ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

2019-12-11 15:52

1 Η ἀγνοεῖτε, ἀδελφοί· γινώσκουσι γὰρ νόμον λαλῶ·

Αφού λοιπόν είπε, ότι πεθάναμε ως προς την αμαρτία, δείχνει εδώ, ότι όχι μόνο η αμαρτία δεν τους κυριεύει, αλλά ούτε ο νόμος. Εάν όμως ο νόμος δεν τους κυριεύει, πολύ περισσότερο η αμαρτία. Και κάνοντας ευχάριστο το λόγο, το κάνει φανερό αυτό από ανθρώπινο παράδειγμα.

ὅτι ὁ νόμος κυριεύει τοῦ ἀνθρώπου ἐφ᾿ ὅσον χρόνον ζῇ; 2 ἡ γὰρ ὕπανδρος γυνὴ τῷ ζῶντι ἀνδρὶ δέδεται νόμῳ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, κατήργηται ἀπὸ τοῦ νόμου τοῦ ἀνδρός.
3 ἄρα οὖν ζῶντος τοῦ ἀνδρὸς μοιχαλὶς χρηματίσει ἐὰν γένηται ἀνδρὶ ἑτέρῳ· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, ἐλευθέρα ἐστὶν ἀπὸ τοῦ νόμου, τοῦ μὴ εἶναι αὐτὴν μοιχαλίδα γενομένην ἀνδρὶ ἑτέρῳ.

Επομένως ο νόμος είναι για τους ζωντανούς, ενώ για τους πεθαμένους δεν ορίζει πια τίποτα. Βλέπεις πως φανέρωσε διπλή την ελευθερία; Διότι η γυναίκα όταν πεθάνει ο άνδρας της είναι απαλλαγμένη από την εξουσία του ανδρός, ενώ όταν και η ίδια πεθάνει είναι πλέον ελεύθερη και από το νόμο. Και με το παράδειγμα αυτό θέτει στη θέση του άνδρα τον νόμο, ενώ στη θέση της γυναίκας, όσους πίστεψαν.

Στη συνέχεια δεν προσθέτει το συμπέρασμα σύμφωνα με την πρότασή του. Γιατί ήταν επόμενο να πει, ώστε αδελφοί μου, δε σας εξουσιάζει ο νόμος γιατί πέθανε. Όμως δεν είπε αυτό, αλλά υπαινίχθηκε στην πρότασή του, ενώ κατά το συμπέρασμα στη συνέχεια, για να κάνει το λόγο λίγότερο δυσάρεστο, αναφέρει  πως η γυναίκα έχει πεθάνει λέγοντας:

4 ὥστε, ἀδελφοί μου, καὶ ὑμεῖς ἐθανατώθητε τῷ νόμῳ

Εάν λοιπό γίνατε νεκροί, δεν είστε κάτω από την ισχύ του νόμου.Είδες τη σοφία του Παύλου, πως έδειξε ότι ο νόμος ήθελε αυτό, το ν’ απομακρυνθεί δηλαδή απ’ αυτόν  και να συνδεθεί με άλλο άνδρα; Γιατί δεν εμποδίζει, λέει, να παντρευτεί με άλλον άνδρα, αφού πέθανε ο πρώτος.

Το παράδοξο λοιπόν είναι αυτό. Ότι δηλαδή ο ίδιος ο νόμος μας απαλλάσσει από τα αμαρτήματα, όταν απομακρυνθούμε απ’ αυτόν. ώστε δική του θέληση είναι, να ανήκουμε εμείς στον Χριστό. Γιατί πραγματικά αυτός έχει πεθάνει, και εμείς έχουμε πεθάνει και με διπλό τρόπο έχει καταργηθεί η εξουσία του. ο Πάυλος όμως δεν αρκείται σ’ αυτά μόνο, αλλά προσθέτει και το αίτιο. Γιατί δεν ανέφερε απλώς τον θάνατο, αλλά πάλι παρουσίασε το σταυρό, που πέτυχε αυτά, κάνοντας έτσι και εμάς υπεύθυνους.

διὰ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸ γενέσθαι ὑμᾶς ἑτέρῳ, τῷ ἐκ νεκρῶν ἐγερθέντι, ἵνα καρποφορήσωμεν τῷ Θεῷ. 5 ὅτε γὰρ ἦμεν ἐν τῇ σαρκί, τὰ παθήματα τῶν ἁμαρτιῶν τὰ διὰ τοῦ νόμου ἐνηργεῖτο ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν εἰς τὸ καρποφορῆσαι τῷ θανάτῳ·

 

 

είδες το κέρδος του πρώτου άνδρα; Δεν είπε όταν ήμασταν στην εξουσία του νόμου, αποφέυγοντας παντού να δώσει αφορμή στους αιρετικούς, αλλά «όταν ήμασταςν στην εξουσία της σάρκας», δηλαδή στις πονηρές πράξεις, στη σαρκική ζωή. Ενώ τώρα , αφού έγιναν ασώματοι το επιθυμούσαν.  Και δεν είπε πως ο νόμος ήταν η αιτία για τα αμαρτήματα, αλλά «με το νόμο»,διότι ο νόμος αποκάλυπτε τα αμαρτήματα.

Έπειτα για να μη κατηγορήσει ούτε τη σάρκα, δεν είπε, τα οποία αμαρτήματα ενεργούσαν τα μέλη του σώματός μας, αλλά «τα οποία ενεγούσαν στα μέλη μας», δείχνοντας πως αλλού ήταν η αρχή της κακίας, από τις σκέψεις που ενεργούσαν, όχι από τα μέλη που εκτελούσαν. Συνεπώς δεν ανήκε στη σάρκα το κακόηχο της αμαρτίας, αλλά στον τεχνίτη που την ανάγκαζε να βγάζει τέτοιους κακούς ήχους.

6 νυνὶ δὲ κατηργήθημεν ἀπὸ τοῦ νόμου, ἀποθανόντες ἐν ᾧ κατειχόμεθα, ὥστε δουλεύειν ἡμᾶς ἐν καινότητι πνεύματος καὶ οὐ παλαιότητι γράμματος.

Δεν είπε ο νόμος καταργήθηκε, αλλά ότι εμείς καταργηθήκαμε. Και πως καταργηθήκαμε εμείς; Αφού ο παλαιός άνθρωπος, που κατεχόταν από την αμαρτία πέθανε και θάφτηκε. Αλλά αυτό δεν θα πρέπει να σε κάνει τώρα αδιάφορο. Γιατί καταργήθηκες για να γίνεις πάλι δούλος, όχι όμως με τον ίδιο τρόπο «αλλά στη νέα κατάσταση του Πνεύματος και όχι στην παλαιά που επικρατούσε το γράμμα του νόμου».

Τι σημαίνει αυτό; -Όταν αμάρτησε ο Αδάμ και το σώμα του έγινε θνητό και υπόκειτο σε πάθη και δέχτηκε πολλά φυσικά ελλατώματα, έγινε τότε πιο βαρύ και ατίθασο. Αλλά όταν ήρθε ο Χριστός, με το βάπτισμα μας έκανε πιο ελαφρύ το σώμα, σηκώνοντας αυτό με τα φτερά του Πνεύματος. Γι’ αυτό ακριβώς δεν υπάρχουν σε μας οι ίδιες με τους παλαιούς δοκιμασίες, επειδή δεν ήταν τότε τόσο εύκολος ο δρόμος. Γι’΄αυτό και αυτός δεν ζητάει να είμαστε καθαροί από τους φόνους μόνο, όπως οι παλαιοί, αλλά από την οργή. Όχι από τη μοιχεία, αλλά και απότ ακόλαστο βλέμμα προτρέπει να απαλλαχτούμε, όχι μόνο από την επιορκία να απέχουμε, αλλά και από το να κάνουμε αληθινούς όρκους και μαζί με τους συγγενείς διατάσσει να αγαπάμε και τους εχθρούς. Και αν δεν υπακούουμε, απείλησε και γέεννα, δείχνοντας ότι τα ζητούμενα δεν είναι έργο της φιλοτιμίας αυτών που αγωνίζονται, όπως η παρθενία και η ακτημοσύνη, αλλά ότι πρέπει αυτά οπωδήποτε να κατορθωθούν.

7 Τί οὖν ἐροῦμεν; ὁ νόμος ἁμαρτία; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τὴν ἁμαρτίαν οὐκ ἔγνων εἰ μὴ διὰ νόμου· τήν τε γὰρ ἐπιθυμίαν οὐκ ᾔδειν εἰ μὴ ὁ νόμος ἔλεγεν, οὐκ ἐπιθυμήσεις· 8 ἀφορμὴν δὲ λαβοῦσα ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς κατειργάσατο ἐν ἐμοὶ πᾶσαν ἐπιθυμίαν· χωρὶς γὰρ νόμου ἁμαρτία νεκρά.

Επειδή λοιπόν όλα αυτά φαινόταν ότι διαβάλλουν το νόμο, σαν να διορθώνει την υποψία αυτή αναφέρει και τηνα αντίθεση και λέει: «τι λοιπόν, ο νόμος είναι αμαρτία; Μακριά μια τέτοια σκέψη». Πως λοιπόν εξηγεί εδώ αυτό που φάινεται να στρεσάρει τον ακροατή; Λέει: «Την αμαρτία δεν θα την γνώριζα παρά μόνο με το νόμο». Γιατί «και την επιθυμία δε θα γνώριζα αν ο όμος δεν έλεγε μην επιθυμήσεις». Βλέπεις πως λίγο λίγο δείχνει ότι είναι όχι μόνο κατήγορος της αμαρτίας αλλά σιγά-σιγά και δημιουργός της; Όμως δεν απρουσιάζει να συμβαίνει αυτό από τη δική του αιτία, αλλά από την αιτία των αχάριστων Ιουδαίων. Γιατί φρόντισε να κλείσει τα στόματα των Μανιχαίων που κατηγορούσαν το νόμο. Γιατί αφού είπε «την αμαρτία δε θαγνώρζα, αν ο νόμος δενέλεγε μην επιθυμήσεις» πρόσθεσε: «αφού όμως έλαβε αφορμή από την εντολή η αμαρτία, δημιούργησε μέσα μου κάθε επιθυμία». Είδε ς πως απάλλαξε το νόμο από τις κατηγορίες; Γιατί έλαβε αφορμή λέει, η αμτία, όχι ο νόμος, μεγάλωσε την επιθυμία και έγινε το αντίθετο από εκείνο που ήθελε ο νόμος, πράγμα που ήταν απόδειξη αδυναμία και όχι πονηρίας. Γιατί όταν επιθυμούμε και στη συνέχεια εμποδιζόμαστε, αυξάνεται περισσότερο η φλόγα της επιθυμίας. Αλλά αυτό δεν είναι έργο του νόμου.

Συνεπώς δεν φταίει ο ιατρός, ούε το φάρμακο, αλλά ο ασθενής που χρησιμοποίησε κακώς το φάρμακο. Συνεπώς η κατηγορία δεν είναι εναντίον του, αλλά εναντίον μας.

Εσύ όμως μην εξετάζεις αυτά που λέγονται εδώ, αλλά να προσθέτει και την αφορμή για την οποία λέγονται εδώ, διότι ο Πάλυος λέγοντας αυτά, σκέφτεται τη μανία των Ιουδαίων και την έντονη φιλονεικία τους, που θέλοντας να εξαλείψει ο Πάυλος, φαίνεται πως οργίζεταιπολύ εναντίον του νόμου, όχι για να τον διαβάλει, αλλά για να καταργήσει τη δύναμή τους. Γιατί, αν ήταν κατηγορία εναντίον του νόμυο, το ότι με αυτόν η αματία έλαβε αφορμή, θα βρεθεί να συμβαίνει αυτό και στην Καινή Διαθήκη. Γιατί πραγματικά και στην Καινή Διαθήκη υπάρχουν πάρα πολλοί νόμοι και μάλιστα για πολύ μεγαλύτερα πράγματα.

Και πρέπει να καταλάβει πως η επιθυμία δεν γεννήθηκε επειδή υπήρχε ο νόμος, διότι ο άνθρωπος γνώριζε την επιθυμία πρωτού έρθει ο νόμο. Διότι πως έγινε ο κατακλυσμός; Από πού κάηκαν τα Σόδομα; Τι λοιπόν εννοεί; Την αύξηση της επιθυμίας και όχι αυτή καθ΄’ αυτή την επιθυμία. Και ποιο λοιπόν ήταν τότε το κε΄ρδος από το νόμο, αφού αύξησε την επιθυμία; Κανένα, αλλά και μεγάλη ζημία. Όμως η κατηγορία και πάλι δεν ανήκει στο νόμο, αλλά στην αδιαφορία εκείνων που τον δέχτηκαν.

Και τι τελικά εννοεί λέγοντας «την αμαρτία δε γνώριζα παρά μόνο με το νόμο»; Δεν εννοεί την καθολική άγνοια, αλλά την ακριβέστερη γνώση.

9 ἐγὼ δὲ ἔζων χωρὶς νόμου ποτέ·

Πότε εσύ Πάλυε ζούσε χωρίς νόμου; Πες μου. Πριν από το Μωυσή. Πρόσεχε πως προσπαθεί να δείξει και απ’ αυτά που δεν έκανε, ότι ο νόμος καταπίεσε το ανθρώπινο γένος.

ἐλθούσης δὲ τῆς ἐντολῆς ἡ ἁμαρτία ἀνέζησεν, 10 ἐγὼ δὲ ἀπέθανον,

Αυτό βέβαια φαίνεται να είναι κατηγορία κατά του νόμου. Εάν όμως εξετάσει κανείς με προσοχή, θα φανεί πως είναι και έπαινος του νόμου. Γιατί ο νόμος δεν έδωσε υπόσταση στην αμαρτία χωρίς να υπάρχει, αλλά την έδειξε ότι ήταν κρυμμένη, πράγμα που είναι και έπαινος του νόμου. Όταν λοιπόν ήρθε ο νόμος έμαθαν τουλάχιστο ότι αμάρταναν, πράγμα που δεν είναι μικρό για την απαλλαγή από την κακία. Εάν όμως δεν απαλλάχτηκαν από την κακία, γι΄αυτό δεν ευθύνεται ο νόμος.

καὶ εὑρέθη μοι ἡ ἐντολὴ ἡ εἰς ζωήν, αὕτη εἰς θάνατον·

Δεν είπε έγινε θάντος, ούτε γέννησε θάνατο, αλλά «βρέθηκε», ερμηνεύοντας έτσι το καινούριο και παράδοξο του παραλογισμού αυτού και στρέφοντας το καθετί εναντίον τους. Γιατί αν θέλεις να δεις το σκοπό της εντολής, οδηγούσε λέει, στη ζωή και γι’ αυτό δόθηκε, αν όμως από εδώ βγήκε ο θάνατος, η κατηγορία ανήκει σ’ εκείνους που έλαβαν την εντολή, όχι σ΄’ αυτή που οδηγούσε στη ζωή.

 11 ἡ γὰρ ἁμαρτία ἀφορμὴν λαβοῦσα διὰ τῆς ἐντολῆς ἐξηπάτησέ με καὶ διὰ αὐτῆς ἀπέκτεινεν.

Είδες; Παντού καταπιάνεται με την αμαρτία, απαλλάσσοντας από κάθε κατηγορία το νόμο; Γι’ αυτό και πρόσθεσε:

12 ὥστε ὁ μὲν νόμος ἅγιος, καὶ ἡ ἐντολὴ ἁγία καὶ δικαία καὶ ἀγαθή.

Αλλά αν θέλετε, ας αναφέρουμε και τις εξηγήσεις εκείνων που παραποιούν αυτές. Γιατί έτσι θα γίνου ποιο καθαρά και τα δικά μας λόγια. Μερικοί εδώ ισχυρίζονται ότι εδώ ο Παύλος δε μιλάει για το νόμο του Μωυσή, αλλά για το φυσικό νόμο, ενώ άλλοι για την εντολή που δόθηκε στον παράδεισο. Αλλά όμως παντού σκοπός του Πάυλου ήταν να σταματήσει αυτόν τον νόμο και δεν μιλάει καθόλου για εκείνους τους νόμους. Και πολύ φυσικά. Γιατί αυτόν το νόμο επειδή φοβούνταν και έτρεμαν οι Ιουδαίοι, γι’ αυτό φιλονεικούσαν με τη χάρη. Την εντολή όμως που δόθηκε στον παράδεισο δε φαίνεται ποτέ να την ονόμασε νόμο, ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος.

Είναι λοιπόν σαφές ότι ουδέποτε ο άνθρωπος δεν έζησε χωρίς φυσικό νόμο, αλλά εννοεί ξεκάθαρα τον Μωσαϊκό νόμο. Τώρα το αν οι Ιουδαίοι έγιναν μετά το νόμο και ακάθαρτοι και άδικοι και πλεονέκτες αυτό δεν καταργεί την αρετή του νόμου αλλά αποδεινύει την απαιστία τους στον Θεό.

13 τὸ οὖν ἀγαθὸν ἐμοὶ γέγονε θάνατος; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία, ἵνα φανῇ ἁμαρτίᾳ,

Δηλαδή για να φανεί πόσο κακό είναι η αμαρτία, η αδιάφορη προαίρεση, η ορμή προς το χειρότερο, αλλά και η ίδια η πράξη και η κακή επιθυμία. Γιατί αυτό είναι η αιτία όλων των κακών. Αυξάνει όμως την αμαρτία, για να αποδείξει την υπεροχή της χάριτος του Χριστού και να διδάξει από ποιο κακό απάλλαξε το ανθ΄ρωπινο γένος, που με τα φάρμακα των ιατρών γινόταν χειρότερο και μ’ εκείνους που εμπόδιζαν αυξανόταν. Γι’ αυτό προσθέτει και λέγει:

 διὰ τοῦ ἀγαθοῦ μοι κατεργαζομένη θάνατον, ἵνα γένηται καθ᾿ ὑπερβολὴν ἁμαρτωλὸς ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς.

Είδες πως παντού η μάχη του είναι εναντίον της αμαρτίας και με αυτά που την κατηγορεί αποδεικνύει πάλι περισσότερο την αρετή του νόμου; Γιατί δεν κατόρθωσε κάτι μικρό κάτι μικρό δείχνοντας πόσο κακό είναι η αμαρτία, φανερώνοντας όλο το δηλατήριό της και παρουσιάζοντας αυτήν μπροστά τους. Γιατί γι’ αυτό δήλωσε λέγοντας «για να γίνει υπερβολικά αμαρτωλή η αματία με την εντολή». Δηλαδή για να φανεί πόσο μεγάλο κακό, πόση μεγάλη καταστροφή είναι η αμαρτία. Από αυτά είπαμε δείχνει και την υπεροχή της χάριτος από τονόμο, την υπεροχή, όχι τη μάχη.                      

14 Οἴδαμεν γὰρ ὅτι ὁ νόμος πνευματικός ἐστιν· ἐγὼ δὲ σαρκικός εἰμι, πεπραμένος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν.

Επειδή είπε ότι έγιναν μεγάλα κακά και η αμαρτία έγινε πιο δυνατή όταν έλαβε την εντολή και πραγματοποιήθηκε το αντίθετο από εκείνο για το οποίο προσπαθούσε ο νόμος και έβαλε σε μεγάλη υποψία τον ακροατή λέει στη συνέχεια και τη σκέψη, σύμφωνα με την οποία έγιναν, αφού πρώτα απάλλαξε το νόμο αότην πονηρή υποψία. Για να μη νομίσει κανείς, ακούγοντας ότι η αμαρτία έλαβε αφορμή από την εντολή και πως όταν ήρθε αυτή η αμαρτία ξανάζησε και πως με αυτήν εξαπάτησε και θανάτωσε, ότι ο νόμος είναι αίτιος αυτών των κακών, πρώτα αναφέρει την απολογία γι’ αυτόν με πολλά λόγια, όχι όμως απαλλάσσοντας αυτόν από την καητγορία, αλλά πλέκοντας γι’ αυτόν και μέγιστο έπαινο. Και το αναφέρει αυτό, όχι χαριζόμενος σ’ αυτόν, αλλά σαν να εκφράζει κοινή απόφαση. «Γιατί γνωρίζουμε», λέει, «ότι ο νόμος είναι πνευαμτικός». Σαν να έλεγε είναι πολύ γνωστό και φανερό αυτό, ότι είναι πνευματικός και υπεύθυνος των κακών που έγιναν. Συνεπώς ο νόμος είναι διδάσκαλος της αρετής και εχθρός της κακίας. Για το λόγο αυτό πρόσθεσε «εγώ όμως είμαι σαρκικός», περιγράφοντας έτσι τον άνθρωπο που ζούσε μέσα στο νόμο και πριν από το νόμο. «Πουλημένος σαν σκλάβος στην αμαρτία». Γιατί μαζί με το θάνατο, εμφανίστηκαν και πολλά πάθη.

Ας δούμε ένα παράδειγμα. Η επιθυμία δεν είναι αμαρτία, ίταν όμως πέσει σε υπερβολή, χωρίς να θέλει να παραμένει μέσα στους νόμους του γάμου, αλλά να πηγαίνει και σε ξένες γυναίκες, τότε το πράγμα στη συνέχεια γίνεται μοιχεία, όχι όμως από την επιθυμία, αλλά από την πλεονεξία της.

15 ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ᾿ ὃ μισῶ τοῦτο ποιῶ.

Τι σημαίνει «ου γινώσκω»; Αγνοώ. Και πότε έγινε αυτό; Γιατί ποτέ κανείς δεν αμάρτησε χωρίς να γνωρίζει. Βλέπεις πως αν δεν γνωρίζουμε τις λέξεις με την ευλάβεια που ταιριάζει, και αν δεν αποβλέπψουμε προς τον αποστολικό σκοπό, θ’ ακολουθήσουν πάρα πολλά άτοπα; Γιατί, αν αμάρταναν χωρίς να γνωρίζουν, δεν έπρεπε ούτε να τιμωρηθούν.

Τι σημαίνει λοιπόν «ου γινώσκω»; Σκοτίζομαι, ξεγελιέμαι, απαιλούμαι, δεν ξέρω πως ανατρέπομαι, πράγμα που εμείς συνήθως λέμε, δεν ξέρω πως ο τάδε ήρθε και με ξεγέλασε, χωρίς να προφασιζόμαστε άγνοια, αλλά φανερώνοντας κάποια απάτη και περίσταση και επιβουλή.

 16 εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω τοῦτο ποιῶ, σύμφημι τῷ νόμῳ ὅτι καλός.

Πως λοιπόν δεν γνωρίζεις εκείνο που εκτελείς; Γιατί αν θέλεις το καλό και μισείς το κακό, αυτό είναι απόδειξη τέλειας γνώσεως. Επομένως είναι φανερό ότι και το «εκείνο που δε θέλω», το είπε ΄λχι για να καταργήσει την ελευθερία, ούτε για να παρουσιάσει κάποια πιεστική ανάγκη. Γιατί αν αμαρτάνουμε όχι με τη θέλησή μας, αλλά επειδή μας πιέζει η ανάγκη, πάλι δε θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν οι τιμωρίες που έγινα προηγουμένως. Λέγοντας λοιπόν «εκείνο που δε θέλω», δε δήλωσε ανάγκη, αλλά το να μην απαινούμε αυτά που γίνονται. Άρα εκείνο που δεν επαινώ, εκείνο που δε δέχομαι, εκείνο που δεν αγαπώ, αλλά εκείνο που μισώ αυτό κάνω. Εάν όμως εκείνο που δε θέλω, αυτό κάνω, τότε συμφωνώ με το νόνο ότι είναι καλός.

Βλέπεις κατ’ αρχήν πως η διάνοια δεν είναι διεφθαρμένη αλλά και στη πράξη διατηρεί τη δική ευγένεια; Γιατί αν και σχολείται με την κακία, ασχολείται όμως επειδή την μισεί, πράγμα που μπορούσε να είναι πάρα πολύ μεγάλος έπαινος και του φυσικού και του γραπτού νόμου.

17 νυνὶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία.

Εάν όμως λέγει ότι δεν κατοικέι με΄σα σ’ αυτήν το αγαθό, δεν είναι αυτό καθόλου κατηγορηταίο για τη σάρκα, γιατί το να μην κατοικεί σ’ αυτήν το αγαθό, δεν αποδεικνύει πως είναι πονηρή. Τι λοιπόν σημαίνει αυτό;

Δεν κατηγόρησε το σώμα ο Πάλυος, αλλά έδειξε την υπεροχή της ψυχής. Γιατί αυτή έχει αναλάβει την κυβέρνηση και την κιθαρωδία, πράγμα που και ο Παύλος δείχνει εδώ, αναφέροντας την εξουσία στην ψυχή. Και χωρίζοντας τον άνθρωπο σ’ αυτά τα δύο, την ψυχή και το σώμα, λέει ότι η σάρκα είναι πιο άλογη και χωρίς σύνεση και ότι ανήκει στα πράγματα που οδηγούνται και όχι που οδηγούν, ενώ η ψυχή είναι πιο σοφή και ότι μπορεί να γνωρίζει καλκά εκείνο που πρέπει να κάνει και εκείνο που δεν πρέπει.

18 οἶδα γὰρ ὅτι οὐκ οἰκεῖ ἐν ἐμοί, τοῦτ᾿ ἔστιν ἐν τῇ σαρκί μου, ἀγαθόν· τὸ γὰρ θέλειν παράκειταί μοι, τὸ δὲ κατεργάζεσθαι τὸ καλὸν οὐχ εὑρίσκω·

 Λέγοντας πάλι εδώ «δεν το βρίσκω», δεν εννοεί την άγνοια, ούτε απορία, αλλά κάποια βλάβη και επιβουλή της αμαρτίας και για να το δείξει αυτό ποιο σαφέστερα προσθέτει:

19 οὐ γὰρ ὃ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὃ οὐ θέλω κακὸν τοῦτο πράσσω. 20 εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω ἐγὼ τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτό, ἀλλ᾿ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία.

Είδες πως απαλάσσοντας την ουσία και της ψυχή και της σάρκας από την κατηγορία, μετέθεσε τα πάντα στην πονηρή πράξη; Γιατί αν δεν θέλει το κακό, είναι ελεύθερο το σώμα και το κάθετι ανήκει μόνο στην πονηρή προαίρεση.

 21 εὑρίσκω ἄρα τὸν νόμον τῷ θέλοντι ἐμοὶ ποιεῖν τὸ καλόν, ὅτι ἐμοὶ τὸ κακὸν παράκειται·

Είναι ασαφές αυτό που λέγεται. Τι λοιπόν σημαίνει αυτό; Επαινώ το νόμο σύμφωνα με τη συνείδησή μου και τον βρίσκω συνήγορο σ’ εμε΄να που θέλω να κάνω το καλό και να μου δυναμώνει τη θέληση. Η γνω΄ση των καλών και των κακών είναι λοιπόν φυτεμένη μέσα μας απόό την αρχή, ενώ ο Μωσαϊκός νόμος την επαινεί και απαινείται απ’ αυτή,

 22 συνήδομαι γὰρ τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον,

«Συνήδομαι», δηλαδή παραδέχομαι ότι ο νόμος είναι καλός. Επομένως το να θέλουμε το καλό και το να μη θέλουμε το κακό, είναι φυτεμένο προκαταβολικά από το Θεό μέσα μας. Όταν όμως ήρθε ο νόμος και στα κακά έγινε πιο πολύ κατήγορος και στα αγαθά πιο μεγάλος επαινετής.

23 βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου

Εδώ πάλι ως νόμο που εναντιώνεται ονόμασε την αμαρτία, όχι για τους καλούς νόμους της, αλλά για την υπερβολική πειθαρχία εκείνω που υπακούουν σ’ αυτήν. Όπως ακαριβώς λοιπόν ονομάζει κύριο το μαμωνά και θεό την κοιλιά, όχι για τη δική τους αξία, αλλά για την μεγάλη υποδούλωση εκείνων που είναι δούλοι, έτσι και εδώ ονόμασε νόμο της αμαρτίας, γι’ αυτου΄ς που είναι έτσι δούλοι της και φοβούνται να την εγκαταλείψουν, όπως φοβούνται να εγκαταλείψουν το νόμο, εκείνοι που έλαβαν το νόμο.  Αυτό λοιπόν σημαίνει «στο νόμο του νου μου».

Και δεν είπε πως η εξουσία της αμαρτίας απλώς τον νικάει και ότι αυτή υπερισχύει αλλά «με κάνει αιχμάλωτο» που; Στο νόμο της αμαρτίας. Δεν είπε στην επιθυμία της σάρκας, ούτε στη φύση της σάρκας, αλλά «στο νόμο της αμαρτίας», δηλαδή στη τυραννική εξουσία του, στη δύναμή του.

Πως όμως λέγει «που υπάρχει στα μέλη μου»; Και τι σημαίνει αυτό; Βέναι αυτό δεν κάνει αμαρτία τα μέλη, αλλά τα ξεχωρίζει πάρα πολύ από την αμαρτία, γιατί άλλο είναι αυτό που υπάρχει σε κάτι και άλλο αυτό στο οποίο υπάρχει εκείνο. Άρα η αμαρτία μας πολεμάει διά μέσου των μελών μας χωρίς όμως τα μέλη μας να έχουν κακία εκ της φύσεώς τους.

 καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου. 24 Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος! τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;

βλέπεις πόση είναι η δύναμη της κακίας, αφού νικάει το νου, αν και ευχαριστιέται με το νόμο;

25 εὐχαριστῷ τῷ Θεῷ διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν. ἄρα οὖν αὐτὸς ἐγὼ τῷ μὲν νοῒ δουλεύω νόμῳ Θεοῦ, τῇ δὲ σαρκὶ νόμῳ ἁμαρτίας.

Να τώρα και υπεροχή της χάριτος. Κι ενώ ο απόστολος στέναξε και θρήνησε γοερά, σαν μην υπάρχουν αυτοί που πρόκειται να βοηθήσουν, με την απορία δείχνει τη δύμαμη του Χριστού και λέει ¨πόσο δυστυχισμένος άνθωπος είμαι εγώ! Ποιος θα με ελευθερώσει από το σώμα του θανάτου αυτού»; Ο νόμος δεν μπόρεσε, η συνείδηση δεν το κατόρθωσε, αν και επαινούσε βέβαια τα καλά, και δεν επαινούσε μόνο, αλλά προσπαθούσε για τα αντίθετα. Και καταλήγει «ευχαριστώ το Θεό που με έσωσε με τον Ιησού Χριστό τον Κύριό μας». Είδες πως έδειξε αναγκαία την παρουσία της χάριτος και κοινά τα κατορθώματα του Πατέρα και του Υιού; Γιατί αν ευχαριστεί τον Πατέρα, για την ευχαριστία όμως αυτή αίτιος είναι και οΥιός.

Και όταν ονομάζει το σώμα, σώμα θανάτου, δεν κατηγορεί το σώμα ως κατά φύση κακό, αλλά ως αιχμάλωτο στην αμαρτία. Όπως δηλαδή, αν κάποιος που αιχμαλωτίστηκε από βάρβαρους,  ανήκει στους βάρβαρους, όχι γιατί είναι βάρβαρος, αλλά γιατί κατέχεται από εκείνους, έτσι κι εδώ το σώμα λέγεται «σώμα θανάτου», γιατί κυριεύτηκε απ’αυτόν, όχι γιατί προξένησε το θάνατο. Γι’ αυτό ακριβώς δεν θέλει ο Πάυλος να απελευθερωθεί από το σώμα, αλλά από το θνητό σώμα.

Και δες πως ο Μωσαϊκός νόμος δεν έβαζε υπέρμετρα βάρη στους ανθρώπους, αλλά μάλιστα δεν εμπόδιζε τις διαρκείς σαρκικές σχέσεις και δεν εμπόδιζε τον άνρα να διώχνει μία γυναίκα και να παίρνει άλλη, ούτε απαγόρευε να έχει κανείς δύο γυναίκες συγχρόνως. Γι’ αυτό ο Χριστός είπε: «εκείνος που τους δημιούργησε από την αρχή, έκαμε ένα άνδρα και μία γυναίκα». Συνεπώς ο νόμος δεν ήταν δυσβάστακτος, μάκιστα είχε λιγότερες απαιτήσεις απ’ όσες ο φυσικός νόμος όριζε. Κι όμως ούτε έτσι κατόρθωσαν να σωθούν. η ακτηγορία λοιπόν ανήκει στην αδιαφορία τους και μόνο.

Ο Χριστός όμως ήρθε και έκανε ικανούς να ακολουθήσουμε μεγαλύτερου δρόμους. Γι’ αυτό και λέει «ευχαριστώ το Θεό μου με τον Ιησού Χριστό».

© 2012 Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα

Φτιάξε δωρεάν ιστοσελίδαWebnode