1 Αδελφοί, ἡ μὲν εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας καὶ ἡ δέησις ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ τοῦ ᾿Ισραήλ ἐστιν εἰς σωτηρίαν· (Αδελφοί, η επιθυμία της καρδιάς μου και η προσευχή μου στο Θεό είναι για τους Ισραηλίτες, για να σωθούν)
Πρόκειται πάλι ν’ ασχοληθεί μ’ αυτούς σφοδρότερα απ’ ότι προηγουμένως. Γι’ αυτό πάλι αναιρεί την υποψία κάθε αποστροφής και χρησιμοποιεί πολύ την προδιόρθωση. Να μην προσέχετε λοιπόν, λέει, στα λόγια ούτε στις κατηγορίες μου, αλλά ότι λέγω αυτό όχι από εχθρική διάθεση. Γιατί δεν είναι γνώρισμα του ίδιου ατόμου και να επιθυμεί να σωθούν αυτοί και όχι μόνο να επιθυμεί, αλλά να προσεύχεται και πάλι να τους μισεί και να τους αποστρέφεται.
2 μαρτυρῶ γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ᾿ οὐ κατ᾿ ἐπίγνωσιν. (γιατί δίνω μαρτυρία γι’ αυτούς ότι έχουν ζήλο, αλλά όχι με επίγνωση)
Ασφαλώς αυτά είναι άξια για συγγνώμη, όχι για κατηγορία. Εάν λοιπόν είναι αποχωρισμένοι όχι για άνθρωπο, αλλά για ζήλο, είναι δίκαιο να ελεούνται αυτοί μάλλον, παρά να τιμωρούνται.
3 ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, (γιατί επειδή αγνούσαν τη δικαίωση του Θεού)
Πάλι τα λόγια αυτά δείχνουν συγγνώμη, αλλά τα επόμενα δείχνουν πολύ έντονη κατηγορία και αναιρεί κάθε δικαιολογία.
καὶ τὴν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν. (και επειδή ζητούσαν να στήσουν τη δική τους δικαίωση, δεν υποτάχθηκαν στη δικαίωση του Θεού)
Και τα έλεγε αυτά, για να δείξει ότι πλανήθηκαν περισσότερο από φιλονεικία και φιλαρχία, παρά από άγνοια και ότι δεν έστησαν ούτε αυτήν την δικαίωση που προέρχεται από την εκτέλεση του νόμου.
4 τέλος γὰρ νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι. (γιατί το τέλος του νόμου είναι ο Χριστός, για να δικαιωθεί καθένας που πιστεύει)
Γιατί αν το τέλος του νόμου είναι ο Χριστός, εκείνος που δεν έχει το Χριστό και αν ακόμη νομίζει πως έχει τη δικαίωση εκείνη, δεν την έχει, ενώ εκείνος που έχει το Χριστό και αν ακόμη δεν έχει κατορθώσει το νόμο, τα έλαβε όλα.
Γιατί τι ήθελε ο νόμος; Να δικαιώσει τον άνθρωπο. Δεν τα κατάφερε όμως, γιατί κανένας δεν τον εκπλήρωσε. Αυτό λοιπόν ήταν τέλος του νόμου και σ’ αυτό αποσκοπούσαν όλα, και γι’ αυτό γίνονταν όλα και οι γιορτές και οι εντολές και οι θυσίες και όλα τα υπόλοιπα, για να δικαιωθεί ο άνθρωπος. Αλλά το τέλος αυτό το κατόρθωσε ο Χριστός σε μαγαλύτερο βαθμό με την πίστη. Μη φοβηθείς λοιπόν επειδή παραβαίνεις το νόμο, επειδή προσήλθες στην πίστη. Γιατί τότε παραβαίνεις αυτόν, όταν εξαιτίας αυτού δε πιστέψεις στον Χριστό. Γιατί αν πιστέψεις σ’ αυτόν και εκείνον εκπλήρωσες και πολύ περισσότερο απ’ όσο σε διέταξε, γιατί έλαβες πολύ μεγαλύτερη δικαίωση.
5 Μωϋσῆς γὰρ γράφει τὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ τοῦ νόμου, (Γιατί ο Μωυσής γράφει για τη δικαίωση που προέρχεται από το νόμο).
Αυτό που λέει σημαίνει το εξής: Ο Μωυσής μας δείχνει τη δικαίωση που προέρχεται από το νόμο, ποια είναι και τι λογής. Ποια λοιπόν είναι και από τι αποτελείται; Από την εκπλήρωση των εντολών.
ὅτι ὁ ποιήσας αὐτὰ ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτοῖς· (ο άνθρωπος που τήρεισαι τις εντολές θα ζήσει μ’ αυτές)
Άλλωστε δεν είναι δυνατόν να γίνει δίκαιος με το νόμο, παρά μόνο όταν εκπληρώσει όλες τις εντολές, αυτό όμως σε κανέναν δεν έγινε δυνατό. Συνεπώς εξέπεσε η δικαίωση αυτή. Αλλά πες μας Παύλε και την άλλη δικαίωση που προέρχεται από τη χάρη. Ποια λοιπόν είναι αυτή και από τι αποτελείται;
6 ἡ δὲ ἐκ πίστεως δικαιοσύνη οὕτω λέγει· μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου, τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν; τοῦτ᾿ ἔστι Χριστὸν καταγαγεῖν· 7 ἢ τίς καταβήσεται εἰς τὴν ἄβυσσον; τοῦτ᾿ ἔστι Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ἀναγαγεῖν. 8 ἀλλὰ τί λέγει; ἐγγύς σου τὸ ρῆμά ἐστιν, ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου· τοῦτ᾿ ἔστι τὸ ρῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν. 9 ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον ᾿Ιησοῦν, καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ· (η δικαίωση όμως που προέρχεται από την πίστη λέει αυτά. Μη πεις στην καρδιά σου, ποιος θ’ ανέβει στον ουρανό; Για να κατεβάσει δηλαδή το Χριστό, ή ποιος θα κατεβεί στην άβυσσο; Για ν’ ανεβάσει δηλαδή το Χριστό από τους νεκρούς. Αλλά τι λέγει; Κοντά σου είναι ο λόγος, στο στόμα σου και στην καρδιά σου. Ο λόγος δηλαδή της πίστεως που κηρύττουμε. Γιατί, αν ομολογήσεις με το στόμα σου ότι ο Ιησούς είναι Κύριος και πιστέψεις με την καρδιά σου ότι ο Θεός τον ανέστησε από τους νεκρούς, θα σωθείς».
Για να μη λέγουν λοιπόν οι Ιουδαίοι πως βρήκαν μεγαλύτερη δικαίωση εκείνοι που δε βρήκαν τη μικρότερη, αναφέρει αναντίρρητη σκέψη, ότι ο δρόμος αυτός είναι πιο εύκολος από εκείνον. Γιατί αυτός ο δρόμος απαιτεί εκπλήρωση όλων των εντολών. Όταν λοιπόν τα κάνεις όλα, τότε θα ζήσεις. Η βεβάιωση όμως από την πίστη δεν λέει αυτό, αλλά τι; «Εάν ομολογήσεις με το στόμα σου, ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος και πιστέψεις με την καρδιά σου ότι ο Θεός τον ανέστησε από τους νεκρούς, θα σωθείς». Στη συνέχεια για να μη φανεί πάλι ότι την κάνει ευκαταφρόνητη με το να δείχνει πως είναι εύκολη και απλή, πρόσεχε πως πλαταίνει το λόγο γι’ αυτή. Γιατί δεν ήρθε αμέσως σ’ αυτό που έχουμε πει, αλλά τι λέγει; «η δικαίωση όμως που προέρχεται από την πίστη λέει αυτά. Μη πεις στην καρδιά σου, ποιος θ’ ανέβει στον ουρανό; Για να κατεβάσει δηλαδή το Χριστό, ή ποιος θα κατεβεί στην άβυσσο; Για ν’ ανεβάσει δηλαδή το Χριστό από τους νεκρούς». Γιατί όπως στην αρετή που εκδηλώνεται με τα έργα αντιστέκεται η ραθυμία, χαλαρώνοντας τις δυνάμεις, και πρέπει να αγρυπνεί πάρα πολύ η ψυχή, ώστε να μην υποχωρεί, έτσι και όταν πρέπει να πιστέψουμε, υπάρχουν σκέψεις που προκαλούν σύγχυση και βλάπτουν τη διάνοια των πολλών και χρειάζεται πιο ρωμαλαία ψυχή, ώστε ν’ αποκτούσει αυτές.
Τι όμως σημαίνει το «κοντά σου είναι ο λόγος»; Δηλαδή είναι εύκολος, γιατί η σωτηρία βρίσκεται στη σκέψη σου και στη γλώσσα σου. Χωρίς να βαδίσουμε πολύ δρόμο, ούτε να πλεύσουμε πέλαγος, ούτε να περάσουμε βουνά, έτσι πρέπει να σωθούμε. Αλλά αν δεν θέλεις ούτε αυτό το δρόμο να βαδίσεις, είναι δυνατόν παραμένοντας και στο σπίτι σου να σωθείς, γιατί η αφετηρία της σωτηρίας σου βρίσκεται στο στόμα σου και στην καρδιά σου.
10 καρδίᾳ γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν. 11 λέγει γὰρ ἡ γραφή· πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ᾿ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται. 12 οὐ γὰρ ἔστι διαστολὴ ᾿Ιουδαίου τε καὶ ῞Ελληνος· ὁ γὰρ αὐτὸς Κύριος πάντων, πλουτῶν εἰς πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους αὐτόν· 13 πᾶς γὰρ ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται.
Είδες πως παρουσιάζει μάρτυρες και για την πίστη και για την ομολογία; Γιατί με το να πει ότι «ο καθένας που πιστεύει», φανέρωσε την πίστη, ενώ με το να πει «που θα επικαλεσθεί», έδειξε την ομολογία. Στη συνέχεια πάλι ανακηρύσσοντας το κοινό της χάριτος και συγκρατώντας την αλαζονεία εκείνων, εκείνα που απέδειξε με πολλά προτύτερα, τα ίδια υπενθυμίζει με συντομία, για να δείξει πάλι ότι δεν υπάρχει καμιά διαφορά μεταξύ Ιουδαίου και απερίτμητου. «Γιατί δεν υπάρχει διαφορά, λέει, μεταξύ Ιουδαίου και Έλληνα».
Αυτό όμως ήταν εκείνο που περισσότερο ανησυχούσε τους Ιουδαίους, ότι ενώ απολάμβαναν την πρωτοκαθεδρία και βρίσκονταν πάνω από ολόκληρη την οικουμένη, τώρα εξαιτίας της πίστεως κατεβάζονται από τους θρόνους εκείνους και δεν έχουν τίποτα περισσότερο από τους υπόλοιπους.
14 πῶς οὖν ἐπικαλέσονται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; πῶς δὲ πιστεύσουσιν οὗ οὐκ ἤκουσαν; πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος; 15 πῶς δὲ κηρύξουσιν ἐὰν μὴ ἀποσταλῶσι; καθὼς γέγραπται· (πως λοιπόν θα επικαλεσθούν εκείνον, στον οποίο δεν πίστεψαν; Και πως θα πιστέψουν σ’ εκείνον για τον οποίο δεν άκουσαν; Αλλά και πως θ’ ακούσουν χωρίς να κηρύττει κάποιος; Και πως θα κηρύξουν, εάν δεν αποσταλούν; Όπως έχει γραφεί)
Πάλι τους αφαιρεί τη συγγνώμη. Επειδή δηλαδή είπε, «δίνω μαρτυρία γι’ αυτούς ότι έχουν ζήλο για το Θεό, αλλά όχι με επίγνωση» και «αγνοώντας τη δικαίωση του Θεού, δεν υποτάχθηκαν», δείχνει στη συνέχεια, ότι και για την άγνοια αυτή καταδικάζονται από το Θεό. Και δεν το λέει βέβαια αυτό, αλλά το προετοιμάζει συνεχίζοντας με ερώτηση το λόγο και έτσι κάνει σαφέστερο τον έλεγχο, υφαίνοντας εδώ ολόκληρο το χωρίο με ερωτήσεις και εξηγήσεις.
Πρόσεχε λοιπόν από την αρχή. Είπε λέγει ο προφήτης ότι «καθένας που θα επικαλεσθεί το όνομα του Κυρίου θα σωθεί». Αλλά ίσως θα μπορούσε κάποιος να πεί· και πως μπορούσαν να επικαλεσθούν αυτόν στον οποίο δεν πίστεψαν; Έπειτα ακολουθεί ερώτηση απ’ αυτόν μετά την αντίθεση· και γιατί δεν πίστεψαν; Και πάλι αντίθεση· οπωσδήποτε μπορεί να πει κάποιος, και πως μπορούσαν να πιστέψουν χωρίς ν’ ακούσουν; Και όμως άκουσαν, λέει. Έπειτα άλλη πάλι αντίθεση· και πως μπορούσαν ν’ ακούσουν χωρίς να κηρύττει κάποιος; Έπειτα πάλι εξήγηση μέσω του προφήτη:
ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων τὰ ἀγαθά!
Βλέπεις πως από τον τρόπο του κηρύγματος δείχνει τους κήρυκες; Επομέως, όταν απιστείτε, δεν απιστείτε σε μας αλλά στον Ησαῒα, διότι δικός τους είναι ο παραπάνω λόγος.
16 ᾿Αλλ᾿ οὐ πάντες ὑπήκουσαν τῷ εὐαγγελίῳ· ῾Ησαΐας γὰρ λέγει· Κύριε, τίς ἐπίστευσε τῇ ἀκοῇ ἡμῶν; 17 ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ρήματος Θεοῦ.
Επειδή πάλι πρόσθεσαν άλλη αντίθεση λέγοντας ότι αν αυτοί ήταν απεσταλμένοι και στάλθηκαν από τον Θεό,έπρεπε όλοι ν’ ακούσουν, πρόσεχε τη σύσεση του Παύλου, πως αυτό το ίδιο που προκαλούσε θόρυβο, το παρουσιάζει να είναι αναιρετικό του θορύβου και της ταραχής. Τι λοιπόν σε σκανδαλίζει Ιουδαίε, ύστερα από τόση και τέτοια μαρτυρία και απόδειξη πραγμάτων; Ότι δεν υπάκουσαν όλοι στο Ευγγέλιο; Αυτό ακριβώς, μαζί με τα άλλα ήταν αρκετό για να σε κάνει να πιστέψεις, ότι δηλαδή δεν υπάκουσαν όλοι, καθόσον και αυτό το προείπε από την αρχή ο προφήτης. Γιατί ο Ησαῒας δεν λέει μόνο αυτό, αλλά και ακόμη περισσότερο: «Κύριε, ποιος πίστεψε στο κήρυγμά μας»;
18 ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἤκουσαν; μενοῦνγε εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ρήματα αὐτῶν. 19 ἀλλὰ λέγω, μὴ οὐκ ἔγνω ᾿Ισραήλ;
Η οικουμένη και τα πέρατα της γης άκουσαν και σεις, κοντά στους οποίους οι κήρυκες παρέμειναν τόσο πολύ χρόνο και που κατάγονταν από σας, δεν ακούσατε; Και πως μπορεί να έχει δικαιολογία αυτό; Εάν λοιπόν τα πέρατα της γης άκουσαν, πολύ περισσότερο εσείς.
πρῶτος Μωϋσῆς λέγει· ἐγὼ παραζηλώσω ὑμᾶς ἐπ᾿ οὐκ ἔθνει, ἐπὶ ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ ὑμᾶς. (πρώτος ο Μωυσής λέγει· Εγώ θα σας κεντήσω τη ζήλεια σας με έθνος που δεν λογαριάζετε για έθνος και θα σας εξοργίσω με έθνος ανόητο)
Άραγε μόνο ο Μωϋσής το είπε αυτό; Καθόλου, αλλά και ο Ησαῒας ύστερα απ’ αυτόν:
20 ῾Ησαΐας δὲ ἀποτολμᾷ καὶ λέγει· εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν, ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσι. 21 πρὸς δὲ τὸν ᾿Ισραὴλ λέγει· ὅλην τὴν ἡμέραν ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα.
Ποιοι λοιπόν είναι εκείνοι που δεν τον ζητούσαν και ποιοι εκείνοι που δεν ερωτούσαν; Είναι ολοφάνερο πως δεν είναι οι Ιουδαίοι, αλλά εκείνοι που προέρχονται από τους εθνικούς, εκείνοι που δεν γνώρισαν ποτέ αυτόν.
Ενώ προς τους Ισραηλίτες λέει: «όλη την ημέρα άπλωσα τα χέρια μου σε λαό, που απειθεί και αντιλέγει». Εννοώντας ως ημέρα όλο τον προηγούμενο χρόνο. Και το «άπλωσα τα χέρια μου», δηλώνει ότι τον κάλεσε και τον παρακίνησε και τον παρακάλεσε. Είδες πόση είναι η κατηγορία;
Γιατί ο Θεός δεν παρακάλεσε μόνο, αλλά και το πάθος της ζηλοτυπίας προκάλεσε σ’ αυτούς, εισάγοντας τους πολύ κατώτερους, πράγμα που κυρίως δημιουργεί ζηλοτυπία, όχι στα αγαθά εκείνων, αλλά, πράγμα που ήταν πολύ μεγαλύτερο και κάνει το πάθος τυραννικότερο, στα πολύ μεγαλύτερα εκείνων αναγκαιότερα που ούτε στο όνειρό τους τα φαντάστηκαν αυτοί ποτέ. Αλλά ούτε έτσι υπάκουσαν. Για ποια συγγνώμη λοιπόν μπορεί αυτοί να είναι άξιοι; Για καμία. Και αυτό βέβαια δεν το λέει ο Πάλυος, αλλά αφήνειο τον ακροατή να το συνπεράνει από μόνος του.