1 Ουδέν ἄρα νῦν κατάκριμα τοῖς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα. 2 ὁ γὰρ νόμος τοῦ πνεύματος τῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἠλευθέρωσέ με ἀπὸ τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου.
Τον ονόμασε «νόμο της ζωής», προς διάκριση από τον νόμο της ααμαρτίας, όχι από το Μωσαϊκό.
3 τὸ γὰρ ἀδύνατον τοῦ νόμου, ἐν ᾧ ἠσθένει διὰ τῆς σαρκός, ὁ Θεὸς τὸν ἑαυτοῦ υἱὸν πέμψας ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς ἁμαρτίας καὶ περὶ ἁμαρτίας, κατέκρινε τὴν ἁμαρτίαν ἐν τῇ σαρκί,
Πάλαι φαίνεται πως κατηγορεί το νόμο, αν όμως κανείς προσέξει στα λεγόμενα, επειανεί το νόμο και μάλιστα πάρα πολύ.γιατί δεν είπε το πονηρό του νόμου, αλλά το «αδύνατον», και πάλι «επειδή δεν είχε δύναμη», όχι επειδή έβλαπτε ή οργάνωνε σκευωρίες. Και ούτε καταλογίζει σ’ αυτόν αδυναμίες, αλλά στη σάρκα, λέγοντας «επειδή δεν είχε δύναμη εξαιτίας της σάρκας», ονομάζοντας σάρκα πάλι εδώ όχι την ίδια τη φύση και την ουσία, αλλά το περισσότεροσαρκικό φρόνημα, με τα οποία απαλλάσσει και το σώμα και το νόμο από την κατηγορία.
Κι αν ο νόμος ήταν αντίθετος, πως ο Χριστός ήρθε σε βοήθειά του; και πως άπλωσε χέρι βοηθείας, καταδικάζοντας την αμαρτία στη σάρκα Του;
Και πως κατέκρινε ο Χριστός την αμαρτία εν τη σαρκί; Την κτύπησε με το χτύπημα του θανάτου, όχι η σάρκα που κτυπήθηκε, αλλά η αμαρτία που κτύπησε, πράγμα που είναι το πιο θαυμαστό απ’ όλα. Γιατί πραγματικά αν η νίκη δε σημειωνόταν στη σάρκα, δε θα ήταν θαυμαστό, αφού και ο νόμος το έκανε αυτό. Το θαυμαστό όμως είναι, ότι το τρόπαιο στήθηκε μαζί με τη σάρκα και ότι εκείνη που άπειρες φορές νικήθηκε από την αμαρτία, αυτή κέρδισε λαμπρή νίκη εναντίον της. Βλέπε λοιπόν όσα παράδοξα έγιναν. Πρώτο ότι η αμαρτία δε νίκησε τη σάρκα, δεύτερο, ότι και νικήθηκε και μάλιστα νικήθηκε απ’ αυτή, γιατί δεν είναι το ίδιο να μη νικηθεί και νικήσει εκείνη που πάντα νικούσε, τρίτο, όχι μόνο νίκησε, αλλά και την τιμώρησε. Γιατί με το να μην αμαρτήσει, δε νικήθηκε, με το να πεθάνει όμως, νίκησε και την καταδίκασε, αποδεικνύοντας φοβερή σ’ αυτήν τη σάρκα που προηγουμένως ήταν ευκαταφρόνητη. Έτσι λοιπόν και τη δύναμή της διέλυσε και εξόντωσε το θάνατο που αυτή έφερε. Γιατί μέχρι που ελάμβανε αμαρτωλούς, δίκαια πρόσθεσε το θάνατο, όταν όμως, βρίσκοντας αναμάρτητο σώμα, το παρέδωσε στο θάνατο, καταδικάστηκε, γιατί διέπραξε αδικία.
Βλέπεις πόσα έγιναν τα βραβεία της νίκης; Το να μη νικηθεί η σάρκα από την αμαρτία και μάλιστα το να τη νικήσει και να την καταδικάσει, το να μην την καταδικάσει απλώς, αλλά και να την καταδικάσει σαν να έκανε αμαρτία; Γιατί, αφού την έλεγξε πρώτα σαν να είχε κάνει αδικία, έτσι την καταδίκασε, όχι απλώς με τη δύναμη και την εξουσία της, αλλά σύμφωνα με το δίκαιο. Γιατί αυτό δήλωσε λέγοντας, «για την αμαρτία καταδίκασε την αμαρτία στη σάρκα». Σαν να έλεγε, ότι την έλεγξε επειδή είχε αμαρτήσει πολύ και ύστερα την καταδίκασε. Βλέπει πως παντού καταδικάζεται η αμαρτία και όχι η σάρκα;
Και αν είπε ότι έστειλε τον Υιό Του με ομοίωμα σάρκας, να μη νομίζεις γι’ αυτό πως εκείνη είναι άλλη σάρκα. Γιατί επειδή είπε σάρκα της αμαρτίας, γι’ αυτό ανέφερε και το ομοίωμα. Γιατί ο Χριστός δεν είχε αμαρτωλή σάρκα, αλλά όμοια βέβαια με τη δική μας την αμαρτωλή, αναμάρτητη όωμς, και στη φύση την ίδια μ’ εμάς. Ώστε και από δω είναι φανερό, ότι δεν ήταν κακή η φύση της σάρκας. Γιατί αφού έλβε ο χριστός άλλη σάρκα αντί για την προηγούμενη, ούτε αφού άλλαξε αυτήν την ίδια στην ουσία της, την προετοίμασε μετά έτσι να πολεμήσει, αλλά αφού την άφησε να παραμένει στην ίδια την φύση της, την έκανε να κερδίσει το στεφάνι της νίκης εναντίον της αμαρτίας και ύστερα την ανέστησε μετά τη νίκη και την έκανε αθάνατη.
Ποια λοιπόν σχέση έχει αυτό μ’ εμένα, λέει, αν αυτά έγιναν σ’ εκείνη τη σάρκα; Ιδιαίτερα μάλιστα έχει σχέση με σένα γι’ αυτό πρόσθεσε:
4 ἵνα τὸ δικαίωμα τοῦ νόμου πληρωθῇ ἐν ἡμῖν τοῖς μὴ κατὰ σάρκα περιπατοῦσιν, ἀλλὰ κατὰ πνεῦμα· 5 οἱ γὰρ κατὰ σάρκα ὄντες τὰ τῆς σαρκὸς φρονοῦσιν, οἱ δὲ κατὰ πνεῦμα τὰ τοῦ πνεύματος.
Τι σημαίνει «το δικαίωμα»; Το τέλος, ο σκοπός, το κατόρθωμα. Τι λοιπόν ήθελε εκείνος και τι τέλος πάντων διέτασσε; Να είσαι αναμάρτητος. Αυτό λοιπόν κατόρθωσε τώρα από μας με το Χριστό και η ανάσταση βέβαια και η νίκη ανήκει σ’ αυτόν, ενώ η απόλαυση της νίκης είναι δική μας. Δε θα αμαρτήσουμε λοιπόν στο εξής; Δε θα αμαρτήσουμε, αν δεν είμαστε υπερβολικά αδιάφοροι και άτολμοι. Γι’ αυτό και πρόσθεσε «οι οποίοι δεν συμπεριφερόμαστε σύμφωνα με τις απαιτήσεις της σάρκας». Γιατί το να σου δώσει βέβαια το στεφάνι, ανήκει σ’ εκείνο, το να το κρατήσεις όμως, αφού σου δοθεί, είναι στο δικό σου χέρι. Μην προδώσεις λοιπόν την τόση μεγάλη δωρεά. Γιατί σου αποδεικνύει εδώ, ότι δεν είναι αρκετό το βάπτισμα για τη σωτηρία μας, αν δεν δείξουμε μετά το βάπτισμα άξιο της δωρεάς τρόπο ζωής.
6 τὸ γὰρ φρόνημα τῆς σαρκὸς θάνατος,
Δεν είπε η φύση της σάρκας, ούτε η ουσία του σώματος, αλλά το φρόνημα που μπορούσε να διορθωθεί και να καταστραφεί. Και λέγει αυτό, όχι αποδίδοντας στη σάρκα δική της σκέψη, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά παρουσιάζοντας την πιο ανόητη επιθυμία της διάνοιας και ονομάζοντας αυτήν από το χειρότερο πράγμα, όπως βέβαια συνήθιζε πολλές φορές να ονομάζει και σάρκα όλο τον άνθρωπο, μολονότι έχει και ψυχή.
τὸ δὲ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωὴ καὶ εἰρήνη·
Πάλι κει εδώ εννοεί την πνευματική διάνοια, όπως ακριβώς και παρκάτω λέγει «εκείνος όμως που ερευνάει τις καρδιές γνωρίζει ποιο είναι το φρόνημα του πνεύματος» και δείχνει πως είναι πολλά τα αγαθά που προέρχονται απ’ αυτήν και στο παρόν και στο μέλλον. Γιατί από τα κακά που φέρνει το φρόνημα της σάρκας, πολύ περισσότερα αγαθά παρέχει το φρόνημα του πνεύματος. Αυτά ακριβώς δήλωσε με το να πει «Ζωή και ειρήνη». Το ένα προς αντιδιαστολή του πρώτου «Γιατί το φρόνημα της σάρκας», λέγει, «είναι θάνατος», ενώ το άλλο προς αντιδιαστολή του επόμενου:
διότι τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεόν·
Γιατί αφού είπε «ειρήνη», πρόσθεσε, «γιατί το φρόνημα της σάρκας είναι έχθρα στο Θεό», πράγμα που είναι χειρότερο από το θάνατο.
7 τῷ γὰρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται· οὐδὲ γὰρ δύναται·
Μην ανησυχήσεις όμως όταν ακούς «αλλά ούτε μπορεί να υποταχθεί». Γιατί πραγματικά η απορία υτή λύνεται εύκολα. Καθόσον φρόνημα της σάρκας εννοεί εδώ το γήινο λογισμό, τον ανόητο, που είναι στραμμένος στα βιωτικά και τις πονηρές πράξεις. Γι’αυτό το λογισμό λέγει ότι είναι αδύνατο να υποταχθεί.
Και ποια ελπίδα σωτηρίας υπάρχει ύστερα, αν είναι αδύνατο όταν είναι κακός κανείς να γίνει καλός; Δεν εννοεί αυτό. Γιατί πως ο Παύλος έγινε καλός; Πως ο ληστής; Πως ο Μανασσής; Πως οι Νινευίτες; Πως ο Δαυίδ αφού αμάρτησε; Πως ο Πέτρος αφού αρνήθηκε τον Χριστό; Πως οι Γαλάτες αφού ξέπεσαν απότ η χάρη επέστρεψαν στην προηγούμεν ευγένεια; Δεν εννοεί λοιπόν αυτό, ότκ δηλαδή είναι αδύνατον ο κακός να γίνει καλός, αλλά ότι είναι αδύνατον να υποταχθεί στον Θεό, όταν εξακολουθεί να είναι κακός. Σαν να έλεγε η πορνεία δεν μπορεί να είναι εγκράτεια, ούτε η κακία αρετή. Αυτό βέβαια και στο Ευαγγέλιο λέει «δεν μπορεί ένα δέντρο σάπιο να παράγει καλούς καρπούς», όχι για να ποκλείσει την αλλαγή από την κακία στην αρετή, αλλά για να εννοήσει ότι η παραμονή στην κακία δεν μπορεί να παράγει καλούς καρπούς.
8 οἱ δὲ ἐν σαρκὶ ὄντες Θεῷ ἀρέσαι οὐ δύνανται.
Τι λοιπόν; Θα καταστρέψουμε το σώμα για να αρέσουμε στο Θεό; Όμως σάρκα εδώ δεν λέει το σώμα, αλλά την σαρκική και κοσμική ζωή που είναι γεμάτη απολαύσεις και ασωτίες και κάνει σάρκα όλο τον άνθρωπο.
9 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐστὲ ἐν σαρκί, ἀλλ᾿ ἐν πνεύματι, εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν.
Εννοελι εδώ όχι απλώς τη σάρκα, αλλά τη σάρκα αυτή που σύρεται από τα πάθη, που βασανίζεται. Και για ποιο λόγο, λέει, δε μίλησε έτσι, ούτε τη διαφορά ανέφερε; Για να εξυψώσει τον ακροατή και για να δείξει ότι ούτε σε σώμα β΄ρισκεται όποιος ζει με ορθό τρόπο ζωής. Επειδή λοιπόν το να μη ζει στην αμαρτία ο πνευαμτικός ήταν βέβαια στον καθένα φανερό, αυτός αναφέρει το μεγαλύτερο, ότι όχι μόνο στην αμαρτία, αλλά ούτε στη σάρκα ζει πλέον ο πνευματικός άνθρωπος, αφού έγινε πια άγγελος από εδώ ακόμη και ανέβηκε προς τον ουρανό, φέροντας στον εξής απλώς και μόνο το σώμα. Εάν όμως γι’ αυτό κατηγορείς τη σάρκα, επειδή με το όνομά της ονομάζει τη σαρκική ζωή, θα κατηγορήσεις έτσι και τον κόσμο, επειδή έτσι ονομάζεται και η κακία πολλές φορές, όπως ακριβώς λελεγε και στους μαθητές του ο Χριστός: «Εσείς δεν είστε από τον κόσμο αυτόν». Και στους αδελφούς του πάλι έλεγε: «Δεν μπορελι να σας μισήσει ο κόσμος, εμένα όμως με μισεί».
Με άλαλ λόγια, αν παραδώσεις στο καλύτερο την ψυχή και το σώμα, θ’ ανήκεις στην παράταξη του Θεού, αν όμως πάλι στο χειρότερο,θα γίνεις μέτοχος της εδώ καταστροφής, όχι από τη φύση της ψυχής και της σάρκας, αλλά από τη διάθεση που είναι στο χέρι της να προτιμήσει και τα δύο αυτά.
εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἔστιν αὐτοῦ.
Δεν είπε εσείς δεν έχετε Πνεύμα, αλλά σ’ εκείνους μετέφερε το δυσάρεστο.Και το είπε αυτό όχι για ανομάσει Χριστό τον Πνεύμα, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά για να δείξει ότι όποιος έχει Πνεύμα, όχι μόνο ονομάζεται του Χριστού, αλλά και τον ίδιο το Χριστό έχει. Γιατί δεν είναι δυνατόν, όταν παραβρίσκεται το Πνεύμα, να μη παραβρίσκεται και ο Χριστός. Γιατί όπου παραβρίσκεται μία υπόσταση της Αγίας Τριάδος, εκεί παραβρίσκεται όλη η Τριάς, αφού είναι αδιάσπαστη και είναι ενωμένη με κάθε ακρίβεια.
Και τι θα συμβεί αν ο Χριστός βρίσκεται μέσα μας;
10 εἰ δὲ Χριστὸς ἐν ὑμῖν, τὸ μὲν σῶμα νεκρὸν δι᾿ ἁμαρτίαν, τὸ δὲ πνεῦμα ζωὴ διὰ δικαιοσύνην.
Είδες το πόσα κακά προέρχονται από το αν έχει κάποιος το Άγιο Πνεύμα; Θάνατος, έχθρα προς το Θεό, το να μην μπορεί να αρέσει στους νόμους εκείνου, το να μη μπορεί όπως πρέπει να ανήκει στο Χριστό, το να μην έχει αυτόν μέσα του. πρόσεχε τώρα και πόσα αγαθά προέρχονται από το αν έχει το Πνεύμα: Το ότι ανήκει στο Χριστό, το ότι έχει τον ίδιο τον Χριστό, το ότι συναγωνίζεται τους αγγέλους. Γιατί αυτό σημαίνει να νεκρώσεις τη σάρκα. Το να ζεις ζωή αθάνατη, το να έχεις ήδη από εδώ τα ενέχυρα της ανάστασης, το να τρέχεις με ευκολία το δρόμο της αρετής. Γιατί δεν είπε ότι το σώμα δεν κάνει πλέον την αμαρτία, αλλά ότι είναι νεκρό, μεγαλώνοντας την ευκολία των δρόμων. Γιατί χωρίς δυσκολίες και κόπους στεγανώνεται αυτός στο εξής.
Αλλά μη φοβηθείς, επειδή άκουσες νέκρωση, γιατί έχεις την αληθινή ζωή, που δεν θα τη διαδεχθεί κανένας θάνατος. Τέτοια λοιπόν είναι η ζωή του Πνεύματος. Δεν υποχωρεί πλέον στον θάνατο, αλλά εξοντώνει και εξαφανίζει το θάνατο και εκείνο που έλαβε το διατηρεί αθάνατο. Γι’ αυτό ακριβώς, όταν είπε το σώμα νεκρό, δεν είπε το πνεύμα ζωντανό, αλλά ζωή, για να δείξει πως μπορούσε να χορηγήσει αυτό και σ’ άλλους.
11 εἰ δὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ ἐγείραντος ᾿Ιησοῦν ἐκ νεκρῶν οἰκεῖ ἐν ὑμῖν, ὁ ἐγείρας τὸν Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ζωοποιήσει καὶ τὰ θνητὰ σώματα ὑμῶν διὰ τὸ ἐνοικοῦν αὐτοῦ Πνεῦμα ἐν ὑμῖν.
Πάλι ξαναφέρνει το λόγο στην ανάσταση, επειδή αυτή η ελπίδα έδινε πάρα πολύ θάρρος στον ακροατή, και τον επιβεβαιώνει απ’ αυτά που συνέβηκαν στο Χριστό. Μη φοβηθείς λοιπόν λέγει, γιατί έχεις νεκρό σώμα, έχε το Πνεύμα μέσα σου και θ’ αναστηθεί αυτό οπωσδήποτε.
Τι λοιπόν; Τα σώματα που δεν έχουν Πνεύμα δεν ανασταίνονται; Και πως πρέπει όλοι να παρουσιαστούν στο βήμα του Χριστού; Πως θα είναι αξιόπιστος ο λόγος για γέεννα; Γιατί αν δεν ανασταίνονται εκείνοι που δεν έχουν Πνεύμα, ούτε γέεννα θα υπάρξει. Τι λοιπόν σημαίνει ο λόγος αυτός; Όλοι βέβαια θα αναστηθούν, όχι όμως όλοι για τη ζωή, αλλά άλλοι για την κόλαση και άλλο για τη ζωή. Γι’ αυτό δεν είπε θ’ αναστηθεί, αλλά «θα δώσει ζωή». και αμέσως ανέφερε και την αιτία: «εξαιτίας του Πνεύματος που κατοικεί μέσα σας».
Μην αφήσεις λοιπόν το σώμα να ζήσει τώρα, για να ζήσει τότε, κάνε το να πεθάνει τώρα, για να μη πεθάνει τότε. Γιατί αν παραμείνει ζωντανό δε θα ζήσει. Αυτό γίνεται και στην καθολική ανάσταση, γιατί πρέπει πρώτα να πεθάνει το σώμα και να ταφεί και ύστερα να γίνει αθάνατο. Αυτό έγινε και στο βάπτισμα. Αυτό έγινε και στο σώμα του Κυρίου. γιατί πραγματικά εκείνο σταυρώθηκε και θάφτηκε και ύστερα αναστήθηκε. Αυτό λοιπόν ας κάνουμε κι εμείς, ας το νεκρώσουμε παντοτινά στα έργα του. δεν εννοώ την ουσία, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά τις επιθυμίες και τις πονηρές πράξεις.
Γιατί πραγματικά και αυτό είναι ζωή, ή καλύτερα αυτό μόνο ζωή, το να μη υπομένει κανείς τίποτα το ανθ΄ρωπινο, ούτε να είναι δούλος στις ηδονές. Γιατί όποιος υπέταξε τον ευατό του σ’ αυτές, δεν μπορεί πια να ζει από τις στενοχώριες που προέρχονται απ’ αυτές, από τους φόβους και τους κινδύνους και το άπειρο πλήθος των παθών. Γιατί αν αντιληφθεί ότι έρχεται θάντος, έχει πεθάνει από το φόβο πριν από τον θάνατο, αν υποψιαστεί αρρώστια, αν περιφρόνηση, αν φτώχεια, αν κάτι άλλο από τα απροσδόκητα, χάθηκε τότε και καταστράφηκε. Τι λοιπόν θα μπορούσε να υπάρξει πιο άθλιο από τη ζωή αυτή;
Δεν είναι όμως τέτοιος εκείνος που ζει με το Πνεύμα, αλλά στέκεται πάνω από τους φόβους και από τη λύπη και από κινδύνους και από κάθε μεταβολή, όχι με το να μηνν υπομένει τίποτα, αλλά πράγμα που είναι πολύ σπουδαιότερο, με το να περιφρονεί αυτά όταν έρθουν. Πως όμως θα γίνει αυτό; Εάν το Πνεύμα κατοικεί εντελώς μέσα σας. Και δεν είπε «που κατοίκησε», αλλά «που κατοικεί», διότι αυτό πρέπει να έχει παντοτινή παραμονή και όχι πρόσκαιρη.
12 ῎Αρα οὖν, ἀδελφοί, ὀφειλέται ἐσμὲν οὐ τῇ σαρκὶ τοῦ κατὰ σάρκα ζῆν· 13 εἰ γὰρ κατὰ σάρκα ζῆτε, μέλλετε ἀποθνήσκειν· εἰ δὲ Πνεύματι τὰς πράξεις τοῦ σώματος θανατοῦτε, ζήσεσθε.
Μιλά εδώ ισχυρά και έντονα λέγοντας είμαστε οφιλέτες στο πνεύμα και όχι στη σάρκα. Επομένως δεν οφείλουμε να ζούμε σύμφωνα με τις επιθυμίες της σάρκας. Και παντού τονίζει αυτό, δείχνοντας ότι εκείνα που έκανε ο Θεός σ’ εμάς δεν ήταν απόδειξη οφειλής, αλλά μόνο χάριτος, ενώ εκείνα που κάνουμε εμείς, ύστερα απ’ αυτά, δεν είναι απόδειξη φιλοτιμίας, αλλά οφειλής.
Έπειτα επειδή είπε «δεν είμαστε οφειλέτες στη σάρκα», για να μη θεωρήσεις πως τα λεγόμενα αναφέρονται στη φύση της σάρκας, δε σιώπησε, αλλά πρόσθεσε «για να ζούμε σύμφωνα με τις επιθυμίες της σάρκας». Γιατί πραγματικά πολλά οφείλουμε σ’ αυτήν όπως το να την τρέφουμε, το να τη ζεσταίνουμε, το να τη ντύνουμε, και να της προσφέρουμε άπειρα άλλα. Για να μη παρερμηνεύσεις λοιπόν τα λεγόμενα ξεκαθάρισε ότι εννοεί εκείνη τη φροντίδα που κατάληξη έχει την αμαρτία.
Γιατί λέει αν ζείτε σύμφωνα με τις επιθυμίες της σάρκας, τότε θα πεθάνετε. Υπονοώντας τον αθάνατο θάντο, δηλαδή την κόλαση. Μάλλον όμως αν κάποιος εξετάσει με προσοχή τα πράγματα τότε θα κατανοήσει ότι και στη ζωή αυτή ένας τέτοιος άνιρωπος ήδη έχει πεθάνει.
«Αν όμως με το πνεύμα νεκρ’ωνετε τις πράξεις του σώματος, τότε θα ζήσετε». Βλέπετε ότι δεν μιλάει για τη φύση του σώματος, αλλά για τις σαρκικές πράξεις;
Θα πει κάποιος, μα και το βάδισμα και η ακοή και η ομιλία είναι πράξεις του σώματος και αν συμβεί να τις νεκρώσουμε, τότε θα απομακρυνθούμε από τη ζωή, αφού θα τιμωρηθούμε για φόνο. Ποιες λοιπόν πράξεις πρέπει να νεκρώσουμε; Εκείνες που κινούνται προς την πονηρία. Εκείνες που προχωρούν προς την κακία, τις οποίες δεν είναι δυνατόν να τις νεκρώσουμε διαφορετικά, παρά μόνο με το πνεύμα.
14 ῞Οσοι γὰρ Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοί εἰσιν υἱοὶ Θεοῦ.
Και δεν είπε απλώς, όσοι ζουν με το πνεύμα το Θεού, αλλά όσοι οδηγούνται από το πνεύμα του Θεού, δείχνοντας πως έτσι θέλει να είναι αυτό το κύριο της ζωής μας. Κι αν ακόμη λοιπόν βαπριστείς, συμβεί όμως στη συνέχεια να μην οδηγείσαι από το Πνεύμα, έχασες το αξίωμα που δόθηκε από την τιμή της υιοθεσίας
15 οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾿ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας,
Το αντίθετο με το πνεύμα υιοθεσίας είναι το πνεύμα δουλείας, το οποίο είναι ο νόμος που έλαβαν οι Ιουδαίοι. Κι αν σ’ αυτό που λέγουμε αμφιβάλλει, τότε μελέτησε όλη τη ζωή τους και τότε θα το γνωρίσεις αυτό καλά. Γιατί και οι τιμωρίες ήταν ενώπιόν τους και ο μισθός αμέσως ακολουθούσε και ήταν κανονικός και σαν καθημερινή τροφή δινόταν στους δούλους και από παντού υπήρχε πολύς φόβος ενώπιόν τους και οι καθαρμοί για τα σώματα και η εγκράτεια που έφθανε μέχρι και στις πράξεις. Σ’ εμάς όμως δε συμμβαίνει το ίδιο, αλλά και η σκέψη και η συνείδηση καθαρίζονται τέλεια. Γιατί δε λέγει μόνο μη φονεύσεις, αλλά και μην οργιστείς, ούτε μόνο να μη μοιχεύσεις, αλλά και να μη δει ακόλαστα, για να γίνονται αυτά όχι από το φόφο της παρούσας τιμωρίας, αλλά από τον πόθο για τον Θεό, καθώς και η συνήθεια της αρετής και τα άλλα κατορθώματα.
Ούτε υπόσχεται γη που τρέχει γάλα και μέλι, αλλά κάνει τον άνθρωπο συγκληρονόμο με τον Μονογενή Υιό Του, απομακρύνοντας εμάς με όλα ταμέσα από τα παρόντα αγαθά και υποσχόμενος να μας δίνει κυρίως εκείνα, που πρέπει να λαμβάνουν εκείνοι, που πρέπει να λαμβάνουν εκείνοι που έγιναν υιού του Θεού, που δεν είναι βέβαια τίποτα αισθητό, ούτε σωματικό, αλλά όλα πνευματικά. Ώστε εκείνοι αν και ονομάζονταν υιοί, αποσκιρτούσαν σαν δούλοι, ενώ εμείς, επειδή γίναμε ελεύθεροι, λάβαμε την υιοθεσία και αναμένουμε τον ουρανό.
Κι εμείς εδώ δεν μεταννοούμε όπως εκείνοι όταν λιθοβολούνταν και καίονταν και ακροτηριάζονταν από τους ιερείς, αλλά είναι αρκετό ν’ απομακρυνθούμε από το πατρικό τραπέζι και να περάσουμε μακριά του ορισμένες ημέρες. Και στους Ιουδαίους η υιοθεσία ήταν τιμή μόνο ονόματος, ενώ εδώ ακολούθησε και πράγμα, ο καθαρμός με το βάπτισμα, η δόση του Πνεύματος και η χορήγηση των άλλων αγαθών. Και άλλα πολύ περισσότερα μπορούμε να αναφέρουμε που φανερώνουν την ευγένεια τη δική μας και την ευτέλεια εκείνων.Και ποια είναι η απόδειξη ότι έχουμε λάβει πνεύμα υιοθεσίας; Το ότι φωνάζουμε:
ἐν ᾧ κράζομεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ.
Και πόσο σπουδαίο είναι αυτό, το γνωρίζουν οι μυημένοι που σωστά προτρέπονται στη μυστική προσευχή να λέγουν αυτό το λόγο πρώτα.
Τι λοιπόν λέγει; Δεν ονόμαζαν και εκείνοι τον Θεό Πατέρα; Δεν ακούς τον Μωυσή που λέγει «εγκατέλειψες τον Θεό που σε γέννησε» (Δευτ. 32,18), δεν ακούν τον Μαλαχία που κατηγορεί και λέγει «ότι ένας Θεός σας δημιούργησε και ένας είναι ο Πατέρας όλως σας»; (Μαλ. 2,10).
Αλλά αν και αυτά και περισσότερα έχουν λεχθεί, πουθενά δεν βρίσκουμε αυτούς να ονομάζουν με τη λέξη αυτή το Θεό, ούτε να προσεύχονται έτσι. Εμείς όμως όλοι, και ιερείς και λαϊκοί και άρχοντες και πολίτες, έτσι έχουμε διαταχθεί να προσευχόμαστε.
Εκείνοι, τον ονόμασαν έτσι όχι από τη δική τους διάνοια, ενώ αυτοί που ζουν μέσα στο χώρο της χάριτος, τον ονομάζουν Πατέρα κινούμενοι από πνευματική ενέργεια.
Και δεν είπε μόνο Πατέρα, αλλά «Αββά Πατέρα», πράγμα που είναι λόγος ιδιαίτερα των γνησίων τέκνων προς τους πατέρες.
16 αὐτὸ τὸ Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμὲν τέκνα Θεοῦ.
Δεν ισχυρίζομαι λοιπόν μόνο από τη φωνή, αλλά και από την αιτία, από την οποία γεννιέται η φωνή. Γιατί τα λέμε αυτά επειδή τα υπαγορεύει το Πνεύμα.
Και τι σημαίνει «το Πνεύμα τω πνεύματι συμμαρτυρεί»; Ο Παράκλητος, λέγει μαρτυρεί μαζί με το χάρισμα που μας έχει δοθεί. Γιατί η φωνή δεν ανήκει μόνο στο χάρισμα, αλλά και στον Παράκλητο που μας έδωσε τη δωρεά, γιατί αυτός ο ίδιος μας δίδαξε με το χάρισμα να μιλούμε έτσι. Όταν όμως το Πνεύμα μαρτυρεί, ποια λοιπόν αμφιβολία πλέον υπάρχει; Γιατί αν άνθρωπος, ή άγγελος ή άλλη τέτοια δύναμη υποσχόταν αυτό, φυσικό ΄θα ήταν ν’ αμφιβάλλουν μερικοί, όταν όμως η ανώτατη ουσία, η οποία δώρησε αυτό μαρτυρεί σε μας και μ’ εκείνα που διέταξε να προσευχόμαστε, ποιος θ’ αμφισβητήσει πλέον για την αξία; Γιατί ούτε θα τομούσε κάποιος από τους υηκόους να φέρει αντίρρηση, όταν ο βασιλιάς χειροτονεί κάποιον και ανακηρύσσει την τιμή μπροστά σε όλους.
17 εἰ δὲ τέκνα, καὶ κληρονόμοι, κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ, εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν.
Πρόσεχε πως σιγά-σιγά αυξάνει τη δωρεά. Επειδή δηλαδή είναι δυνατόν και τέκνα να είμαστε και κληρονόμοι να μη γίνουμε, γιατί δεν είναι οπωσδήποτε όλα τα τέκνα κληρονόμοι.
Οι Ιουδαίοι λοιπόν έχασαν καιτη υιοθεσία και βέβαια και την κληρονομιά.
Και δεν είμαστε απλώς κληρονόμοι, αλλά «συγκληρονόμοι Χριστού». Βλέπεις πως αγωνίζεται να μας οδηγήσει κοντά στον Κύριο;
Και πότε θα είμαστε συγκληρονόμοι; -«Εάν βέβαια πάσχουμε μαζί του, για να δοξασθούμε επίσης μαζί του». Εάν λοιπόν συμμετείχαμε μαζί του στα λυπηρά, πολύ περισσότερο θα συμβεί αυτό στα αγαθά.
18 Λογίζομαι γὰρ ὅτι οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς.
Και ομαλά τώρα και δικαίως αφού τον ονόμασε συγκληρονόμο του Χριστού, οδηγεί τώρα τον ακροατή στους κινδύνους.
Όμως εδώ τα έπαθλα είναι μεγαλύτερα από τους κόπους.
Και αν σε στεονχωρεί ότι τα βραβεία είναι μελλοντικά, αυτό θα πρέπει αντιθέτως να σε χαροποιεί, διότι τα βραβεία αυτά υπερβαίνουν την παρούσα κατάσταση. Γιατί τα παθήματα μεν συνδέονται με την παρούσα ζωή, ενώ τα μελλοντικά αγαθά επεκτείνονται στους αθάνατους αιώνες.
19 ἡ γὰρ ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως τὴν ἀποκάλυψιν τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ ἀπεκδέχεται. 20 τῇ γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα, ἐπ᾿ ἐλπίδι 21 ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ
Δηλαδή «γιατί η κτίση περιμένει με λαχτάρα την αποκάλυψη των τέκνων του Θεού γιατί η κτίση υποδουλώθηκε στην ματαιότητα, όχι με τη θέλησή της, αλλά εξαιτίας εκείνου που την υποδούλωσε με κάποια ελπίδα».
Αυτό που λέει σημαίνει το εξής: Η κτίση αυτή πονάει πάρα πολύ, επειδή περιμένει και προσδοκάει αυτά τα αγαθά, που είπαμε τώρα. Γιατί αποκαραδοκία σημαίνει μεγάλη προσδοκία. Για να γίνει όμως πιο έντονος ο λόγος, προσωποποιεί και όλο τον κόσμο αυτόν, πράγμα που και οι προφήτες κάνουν, παρουσιάζοντας ποταμούς να χειροκροτούν και βουνά να κινούνται και τα όρη να σκιρτούν, όχι για να νομίσουμε πως αυτά είναι έμψυχα, ούτε για να αποδώσουμε κάποια σκέψη σ’ αυτά, αλλά για να μάθουμε την υπερβολή των αγαθών, επειδή φθάνει και σ’ αυτά τα αναίσθητα πράγματα.
Επειδή λοιπόν έλαβες σώμα θνητό και παθητό και η γη δέχτηκε κατάρα και φύτρωσε αγκάθια και τριβόλια. Το ότι όμως και ο ουρανός μαζί με τη γη, όταν παλιώσει θα μεταβληθεί στο τέλος προς την καλύτερη κατάληξη, άκουσε τον προφήτη που λέει: «εσύ Κύριε, στην αρχή θεμελίωσες τη γη, και έργα των χεριών σου είναι οι ουρανοί. Αυτοί θα καταστραφούν, εσύ όμως παραμένεις ο ίδιος και όλοι θα παλιώσουν σαν ένδυμα, και σαν πανωφόρι θα τους γυρίσεις και θ’ αλλάξουν» (Ψαλμ. 101, 26-27)
Η κτήση λοιπόν έγινε για σένα φθαρτή και πάλι για σένα θα γίνει άφθαρτη. Και αυτό όχι γιατί το κατόρθωμα αυτό ανήκει σε σένα, αλλά χάρη στην φροντίδα του Χριστού.
Και η φθαρτή λοιπόν κτίση θα ακολουθήσει εσένα στην αφθαρσία κι έτσι θα ελευθερωθεί λέει ο Απόστολος από τη υποδούλωση στην φθορά.
Βλέπεις ότι ο άνθρωπος παντού κατέχει την πρώτη θέση και γι’ αυτόν γίνονται όλα; Γιατί λοιπόν λυπάσαι για τους πειρασμούς; Εσύ υποφέρεις για τον εαυτό σου, η κτίση για σένα.
22 οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν·
Είδες πως ελέγχει τον ακροατή, λέγοντας σχεδόν, να μη γίνεις χειρότερος από την κτίση και να μην αφοσιωθείς στα παρόντα; Γιατί όχι μόνο δεν πρέπει να προσηλώνεσαι σ’ αυτά, αλλά και να στενάζεις για την αργοπορία της αποδημίας σου από τη γη. Γιατί αν η κτίση κάνει αυτό, πολύ περισσότερο είναι δίκαιο να δείχνεις αυτό εσύ, που έχει τιμηθεί με το λογικό. Αλλά δεν είναι ακόμη αυτό μεγάλο για να τους κάνει ντραπούν, γι’ αυτό ακριβώς πρόσθεσε:
23 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ τὴν ἀπαρχὴν τοῦ Πνεύματος ἔχοντες καὶ ἡμεῖς αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς στενάζομεν υἱοθεσίαν ἀπεκδεχόμενοι, τὴν ἀπολύτρωσιν τοῦ σώματος ἡμῶν.
Δηλαδή έχουμε ήδη γευθεί τα μελλοντικά. Και αν ακόμη λοιπόν κάποιος αναίσθητος σαν πέτρα, λέει, είναι αρκετά αυτά που δόθηκαν ήδη ώστε και να του κινήσουν το ενδιαφέρον, και να τον απομακρύνουν από τα παρόντα και να τον διεγείρουν προς τα μελλοντικά με διπλό τρόπο και με το ότι είναι μεγάλα αυτά που δόθηκαν και μ ετο ότι τόσο πολλά και τόσο μεγάλα είναι εκείνα που αποτελούν την απαρχή. Γιατί, αν η απαρχή είναι τόσο μεγάλη, ώστε μ’ αυτή ν’ απαλλαγούμε από τα αμαρτήματα και να επιτύχουμε τη δικαίωση και τον αγιασμό.
«Καθώς περιμένουμε την υιοθεσία»: Τι λέγεις; Πες μου. Παντού συνέχεια επαναλάμβανες και φώναζες λέγοντας, ότι ήδη έχουμε γίνει υιοί και τώρα σε ελπίδες στηρίζεις αυτό εδώ το αγαθό, γράφοντας ότι πρέπει να την περιμένουμε; Αυτό λοιπόν διορθώνοντας μετα όσα προσθέτει στη συνέχεια, λέγει «την απολύτρωση του σώματός μας», δηλαδή την τέλεια δόξα. Τώρα δηλαδή τα δικά μας είναι αβέβαια μέχρι τη τελευταία μας πνοή, γιατί πολλοί αν και είμαστε υιοί, έχουμε γίνει σκύλοι και αιχμάλωτοι. Αν όμως πεθάνουμε με αγαθή ελπίδα, τότε η δωρεά θα είναι σταθερή χωρίς να φοβάται πια τη μεταβολή και τον θάνατο και την αμαρτία. Γιατί αυτό σημαίνει απολύτρωση, όχι απλώς λύτρωση, αλλά μη επιστροφή ποτέ πλέον στην προηγούμενη αιχμαλωσία.
24 τῇ γὰρ ἐλπίδι ἐσώθημεν·
Επειδή δηλαδή ασχολήθηκε με την υπόσχεση των μελλοντικών, φαινόταν όμως ότι αυτό λυπούσε τον πιο αδύνατο στην πίστη ακροατή, αφού βέβαια τα αγαθά βρίσκονταν σε ελπίδες, πρώτα αφού απέδειξε, ότι είναι σαφέστερα από τα παρόντα και τα ορατά και αφού είπε πολλά για τις δωρεές που ήδη δόθηκαν, και αφού έδειξε ότι λάβαμε και την απαρχή εκείνων των αγαθών, για να μη τα ζητούμε όλα εδώ και προδώσουμε την ευγενική μας καταγωγή που προέρχεται από την πίστη, λέγει: «Γιατί με την ελπίδα αυτή σωθήκαμε». Αν λοιπόν χάσουμε την ελπίδα, χάσαμε το σύνολο της δικής μας εισφοράς. Γιατί σ’ ερωτώ λέγει, δεν ήσαν υπεύθυνος για άπειρα κακά; Δεν ήσαν απελπισμένος; Δεν ήσουν σε κρίση; Δεν ήταν όλοι ανίκανοι για τη σωτηρία σου; Τι λοιπόν σ’ έσωσε; Το να ελπίσεις μόνο στο Θεό και να πιστέψεις σ’ αυτόν γι’ αυτά που υποσχέθηκε και έδωσε. Αν λοιπόν αυτή σε έσωσε, αυτήν να κατέχεις και τώρα. Γιατί αυτή που σου πρόσφερε τόσα αγαθά, είναι ολοφάνερο πως ούτε για τα μελλοντικά θα σε ξεγελάσει. Αφού λοιπόν σε παρέλαβε νεκρό και χαμένο και αιχμάλωτο και εχθρό και σ΄εκανε φίλο και υιό και ελεύθερο και δίκαιο και συγκληρονόμο, και πρόσφερε τόσα αγαθά, όσα δεν έλπισε ποτέ κανείς, πως ύστερα από την τόση μεγάλη γενναιοδωρία και συμπάθεια θα σ’ εγκαταλείψει στο μέλλον; Μη μου λέγεις λοιπόν πάλι ελπίδες, πάλι προσδοκίες, πάλι πίστη. Γιατί έτσι σώθηκες από την αρχή και αυτή την προίκα πρόσφερες μόνο στο νυμφίο. Να την κρατάς λοιπόν αυτήν και να τη διατηρείς. Γιατί αν τα απαιτείς όλα εδώ, έχασες το κατόρθωμά σου, με το οποίο έγινες λαμπρός. Γι’ αυτό προσθέτει και λέγει:
ἐλπὶς δὲ βλεπομένη οὐκ ἔστιν ἐλπίς· ὃ γὰρ βλέπει τις, τί καὶ ἐλπίζει; 25 εἰ δὲ ὃ οὐ βλέπομεν ἐλπίζομεν, δι᾿ ὑπομονῆς ἀπεκδεχόμεθα.
Δηλαδή, αν πρόκειται να τα ζητάς όλα εδώ, ποια ανάγκη υπάρχει για ελπίδα; Τι λοιπόν σημαίνει ελπίδα; Το να έχεις θάρρος για τα μελλοντικά. Άλλωστε τι ζητάει από σένα ο Θεός που από μόνος Του σου έδωσε όλα τα αγαθά; Ένα ζητάει από σένα, ελπίδα, για να έχεις κι εσύ ο ίδιος να συνεισφέρεις για τη σωτηρία σου.
«Αλλά εάν ελπίζουμε για εκείνο που δε βλέπουμε, το περιμένουμε με υπομονή», γιατί το όνομα της υπομονής είναι όνομα ιδρώτων και μεγάλης καρτερίας.
26 ῾Ωσαύτως δὲ καὶ τὸ Πνεῦμα συναντιλαμβάνεται ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν·
Το ένα λοιπόν γίνεται δικό σου, δηλαδή η υπομονή, ενώ το άλλο είναι αποτέλεσμα της χορηγίας του Πνεύματος.
τὸ γὰρ τί προσευξόμεθα καθὸ δεῖ οὐκ οἴδαμεν, (γιατί δεν γνωρίζουμε πως πρέπει να προσευχόμαστε). Και τα λέει αυτά για να παρουσιάσει τη μεγάλη φροντίδα του Πνεύματος για μας, και για να μας διδάξει, να μη νομίζουν πως οπωσδήποτε συμφέρουν εκείνα που φαίνονται τέτοια στους ανθρώπινους λογισμούς. Και ήταν φυσικό αυτό, αφού μαστιγώνονταν, διώκονταν, πάθαιναν άπειρα δεινά, να επιζητούν άνεση και να ζητούν από Θεό αυτή τη χάρη και να νομίζουν πως ωφελούν αυτούς, λέγει να μη νομίζετε πως οπωσδήποτε εκείνα που σας φαίνονται ότι συμφέρουν, ότι αυτά συμφέρουν πραγματικά.
Και για να μη ντρέπεται ο μαθητής την άγνοια, έδειξε πως και οι διδάσκαλοι βρίσκονται στην ίδια κατάσταση. Γι’ αυτό δεν είπε , δε γνωρίζετε, αλλά δε γνωρίζουμε.
ἀλλ᾿ αὐτὸ τὸ Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις·
Είναι ασαφές αυτό που λέχθηκε, γιατί πολλά από τα θαύματα που γίνονταν τότε έχουν σταματήσει τώρα. Ας το εξηγήσουμε λοιπόν αυτό που λέχθηκε. Ο Θεός έδινε διάφορα χαρίσματα σε όλους που βαπτίζονταν τότε, τα οποία μάλιστα ονομάζονταν και πνεύματα. Και απ’ αυτούς, άλλος είχε χάρισμα προφητείας και προέλεγε τα μελλοντικά, άλλος είχε χάρισμα δυνάμεως και ανάσταινε νεκρούς, άλλος χάρισμα γλωσσών και μιλούσε διάφορες γλώσσες. Μαζί όμως με όλα αυτά υπήρχε και το χάρισμα της προσευχής, που και αυτό λεγόταν πνεύμα και όποιος το είχε, προσευχόταν για όλο το λαό.
Επειδή λοιπόν ο λαός ζητούσε εκείνα που δεν συνέφεραν, ερχόταν χάρισμα προσευχής σε κάποιον από τους τότε και αυτός παρακαλούσε για το κοινό συμφέρον της εκκλησίας και για τη σωτηρία όλων και δίδασκε τους άλλους. Πνεύμα λοιπόν ονομάζει εδώ και το χάρισμα αυτό και την ψυχή που δέχεται το χάρισμα και μεσιτεύει στο Θεό και στενάζει.
Αυτού και τώρα σύμβολο είναι ο διάκονος, αναφέροντας τις προσευχές για χάρη του λαού. Αυτό λοιπόν για να δηλώσει ο Παύλος έλεγε «αυτό το Πνεύμα μεσιτεύει για μας με στεναγμούς ανέκφραστους».
27 ὁ δὲ ἐρευνῶν τὰς καρδίας
Βλέπεις ότι ο λόγος δεν είναι για τον Παράκλητο, αλλά για την καρδιά την πνευματική; Γιατί αν δεν ήταν αυτό, έπρεπε να πει, εκείνος όμως που ερευνάει το πνεύμα. Αλλά για να μάθεις, ότι ο λόγος είναι για τον άνθρωπο τον πνευματικό και τον άνθρωπο που έχει χάρισμα προσευχής, πρόσθεσε οἶδε τί τὸ φρόνημα τοῦ Πνεύματος, ὅτι κατὰ Θεὸν ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἁγίων.
Να λοιπόν γιατί εισακούγονταν εκείνος που προσεύχονταν σύμφωνα με το χάρισμα της προσευχής που του είχε δοθεί, επειδή η προσευχή του γινόταν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
Όλοι οι άγιοι είναι φιλόστοργοι και γι’ αυτό προσεύχονται για τη σωτηρία μας και υψώνουν τα χέρια τους προς τον Θεό. Γι’αυτό και ο Παύλος έλεγε «ντυθείτε λοιπόν σαν εκλεκτοί του Θεού άγιοι, φιλευσπλαχνία, αγαθότητα, ταπεινοφροσύνη» (κολ. 3,12). Και δεν είπε απλώς ελεείστε, αλλά ντυθείτε, διότι όπως το ρούχο είναι πάντοτε μαζί μας, έτσι να είναι και η ελεημοσύνη. Και δεν είπε απλώς ελεημοσύνη, αλλά φυλευσπλαχνία για να μιμηθούμε φυσική φιλοστοργία. Εμείς όμως κάνουμε τα αντίθετα. Και αν ακόμη μας πλησιάσει κάποιος ζητώντας μας έναν οβολό, τον βρίζουμε, τον κακολογούμε, τον ονομάζουμε απατεώνα. Δεν τρομάζεις άνθρωπεκαι δεν κοκκινίζεις, ονομάζοντάς τον απατεώνα για ψωμί; Εάν όμως αυτός γίνεται απατεώνας γι’ αυτό ακριβώς είναι δίκαιο να ελεείται, επειδή τόσο πιέζεται από την πείνα, ώστε να υποδυθεί τέτοιο προσωπείο. Αλλά και αυτό είναι κατηγορία της δικής μας σκληρότητας. Όταν λοιπόν πλησιάζεις τον Θεό ζητώντας συγχώρηση αμαρτημάτων, να θυμηθείς αυτά τα λόγια και θ’ αντιληφθείς ότι είναι πιο δίκαιο ν’ ακούσεις εσύ αυτά από τον Θεό παρά ο φτωχός από σένα. Αλλά όμως ποτέ δεν είπε ο Θεός σε σένα αυτά τα λόγια, δηλαδή φύγε, γιατί και απατεώνας είσαι, αφού και στην εκκλησία μπαίνεις και ακούς τους δικούς μου νόμους, όμως τα πάντα προτιμάς εκτός από τις δικές μου τις εντολές.
28 Οἴδαμεν δὲ ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν, τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν·
Εδώ μου φαίνεται πως το χωρίο αυτό λέχθηκε γι’ αυτούς που περνούν κινδύνους. Άλλωστε και ο ίδιος ο μακάριος Παύλος όταν παρακάλεσε τριες φορές τον Κύριο για ν’ απαλλαγεί από τους κινδύνους, άκουσε τη φωνή του Θεού να του λέει «σου είναι αρκετή η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου φανερώνεται τέλεια εκεί που υπάρχει αδυναμία». (β΄Κορ. 12,9) και στο εξής χαίρονταν όταν τον δίωκαν, τον έβριζαν και πάθαινε αθεράπευτα κακά.
Γι’ αυτό και όταν λέει «τα πάντα», εννοεί και εκείνα που φαίνονται ότι είναι λυπηρά. Γιατί είτε θλίψη, είτε πείνα, είτε θάνατοι, είτε οτιδήποτε άλλο κακό πέσει, ο Θεός είναι ικανός να τα μετατρέψει όλα στο αντίθετο.
Γι’ αυτό ακριβώς δεν είπε ότι σ’ εκείνους που αγαπούν τον Θεόδεν έρχεται κάτι κακό, αλλά ότι «συνεργεί για το καλό τους». Δηλαδή χρησιμοποιεί αυτά τα κακά για την ευδοκίμηση εκείνω που επιβουλεύονται, πράγμα που είναι μεγαλύτερο από το να εμποδίσει να έρθουν κακά, ή από το να τα εξαλείψει όταν έρθουν. Ένα λοιπόν πράγμα μόνο χρειάζεται στον άνθρωπο, η γνήσια αγάπη προς τον Θεό και όλα τα άλλα ακολουθούν.
τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν· (σ’εκείνους που είναι καλεσμένοι σύμφωνα με την πρόθεση του Θεού). Γιατί όμως δεν κάλεσε όλους από την αρχή ή ούτε τον ίδιο τον Παύλο μαζί με τους άλλους αποστόλους; Και απ’ αυτό και από την αναβολή δεν φαίνεται να προέκυψε κάτι το επιζήμιο. Αντιθέτως και αυτή φάνηκε όπως αποδείχτηκε πολύ χρήσιμη. Και έτσι κι από δω φαίνεται πως δεν είναι αρκετή από μόνη της η κλήση, αλλά και η πρόθεση εκείνων που καλούνται. Όλοι βέβαια κλήθηκαν, αλλά δεν υπάκουσαν όλοι.
29 ὅτι οὓς προέγνω, καὶ προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, (Γιατί εκείνους που προγνώρισε αυτούς και προόρισε να γίνουν σύμμορφοι με την εικόνα του Υιού του)
Είδες μέγεθος τιμής; Γιατί ο μεν ο Χριστός είναι από τη φύση του Μονογενής Υιός, ενώ τούτοι γίνονται και αυτοί κατά χάρη. Αλλά όμως δεν αρκέστηκε σ’ αυτό με το να πει «σύμμορφους», αλλά και άλλο πρόσθεσε:
εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον
αλλά και άλλο πρόσθεσε:
ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς·
Επείδή ήθελε με όλα αυτά να δείξει την καθαρή συγγένεια. Όλα αυτά όμως λέχθηκαν κατά την οικονομία, για την κατά την θεότητα ένας είναι ο Μονογενής.
30 οὓς δὲ προώρισε, τούτους καὶ ἐκάλεσε, καὶ οὓς ἐκάλεσε, τούτους καὶ ἐδικαίωσεν,
Πως ; Με το βάπτισμα της αναγέννησης
οὓς δὲ ἐδικαίωσε, τούτους καὶ ἐδόξασε.
Πως; Με τη χάρη με την υιοθεσία.
31 Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς ταῦτα;
Σαν να έλεγε, μη μου λες λοιπόν πλέον για τους κινδύνους και την επιβουλή απ’ όλους.
εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ᾿ ἡμῶν;
Και ποιος δεν είναι εναντίον μας; Γιατί και η οικουμένη είναι εναντίον μας και οι τύραννοι και οι λαοί και οι συγγενείς και οι πολίτες. Αλλά όμως όλοι αυτοί που είναι εναντίον μας τόσο πολύ απέχουν από το να μας βλάπτουν, γιατί και χωρίς τη θέλησή τους γίνονται αίτιοι βραβείων για μας.
32 ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται;
(εκείνος που δεν λυπήθηκε τον Υιό του, αλλά τον παρέδωσε σε θάνατο για χάρη όλων μας, πως δεν θα μας χαρίσει μαζί με αυτόν τα πάντα;)
Και με υπερβολή και πολλή θέρμη χρησιμοποιεί τις λέξεις, για να δείξει την αγάπη του. πως λοιπόν θα μας εγκαταλείψει, εμάς που για χάρη μας δε λυπήθηκε τον Υιό του; Και για ποιους τον παρέδωσε; Για μας που είμαστε τιποτένιοι και αχάριστοι και εχθροί και βλάσφημοι.
«Πως λοιπόν δεν θα μας χαρίσει μαζί με αυτόν τα πάντα»; Αυτό που λέγει σημαίνει το εξής: Εάν τον Υιό του μας χάρισε και όχι απλώς μα τον χάρισε, αλλά τον παρέδωσε στην σφαγή, γιατί λοιπόν αμφιβάλλεις για τα άλλα, αφού έλαβες τον Κύριο; Γιατί διστάζεις για τα κτήματα, αφού έχεις τον Κύριο; Γιατί εκείνος που το μεγαλύτερο στους εχθρούς, πως δε θα δώσει τα μικρότερα στους φίλους;
33 τίς ἐγκαλέσει κατὰ ἐκλεκτῶν Θεοῦ; (ποιος θα κατηγορήσεις τους εκλεκτούς του Θεού);
Εδώ ο λόγος είναι προς εκείνους που λέγουν, ότι η πίστη δεν ωφελεί καθόλου και προς εκείνους που δυσπιστούν για την αθρόα μεταβολή. Και δεν είπε ποιος θα κατηγορήσει τους δούλους του Θεού, ούτε τους πιστούς του Θεού, αλλά τους εκλεκτούς του Θεού, γιατί η εκλογή είναι απόδειξη της αρετής. Γιατί αν ένας γυμναστής πουλαριών διαλέξει τα κατάλληλα για τον δρόμο, κανείς δεν θα μπορέσει να τον κατηγορήσει, αλλά αντιθέτων θα γίνει καταγέλαστος εκείνος που θα τολμήσει να πει κάτι εναντίον του, πολύ περισσότερο όταν ο Θεός διαλέγει ψυχές, θα είναι καταγέλαστοι εκείνοι που τον κατηγορούν.
Θεὸς ὁ δικαιῶν· 34 τίς ὁ κατακρίνων;
Δεν είπε ο Θεός που συγχωρεί αμαρτίες, αλλά κάτι πολύ μεγαλύτερο «ο Θεός που δικαιώνει». Γιατί όταν η απόφαση του δικαστή κρίνει κάποιος ως δίκαιο και μάλιστα τέτοιου δικαστού, τίνος άξιος είναι ο κατήγορος; Γιατί βέβαια ο Θεός και μαδιάλεξε και μας δικάιωσε και το πιο θαυμαστό είναι ότι μας δικαίωσε με τη σφαγή του Υιού του. ποιος λοιπόν θα μας καταδικάσει, τη στιγμή που ο Θεός μα στεφανώνει;
Χριστὸς ὁ ἀποθανών, μᾶλλον δὲ καὶ ἐγερθείς, ὃς καί ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν.
Γιατί αφού επανήλθε στη δική του αξία, δε σταμάτησε τη φροντίδα για μας, αλλά και μεσιτεύει για μας και ακόμη εξακολουθεί να διατηρεί την ίδια αγάπη. Γιατί δεν αρκέστηκε στη σφαγή μόνο, αλλά κάνει και αυτό που είναι δείγμα μεγαλύτερης αγάπης, το να κάνει δηλαδή όχι μόνο αυτό που εξαρτάται απ’ αυτόν αλλά και να παρακαλέι και άλλον γι’ αυτό. Για΄τι αυτό δήλωσε με το να πει «μεσιτεύει». Γιατί είπε ότι βρίσκεται στα δεξιά και τότε πρόσθεσε «μεσιτεύει για μας», όταν έδειξε την ισοτιμία και την ισότητα, τότε ανθρωπίνως φαίνεται πως ελαττώνεται. Αλλά αυτό δεν είναι δείγμα ελάττωσης, αλλά μόνο αγάπης. Γιατί στην πραγματικότητα ο δημιουργός των πάντων δεν χρειάζεται κανενός τις μεσιτείες. Άρα το μεσιτεύει είναι απόδειξη της αγάπης του για μας. Καθόσον και ο Πατέρας φαίνεται να παρακαλεί τους ανθρώπους για να συμφιλιωθούν μαζί Του.
Αν λοιπόν και το Πνεύμα μεσιτεύει με ανέκφραστους στεναγμούς και ο Χριστός πέθανε και μεσιτεύει για μας και ο Πατέρας δε λυπήθηκε τον Υιό του για χάρη σου και σε εξέλεξε και σε δικαίωσε, γιατί πλέον φοβάσαι;
35 τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;
Και δεν είπε του Θεού, γιατί του είναι αδιάφορο να τον ονομάζει και Χριστό και Θεό.
θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;
Πρόσεχε του μακαρίου Παύλου τη σύνεση. Γιατί δεν είπε αυτά στα οποία καθημερινά γινόμαστε δούλοι, δηλαδή την αγάπη για τα χρήματα, την επιθυμία της δόξας και την τυραννία της οργής, αλλά εκείνα που είναι πιο τυραννικά απ’ αυτά και είναι ικανά και την ίδια τη φύση να εξαναγκάσουν και τη σταθερότητα του νου ν’ ανατρέψουν πολλές φορές και χωρίς τη θέλησή μας, αυτά αναφέρει, τις θλίψεις και τις στενοχώριες. Γιατί μέσα σ’ αυτές τιλίγς λέξεις περικλύονται άπειρα πλήθη πειρασμών. Φυλακές, εξορίες, δεσμά, συκοφαντίες και όλες τις άλλες ταλαιπωρίες.
36 καθὼς γέγραπται ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς. (ψαλμ.43,23)
Αυτό το είπε ο Δαυίδ λέγοντας δηλαδή ότι είμαστε στη διάθεση όλων για να υποφέρουμε. Γιατί δεν υποφέρουμε για άνθρωπο αλλά για τον επουράνιο βασιλέα. Γιατί και αν ακόμη στη φύση κληρώθηκε να πεθάνει μόνο μία φορά, ο Θεός έδωσε στην προαίρεσή μας, εάν το θέλουμε, να το παθαίνουμε αυτό καθημερινά. Επομένως είναι φανερό ότι θα έχουμε τόσα στεφάνια, όσες ημέρες ζήσουμε, ή καλύτερα και πολύ περισσότερα, γιατί μπορεί σε μία μέρα να πεθάνουμε και μία και δύο και πολλές φορές. και για να μη πει κανείς, ότι απλώς φιλοσοφεί αυτά πριν την δοκιμασία των πραγμα΄των πρόσθεσε: «θεωρηθήκαμε σαν πρόβατα προορισμένα για σφαγή», εννοώντας τους καθημερινούς θανάτους των αποστόλων είδες ανδρεία και επιείκια; Γιατί όπως ακριβώς τα πρόβατα, λέει, δεν αντιστέκονται όταν σφάζονται, έτσι ούτε και μεις.
37 ἀλλ᾿ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς.(αλλά σε όλα αυτά νικούμε με το παραπάνω με τη βοήθεια εκείνου που μας αγάπησε).
Το πιο θαυμαστό λοιπόν είναι ότι όχι απλώς νικούμε, αλλά νικούμε και με εκείνα που μας επιβουλεύονται. Και όχι απλώς νικούμε αλλά υπερνικούμε, δηλαδή με μεγάλη ευκολία, χωρίς ιδρώτες και κόπους. Και πολύ εύλογα, διότι ο Θεός είναι εκείνος που αγωνίζεται μαζί μας. Να μην απιστήσεις λοιπόν όταν μας μαστιγώνουν, νικούμε κείνους που μας μαστιγώνουν, όταν διωκόμαστε, υπερισχύουμε εκείνων που μας διώκουν, εάν όταν πεθαίνουμε, μεταστρέφουμε τους ζωντανούς.
Γιατί ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να νικήσει τους μάρτυρες, ούτε τύραννοι, ούτε πλήθη ανθ΄ρωπων, ούτε φάλαγγες δαιμόνων, ούτε ο ίδιος ο διάβολος, αλλά από την πολλή δύναμη νικούνταν όλοι. Γιατί ήταν καινούριος αυτός ο νόμος της νίκης, στο να νικούν με τα αντίθετα και ποτέ να μην νικούνται.
38 πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα 39 οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. (γιατί πιστεύω απόλυτα ότι ούτε θάνατος, ούτε ζωή, ούτε άγγελοι, ούτε αρχές, ούτε δυνάμεις, ούτε τα παρόντα, ούτε τα μελλοντικά, ούτε ύψος, ούτε βάθος, ούτε καμιά άλλη κτίση θα μπορέσει να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού, την οποία μας έδειξε με τον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας)
Είναι μεγάλα τα λόγια αυτά αλλά δεν τα γνωρίζουμε, επειδή δεν έχουμε τόσο μεγάλη αγάπη. Τι θέλει να πει ο Απόστολος; Τι χρειάζεται λέει να πω τα παρόντα και τα δεινά που είναι ενωμένα μ’ αυτή τη ζωή; γιατί κι αν ακόμη πει κανείς μελλοντικά και πράγματα και δυνάμεις σαν τους αγγέλους και αρχαγγέλους και όλη την ουράνια κτίση και αυτά για μένα είναι μικρά σε σύγκριση προς την αγάπη του Χριστού. Ούτε βέβαια αν με απιλούσε κανείς με θάνατο, με εκείνον τον μελλοντικό, τον αθάνατο, ώστε να με απομακρύνει από τον Χριστό, ούτε αν υποσχόταν τν άπειρη ζωή, δεν θα δεχόμουν.
Και τα λέει όλα αυτά όχι για να θεωρήσει κανείς ότι οι άγγελοι το επιχειτούν αυτό, μη γένοιτο, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά επειδή ήθελε να φανερώσει με κάθε υπερβολή την αγάπη που είχε για τον Χριστό. Γιατί το να χάσει την αγάπη του για τον Χριστό ήταν γι’ αυτόν πιο φοβερό από την γέεννα, όπως ακριβώς το να παραμένει σ’ αυτήν την αγάπη ήταν γι’ αυτόν πιο ποθητό από την βασιλεία των ουρανών.