1 Αλήθεια λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι τῆς συνειδήσεώς μου ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ,
Επειδή τώρα ο Παύλος επορόκειτο να μπει σε μεγαλύτερα ζητήματα και να μην πιστευθεί από τους πολλούς, πρώτα διαβεβαιώνει αυτά που πρόκειται να πει, πράγμα που συνηθίζουν να κάνου οι πολλοί, γι’ αυτό και λέει «αλήθεια λέω, δεν ψεύδομαι και η συνείδησή μου με βεβαιώνει, ότι υπάρχει μέσα μου μεγάλη λύπη και αδιάκοπος πόνος στην καρδιά μου.
2 ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου. 3 ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα,
Θα ευχόμουν μάλιστα να είμαι εγώ ο ίδιος ανάθεμα από το Χριστό».
Τι λέγεις Παύλε; Από τον Χριστό, τον οποίο ποθούσες, από τον οποίο ούτε η βασιλεία των ουρανών, ούτε η γέεννα σε χώριζε, ούτε τα ορατά, ούτε τα αόρατα, ούτε άλλα τόσα, απ’ αυτόν τώρα εύχεσαι να είσαι ανάθεμα; Τι συνέβηκε; Μήπως έχεις αλλάξει και έσβησες τον πόθο εκείνο; Όχι λέγει, μη φοβηθείς, γιατί και περισσότερο δυνάμωσα. Πως λοιπόν εύχεσαι να είσαι ανάθεμα και ζητάς αποξένωση και τέτοιο χωρισμό, από τον οποίο δεν είναι δυνατόν να βρούμε άλλον; Επειδή τον αγαπώ πάρα πολύ λέγει. Πες μου, πως και με ποιο τρόπο; Γιατί πραγματικά το πράγμα μοιάζει με αίνιγμα. Καλύτερα όμως, αν θέλεις, ας μάθουμε πρώτα τι τέλος πάντων σημαίνει το ανάθεμα και τότε ας τον ρωτήσουμε γι’ αυτά και θα γνωρίσουμε την απερίγραπτη και παράδοξη αυτή αγάπη. Τι λοιπόν σημαίνει το ανάθεμα; Άκουσε αυτόν που λέει «όποιος δεν αγαπάει τον Κύριό μας τον Ιησού Χριστό, ας είναι ανάθεμα» (Ά κορ. 16,22) δηλαδή ας χωριστεί απ’ όλους, ας είναι ξένος σε όλους. Γιατί όπως ακριβώς κανείς δε θα τολμήσει ν’ αγγίξει απλώς με τα χέρια του το ανάθεμα που αφιερώνεται στο Θεό, ούτε να το πλησιάσει, έτσι και εκείνον που χωρίζεται από την Εκκλησία, για να τον αποκόψει απ’ όλους και να τον απομακρύνει πάρα πολύ μακριά, με αυτό το όνομα και με την αντίθετη έννοια τον ονομάζει, προτρέποντας σε όλους με πολύ φόβο ν’ αποχωρίζονται και ν’ απομακρύνονται απ’ αυτόν.
Δες λοιπόν την αίτία που το λέγει: Θ αευχόμουν να είναι ανάθεμα απ’ αυτόν για χάρη των αδελφών μου» και αυτό είναι απόδειξη της δικής του ταπεινοφροσύνης, γιατί δε θέλει να φανεί πως λέγει κάτι μεγάλο και πως χαρίζει αυτό στο Χριστό. Γι’ αυτό και είπε «των συγγενών μου», για να κρύψει το πλεονέκτημα. Ότι όμως το παν ήθελε ήθελε για το Χριστό, άκουσε τα επόμενα:
4 οἵτινές εἰσιν ᾿Ισραηλῖται, ὧν ἡ υἱοθεσία καὶ ἡ δόξα καὶ αἱ διαθῆκαι καὶ ἡ νομοθεσία καὶ ἡ λατρεία καὶ αἱ ἐπαγγελίαι, 5 ὧν οἱ πατέρες, καὶ ἐξ ὧν ὁ Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ὁ ὢν ἐπὶ πάντων Θεὸς εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Και τι σημαίει αυτό; Γιατί αν ήθελε να γίνει ανάθεμα για να πιστέψουν άλλοι, έπρεπε και για τους εθνικούς να ευχηθεί αυτό, αν όμως μόνο για τους Ιουδαίους εύχεται, δείχνει πως δεν ήθελε αυτό εξαιτίας του Χριστού, αλλά εξαιτίας της συγγένειάς του προς εκείνους. Και όμως, αν ευχόταν για τους εθνικούς, δε θα φαινόταν το ίδιο αυτό, επειδή όμως ευχήθηκε μόνο για τους Ιουδαίους, αποδεικνύει καθαρά πως φροντίζει για τη δόξα του Χριστού. Και πως φροντίζει; Μη θέλοντας εξαιτίας των Ιουδαίων και της αχαριστίας τους να βλασφημείται το όνομα του Θεού. Επειδή ο Πάυλος πονούσε για τη δόξα του Θεού, ευχήθηκε να είναι ανάθεμα, αν βέβαια ήταν δυνατόν, ώστε να σωθούν εκείνοι (οι Ιουδαίοι) και να σταματήσει η βλασφημία και να μη φανεί πως ο Θεός έχει εξαπατήσει τους απογόνους εκείνων, στους οποίους υποσχέθηκε τις δωρεές.
6 Οὐχ οἷον δὲ ὅτι ἐκπέπτωκεν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. (αυτό όμως δε σημαίνει, ότι αποδείχτηκε ψεύτικος ο λόγος του Θεού)
Να λοιπόν γιατί θέλει να γίνει ο Πάυλος ανάθεμα. Για την αγάπη του Θεού, για την δόξα του ονόματός Του. είδες τώρα ότι αν ευχόταν για χάρη των εθνικών, δε θα φαινόταν τόσο καθαρά πως έκανε αυτό για τη δόξα του Χριστού;
Εάν όμως δε δέχεσαι ακόμη αυτό λέχθηκε, σκέψου ότι και πολλοί πατέρες πολλές φορές δέχτηκαν αυτά για χάρη των παιδιών τους και προτίμησαν να χωριστούν απ’ αυτά και μάλλον να τα βλέπουν να προοδεύουν, επειδή νομίζουν πως η η πρόοδός τους είναι πιο ευχάριστη από τη συντροφιά τη δική τους. Αλλά επειδή απέχουμε πολύ από την αγάπη αυτή, δεν μπορούμε ούτε αυτά που λέγοντια να καταλάβουμε.
Και αφού προετοίμασε το δρόμο με το λόγο και απάλλαξε τον ευατό του από κάθε υποψία γι’ αυτά που πρόκειται να ειπωθούν εναντίον τους, τότε μπαίνει πλέον στο λόγο που ζητούσαν οι πολλοί. Δηλαδή οι πολλοί ζητούσαν να μάθουν για ποιο λόγο εκείνοι που έλαβαν την υπόσχση έχασαν τη σωτηρία, ενώ αυτοί που δεν άκουσαν ποτέ την υπόσχεση , σώθηκαν πριν από εκείνους. Λύνοντας λοιπόν την απορία φέρνει τη λύση πριν από την αντίθεση. Ας θυμηθούμε τη υπόσχεση του Θεού: Είπε ο Θεός στον Αβραάμ, σε σένα και στους απογόνους σου θα δώσω τη γη και θα ευλογηθούν με τους απογόνους σου όλα τα έθνη» ( Γεν. 12, 7.3)
Ας δούμε λοιπόν ποιοι είναι οι απόγονοι, γιατί δεν είναι όσου κατάγονται απ’ αυτόν δικοί του απόγονοι:
οὐ γὰρ πάντες οἱ ἐξ ᾿Ισραήλ, οὗτοι ᾿Ισραήλ, 7 οὐδ᾿ ὅτι εἰσὶ σπέρμα ᾿Αβραάμ, πάντες τέκνα,
Αν λοιπόν θέλεις να μάθεις ποιοι είναι οι απόγονοι του Αβραάμ, θα δεις ότι η υπόσχεση δόθηκε στους απόγόνους του, και θα γνωρίσεις ότι δε διαψεύστηκε ο λόγος:
ἀλλ᾿ ἐν ᾿Ισαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα· ( από τον Ισαάκ θα ονομασθούν οι δικοί σου απόγονοι)
Εξήγησέ μου λοιπόν τι σημαίνει το «εν Ισαάκ»:
8 τοῦτ᾿ ἔστιν οὐ τὰ τέκνα τῆς σαρκὸς ταῦτα τέκνα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐπαγγελίας λογίζεται εἰς σπέρμα. «Δηλαδή τέκνα του Θεού δεν είναι τέκνα που γεννιούνται κατά τρόπο φυσικό, αλλά τα τέκνα που γεννιούνται σύμφωνα με την υπόσχεση του Θεού αυτά θεωρούνται απόγονοι».
Και πρόσεχε τη σύνεση και τη μεγαλοφροσύνη του Παύλου. Γιατί, ερμηνεύοντας δεν είπε, ότι δεν είναι τα τέκνα της σάρκας τέκνα του Αβραάμ , αλλά «τα τέκνα του Θεού», συνδέοντας με το παρόν τα παλαιά και δείχνοντας, ο΄τι ούτε ο Ισαάκ, αυτοί είναι τέκνα του Θεού και απόγονοι του Αβραάμ. Γι’ αυτό λοιπόν είπε «από τον Ισαάκ θα ονομασθούν οι δικοί σου απόγονοι», για να μάθεις ότι όσοι γεννιούνται σύμφωνα με τον τρόπο αυτόν που γεννήθηκε ο Ισαάκ, αυτοί προ πάντων είναι οι απόγονοι του Αβραάμ. Πως λοιπόν γεννήθηκε ο Ισσαάκ; Όχι σύμφωνα με το νόμο της φύσεως, ούτε σύμφωνα με τη δύναμη της σάρκας, αλλά σύμφωνα με τη δύναμη της υπόσχεσης. Τι σημαίνει «σύμφωνα με τη δύναμη της υπόσχεσης»;
9 ἐπαγγελίας γὰρ ὁ λόγος οὗτος· κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον ἐλεύσομαι καὶ ἔσται τῇ Σάρρᾳ υἱός.
Αυτή λοιπόν η υπόσχεση και ό λογος του Θεού και διέπλασε και γέννησε τον Ισσάκ. Τι δηλαδή αν και μήτρα υπήρχε και κοιλιά γυναίκας; Γιατί όχι η δύναμη της κοιλιάς, αλλά η δύναμη της υπόσχεσης γέννησε το παιδί. Έτσι και μεις γεννιόμαστε με τους λόγους του Θεού. Γιατί στην κολυμβήθρα με το νερό οι λόγοι του Θεού είναι εκείνοι που μας γεννούν και μας διαπλάθουν,αφού γεννιόμαστε όταν όταν βαλτιζόμαστε στο όνομα του Πατέρα και του Υιού και του αγίου Πνεύματος. Αυτή όμως η γέννηση δεν ανήκει στη φύση, αλλά στην υπόσχση του Θεού. Όπως ακριβώς λοιπόν προαναγγέλλοντας τη γέννηση του Ισαάκ, την εκπλήρωσε τότε, έτσι και τη δική μας γέννηση προανήγγειλε πριν από πολλά χρόνια με όλους τους προφήτες, και έπειτα την πραγματοποίησε.
Εάν όμως έλεγαν οι Ιουδαίοι ότι το «από τον Ισαάκ θα ονομασθούν οι δικοί σου απόγονοι», αυτό σημαίνει το να συγκαταλέγονται στους απογόνους του όσοι γεννιούνται από τον Ισάκ, έπρεπε και όλοι οι Ιδουμαίοι να ονομάζονται τέκνα του, γιατί ο πρόγονός τους ο Ησαύ ήταν υιός του Ισαάκ. Τώρα όμως όχι μόνο δεν ονομάζονται τέκνα, αλλά έχουν αποξενωθεί πάρα πολύ απ’ αυτόν. βλέπεις ότι τα τέκνα της σάρκας δεν είναι τέκνα του Θεού, αλλά ότι σ’ αυτή τη φύση η γέννηση με το βάπτισμα προδηλώνεται από το Θεό; Εάν όμως μου λέγεις τη μήτρα, μπορώ να πω κι εγώ από το νερό. Ας μάθουμε λοιπόν καλά και με ακρίβεια την ευγενική μας καταγωγή, και ας δείξουμε συμπεριφορά όπως αξίζει σ’ αυτή, γιατί δεν έχει τίποτα το σαρκικό ούτε το γήινο.
Γιατί ούτε ο ύπνος, ούτε το θέλημα της σάρκας και οι περιπτύξεις, ούτε ο πόθος της επιθυμίας, αλλά η φιλανθρωπία του Θεού έκανε τα πάντα. Κι έτσι ξαφνικά εμφανίστηκε νέος Ισαάκ (Χριστός) και όλοι γίναμε τέκνα του Θεού και απόγονοι του Αβραάμ.
10 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ Ρεβέκκα ἐξ ἑνὸς κοίτην ἔχουσα, ᾿Ισαὰκ τοῦ πατρὸς ἡμῶν·
Μεγάλο το ζητούμενο. Γι’ αυτό και πολλές σκέψεις κάνει και από παντού προσπαθεί να λύσει την απορία. Γιατί πρωτάκουστο και φοβερό είναι ότι μόνο οι εθνικοί σώθηκαν παρόλο που και αυτοί και όλοι ήταν ανάξιοι.
Αλλά εδώ προέκυψε μεγάλη απορία γιατί μπορούσε να πει κάποιος: Αν λοιπόν δεν επρόκειτο να τους εκπληρώσει τις υποσχέσεις ο Θεός, για ποιο και υποσχόταν; Γιατί οι άνθρωποι οι οποίοι δε γνωρίζουν το μέλλον γελιούνται και υπόσχονται να λάβουν τις δωρεές τους και οι ανάξιοι, ενώ αυτός που γνωρίζει από πριν και τα παρόντα και τα μέλλοντα και μάλιστα γνωρίζει καλά, ότι θα καταστήσουν τους εαυτούς τους ανάξιους για τις υποσχέσεις και γι’ αυτό δε θα λάβουν τίποτα απ’ αυτά που λέχθηκαν, για ποιο λόγο υπόσχεται; Πως λοιπόν όλα αυτά τα έλυσε ο Παύλος; - Από το να δείξει ποιος είναι ο Ισραήλ, στον οποίο υποσχόταν. Γι’α υτό ούτε το όνομα του Ιακώβ ανέφερε, αλλά το όνομα του Ισραήλ, πράγμα που ήταν απόδειξη της αρετής του δικαίου και της δωρεάς που έλαβε από τον Θεό. Εάν λοιπόν όλοι αμάρτησαν, πως άλλοι σώθηκαν και άλλοι καταστράφηκαν; Γιατί δε θέλησαν όλοι να έρθουν προς το Θεό. Ως προς το δικό του μέρος βέβαια όλοι σώθηκαν, γιατί πραγματικά κλήθηκαν όλοι.
11 μήπω γὰρ γεννηθέντων μηδὲ πραξάντων τι ἀγαθὸν ἢ κακόν, ἵνα ἡ κατ᾿ ἐκλογὴν τοῦ Θεοῦ πρόθεσις μένῃ, οὐκ ἐξ ἔργων, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ καλοῦντος, 12 ἐρρέθη αὐτῇ ὅτι ὁ μείζων δουλεύσει τῷ ἐλάσσονι, 13 καθὼς γέγραπται· τὸν ᾿Ιακὼβ ἠγάπησα, τὸν δὲ ᾿Ησαῦ ἐμίσησα.
Και για ποιο λόγο λοιπόν ο ένας αγαπιόταν, ενώ ο άλλος μισούνταν; Γιατί ο ένας υπηρετούσε, ενώ ο άλλος υπηρετούνταν; Επειδή ο ένας ήταν καλός και άλλος κακός. Κι όμως ενώ ακόμη δεν είχαν γεννηθεί, ο ένας τιμόταν και ο άλλος καταδικαζόταν. Γιατί, ενώ δεν είχαν γεννηθεί ακόμη, ο Θεός έλεγε, ότι «ο μεγαλύτερος θα υπηρετήσει τον πιο νέο». Για ποιο λόγο λοιπόν το είπε ο Θεός αυτό; Γιατί δεν περιμένει, όπως ο άνθρωπος από το τέλος των πράξεων να δει τον αγαθό και τον πονηρό, αλλά πριν απ’ αυτές γνωρίζει ποιος είναι ο πονηρός και ποιος είναι ο αγαθός. Κι αυτό έγινε και στην περίπτωση των Ισραηλιτών με περισσότερο θαυμαστό τρόπο.
14 Τί οὖν ἐροῦμεν; μὴ ἀδικία παρὰ τῷ Θεῷ; μὴ γένοιτο.
15 τῷ γὰρ Μωϋσῇ λέγει· ἐλεήσω ὃν ἂν ἐλεῶ, καὶ οἰκτειρήσω ὃν ἂν οἰκτείρω.
Αυτό θα μπορούσε να το δει κανείς και σ’ εκείνους που τιμωρούνται. Τι λοιπόν θα έλεγες για τον Φαραώ, που κολάσθηκε και τιμωρήθηκε τόσο πολύ; Ότι ήταν σκληρός και δεν υπάκουε; Μήπως τάχα αυτός ήταν μόνο και άλλος ούτε ένας; Πως λοιπόν αυτός τιμωρούνταν τόσο σκληρά; Αλλά γιατί και στους Ιουδαίους ονόμασε λαό εκείνον που δεν ήταν λαός του, και πάλι δεν αξίωσε όλους με την ίδια τιμή; Για΄τι αν θα γίνουν, λέει, όπως η άμμος της θάλασσας, ένα υπόλοιπο μόνο απ’ αυτούς θα σωθεί. Και για ποιο λόγο το υπόλοιπο μόνο; Βλέπεις με πόση απορία γέμισε τα ζητήματα αυτά; Και πολύ εύλογα. Γιατί όταν θέλεις να βάλεις σε απορία τον αντίδικο, να μην προσθέσεις αμέσως τη λύση. Καθόσον αν φανερωνόταν πως κι εσύ ο ίδιος να είσαι υπόλογος για την ίδια άγνοια, γιατί αναλαμβάνεις περιττούς κιδύνους; Πες μου λοιπόν Ιουδαίε, ενώ έχεις τόσο πολλές ερωτήσεις και απορίες και δεν μπορείς να λύσεις καμμί απ’ αυτές, πως μας ενοχλείς για την κλήση των εθνικών;
Ποια λοιπόν είναι η αιτία όλων αυτών; Ότι αυτοί δικαιώθηκαν από την πίστη τους, ενώ εσείς από τα έργα του νόμου χάσατε τη δικαίωση και αφού φιλονεικήσατε έτσι προδοθήκατε από παντού.
Με όλα όσα λέχθηκαν καταννοούμε ότι μόνο ο Θεός γνωρίζει τους άξιους, ενώ από τους ανθρώπους ούτε ένας, έστω και αν νομίζει ότι γνωρίζει πάρα πολύ, αλλά σε πολλά κάνει λάθος στην κρίση του αυτή. Εκείνος λοιπόν που γνωρίζει καλά τα απόρρητα της διανοίας, αυτός γνωρίζει καλά ποιοι είναι άξιοι για βραβεία και ποιοι για κόλαση και τιμωρία. Γι’ αυτό βέβαια και πολλούς που νομιζόταν από τους ανθρώπους ότι είναι αγαθοί, τους τιμώρησε αφού τους έλεγξε αυστηρά και εκείνους που θεωρούνταν πονηροί τους στεφάνωσε, αφού έδειξε πως δεν είναι τέτοιοι, βγάζοντας την απόφαση όχι από τη γνώμη των δούλων, αλλ΄από τη δική του κρίση τη σωστή και αδέκαστη και χωρίς να περιμένει να δει το αποτέλεσμα των πράξεων τον κακό και τον καλό.
Συνεπώς δεν είναι αρκετός ο τρόπος της γεννήσεως, αλλά η πίστη και η αρετή είναι εκείνη που λάμπει και χαρακτηρίζει την ακριβή συγγένεια. Γιατί αλλιώς θα έπρεπε και ο Ησαύ ν’ απολαύσει τα ίδια με τον Ιακώβ.
Να υποχωρείς λοιπόν στο ακατάληπτο της εκλογής, γιατί πραγματικά αυτός μόνο γνωρίζει με ακρίβεια να στεφανώνει.
16 ἄρα οὖν οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ. 17 λέγει γὰρ ἡ γραφὴ τῷ Φαραὼ ὅτι εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐξήγειρά σε, ὅπως ἐνδείξωμαι ἐν σοὶ τὴν δυναμίν μου, καὶ ὅπως διαγγελῇ τὸ ὄνομά μου ἐν πάσῃ τῇ γῇ. 18 ἄρα οὖν ὃν θέλει ἐλεεῖ, ὃν δὲ θέλει σκληρύνει.
19 ᾿Ερεῖς οὖν μοι· τί ἔτι μέμφεται; τῷ γὰρ βουλήματι αὐτοῦ τίς ἀνθέστηκε;
Δηλαδή: (Ώστε λοιπόν δεν εξαρτάται από τη θέληση ήτν προσπάθεια του ανθ΄ρωπου αλλά πό το έλεος του Θεού. Γιατί λέγει η Γραφή στο Φαρώ, ότι ακριβώς γι’ αυτό σε ανύψωσα, για να δείξω με σένα τη δύναμή μου, και να διαλαληθεί το όνομά μου σε όλη την οικουμένη. Άρα λοιπόν εκείνον που θέλει τον ελεί και εκείνον που θέλει να τον κάνει σκληρό. Θα μου πεις όμως. Γιατί κατηγορεί κατηγορεί ακόμη; Καθόσον ποιος αντιστάθηκε στη θέλησή του;)
Βλέπεις πως φρόντισε όλο αυτό να το μετατρέψει με όλα σε απορία; Και δε προσθέτει αμέσως τη λύση, κάνοντας και αυτό για το συμφέρον τους, αλλά αποστομώνει πρώτα εκείνον που ερευνάει αυτά λέγοντας τα εξής:
20 μενοῦνγε, ὦ ἄνθρωπε, σὺ τίς εἶ ὁ ἀνταποκρινόμενος τῷ Θεῷ; (ποιος είσαι εσύ άνθρωποε που αντιλέγεις στον Θεό;)
Και το κάνει αυτό για να σταματήσει την άκαιρη περιέργειά του. και δεν λέγει ότι είναι αδύνατον να λύνουμε εμείς όλα αυτά, αλλά ότι είναι παράνομο να ερευνούμε αυτά και παρόμοια. Γιατί πρέπει να πιστέψουμε σ’ αυτά που κάνει ο Θεός, όχι περιεργαζόμαστε και αν ακόμη αγνοούμε την αιτία τους. Είδες πως σε εξευτέλισε λέγοντας ποιος είσαι εσύ άνθρωπε; Είδες πω σε μείωσε για την αλαζονεία σου; Εσύ ποιος είσαι; Συμμετέχεις στην εξουσία; Μήπως διορίστηκες δικαστής του Θεού; Εσύ δεν είσαι ούτε καν κάτι. Τίποτα δεν είσαι. Αλλά δεν είπε τίποτα δεν είσαι, αλλά ποιος είσαι, πράγμα ποιο μηδαμινό.
Κι αφού ξερίζωσε ο Πάυλος τα αγκάθια, δείγμα άριστου διδασκάλου, τότε ρίχνει τα σπέρματα:
μὴ ἐρεῖ τὸ πλάσμα τῷ πλάσαντι, τί με ἐποίησας οὕτως; 21 ἢ οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ὁ κεραμεὺς τοῦ πηλοῦ, ἐκ τοῦ αὐτοῦ φυράματος ποιῆσαι ὃ μὲν εἰς τιμὴν σκεῦος, ὃ δὲ εἰς ἀτιμίαν;
(Μτφρ: Μήπως θα πει το πήλινο αγγείο στον πλάστη του, γιατί με έπλασες έτσι; Η δεν μπορεί ο αγγειοπλάστης, από την ίδια μάζα να κάνει ένα αγγείο για σπουδαία χρήση και άλλο για ασήμαντη;)
Εδώ δεν το λέει αυτό για να αφαιρέσει το αυτεξούσιο, αλλά για να δείξει μέχρι πόσο πρέπει να υπακούμε στο Θεό. Όταν λοιπόν απαιτούμε ευθύνες από το Θεό, οπωσδήποτε δεν φερόμαστε καθόλου καλύτερα από τον πηλό. Γιατί όχι μόνο δεν πρέπει να αντιλέγουμε, ούτε να ζητούμε ευθύνες, αλλά ούτε καν να μιλάμε, ούτε να σκεφτόμαστε, αλλά να ομοιάζουμε με τον άψυχο πηλό που υπακούει στα χέρια του αγγιοπλάστη.
Το ένα σκεύος λέει μπορεί να το κατασκευάσει ο αγγειοπλάστης για σπουδαία χρήση και το άλλο για ασήμαντη. Μη νομίζει πως αυτά τα είπε ο Πάλυος για τη δημιουργία, ούτε για την ανάγκη της διαθέσεως, αλλά για την εξουσία και τη διαφορά της οικονομίας των πραγμάτων. Γιατί αν δεν τα λάβουμε έτσι θα ακολουθήσουν πολλά άτοπα. Εδώ ο Παύλος τίποτα άλλος δε θέλει να αποδείξει, παρά το να πείσει τον ακροατή με κάθε υπερβολή να υποχωρεί στο Θεό και για τίποτα ποτέ να μην ζητάει ευθύνες απ’ αυτόν.
22 εἰ δὲ θέλων ὁ Θεὸς ἐνδείξασθαι τὴν ὀργὴν καὶ γνωρίσαι τὸ δυνατὸν αὐτοῦ ἤνεγκεν ἐν πολλῇ μακροθυμίᾳ σκεύη ὀργῆς κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν; 23 καὶ ἵνα γνωρίσῃ τὸν πλοῦτον τῆς δόξης αὐτοῦ ἐπὶ σκεύη ἐλέους, ἃ προητοίμασεν εἰς δόξαν; 24 οὓς καὶ ἐκάλεσεν ἡμᾶς οὐ μόνον ἐξ ᾿Ιουδαίων, ἀλλὰ καὶ ἐξ ἐθνῶν,
(μετφρ: Εάν όμως ο Θεός, θέλοντας να δείξει την οργή του και να κάνει γνωστή τη δύνα μη του, ανέχθηκε με πολλή μακροθυμία σκέυη οργής παρασκευασμένα για καταστροφή, και για να κάνει γνωστό τον πλούτο της δόξας του, σε σκέυη ελέους που προετοίμασε για τη δόξα αυτή, τους οποίους, δηλαδή εμάς, και κάλεσε όχι μόνο από τους Ιουδαίους, αλλά και από τους εθνικούς)
Αυτό που λέει σημαίνει το εξής: σκέυος οργή ήταν ο Φαραώ, δηλαδή άνθρωπος που με τη δική του σκληρότητα εξάπτει την οργή του Θεού. Γιατί παρ’ όλο που απόλαυσε πολλή μακροθυμία δεν έγινε καλύτερος, αλλά παρέμεινε αδιόρθωτος. Γι’ αυτό δεν τον ονόμασε μόνο σκεύος οργής, αλλά και «καταρτισμένο για καταστροφή», δηλαδή παρασκευασμένο, από μόνο του βέβαια και για τον εαυτό του. Γιατί ούτε ο Θεός παρέλειψε κα΄τι για τη διόρθωσή του, ούτε ο ίδιος παρέλειψε κάτι από εκείνα που οδηγούσαν αυτόν στην καταστροφή και του στερούσαν κάθε συγγνώμη. Αλλά όμως και αυτά αν και τα γνώριζε ο Θεός «τον ανέχθηκε με πολλή μακροθυμία», επειδή ήθελε να τον οδηγήσει σε μετάνοια. Επειδή όμως δεν θέλησε να χρησιμοποιήσει την μακροθυμία για μετάνοια, αλλά παρασκεύασε τον ευατό του για οργή, χρησιμοποίησε αυτόν για την διόρθωση των άλλων, κάνωντας με την τιμωρία του πιο αγαθούς άλλους και δείχνοντας έτσι τη δική του δύναμη.
Όταν δε λέει «τα οποία προετοίμασε για την δόξα», δεν εννοεί πως τα πάντα εξαρτώνται από τον Θεό, γιατί αν συνέβαινε αυτό, τίποτα δεν θα εμπόδιχε να σώζονται όλοι, αλλά πάλι δείχνει την πρόγνωσή του και καταργεί τη διαφορά εθνικών και Ιουδαίων. Γι’ αυτό ακριβώς δε λέει «από τους εθνικούς», αλλά «από τους εθνικούς», ούτε όλους τους Ιουδαίους, αλλά «από τους Ιουδαίους». Όπως ακριβώς λοιπόν ο Φαραώ έγινε σκεύος οργής από τη δική του παρανομία, έτσι και αυτοί έγιναν σκεύη ελέους από τη δική του ευγνωμοσύνη. Γιατί αν και το περισσότερο ανήκει στο Θεό, όμως και αυτοί πρόσφερα κάτι μικρό. Γι’ αυτό δεν είπε σκύη κατορθωμάτων, ούτε σκεύη παρρησίας, αλλά «σκεύη ελέους», για να δείξει ότι όλα ανήκουν στον Θεό.
Από πού λοιπόν γίνονται άλλου σκέυη οργής και άλλοι σκεύη ελέους; Από τη δική τους προαίρεση. Ο Θεός όμως, επειδή είναι πάρα πολύ αγαθός, δείχνει και στους δύο την ίδια αγαθότητα. Γιατί δεν ελέησε μόνο αυτούς, αλλά και τον Φαραώ, όσο εξαρτώνταν βέβαια απ’ αυτόν, αφού απόλαυασαν και εκείνοι και αυτός την ίδια μακροθυμία. Εάν όμως δε σώθηκε, το παν οφείλεται στη δική του διάθεση.
Αφού λοιπόν έδωσε τη λύση στο ζήτημα από τα ίδια τα πράγματα, για να κάνει και από αλλού αξιόπιστο το λόγο, παρουσιάζει και τους προφήτες που από πριν φωνάζουν τα ίδια:
25 ὡς καὶ ἐν τῷ ῾Ωσηὲ λέγει· καλέσω τὸν οὐ λαόν μου λαόν μου, καὶ τὴν οὐκ ἠγαπημένην ἠγαπημένην·
Για να μη λέγουν ότι μας εξαπατάς λέγοτνας αυτά, κάλεσε μάρτυρα τον Ωσηέ ο οποίος φωνάζει: «θα καλέσω λαό μου εκείνον που δεν είναι λαός μου και αγαπημένη εκείνη που δεν είναι αγαπημένη». Ποιος λοιπόν ήταν εκείνος που δεν ήταν λαός του; Είναι φανερό πως μιλά για τους εθνικούς. Και ποια εκείνη που δεν ήταν αγαπημένη; Οι ίδιοι πάλι. Αλλά όμως τους είπα αυτούς και λαό και αγαπημένη και ότι θα γίνουν τέκνα Θεού.
26 καὶ ἔσται ἐν τῷ τόπῳ οὗ ἐρρέθη αὐτοῖς, οὐ λαός μου ὑμεῖς, ἐκεῖ κληθήσονται υἱοὶ Θεοῦ ζῶντος.
Αφού παρουσίασε τον Ωσηέ, δεν αρκείται μόνο σ’ αυτόν, αλλά μετά απ’ αυτόν παρουσιάζει και τον Ησαία που μιλάει συμφωνώντας μ’ αυτόν:
27 ῾Ησαΐας δὲ κράζει ὑπὲρ τοῦ ᾿Ισραήλ· ἐὰν ᾖ ὁ ἀριθμὸς τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης, τὸ κατάλειμμα σωθήσεται·
(μετφρ Εάν είναι ο αριθμός των απογόνων του Ισραήλ σαν την άμμο της θαλάσσης, ένα υπόλοιπο θα σωθεί).
Βλέπεις πως και εκείνος δεν λέει ότι θα σωθούν όλοι, αλλά οι άξιοι θα σωθούν; Γιατί δε σέβομαι το πλήθος, ούτε το γένος, αλλά εκείνους μόνο σώζω όσους θα βρω άξιους. Και δεν τους ανέφερε τυχαία την άμμο της θάλασσας, αλλά για να τους θυμήσει την παλιά υπόσχεση, για την οποία έκαναν τους εαυτούς τους ανάξιους. Γιατί λοιπόν ανησυχείτε, επειδή τάχα διαψεύστηκε η υπόσχεση, αφού όλοι οι προφήτες δηλώνουν, ότι δεν σώζονται όλοι;
Στη συνέχεια λέει και τον τρόπο της σωτηρίας. Είδες ακρίβεια προφητική και σύνεση αποστολική, ποια μαρτυρία παρουσίασε και πως ήταν πάρα πολύ κατάλληλη;
28 λόγον γὰρ συντελῶν καὶ συντέμνων ἐν δικαιοσύνῃ, ὅτι λόγον συντετμημένον ποιήσει Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς.
(μετφρ: Γιατί ο Κύριος θα πραγματοποιήσει σύντομα την απόφασή του με δικαιοσύνη, θα την πραγματοποιήσει σύντομα πάνω στη γη)
Αυτό που λέει σημαίνει το εξής: Δεν έχει ανάγκη από χρονική περίοδο και κόπους και ταλαιπωρία από τα έργα του νόμου, αλλά η σωτηρία θα συμβεί πολύ σύντομα. Γιατί τέτοια είναι η πίστη, μέσα σε λίγα λόγια περιέχει τη σωτηρία.
«Γιατί αν ομολογήσεις με το στόμα σου ότι ο Ιησούς είναι Κύριος και πιστέψεις με την καρδιά σου, ότι ο Θεός τον ανάστησε από τους νεκρούς, θα σωθείς» ( Ρωμ. 10,9)
Είδες τι σημαίνει «λόγον συντετμημένον ποιήσει Κύριος επί της γης»; Και το πιο θαυμαστό, ότι η σύντομη αυτή απόφαση δεν έφερε μόνο τη σωτηρία, αλλά και τη δικαιοσύνη.
29 καὶ καθὼς προείρηκεν ῾Ησαΐας, εἰ μὴ Κύριος Σαβαὼθ ἐγκατέλιπεν ἡμῖν σπέρμα, ὡς Σόδομα ἂν ἐγενήθημεν καὶ ὡς Γόμορρα ἂν ὡμοιώθημεν.
Πάλι εδώ κάτι άλλο δείχνει, ότι ούτε αυτοί οι λίγοι δε σώθηκαν από μόνοι τους. Καθόσον και αυτοί θα καταστρέφονταν και θα πάθαινα όπως τα Σόδομα, αν ο Θεός δεν μεταχειριζόταν πολλή αγαθότητα και δεν τους διατηρούσε με την πίστη.
30 Τί οὖν ἐροῦμεν; ὅτι ἔθνη τὰ μὴ διώκοντα δικαιοσύνην κατέλαβε δικαιοσύνην, δικαιοσύνην δὲ τὴν ἐκ πίστεως,
31 ᾿Ισραὴλ δὲ διώκων νόμον δικαιοσύνης εἰς νόμον δικαιοσύνης οὐκ ἔφθασε.
(Μετφρ: Τι λοιπόν θα πούμε; Ότι οι εθνικοί που δεν επιδίωκαν τη δικαίωση, κατέκτησαν τη δικαίωση, αλλά τη δικαίωση που προέρχεται από την πίστη. Ενώ οι Ισραηλίτες, που επιδίωκαν τη δικαίωση από την τήρηση του νόμου, δεν κατόρθωσαν τη δικαίωση αυτή»
Εσύ λοιπόν Ιουδαίε δε βρήκες ούτε τη δικαίωση από το νόμο, γιατί τον παρέβηκες και έγινες υπεύθυνος στην κατάρα, ενώ αυτοί που δεν ήρθαν μέσα από τον νόμο, αλλά από άλλο δρόμο, βρήκαν μεγαλύτερη απ’ αυτή τη δικαίωση , αυτήν που προέρχεται από την πίστη.
Τρία λοιπόν τα ζητούμενα που προκύπτουν: Ότι δηλαδή οι εθνικοί και δικάιωση βρήκαν και ότι τη βρήκαν χωρίς να την επιδιώκουν και ότι μεγαλύτερη βρήκαν από τη δικαίωση που προέρχεται από το νόμο.
Οι ίδιες ακριβώς απορίες διατυπώνονται και για τους Ιουδαίους πάλι από την αντίθετη πλευρά. Διότι οι Ισραηλίτες δε βρήκαν δικαίωση και ότι δεν τη βρήκαν παρ’ όλο που την επιδίωκαν και ότι ούτε τη μικρότερη δε βρήκαν. Αφού λοιπόν έβαλε σε απορία τον ακροατή, προσθέτει στη συνέχεια σύντομη λύση και λέγει την αιτία όλως όσων λέχθηκαν. Ποια λοιπόν είναι η αιτία;
32 διατί; ὅτι οὐκ ἐκ πίστεως, ἀλλ᾿ ὡς ἐξ ἔργων νόμου·
(γιατί δεν επιδίωκαν τη δικαίωση από την πίστη, αλλά από τα έργα του νόμου)
Αυτή είναι σαφέστατη λύση όλου του χωρίου, την οποία αν έλεγε αμέσως από την αρχή, δε θα γινόταν τόσο εύκολα αποδεκτός. Επειδή όμως την ανέφερε ύστερα από πολλές απορίες και ετοιμασίες και αποδείξεις και χρησιμοποίησε πάρα πολλές εξηγήσεις, την έκανε στη συνέχεια πιο ευκολονόητη και περισσότερο ευπρόσδεκτη.
προσέκοψαν γὰρ τῷ λίθῳ τοῦ προσκόμματος, 33 καθὼς γέγραπται· ἰδοὺ τίθημι ἐν Σιὼν λίθον προσκόμματος καὶ πέτραν σκανδάλου, καὶ πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ᾿ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται.
(σκόνταψαν δηλαδή στο λίθο του προσκόμματος, καθώς είναι γραμμένο να, θα βάλω στη Σιών λίθο προσκόμματος και πέτρα σκανδάλου, και καθένας που πιστεύει σ’ αυτόν δε θα ντροπιαστεί)
Είδες πάλι πως από την πίστη προέρχεται η παρρησία και πως είναι καθολική η δωρεά; Γιατί δε λέχθηκε μόνο για τους Ιουδαίους, αλλά και για ολόκληρο το ανθ΄ρωπινο γένος. Γιατί ο καθένας λέει, είτε είναι Ιουδαίος, είτε είναι Έλληνας, είτε είναι Σκύθης, είτε είναι Θρακιώτης, είτε είναι οποιοσδήποτε άλλος, όταν πιστέψει, θ’ απολαύσει πολλή παρρησία. Το αξιοθαύμαστο όμως του προφήτη είναι ότι δεν είπε μόνο ότι θα πιστέψουν αλλά και ότι θα απιστήσουν.γιατί το θα σκοντάψουν σημαίνει ότι θα απιστήσουν. Επειδή λοιπόν αυτοί πρόσεχαν στο νόμο, σκόνταψαν στο λίθο.