Διο ἀναπολόγητος εἶ, ὦ ἄνθρωπε, πᾶς ὁ κρίνων· ἐν ᾧ γὰρ κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις· τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις ὁ κρίνων. 2 οἴδαμεν δὲ ὅτι τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ ἐστι κατὰ ἀλήθειαν ἐπὶ τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας. 3 λογίζῃ δὲ τοῦτο, ὦ ἄνθρωπε ὁ κρίνων τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας καὶ ποιῶν αὐτά, ὅτι σὺ ἐκφεύξῃ τὸ κρῖμα τοῦ Θεοῦ;
Εσύ λοιπόν δίκασες τον εαυτό σου χωρίς κανείς να σε δικάσει. Και δεν μπόρεσες ούτε τον ίδιο σου τον εαυτό να λυπηθείς. Και όχι απλά έκρινες τον άλλο, αλλά έκανες κι εσύ τα ίδια τα οποία προηγουμένως κατέκρινες. Πως λοιπόν ο Θεός δεν θα καταδικάσει περισσότερο από τους άλλους εσένα που έχεις ήδη κατακριθεί από τις δικές σου σκέψεις;
Και αν δεν τιμωρήθηκες αμέσως, μη παίρνεις θάρρος, γι’ αυτό θα έπρεπε να φοβάσαι και να τρέμεις. Γιατί ο Θεός δεν αναβάλλει την τιμωρία, αλλά την αυστηρότερη τιμωρία, εάν παραμένεις αδιόρθωτος. Γι’ αυτό και προσθέτει λέγοντας:
4 ἢ τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος αὐτοῦ καὶ τῆς ἀνοχῆς καὶ τῆς μακροθυμίας καταφρονεῖς, ἀγνοῶν ὅτι τὸ χρηστὸν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιάν σε ἄγει;
Αφού λοιπόν επαίνεσε την μακροθυμία του Θεού και αφού έδειξε πως το κέρδος της είναι πάρα πολύ μεγάλο σ’ αυτούς που προσέχουν, μεγαλώνει το φόβο. Γιατί όπως σ’ εκείνους που τη χρησιμοποίησαν σωστά είναι προϋπόθεση σωτηρίας, έτσι σ’ εκείνους που την περιφρονούν είναι αφορμή για μεγαλύτερη τιμωρία. Γιατί αυτό είναι που λέγεται πολύ., ότι δηλαδή ο Θεός δεν απαιτεί την τιμωρία επειδή είναι αγαθός και μακρόθυμος. Όταν όμως πεις αυτό, λέει, τίποτα άλλο δεν λες παρά την αύξηση της τιμωρίας. Γιατί ο Θεός φανερώνει την αγαθότητά Του, για ν’ απαλλαγείς από αμαρτήματα, όχι για να προσθέσεις. Γι’ αυτό κυρίως δεν πρέπει να αμαρτάνουμε, επειδή ο Θεός είναι μακρόθυμος, ούτε να κάνουμε την ευεργεσία αιτία αχαριστίας. Γιατί αν είναι μακρόθυμος, οπωσδήποτε και τιμωρεί.
5 κατὰ δὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτῷ ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καὶ ἀποκαλύψεως καὶ δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ,
Όταν λοιπόν δε μαλακώνει ούτε με την αγαθότητα, ούτε κάμπτεται με το φόβο, τι θα μπορούσε να γίνει πιο σκληρό απ’ αυτόν; αφού λοιπόν έδειξε την φιλανιρωπία του Θεού, τότε δείχνει την τιμωρία, πως είναι ανυπόφορη σ’ αυτόν και ούτε έτσι μετανοεί. Και πρόσεχε πως χρησιμοποιεί κυριολεκτικά τις λέξεις. Γιατί λέει : «Μαζεύεις εναντίον σου θησαυρούς οργής», φανερώνοντας έτσι ότι υπεύθυνος δεν είναι αυτός που δικάζει, αλλ’ εκείνος που δικάζεται. «Ενατίον σου λοιπόν», λέει, «εσύ μαζεύεις θησαυρούς», όχι ο Θεός εναντίον σου. Γιατί Εκίνος έκανε όλα όσα έπρεπε, ενώ εσύ παραμένεις ανένδοτος στην αμαρτία.
6 ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ ἔργα αὐτοῦ, 7 τοῖς μὲν καθ᾿ ὑπομονὴν ἔργου ἀγαθοῦ δόξαν καὶ τιμὴν καὶ ἀφθαρσίαν ζητοῦσι ζωὴν αἰώνιον,
Επειδή λοιπόν έγινε σκληρός και φοβερός, μιλώντας για κρίση και τη μελλοντική κόλαση, αμέσως δεν έβαλε την τιμωρία μέσα στο προσδοκώμενο, αλλ’ έτρεψε το λόγο στο πιο ευχάριστο, δηλαδή στην ανταπόδοση των αγαθών. Εδώ ανυψώνει και αυτούς που είχαν πάλι πέσει στους πειρασμούς και δείχνει, πως δεν πρέπει να έχουμε θάρρος στην πίστη μόνο, γιατί βέβαια το δικαστήριο εκείνο εξετάζει και τις πράξεις.
«Αφθαρσία»: Είδες πως μας άνοιξε και τις πύλες για την ανάσταση των σωμάτων; Γιατί η αφθαρσία ανήκει στο φθαρτό σώμα. Στη συνέχεια επειδή δεν ήταν αρκετό αυτό, πρόσθεσε δόξα και τιμή. Γιατί όλοι θα αναστηθούμε άφθαρτοι, όχι όμως όλοι σε δόξα, αλλά άλλοι σε κόλαση και άλλοι σε δόξα.
8 τοῖς δὲ ἐξ ἐριθείας, καὶ ἀπειθοῦσι μὲν τῇ ἀληθείᾳ, πειθομένοις δὲ τῇ ἀδικίᾳ, θυμὸς καὶ ὀργή·
Ναι και άλλη κατηγορία πάλι. Γιατί ποια δικαιολογία μπορεί να έχει εκείνος που παρατάει το φως και προτιμάει το σκοτάδι; Και δεν είπε εκείνους που εξαναγκάζονται και πιέζονται, αλλά «εκείνους που πείθονται στην αδικία». Για να μάθει ότι η πτώση είναι αποτέλεσμα της προαίρεσης. Το αμάρτημα δεν είναι αποτέλεσμα αναγκασμού.
9 θλῖψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τὸ κακόν,
Δηλαδή και αν ακόμη κάποιος είναι πολύ πλούσιος και αν ακόμη έχει αξιώματα, κανέναν δεν ντρέπεται ο λόγος της κρίσης. Γιατί εδώ τα αξιώματα δεν έχουν καμμία σημασία.
᾿Ιουδαίου τε πρῶτον καὶ ῞Ελληνος·
Γιατί εκείνος που άκουσε περισσότερη διδασκαλία, θα είναι άξιος να υποστεί και μεγαλύτερη τιμωρία, όταν παρανομεί.
10 δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν, ᾿Ιουδαίῳ τε πρῶτον καὶ ῞Ελληνι·
Ποιον Ιουδαίο εννοεί εδώ, ή για ποιους έλληνες μιλάει; Γι’ αυτούς που έζησαν πριν από την παρουσία του Χριστού. Γιατί ο λόγος δεν έφτασε ακόμη στα χρόνια της χάρης, αλλά μένει ακόμη στα προηγούμενα χρόνια, καθαρίζοντας από μακριά και εξαφανίζοντας τη διαφορά του Έλληνα και του Ιουδαίου, ώστε όταν κάνει το ίδιο στον καιρό της χάρης, να μη φανεί πια ότι επινοεί κάτι νέο και ενοχλητικό. Έλληνες όμως εδώ λέει όχι τους ειδωλολάτρες, αλλά τους θεοσεβείς που τηρούσαν εκτός από τις Ιουδαϊκές εντολές, όλα αυτά που οδηγούσαν στην ευσέβεια. Τέτοιοι ήταν εκείνοι που ήταν μαζί με τον Μελχισεδέκ, τέτοιος ήταν ο Ιώβ, τέτοιοι οι Νινευίτες, τέτοιος ο Κορνήλιος. Ήδη λοιπόν υπονομεύει από πριν τη διαφορά της περιτομής και της ακροβυστίας, και από μακριά εξαφανίζει αυτή τη διαφορά.
Συνεπώς ο λόγος του Παύλου δεν είχε ως σκοπό να πει μόνο για τη μέλλουσα κρίση, αλλά να δείξει πως ο Ιουδαίος δεν έχει τίποτα περισσότερο από έναν τέτοιο Έλληνα. Δηλαδή με άλλα λόγια η κόλαση και η τιμή βρίσκονται στα έργα και όχι στην περιτομή και την ακροβυστία.
11 οὐ γάρ ἐστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ.
Ο Θεός λοιπόν δεν μεροληπτεί, δεν χαρίζεται σε πρόσωπα, γιατί απλά ο Θεός δεν είναι τέτοιος. Δηλαδή δεν εξετάζει πρόσωπα, αλλά πράξεις. Να λοιπόν γιατί ο Ιουδαίος δεν ξεχωρίζει σε τίποτα από τον Έλληνα.
12 ὅσοι γὰρ ἀνόμως ἥμαρτον, ἀνόμως καὶ ἀπολοῦνται· καὶ ὅσοι ἐν νόμῳ ἥμαρτον, διὰ νόμου κριθήσονται.
Εδώ λοιπόν όχι μόνο δείχνει την ισότητα μεταξύ Ιουδαίου και Έλληνα, αλλά και πως ο Ιουδαίος βαρύνεται περισσότερο εξαιτίας της χορήγησης του νόμου. Άρα το «χωρίς νόμο», εδώ δεν σημαίνει το πιο δυσάρεστο, αλλά το πιο μαλακό. Δηλαδή δεν έχει το νόμο για κατήγορο. Αυτό σημαίνει πως μπορεί να καταδικαστεί μόνο με φυσικούς συλλογισμούς.. ενώ ο Ιουδαίος καταδικάζεται όχι μόνο μαζί με τη φύση, αλλά και με το νόμο που είναι κατήγορος.
13 οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῷ,
Σωστά πρόσθεσε «μπροστά στο Θεό», γιατί μπροστά στους ανθ΄ρωπους ίσως μπορούν να φαίνονται αξιοσέβαστοι και να υπερηφανεύονται πολύ, μπροστά στο Θεό όμως εντελώς το αντίθετο,
ἀλλ᾿ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται.
Είδες πόση αφθονία μεταχειρίζεται για να τρέψει το λόγο στο αντίθετο; Εάν λοιπόν έχεις την αξίωση να σωθείς εξαιτίας του νόμου, λέει, θα σταθεί έτσι πρώτα από σένα ο Έλληνας, επειδή φάνηκε πως έκανε όσα έχουν γραφεί. Και πως είναι δυνατόν κάποιος να εκτελέσει το νόμο, χωρίς να έχει ακούσει το νόμο; -Είναι δυνατό όχι μόνο αυτό, αλλά και πολύ περισσότερο απ’ αυτό. Γιατί όχι μόνο χωρίς ν’ ακούσει μπορεί να εκτελέσει το νόμο, αλλά και όταν ακούσει να μη συμβεί αυτό, πράγμα που αναφέρει πιο καθαρά ύστερα λέγοντας και με περισσότερη έμφαση
«Εσύ που διδάσκεις τον άλλο, δε διδάσκεις τον εαυτό σου»; (Ρωμ. 2,21)
14 ὅταν γὰρ ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος,
Δεν απορρίπτω το νόμο λέει, αλλά και από δω δικαιώνω τους εθνικούς. Γι’ αυτό λοιπόν οι εθνικοί είναι αξιοθαύμαστοι, επειδή δε χρειάστηκαν νόμο και εκτέλεσαν όλες τις εντολές του νόμου, χαράζοντας στις διάνοιές τους τα έργα και όχι τα γράμματα.
15 οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων 16 ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ Θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
Βλέπεις πως πάλι παρουσίασε την ημέρα εκείνη και την έφερε κοντά, τρομάζοντας το νου τους και δείχνοντας πως πρέπει να τιμούνται περισσότερο αυτοί που χωρίς να έχουν νόμο, φρόντισαν να πραγματοποιήσουν τις εντολές του νόμου. Και με όλα αυτά απέδειξε μεν πως ο έλληνας είναι ανώτερος από τον Ιουδαίο, αλλά δεν το είπε αυτό φανερά για να μην ερεθίσει τον Ιουδαίο.
Και με όλα αυτά που είπε απέδειξε πως ο άνθρωπος είναι ικανός από τη φύση του να εκλέξει την αρετή και να αποφύγει την κακία.
Αλλά τι; Θες να ακολουθήσεις τον Χριστό για να αποφύγεις την γέεννα; Άκουσε πως ο Πέτρος φλέγεται από την αγάπη προς αυτόν, προτιμώντας τον Χριστό και από την ψυχή του και τη ζωή του και απ’ όλα. Αλλά και όταν τον αρνήθηκε, δεν έκλαψε για την κόλαση, αλλά γιατί αρνήθηκε εκείνον που αγαπούσε πολύ, πράγμα που ήταν πιο πικρό από κάθε κόλαση. Και όλα αυτά τα έδειχνε πριν από τη χάρη του αγίου Πνεύματος και συνέχεια επέμενε να ρωτά λέγοντας «που πηγαίνεις»; Και πριν απ’ αυτό «Σε ποιον να πάμε»; Και πάλι «θα σε ακολουθήσω όπου και αν πας». Γιατί αυτός ήταν τα πάντα γι’ αυτούς και δε λογάριαζαν ούτε τον ουρανό, ούτε τη βασιλεία των ουρανών μπροστά σ’ αυτόν που αγαπούσαν. Γιατί εσύ είσαι, λέγει, για μένα όλα αυτά.
17 ῎Ιδε σὺ ᾿Ιουδαῖος ἐπονομάζῃ, καὶ ἐπαναπαύῃ τῷ νόμῳ, καὶ καυχᾶσαι ἐν Θεῷ, 18 καὶ γινώσκεις τὸ θέλημα, καὶ δοκιμάζεις τὰ διαφέροντα, κατηχούμενος ἐκ τοῦ νόμου,
Δηλαδή εσύ Ιουδαίε έχεις αυτόν το τιμητικό τίτλο επειδή αγαπήθηκες από τον Θεό και προτιμήθηκες από τους άλλους ανθρώπους. Εδώ όμως μου φαίνεται πως τους περιπαίζει ήρεμα για την παραφροσύνη και τη μεγάλη τους φιλοδοξία, επειδή είχαν χρησιμοποιήσει το δώρο αυτό όχι για τη δική τους σωτηρία, αλλά στο να ξεσηκώνονται εναντίον των άλλων και να τους περιφρονούν.
19 πέποιθάς τε σεαυτὸν ὁδηγὸν εἶναι τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει,
Πάλι εδώ δεν είπε, πως είσαι οδηγός τυφλών, αλλά «έχεις την πεποίθηση»
20 παιδευτὴν ἀφρόνων, διδάσκαλον νηπίων, ἔχοντα τὴν μόρφωσιν τῆς γνώσεως καὶ τῆς ἀληθείας ἐν τῷ νόμῳ. 21 ὁ οὖν διδάσκων ἕτερον σεαυτὸν οὐ διδάσκεις; ὁ κηρύσσων μὴ κλέπτειν κλέπτεις; 22 ὁ λέγων μὴ μοιχεύειν μοιχεύεις; ὁ βδελυσσόμενος τὰ εἴδωλα ἱεροσυλεῖς;
Και αν λοιπόν ο Ιουδαίος είχε το νόμο για να τον οδηγήσει με ευκολία στην αρετή, εκείνος όχι μόνο εκεί δεν έφτασε αλλά χρησιμοποίησε τον νόμο απλά για να καυχηθεί. Και δίδασκε στους άλλους αυτά που ο ίδιος δεν τηρούσε. Πόση αλαζονεία! Και αφού απαριθμεί μία σορό από την παράλογη συμπεριφορά τους αφήνει για το τέλος το πολύ βαρύτερο λέγοντας:
23 ὃς ἐν νόμῳ καυχᾶσαι, διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν ἀτιμάζεις; 24 τὸ γὰρ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι᾿ ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι, καθὼς γέγραπται.
Εδώ αναφέρει δύο κατηγορίες εναντίον τους ή μάλλον τρεις: Και ότι ατιμάζουν, και ότι ατιμάζουν μ’ εκείνα που τιμήθηκαν και ότι ατιμάζουν αυτόν που τους τίμησε, πράγμα που ήταν η χειρότερη μορφή αχαριστίας. Στη συνέχεια, για να μη φανεί πως τους κατηγορεί με βάση τη δική του κρίση, πρόσθεσε και τον προφήτη σαν κατήγορό τους, πρώτα με λίγα λόγια και σύντομα και περιληπτικά, ύστερα όμως και με λεπτομέρειες.
25 περιτομὴ μὲν γὰρ ὠφελεῖ, ἐὰν νόμον πράσσῃς· ἐὰν δὲ παραβάτης νόμου ᾖς, ἡ περιτομή σου ἀκροβυστία γέγονεν. 26 ἐὰν οὖν ἡ ἀκροβυστία τὰ δικαιώματα τοῦ νόμου φυλάσσῃ, οὐχὶ ἡ ἀκροβυστία αὐτοῦ εἰς περιτομὴν λογισθήσεται; 27 καὶ κρινεῖ ἡ ἐκ φύσεως ἀκροβυστία, τὸν νόμον τελοῦσα, σὲ τὸν διὰ γράμματος καὶ περιτομῆς παραβάτην νόμου. 28 οὐ γὰρ ὁ ἐν τῷ φανερῷ ᾿Ιουδαῖός ἐστιν, οὐδὲ ἡ ἐν τῷ φανερῷ ἐν σαρκὶ περιτομή,
29 ἀλλ᾿ ὁ ἐν τῷ κρυπτῷ ᾿Ιουδαῖος, καὶ περιτομὴ καρδίας ἐν πνεύματι, οὐ γράμματι, οὗ ὁ ἔπαινος οὐκ ἐξ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ Θεοῦ.
Πρόσεχε σύνεση, πως στην κατάλληλη στιγμή έφερε το λόγο για την περιτομή. Και δεν άρχισε αμέσως απ’ αυτήν, επειδή ήταν μεγάλη η υπόληψή της, αλλά όταν έδειξε πως αυτοί από το μεγαλύτερο έχουν έρθει σε σύγκρουση και πως είναι υπεύθυνοι για τη βλασφημία του Θεού, τότε λοιπόν, αφού βρήκε πως ο ακροατής τους έχει κατηγορήσει και αφού τους στέρησε την πρώτη θέση, αναφέρει το λόγο για την περιτομή, ελπίζοντας πως κανείς δε θα την επιδοκιμάζει στη συνέχεια και λέγει: «Γιατί η περιτομή ωφελεί βέβαια, αν εκτελείς το νόμο».
Τι λοιπόν είναι η περιτομή; Μήπως είναι κατόρθωμα αυτού που την έχει; Μήπως τάχα είναι απόδειξη αγαθής προαίρεσης; Γιατί πραγματικά γίνεται σε πολύ μικρή ηλικία και αυτοί που βρίσκονταν στην έρημο έμειναν απερίτμητοι όλοι για πολύ χρόνο.
Τι θέλω να πω; Έκανε κάποιος περιτομή μέσα σε οκτώ ημέρες, αυτή είναι η σαρκική περιτομή. Εκτέλεσε κάποιος όλες τις εντολές του νόμου αυτή είναι η περιτομή της ψυχής, που ο Παύλος τη ζητάει ιδιαίτερα, ή καλύτερα ο νόμος.
Η περιτομή ναι μεν είναι χρήσιμη σ’ αυτούς που τηρούν τον νόμο, αν όμως δεν τηρούν τον νόμο η περιτομή έγινε ακροβυστία. Και αφού έδειξε πως στην ουσία αυτός είναι απερίτμητος, τον καταδικάζει στη συνέχεια χωρίς φόβο.