1 Μετά δὲ τὸ παύσασθαι τὸν θόρυβον προσκαλεσάμενος ὁ Παῦλος τοὺς μαθητὰς καὶ ἀσπασάμενος ἐξῆλθε πορευθῆναι εἰς Μακεδονίαν.
Χρειάζονταν πολλή παρηγοριά εξ’ αιτίας της ταραχής εκείνης. Αυτό λοιπόν και κάνει, και για να παρηγορήσει τους μαθητές, έρχεται στη Μακεδονία και στη συνέχεια στην Ελλάδα. Και το ότι τους παρηγόρησε πάρα πολύ άκουσε:
2 διελθὼν δὲ τὰ μέρη ἐκεῖνα καὶ παρακαλέσας αὐτοὺς λόγῳ πολλῷ ἦλθεν εἰς τὴν ῾Ελλάδα· 3 ποιήσας τε μῆνας τρεῖς, γενομένης αὐτῷ ἐπιβουλῆς ὑπὸ τῶν ᾿Ιουδαίων μέλλοντι ἀνάγεσθαι εἰς τὴν Συρίαν, ἐγένετο γνώμη τοῦ ὑποστρέφειν διὰ Μακεδονίας.
4 συνείπετο δὲ αὐτῷ ἄχρι τῆς ᾿Ασίας Σώπατρος Βεροιαῖος, Θεσσαλονικέων δὲ ᾿Αρίσταρχος καὶ Σεκοῦνδος, καὶ Γάϊος Δερβαῖος καὶ Τιμόθεος, ᾿Ασιανοὶ δὲ Τυχικὸς καὶ Τρόφιμος.
5 οὗτοι προελθόντες ἔμενον ἡμᾶς ἐν Τρῳάδι
Πάλι διώχνονται από τους Ιουδαίους και έρχεται στη Μακεδονία. Γιατί όμως ονομάζει τον Τιμόθεο Θεσσαλονικέα; Δεν λέγει αυτό, άλλα «Έφθασαν λέγει, αυτοί πιο μπροστά στην Τρωάδα, προετοιμάζοντάς του την οδό..
· 6 ἡμεῖς δὲ ἐξεπλεύσαμεν μετὰ τὰς ἡμέρας τῶν ἀζύμων ἀπὸ Φιλίππων καὶ ἤλθομεν πρὸς αὐτοὺς εἰς τὴν Τρῳάδα ἄχρις ἡμερῶν πέντε, οὗ διετρίψαμεν ἡμέρας ἑπτά.
Διότι έχω τη γνώμη ότι φρόντιζε τις εορτές να τις εορτάζει στις μεγάλες πόλεις.. αναχωρεί με πλοίο από τους Φιλίππους, όπου συνέβηκαν τα σχετικά με την εκεί φυλακή. Αυτή είναι η Τρίτη φορά που ήρθε στη Μακεδονία και παρέχει πολλές διαβεβαιώσεις στους Φιλίππους, γι’ αυτό και μένει εκεί.
7 ᾿Εν δὲ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων συνηγμένων τῶν μαθητῶν κλάσαι ἄρτον, ὁ Παῦλος διελέγετο αὐτοῖς, μέλλων ἐξιέναι τῇ ἐπαύριον, παρέτεινέ τε τὸν λόγον μέχρι μεσονυκτίου.
Πρόσεχε πως όλα ήταν γι’ αυτόν δευτερευούσης σημασίας μπροστά στο κήρυγμα. Πεντηκοστή ήταν τότε, και μάλιστα ήταν Κυριακή, αυτός όμως παρατείνει τη διδασκαλία μέχρι τα μεσάνυχτα· τόσο πολύ ποθούσε τη σωτηρία των μαθητών, ώστε ούτε τη νύχτα σταματούσε την ομιλία, αλλά τότε πολύ περισσότερο μιλούσε, επειδή υπάρχει ησυχία. Πρόσεχε και πολλές ακόμη ομιλίες έκανε και κατά την ώρα ακόμη του δείπνου. Αλλά συντάραξε ο διάβολος την εορτή, βυθίζοντας τον ακροατή στον ύπνο και ρίχνοντάς τον κα΄τω, χωρίς όμως να κατόρθωσε εκείνο που ήθελε. Και πως συνέβηκε το γεγονός το ερμήνευσε προσθέτοντας τα εξής:
8 ἦσαν δὲ λαμπάδες ἱκαναὶ ἐν τῷ ὑπερῴῳ οὗ ἦμεν συνηγμένοι. 9 καθήμενος δέ τις νεανίας ὀνόματι Εὔτυχος ἐπὶ τῆς θυρίδος, καταφερόμενος ὕπνῳ βαθεῖ διαλεγομένου τοῦ Παύλου ἐπὶ πλεῖον, κατενεχθεὶς ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἔπεσεν ἀπὸ τοῦ τριστέγου κάτω καὶ ἤρθη νεκρός. 10 καταβὰς δὲ ὁ Παῦλος ἐπέπεσεν αὐτῷ καὶ συμπεριλαβὼν εἶπε· μὴ θορυβεῖσθε· ἡ γὰρ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν αὐτῷ ἐστιν. 11 ἀναβὰς δὲ καὶ κλάσας ἄρτον καὶ γευσάμενος, ἐφ᾿ ἱκανόν τε ὁμιλήσας ἄχρις αὐγῆς, οὕτως ἐξῆλθεν. 12 ἤγαγον δὲ τὸν παῖδα ζῶντα, καὶ παρεκλήθησαν οὐ μετρίως.
Πρόσεχε όμως σε παρακαλώ πως ήταν συνθρησμένοι οι ακροατές και ποιο ήταν το μέρος (διότι λέει καθόταν στο παράθυρο) και σε πολύ προχωρημένη ώρα της νύχτας, τόσο πολύ μεγάλος ήταν ο πόθος για την ακρόαση του θείου λόγου. Ας νιώσουμς ντροπή εμείς που δεν κάνουμε αυτό ούτε και κατά την διάρκεια της ημέρας. Αλλά θα πείς «ναι, αλλά τότε μιλούσε ο Πάυλος». Τι λες; Και τώρα ο Παύλος ομιλεί, ή καλύτερα ούτε τότε μιλούσε ο Πάυλος, ούτε και τώρα, αλλά ο Χριστός, και κανένας δεν ακούει. Δεν καθόμαστε τώρα σε παράθυρο, ούτε πείνα υπάρχει, ούτε ύπνος ενοχλεί και όμως δεν ακούμε. Και το αξιοθαύμαστο βέβαια είναι ότι αν και εκείνος ήταν νέος, δεν ήταν αδιάφορος, αν και κυριεύθηκε από ύπνο, δεν έφυγε, ούτε φοβήθηκε τον κίνδυνο μήπως πέσει κάτω. Αν δε νύστα και έπεσε μην απορείς. Διότι δεν νύσταξε από αδιαφορία, αλλά από φυσική ανάγκη. Πρόσεχε ακόμη την προθυμία τους,α φού ήταν συγκεντρωμένοι στον τρίτο όροφο, διότι δεν υπήρχε ακόμη η εκκλησία.
«Μην ανησυχείτε», λέει, «διότι η ψυχή του του βρίσκεται μέσα του». δεν είπε «θα αναστηθεί», αλλά τι; «Μην ανησυχείτε». Πρόσεχε την έλλειψη υπερηφάνειας και την παρηγοριά που δίνει.
«Αφού ανέβηκε πάνω, λέει, έκανε την κάση του άρτου και έφαγε». Αυτό διέκοψε το λόγο, αλλά όμως δεν έβλαψε. Βλέπεις του δείπνου την απλότητα;
13 ῾Ημεῖς δὲ προελθόντες ἐπὶ τὸ πλοῖον ἀνήχθημεν εἰς τὴν ῎Ασσον, ἐκεῖθεν μέλλοντες ἀναλαμβάνειν τὸν Παῦλον· οὕτω γὰρ ἦν διατεταγμένος, μέλλων αὐτὸς πεζεύειν. 14 ὡς δὲ συνέβαλεν ἡμῖν εἰς τὴν ῎Ασσον, ἀναλαβόντες αὐτὸν ἤλθομεν εἰς Μυτιλήνην·
Σε πολλές περιπτώσει ο Παύλος αποχωρίζεται από τους μαθητές. Και πήγαινε λέει πεζός, επιλέγοντας το δυσκολότερο, ενώ το ελαφρότερο το παραχωρεί σ’ εκείνους.
15 κἀκεῖθεν ἀποπλεύσαντες τῇ ἐπιούσῃ κατηντήσαμεν ἀντικρὺ Χίου, τῇ δὲ ἑτέρᾳ παρεβάλομεν εἰς Σάμον, καὶ μείναντες ἐν Τρωγυλίῳ τῇ ἐχομένῃ ἤλθομεν εἰς Μίλητον.
Πρόσεχε πως αποπλέουν, επειδή βιάζεται ο Πάυλος και δεν χρονοτριβούν, αλλά προσπερνούν τα νησιά.
16 ἔκρινε γὰρ ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν ῎Εφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς ῾Ιεροσόλυμα.
Ποιο σκοπό είχε αυτή η βιασύνη; Δεν βιαζόταν για την εορτή, αλλά για το πλήθος. Αφενός μεν έπειθε με αυτό τους Ιουδαίους, διότι φαίνονταν να τιμά τις εορτές, αφ’ ετέρου δε, βιαζόταν να κηρύξει το λόγο, θέλοντας να κερδίσει τους εχθρούς.
17 ᾿Απὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς ῎Εφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. 18 ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἐπίστασθε, ἀπὸ πρώτης ἡμέρας ἀφ᾿ ἧς ἐπέβην εἰς τὴν ᾿Ασίαν, πῶς μεθ᾿ ὑμῶν τὸν πάντα χρόνον ἐγενόμην, 19 δουλεύων τῷ Κυρίῳ μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πολλῶν δακρύων καὶ πειρασμῶν τῶν συμβάντων μοι ἐν ταῖς ἐπιβουλαῖς τῶν ᾿Ιουδαίων, 20 ὡς οὐδὲν ὑπεστειλάμην τῶν συμφερόντων τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι ὑμῖν καὶ διδάξαι ὑμᾶς δημοσίᾳ καὶ κατ᾿ οἴκους, 21 διαμαρτυρόμενος ᾿Ιουδαίοις τε καὶ ῞Ελλησι τὴν εἰς τὸν Θεὸν μετάνοιαν καὶ πίστιν τὴν εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν Χριστόν.
Είναι άξιο θαυμασμού πως, αν και χρειάστηκε να πει μερικά σπουδαία πράγματα για τον εαυτό του, προσπαθεί να φανεί μετριόφρονας. Και παρουσιάζει την μαρτυρία αυτών, για να μη νομίσεις σαν καύχηση τα λόγια του και για τα όσα λέει καλεί ως μάρτυρες τους ίδιους τους ακροατές διότι δεν θα έλεγε ψέμματα μπροστά τους. Αυτή είναι η αρετή του δασκάλου, όταν έχει μάρτυρες των κατορθωμάτων του τους μαθητές. Και το αξιοθαύμαστο είναι, ότι δεν συνέχισε να το κάνει αυτό ούτε μία μέρα, ούτε δυο. Αλλά πλήθος ετών. Θέλει λοιπόν να παρηγορήσει τους μαθητές του, ώστε και αυτοί να τα υπομένουν όλα με γενναιότητα.
Και θα πρέπει να προσέξεις τη φράση του «πως έζησα μαζί σας υπηρετώντας τον Κύριο, με κάθε ταπεινοφροσύνη». Πρόσεξε τι κατ’ εξοχήν ταιριάζει στους προϊσταμένους. «Να μισούν, λέγει, «την υπερηφάνεια». Και ταιράζει αυτό στους προϊσταμένους επειδή είναι απαραίτητο να υψώνονται πάνω από την παράφρονη αυτή ενέργεια. Αυτό είναι η ρίζα των αγαθών, όπως ακριβώς βέβαια και ο Χριστός έλεγε «Μακάριοι είναι οι ταπεινόφρονες».
Θέλω να προσέξεις ακόμη το τι τους λέει: «Έζησα λέει μαζί σας υπηρετώντας τον Κύριο», παρουσιάζοντας έτσι αυτούς συμμέτοχους στα κατορθώματά του. Τόσο μεγάλο καλό είναι παντού η συμμετοχή. Παρουσιάζει λοιπόν κοινά τα κατορθώματα και δεν αναφέρει τίποτα το εξαιρετικό για τον εαυτό του.
Έπειτα αναφέρει την ανδρεία, την οποία και μειώνει: «Με πολλά δάκρυα και δοκιμασίες, που μου συνέβηκαν εξαιτίας των συκοφαντιών των Ιουδαίων». Βλέπεις ότι πονά υπερβολικά για τα όσα γίνονται; Εδώ φαίνεται ότι δείχνει και τη συμπάθειά του· διότι έπασχε για χάρη εκείνων που είχαν χαθεί, για χάρη εκείνω που του προξενούσαν αυτά. Καθόσον για εκείνα που έπασχε για τον ευατό του χαιρόταν.
Και από πού προέρχονταν όλα αυτά τα κακοπαθήματα; -Αυτό είναι το φοβερό. Από τους Ιουδαίους..
Και για ποιο λόγο θα ρωτήσει τα λέγει όλα αυτά; Γιατί μας τα υπενθυμίζει; - Για να πει τα επόμενα:
22 καὶ νῦν ἰδοὺ ἐγὼ δεδεμένος τῷ πνεύματι πορεύομαι εἰς ῾Ιερουσαλήμ, τὰ ἐν αὐτῇ συναντήσοντά μοι μὴ εἰδώς, 23 πλὴν ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον κατὰ πόλιν διαμαρτύρεται λέγον ὅτι δεσμά με καὶ θλίψεις μένουσιν. 24 ἀλλ᾿ οὐδενὸς λόγον ποιοῦμαι οὐδὲ ἔχω τὴν ψυχήν μου τιμίαν ἐμαυτῷ, ὡς τελειῶσαι τὸν δρόμον μου μετὰ χαρᾶς καὶ τὴν διακονίαν ἣν ἔλαβον παρὰ τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, διαμαρτύρασθαι τὸ εὐαγγέλιον τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Τους τα είπε λοιπόν όλα αυτά προηγουμένως, για να τους προετοιμάσει να είναι πάντοτε έτοιμοι προς τους κινδύνους, τους φανερούς και τους μη φανερούς και ως προς όλα να υπακούουν στο Πνεύμα. Και παράλληλα δείχνει πως κατευθύνται για μεγάλα πράγματα.
Και πρόσεξε την γενναιότητα και τον υπερβολικό ζήλο: «Δεν αγαπώ, λέει, τη ζωή μου περισσότερο από την υπηρεσία που έλαβα, προτιμότερο θεωρώ το να τελειώσω τον δρόμο μου, το να ομολογήσω με θάρρος το ευαγγέλιο». Και δεν είπε «να κηρύξω, να διδάξω», αλλά τι λέεις; «το να διακηρύξω με θάρρος το ευαγγέλιο της χάριτος του Θεού».
25 καὶ νῦν ἰδοὺ ἐγὼ οἶδα ὅτι οὐκέτι ὄψεσθε τὸ πρόσωπόν μου ὑμεῖς πάντες, ἐν οἷς διῆλθον κηρύσσων τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. 26 διὸ μαρτύρομαι ὑμῖν ἐν τῇ σήμερον ἡμέρᾳ ὅτι καθαρὸς ἐγὼ ἀπὸ τοῦ αἵματος πάντων·
Αυτό ήθελε να πει, αυτό ήθελε να προετοιμάσει το να πει τα δυσάρεστα: «είμαι αθώοος από το αίμα όλων σας». Επειδή λοιπόν επρόκειτο ν’ αναθέσει πάνω σ’ αυτούς όλο το βάρος και το φορτίο, προηγουμένως μαλάκωσε τη σκέψη τους λέγοντας «και τώρα να γνωρίζω ότι δεν θα δείτε πλέον το πρόσωπό μου».
Είναι λοιπόν διπλή η λύπη, και το πρόσωπο αυτού δεν θα δουν πλέον και ότι υατό θα συμβεί σε όλους αυτούς «δεν θα δείτε πλέον το πρόσωπό μου όλοι εσείς από τους οποίους πέρασα και κήρυξα τη βασιλεία του Θεού». Ώστε λοιπόν, πολύ σωστά βεβαιώνω σε σας (επειδή πλέον δεν θα ξανάρθω κοντά σας) «ότι είμαι καθαρός από το αίμα όλων, διότι δεν παρέλειψα να σας κηρύξω ολόκληρο το σχέδιο του Θεού». Βλέπεις πως φοβίζει αυτούς, και ενθαρρύνει τις πονεμένες και θλιμμένες ψυχές αυτών; Επομε΄νως αδελφοί μου, εκείνος που δεν κηρύττει είναι υπεύθυνος του αίματος, δηλαδή της σφαγής. Τίποτα πιο φοβερό δεν υπάρχει απ’ αυτό. Δείχνει λοιπόν ότι και εκείνοι αν δεν κάνουν αυτό, είναι υπεύθυνοι του αίματος.
27 οὐ γὰρ ὑπεστειλάμην τοῦ μὴ ἀναγγεῖλαι ὑμῖν πᾶσαν τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ. 28 προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος.
Βλέπεις; Δύο εντολές έδωσε. Ούτε δηλαδή παρέχει κάποια ωφέλεια το να οδηγεί κανείς σε πνευματική προκοπή μόνο τους άλλους (διότι λέγει, φοβάμαι μήπως, ενώ κήρυξα σ’ άλλους βρεθώ εγώ ο ίδιος ότι απέτυχα) (Α΄κορ. 9,27). Ούτε όμως το να φροντίζει κανεί μόνο τον εαυτό του, διότι παρόμοιος άνθρωπος αγαπά τον εαυτό του και φροντίζει μόνο για τον εαυτό του, και είναι όμοιος με εκείνον που παράχωσε το τάλαντο μέσα στη γη.
«Στο οποίο το άγιο Πνεύμα τοποθέτησε εσάς επισκόπους για να ποιμένετε την Εκκλησία του Θεού»: Να τώρα και η δεύτερη ευθύνη τους. Από το Άγιο Πνέυμα, λέει, έχετε λάβει την χειροτονία.
29 ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου·
Πάλι άλλη αιτία κάνει αυτούς να αυξήσουν την προσοχή τους από εκείνα που πρόκειται να συμβούν. Διπλό το κακό και πάλι. Πρώτον ότι αυτός δεν θα βρίσκεται εκεί, και ότι άλλοι θα κάνουν την επίθεσή τους. Γιατί λοιπόν αναχωρείς, εφόσον γνωρίζεις αυτό από πριν; - Το Πνεύμα με σύρει, λέγει.
Και πρόσεχε, δεν λέει απλώς « λύκοι», αλλά και «φοβεροί», υπονοώντας την θρασύτητα και την αγριότητα αυτών. Το «προσέχετε» δεικνύει ότι το πράγμα είναι πάρα πολύ σοβαρό.
30 καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν.
Και πως λοιπόν θα προφυλαχτούν οι μαθητές αφού έτσι είναι τα πράγματα;
31 διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον.
Πρόσεχε πόσε υπερβολές «με δάκρυα», «νύχτα και ημέρα» και «τον καθένα σας ξεχωριστά». Με αυτόν τον επίπονο τρόπο τους σφυρηλάτησε.
«Με δάκρυα», λέει. Βλέπεις ότι γι’ αυτό έχυνε τα δάκρυα; Αυτό να κάνουμε κι εμείς. Δεν πονά ο κακός· πόνεσε συ, ίσως πονέσει κι εκείνος.
«Μη γνωρίζοντας», λέει «τι θα μου συμβεί». Τι λοιπόν; Γι’ αυτό φεύγεις; -Καθόλου., αλλά και πάρα πού καλά γνωρίζω ότι με περιμένουν δοκιμασίες, το γνωρίζω. Ποιες δοκιμασίες όμως δεν το γνωρίζω, πράγμα που ήταν φοβερότερο. Μη νομίζετε όμως τα λέω θρηνώντας. Όχι. Διότι δεν θεωρώ πολύτιμη τη ζωή μου.
Και θέλω επίσης να προσέξεις την αιτία της εξεγέρσεως των «λύκων». «Για να παρασύρουν τους μαθητές». Ώστε για τίποτα άλλο δεν δημιουργούνταν οι αιρέσεις, παρά γι’ αυτό.
«Νύχτα και ημέρα», λέει, «δεν έπαυσα να σας συμβουλεύω με δάκρυα». Αυτά πολύ σωστά θα μπορούσαν να ειπωθούν και προς εμάς. Και φαίνεται πως τα λόγια αυτά ταιριάζουν στους δασκάλους, όμως ταιριάζουν οπωσδήποτε και στους μαθητές. Διότι ποιο το όφελος, αν εγώ διδάσκω μεν, και δακρύζω νύχτα και ημέρα, ο δε μαθητής δεν υπακούει;
«Δεν παρέλειψα να σας αποκαλύψω ολόκληρο το σχεδιο του Θεού». Άρα αυτό μόνο είναι το γνώρισμα του δασκάλου, το να εξαγγείλει, το να κηρύξει, το να διδάξει, να μη παραλείψει νύχτα και ημέρα να παρακαλεί, όταν δε, αφού γίνουν όλα αυτά, δεν προκύψει κανένα όφελος, να έχει υπ’ όψη εκείνο που υπολείπεται.
32 καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν.
Εκείνο ακριβώς που κάνει στέλνοντα ς επιστολές, αυτό κάνει και συμβουλεύοντας. Μετά τη συμβουλή εύχεται. «Αφιερώνω, αδελφοί, εσάς στο Θεό και στο λόγο της χάριτός αυτού», δηλαδή, στη χάρη Του. και πολύ σωστά το είπε αυτό, διότι γνωρίζει ότι η χάρη σώζει.
«Εποικοδομήσει», δεν είπε «οικοδομήσει», αλλά «να επικοδομήσει», για να δείξει ότι ήδη είχαν οικοδομηθεί.
33 ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα·
Καταστρέφει τώρα τη ρίζα των κακών, τη φιλαργυρία, «χρήματα», «χρυσάφι», δεν είπε δεν έλαβα, αλλά ούτε καν επιθύμησα. Δεν είναι ακόμη αυτό που λέει σπουδαίο, αλλά εκείνο που ακολουθεί:
34 αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται. 35 πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων,
Αυτό το λέει σαν προτροπή, και πρόσεχε πως το λέει με τρόπο κατάλληλο, διότι δεν είπε «να γίνετε ανώτεροι χρημάτων», αλλά τι; «Να βοηθάτε τους αδυνάτους». Όχι απλώς όλους, αλλά τους αδυνάτους.
μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν.36 καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο.
Δεν προσευχήθηκε έτσι απλά, αλλά με κατάνυξη.
37 ἱκανὸς δὲ ἐγένετο κλαυθμὸς πάντων, καὶ ἐπιπεσόντες ἐπὶ τὸν τράχηλον τοῦ Παύλου κατεφίλουν αὐτόν, 38 ὀδυνώμενοι μάλιστα ἐπὶ τῷ λόγῳ ᾧ εἰρήκει, ὅτι οἰκέτι μέλλουσι τὸ πρόσωπον αὐτοῦ θεωρεῖν. προέπεμπον δὲ αὐτὸν εἰς τὸ πλοῖον.
Το ότι δεν θα έβλεπαν ξανά το πρόσωπό του, το ότι θα εμφανίζονταν λύκοι άρπαγες, ήταν φοβερά και ικανά να τους λυπήσουν, πολύ περισσότερο όμως απ’ όλα αυτό που τους λύπησε, ήταν ότι δεν θα τον ξαναέβλεπαν.