1 Ατενίσας δὲ ὁ Παῦλος τῷ συνεδρίῳ εἶπεν· ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ πάσῃ συνειδήσει ἀγαθῇ πεπολίτευμαι τῷ Θεῷ ἄχρι ταύτης τῆς ἡμέρας.
Αυτό που λέει σημαίνει το εξής: «Δεν βλέπω να σας έχω αδικήσει σε κάτι, ούτε κάνω κάτι που είναι άξιο για τα δεσμά αυτά». Τι κάνει λοιπόν τότε ο αρχιερέας; Ενώ έπρεπε να συγκινηθεί που εξ’ αιτίας τους είχε δεθεί άδικα, αυτός αντίθετα και επιτίθεται περισσότερο εναντίον του και διατάζει να τον χτυπούν, πράγμα που γίνεται φανερό από κείνα που πρόσθεσε.
2 ὁ δὲ ἀρχιερεὺς ᾿Ανανίας ἐπέταξε τοῖς παρεστῶσιν αὐτῷ τύπτειν αὐτοῦ τὸ στόμα. 3 τότε ὁ Παῦλος πρὸς αὐτὸν εἶπε· τύπτειν σε μέλλει ὁ Θεός, τοῖχε κεκονιαμένε· καὶ σὺ κάθῃ κρίνων με κατὰ τὸν νόμον, καὶ παρανομῶν κελεύεις με τύπτεσθαι! 4 οἱ δὲ παρεστῶτες εἶπον· τὸν ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ λοιδορεῖς; 5 ἔφη τε ὁ Παῦλος· οὐκ ᾔδειν, ἀδελφοί, ὅτι ἐστὶν ἀρχιερεύς· γέγραπται γάρ· ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου οὐκ ἐρεῖς κακῶς.
Μερικοί βέβαια ισχυρίζονται ότι τον ειρωνεύεται, γνωρίζοντας ότι είναι αρχιερέας, όμως εγώ έχω τη γνώμη ότι δεν γνώριζε ότι ήταν αρχιερέας, διότι οπωσδήποτε αν το γνώριζε, θα έδειχνε σεβασμό προς αυτόν. γι’ αυτό και απολογείται, σαν να κατηγορήθηκε και προσθέτει. «Δεν θα κακολογήσεις άρχοντα του λαού σου».
Σε άλλη περίπτωση ο Πάυλος νουθετεί λέγοντας: «Όταν μας βρίζουν, ευλογούμε, όταν μας διώκουν, δείχνουμε ανοχή» (Α΄κορ. 4,12). Εδώ όμως κάνει το αντίθετο, και όχι μόνο βρίζει, αλλά και καταριέται. – Μακριά μια τέτοια σκέψη! Τίποτα απ’ αυτά φαίνεται ότι δεν έχει κάνει, αλλά για κείνον που εξετάζει τα πράγματα με προσοχή, τα λόγια αυτά είναι αποτέλεσμα μάλλον θάρρους, παρά θυμού, άλλωστε δεν ήθελε να φανεί ευκαταφρόνητος στο χιλίαρχο. Διότι αν αυτός απέφυγε να τον μαστιγώσει και προτίμησε να τον παραδώσει στους Ιουδαίους, το να δέρνεται από τους υπηρέτες αυτό θα έκανε θρασύτερο εκείνον, γι’ αυτό και δεν απευθύνεται προς τον υπηρέτη, αλλά προς εκείνον που έδωσε την διαταγή, θέλοντας να επιτύχει αυτό. Το «τοίχε ασβεστωμένε, κάθεσαι εκεί για να με κρίνεις σύμφωνα με το νόμο», το είπε, θέλοντας κατά κάποιο τρόπο να πει το εξής σ’ αυτόν. είσαι υπεύθυνος και άξιος απείρων τιμωριών.
Πρόσεχε πως το πλήθος εξεπλάγη από το θάρρος του Παύλου, διότι ενώ έπρεπε να ανατρέψουν τα πάντα, αυτοί όμως συμπεριφέρονται με μεγάλη απρέπεια. Αυτός όμως και το νόμο αναφέρει, επειδή θέλει να δείξει, ότι αυτά τα είπε έτσι, όχι επειδή φοβήθηκε, ούτε επειδή δεν ήταν άξιος να τα ακούσει, αλλά υπακούοντας κι εδώ στο νόμο. Και είμαι απόλυτα πεπεισμένος, λέει ο Ιερός Χρυσόστομος ότι αυτός δεν γνώριζε ότι εκείνος ήταν αρχιερέας, καθόσον επέστρεψε εδώ μετά από πολύ χρόνο και δεν συναναστρεφόταν με τους Ιουδαίους, κι έτσι είδε κι εκείνον ανάμεσα στους πολλούς. Διότι ο αρχιερέας δεν ήταν γνωστός, επειδή υπήρχαν πολλοί και διάφοροι.
«Ο Θεός θα σε χτυπήσει τοίχε ασβεστωμένε»!!! Πω πω, μέγεθος παρρησίας! Τον κατηγορεί για υποκρισία και παρανομία, γι’ αυτό λοιπόν και συγκρατείται. Κι αυτός βέβαια επειδή βρέθηκε σε αμηχανία δεν τολμά να πει τίποτα, αλλά οι ευρισκόμενοι καοντά σ’ αυτόν, μη υποφέροντας το θάρρος του. είδαν άνθρωπο που ήθελε τόσο πολύ να πεθάνει και δεν μπόρεσαν να υποφέρουν.
Αδελφοί μου τι είναι η επιείκια και τι η ανανδρία; Όταν δεν υπερασπιζόμαστε άλλους που αδικούνται, αλλά σιωπούμε, αυτό είναι ανανδρία, ενώ όταν εμείς οι ίδιοι κακοπαθούμε και δείχνουμε υπομονή, αυτό είναι επιείκια. Τι είναι θάρρος; Πάλι το ίδιο, όταν αγωνιζόμαστε για τους άλλους. Και τι είναι θρασύτητα; Όταν θέλουμε να υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας. Ώστε η μεγαλοψυχία συνυπάρχει με το θάρρος, και η θρασύτητα πάλι με την ανανδρία, καθόσον εκείνος που δεν πονάει για τον εαυτό του, δύσκολα θα πονέσει για τους άλλους, ενώ εκείνος που δεν υπερασπίζεται τον εαυατό του, δύσκολα δεν θα υποερασπιστεί τους άλλους. Διότι όταν το ήθος μας είναι καθαρό από τα πάθη, δέχεται την αρετή. Όπως ακριβώς το σώμα που είναι καθαρό από πυρετό έχει δύναμη, έτσι λοιπόν και η ψυχή, εάν δεν διαφθαρεί από τα πάθη έχει δύναμη.
Η επιείκια είναι γνώρισμα μεγάλης δυνάμεως. Για την επιείκεια χρειάζεται γενναία και νεανική και πάρα πολύ ανώτερη ψυχή. Ή νομίζεις ότι είναι μικρό πράγμα το να κακοπαθείς και να μην οργίζεσαι; Και δεν έσφαλλε κάποιος αν ονόμαζε ανδρεία τη φροντίδα για τους συνανθρώπους του διότι εκείνος που απέκτησε τόση δύναμη, ώστε να μπορέσει να υπερνικήσει ένα τόσο μεγάλο πάθος, θα μπορέσει και άλλα να υπερνικήσει. Δύο λοιπόν είναι αυτά τα πάθη. Η δειλία και ο θυμός. Αν κατανικήσεις τον θυμό, είναι ολοφάνερο ότι θα κατανικήσεις και τη δειλία, θα γίνεις ανδρείος. Πάλι, αν δεν κατανικήσει τον θυμό, έγινες τότε θρασύς. Αφού δεν μπόρεσες να νικήσεις αυτόν, δεν μπορείς ούτε τον φόβο να νικήσεις, επομένως θα είσαι και δειλός.
Κοντά σ’ αυτά βρίσκεται και η ασωτία και η οικονομία. Διότι η οικονομία είναι αρετή, καθώς και το να είναι κανείς οικονόμος. Κοντά σ’ αυτή βρίσκεται η φιλαργυρία και η τσιγγουνιά.
Πραγματικά ο άσωτος δεν είναι μεγαλόψυχος. Γιατί; -διότι εκείνος που κυριεύεται από αμέτρητα πάθη πως θα μπορούσε να είναι μεγαλόψυχος; Διότι η ασωτία δεν αποτελεί περιφρόνηση των χρημάτων, αλλά εξουσιάζεται από άλλα πάθη· όπως ακριβώς δεν θα ήταν κάποιος ελεύθερος, εάν διατάσσονταν από τους ληστές να υπακούει σ’ εκείνους· διότι η σπατάλη δεν γίνεται από περιφρόνηση προς τα χρήματα, αλλά επειδή δεν γνωρίζει κανείς να κάνει σωστή διαχείριση· διότι, αν μπορούσε και να έχει χρήματα και ν’ απολαμβάνει αυτά, οπωσδήποτε θα το ήθελε. Ενώ εκείνος που ξοδεύει σωστά τα χρήματα, αυτός είναι μεγαλόψυχος· διότι πραγματικά μεγάλη ψυχή είναι εκείνη που δεν είναι δούλη των παθών, που δεν θεωρεί τίποτα τα χρήματα. Επίσης η οικονομία είναι καλό πράγμα· κατά την ίδια σκέψη και ο οικονόμος θα ήταν άριστος αν ξόδευε σωστά τα χρήματα και όχι άσκοπα και χωρίς σωστή διαχείριση. Η τσιγγουνιά όμως δεν είναι το ίδιο. Διότι ο οικονόμος όλα τα ξοδεύει όπως πρέπει, ενώ ο τσιγγούνης ούτε και όταν το απαιτεί κάποια απαραίτητη ανάγκη απλώνει το χέρι του στα χρήματα. Η οικονόμος λοιπόν θα μπορούσε να θεωρηθεί αδελφός του μεγαλόψυχου. Ας τοποθετήσουμε λοιπόν τον μεγαλόψυχο μαζί με τον οικονόμο και τον άσωτο μαζί με τον τσιγγούνη. Διότι και οι δύο αυτοί το παθαίνουν αυτό από μικροψυχία, όπως βέβαια κι εκείνοι από μεγαλοψυχία.
Ας ονομάσουμε λοιπόν μεγαλόψυχο όχι εκείνον που ξοδεύει απερίσκεπτα, αλλά εκείνον που ξοδεύει εκεί που πρέπει, ούτε τον οικονόμο να τον ονομάσουμε τσιγγούνη και φιλάργυρο, αλλά εκείνον που τσιγγουνεύεται τα χρήματα εκεί που δεν πρέπει.
6 γνοὺς δὲ ὁ Παῦλος ὅτι τὸ ἓν μέρος ἐστὶ Σαδδουκαίων, τὸ δὲ ἕτερον Φαρισαίων, ἔκραξεν ἐν τῷ συνεδρίῳ· ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ Φαρισαῖός εἰμι, υἱὸς Φαρισαίου· περὶ ἐλπίδος καὶ ἀναστάσεως νεκρῶν ἐγὼ κρίνομαι. 7 τοῦτο δὲ αὐτοῦ λαλήσαντος ἐγένετο στάσις τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Σαδδουκαίων, καὶ ἐσχίσθη τὸ πλῆθος. 8 Σαδδουκαῖοι μὲν γὰρ λέγουσι μὴ εἶναι ἀνάστασιν μήτε ἄγγελον μήτε πνεῦμα, Φαρισαῖοι δὲ ὁμολογοῦσι τὰ ἀμφότερα.
Πάλι ανθρώπινα ομιλεί και δεν απολαμβάνει παντού τη χάρη του Θεού, αλλά επιτρέπεται και από τον εαυτό του να συνεισφέρει, απολογούμενος και στην περίπτωση αυτή και στη συνέχεια, θέλοντας να διχάσει το πλήθος, που κακώς ομονοεί εναντίον του. και ούτε εδώ λέει ψέμματα, ονομάζοντας τον ευατό του Φαρισαίο, διότι ήταν Φαρισαίος από προγόνους. Επειδή λοιπόν αυτοί που τον δίκαζαν δεν ήθελαν να πουν το γιατί τον δικάζουν, αναγκάζεται πλέον να το πει ο ίδιος. Και πρόσεχε όταν πήρε το μέρος τους, τότε απολογούνται υπέρ αυτού διότι λέγει:
9 ἐγένετο δὲ κραυγὴ μεγάλη, καὶ ἀναστάντες οἱ γραμματεῖς τοῦ μέρους τῶν Φαρισαίων διεμάχοντο λέγοντες· οὐδὲν κακὸν εὑρίσκομεν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ· εἰ δὲ πνεῦμα ἐλάλησεν αὐτῷ ἢ ἄγγελος, μὴ θεομαχῶμεν.
Και γιατί πριν απ’ αυτό δεν απολογήθηκαν υπέρ αυτού; Διότι δεν συνανστρέφονταν μέχρι τότε αυτούς, ούτε ήταν φανερό, προτού απολογηθεί, ότι είναι Φαρισαίος από την αρχή. Βλέπεις όταν τα πάθη υποχωρούν, πως βρίσκεται η αλήθεια;
10 πολλῆς δὲ γενομένης στάσεως εὐλαβηθεὶς ὁ χιλίαρχος μὴ διασπασθῇ ὁ Παῦλος ὑπ᾿ αὐτῶν, ἐκέλευσε τὸ στράτευμα καταβῆναι καὶ ἁρπάσαι αὐτὸν ἐκ μέσου αὐτῶν ἄγειν τε εἰς τὴν παρεμβολήν.
Φοβάται λοιπόν ο χιλίαρχος μήπως κατασπαραχθεί ο Παύλος απ’ αυτούς επειδή είπε ότι είναι Ρωμαίος. Βλέπεις δίκαια είπε ότι είναι Ρωμαίος; Διότι αλλιώς δεν θα φοβόταν τώρα ο χιλίαρχος.
11 Τῇ δὲ ἐπιούσῃ νυκτὶ ἐπιστὰς αὐτῷ ὁ Κύριος εἶπε· θάρσει, Παῦλε· ὡς γὰρ διεμαρτύρω τὰ περὶ ἐμοῦ εἰς ῾Ιερουσαλήμ, οὕτω σὲ δεῖ καὶ εἰς Ρώμην μαρτυρῆσαι. 12 Γενομένης δὲ ἡμέρας ποιήσαντές τινες τῶν ᾿Ιουδαίων συστροφὴν ἀνεθεμάτισαν ἑαυτούς, λέγοντες μήτε φαγεῖν μήτε πιεῖν ἕως οὗ ἀποκτείνωσι τὸν Παῦλον. 13 ἦσαν δὲ πλείους τεσσαράκοντα οἱ ταύτην τὴν συνωμοσίαν πεποιηκότες·
«Ορκίστηκαν», λέει. Βλέπεις πως είναι γεμάτοι από βιαιότητα και έτοιμοι να διαπράξουν την κακία; Τι σημαίνει «αναθεμάτισαν»; - Λέχθηκε αντί του είπαν να είναι έξω από την πίστη στο Θεό, εάν δεν κάνουν εκείνο που σκέφτηκαν έναν΄τιον του Παύλου. Άρα για πάντα εκείνοι είναι αναθεματισμένοι διότι δεν φόνευσαν τον Παύλο. Και συγκεντρώνονται σαράντα μαζί. Διότι τέτοιο είναι το έθνος αυτό, όταν χρειάζεται να συμφωνήσουν για το καλό, δεν πηγαίνουν ούτε δύο, όταν όμως για το κακό, τότε τρέχει όλος ο λαός.
14 οἵτινες προσελθόντες τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς πρεσβυτέροις εἶπον· ἀναθέματι ἀνεθεματίσαμεν ἑαυτοὺς μηδενὸς γεύσασθαι ἕως οὗ ἀποκτείνωμεν τὸν Παῦλον.
15 νῦν οὖν ὑμεῖς ἐμφανίσατε τῷ χιλιάρχῳ σὺν τῷ συνεδρίῳ, ὅπως αὔριον αὐτὸν καταγάγῃ πρὸς ὑμᾶς, ὡς μέλλοντας διαγινώσκειν ἀκριβέστερον τὰ περὶ αὐτοῦ· ἡμεῖς δὲ πρὸ τοῦ ἐγγίσαι αὐτὸν ἕτοιμοί ἐσμεν τοῦ ἀνελεῖν αὐτόν. 16 ἀκούσας δὲ ὁ υἱὸς τῆς ἀδελφῆς Παύλου τὸ ἔνεδρον, παραγενόμενος καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν παρεμβολὴν ἀπήγγειλε τῷ Παύλῳ. 17 προσκαλεσάμενος δὲ ὁ Παῦλος ἕνα τῶν ἑκατοντάρχων ἔφη· τὸν νεανίαν τοῦτον ἀπάγαγε πρὸς τὸν χιλίαρχον· ἔχει γάρ τι ἀπαγγεῖλαι αὐτῷ. 18 ὁ μὲν οὖν παραλαβὼν αὐτὸν ἤγαγε πρὸς τὸν χιλίαρχον καί φησιν· ὁ δέσμιος Παῦλος προσκαλεσάμενός με ἠρώτησε τοῦτον τὸν νεανίαν ἀγαγεῖν πρός σε, ἔχοντά τι λαλῆσαί σοι.
Πάλι σώζεται με ανθρώπινη φροντίδα. Και πρόσεχε. Ο Παύλος δεν αφήνει να το μάθει κανείς, ούτε και ο εκατόνταρχος, για να μη γίνει φανερό το πράγμα.
19 ἐπιλαβόμενος δὲ τῆς χειρός αὐτοῦ ὁ χιλίαρχος καὶ ἀναχωρήσας κατ᾿ ἰδίαν ἐπυνθάνετο, τί ἐστιν ὃ ἔχεις ἀπαγγεῖλαί μοι; 20 εἶπε δὲ ὅτι οἱ ᾿Ιουδαῖοι συνέθεντο τοῦ ἐρωτῆσαί σε ὅπως αὔριον εἰς τὸ συνέδριον καταγάγῃς τὸν Παῦλον, ὡς μελλόντων τι ἀκριβέστερον πυνθάνεσθαι περὶ αὐτοῦ. 21 σὺ οὖν μὴ πεισθῇς αὐτοῖς· ἐνεδρεύουσι γὰρ αὐτὸν ἐξ αὐτῶν ἄνδρες πλείους τεσσαράκοντα, οἵτινες ἀνεθεμάτισαν ἑαυτοὺς μήτε φαγεῖν μήτε πιεῖν ἕως οὗ ἀνέλωσιν αὐτόν, καὶ νῦν ἕτοιμοί εἰσι προσδεχόμενοι τὴν ἀπὸ σοῦ ἐπαγγελίαν. 22 ὁ μὲν οὖν χιλίαρχος ἀπέλυσε τὸν νεανίαν, παραγγείλας μηδενὶ ἐκλαλῆσαι ὅτι ταῦτα ἐνεφάνισας πρός με.
Πολύ σωστά ο χιλίαρχος τον διατάσσει να το αποκρύψει, για να μη γίνει γνωστό. Και τότε το λέγει στους εκατόνταρχους, όταν έπρεπε αυτό να γίνει. Και στέλλεται στη συνέχεια στην Καισάρεια, για να μιλήσει και εκεί σε μεγαλύτερο θέατρο και σπουδαιότερο ακροατήριο, για να μη μπορούν να λένε οι Ιουδαίοι, ότι αν βλέπαμε τον Παύλο και αν τον ακούγαμε να διδάσκει, θα πιστεύαμε. Και αυτή λοιπόν η απολογία γι’ αυτούς από εδώ αφαιρείται.
Θέλω να δεις και κάτι ακόμα. Να , που εδώ η νηστεία γίνεται μητέρα ανθρωποκτονίας. Όπως ακριβώς ο Ηρώδης επέβαλε στον ευατό του την υποχρέωση που προέρχονταν από τον όρκο, έτσι λοιπόν κι αυτοί. Διότι τέτοιες είναι οι διαβολικές παγίδες, με το πρόσχημα της δήθεν ευλάβειας τοποθετούν παγίδες.
23 Καὶ προσκαλεσάμενος δύο τινὰς τῶν ἑκατοντάρχων εἶπεν· ἑτοιμάσατε στρατιώτας διακοσίους ὅπως πορευθῶσιν ἕως Καισαρείας, καὶ ἱππεῖς ἑβδομήκοντα καὶ δεξιολάβους διακοσίους, ἀπὸ τρίτης ὥρας τῆς νυκτός, 24 κτήνη τε παραστῆσαι, ἵνα ἐπιβιβάσαντες τὸν Παῦλον διασώσωσι πρὸς Φήλικα τὸν ἡγεμόνα, 25 γράψας ἐπιστολὴν περιέχουσαν τὸν τύπον τοῦτον· 26 Κλαύδιος Λυσίας τῷ κρατίστῳ ἡγεμόνι Φήλικι χαίρειν. 27 τὸν ἄνδρα τοῦτον συλληφθέντα ὑπὸ τῶν ᾿Ιουδαίων καὶ μέλλοντα ἀναιρεῖσθαι ὑπ᾿ αὐτῶν ἐπιστὰς σὺν τῷ στρατεύματι ἐξειλόμην αὐτόν, μαθὼν ὅτι Ρωμαῖός ἐστι. 28 βουλόμενος δὲ γνῶναι τὴν αἰτίαν δι᾿ ἣν ἐνεκάλουν αὐτῷ, κατήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ συνέδριον αὐτῶν·
29 ὃν εὗρον ἐγκαλούμενον περὶ ζητημάτων τοῦ νόμου αὐτῶν, μηδὲν δὲ ἄξιον θανάτου ἢ δεσμῶν ἔγκλημα ἔχοντα. 30 μηνυθείσης δέ μοι ἐπιβουλῆς εἰς τὸν ἄνδρα μέλλειν ἔσεσθαι ὑπὸ τῶν ᾿Ιουδαίων, ἐξαυτῆς ἔπεμψα πρός σε, παραγγείλας καὶ τοῖς κατηγόροις λέγειν τὰ πρὸς αὐτὸν ἐπὶ σοῦ. ἔρρωσο.
Πρόσεχε και την επιστολή που αποτελεί απολογία υπέρ αυτού. Διότι λέει, καμμιά κατηγορία δεν βρήκα άξια θανάτου. Και συμπληρώνει: «Τον έσωσα ενώεπρόκειτο να φονευθεί από τους Ιουδαίους». Έπειτα προσθέτει ότι «τον οδήγησα προς αυτούς» και ούτε έτσι βρήκαν εκείνοι να τον κατηγορήσουν για κάτι. Κι ενώ έπρεπε να νιώσουν κατάπληξη και να ντραπούν για τα προηγούμενα, αυτοί πάλι επιχειρούν να τον φονεύσουν.
Και γιατί τέλος πάντων στέλνει εκεί και τους κατηγόρους; Για να αθωωθεί στο δικαστήριο, όπου αυτά κρίνονται με μεγαλύτερη προσοχή.
31 Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται κατὰ τὸ διατεταγμένον αὐτοῖς ἀναλαβόντες τὸν Παῦλον ἤγαγον διὰ τῆς νυκτὸς εἰς τὴν ᾿Αντιπατρίδα, 32 τῇ δὲ ἐπαύριον ἐάσαντες τοὺς ἱππεῖς πορεύεσθαι σὺν αὐτῷ, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν παρεμβολήν·
33 οἵτινες εἰσελθόντες εἰς τὴν Καισάρειαν καὶ ἀναδόντες τὴν ἐπιστολὴν τῷ ἡγεμόνι παρέστησαν καὶ τὸν Παῦλον αὐτῷ.
Σαν ακριβώς να ήταν κάποιος βασιλιάς, τον συνόδευαν σωματοφύλακες μαζί με τόσο πλήθος και κατά τη διάρκεια της νύχτας, επειδή φοβούνταν την επίθεση του οργσμένου πλήθους.
34 ἀναγνοὺς δὲ ὁ ἡγεμὼν καὶ ἐπερωτήσας ἐκ ποίας ἐπαρχίας ἐστί, καὶ πυθόμενος ὅτι ἀπὸ Κιλικίας, 35 διακούσομαί σου, ἔφη, ὅταν καὶ οἱ κατήγοροί σου παραγένωνται· ἐκέλευσέ τε αὐτὸν ἐν τῷ πραιτωρίῳ τοῦ ῾Ηρῴδου φυλάσσεσθαι.
Ήδη απολογήθηκε υπέρ αυτού Λυσίας, αλλ’ όμως και ακόμη οι Ιουδαίοι επιτίθενται και επηρεάζουν από την αρχή τη γνώμη του ακροατή κι έτσι ρίχνεται και πάλι στη φυλακή και άκου πως…