Περιπατητής της Κυριακής 21 ΜΑΙΟΥ 2017 "Κυριακή του τυφλού"

2017-05-20 22:35

ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΗΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

Κυριακή 21/5/2017 (του τυφλού) αρ.φ. 4

Γράφει ο πρωτοπρεσβύτερος Μιχαήλ Δ. Στεφάνου

         

Ἐκ τοῦ κα­τὰ Ἰ­ω­άν­νην (θ´ 1-38).

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ πα­ρά­γων ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­δεν ἄν­θρω­πον τυ­φλὸν ἐκ γε­νε­τῆς· καὶ ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τὸν οἱ μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Ραβ­βί, τίς ἥ­μαρ­τεν, οὗ­τος ἢ οἱ γο­νεῖς αὐ­τοῦ, ἵ­να τυ­φλὸς γεν­νη­θῇ; Ἀ­πε­κρί­θη Ἰ­η­σοῦς· Οὔ­τε οὗ­τος ἥ­μαρ­τεν οὔ­τε οἱ γο­νεῖς αὐ­τοῦ, ἀλλ᾿ ἵ­να φα­νε­ρω­θῇ τὰ ἔρ­γα τοῦ Θε­οῦ ἐν αὐ­τῷ. Ἐ­μὲ δεῖ ἐρ­γά­ζε­σθαι τὰ ἔρ­γα τοῦ πέμ­ψαν­τός με ἕ­ως ἡ­μέ­ρα ἐ­στίν· ἔρ­χε­ται νὺξ ὅ­τε οὐ­δεὶς δύ­να­ται ἐρ­γά­ζε­σθαι. Ὅ­ταν ἐν τῷ κό­σμῳ ὦ, φῶς εἰ­μι τοῦ κό­σμου. Ταῦ­τα εἰ­πὼν ἔ­πτυ­σεν χα­μαὶ καὶ ἐ­ποί­η­σε πη­λὸν ἐκ τοῦ πτύ­σμα­τος, καὶ ἐ­πέ­χρι­σε τὸν πη­λὸν ἐ­πὶ τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς τοῦ τυ­φλοῦ καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ὕ­πα­γε νί­ψαι εἰς τὴν κο­λυμ­βή­θραν τοῦ Σι­λω­άμ, ὃ ἑρ­μη­νεύ­ε­ται ἀ­πε­σταλ­μέ­νος. Ἀ­πῆλ­θεν οὖν καὶ ἐ­νί­ψα­το, καὶ ἦλ­θε βλέ­πων. Οἱ οὖν γεί­το­νες καὶ οἱ θε­ω­ροῦν­τες αὐ­τὸν τὸ πρό­τε­ρον ὅ­τι τυ­φλὸς ἦν, ἔ­λε­γον· Οὐχ οὗ­τός ἐ­στιν ὁ κα­θή­με­νος καὶ προ­σαι­τῶν; Ἄλ­λοι ἔ­λε­γον ὅ­τι οὗ­τός ἐ­στιν· ἄλ­λοι δὲ ὅ­τι ὅ­μοι­ος αὐ­τῷ ἐ­στιν. Ἐ­κεῖ­νος ἔ­λε­γεν ὅ­τι ἐ­γώ εἰ­μι. Ἔ­λε­γον οὖν αὐ­τῷ· Πῶς ἀ­νε­ῴ­χθη­σάν σου οἱ ὀ­φθαλ­μοί; Ἀ­πε­κρί­θη ἐ­κεῖ­νος καὶ εἶ­πεν· Ἄν­θρω­πος λε­γό­με­νος Ἰ­η­σοῦς πη­λὸν ἐ­ποί­η­σε καὶ ἐ­πέ­χρι­σέ μου τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς καὶ εἶ­πέ μοι· ὕ­πα­γε εἰς τὴν κο­λυμ­βή­θραν τοῦ Σι­λω­ὰμ καὶ νί­ψαι· ἀ­πελ­θὼν δὲ καὶ νι­ψά­με­νος ἀ­νέ­βλε­ψα. Εἶ­πον οὖν αὐ­τῷ· Ποῦ ἐ­στιν ἐ­κεῖ­νος; Λέ­γει· Οὐκ οἶ­δα. Ἄ­γου­σιν αὐ­τὸν πρὸς τοὺς Φα­ρι­σαί­ους, τόν πο­τε τυ­φλόν. Ἦν δὲ σάβ­βα­τον ὅ­τε τὸν πη­λὸν ἐ­ποί­η­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς καὶ ἀ­νέ­ῳ­ξεν αὐ­τοῦ τοὺς ὀ­φθαλ­μούς. Πά­λιν οὖν ἠ­ρώ­των αὐ­τὸν καὶ οἱ Φα­ρι­σαῖ­οι πῶς ἀ­νέ­βλε­ψεν. Ὁ δὲ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Πη­λὸν ἐ­πέ­θη­κέ μου ἐ­πὶ τοὺς ὀ­φθαλ­μούς, καὶ ἐ­νι­ψά­μην, καὶ βλέ­πω. Ἔ­λε­γον οὖν ἐκ τῶν Φα­ρι­σαί­ων τι­νές· Οὗ­τος ὁ ἄν­θρω­πος οὐκ ἔ­στι πα­ρὰ τοῦ Θε­οῦ, ὅ­τι τὸ σάβ­βα­τον οὐ τη­ρεῖ. ἄλ­λοι ἔ­λε­γον· Πῶς δύ­να­ται ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τω­λὸς τοι­αῦ­τα ση­μεῖ­α ποι­εῖν; Καὶ σχί­σμα ἦν ἐν αὐ­τοῖς. Λέ­γου­σι τῷ τυ­φλῷ πά­λιν· Σὺ τί λέ­γεις πε­ρὶ αὐ­τοῦ, ὅ­τι ἤ­νοι­ξέ σου τοὺς ὀ­φθαλ­μούς; Ὁ δὲ εἶ­πεν ὅ­τι προ­φή­της ἐ­στίν. Οὐκ ἐ­πί­στευ­ον οὖν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι πε­ρὶ αὐ­τοῦ ὅ­τι τυ­φλὸς ἦν καὶ ἀ­νέ­βλε­ψεν, ἕ­ως ὅ­του ἐ­φώ­νη­σαν τοὺς γο­νεῖς αὐ­τοῦ τοῦ ἀ­να­βλέ­ψαν­τος καὶ ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τοὺς λέ­γον­τες· Οὗ­τός ἐ­στιν ὁ υἱ­ὸς ὑ­μῶν, ὃν ὑ­μεῖς λέ­γε­τε ὅ­τι τυ­φλὸς ἐ­γεν­νή­θη; Πῶς οὖν ἄρ­τι βλέ­πει; Ἀ­πε­κρί­θη­σαν δὲ αὐ­τοῖς οἱ γο­νεῖς αὐ­τοῦ καὶ εἶ­πον· Οἴ­δα­μεν ὅ­τι οὗ­τός ἐ­στιν ὁ υἱ­ὸς ἡ­μῶν καὶ ὅ­τι τυ­φλὸς ἐ­γεν­νή­θη· πῶς δὲ νῦν βλέ­πει οὐκ οἴ­δα­μεν, ἢ τίς ἤ­νοι­ξεν αὐ­τοῦ τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς ἡ­μεῖς οὐκ οἴ­δα­μεν· αὐ­τὸς ἡ­λι­κί­αν ἔ­χει, αὐ­τὸν ἐ­ρω­τή­σα­τε, αὐ­τὸς πε­ρὶ ἑ­αυ­τοῦ λα­λή­σει. Ταῦ­τα εἶ­πον οἱ γο­νεῖς αὐ­τοῦ, ὅ­τι ἐ­φο­βοῦν­το τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους· ἤ­δη γὰρ συ­νε­τέ­θειν­το οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι ἵ­να, ἐ­άν τις αὐ­τὸν ὁ­μο­λο­γή­σῃ Χρι­στόν, ἀ­πο­συ­νά­γω­γος γέ­νη­ται. Δι­ὰ τοῦ­το οἱ γο­νεῖς αὐ­τοῦ εἶ­πον ὅ­τι ἡ­λι­κί­αν ἔ­χει, αὐ­τὸν ἐ­ρω­τή­σα­τε. Ἐ­φώ­νη­σαν οὖν ἐκ δευ­τέ­ρου τὸν ἄν­θρω­πον ὃς ἦν τυ­φλός, καὶ εἶ­πον αὐ­τῷ· Δὸς δό­ξαν τῷ Θε­ῷ· ἡ­μεῖς οἴ­δα­μεν ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος οὗ­τος ἁ­μαρ­τω­λός ἐ­στιν. Ἀ­πε­κρί­θη οὖν ἐ­κεῖ­νος καὶ εἶ­πεν· Εἰ ἁ­μαρ­τω­λός ἐ­στιν οὐκ οἶ­δα· ἓν οἶ­δα, ὅ­τι τυ­φλὸς ὢν ἄρ­τι βλέ­πω. Εἶ­πον δὲ αὐ­τῷ πά­λιν· Τί ἐ­ποί­η­σέ σοι; Πῶς ἤ­νοι­ξέ σου τοὺς ὀ­φθαλ­μούς; Ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τοῖς· Εἶ­πον ὑ­μῖν ἤ­δη, καὶ οὐκ ἠ­κού­σα­τε· τί πά­λιν θέ­λε­τε ἀ­κού­ειν; Μὴ καὶ ὑ­μεῖς θέ­λε­τε αὐ­τοῦ μα­θη­ταὶ γε­νέ­σθαι; Ἐ­λοι­δό­ρη­σαν αὐ­τὸν καὶ εἶ­πον· Σὺ εἶ μα­θη­τὴς ἐ­κεί­νου· ἡ­μεῖς δὲ τοῦ Μω­ϋ­σέ­ως ἐ­σμὲν μα­θη­ταί. Ἡ­μεῖς οἴ­δα­μεν ὅ­τι Μω­ϋ­σεῖ λε­λά­λη­κεν ὁ Θε­ός· τοῦ­τον δὲ οὐκ οἴ­δα­μεν πό­θεν ἐ­στίν. Ἀ­πε­κρί­θη ὁ ἄν­θρω­πος καὶ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ἐν γὰρ τού­τῳ θαυ­μα­στόν ἐ­στιν, ὅ­τι ὑ­μεῖς οὐκ οἴ­δα­τε πό­θεν ἐ­στί, καὶ ἀ­νέ­ῳ­ξέ μου τοὺς ὀ­φθαλ­μούς. Οἴ­δα­μεν δὲ ὅ­τι ἁ­μαρ­τω­λῶν ὁ Θε­ὸς οὐκ ἀ­κού­ει, ἀλλ᾿ ἐ­άν τις θε­ο­σε­βὴς ᾖ καὶ τὸ θέ­λη­μα αὐ­τοῦ ποι­ῇ, τού­του ἀ­κού­ει. Ἐκ τοῦ αἰ­ῶ­νος οὐκ ἠ­κού­σθη ὅ­τι ἤ­νοι­ξέ τις ὀ­φθαλ­μοὺς τυ­φλοῦ γε­γεν­νη­μέ­νου· εἰ μὴ ἦν οὗ­τος πα­ρὰ Θε­οῦ, οὐκ ἠ­δύ­να­το ποι­εῖν οὐ­δέν. Ἀ­πε­κρί­θη­σαν καὶ εἶ­πον αὐ­τῷ· Ἐν ἁ­μαρ­τί­αις σὺ ἐ­γεν­νή­θης ὅ­λος, καὶ σὺ δι­δά­σκεις ἡ­μᾶς; Καὶ ἐ­ξέ­βα­λον αὐ­τὸν ἔ­ξω. Ἤ­κου­σεν Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι ἐ­ξέ­βα­λον αὐ­τὸν ἔ­ξω, καὶ εὑ­ρὼν αὐ­τὸν εἶ­πεν αὐ­τῷ· Σὺ πι­στεύ­εις εἰς τὸν υἱ­ὸν τοῦ Θε­οῦ; Ἀ­πε­κρί­θη ἐ­κεῖ­νος καὶ εἶ­πε· Καὶ τίς ἐ­στι, Κύ­ρι­ε, ἵ­να πι­στεύ­σω εἰς αὐ­τόν; Εἶ­πε δὲ αὐ­τῷ ὁ Ἰ­η­σοῦς· Καὶ ἑ­ώ­ρα­κας αὐ­τὸν καὶ ὁ λα­λῶν με­τὰ σοῦ ἐ­κεῖ­νός ἐ­στιν. Ὁ δὲ ἔ­φη· Πι­στεύ­ω, Κύ­ρι­ε· καὶ προ­σε­κύ­νη­σεν αὐ­τῷ.

            Ο Χριστός αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί θεραπεύει τους οφθαλμούς ενός εκ γενετής τυφλού. «Ποτέ πρίν δέν ἠκούσθη, ὅτι ἤνοιξε κάποιος τούς ὀφθαλμούς τυφλοῦ ἐκ γενετῆς» (Ἰω. 9, 32)· διότι ίσως κάποιος να άνοιξε τους οφθαλμούς τυφλού, εκ γενετής όμως όχι.

Το ερώτημα που ενέκυψε και έθεσαν οι μαθητές του Κυρίου είναι: «Ποιος ἥμαρτεν, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του;». Εσφαλμένη η ερώτηση· διότι πώς ήταν δυνατόν να αμαρτήσει κανείς πριν γεννηθεί; Πώς δε, αν αμάρτησαν οι γονείς του, ήταν δυνατόν αυτός να τιμωρηθεί; Η ερώτηση λοιπόν αποδεικνύεται άτοπη και ο Χριστός απαντά: «Οὔτε αὐτός ἥμαρτεν, οὔτε οἱ γονεῖς του». αλλά για να δοξασθεί ο Υιός του Θεού. Αμάρτησε βέβαια καί αυτός καί οι γονείς του, αλλά δεν προέρχεται, λέγει, από αυτήν την αιτία η τύφλωση. Βεβαίως σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην περίπτωση του παραλύτου ο Χριστός επισημαίνει στον παράλυτο ότι δεν πρέπει να αμαρτάνει πλέον για να μην του συμβούν χειρότερα. Άρα λοιπόν υπάρχει ασθένεια που έχει την αιτία της στην αμαρτία όπως όμως υπάρχει και ασθένεια που δίδεται προς Δόξαν Θεού, όπως στην περίπτωση του τυφλού, του Ιώβ και αλλού.

 

Ακολουθεί η θεραπεία, η οποία ομοιάζει πολύ με τον τρόπο με τον οποίο πλάστηκαν οι πρωτόπλαστοι: έλαβε χώμα από την γη, και το ανάμειξε μέ τό πτύσμα, φανέρωσε με την ενέργειά του αυτή τήν κρυμμένη δόξα Του· διότι δέν ήταν μικρή δόξα τό νά θεωρηθεί Αυτός δημιουργός της κτήσεως! Διά τούτο έδωσε το φώς στους οφθαλμούς μέ εκείνον τον τρόπο· Για να γίνει όμως φανερό ότι αυτό δεν τό έκανε από ανάγκη, αλλά για να διδάξει ότι αυτός είναι ο αρχικός δημιουργός, αφού άλειψε τον πηλό  στους οφθαλμούς είπε: «Πήγαινε καί πλύσου», με άλλα λόγια είπε ότι δέν έχω ανάγκη από πηλό για να ανοίξω τους οφθαλμούς σου, αλλά για να φανερωθεί με αυτή την ενέργειά μου η δόξα μου, γι’ αυτό σε άλειψα με πηλό. Για να καταλάβεις ότι Εγώ είμαι ίσος και όχι κατώτερος του Πατέρα.

Στην συνέχεια πρόσθεσε:  «Ἐγώ πρέπει νά ἐκτελῶ τά ἔργα ἐκείνου πού μέ ἔστειλεν»· δηλαδή, εγώ πρέπει νά φανερώσω τον εαυτό μου και να πράξω εκείνα που μπορούν να αποδείξουν ότι πράττω τα ίδια με τόν Πατέρα, όχι παρόμοια, αλλά τα ίδια.  Ποιος λοιπόν θα μπορέσει εφεξής να αμφισβητήσει  τον Χριστό, βλέποντάς Τον να μπορεί να πράττει τα ίδια με τον Πατέρα; «Διότι δέν ἔπλασε μόνον ὀφθαλμούς, οὔτε ἤνοιξεν, ἀλλά καί ἐχάρισε καί τήν ὅρασιν, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι ἐνεφύσησε καί ψυχήν» λέγει ο χρυσορήμων Χρυσόστομος.


            Σήμερα όμως αδελφοί μου εορτάζεται και η μνήμη των αγίων ενδόξων ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης. Ο άγιος Νεκτάριος λέει ότι ο Χριστός διά των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης αγκάλιασε την οικουμένη. Με την θεοπτία που είδε ο άγιος Κωνσταντίνος  το γνωστό όραμα σε όλους μας, τον Σταυρό εν ουρανώ και την φωνή του Θεού να λέει «εν τούτω νίκα» νίκησε τον Μαξέντιο και κατέστην κύριος της αυτοκρατορίας. Στην συνέχεια υπέγραψε το Διάταγμα των Μεδιολάνων με το οποίο οι χριστιανοί που μέχρι πρότινος διώκονταν,  πλέον ελεύθεροι μπορούσαν να λατρεύουν τον Χριστό. Κατόπιν ενίσχυσε τον ιεραποστολικό αγώνα της μητέρας του Αγίας Ελένης ώστε να ψάξουν και να βρουν τον θαμμένο στα συντρίμμια της Ιερουσαλήμ Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό του Κυρίου.  Έκανε επίσης  και άλλες πολλές θεάρεστες πράξεις καταλήγοντας  στις 21 Μαΐου του 337 όπου ενώπιον πολλών επισκόπων εξομολογήθηκε και βαπτίστηκε. Έκτοτε δεν ξαναφόρεσε ξανά τον αυτοκρατορικό μανδύα, αλλά τον άσπρο χιτώνα του βαπτίσματος.

            Ο βίος των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης αγαπητοί μου χριστιανοί είναι ένα κάλεσμα  του Χριστού και σε μας, που σε εποχές που ο χριστιανισμός δεν διώκεται, εμείς παρόλα αυτά ντρεπόμαστε να ομολογήσουμε την πίστη μας και να κάνουμε τον σταυρό μας δημόσια, μη τυχόν και θεωρηθούμε φανατικοί ή οπισθοδρομικοί. Αν όμως όπως ο άγιος Κωνσταντίνος βαδίζαμε ποιώντας για τον εαυτό μας νοητές ασπίδες που πάνω τους έχουν χαραγμένο τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό του Χριστού, τότε πολλοί σύγχρονοι Μαξέντιοι θα έκαμπταν γόνυ στον Χριστό που κατοικεί μέσα μας. Διότι ο Χριστός εξήλθε νικών και ίνα νικήσει. Πρεσβείαις των αγίων ενδόξων ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης ας δεηθούμε ώστε ο Κύριος να μας βγάλει από το σκοτάδι της πνευματικής μας τυφλότητας και να αναφωνήσουμε όπως ο τυφλός της σημερινής ευαγγελικής περικοπής Πι­στεύ­ω, Κύ­ρι­ε Αμήν.

© 2012 Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα

Φτιάξε δωρεάν ιστοσελίδαWebnode