«Ο άνθρωπος της λογικής» σκέφτηκε καλά και αποφάσισε πως πρέπει να βάλει πλώρη για την αγορά ενός καινούριου αυτοκινήτου. Σκέφτηκε, ξεδίπλωσε τα κιτάπια του, έκανε τους προυπολογισμούς του από τους οποίους δεν έπρεπε να ξεφύγει ούτε ένα ευρώ αν ήθελε να φτάσει σύντομα στην εκπλήρωση του σκοπού του. Δεν έπρεπε ΚΑΝΕΝΑΣ και ΤΙΠΟΤΑ να τον εμποδίσει.
Στο τέλος βγήκε στην αγορά για να τον χτυπήσει λίγο ο αέρας. Τι το’ θελε; Ένας ζητιάνος τον πλεύρισε ζητώντας του λίγα χρήματα. «Ο άνθρωπος της λογικής» έβαλε το χέρι του στην τσέπη του σακακιού του, έπιασε ένα ευρώ.. όμως το άφησε και πάλι να πέσει στη θέση του… δυστυχώς δεν μπορούσε να βοηθήσει… αυτό θα τον έβγαζε εκτός προϋπολογισμού…. Έφυγε λοιπόν γρήγορα, σχεδόν τρέχοντας, αποφεύγοντας τέτοιου είδους «πειρασμούς»…
Επέστρεψε στο σπίτι του και έβγαλε ανακουφισμένος και πάλι τα κιτάπια του προϋπολογισμού του. Εκείνο το βράδυ όμως το τηλέφωνο χτύπησε, ήταν ο προσωπάρχης του, ο κύριος Δημητρούδης. Μετά λύπης τον ενημέρωσε πως θα γινόταν περικοπή προσωπικού, ανάμεσα στους δύο απολυμένους της εταιρείας που δούλευε θα ήταν κι εκείνος…