Διοδεύσαντες δὲ τὴν ᾿Αμφίπολιν καὶ ᾿Απολλωνίαν ἦλθον εἰς Θεσσαλονίκην, ὅπου ἦν ἡ συναγωγὴ τῶν ᾿Ιουδαίων. 2 κατὰ δὲ τὸ εἰωθὸς τῷ Παύλῳ εἰσῆλθε πρὸς αὐτούς, καὶ ἐπὶ σάββατα τρία διελέγετο αὐτοῖς ἀπὸ τῶν γραφῶν, 3 διανοίγων καὶ παρατιθέμενος ὅτι τὸν Χριστὸν ἔδει παθεῖν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν, καὶ ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός, ᾿Ιησοῦς ὃν ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν.
Πάλι τις μικρές πόλεις τις προσπερνούν, βιάζονται για να επισκεπτούν τις μεγαλύτερες, από τις οποίες σαν ακριβώς κάποια πηγή, να διασκορπιστεί ο λόγος σ’ εκείνες που βρίσκονται κοντά σ’ αυτές. Όπως συνήθιζε ο Παύλος εισήλθε στην συναγωγή των Ιουδαίων, αν και είπε βέβαια «Στρεφόμαστε προς τα έθνη» (Πραξ. 13,48), όμως παρόλα αυτά ούτε αυτούς τους άφηνε, διότι έτρεφε μεγάλο πόθο γι’ αυτούς, διότι άκουσε αυτόν που λέγει: «Αδελφοί, η επιθυμία της καρδιάς μου και η προσευχή μου προς το Θεό είναι να σωθούν οι Ισραηλίτες» (Ρωμ. 10,1).
Και τι κήρυξε πρώτα πρώτα σ’ αυτούς; -Για το πάθος του Χριστού και την Ανάσταση.
4 καί τινες ἐξ αὐτῶν ἐπείσθησαν καὶ προσεκληρώθησαν τῷ Παύλῳ καὶ τῷ Σίλᾳ, τῶν τε σεβομένων ῾Ελλήνων πολὺ πλῆθος γυναικῶν τε τῶν πρώτων οὐκ ὀλίγαι. 5 Προσλαβόμενοι δὲ οἱ ἀπειθοῦντες ᾿Ιουδαῖοι τῶν ἀγοραίων τινὰς ἄνδρας πονηροὺς καὶ ὀχλοποιήσαντες ἐθορύβουν τὴν πόλιν, ἐπιστάντες τε τῇ οἰκίᾳ ᾿Ιάσονος ἐζήτουν αὐτοὺς ἀγαγεῖν εἰς τὸν δῆμον· 6 μὴ εὑρόντες δὲ αὐτοὺς ἔσυρον τὸν ᾿Ιάσονα καί τινας ἀδελφοὺς ἐπὶ τοὺς πολιτάρχας, βοῶντες ὅτι οἱ τὴν οἰκουμένην ἀναστατώσαντες οὗτοι καὶ ἐνθάδε πάρεισιν, 7 οὓς ὑποδέδεκται ᾿Ιάσων· καὶ οὗτοι πάντες ἀπέναντι τῶν δογμάτων Καίσαρος πράσσουσι, βασιλέα ἕτερον λέγοντες εἶναι, ᾿Ιησοῦν.
Πω, πω κατηγορία! Πάλι τους κατηγορούσαν για έσχατη προδοσία, λέγοντας ότι υπάρχει άλλος βασιλιάς, ο Ιησούς.
8 ἐτάραξαν δὲ τὸν ὄχλον καὶ τοὺς πολιτάρχας ἀκούοντας ταῦτα, 9 καὶ λαβόντες τὸ ἱκανὸν παρὰ τοῦ ᾿Ιάσονος καὶ τῶν λοιπῶν ἀπέλυσαν αὐτούς.
Είναι άξιος θαυμασμού ο Ιάσονας, διότι ο ίδιος κινδύνεψε, αφήνοντας του Αποστόλους να φύγουν.
10 Οἱ δὲ ἀδελφοὶ εὐθέως διὰ τῆς νυκτὸς ἐξέπεμψαν τόν τε Παῦλον καὶ τὸν Σίλαν εἰς Βέροιαν, οἵτινες παραγενόμενοι εἰς τὴν συναγωγὴν ἀπῄεσαν τῶν ᾿Ιουδαίων. 11 οὗτοι δὲ ἦσαν εὐγενέστεροι τῶν ἐν Θεσσαλονίκῃ, οἵτινες ἐδέξαντο τὸν λόγον μετὰ πάσης προθυμίας, τὸ καθ᾿ ἡμέραν ἀνακρίνοντες τὰς γραφὰς εἰ ἔχοι ταῦτα οὕτως.
Και πρόσεχε, ερευνούσαν τις Γραφές όχι επιπόλαια, αλλά με μεγάλη προσοχή, θέλοντας απ’ αυτές να λάβουν περισσότερες πληροφορίες για το πάθος του Χριστού, διότι ήδη είχαν πιστέψει.
12 πολλοὶ μὲν οὖν ἐξ αὐτῶν ἐπίστευσαν, καὶ τῶν ῾Ελληνίδων γυναικῶν τῶν εὐσχημόνων καὶ ἀνδρῶν οὐκ ὀλίγοι. 13 ῾Ως δὲ ἔγνωσαν οἱ ἀπὸ τῆς Θεσσαλονίκης ᾿Ιουδαῖοι ὅτι καὶ ἐν τῇ Βεροίᾳ κατηγγέλη ὑπὸ τοῦ Παύλου ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἦλθον κἀκεῖ σαλεύοντες τοὺς ὄχλους. 14 εὐθέως δὲ τότε τὸν Παῦλον ἐξαπέστειλαν οἱ ἀδελφοὶ πορεύεσθαι ὡς ἐπὶ τὴν θάλασσαν· ὑπέμενον δὲ ὅ τε Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος ἐκεῖ.
Πρόσεχε τον Παύλο, ο οποίος και υποχωρεί και προβάλλει αντίσταση και πολλά πράγματα κάνει κατά τρόπο ανθρώπινο.
15 οἱ δὲ καθιστῶντες τὸν Παῦλον ἤγαγον αὐτὸν ἕως ᾿Αθηνῶν, καὶ λαβόντες ἐντολὴν πρὸς τὸν Σίλαν καὶ Τιμόθεον ἵνα ὡς τάχιστα ἔλθωσι πρὸς αὐτόν, ἐξῄεσαν.
16 ᾿Εν δὲ ταῖς ᾿Αθήναις ἐκδεχομένου αὐτοὺς τοῦ Παύλου, παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν. 17 διελέγετο μὲν οὖν ἐν τῇ συναγωγῇ τοῖς ᾿Ιουδαίοις καὶ τοῖς σεβομένοις καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ κατὰ πᾶσαν ἡμέραν πρὸς τοὺς παρατυγχάνοντας.
Πρόσεχε πάλι με τους Ιουδαίους συνομιλεί, αποστομόνωντας με κάθε τρόπο εκείνους που λένε ότι τους εγκατέλειψε, επειδή είχε στραφεί προς τα έθνη.
18 τινὲς δὲ τῶν ᾿Επικουρείων καὶ τῶν Στοϊκῶν φιλοσόφων συνέβαλλον αὐτῷ, καί τινες ἔλεγον· τί ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν; οἱ δέ· ξένων δαιμονίων δοκεῖ καταγγελεὺς εἶναι· ὅτι τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν εὐηγγελίζετο αὐτοῖς.
Καθόσον θεωρούσαν την ανάσταση σα κάποιο θεό, επειδή υπήρχε συνήθεια σ’ αυτούς και θηλυκές θεότητες να πιστεύουν.
19 ἐπιλαβόμενοί τε αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ῎Αρειον πάγον ἤγαγον λέγοντες· δυνάμεθα γνῶναι τίς ἡ καινὴ αὕτη ἡ ὑπὸ σοῦ λαλουμένη διδαχή; 20 ξενίζοντα γάρ τινα εἰσφέρεις εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν· βουλόμεθα οὖν γνῶναι τί ἂν θέλοι ταῦτα εἶναι.
Τον οδήγησαν στον Άρειο Πάγο, όχι με σκοπό να μάθουν, αλλά για τον τιμωρήσουν, εκεί όπου γίνονταν οι δίκες για φόνους. Πόλη φλύαρων ήταν η πόλη εκείνων.
21 ᾿Αθηναῖοι δὲ πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον.
22 Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ ᾿Αρείου πάγου ἔφη· ἄνδρες ᾿Αθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ. 23 διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, ἀγνώστῳ Θεῷ. ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν.
Φαίνεται σα να τους εγκωμιάζει μη λέγοντας τίποτα το βαρύ. Και γιατί είχαν άγλαμα με «άγνωστο θεό»; - Επειδή κατά διάφορους καιρούς αποδέχτηκαν πολλούς θεούς και από τις χώρερς έξω από τα σύνορά τους, όπως το ιερό της Αθηνάς τον Πάνα, και άλλους από άλλα μέρη, φοβούμενοι μη τυχόν υπάρχει κάποιος άλλος που σ’ αυτούς μεν δεν ήταν γνωστός μέχρι τότε, λατρεύονταν όμως σε άλλα μέρη, για περισσότερη δήθεν ασφάλεια έστησαν βωμό και γι’ αυτόν.
24 ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ,
Με αυτόν τον λόγο κατέστρεψε όλα τα διδάγματα των φιλοσόφων, διότι οι μεν Επικούρειοι έλεγαν ότι τα πάντα είναι αυτόματα και ότι αποτελούνται από άτομα, ενώ οι Στωικοί ότι αποτελούνται από ύλη και πυρ, ο δε Παύλος λέει ότι ο κόσμος είναι έργο του Θεού και όλα όσα υπάρχουν μέσα σ’ αυτόν. βλέπεις συντομία και μέσα στη συντομία σαφήνεια; Έπειτα, για να μη νομίσουν ότι είναι ένας από τους πολλούς θεούς αυτός που κηρύττει, συμπληρώνει στη συνέχεια αυτό που είπε, προσθέτοντας:
25 οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν κατὰ πάντα· 26 ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν,
Βλέπεις πως σιγά-σιγά εισάγει την χριστιανική φιλοσοφία; Πώς χλευάζει την ελληνική πλάνη; Δες επίσης ότι αυτά που σήμερα τα γνωρίζουν και μερικοί από τους τυχόντες, αυτά δεν τα γνώριζαν οι Αθηναίοι και μάλιστα οι σοφοί των Αθηναίων. Διότι αν τα δημιούργησε, είναι φανερό ότι είναι και Κύριος. Και πρόσεχε ποιο λέγει ότι είναι το γνώρισμα της θεότητας, το δημιουργικό, πράγμα που έχει και ο Υιός.
27 ζητεῖν τὸν Κύριον, εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα. 28 ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ᾿ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν.
Αυτό το είπε ο ποιητής Άρατος. Πρόσεχε που παρουσιάζει τις αποδείξεις και από τα όσα συμβαίνουν σ’ αυτούς και από τα όσα λέχθηκαν.
29 γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον.
Καθόλου δεν είμαστε εμείς όμοιοι, ούτε και οι ψυχές μας. Γιατί τέλος πάντων δεν μίλησε προς τους φιλοσόφους με ευθύτητα και δεν είπε «Ο Θεός είναι εκ φύσεως ασώματος, αόρατος και χωρίς μορφή»; - Διότι θεωρούσε ότι είναι περιττό στην αρχή να λέει αυτά προς ανθ΄ρωπους που δεν γνώριζαν ότι υπάρχει μόνο ένας Θεός. Γι’ αυτό, αφού παρέλειψε να μιλήσει για εκείνα, αναφέρεται σ’ αυτό που ήταν ο στόχος του και λέει:
30 τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τανῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν, 31 διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν.
Πρόσεχε, αφού προξένησε ανησυχία στη σκέψη αυτών με το να πει: «Όρισε ημέρα» και φόβησε αυτούς, τότε την κατάλληλη στιγμή προσθέτι αυτό το «ανασταίνοντας αυτόν από τους νεκρούς».
32 ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου. 33 καὶ οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν.
Γιατί όμως βιάστηκε να φύγει; -Ίσως γνώριζε ότι δεν θα τους ωφελήσει και πολύ, άλλωστε οδηγούνταν από το Πνεύμα στην Κόρινθο.
34 τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ ᾿Αρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς.