Και ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν εἶπεν αὐτοῖς ἐν παραβολαῖς λέγων· 2 ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ.
3 καὶ ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ καλέσαι τοὺς κεκλημένους εἰς τοὺς γάμους, καὶ οὐκ ἤθελον ἐλθεῖν. 4 πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους λέγων· εἴπατε τοῖς κεκλημένοις· ἰδοὺ τὸ ἄριστόν μου ἡτοίμασα, οἱ ταῦροί μου καὶ τὰ σιτιστὰ τεθυμένα, καὶ πάντα ἕτοιμα· δεῦτε εἰς τοὺς γάμους. 5 οἱ δὲ ἀμελήσαντες ἀπῆλθον, ὁ μὲν εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὁ δὲ εἰς τὴν ἐμπορίαν αὐτοῦ· 6 οἱ δὲ λοιποὶ κρατήσαντες τοὺς δούλους αὐτοῦ ὕβρισαν καὶ ἀπέκτειναν. 7 ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὠργίσθη, καὶ πέμψας τὰ στρατεύματα αὐτοῦ ἀπώλεσε τοὺς φονεῖς ἐκείνους καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν ἐνέπρησε. 8 τότε λέγει τοῖς δούλοις αὐτοῦ· ὁ μὲν γάμος ἕτοιμός ἐστιν, οἱ δὲ κεκλημένοι οὐκ ἦσαν ἄξιοι· 9 πορεύεσθε οὖν ἐπὶ τὰς διεξόδους τῶν ὁδῶν, καὶ ὅσους ἐὰν εὕρητε καλέσατε εἰς τοὺς γάμους, 10 καὶ ἐξελθόντες οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι εἰς τὰς ὁδοὺς συνήγαγον πάντας ὅσους εὗρον, πονηρούς τε καὶ ἀγαθούς· καὶ ἐπλήσθη ὁ γάμος ἀνακειμένων. 11 εἰσελθὼν δὲ ὁ βασιλεὺς θεάσασθαι τοὺς ἀνακειμένους εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου, 12 καὶ λέγει αὐτῷ· ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου; ὁ δὲ ἐφιμώθη. 13 τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς διακόνοις· δήσαντες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας ἄρατε αὐτὸν καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. 14 πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί.
Αντιλήφθηκες τη διαφορά που υπάρχει σ΄αυτήν εδώ την παραβολή με την παραβολή του υιού; Υπάρχει μεν πολύ μεγάλη συγγένεια, αλλά παράλληλα και πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ τους.
Και αυτή η παραβολή δείχνει του Θεού τη μεγάλη μακροθυμία και την πρόνοια, αλλά και την Ιουδαϊκή αγνωμοσύνη. Αλλά αυτή έχει και κάτι επιπλέον από κείνη. Διότι προλέγει την έκπτωση των Ιουδαίων και την κλήση των εθνικών. Και πολύ σωστά η παραβολή αυτή λέχθηκε μετά από κείνη διότι επειδή λέχθηκε ότι θα δοθεί η Βασιλεία των Ουρανών σε έθνος που θα παράγει τους καρπούς της, τώρα αποκαλύπτει και σε ποιο έθνος θα δοθεί. Αλλά παράλληλα δείχνει και πάλι την απερίγραπτη πρόνοια του Θεού προς τους Ιουδαίους. Διότι στην προηγούμενη παραβολή καλεί αυτούς πριν την σφαγή Του, ενώ εδώ τους καλεί αφού έχει συντελεστεί το έγκλημά τους. Και τότε που αυτοί θα έπρεπε παραδειγματικά να τιμωρηθούν, ο Θεός όμως τους καλεί στους γάμους και τους τιμά με την ανώτατη τιμή. Και πρόσεχε ότι και εκεί δεν προσκαλεί πρώτα τους εθνικούς, αλλά τους Ιουδαίους, όπως κάνει άλλωστε και τώρα. Και ποια είναι η μεγαλύτερη αχαριστία τους όταν αποσκιρτούν την στιγμή που προσκαλούνται στους γάμους;
Και γιατί θα ρωτούσε κάποιος ονομάστηκε το γεγονός αυτό γάμος; - Για να γνωρίσεις την φροντίδα του Θεού, την μεγάλη αγάπη Του προς εμάς, το χαρωπό του γεγονότος. Διότι τίποτα λυπηρό δεν υπάρχει εκεί ούτε δυσάρεστο. Και γιατί δεν λέει ότι η νύμφη αρραβωνιάζεται με τον Υιό και όχι με τον Πατέρα; Διότι η νύμφη που αρραβωνιάζεται με τον Υιό συνδέεται και με τον Πατέρα, διότι ο Υιός είναι Ομοούσιος του Πατρός. Με την παραβολή αυτή προείπε και την Ανάσταση. Επειδή δηλαδή με την προηγούμενη παραβολή είπε για τον θάνατό Του, τώρα μας δείχνει τους γάμους που ακολουθούν μετά την σταυρική Του θυσία. Κι έτσι για τους Ιουδαίους συμπληρώνονται πλέον τρεις κατηγορίες: Πρώτη, ότι φόνευσαν τους προφήτες, δεύτερη ότι φόνευσαν τον Υιό και τρίτη ότι προσκαλούνται στον γάμο από τον φονευθέντα Υιό που εκείνοι φόνευσαν. Κι όμως πάλι προβάλλουν δικαιολογίες και δεν πηγαίνουν.
Θα πει κάποιος οι δικαιολογίες που προβάλλουν είναι βάσιμες. Αλλά κι απ’ αυτό διδασκόμαστε ότι κι αν ακόμη είναι αναγκαία τα υλικά καθήκοντά μας, πρέπει πριν απ’ όλα να προτιμούνται τα πνευματικά. Και η πρόσκληση δεν γίνεται την τελευταία στιγμή, αλλά πριν από πολύ καιρό. Διότι λέει «είπατε στους καλεσμένους» και όχι «καλέστε τους καλεσμένους». Και πότε κλήθηκαν; Κατ’ αρχήν διά των προφητών και διά του Ιωάννου, αλλά και από τον ίδιο τον Υιό.
Και παρότι το συμπόσιο ήταν πλούσιο (οι ταύροι και τα μανάρια ήταν σφαγμένα), εκείνοι τελικά δεν προσήλθαν όχι γιατί είχαν δουλειές, αλλά από αδιαφορία.
Και η παραφροσύνη τους δεν σταματά στο ότι απλώς δεν πήγαν στους γάμους, αλλά ότι έδειραν και φόνευσαν χωρίς κανέναν οίκτο τους αγγελιοφόρους που του μετέφεραν τις προσκλήσεις! Τι μπορεί να εξισωθεί μ’ αυτή την μανία;
Τι ακολουθεί στη συνέχεια; Επειδή ο Πατήρ είναι Αυτός που τους καλεί και επειδή φόνευσαν αυτοί τους αγγελιοφόρους, αποστέλλει στρατό, κατακαίει τις πόλεις τους και τελικά τους εξολοθρεύει. Εδώ προλέγει αυτά που συνέβησαν επί Σεβαστιανού και Τίτου. Να λοιπόν γιατί έγινε η άλωση της Ιερουσαλήμ. Και η άλωση της Ιερουσαλήμ δεν έγινε αμέσως μετά την σταύρωση του Χριστού, αλλά σαράντα χρόνια μετά. Ποιος την έκανε; Ο Ίδιος ο Πατέρας! Πότε ακριβώς; Αφού φόνευσαν και τον Στέφανο και τον Ιάκωβο κι αφού κακοποίησαν τους Αποστόλους. Είδες την πραγματοποίηση προφητειών και την ταχύτητα την πραγματοποίησής τους;
Κι επειδή οι Ιουδαίοι φάνηκαν παντελώς ανάξιοι να κηρυχτεί σ’ αυτούς το χαρμόσυνο γεγονός της Βασιλείας των Ουρανών, διά τούτο οι Απόστολοι στράφηκαν πλέον προς τα έθνη.
Βέβαια, γνώριζε ό Πατέρας ότι οι καλεσμένοι δεν ήταν άξιοι και ότι δεν θα έρχονταν στους γάμους, όμως για να μη τους αφήσει καμία πρόφαση αναισχύντου αντιλογίας, γι’ αυτό και τους κάλεσε.
Και τι ενοχλούσε περισσότερο τους Ιουδαίους, ακόμη περισσότερο και από την κατακρήμνιση του ναού; Η εισαγωγή των εθνών. Το να χάσουν την θέση που αυτοί προηγουμένως κατείχαν ως περιούσιος και εκλεκτός λαός του θεού.
Στη συνέχεια για να μην επαναπαυτούν και τα έθνη απλώς και μόνο στην πίστη, τους ομιλεί και περί κρίσεως και το ακατάλληλο «ένδυμα» δεν είναι τίποτα άλλο από τον τρόπο ζωής και τις πράξεις.
Η κλήση λοιπόν είναι έργο της Χάριτος, το να παραμείνει όμως κανείς στην Χάρη οφείλεται στην φροντίδα αυτών που κλήθηκαν. Άλλωστε η κλήση δεν έγινε εξαιτίας της αξίας τους, αλλά κατά Χάριν και δωρεά.
Αλλά θα πει κάποιος, δεν απόλαυσα αυτά που απόλαυσαν οι Ιουδαίοι. Κι όμως, απόλαυσες πολύ σπουδαιότερα αγαθά. Διότι αυτά που προετοιμάζονταν για κείνους όλο το μεγάλο χρονικό διάστημα της Παλαιάς Διαθήκης, εσύ τα έλαβες σε μια στιγμή. Γι’ αυτό και αναμένει μεγάλη τιμωρία εκείνους που θα δείξουν αδιαφορία. Διότι αν εκείνοι τον προσέβαλλαν γιατί δεν πήγαν στον γάμο, τότε κι εσύ πολύ περισσότερο Τον προσβάλλεις με το αν παραστείς στην τράπεζα με διεφθαρμένο βίο.
Δείτε από πού προσκληθήκατε, από τα σταυροδρόμια. Τι ήσασταν προηγουμένως; Χωλοί και ψυχικά ανάπηροι. Πράγμα που είναι πολύ χειρότερο από την ακρωτηρίαση του σώματος. Σεβαστείτε λοιπόν αυτόν που σας κάλεσε και μη συνεχίσετε να παρακάθεστε στους γάμους με ρυπαρά ενδύματα.
15 Τότε πορευθέντες οἱ Φαρισαῖοι συμβούλιον ἔλαβον ὅπως αὐτὸν παγιδεύσωσιν ἐν λόγῳ.
Τότε; Πότε; Όταν οι Φαρισαίοι θα έπρεπε κανονικά να μετανοήσουν, να πιστέψουν και να σωφρονιστούν, εκείνοι τερματίζουν την κακία τους και θέλουν να Τον παρουσιάσουν ως επικίνδυνο και υπεύθυνο δημοσίων αδικημάτων.
16 καὶ ἀποστέλλουσιν αὐτῷ τοὺς μαθητὰς αὐτῶν μετὰ τῶν ῾Ηρῳδιανῶν λέγοντες· διδάσκαλε, οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς εἶ καὶ τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ ἐν ἀληθείᾳ διδάσκεις, καὶ οὐ μέλει σοι περὶ οὐδενός· οὐ γὰρ βλέπεις εἰς πρόσωπον ἀνθρώπων· 17 εἰπὲ οὖν ἡμῖν, τί σοι δοκεῖ; ἔξεστι δοῦναι κῆνσον Καίσαρι ἢ οὔ;
Και την ερώτηση αυτή την κάνουν γιατί ήταν φόρου υποτελείς στον Καίσαρα καθόσον ήταν υπό την εξουσία των Ρωμαίων. Πίστεψαν λοιπόν ότι με την ερώτηση αυτή θα έσκαπταν τον λάκκο του Ιησού. Διότι αν απαντούσε υπέρ των Ηρωδιανών θα τον κατηγορούσαν αυτοί, αν απαντούσε υπέρ αυτών, τότε οι στρατιώτες θα τον συλλάμβαναν ως αποστάτη. Ή περίμεναν να μη πάρει κανενός το μέρος οπότε πάλι θα τον παγίδευαν. Και την ερώτηση αυτή την έκαναν παρουσία πολλών ανθρώπων ώστε να έχουν πολλούς μάρτυρες της πλεκτάνης τους. Αλλά όμως συνέβη εντελώς το αντίθετο, διότι παρουσία πολλών μαρτύρων ο Χριστός απέδειξε την ανοησία τους.
Πρόσεξε τις κολακείες τους, τα λόγια που χρησιμοποιούν και πως παρουσιάζονται τάχατις σαν να συμφωνούν μαζί Του, κρύβοντας έτσι την κακουργία τους. Και δεν ρωτούν «ποιο είναι το σωστό, ποιο είναι το νόμιμο»; Αλλά «πες μας ποια είναι η γνώμη σου». Και έτσι μ’ αυτό τον τρόπο αποβλέπουν στο να τον παγιδέψουν και να τον παρουσιάσουν ως εχθρό του άρχοντος.
Τι τους απαντά λοιπόν ο Ιησούς;
18 γνοὺς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν πονηρίαν αὐτῶν εἶπε· τί με πειράζετε, ὑποκριταί;
Βλέπεις πως τους απαντά με τρόπο κατά τον οποίο τους πλήττει σε μεγάλο βαθμό; Επειδή η κακία τους ήταν ολοφάνερη και ολοκληρωμένη, τους δίνει βαθύτερο χτύπημα. Έτσι μπροστά σε όλους αποκαλύπτει τα κρυφά σχέδιά τους αποκαλύπτοντας την δυσώδη κακία τους. Και αυτό το έκανε με σκοπό να μειώσει την κακία τους ώστε να μην επιχειρήσουν πάλι να τον βλάψουν με παρόμοιες ενέργειες . Αλλά δεν σταματά μόνο στην επίπληξη και προχωρά παραπέρα:
19 ἐπιδείξατέ μοι τὸ νόμισμα τοῦ κήνσου. οἱ δὲ προσήνεγκαν αὐτῷ δηνάριον. 20 καὶ λέγει αὐτοῖς· τίνος ἡ εἰκὼν αὕτη καὶ ἡ ἐπιγραφή;
Και τους ρωτά, όχι γιατί δεν γνωρίζει, αλλά για να τους παρουσιάσει υπεύθυνους από τις δικές τους απαντήσεις. Και επειδή λοιπόν του είπαν «η εικόνα είναι του Καίσαρος», τους λέει να πληρώσουν στον Καίσαρα, αυτά που του ανήκουν: 21 λέγουσιν αὐτῷ· Καίσαρος· τότε λέγει αὐτοῖς· ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι στη συνέχεια για να μη πουν μας υποτάσεις, προσθέτει καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ. Διότι είναι δυνατόν και προς τους ανθρώπους να εκπληρώνει κανείς τις υποχρεώσεις του, και προς τον Θεό να αποδίδει αυτά που οφείλει. 22 καὶ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν, καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἀπῆλθον. Βέβαια έπρεπε να πιστέψουν και να εκπλαγούν από τα λόγια Του, διότι τους έδωσε δείγματα της Θεότητάς Του και με το ότι τους αποκάλυψε τις κρυφές τους σκέψεις και με το ότι τους αποστόμωσε με επιείκεια. Τι λοιπόν, πίστεψαν; Καθόλου, αλλά αφού αναχώρησαν αυτοί τον πλησίασαν οι Σαδδουκαίοι:
23 ᾿Εν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ προσῆλθον αὐτῷ Σαδδουκαῖοι,
Πόση η θρασύτητα και πόση η ανοησία, που ενώ αυτοί θα έπρεπε να γίνουν διστακτικότεροι μετά την αποστόμωση των Φαρισαίων, την ίδια κι όλας ημέρα πλησίασαν τον Ιησού. Ποιοι όμως ήταν αυτοί;- Μία Ιουδαϊκή αίρεση παραπλήσια αυτής των Φαρισαίων. Αυτοί δεν πίστευαν ούτε στην ανάσταση, ούτε στους αγγέλους, ούτε στο πνεύμα, διότι ήταν περισσότερο υλιστές προσκολλημένοι στα σωματικά πράγματα. Τι λοιπόν τον ρώτησαν αυτοί;
οἱ λέγοντες μὴ εἶναι ἀνάστασιν, καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν 24 λέγοντες· διδάσκαλε, Μωσῆς εἶπεν, ἐάν τις ἀποθάνῃ μὴ ἔχων τέκνα, ἐπιγαμβρεύσει ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἀναστήσει σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ. 25 ἦσαν δὲ παρ᾿ ἡμῖν ἑπτὰ ἀδελφοί· καὶ ὁ πρῶτος γαμήσας ἐτελεύτησε, καὶ μὴ ἔχων σπέρμα ἀφῆκε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ· 26 ὁμοίως καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ τρίτος, ἕως τῶν ἑπτά. 27 ὕστερον δὲ πάντων ἀπέθανε καὶ ἡ γυνή. 28 ἐν τῇ οὖν ἀναστάσει τίνος τῶν ἑπτὰ ἔσται ἡ γυνή; πάντες γὰρ ἔσχον αὐτήν.
Πρόσεξε τώρα που τους απαντά σαν διδάσκαλος, διότι η ερώτησή τους αυτή αν και είχε το κίνητρο της πονηρίας, εν τούτοις εμπεριείχε μέσα και την μεγάλη τους άγνοια. Διά τούτο δεν τους ονομάζει υποκριτές. Πρέπει βέβαια να τονίσουμε ότι η υπόθεση αυτή που ανέφεραν οι Σαδδουκαίοι ήταν φανταστική και όχι πραγματική. Διότι αν έβλεπε ο τρίτος ότι οι δύο προηγούμενοι πέθαναν, οπωσδήποτε δεν θα την παντρεύονταν διότι θα την θεωρούσε την γυναίκα αυτή σημαδιακή. Κι αν ακόμη την παντρεύονταν, το βέβαιο ήταν ότι δεν θα προχωρούσε σε σύναψη γάμου ο τέταρτος και πολύ περισσότερο ο έκτος και ο έβδομος. Για ποιο λόγο όμως δεν έπλασαν με την φαντασία τους δύο ή τρεις, αλλά επτά αδελφούς; -Με σκοπό να γελοιοποιήσουν σε μεγάλο βαθμό όπως νόμιζαν την ανάσταση. Ο Χριστός λοιπόν τους απαντά δίδοντας έμφαση όχι στα λόγια τους, αλλά στην σκέψη τους και φέρει στο φως τα απόκρυφα σχέδιά τους.
29 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ.
Επειδή δηλαδή προβάλλουν τον Μωυσή και τον νόμο, ως δήθεν γνώστες αυτών, αποδεικνύει ότι το ερώτημά τους αυτό ήταν κατεξοχήν δείγμα άγνοιας των γραφών. Τι λοιπόν είναι το αξιοπερίεργο να πειράζετε εσείς εμένα τον οποίο δεν γνωρίζετε, αφού δεν γνωρίζετε ούτε την δύναμη του Θεού και βέβαια ούτε και τις γραφές.
30 ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ᾿ ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσι.
Εάν λοιπόν δεν νυμφεύονται είναι περιττή η ερώτηση. Βέβαια είναι άγγελοι όχι επειδή δεν νυμφεύονται, αλλά επειδή ζουν ως άγγελοι. Διά τούτο δεν νυμφεύονται.
31 περὶ δὲ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν οὐκ ἀνέγνωτε τὸ ρηθὲν ὑμῖν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ λέγοντος, 32 ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς ᾿Αβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ ὁ Θεὸς ᾿Ιακώβ; οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων.
Και αφού τους απάντησε στο αρχικό τους ερώτημα, επεκτείνετε και στις απόκρυφες σκέψεις τους. Δεν είναι λοιπόν ο Θεός, Θεός ανύπαρκτων που εξαφανίστηκαν, αλλά Θεός ζωντανών.
33 καὶ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ.
Και τι έκαναν οι Σαδδουκαίοι; Αναχώρησαν αφήνοντας στους υπόλοιπους ακροατές όλη την ωφέλεια, ενώ εκείνοι παρέμειναν στον εγωισμό τους.
34 Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό, 35 καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν, νομικός, πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· 36 διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ;
Πάλι ο Ευαγγελιστής προβάλλει την αιτία της ερώτησης, της οποίας το κίνητρο δεν ήταν η μαθηση, αλλά η παγίδα και ρωτούν ποια είναι η πρώτη εντολή. Και επειδή η πρώτη εντολή ήταν το «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου…» ήλπιζαν να τους δώσει κάποια αφορμή διορθώνοντας αυτήν, διότι είχαν ακούσει ότι παρουσίαζε τον εαυτό Του ως Θεό. Τι έκανε λοιπόν ο Χριστός; Επειδή γνώριζε ότι έλιωναν από φθόνο τους απάντησε:
37 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἔφη αὐτῷ· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. 38 αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. 39 δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.
Και γιατί το να αγαπήσει κανείς τον πλησίον του όπως τον εαυτό του είναι όμοιο με το αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου; -Διότι αυτή προετοιμάζει εκείνη και συγχρόνως συγκροτείται απ’ αυτήν. Εάν λοιπόν η αγάπη προς τον Θεό σημαίνει αγάπη προς τον πλησίον, τότε η αγάπη προς τον πλησίον συντελεί στην διαφύλαξη των εντολών. Κατά φυσικό λοιπόν τρόπο συμπληρώνει ο Κύριος: 40 ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται.
Αλλά γιατί ο Ματθαίος λέει ότι ο νομικός ρώτησε με σκοπό να τον πειράξει, ενώ ο Μάρκος το αντίθετο; Διότι διαπίστωσε ως ορθή την απάντηση του Κυρίου και ο Χριστός τον επαίνεσε λέγοντας ότι δεν είναι μακριά από την Βασιλεία των Ουρανών. Δεν αντιφάσκουν συνεπώς μεταξύ τους, αλλά συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό. Διότι στην αρχή τον ρώτησε με σκοπό να τον πειράξει, στη συνέχεια όμως ο νομικός ωφελήθηκε από την απάντηση του Κυρίου. Και τον επαίνεσε διότι ήταν στερεωμένος στην πίστη της Παλαιάς Διαθήκης που δίδασκε ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός παρά ένας και Μοναδικός. Δεν εξαίρεσε βέβαια τον εαυτό Του από την Θεότητα, αλλά με βάση την πίστη στην Παλαιά Διαθήκη μπορούσε πλέον να εισαγάγει την Καινή. Και γι΄αυτό στη συνέχεια πρόσθεσε:
41 Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς 42 λέγων· τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; λέγουσιν αὐτῷ· τοῦ Δαυῒδ. 43 λέγει αὐτοῖς· πῶς οὖν Δαυῒδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ λέγων, 44 εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; 45 εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι;
46 καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον, οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι.
Πρόσεχε μετά από πόσα θαύματα ρωτά, μετά από πόσα σημεία, μετά από πόσες ερωτήσεις, μετά από πόσες αποδείξεις συμφωνίας Του με τον Πατέρα τόσο διά λόγων όσο και δι’ έργων. Και γι’ αυτό τώρα ρωτά οδηγώντας αυτούς κατά λανθάνοντα τρόπο να ομολογήσουν και Αυτόν Θεό. Και λέγουμε με λανθάνοντα τρόπο, διότι δεν ρώτησε «ποια είναι η γνώμη σας για μένα» αλλά «περί του Χριστού». Και όταν αυτοί του απάντησαν ότι είναι «Υιός του Δαυίδ» τους αποστομώνει ρωτώντας: Τότε πως ο Δαυίδ ονομάζει Αυτόν Κύριο; Και αν είναι Κύριός του πως γίνεται να είναι και υιός του; Βέβαια με τους λόγους αυτούς δεν αναιρεί ότι είναι και υιός του κατά ρίζα, αλλά ότι είναι και συνάμα Κύριος και Θεός Του.
Αλλά όμως κι ας άκουσαν όλα αυτά, δεν ενδιαφέρθηκαν να ρωτήσουν τίποτα περαιτέρω αλλά σιώπησαν, όχι με την θέλησή τους, αλλά γιατί δεν είχαν τίποτα άλλο να πουν. Αυτό είχε σαν αιτία το να μην Τον ξαναρωτήσουν ποτέ με σκοπό να Τον παγιδέψουν διά μέσου ερωτήσεων.