1 Είπε δὲ ὁ ἀρχιερεύς· εἰ ἄρα ταῦτα οὕτως ἔχει;
Βλέπεις πως η ερώτηση έγινε με ηπιότητα; Και δεν είχε στην αρχή τίποτα το ενοχλητικό; Γι’ αυτό και αυτός αρχίζει την ομιλία του με τρόπο ήρεμο: 2 ὁ δὲ ἔφη· ἄνδρες ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκούσατε. ὁ Θεὸς τῆς δόξης ὤφθη τῷ πατρὶ ἡμῶν ᾿Αβραὰμ ὄντι ἐν τῇ Μεσοποταμίᾳ, πρὶν ἢ κατοικῆσαι αὐτὸν ἐν Χαρράν,
Αμέσως με το προοίμιο ανατρέπει την γνώμη τους και με ατα όσα λέει ανυποψίαστα για τους ακροατές αποδεικνύει ότι και ο ίδιος ο ναός δεν είναι τίποτα, ούτε τα έθιμα και ότι δεν θα γίνουν αυτοί εμπόδιο στο κήρυγμα και ότι ο Θεός πάντοτε από τα αδύνατα δημιουργεί και κατασκευάζει τα πάντα. Πρόσεχε λοιπόν ότι με αυτά δημιουργεί τη δημηγορία και αποδεικνύει ότι ενώ πάντοτε απόλαυσαν πολλή φιλανθρωπία, αντάμειψαν τον ευεργέτη τους με τα αντίθετα και ακόμη επιχειρούν ακατόρθωτα.
3 καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου, καὶ δεῦρο εἰς γῆν ἣν ἄν σοι δείξω.
Και ναός δεν υπήρχε και θυσία δεν γινόταν και θείας εμφανίσεως αξιώθηκε ο Αβραάμ και Πέρσες προγόνους είχε και σε ξένη γη βρίσκονταν. Και γιατί αρχίζοντας την ομιλία του ονόμασε τον Θεό, Θεό της δόξας; Επειδή έκανε τους περιφρονημένους ένδοξους και για να διδάξει ότι αν δόξασε εκείνους πολύ περισσότερο θα δοξάσει αυτούς. Αν λοιπόν είναι Θεός της δόξας, είναι φανερό ότι δεν χρειάζεται την δική μας δόξα, ούτε εκείνη που προέρχεται από τον ναό, διότι Αυτός είναι η πηγή της δόξας.
Και με το «φύγε από τους συγγενείς σου» δείχνει ότι αυτά δεν ήταν παιδιά του Αβραάμ. Γιατί; Διότι ο Αβραάμ ήταν υπάκους , ενώ αυτοί ανυπάκουοι.
4 τότε ἐξελθὼν ἐκ γῆς Χαλδαίων κατῴκησεν ἐν Χαρράν. κἀκεῖθεν μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν πατέρα αὐτοῦ μετῴκησεν αὐτὸν εἰς τὴν γῆν ταύτην εἰς ἣν ὑμεῖς νῦν κατοικεῖτε·
5 καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ κληρονομίαν ἐν αὐτῇ οὐδὲ βῆμα ποδός, καὶ ἐπηγγείλατο δοῦναι αὐτῷ εἰς κατάσχεσιν αὐτὴν καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ μετ᾿ αὐτόν, οὐκ ὄντος αὐτῷ τέκνου.
Προσέχετε πως απομακρύνει αυτούς από τη γη διότι δεν είπε «θα δώσει», αλλά ότι «δεν έδωσε» δηλώνοντας ότι τα πάντα προήλθαν από εκείνον και τίποτα απ’ αυτούς. Διότι ήλθε αφού εγκατέλειψε και τους συγγενείς του και την πατρίδα. Γιατί λοιπόν «δεν έδωσε»; -Διότι ήταν πρότυπο άλλης γης και υποσχέθηκε να δώσει αυτήν σ’ αυτόν. Και μάλιστα υποσχέθηκε να δώσει τη γη αυτή στους απογόνους του αν και δεν είχε ακόμη αυτός παιδί. Έτσι και πάλι αποδεικνύει την δύναμη του Θεού να δημιουργεί τα πάντα και από τα αδύνατα.
6 ἐλάλησε δὲ οὕτως ὁ Θεός, ὅτι ἔσται τὸ σπέρμα αὐτοῦ πάροικον ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ, καὶ δουλώσουσιν αὐτὸ καὶ κακώσουσιν ἔτη τετρακόσια· 7 καὶ τὸ ἔθνος ᾧ ἐὰν δουλεύσωσι κρινῶ ἐγώ, εἶπεν ὁ Θεός· καὶ μετὰ ταῦτα ἐξελεύσονται καὶ λατρεύσουσί μοι ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ.
Βλέπε πριν από πόσα χρόνια είναι η υπόσχεση και ο τρόπος της υποσχέσεως και πουθενά δεν αναφέρεται θυσία, πουθενά περιτομή.
«Το δε έθνος στο οποίο θα υποδουλωθούν οι απόγονοι του Αβραάμ, θα το κρίνω εγώ, είπε ο Θεός». Βλέπεις; Εκείνος που υπος΄χεθηκε και που έδωσε γη, προηγουμένως επιτρέπει τα κακά. Έτσι και τώρα αν και υπος΄χεθηκε βασιλεία, αφήνει όμως να ασκούμαστε στις δοκιμασίες.
8 καὶ ἔδωκεν αὐτῷ διαθήκην περιτομῆς· καὶ οὕτως ἐγέννησε τὸν ᾿Ισαὰκ καὶ περιέτεμεν αὐτὸν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ, καὶ ὁ ᾿Ισαὰκ τὸν ᾿Ιακώβ, καὶ ὁ ᾿Ιακὼβ τοὺς δώδεκα πατριάρχας. 9 Καὶ οἱ πατριάρχαι ζηλώσαντες τὸν ᾿Ιωσὴφ ἀπέδοντο εἰς Αἴγυπτον.
Αυτό συνέβηκε και στην περίπτωση του Χριστού διότι ο Ιωσήφ ήταν τύπος Αυτού. Γι’ αυτό και υπονοώντας αυτό, διηγείται μέχρι τέλους την ιστορία του Ιωσήφ.
10 καὶ ἦν ὁ Θεὸς μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐξείλετο αὐτὸν ἐκ πασῶν τῶν θλίψεων αὐτοῦ, καὶ ἔδωκεν αὐτῷ χάριν καὶ σοφίαν ἐναντίον Φαραὼ βασιλέως Αἰγύπτου, καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἡγούμενον ἐπ᾿ Αἴγυπτον καὶ ὅλον τὸν οἶκον αὐτοῦ. 11 ἦλθε δὲ λιμὸς ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν Αἰγύπτου καὶ Χαναὰν καὶ θλῖψις μεγάλη, καὶ οὐχ εὕρισκον χορτάσματα οἱ πατέρες ἡμῶν.
12 ἀκούσας δὲ ᾿Ιακὼβ ὄντα σῖτα ἐν Αἰγύπτῳ ἐξαπέστειλε τοὺς πατέρας ἡμῶν πρῶτον· 13 καὶ ἐν τῷ δευτέρῳ ἀνεγνωρίσθη ᾿Ιωσὴφ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ, καὶ φανερὸν ἐγένετο τῷ Φαραὼ τὸ γένος τοῦ ᾿Ιωσήφ. 14 ἀποστείλας δὲ ᾿Ιωσὴφ μετεκαλέσατο τὸν πατέρα αὐτοῦ ᾿Ιακὼβ καὶ πᾶσαν τὴν συγγένειαν αὐτοῦ ἐν ψυχαῖς ἑβδομήκοντα πέντε. 15 κατέβη δὲ ᾿Ιακὼβ εἰς Αἴγυπτον καὶ ἐτελεύτησεν αὐτὸς καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν, 16 καὶ μετετέθησαν εἰς Συχὲμ καὶ ἐτέθησαν ἐν τῷ μνήματι ᾧ ὠνήσατο ᾿Αβραὰμ τιμῆς ἀργυρίου παρὰ τῶν υἱῶν ᾿Εμμόρ τοῦ Συχέμ. 17 Καθὼς δὲ ἤγγιζεν ὁ χρόνος τῆς ἐπαγγελίας ἣν ὤμοσεν ὁ Θεὸς τῷ ᾿Αβραάμ, ηὔξησεν ὁ λαὸς καὶ ἐπληθύνθη ἐν Αἰγύπτῳ, 18 ἄχρις οὗ ἀνέστη βασιλεὺς ἕτερος, ὃς οὐκ ᾔδει τὸν ᾿Ιωσήφ.
Όλα τα ανέλπιστα έγιναν. Πούλησαν τον αδελφό τους, ήρθε η πείνα, έπεσαν στα χέρια του αδελφού τους τον οποίο πούλησαν κι ενώ αποφασίστηκε η θανάτωσή τους από τον βασιλιά κι όμως διασώθηκαν. Έπειτα για να δείξει την δυνατότητα εξευρέσεως τρόπων υπό του Θεού λέει:
19 οὗτος κατασοφισάμενος τὸ γένος ἡμῶν ἐκάκωσε τοὺς πατέρας ἡμῶν τοῦ ποιεῖν ἔκθετα τὰ βρέφη αὐτῶν, εἰς τὸ μὴ ζωογονεῖσθαι· 20 ἐν ᾧ καιρῷ ἐγεννήθη Μωϋσῆς, καὶ ἦν ἀστεῖος τῷ Θεῷ· ὃς ἀνετράφη μῆνας τρεῖς ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.
Αν εκείνο ήταν αξιοθαύμαστο, ότι πουλήθηκε από τους αδελφούς του, αυτό είναι αξιοθαυμαστότερο, το ότι ο βασιλιάς έτρεφε αυτόν που επρόκειτο να καταλύσει την εξουσία του. βλέπεις ότι παντού σχεδόν προεικονίζεται η ανάσταση των νεκρών;
21 ἐκτεθέντα δὲ αὐτὸν ἀνείλετο αὐτὸν ἡ θυγάτηρ Φαραὼ καὶ ἀνεθρέψατο αὐτὸν ἑαυτῇ εἰς υἱόν. 22 καὶ ἐπαιδεύθη Μωϋσῆς πάσῃ σοφίᾳ Αἰγυπτίων, ἦν δὲ δυνατὸς ἐν λόγοις καὶ ἐν ἔργοις. 23 ῾Ως δὲ ἐπληροῦτο αὐτῷ τεσσαρακονταετὴς χρόνος, ἀνέβη εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἐπισκέψασθαι τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραήλ. 24 καὶ ἰδών τινα ἀδικούμενον ἠμύνατο, καὶ ἐποιήσατο ἐκδίκησιν τῷ καταπονουμένῳ πατάξας τὸν Αἰγύπτιον. 25 ἐνόμιζε δὲ συνιέναι τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ὅτι ὁ Θεὸς διὰ χειρὸς αὐτοῦ δίδωσιν αὐτοῖς σωτηρίαν· οἱ δὲ οὐ συνῆκαν. 26 τῇ τε ἐπιούσῃ ἡμέρᾳ ὤφθη αὐτοῖς μαχομένοις, καὶ συνήλασεν αὐτοὺς εἰς εἰρήνην εἰπών· ἄνδρες, ἀδελφοί ἐστε ὑμεῖς· ἵνα τί ἀδικεῖτε ἀλλήλους; 27 ὁ δὲ ἀδικῶν τὸν πλησίον ἀπώσατο αὐτὸν εἰπών· τίς σε κατέστησεν ἄρχοντα καὶ δικαστὴν ἐφ᾿ ἡμῶν; 28 μὴ ἀνελεῖν με σὺ θέλεις ὃν τρόπον ἀνεῖλες χθὲς τὸν Αἰγύπτιον;
Από την ίδια σκέψη φαίνονται να λέγουν τα ίδια και προς τον Χριστό: «Δεν έχουμε βασιλέα παρά μόνο τον Καίσαρα» (Ιω 19,15). Έτσι συνήθιζαν να κάνουν οι Ιουδαίοι πνατοτε και όταν ευεργετούνταν. Είδες ανοησία; Εκείνον που επρόκειτο να τους σώσει, τον διαβάλλουν με αυτά που λένε «Όπως φόνευσες χθες τον Αιγύπτιο».
29 ἔφυγε δὲ Μωϋσῆς ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ καὶ ἐγένετο πάροικος ἐν γῇ Μαδιάμ, οὗ ἐγέννησεν υἱοὺς δύο.
Φεύγει, όμως ούτε η φυγή έπαυσε το σχέδιο της πρόνοιας του Θεού. Όπως βέβαια ούτε ο θάνατος.
30 Καὶ πληρωθέντων ἐτῶν τεσσαράκοντα ὤφθη αὐτῷ ἐν τῇ ἐρήμῳ τοῦ ὄρους Σινᾶ ἄγγελος Κυρίου ἐν φλογὶ πυρὸς βάτου.
Βλέπεις πως ούτε με το πέρασμα του χρόνου διακόπτεται το σ΄χδιο του Θεού; Διότι όταν φυγάς, όταν ήταν ξένος, όταν πολύ χρόνο έκανε στην ξένη χώρα, ώστε και δύο παιδιά να αποκτήσει και δεν περίμενε πλέον ότι θα επιστρέψει, τότε εμφανίζεται σ’ αυτόν ο άγγελος. Τον Υιό του Θεού ονομάζει άγγελο όπως και άνθρωπο. Και που εμφανίζεται; Στην έρημο, όχι στο ναό. βλέπεις πόσα θαύματα γίνονται και πουθενά δεν υπάρχει ναός, πουθενά θυσία; Και όχι απλώς στην έρημο, αλλά στη βάτο.
31 ὁ δὲ Μωϋσῆς ἰδὼν ἐθαύμαζε τὸ ὅραμα· προσερχομένου δὲ αὐτοῦ κατανοῆσαι ἐγένετο φωνὴ Κυρίου πρὸς αὐτόν·
Να, αξιώθηκε να ακούσει και τη φωνή του Θεού.
32 ἐγὼ ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σου, ὁ Θεὸς ᾿Αβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ ὁ Θεὸς ᾿Ιακώβ.
Εδώ δείχνει, ότι όχι μόνο ο άγγελος που εμφανίστηκε σ’ αυτόν, ήταν ο άγγελος της μεγάλης βουλής, αλλά δείχνει και πόση φιλανθρωπία δείχνει ο Θεός με την εμφάνισή Του.
ἔντρομος δὲ γενόμενος Μωϋσῆς οὐκ ἐτόλμα κατανοῆσαι. 33 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Κύριος· λῦσον τὸ ὑπόδημα τῶν ποδῶν σου. ὁ γὰρ τόπος ἐν ᾧ ἕστηκας γῆ ἁγία ἐστίν.
Πουθενά δεν υπήρχε ναός και ο τόπος έγινε άγιος με την εμφάνιση και ενέργεια του Χριστού. Αυτό είναι πολύ πιο θαυμάσιο από τον τόπο που είναι στα Άγια των Αγίων, διότι εκεί ποτέ δεν εμφανίστηκε έτσι ο Θεός, πουθενά δεν τρόμαξε τόσο πολύ ο Μωυσής. Είδες την φιλανθρωπία; Βλέπε πλέον και την μέριμνά Του.
34 ἰδὼν εἶδον τὴν κάκωσιν τοῦ λαοῦ μου τοῦ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ τοῦ στεναγμοῦ αὐτῶν ἤκουσα, καὶ κατέβην ἐξελέσθαι αὐτούς· καὶ νῦν δεῦρο ἀποστελῶ σε εἰς Αἴγυπτον.
Πρόσεχε πως δείχνει, ότι με ευεργεσίες και τιμωρίες και με θαύματα τους οδηγούσε, αυτοί όμωςήταν ίδιοι. Ακούγοντας αυτά ας καταφεύγουμε κι εμείς προς Αυτόν όταν βρισκόμαστε μέσα στις θλίψεις. Διότι λέει «άκουσα και τον στεναγμό τους». Αν δε κάποιος πει «και για ποιο λόγο άφησε αυτούς να κακοπαθήσουν έτσι»; Ας ακούσει ότι σε κάθε δίκαιο, προ πάντων οι κακοπαθήσεις γίνονται αιτίες αμοιβών.
35 Τοῦτον τὸν Μωϋσῆν ὃν ἠρνήσαντο εἰπόντες· τίς σε κατέστησεν ἄρχοντα καὶ δικαστήν; τοῦτον ὁ Θεὸς ἄρχοντα καὶ λυτρωτὴν ἀπέστειλεν ἐν χειρὶ ἀγγέλου τοῦ ὀφθέντος αὐτῷ ἐν τῇ βάτῳ.
«Αυτόν τον Μωυσή». Δηλαδή ποιον; Εκείνον που κινδύνεψε να χαθεί, εκείνον που περιφρονήθηκε απ’ αυτούς, εκείνον που αρνήθηκαν να τον αναγνωρίσουν ως προστάτη τους, αυτόν λοιπόν ο ίδιος ο Θεός απέστειλε άρχοντα και ελευθερωτή με τη βοήθεια του αγγέλου που είπε σ’ αυτόν «Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ». Εδώ δείχνει ότι τα θαύματα που έγιναν, είχαν γίνει με το Χριστό.
36 οὗτος ἐξήγαγεν αὐτοὺς ποιήσας τέρατα καὶ σημεῖα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ καὶ ἐν ᾿Ερυθρᾷ θαλάσσῃ καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἔτη τεσσαράκοντα. 37 οὗτός ἐστιν ὁ Μωϋσῆς ὁ εἰπὼν τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ· προφήτην ὑμῖν ἀναστήσει Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐκ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν ὡς ἐμέ· αὐτοῦ ἀκούσεσθε. 38 οὗτός ἐστιν ὁ γενόμενος ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἐν τῇ ἐρήμῳ μετὰ τοῦ ἀγγέλου τοῦ λαλοῦντος αὐτῷ ἐν τῷ ὄρει Σινᾶ καὶ τῶν πατέρων ἡμῶν, ὃς ἐδέξατο λόγια ζῶντα δοῦναι ἡμῖν.
«Και με τον άγγελο», λέει «που παρέλαβε λόγια γεμάτα ζωή, για να μας τα δώσει». Εδώ δείχνει, ότι όχι μόνο έκανε θαύματα, αλλά και νόμο έδωσε όπως ακριβώς και ο Χριστός. όπως ακριβώς δηλαδή ο Μωυσής πρώτα κάνει θαύματα κι έπειτα νομοθετεί, έτσι λοιπόν και ο Χριστός. αλλά δεν υπάκουσαν σ’ αυτόν επειδή είχαν μάθει πάντοτε να είναι απειθείς μετά από τόσα θαύματα που γίνονταν επί σαράντα χρόνια.
39 ᾧ οὐκ ἠθέλησαν ὑπήκοοι γενέσθαι οἱ πατέρες ἡμῶν, ἀλλ᾿ ἀπώσαντο καὶ ἐστράφησαν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν εἰς Αἴγυπτον 40 εἰπόντες τῷ ᾿Ααρών· ποίησον ἡμῖν θεοὺς οἳ προπορεύσονται ἡμῶν· ὁ γὰρ Μωϋσῆς οὗτος ὃς ἐξήγαγεν ἡμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, οὐκ οἴδαμεν τί γέγονεν αὐτῷ. 41 καὶ ἐμοσχοποίησαν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ ἀνήγαγον θυσίαν τῷ εἰδώλῳ, καὶ εὐφραίνοντο ἐν τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν αὐτῶν. 42 ἔστρεψε δὲ ὁ Θεὸς καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς λατρεύειν τῇ στρατιᾷ τοῦ οὐρανοῦ, καθὼς γέγραπται ἐν βίβλῳ τῶν προφητῶν· μὴ σφάγια καὶ θυσίας προσηνέγκατέ μοι ἔτη τεσσαράκοντα ἐν τῇ ἐρήμῳ, οἶκος ᾿Ισραήλ; 43 καὶ ἀνελάβετε τὴν σκηνὴν τοῦ Μολὸχ καὶ τὸ ἄστρον τοῦ θεοῦ ὑμῶν Ρεμφάν, τοὺς τύπους οὓς ἐποιήσατε προσκυνεῖν αὐτοῖς· καὶ μετοικιῶ ὑμᾶς ἐπέκεινα Βαβυλῶνος.
Το «παρέδωκεν» εδώ σημαίνει τους άφησε.
44 ῾Η σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου ἦν τοῖς πατράσιν ἡμῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, καθὼς διετάξατο ὁ λαλῶν τῷ Μωϋσῇ ποιῆσαι αὐτὴν κατὰ τὸν τύπον ὃν ἑωράκει·
Κι ενώ υπήρχε σκηνή, θυσίες δεν γινόταν. Το ότι δεν γινόταν το φανερώνει και ο προφήτης λέγοντας: «Μήπως μου προσφέρατε σφάγια»; Η σκηνή του μαρτυρίου υπήρχε αλλά τίποτα δεν του ωφέλησε, αλλά φθείρονταν.
45 ἣν καὶ εἰσήγαγον διαδεξάμενοι οἱ πατέρες ἡμῶν μετὰ ᾿Ιησοῦ ἐν τῇ κατασχέσει τῶν ἐθνῶν ὧν ἔξωσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ προσώπου τῶν πατέρων ἡμῶν, ἕως τῶν ἡμερῶν Δαυΐδ·
Βλέπεις ότι εκεί είναι άγιος ο τόπος όπου βρίσκεται ο Θεός;
Ζήτησε δε να οικοδομήσει ναό ο Δαυίδ και δεν πήρε την έγκριση του Θεού, αυτό που ήταν μεγάλος και θαυμαστός, αλλά οικοδομεί ναό ο Σολομών.
46 ὃς εὗρε χάριν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ᾐτήσατο εὑρεῖν σκήνωμα τῷ Θεῷ ᾿Ιακώβ. 47 Σολομὼν δὲ ᾠκοδόμησεν αὐτῷ οἶκον.48 ἀλλ᾿ οὐχ ὁ ὕψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, καθὼς ὁ προφήτης λέγει·
Έγινε μεν φανερό αυτό και με εκείνα που λέχθηκαν ήδη, αποδεικνύεται όμως και με την προφητική φωνή:
49 ὁ οὐρανός μοι θρόνος, ἡ δὲ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν μου· ποῖον οἶκον οἰκοδομήσετέ μοι, λέγει Κύριος, ἢ τίς τόπος τῆς καταπαύσεώς μου; 50 οὐχὶ ἡ χείρ μου ἐποίησε ταῦτα πάντα;
Μην απορείτε λέγει αν ο Χριστός ευεργετεί εκείνους που αρνούνται τη βασιλεία Του, τη στιγμή βέβαια που αυτό συνέβηκε και στην περίπτωση του Μωϋσή. Αυτός λοιπόν που συνομιλεί με τον Θεό, αυτός που σώθηκε κατά παράδοξο τρόπο, αυτό που τόσα πολλά θαύματα επιτέλεσε, δείχνει ότι οπωσδήποτε πρέπει να εκπληρωθεί η προφητεία, και δεν αντιτίθεται προς τον εαυτό του.
51 Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ ῾Αγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς. 52 τίνα τῶν προφητῶν οὐκ ἐδίωξαν οἱ πατέρες ὑμῶν; καὶ ἀπέκτειναν τοὺς προκαταγγείλαντας περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ δικαίου, οὗ νῦν ὑμεῖς προδόται καὶ φονεῖς γεγένησθε· 53 οἵτινες ἐλάβετε τὸν νόμον εἰς διαταγὰς ἀγγέλων, καὶ οὐκ ἐφυλάξατε.
Ο Στέφανος λοιπόν δείχνει με όλα αυτά ότι αυτοί τελικά βλασφημούν όχι μόνο εναντίον του Μωϋσέως, αλλά και εναντίον του Θεού και ότι απ’ αρχής πράττουν αυτά και ότι αυτοί κατέλυσαν τα έθιμα και ότι δεν υπάρχει πλέον ανάγκη αυτών των αποδείξεων και ότι κατηγορώντας και λέγοντας ότι αυτός αντιτίθεται στο Μωϋσή, οι ίδιοι αντιτίθονταν στο Πνέυμα. Και όχι απλώς, αλλά και με φόνο.
54 ᾿Ακούοντες δὲ ταῦτα διεπρίοντο ταῖς καρδίαις αὐτῶν καὶ ἔβρυχον τοὺς ὀδόντας ἐπ᾿ αὐτόν.
Άξιο απορίας είναι πως δεν έλαβαν αφορμή από τα όσα είχε πει για να τον θανατώσουν, αλλά ακόμα μαίνονται και ζητούν αιτία. Έτσι πάντοτε οι αδικούντες βρίσκονται σε κατάσταση κακίας.
Κι όμως αυτός που έπρεπε να οργιστεί ήταν εκείνος που δεν διέπραξε καμιά αδικία, έπαθε δε τα όσα παθαίνουν όσοι αδικούν και συκοφαντήθηκε. Αλλά οι συκοφαντούντες περισσότερο ελέγχονται αποδεκνύοντας έτσι ότι το να κακοποιεί κανείς είναι το ίδιο με το να κακοποιείται.
55 ὑπάρχων δὲ πλήρης Πνεύματος ῾Αγίου, ἀτενίσας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶδε δόξαν Θεοῦ καὶ ᾿Ιησοῦν ἑστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ, 56 καὶ εἶπεν· ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεῳγμένους καὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ ἑστῶτα. 57 κράξαντες δὲ φωνῇ μεγάλῃ συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν καὶ ὥρμησαν ὁμοθυμαδὸν ἐπ᾿ αὐτόν, 58 καὶ ἐκβαλόντες ἔξω τῆς πόλεως ἐλιθοβόλουν.
Κι όμως αν έλεγε ψέμματα έπρεπε να τον αφήσουν σαν μανιακό. Αυτός όμως μίλησε έτσι επειδή ήθελε να συγκεντρώσει το ενδιαφέρον τους.
Όμως αυτοί προχώρησαν στην θανάτωση του Στεφάνου η οποία έγινε έξω από την πόλη όπως ακριβώς και αυτή του Ιησού. Οι ιδέες του Στεφάνου προκάλεσαν τον λιθοβολισμό του και κατόπιν των διωγμό των χριστιανών. Αποτέλεσμα αυτού του διωγμού ήταν οι χριστιανοί της Ιερουσαλήμ να διασπαρθούν στις χώρες της Ιουδαίας και της Σαμάρειας. Άλλοι έφτασαν μέχτι τη Φοινίκη, την Κύπρο και την Αντιόχεια
καὶ οἱ μάρτυρες ἀπέθεντο τὰ ἱμάτια αὐτῶν παρὰ τοὺς πόδας νεανίου καλουμένου Σαύλου, 59 καὶ ἐλιθοβόλουν τὸν Στέφανον, ἐπικαλούμενον καὶ λέγοντα· Κύριε ᾿Ιησοῦ, δέξαι τὸ πνεῦμά μου.
Με αυτό δείχνει και συγχρόνως διδάσκει αυτούς ότι δεν χάνεται.
60 θεὶς δὲ τὰ γόνατα ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· Κύριε, μὴ στήσῃς αὐτοῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐκοιμήθη. Σαῦλος δὲ ἦν συνευδοκῶν τῇ ἀναιρέσει αὐτοῦ.