το να μην αμαρτάνουμε έχοντας αθάνατο σώμα, δεύτερο για να έχουμε άπειρες αφορμές ευσέβειας. Γιατί πραγματικά ο θάνατος, και όταν είναι παρών και όταν τον περιμένουμε, μας πείθει να είμαστε και μετριόφρονες και συνετοί και και ταπεινοί και ν’ απαλασσόμαστε από κάθε κακία. Μετά όμως απ’ αυτά ή καλύτερα και πρι απ’ αυτά, μας έδωσε και άλλα περισσότερα αγαθά. Γιατί από εδώ προέκυψαν τα στεφάνια των μαρτύρων και τα βραβεία των αποστόλων, έτσι δικαιώθηκε ο άβελ, έτσι ο Αβραάμ που θυσίασε τον υιό του, έτσι ο Ιωάννης που θανατώθηκε για χάρη του Χριστού, έτσι οι τρεις νέοι, έτσι ο Δανιήλ. Γιατί αν θέλουμε, όχι μόνο ο θάνατος, αλλά ούτε ό ίδιος ο διάβολος θα μπορέσει να μας βλάψει.