Οι Μυροφόρες γυναίκες, δηλαδή η Μαρία η Μαγδαλινή, η Μαρία του Ιακώβου και η Σαλώμη, ξημερώματα της Κυριακής κίνησαν για να αρωματίσουν το σώμα του Ιησού. Βρήκαν όμως άγγελο καθήμενο εκ δεξιών του μνημείου, ο οποίος τις επιβεβαίωσε δείχνοντας τα άδεια σάβανα του Κυρίου, ότι ο Χριστός αναστήθηκε εκ των νεκρών όπως προείπε και ότι αυτό έπρεπε να το αναγγείλουν στους μαθητές Του και ιδιαίτερα στον Πέτρο ο οποίος εξαιτίας της πρότερης τριπλής άρνησής του είχε το ηθικό του πεσμένο.
Μας κάνει εντύπωση το θάρρος του Ιωσήφ του από Αριμαθαίας, ο οποίος ήταν μέλος του Ιουδαϊκού συνεδρίου, πίστεψε στο κήρυγμα του Χριστού και με τόλμη ζήτησε από τον Πιλάτο να ενταφιάσει το Σώμα του Κυρίου. Μας κάνουν εντύπωση οι Μυροφόρες γυναίκες, οι οποίες την στιγμή που οι φανεροί μαθητές του Χριστού, τον είχαν εγκαταλείψει και κρύβονταν, εκείνες δεν εδίστασαν να προσεγγίσουν το μνήμα του Δεσπότου. Οι τολμηροί και θαρρετοί σίγησαν, οι αφανείς αρίστευσαν!
Σήμερα διακατεχόμαστε από μια φλυαρία άκαιρης ομολογίας πίστεως. Πολλοί παριστάνουν του μάρτυρες και τους γενναίους ομολογητές, χωρίς όμως ποτέ κανείς να ζητήσει τη δική τους ομολογία… το σίγουρο είναι ότι κάτι τέτοιους υπερφίαλους «ομολογητές» δεν τους χρειαζόμαστε για να στυλωθούμε πνευματικά, αντιθέτως έχουμε ανάγκη από σιωπηρούς μαχητές της προσευχής. Η Χάρις δεν έρχεται με τυμπανοκρουσίες και επιδείξεις αλλά με αιματηρή υπομονή σε πλείστους πειρασμούς. «Δεν έχει κουδούνι η αρετή να την γνωρίζεις με το κουδούνισμα. Το κουδούνι της αρετής είναι η ανοχή, η μακροθυμία, η υπομονή».[1]
Η ανθρωπιστική κρίση την οποία διανύουμε έχει ρίζα την καταφρόνηση του ελάχιστου αδερφού. Διότι αυτή η καταφρόνηση αποτελεί τελικά προσβολή στον Ποιητή και Πλάστη.
Πόσο εύκολο είναι το να γίνουμε οι κατήγοροι των πάντων και επαινετές του εαυτού μας… Πόσο δύσκολο αντιθέτως είναι να πάσχουμε υπέρ των πάντων…;
Ας γίνει λοιπόν αγαπητοί αδελφοί η εορτή των Μυροφόρων γυναικών παράδειγμα για μας. Οι άνδρες κρύφτηκαν φοβισμένοι, οι γυναίκες εθεάθησαν στο μνήμα του Ζωοδότου! Με άλλα λόγια, οι τάχατις «πνευματικοί» άνθρωποι χάθηκαν μέσα στην υποτιθέμενη πνευματικότητά τους και εκείνοι που ήταν αδύναμοι πνευματικά και καταφρονημένοι από τον κόσμο θριάμβευσαν την κρίσιμη στιγμή της ομολογίας.
Οι αδύναμες μυροφόρες στήριξαν τους δυνατούς μαθητές φέρνοντάς τους το μήνυμα της Ανάστασης. Δεν αγανάκτησαν όμως με την αδυναμία των μαθητών, βάσταξαν την αδυναμία τους διότι δεν υπήρχε χώρος σε αυτές για έπαρση και ματαιοδοξία. Γνώριζαν πολύ καλά πως μόνον ένας τελικά είναι ο μόνιμος και παντοτινός φταίχτης, ο εαυτός μας. Πόσο ωραία το λέει ο σεπτός γέροντας Ιωσήφ ο Σπηλαιώτης: «Γίνε χώμα, δείρε, κτύπα, μίσησε σαν άσπονδο εχθρό τον εαυτό σου. Τέλειον μίσος, μίσησον αυτόν. Διότι εάν δεν τον ρίξεις, θα σε ρίξει. Ανδρίζου μη τον λυπάσαι!... Εάν δεν χύσεις αίμα, δεν λαμβάνεις Πνεύμα… Μην λογίζεσαι άνθρωπος, όταν Χάριν δεν λάβεις. Και χωρίς Χάριν ματαίως εγεννήθημεν άνθρωποι εις τον κόσμον»…[2]