1 Πάσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω.
Και το λέει αυτό για να δείξει ότι ο Χριστός δεν όρισε τους νόμους Του για την ανατροπή της κοινής πολιτείας, αλλά καλύτερη διόρθωσή της και για να δείξει ότι δεν πρέπει να κάνουμε περιττούς και επιζήμιους πολέμους. Γιατί είναι αρκετές οι σκευωρίες που προκαλούνται εναντίον μας εξαιτίας της αλήθειας και δεν πρέπει να προσθέτονται περιττοί και άχρηστοιθ πειρασμοί.
Και αν συνδέσουμε αυτά με τα παραπάνω που λέχθηκαν, τότε θα κατανοήσουμε ότι αν εκείνοι που μας αδικούν πρέπει να ανταμείβονται με τα αντίθετα, πολύ περισσότερο ταιριάζει να υπακούμε σ’ εκείνους που μας ευεργετούν.
οὐ γάρ ἐστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ·
Τι λέγεις; Κάθε άρχοντας δηλαδή χειροτονείται από το Θεό; Δεν εννοώ αυτό, λέγει. Ούτε ο λόγος μου τώρα θα είναι για τους άρχοντες χωριστά. Αλλά το να υπάρχουν εξουσίες, και άλλοι βέβαια να εξουσιάζουν ενώ άλλοι να εξουσιάζονται, και να μη φέρονται όλα άσκοπα και αχαλίνωτα, και οι λαοί να μη περιφέρονται εδώ σαν κύματα, αυτό είναι έργο της σοφίας του Θεού. Γι’ αυτό δεν είπε δεν υπάρχει άρχοντας παρά μόνο από το Θεό, αλλά δεν υπάρχει εξουσία, παρά μόνο από το Θεό, και οι εξουσίες που υπάρχουν έχουν ορισθεί από το Θεό.
Αυτό πολύ εύκολα μπορείς να το διακρίνεις και στον κόσμο των ζώων. Στις μέλισσες και στους γερανούς, και στα άγρια πρόβατα, αλλά και στη θάλασσα όπου εκεί πολλά από τα γένη των ψαριών τάσσονται κάτω από την εξουσία ενός από τα ψάρια, και διοικούνται έτσι και κάνουν μακρινά ταξίδια. Καθόσον η αναρχία είναι παντού κακό και αιτία ταραχής.
Αφού λοιπόν είπε από πού προέρχονται οι εξουσίες, πρόσθεσε:
αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν. (Ώστε εκείνος που αντιτάσσεται στην εξουσία, αντιτάσσεται στη διαταγή του Θεού)
Είδες που οδήγησε το πράγμα, και από πού τους φόβισε και πως έδειξε ότι αυτό γίνεται σαν χρέος; Συνεπώς εκείνος που υποτάσσεται στους άρχοντες, στο Θεό στην ουσία υποτάσσεται. Γιατί όποιος υποτάσσεται στις εξουσίες, υπακούει σ’ Εκείνον. Όμως δε λέει αυτό, ότι όποιος υπακούει στους άρχοντες, υπακούει στο Θεό, αλλά από το αντίθετο τους φοβίζει και το αποδεικνύει με περισσότερη ακρίβεια λέγοντας, ότι όποιος δεν υπακούς σ’ εκείνον, πολεμάει εναντίον του Θεού που όρισε κι αυτά. Και αυτό φροντίζει να το δείξει παντού, ότι δε χαρίζουμε σ’ αυτούς την υπακοή, αλλά την οφείλουμε. Γιατί έτσι θα μπορούσε να προσελκύσει τους άπιστους άρχοντες στην ευσέβεια και τους πιστούς στην υπακοή.
2 ὥστε ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ τῇ τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκεν·
Είδες που οδήγησε το πράγμα και από πού τους φόβισε, και πως έδειξε πως αυτό γίνεται σαν χρέος;. Για να μη λέγουν οι πιστοί ότι μας εξευτελίζεις και μας κάνεις ευκαταφρόνητους, υπατάσσοντας στους άρχοντες αυτούς που επρόκειτο να απολαύσουν τη βασιλεία των ουρανών, δείχνει ότι δεν τους υποτάσσει στους άρχοντες, αλλά στο Θεό.
Να μη ντρέπεσαι λοιπόν να έχεις μία τέτοια υποταγή, διότι ο Θεός το όρισε αυτό.
οἱ δὲ ἀνθεστηκότες ἑαυτοῖς κρῖμα λήψονται.
Γιατί δε θα ζητήσει για σένα μικρή τιμωρία όταν όλα αυτά τα παρακούς, αλλά η τιμωρία σου θα είναι υπερβολικά μεγάλη και τίποτα δε θα σε γλιτώσει όταν αντιλέγεις, αλλά και από τους ανθρώπους θα υποστείς τιμωρία πολύ φοβερή και κανείς δε θα σε προστατέψει και το Θεό θα εξοργήσεις σε μεγαλύτερο βαθμό.
3 οἱ γὰρ ἄρχοντες οὐκ εἰσὶ φόβος τῶν ἀγαθῶν ἔργων, ἀλλὰ τῶν κακῶν.
Επειδή λοιπόν έδωσε δυνατό το κτύπημα και τους καταρόμαξε, πάλι γίνεται μαλακό, χορηγώντας σαν σοφός ιατρός τα κατάλληλα φάρμακα και παρηγορώντας λέγοντας, τι φοβάσαι; Τι τρομάζεις; Μήπως σε επιτιμά όταν ενεργείς καλά; Μήπως είναι φοβερός όταν φροντίζεις για την αρετή; Γι’ αυτό και προσθέτει:
θέλεις δὲ μὴ φοβεῖσθαι τὴν ἐξουσίαν; τὸ ἀγαθὸν ποίει, καὶ ἕξεις ἔπαινον ἐξ αὐτῆς·
Είδες πως συμφιλίωσε αυτόν με τον άρχοντα δείχνοντας αυτόν ως επαινετή του; είδες πως άδειασε τον θυμό;
4 Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστί σοι εἰς τὸ ἀγαθόν.
Τόσο πολύ απέχει από το να σε φοβίζει γιατί σ’ επαινεί, τόσο πολύ απέχει από το να σ’ εμποδίζει, αφού και σε βοηθάει ακόμη. Όταν λοιπόν έχεις αυτόν και απαινετεί και βοηθό, γιατί δεν υποτάσσεσαι;
ἐὰν δὲ τὸ κακὸν ποιῇς, φοβοῦ·
Επομένως δεν κάνει το φόβο ο άρχοντας, αλλά η δική μας κακία.
οὐ γὰρ εἰκῆ τὴν μάχαιραν φορεῖ· Θεοῦ γὰρ διάκονός ἐστιν εἰς ὀργήν, ἔκδικος τῷ τὸ κακὸν πράσσοντι. (γιατί δε φοράει στα χαμένα το μαχαίρι, γιατί είναι υπηρέτης του Θεού, εκδικητής της οργής του εναντίον εκείνου που κάνει το κακό)
Για να μην αποσκιρτήσεις λοιπόν όταν ακούσεις για ποινή και τιμωρία και για μαχαίρι, πάλι λέει, εκπληρώνει το νόμο του Θεού. Και τι σημασία έχει αν αυτός δεν το γνωρίζει; Αλλά ο Θεός έτσι το όρισε.
Αν λοιπόν και όταν τιμωρεί και όταν επαινεί του Θεού είναι υπηρέτης, για ποιο λόγο εσύ φιλονεικείς μαζί του;
5 διὸ ἀνάγκη ὑποτάσσεσθαι οὐ μόνον διὰ τὴν ὀργήν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν συνείδησιν. (Γι’ αυτό είναι ανάγκη να υποτάσσεσθε όχι μόνο εξαιτίας της οργής αλλά και της συνειδήσεως)
Τι σημαίνει «όχι μόνο εξαιτίας της οργής»; Όχι μόνο γιατί εναντιώνεσαι στο Θεό αν δεν υποτάσσεσαι, όχι γιατί προξενείς μεγάλα κακά στον εαυτό σου και από το θεό και από τους άρχοντες, αλλά γιατί γίνεται ευεργέτης σου και στα πιο μεγάλα αγαθά, αφού είναι πρόξενος ειρήνης και οικονομίας πολιτικής. Καθόσον με τις εξουσίες αυτές γίνονται άπειρα καλά στις πόλεις. Και αν τις καταργήσεις όλα θα εξαφανιστούν, και ούτε πόλη, ούτε χωριό, ούτε σπίτι, ούτε αγορά, ούτε τίποτα άλλο θα σταθεί, αλλά όλα θα ανατραπούν, αφού οι πιο δυνατοί καταπίνουν τους ασθενέστερους.
6 διὰ τοῦτο γὰρ καὶ φόρους τελεῖτε· λειτουργοὶ γὰρ Θεοῦ εἰσιν εἰς αὐτὸ τοῦτο προσκαρτεροῦντες. (Αυτός είναι ο λόγος που πληρώνετε και φόρους. Γιατί οι άρχοντες είναι υπηρέτες του Θεού, αφοσιωμένοι σ’ αυτό ακριβώς το έργο)
Αφού απέφυγε να πει χωριστά όλες τις ευεργεσίες που γίνονται από τους άρχοντες στις πόλεις, όπως την καλή διοίκηση, την ειρήνη, τις άλλες υπηρεσίες, για τους στρατιώτες, για εκείνους που καταγίνονται με τα κοινά, απ’ αυτό το ένα φανερώνει τα πάντα. Ότι λοιπόν ευεργετείσαι απ’ αυτόν, εσύ το βεβαιώνεις, αφού πληρώνεις σ’ αυτόν μισθό.
Πρόσεχε τη σοφία και τη σύνεση του Παύλου. Γιατί εκείνο που φαινόταν ότι είναι ενοχλητικό και δυσάρεστο, δηλαδή οι απαιτήσεις, αυτό το κάνει απόδειξη της φροντίδας γι’ αυτούς.
Γιατί λοιπόν δίνουμε φόρους στο βασιλιά; Γιατί μας φροντίζει και μας προστατεύει.
Μη μου πεις λοιπόν αυτό. Πως αν κανείς χρησιμοποιεί κακώς την εξουσία, αλλά δες όλα τα υπόλοιπα καλά που εσύ απολαμβάνεις και την χρησιμότητα αυτών. Πρ΄σοεχε επίσης και την ευκοσμία αυτής της παραγγελίας, και θα δεις την πολλή σοφία εκείνου που από την αρχή αυτά νομοθέτησε.
7 ἀπόδοτε οὖν πᾶσι τὰς ὀφειλάς, τῷ τὸν φόρον τὸν φόρον, τῷ τὸ τέλος τὸ τέλος, τῷ τὸν φόβον τὸν φόβον, τῷ τὴν τιμὴν τὴν τιμήν.8 Μηδενὶ μηδὲν ὀφείλετε εἰ μὴ τὸ ἀγαπᾶν ἀλλήλους. ὁ γὰρ ἀγαπῶν τὸν ἕτερον νόμον πεπλήρωκε·
Ακόμη τα ίδια αξιώνει, απαραγγέλοντας σ’ αυτούς να πληρώνουν όχι μόνο χρήματα, αλλά και τιμή και σεβασμό. Όταν λέει «αποδώστε το φόβο» εννοεί την υπερβολική τιμή, όχι το φόβο που προέρχεται από ένοχη συνείδηση. Και δεν είπε «δώστε», αλλά «αποδώστε» και πρόσθεσε τις οφειλές. Ούτε βέβαια κάνεις χάρη, όταν κάνεις αυτό· γιατί το πράγμα είναι οφειλή, κι αν δεν το κάνεις, θα τιμωρηθείς σαν αχάριστος.
9 τὸ γὰρ οὐ μοιχεύσεις, οὐ φονεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐκ ἐπιθυμήσεις, καὶ εἴ τις ἑτέρα ἐντολή, ἐν τούτῳ τῷ λόγῳ ἀνακεφαλαιοῦται, ἐν τῷ, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 10 ἡ ἀγάπη τῷ πλησίον κακὸν οὐκ ἐργάζεται· πλήρωμα οὖν νόμου ἡ ἀγάπη.
Γιατί τέτοιο είναι το χρέος, ώστε να δίνουμε και να χρωστάμε πάντοτε. Αφού λοιπόν είπε πως πρέπει ν’ αγαπάμε, φανερώνει και το κέρδος του λέγοτνας· «γιατί εκείνος που αγαπάει τον άλλο, έχει εκπληρώσει το νόμο». Να μη θεωρείς λοιπόν ούτε αυτό πως είναι χάρη, καθόσον και αυτό είναι οφειλή. Γιατί οφείλεις στον αδερφό σου την αγάπη εξαιτίας της πνευματικής συγγένειας. Και όχι για το λόγο αυτό μόνο, αλλά και γιατί είμαστε μέλη ο ενας του άλλου. Κι αν αυτή εκλείψει από μας, όλα καταστράφηκαν. Αγάπα λοιπόν τον αδερφό σου. Γιατί αν από την αγάπη του κερδίζεις τόσα πολλά, ώστε να εκπληρώνεις όλο το νόμο, χρωστάς σ’ αυτόν αγάπη, αφού ευεργετείσαι απ’ αυτόν.
Και δεν είπε πως στην αγάπη εκπληρώνεται ο νόμος, αλλά «συγκεφαλαιώνεται» δηλαδή, σύντομα και σε λίγες λέξεις ολοκληρώνεται όλο το έργο των εντολών. Γιατί και αρχή και τέλος της αρετής είναι η αγάπη. Και δεν ζητάει απλώς αγάπη, αλλά πάρα πολύ μεγάλη αγάπη. Γιατί δεν είπε απλώς αγάπησε τον πλησίον σου, αλλά «όπως τον εαυτό σου». Γι’ αυτό και ο Χριστός έλεγε ότι σ’ αυτή στηρίζεται ο νόμος και οι προφήτες.
Γιατί αφού είπε ότι «η πρώτη εντολή είναι να αγαπήσεις Κύριον τον Θεό σου» πρόσθεσε και δεύτερη και σιώπησε, αλλά πρόσθεσε «όμοια μ’ αυτή, να αγαπήσεις τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». Τι θα μπορούσε να εξισωθεί με την φιλανθρωπία αυτή; Όταν παρ’ όλο που εμείς βρισκόμαστε πολύ μακριά του, φέρνει την αγάπη σ’ εμάς κοντά στην αγάπη σ’ αυτόν και λέγει πως εκείνη είναι όμοια μ’ αυτήν.
Κι ενώ ο ανθρώπινος έρωτας είναι γεμάτος από μίσος και φθόνο, ο Θείος είναι απαλλαγμένος από κάθε πάθος και γι’ αυτό επιζητεί μετόχους της αγάπης. Αγάπα λοιπόν λέει, μαζί μ’ εμένα και τότε εγώ θα σ’ αγαπήσω περισσότερο. Βλέπεις λόγια σφοδρού εραστή; Εάν αγαπάς εκείνους που αγαπώ εγώ, τότε νομίζω πως και εγώ ο ίδιος ότι αγαπιέμαι πάρα πολύ από σένα. Καθόσον επιθυμεί πάρα πολύ τη σωτηρία μας, και το έδειξε αυτό από την αρχή. Καθόσον επιθυμεί πάρα πολύ τη σωτηρία μας και το έδειξε αυτό από την αρχή. Όταν λοιπόν δημιουργούσε τον άνθρωπο, άκουσε τι λέγει: «ας κάνουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με τη δική μας εικόνα» και πάλι «ας κάνουμε γι’ αυτόν βοηθό δεν είναι καλό να μείνει μόνος του ο άνθρωπος» (Γεν. 2,18). Και όταν τον επιτίμησε πάλι τότε που παρέβηκε την εντολή πρόσεχε πως τον επιτίμησε μαλακά. Γιατί δεν του είπε «μιαρέ και παμμίαρε» κ.τ.ο αλλά τι; «Ποιος σου είπε ότι είσαι γυμνός; Μήπως έφαγες από το δέντρο από το οποίο μόνο σου απαγόρευσα να φάγεις»; (Γεν. 3,2). Δηλαδή σαν πατέρας προς το παιδί του που έλαβε εντολή να μην πιάσει μαχαίρι, στη συνέχεια, αφού παράκουσε τραυματίστηκε και του λέγει, από πού τραυματίστηκες; Από εκεί τραυματίστηκες, γιατί δε μ’ άκουσες.
11 Καὶ τοῦτο, εἰδότες τὸν καιρόν, ὅτι ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι·
Ο καιρός της κρίσεως είναι πολύ κοντά. Τι όμως σημαίνει αυτό που λέει «είναι ώρα να σηκωθούμε από τον ύπνο»; Δηλαδή κοντά είναι η ανάσταση, κοντά η φοβερή κρίση και πρέπει πλέον ν’ απαλλαγούμε από την αδιαφορία.
νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν.
Βλέπεις πως παρουσιάζει σ’ αυτούς τώρα την ανάσταση; Γιατί καθώς περνάει ο χρόνος, ξοδεύεται ο καιρός της παρούσας ζωής, ενώ έρχεται πιο κοντά ο καιρός της μέλλουσας ζωής. Εάν λοιπόν είσαι προετοιμασμένος και έχεις όλα όσα διέταξε, η ημέρα γίνεται για σένα σωτηρία, εάν όμως συμβαίνει το αντίθετο, δεν είναι ακόμη.
12 ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν.
Εάν λοιπόν αυτή τελειώνει, εκείνη όμως πλησιάζει. Ας κάνουμε λοιπόν τα έργα εκείνης και όχι τα έργα αυτής.
Ας εγερθούμε λοιπόν αποβάλλοντας πλέον τις φαντασίες των νυχτερινών ονείρων, ας απαλλαγούμε από τα όνειρα της παρούσας ζωής, ας αποθέσουμε το βαθύ ύπνο και ας ντυθούμε αντί για ρούχα την αρετή. Για να δηλώσει λοιπόν όλα αυτά έλεγε: ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. 13 ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίτας καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ,
Και δεν είπε «να συμπεριφέρεστε», αλλά «ας συμπεριφερθούμε», για να κάνει ανενόχλητη την παραίνεση και ελαφριά την επίπληξη.
Και δεν λέει να μη πίνει κανείς λίγο κρασί, αλλά να μη το απολαμβάνει αυτό με κραιπάλη. Ούτε πάλι καταργεί και απαγορεύει τη σαρκική μείξη με τις γυναίκες, αλλά απαγορεύει την πορνεία.
Κι αφού μας απένδυσε από τα πονηρά ρούχα, άκουσε πως μας στολίζει στη συνέχεια λέγοντας:
14 ἀλλ᾿ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας.
Δεν ανέφερε πια έργα, αλλά τους παρότρυνε σε μεγαλύτερο βαθμό. Γιατί η αρετή οδηγεί με ασφάλεια σ’ Εκείνον που την έχει με λαμπρότητα.