1 Εγένετο δὲ ἐν ᾿Ικονίῳ κατὰ τὸ αὐτὸ εἰσελθεῖν αὐτοὺς εἰς τὴν συναγωγὴν τῶν ᾿Ιουδαίων καὶ λαλῆσαι οὕτως ὥστε πιστεῦσαι ᾿Ιουδαίων τε καὶ ῾Ελλήνων πολὺ πλῆθος.
Πάλι μπαίνουν μέσα στις συναγωγές. Πρόσεχε πως δεν έγινα πιο δειλοί, όταν είπαν ότι «Στρεφόμαστε προς τα έθνη». Με μεγάλη υπεροχή όμως αναιρούν την απολογία αυτών «ώστε να πιστέψει» λέει «μεγάλο πλήθος και από τους Ιουδαίους και από τους Έλληνες». Διότι φυσικό ήταν αυτοί να μιλούσαν και προς τους Έλληνες.
2 οἱ δὲ ἀπειθοῦντες ᾿Ιουδαῖοι ἐπήγειραν καὶ ἐκάκωσαν τὰς ψυχὰς τῶν ἐθνῶν κατὰ τῶν ἀδελφῶν.
Κατά τον ίδιο τρόπο ξεσήκωσαν εναντίον τους και τους εθνικούς σαν να μην επαρκούσαν οι ίδιοι. Γιατί λοιπόν δεν έφυγαν από κει; Διότι δεν καταδιώκονταν, αλλά μόνο πολεμούνταν.
3 ἱκανὸν μὲν οὖν χρόνον διέτριψαν παρρησιαζόμενοι ἐπὶ τῷ Κυρίῳ μαρτυροῦντι τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ, διδόντι σημεῖα καὶ τέρατα γίνεσθαι διὰ τῶν χειρῶν αὐτῶν.
Αυτό δημιουργούσε το θάρρος ή καλύτερα το μεν θάρρος το δημιουργούσε η προθυμία αυτών, το να πιστέψουν όμως οι ακροατές τους οφειλόταν στα θαύματα.
4 ἐσχίσθη δὲ τὸ πλῆθος τῆς πόλεως, καὶ οἱ μὲν ἦσαν σὺν τοῖς ᾿Ιουδαίοις, οἱ δὲ σὺν τοῖς ἀποστόλοις.
Δεν ήταν μικρό πράγμα και αυτή η διαίρεση του πλήθους για να κατηγορηθούν. Αυτό ήταν εκείνο που έλεγε ο Χριστός «Δεν ήρθα να βάλω ειρήνη, αλλά μάχαιρα». (Ματθ. 10,34)
5 ὡς δὲ ἐγένετο ὁρμὴ τῶν ἐθνῶν τε καὶ ᾿Ιουδαίων σὺν τοῖς ἄρχουσιν αὐτῶν ὑβρίσαι καὶ λιθοβολῆσαι αὐτούς, 6 συνιδόντες κατέφυγον εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστραν καὶ Δέρβην καὶ τὴν περίχωρον, 7 κἀκεῖ ἦσαν εὐαγγελιζόμενοι.
Πάλι σαν να ήθελαν εξεπίτηδες να διαδώσουν το κήρυγμα του Ευαγγελίου, πάλι, μετά την αύξηση αυτού εκεί, τους διώχνουν. Πρόσεχε παντού τους διωγμούς που επιφέρουν μεγάλα αγαθά, και αποδεικνύουν εκείνους μεν που τους καταδίωκαν νκημένους, ενώ εκείνους που διώκονταν λαμπρούς. Διότι αφού ήρθε στα Λύστρα, κάνει εκεί μεγάλο θαύμα, ανασταίνοντας το χωλό και με δυνατή φωνή και άκου πως έγινε αυτό.
8 Καί τις ἀνὴρ ἐν Λύστροις ἀδύνατος τοῖς ποσὶν ἐκάθητο, χωλὸς ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ ὑπάρχων, ὃς οὐδέποτε περιπεπατήκει. 9 οὗτος ἤκουσε τοῦ Παύλου λαλοῦντος· ὃς ἀτενίσας αὐτῷ καὶ ἰδὼν ὅτι πίστιν ἔχει τοῦ σωθῆναι, 10 εἶπε μεγάλῃ τῇ φωνῇ· ἀνάστηθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου ὀρθός. καὶ ἥλατο καὶ περιεπάτει.
Γιατί το είπε με μεγάλη φωνή; -Με σκοπό να πιστέψουν τα πλήθη. Αλλά δες και την προθυμία του ανδρός που αν και ήταν χωλός δεν αποτέλεσε αυτό εμπόδιο στο να ακούσει το κήρυγμα του Παύλου. Και πρόσεξε και πάλι αυτόν τον άνδρα ότι αν και στους άλλους πρώτα θεραπεύονταν τα σώματά τους και μετά πίστευαν, σ’ αυτόν συνέβη το αντίθετο.
11 οἱ δὲ ὄχλοι ἰδόντες ὃ ἐποίησεν ὁ Παῦλος ἐπῆραν τὴν φωνὴν αὐτῶν Λυκαονιστὶ λέγοντες· οἱ θεοὶ ὁμοιωθέντες ἀνθρώποις κατέβησαν πρὸς ἡμᾶς· 12 ἐκάλουν τε τὸν μὲν Βαρνάβαν Δία, τὸν δὲ Παῦλον ῾Ερμῆν, ἐπειδὴ αὐτὸς ἦν ὁ ἡγούμενος τοῦ λόγου. 13 ὁ δὲ ἱερεὺς τοῦ Διὸς τοῦ ὄντος πρὸ τῆς πόλεως αὐτῶν, ταύρους καὶ στέμματα ἐπὶ τοὺς πυλῶνας ἐνέγκας, σὺν τοῖς ὄχλοις ἤθελε θύειν.14 ἀκούσαντες δὲ οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Παῦλος, διαρρήξαντες τὰ ἱμάτια αὐτῶν εἰσεπήδησαν εἰς τὸν ὄχλον κράζοντες 15 καὶ λέγοντες· ἄνδρες, τί ταῦτα ποιεῖτε; καὶ ἡμεῖς ὁμοιοπαθεῖς ἐσμεν ὑμῖν ἄνθρωποι, εὐαγγελιζόμενοι ὑμᾶς ἀπὸ τούτων τῶν ματαίων ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεὸν τὸν ζῶντα, ὃς ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς·
Πρόσεχε αυτούς που παντού είναι καθαροί από δόξα, που όχι μόνο δεν την ποθούν αλλά και την αποκρούουν όταν τους δίνεται.
16 ὃς ἐν ταῖς παρῳχημέναις γενεαῖς εἴασε πάντα τὰ ἔθνη πορεύεσθαι ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν 17 καίτοι γε οὐκ ἀμάρτυρον ἑαυτὸν ἀφῆκεν ἀγαθοποιῶν, οὐρανόθεν ὑμῖν ὑετοὺς διδοὺς καὶ καιροὺς καρποφόρους, ἐμπιπλῶν τροφῆς καὶ εὐφροσύνης τὰς καρδίας ὑμῶν.
Πρόσεχε ότι δεν θέλει ν’ αυξήσει την σε βάρος τους κατηγορία, αλλά τους διδάσκει αποδίδοντας τα πάντα στον Θεό. Πρόσεχε επίσης πως με τρόπο μη αντιληπτό διατυπώνει την κατηγορία εναντίον τους.
18 καὶ ταῦτα λέγοντες μόλις κατέπαυσαν τοὺς ὄχλους τοῦ μὴ θύειν αὐτοῖς.
Και γι’ αυτό θαυμάστηκαν πάρα πολύ. Βλέπεις ότι η όλη τους προσπάθεια σ’ αυτό απέβλεπε, στο να ανατρέψει την μανία εκείνη;
19 ᾿Επῆλθον δὲ ἀπὸ ᾿Αντιοχείας καὶ ᾿Ικονίου ᾿Ιουδαῖοι καὶ πείσαντες τοὺς ὄχλους καὶ λιθάσαντες τὸν Παῦλον ἔσυραν ἔξω τῆς πόλεως, νομίσαντες αὐτὸν τεθνάναι.
Εδώ βρίσκει εκπλήρωση το «Σου αρκεί η χάρη μου διότι η δύναμή μου αποδεικνύεται τέλεια εκεί όπου υπάρχει αδυναμία» (Β΄κορ. 12,9). Αυτό είναι σπουδαιότερο από το να κάνει τον χωλό να περπατήσει. Πρόσεχε ότι στην πόλη που θαυμάστηκαν τόσο πολύ, σ’ αυτήν πάσχουν τα δεινά. Και αυτό όμως ωφελούσε εκείνους που τους έβλεπαν.
20 κυκλωσάντων δὲ αὐτὸν τῶν μαθητῶν ἀναστὰς εἰσῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ τῇ ἐπαύριον ἐξῆλθε σὺν τῷ Βαρνάβᾳ εἰς Δέρβην.
Βλέπεις προθυμία; Βλέπεις πόθο θερμό και φλογερό; Στην ίδια πάλι πόλη μπήκε για να γίνει φανερό, ότι και κάποτε απομακρυνόταν, το έκανε επειδή ήθελε να σπείρει το λόγο του Ευαγγελίου και για να μην ανάβει τον θυμό τους. Και πουθενά αλλού δεν γέμιζαν από τόση χαρά, παρά όταν κακοπαθούσαν στο όνομα του Χριστού. Διότι η πραγματική και ειλικρινής χαρά αυτή είναι, το να πάσχουν κάτι για τον Χριστό. Στην συνέχεια επισκέφθηκαν όλες τις πόλεις στις οποίες κινδύνεψαν.
21 Εὐαγγελισάμενοί τε τὴν πόλιν ἐκείνην καὶ μαθητεύσαντες ἱκανοὺς ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Λύστραν καὶ ᾿Ικόνιον καὶ ᾿Αντιόχειαν, 22 ἐπιστηρίζοντες τὰς ψυχὰς τῶν μαθητῶν, παρακαλοῦντες ἐμμένειν τῇ πίστει, καὶ ὅτι διὰ πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
Αυτό που κήρυτταν, αυτό και οι ίδιοι έπρατταν. Και πρόλεγαν τις θλίψεις για να ετοιμάσουν τους ακροατές να υποστούν κι εκείνοι τα ίδια προς δόξαν Θεού.
23 χειροτονήσαντες δὲ αὐτοῖς πρεσβυτέρους κατ᾿ ἐκκλησίαν καὶ προσευξάμενοι μετὰ νηστειῶν παρέθεντο αὐτοὺς τῷ Κυρίῳ, εἰς ὃν πεπιστεύκασι.
Είδες τη θερμότητα του Παύλου; «Με προσευχές», λέει, «και νηστείες αφιέρωναν αυτούς στον Κύριο. Πρόσεχε λοιπόν πως χειροτονίες γίνονται με νηστείες.
24 καὶ διελθόντες τὴν Πισιδίαν ἦλθον εἰς Παμφυλίαν, 25 καὶ λαλήσαντες ἐν Πέργῃ τὸν λόγον κατέβησαν εἰς ᾿Αττάλειαν,
Για να μη καταπέσει δηλαδή το φρόνιμα των μαθητών, ότι αυτοί που θεωρούνταν θεοί πάσχουν τέτοια, επισκέφθηκαν αυτούς και συνομίλησαν μαζί τους. Και πρόσεχε ότι πρώτα στη Δέρβη πηγαίνει, δίνοντάς τους χρόνο ώστε να περάσει ο θυμός τους και μετά πηγαίνει πάλι στα Λύστρα, το Ικόνιο και στην Αντιόχεια. Και έτσι ότνα μεν αυτοί είναι οργισμένοι φεύγει, μόλις δε καταπαύσει η οργή τους ορμά προς αυτούς. Βλέπεις ότι δεν τα έκαναν όλα με τη χάρη του Θεού, αλλά και με τη δική τους προθυμία.
26 κἀκεῖθεν ἀπέπλευσαν εἰς ᾿Αντιόχειαν, ὅθεν ἦσαν παραδεδομένοι τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ ἔργον ὃ ἐπλήρωσαν.
Γιατί πάλι έρχονται στην Αντιόχεια; -Για να αναγγείλουν τα όσα συνέβηκαν εκεί.
27 Παραγενόμενοι δὲ καὶ συναγαγόντες τὴν ἐκκλησίαν ἀνήγγειλαν ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεὸς μετ᾿ αὐτῶν, καὶ ὅτι ἤνοιξε τοῖς ἔθνεσι θύραν πίστεως. 28 διέτριβον δὲ ἐκεῖ χρόνον οὐκ ὀλίγον σὺν τοῖς μαθηταῖς.
Πολύ σωστά διότι η πόλη, επειδή ήταν μεγάλη είχε ανάγκη από δασκάλους.