1 Λέγω οὖν, μὴ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ; μὴ γένοιτο·
Και παρουσιάζει ύφος ανθρώπου που έχει απορία και αφού το αναιρεί κάνει στη συνέχεια το πράγμα ευπρόσδεκτο. Δηλαδή ποιο; Ότι κι αν ακόμη λίγοι έχουν σωθεί, η υπόσχεση έχει πραγματοποιηθεί. Γι’ αυτό δεν είπε απλώς το λαό, αλλά πρόσθεσε, «που προγνώρισε».
Έπειτα προσθέτοντας απόδειξη για το ότι δεν απώθησε μακριά του το λαό, λέγει:
καὶ γὰρ ἐγὼ ᾿Ισραηλίτης εἰμί, ἐκ σπέρματος ᾿Αβραάμ, φυλῆς Βενιαμίν.
Εγώ λέγει, ο διδάσκαλος και ο κήρυκας. Συνεπώς από το Ισραήλ ο Θεός διάλεξε αυτόν και τους αποστόλους καθώς και όλα τα μυστήρια και όλη την οικονομία. Γιατί από κείνους πίστεψαν και τρες χιλιάδες και πέντε χιλιάδες και αμέτρητες χιλιάδες. Για να μη λέγε λοιπόν κάποιος «επειδή κλήθηκες εσύ, κλήθηκε το έθνος; Απαντά:
2 οὐκ ἀπώσατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ ὃν προέγνω.
Να, έχω μαζί μου και τρεις και πέντε και δέλιάδες λαό. Αυτός θα πει κάποιος είναι ο λαός; τόσο πολύ περιορίστηκαν οι απόγονοι του Αβραάμ που έπρεπε να είναι όμοιοι στο πλήθος με τα ΄στρα του ουρανού και την άμμο της θάλασσας; Τόσο πολύ μας παραπλανάς και μας εξαπατάς, κάνοντας ολόκληρο λαό τον εαυτό σου και τις λίγες χιλιάδες που είναι μαζί σου;
Τι λύση λοιπόν δίνει στην απορία αυτή;
ἢ οὐκ οἴδατε ἐν ᾿Ηλίᾳ τί λέγει ἡ γραφή, ὡς ἐντυγχάνει τῷ Θεῷ κατὰ τοῦ ᾿Ισραὴλ λέγων; 3 Κύριε, τοὺς προφήτας σου ἀπέκτειναν καὶ τὰ θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν, κἀγὼ ὑπελείφθην μόνος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου. 4 ἀλλὰ τί λέγει αὐτῷ ὁ χρηματισμός; κατέλιπον ἐμαυτῷ ἑπτακισχιλίους ἄνδρας, οἵτινες οὐκ ἔκαμψαν γόνυ τῷ Βάαλ. 5 οὕτως οὖν καὶ ἐν τῷ νῦν καιρῷ λεῖμμα κατ᾿ ἐκλογὴν χάριτος γέγονεν.
Αυτό που λέγει σημαίνει το εξής: Δεν απώθησε μακριά του ο Θεός το λαό, γιατί αν τον απωθούσε δε θα δεχόταν κανέναν, αφού όμως δέχτηκε μερικούς, δεν τον απώθησε μακριά. Και όμως κάποιος λέγει, αν δεν τους απωθούσε μακριά του, θα τους δεχόταν όλους. Καθόλου. Γιατί και στην εποχή του Ηλία η σωτηρία περιορίστηκε σε επτά χιλιάδες άνδρες, και σήμερα είναι φυσικό μα είναι πολλοί εκείνοι που έχουν πιστέψει. Εάν όμως το αγνοείτε εσείς, δεν είναι καθόλου παράδοξο, αφού ο προφήτης , εκείνοςο σπουδαίος και μεγάλος το αγνοούσε. Αλλά ο Θεός οικονομούσε τα δικά του, παρόλο που ο προφήτης τα αγνοούσε.
Πρόσεχε όμως τη σύνεσή του, πως στην προσπάθειά του ν’ αποδείξει αυτό, μεγαλώνει κρυφά την κατηγορία εναντίον τους. Γι’ αυτό βέβαια ανέφερε και όλη τη μαρτυρία, για να διαπομπεύσει την αχαριστία τους και να δείξει ότι από την αρχή ήταν τέτοιοι. Γιατί παντού προσπαθούσε να δείξει ότι δεν έκαναν τίποτα πρωτάκουστο στο Χριστό και τους αποστόλους, αλλά τα συνηθισμένα και τα γνωστά.
Πρόσεχε λοιπόν πως η κατηγορία γίνεται πολύ μεγάλη και από το πρόσωπο. Γιατί ούτε ο Παύλος είναι ο κατήγορος, ούτε ο Πέτρος και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, αλλά εκείνος που πιο πολύ απ’ όλους θαυμάστηκε απ’ αυτούς, η κορυφή των προφητών, ο φίλος του Θεού, αυτός που για τη σωτηρία τους αγωνίστηκε έτσι, ώστε και στην πείνα να παραδοθεί, αυτός που μέχρι σήμερα δεν έχει πεθάνει ακόμη. «Κύριε, τους προφήτες σου θανάτωσαν, τα θυσιαστήριά σου κατέστρεψαν και έμεινα εγώ μόνος και ζητούν τη ζωή μου». Τι μπορεί να υπάρξει χειρότερο από τη θηριωδία αυτή; Γιατί, ενώ έπρεπε να παρακαλούν για τις αμαρτίες που ήδη έκαναν, αυτοί όμως ήθελαν και αυτόν να θανατώσουν. Αυτά ακριβώς όλα τους στερούσαν από κάθε συγγνώμη.
Θα πει κάποιος, και τι σχέση έχουν όλα αυτά με τα προηγούμενα; -Έχουν και μάλιστα πολύ μεγάλη, διότι απ’ αυτό αποδεικνύεται ότι ο Θεός συνηθίζει να σώζει τους αξίους, έστω κι αν η υπόσεχση υπάρχει για όλο το έθνος.
6 εἰ δὲ χάριτι, οὐκέτι ἐξ ἔργων· ἐπεὶ ἡ χάρις οὐκέτι γίνεται χάρις. εἰ δὲ ἐξ ἔργων, οὐκέτι ἐστὶ χάρις· ἐπεὶ τὸ ἔργον οὐκέτι ἐστὶν ἔργον. (Αλλά εάν αυτό έγινε κατά χάρη, τότε δε βασίζεται σε έργα, γιατί διαφορετικά η χάρη δεν είναι πια χάρη, γιατί αλλιώς το έργο δεν είναι πια έργο)
Πάλι στρέφεται προς τη φιλονεικία των Ιουδαίων, στερώντας αυτούς μαζί μ’ αυτά που λέχθηκαν από κάθε συγγνώμη. Διότι η σωτηρία δεν επιζητούντας από το νόμο τελικά αλλά διαθέτονταν σ’ αυτούς από τη πολύ φιλανθρωπία του Κυρίου.
Ας ευχαριστούμε λοιπόν το Θεό, γιατί είμαστε από κείνους που σώζονται και μολονότι δεν μπορέσαμε να σωθούμε από τα έργα, σωθήκαμε από τη δωρεά του Θεού. Όταν ευχαριστούμε όμως, ας μη το κάνουμε αυτό μόνο με λόγια, αλλά και με έργα και με πράξεις. Γιατί αυτή είναι η σωστή ευχαριστία. Γιατί πως δεν είναι παράλογο, όταν οι ουρανοί διηγούνται τη δόξα του Θεού, ενώ συ για τον οποίο έγιναν οι ουρανοί που τον δοξάζουν, τέτοια κάνεις, ώστε να βλασφημείται για σένα ο Θεός που σε δημιούργησε; Γι’ αυτό λοιπόν όχι εκείνος μόνο που βλασφημεί, αλλά και εσύ πλέον θα τιμωρηθείς. Γιατί οι ουρανοί δε δοξάζουν το Θεό βγάζοντας φωνή, αλλ’ ετοιμάζοντας με τη θέα τους άλλους γι’΄αυτό, κι όμως αυτοί λέγονται πως διηγούνται τη δόξα του Θεού. Έτσι και όσοι παρουσιάζουν θαυμαστό τρόπο ζωής, και αν ακόμη σιωπούν δοξάζουν το Θεό, αφού εξαιτίας τους τον δοξάζουν άλλοι. Γιατί ο άνθρωπος και πολύ καλύτερος από τον ουρανό είναι, και μπορεί ν’ αποκτήσει ψυχή λαπρότερη από την ομορφιά του. Γιατί αν και ο ουρανός βλέπεται τόσο πολύ χρόνο, δεν έπεισε πάρα πολύ, ενώ ο Πάυλος, αν και κήρυξε λίγο χρόνο, προσέλκυσε όλη την οικουμένη.
7 Τί οὖν; ὃ ἐπιζητεῖ ᾿Ισραήλ, τοῦτο οὐκ ἐπέτυχεν, ἡ δὲ ἐκλογὴ ἐπέτυχεν· οἱ δὲ λοιποὶ ἐπωρώθησαν,
«Τι λοιπόν εκείνο που ζητάει ο Ισραηλιτικός λαός δεν το πέτυχε;». Αυτό όμως δεν δείχνει άνθρωπο που ρωτάει, αλλά άνθρωπο που κατηγορεί. Γιατί με τον εαυτό του, λέγει μάχεται ο Ιουδαίος, ζητώντας δικαίωση, την οποία δε θέλει να λάβει. Έπειτα στερώντας πάλι απ’ αυτούς τη συγγνώμη, δείχνει την αχαριστία τους από εκείνους που έχουν λάβει δικαίωση, λέγοντας «εκείνοι όμως που εκλέχθηκαν το επέτυχαν». Και εκείνοι δηλαδή αυτούς κατακρίνουν.
«Οι λοιποί όμως έγιναν πωρωμένοι». Και από πού προέρχεται η πώρωση αυτή; Και παρουσιάζει τον προφήτη Ησαῒα να απαντά σ’ αυτή την ερώτηση:
8 καθὼς γέγραπται· ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς πνεῦμα κατανύξεως, ὀφθαλμοὺς τοῦ μὴ βλέπειν καὶ ὦτα τοῦ μὴ ἀκούειν,
Γιατί παρόλο που είχαν μάτια να δουν τα θαύματα και αυτιά για ν’ ακούσουν τη θαυμαστή εκείνη διδασκαλία, τίποτα απ’ αυτά δε χρησιμοποίησαν όπως έπρεπε. Και το «έδωσε», εδώ να το θεωρήσεις ως συγκατάθεση και όχι ως ενέργεια. Ως «Κατάνυξη» εδώ εννοεί την προς το χειρότερο έξη της ψυχής που είναι ανίατη και αμετάθετη. Καθόσον και αλλού λέει ο Δαυίδ «για να ψάλει σε σένα η δόξα μου και να μη κατανυγώ», δηλαδή να μη μετακινηθώ, να μη μεταβληθώ.
ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας. 9 καὶ Δαυῒδ λέγει· γενηθήτω ἡ τράπεζα αὐτῶν εἰς παγίδα καὶ εἰς θήραν καὶ εἰς σκάνδαλον καὶ εἰς ἀνταπόδομα αὐτοῖς·
Δηλαδή οι απολαύσεις, τα αγαθά όλα ας μεταβάλλονται και ας καταστρέφονται, και ας νικηθούν εύκολα απ’ όλους.
10 σκοτισθήτωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν τοῦ μὴ βλέπειν, καὶ τὸν νῶτον αὐτῶν διὰ παντὸς σύγκαμψον.
Αυτά λοιπόν χρειάζονται ακόμα κάποια ερμηνεία; Δεν είναι φανερά και στους υπερβολικά και ανόητους; Γιατί πότε αυτοί έγιναν τόσο ευκολονίκητοι; Πότε κύρτωσε τόσο η ράχη τους; Πότε υπέστησαν τέτοια δουλεία; Και το ακόμη μεγαλύτερο, ότι δεν θα υπάρχει απαλλαγή από τα δεινά αυτά, γιατί δεν είπε απλά «κύρτωσε η πλάτη τους», αλλά «για πάντα».
11 Λέγω οὖν, μὴ ἔπταισαν ἵνα πέσωσι; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τῷ αὐτῶν παραπτώματι ἡ σωτηρία τοῖς ἔθνεσιν, εἰς τὸ παραζηλῶσαι αὐτούς.
Πρέπει όμως κι εμείς εδώ που ακούμε αυτά τα λόγια, να μην τα ακούμε απλώς, αλλά να γνωρίζουμε τη διάθεση και το σκοπό εκείνου που τα έλεγε και τι προσπάθησε να επιτύχει. Γιατί εκείνο που προσπαθούσε τότε ήταν ν’ απομακρύνει την αλαζονεία που μπορούσε να δημιουργηθεί στους πιστούς που προέρχονταν από τους εθνικούς ώστε να παραμείνουν μετριόφρονες, αλλά και οι πιστοί που προέρχονταν από τους Ιουδαίους, αφού απαλλαγούν από την απόγνωση, να προσέλθουν με περισσότερη προθυμία στη χάρη.
Και να τι εννοεί παραπάνω: Ενώ η σωστή σειρά των πραγμάτων ήταν να προσέλθουν στη σωτηρία πρώτα οι Ιουδαίοι, η τάξη αυτή ανατράπηκε και η απιστία και το παράπτωμά τους έγινε αιτία να εισέλθουν πρώτοι οι εθνικοί με σκοπό να έρθουν σε ζηλοτυπία οι Ιουδαίοι. Και γιατί να έρθουν σε ζηλοτυπία; Για να ερεθιστεί η αναισθησία τους κι έτσι να τους πείσει έστω από ζηλοτυπία να προσέλθουν κι αυτοί στην πίστη.
Τι λοιπόν; Αν δεν απιστούσαν οι Ιουδαίοι δεν θα προσκαλούνταν τα έθνη; Εμείς δε θα σωνόμασταν; Όλα θα γινόταν και τα έθνη θα προσκαλούνταν αλλά με την σειρά που έπρεπε.
12 εἰ δὲ τὸ παράπτωμα αὐτῶν πλοῦτος κόσμου καὶ τὸ ἥττημα αὐτῶν πλοῦτος ἐθνῶν, πόσῳ μᾶλλον τὸ πλήρωμα αὐτῶν;
Εάν λοιπόν όταν απορρίφθηκαν εκείνοι, τόσοι πολλοί κλήθηκαν, σκέψου τι θα συμβεί, όταν επιστρέψουν και εκείνοι.
13 ῾Υμῖν γὰρ λέγω τοῖς ἔθνεσιν. ἐφ᾿ ὅσον μέν εἰμι ἐγὼ ἐθνῶν ἀπόστολος, τὴν διακονίαν μου δοξάζω, 14 εἴ πως παραζηλώσω μου τὴν σάρκα καὶ σώσω τινὰς ἐξ αὐτῶν.
Πάλι προσπάθησε ν’ απαλλάξει τον ευατό του από την πονηρή υποψία. Και φαίνεται βέβαια ότι επιτιμά τους χριστιανούς που προέρχονται από τους εθνικούς και τα ταπεινώνει τα φρονήματά τους, αλλά σιγά-σιγά ερεθίζει τον Ιουδαίο. Και προσπαθεί να βρει ώστε να περιορίσει και να μειώσει την τόσο μεγάλη τους καταστροφή, τίποτα όμως δε βρίσκει εξαιτίας της φύσεως των πραγμάτων.
Στη ουσία όμως όλα αυτά τα λέγει για να διδάξει στους χριστιανούς των εθνών να είναι μετριόφρονες, γιατί λέει σας επαινώ γι’ αυτά τα δύο, το πρώτο γιατί πρέπει, αφού έχω αναλάβει τη διακονία σας, και το δεύτερο για να σώσω με σας άλλους. Και δε λέγει τους αδελφούς μου, τους συγγνείς μου, αλλά «τη σάρκα».
Έπειτα για να δείξει τη φιλονεικία τους, δε λέγει μήπως πείσω, αλλά «κεντήσω τη ζήλεια και σώσω», και ούτε εδώ όλους, αλλά «μερικούς απ’ αυτούς». Τόσο σκληροί ήταν. Και μ’ αυτή την επιτίμηση όμως δείχνει πάλι λαπρά τα πράγματα των εθνικών, εφόσον δηλαδή γίνονται αίτιοι της σωτηρίας αυτών. Έπειτα πάλι, επειδή αντιλήφθηκε ότι τους πρόσβαλε, επαναλαμβάνει το προηγούμενο και λέγει:
15 εἰ γὰρ ἡ ἀποβολὴ αὐτῶν καταλλαγὴ κόσμου, τίς ἡ πρόσληψις εἰ μὴ ζωὴ ἐκ νεκρῶν;
Αλλά και υατό τους καταδικάζει πάλι, εφόσον κέρδισαν από τα αμαρτήματά τους, ενώ αυτοί δεν ωφελήθηκαν καθόλου ούτε από τα κατορθώματα άλλων. Εσύ όμως πρόσεχε πως τους χαρίζεται, παρηγορώντας αυτούς μόνο με λόγια. «Γιατί αν η απόρριψή τους έφερε τη συμφιλίωση του κόσμου». Και τι σχ΄σεη έχει αυτό με τους Ιουδαίους; «Τι θα είναι η αποδοχή τους παρά ζωή εκ νεκρών;». Αλλά ούτε αυτό θα ωφελούσε σε τίποτα εκείνους, αν δεν γινόταν δεκτοί.
Αυτό που λέει σημαίνει το εξής: Αν, ενώ οργίζεται προς αυτούς, χάρισε τόσα πολλά σε άλλους, όταν συμφιλιωθεί μ’ αυτούς, τι δε θα χαρίσει; Αλλά όπως καριβώς η ανάσταση των νεκρών δε γίνεται εξαιτίας της προσλήψεως αυτών, έτσι , ούτε η σωτηρία μας τώρα γίνεται εξαιτίας τους. Αυτοί δηλαδή απορρίφθηκαν από την ανοησία τους, ενώ εμείς σωθήκαμε από την πίστη μας και τη χάρη του Θεού. Τίποτα επομένως δε θα ωφελήσει εκείνους αν δε δείξουν την πρέπουσα πίστη.
16 εἰ δὲ ἡ ἀπαρχὴ ἁγία, καὶ τὸ φύραμα· καὶ εἰ ἡ ρίζα ἁγία, καὶ οἱ κλάδοι.
Ονομάζοντας εδώ απαρχή και ρίζα εκείνους που ήταν γύρω από τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, τους προφήτες, τους πατριάρχες, όλους εκείνους που ευδοκίμησαν στην Παλαιά Διαθήκη, ενώ κλαδιά τους απογόνους τους που πίστεψαν.
17 Εἰ δέ τινες τῶν κλάδων ἐξεκλάσθησαν,
Όμως εδώ λέγοντας «μερικά κλαδιά» είναι σαν να μειώνει τον αριθμό. Όχι όμως δεν εννοεί αυτό, αλλά όλα αυτά τα λέει προσπαθώντας να σώσει και να ενδυναμώσει τους αρρώστους. Γιατί αν δεν το δεχτείς αυτό, τότε οπωσδήποτε θα πέσεις σε άπειρες αντιφάσεις.
Όμως, δεν αποκόπηκαν μόνο μερικά κλαδιά, αλλά το μεγαλύτερο μέρος αποκόπηκε. Γι’ αυτό και ο λόγος όπως είπαμε παραπάνω δεν είναι αντιφατικός, αλλά παρηγορητικός.
σὺ δὲ ἀγριέλαιος ὢν ἐνεκεντρίσθης ἐν αὐτοῖς καὶ συγκοινωνὸς τῆς ρίζης καὶ τῆς πιότητος τῆς ἐλαίας ἐγένου,
γιατί όσο πιο ασήμαντος είναι ο προερχόμενος από τους εθνικούς, τόσο περισσότερο λυπάται ο Ιουδαίος, βλέποντας εκείνον να απολαμβάνει τα δικά του. και στον εθνικό δεν είναι τόσο μεγάλη η ντροπή από την ευτέλειά του, όσο η τιμή από τη μεταβολή του. και πρόσεχε σοφία, δεν είπε «φυτεύθηκες», αλλά «μπολιάστηκες», πληγώνοντας πάλι μ’ αυτό τον Ιουδαίο και δείχνοντας ότι ο προερχόμενος από τους εθνικούς βρίσκεται επάνω στο δικό του δέντρο, ενώ αυτός βρίσκεται καταγής.
«και έγινες μέτοχος της ρίζας και του λιπαρού χυμού της ελιάς» δείχνοντας ότι πλέον ο εθνικός έχει όλα, όσα είχε το κλαδί που βλάστησε από τη ρίζα. Έφθασες λοιπόν στην ίδια και όχι κατώτερη καταγωγή, στην ίδια φύση.
18 μὴ κατακαυχῶ τῶν κλάδων·
Εδώ φαίνεται σαν να παρηγορεί τον Ιουδαίο, αλλά δεν κάνει καθόλου αυτό, αλλά απεναντίας δείχνει την ασήμαντη πλέον αξία του και τη μεγάλη του καταισχύνη. Γι’ αυτό δεν είπε «μη καυχιέσαι», αλλά «μη κατακαυχιέσαι».
Αν όμως κατακαυχιέσαι, τότε
εἰ δὲ κατακαυχᾶσαι, οὐ σὺ τὴν ρίζαν βαστάζεις, ἀλλ᾿ ἡ ρίζα σέ.
Και πάλι ε΄δω φαίνεται να επιννοεί κάποια αδύνατη σκιά παρηγορίας και απευθυνόμενος προς εκείνον που προέρχεται από τους εθνικούς, δίνει σ’ αυτούς καίριο χτύπημα. Γιατί αφού είπε «μη κατακαυχιέσαι» και «ότι αν καυχιέσα, μάθε ότι δε βαστάζει εσύ τη ρίζα», έδειξε στον Ιουδαίο, ότι αυτά που έγιναν είναι άξια για καύχηση, αν και δεν πρέπει να καυχιούνται, παρόλα αυτά δείχνει στον Ιουδαίο ότι τα δικά τους πλέον τα κατέχουν άλλοι.
19 ἐρεῖς οὖν· ἐξεκλάσθησαν οἱ κλάδοι, ἵνα ἐγὼ ἐγκεντρισθῶ. 20 καλῶς· τῇ ἀπιστίᾳ ἐξεκλάσθησαν, σὺ δὲ τῇ πίστει ἕστηκας. μὴ ὑψηλοφρόνει, ἀλλὰ φοβοῦ·
Γιατί να φοβάσαι; Γιατί τα της σωτηρίας δεν είναι φυσικό αποτέλεσμα, αλλά εξαρτάται από την πίστη και την απιστία.
Και ε΄δω όμως πάλι διδάσκει τον Ιουδαίο, ότι δεν πρέπει να προσέχει στη συγγένεια της φύσεως, γιατί η αλαζονεία προκαλεί περιφρόνηση και αδιαφορία.
21 εἰ γὰρ ὁ Θεὸς τῶν κατὰ φύσιν κλάδων οὐκ ἐφείσατο, μή πως οὐδὲ σοῦ φείσεται. 22 ἴδε οὖν χρηστότητα καὶ ἀποτομίαν Θεοῦ, ἐπὶ μὲν τοὺς πεσόντας ἀποτομίαν, ἐπὶ δὲ σὲ χρηστότητα, ἐὰν ἐπιμείνῃς τῇ χρηστότητι· ἐπεὶ καὶ σὺ ἐκκοπήσῃ.
Δεν είπε λοιπόν βλέπε το κατόρθωμά σου, αλλά τη φιλανθρωπία του Θεού, δείχνοντας ότι το παν οφείλεται στη χάρη του Θεού. Επειδή λοιπόν ο Θεός έδειξε σε σένα την αγαθότητά σου, γι’ αυτό να φοβάσαι μη καυχηθείς και πάθεις όσα έπαθαν οι Ιουδαίοι.
23 καὶ ἐκεῖνοι δέ, ἐὰν μὴ ἐπιμείνωσι τῇ ἀπιστίᾳ, ἐγκεντρισθήσονται· δυνατὸς γὰρ ὁ Θεός ἐστι πάλιν ἐγκεντρίσαι αὐτούς,
Γιατί δεν τους απέκοψε αυτούς ο Θεός, αλλά μόνοι τους αποκόπηκαν και έπεσαν. Είδες πόση είναι η δύναμη της προαιρέσεως; Πόση είναι η εξουσία της διαθέσεως; Γιατί τίποτα απ’ αυτά δεν είναι σταθερό, ούτε το δικό σου καλό, ούτε το δικό του κακό.
Γι’ αυτό λοιπόν Ιουδαίε σε απέκοψε απότομα, για να επιθυμήσεις να επανέλθεις. Και γι’ αυτό έδειξε αγαθότητα σε σένα εθνικέ, για να παραμείνει σταθερός.
24 εἰ γὰρ σὺ ἐκ τῆς κατὰ φύσιν ἐξεκόπης ἀγριελαίου καὶ παρὰ φύσιν ἐνεκεντρίσθης εἰς καλλιέλαιον, πόσῳ μᾶλλον οὗτοι οἱ κατὰ φύσιν ἐγκεντρισθήσονται τῇ ἰδίᾳ ἐλαίᾳ;
Γιατί αν η πίστη νίκησε το αντίθετο από τη φύση, πολύ περισσότερο θα νικήσει το σύμφωνο με την φύση.
Αλλά για να μη νομίσει ο Ιουδαίος ότι έχει κάτι παραπάνω από τον εθνικό, πάλι το διορθώνει λέγοντας ότι και αυτός εμβολιάζεται.
25 Οὐ γὰρ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, τὸ μυστήριον τοῦτο, ἵνα μὴ ἦτε παρ᾿ ἑαυτοῖς φρόνιμοι,
Εννοώντας εδώ ως μυστήριο το άγνωστο και απόρρητο που και πολύ θαυμαστό είναι, αλλά και πολύ παράξενο. Ποιο λοιπόν είναι το μυστήριο;
ὅτι πώρωσις ἀπὸ μέρους τῷ ᾿Ισραὴλ
Η αναισθησία των Ιουδαίων! Εδώ πλήττει και πάλι τον Ιουδαίο. Αυτό που λέει εδώ σημαίνει το εξής: Δεν ξεριζώθηκε ολόκληρο το έθνος των Ιουδαίων, αλλά ότι και πολλοί είναι εκείνοι που πίστεψαν ήδη και πρόκειται πάλι να πιστέψουν.
γέγονεν ἄχρις οὗ τὸ πλήρωμα τῶν ἐθνῶν εἰσέλθῃ, 26 καὶ οὕτω πᾶς ᾿Ισραὴλ σωθήσεται, καθὼς γέγραπται· ἥξει ἐκ Σιὼν ὁ ρυόμενος καὶ ἀποστρέψει ἀσεβείας ἀπὸ ᾿Ιακώβ· (αυτό το είπε ο Ησαῒας)27 καὶ αὕτη αὐτοῖς ἡ παρ᾿ ἐμοῦ διαθήκη, ὅταν ἀφέλωμαι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν.
Όχι όταν περιτμηθούν, όχι όταν θυσιάσουν, όχι όταν εκτελέσουν τις άλλες εντολές του νόμου, αλλά όταν επιτύχουν την άφεση των αμαρτιών τους. Αν λοιπόν μέχρι σήμερα δεν απόλαυσαν την άφεση που δίνεται με το βάπτισμα, οπωσδήποτε όμως αυτό θα γίνει.
28 κατὰ μὲν τὸ εὐαγγέλιον ἐχθροὶ δι᾿ ὑμᾶς, κατὰ δὲ τὴν ἐκλογὴν ἀγαπητοὶ διὰ τοὺς πατέρας·
29 ἀμεταμέλητα γὰρ τὰ χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ.
Και θα σωθούν και αυτοί γιατί «τα χαρίσματα και η κλήση του Θεού είναι πράγματα που δεν ανακαλούνται». Καθώς επίσης λέει: «σε σχέση με το ευαγγέλιο είναι εχθροί του Θεού εξαιτίας σας, όμως σχετικά μ ε την εκλογή τους είναι αγαπητοί σ’ αυτόν εξαιτίας των πατέρων τους». Επειδή δηλαδή κληθήκατε εσείς, έγιναν περισσότερο εχθροί εκείνοι, αλλά ο Θεός ούτε έτσι σταμάτησε την κλήση σας, αλλά περιμένει να έρθουν όλοι εκείνοι που πρόκειται να πιστέψουν από τους εθνικούς και τότε θα έρθουν και εκείνοι.
30 ὥσπερ γὰρ καὶ ὑμεῖς ποτε ἠπειθήσατε τῷ Θεῷ, νῦν δὲ ἠλεήθητε τῇ τούτων ἀπειθείᾳ, 31 οὕτω καὶ οὗτοι νῦν ἠπείθησαν, τῷ ὑμετέρῳ ἐλέει ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐλεηθῶσι· 32 συνέκλεισε γὰρ ὁ Θεὸς τοὺς πάντας εἰς ἀπείθειαν, ἵνα τοὺς πάντας ἐλεήσῃ.
(Γιατί όπως εσείς κάποτε απειθήσατε στο Θεό, αλλά τώρα ελεηθήκατε εξαιτίας της παρακοής αυτών, έτσι και αυτοί τώρα απείθησαν για να ελεηθούν και αυτοί, παρακινούμενοι από το δικό σας έλεος. Γιατί ο Θεός συμπεριέλαβε όλους στην απείθεια, για να τους ελεήσει όλους)
Εδώ δείχνει ότι πρώτα κλήθηκαν οι εθνικοί, έπειτα, επειδή δε θ΄’ελησαν αυτοί, εξελέγησαν οι Ιουδαίοι και το ίδιο πάλι συνέβηκε ύστερα. Επειδή δηλαδή οι Ιουδαίοι δε θέλησαν να πιστέψουν, πάλι οδηγήθηκαν οι εθνικοί. Αλλά όμως δε σταματάει μέχρι εκεί, ούτε στην απόρριψή τους τελειώνει τα πάντα, αλλά στο ότι θα ελεηθούν πάλι αυτοί. Συνεπώς ούτε και αυτοί θα καταστραφούν στο τέλος.
33 ῏Ω βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! ὡς ἀνεξερεύνητα τὰ κρίματα αὐτοῦ καὶ ἀνεξιχνίαστοι αἱ ὁδοὶ αὐτοῦ!
Εδώ αφού μεταφέρθηκε στους προηγούμενους χρόνους και κατανόησε την από την αρχή οικονομία του Θεού, από τότε που έγινε ο κόσμος μέχρι σήμερα και αφού σκέφτηκε πως με ποικίλο τρόπο τα οικονόμησε όλα, έμεινε κατάπληκτος και φώναξε δυνατά, βεβαιώνοντας τους ακροατές, ότι θα συμβούν οπωσδήποτε όσα είπε. Και ότι βέβαια υπάρχει βάθος, το γνωρίζει, πόσο όμως, δεν το ξέρει. Έτσι, οι κρίσεις του Θεού είναι αδύνατον να κατανοηθούν, αλλά ούτε και να ερευνηθούν, όπως ακριβώς και οι οικονομίες Του.
Και αυτή του η σοφία δεν προέρχεται από κάπου αλλού, αλλά Αυτός είναι η πηγή της σοφίας και της γνώσεως και των αγαθών:
34 τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου; ἢ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο; 35 ἢ τίς προέδωκεν αὐτῷ, καὶ ἀνταποδοθήσεται αὐτῷ; 36 ὅτι ἐξ αὐτοῦ καὶ δι᾿ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν τὰ πάντα. αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Αυτός τα βρήκε όλα, αυτός τα δημιούργησε όλα και αυτός τα συγκροτεί. Καθόσον και πλοούσιος είναι και δεν έχει ανάγκη να λάβει από άλλον και σοφός είναι και δεν έχει ανάγκη από σύμβουλο.
Ας μη στηριζόμαστε αδαλφοί στις αρετές των προγόνων μας, γνωρίζονας το παράδειγμα των Ιουδαίων. Γιατί δεν ισχύει, δεν ισχύει αυτή η συγγένεια στους χριστιανούς, αλλά η πνευματική μόνο αγχιστεία. Έτσι ο Σκύθης γίνεται παιδί του Αβραάμ και το δικό του παιδί γίνεται πάλι περισσότερο ξένο από το Σκύθη.
Κι αν λοιπόν έχει αξιοθαύμαστο πατέρα, μη το νομίσεις αυτό αρκετό για τη σωτηρία σου, αν δεν γίνεις συγγενής αυτού ως προς τους τρόπους, όπως ακριβώς πάλι και αν ακόμη έχεις κακό πατέρα, να μη νομίζεις πως αυτό είναι αιτία καταδίκης και ντροπής, εφόσον εσύ συμπεριφέρεσαι σωστά. Γιατί, τι υπήρχε ατιμότερο από τους εθνικούς; Αλλά όμως από την πίστη έγιναν γρήγορα συγγενείς των αγίων. Τι ήταν οικειότερο από τους Ιουδαίους; Αλλά όμως εξαιτίας της απιστίας έγιναν ξένοι. Γιατί εκείνη η συγγένεια είναι φυσική και υποχρεωτική, σύμφωνα με την οποία είμαστε όλοι συγγενείς, αφού από τον Αδάμ όλοι γεννηθήκαμε και δεν θα μπορούσε ο ένας να είναι περισσότερο συγγενής από τον άλλο.
Όμως ως προς την πνευματική συγγένεια δεν ονομάζουμε αδελφούς όσους γεννήθηκαν από την ίδια κοιλιά μ’ εμάς, αλλά όσους παρουσιάζουν τον ίδιο ζήλο. Μ’ αυτήν την έννοια και ο Χριστός ομιλεί για τέκνα του Θεού, μ’ αυτήν πάλι την έννοια για τέκνα του διαβόλου από την άποψη της ανυπακοής.
Έτσι και για τον Παύλο ξέρουμε ως τέκνο του πνευματικό τον Τιμόθεο εξαιτίας της αρετής του Τιμοθέου, ενώ δεν ξέρουμε ούτε το όνομα του υιού της αδελφής του, αν και βέβαια ο ένας ήταν φυσικός συγγενής του, αλλά δεν είχε απ’ αυτό κανένα όφελος, ενώ ο άλλος ενώ βρισκόταν μακριά του κατά τη φύση και κατά τον τόπο, καθόσον κατοικούσε στα Λύστρα, αλλά όμως βρέθηκε πιο κοντά απ’ όλους.