1.ΤΟΤΕ προσέρχονται τῷ ᾿Ιησοῦ οἱ ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι λέγοντες· 2 διατί οἱ μαθηταί σου παραβαίνουσι τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων; οὐ γὰρ νίπτονται τὰς χεῖρας αὐτῶν ὅταν ἄρτον ἐσθίωσιν.
Πρόσεξε ότι οι Φαρισαίοι από μόνοι τους παγιδεύονται στα λόγια τους διότι δεν ρωτούν «γιατί οι μαθητές δεν τηρούν τον νόμο του Μωυσή»;, αλλά «γιατί δεν τηρούν την παράδοση των πρεσβυτέρων»;. Κατά συνέπεια γίνεται φανερό ότι οι ιερείς της εποχής εκείνης δεν έδιναν μεγάλη σημασία τόσο στην τήρηση του νόμου του Θεού αλλά στην τήρηση των δικών τους καινοτομιών· μολονότι ο Μωυσής είχε απαγορέψει το να προσθέτει κανείς ή να αφαιρεί κάτι από τον νόμο του Θεού.
Μία από τις καινοτομίες λοιπόν που επέβαλλαν στον κόσμο ήταν ότι κανείς δεν έπρεπε να τρώει με άνιπτα χέρια. Αυτές και άλλες καινοτομίες εφάρμοζαν θέλοντας να παριστάνουν τους νομοθέτες. Την εφαρμογή όμως του νόμου Θεού την αγνοούσαν… Με αυτές λοιπόν τις ανοησίες θέλησαν να παγιδεύσουν τον Κύριο.
3 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· διατί καὶ ὑμεῖς παραβαίνετε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν παράδοσιν ὑμῶν; 4 ὁ γὰρ Θεὸς ἐνετείλατο λέγων· τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα· καὶ ὁ κακολογῶν πατέρα ἢ μητέρα θανάτῳ τελευτάτω. 5 ὑμεῖς δὲ λέγετε· ὃς ἂν εἴπῃ τῷ πατρὶ ἢ τῇ μητρί, δῶρον ὃ ἐὰν ἐξ ἐμοῦ ὠφεληθῇς, καὶ οὐ μὴ τιμήσῃ τὸν πατέρα αὐτοῦ ἢ τὴν μητέρα αὐτοῦ· 6 καὶ ἠκυρώσατε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν παράδοσιν ὑμῶν.
Ο Χριστός βέβαια δεν μπήκε στην διαδικασία να απολογηθεί στις ανόητες κατηγορίες τους αλλά αντιθέτως τους κατηγορεί Εκείνος ότι όχι εξ’ αιτίας της παράδοσης των πρεσβυτέρων, αλλά της δικής τους παραδόσεως ο λαός τον νόμο του Θεού.
Δηλαδή τι δίδασκαν στον λαό; - Να περιφρονούν τους γονείς τους με το πρόσχημα της ευσεβείας. Δηλαδή τι έκαναν; - Όταν οι γονείς τους τους ζητούσαν να τους δώσουν ένα πρόβατο, εκείνοι με το πρόσχημα ότι αυτό ήταν αφιερωμένο στον Θεό δεν το έδιδαν. Έτσι περιφρονούσαν και τους γονείς τους και τον Θεό, διότι ούτε στους γονείς, ούτε όμως και στον Θεό προσέφεραν το πρόβατο ως θυσία. Και αφού είπε αυτά συνέχισε λέγοντας:
7 ὑποκριταί! καλῶς προεφήτευσε περὶ ὑμῶν ῾Ησαΐας λέγων· 8 ἐγγίζει μοι ὁ λαὸς οὗτος τῷ στόματι αὐτῶν καὶ τοῖς χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ· 9 μάτην δὲ σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων.
Να λοιπόν τώρα που και οι προφητείες των προφητών συμφωνούν απόλυτα με την κατάσταση που περιγράφει παραπάνω ο Κύριος.
10 Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον εἶπεν αὐτοῖς·
Και αφού λοιπόν αποστόμωσε τους Φαρισαίους στράφηκε προς τα πλήθη. Πότε; Όταν θεράπευσε τον λεπρό, όταν κατέλυσε το Σάββατο, όταν απέδειξε ότι ο Ίδιος είναι Κύριος και Βασιλεύς και της γης και της θάλασσας, όταν όρισε νόμους, όταν συγχώρησε αμαρτίες
ἀκούετε καὶ συνίετε· Δηλαδή, ακούστε, σκεφτείτε και ξυπνήστε.
11 οὐ τὸ εἰσερχόμενον εἰς τὸ στόμα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ στόματος τοῦτο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον.
Εδώ ο Κύριος ως αυθεντία ουσιαστικά καταργεί τον νόμο του Μωυσέως περί ακάθαρτων φαγητών τα οποία οι Εβραίοι δεν έπρεπε να φάγουν. Το πόση σημασία έδιδαν οι Εβραίοι στην μη κατανάλωση των ακάθαρτων φαγητών φαίνεται από τα λεγόμενα αργότερα του Πέτρου: «Όχι Κύριε διότι ουδέποτε στη ζωή μου έφαγα κάτι μολυσμένο ή ακάθαρτο». (πραξ. 10,14). Παρόλα αυτά ο Κύριος στην παρούσα φάση δεν μίλησε ευθέως για φαγητά, αλλά «δι’ εκείνα που εισέρχονται στο στόμα».
12 τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἶπον αὐτῷ· οἶδας ὅτι οἱ Φαρισαῖοι ἐσκανδαλίσθησαν ἀκούσαντες τὸν λόγον; 13 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε· πᾶσα φυτεία ἣν οὐκ ἐφύτευσεν ὁ πατήρ μου ὁ οὐράνιος ἐκριζωθήσεται. 14 ἄφετε αὐτούς· ὁδηγοί εἰσι τυφλοὶ τυφλῶν· τυφλὸς δὲ τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται.
Ο Κύριος ξέρει πότε πρέπει να αδιαφορεί κανείς για τα σκάνδαλα. Όμως ο Πέτρος δεν μπορούσε άλλο να σιωπήσει διότι και αυτός και υπόλοιποι μαθητές σκανδαλίστηκαν από τα λόγια του Κυρίου αλλά δεν ήθελαν αυτό να γίνει φανερό λόγο ντροπής. Για τον λόγο αυτό με πλάγιο τρόπο ο Πέτρος πλησίασε τον Χριστό:
15 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· φράσον ἡμῖν τὴν παραβολὴν ταύτην.
Και δεν τόλμησε να πει στον Χριστό ότι σκανδαλίστηκε ακούοντας όλα αυτά περί φαγητών, αλλά είπε εξήγησέ μας την παραβολή ταύτην. Ο Χριστός όμως επέπληξε τον Πέτρο και μαζί μ’ αυτόν και τους άλλους μαθητές λέγοντας:
16 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἀκμὴν καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοί ἐστε; 17 οὔπω νοεῖτε ὅτι πᾶν τὸ εἰσπορευόμενον εἰς τὸ στόμα εἰς τὴν κοιλίαν χωρεῖ καὶ εἰς ἀφεδρῶνα ἐκβάλλεται; 18 τὰ δὲ ἐκπορευόμενα ἐκ τοῦ στόματος ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχεται, κἀκεῖνα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον.
Τώρα λοιπόν ο Χριστός εξηγεί ξεκάθαρα ότι τα φαγητά ακόμη κι αν αυτά είναι νομικώς ακάθαρτα δεν είναι ικανά να μολύνουν τον άνθρωπο, διότι αυτά αποβάλλονται διά φυσικού τρόπου από τον αφεδρώνα. Άλλωστε και ο Μωσαϊκός νόμος όριζε τον χρόνο κατά τον οποίο θεωρούνταν κάποιος ακάθαρτος όταν είχε φάει κάτι μολυσμένο. (από το πρωί ως το εσπέρας) δηλ. τόσο, όσο χρειάζονταν ο οργανισμός να χωνέψει αυτά. Και στη συνέχεια έλεγε ο νόμος «λούζεσθε και καθαροί έστε».
Ας δούμε όμως τι είναι αυτό τελικά που μπορεί να μολύνει τον άνθρωπο.
19 ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βασφημίαι. 20 ταῦτά ἐστι τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον· τὸ δὲ ἀνίπτοις χερσὶ φαγεῖν οὐ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον.
Εκείνα που γεννιούνται μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Αυτά είναι πράγματι ικανά να μολύνουν τον άνθρωπο.
Διότι κανείς δεν είναι ικανός να μας κάνει κακό παρά μόνο ο εαυτός μας. Τι θες να πεις στην προσευχή σου εναντίον κάποιου; Ότι σου άρπασε τα πράγματα; Ότι σε έβρισε; Ότι σε περιέβαλε σε κινδύνους; Αυτά όλα δεν είναι αδικία! Αντιθέτως αν σκεφτούμε ψύχραιμα, όλα αυτά μπορούν μέγιστα να μας ωφελήσουν. Συνεπώς αν αδίκησες κάποιον κατηγόρησε τον εαυτό σου, αν κάποιος σε αδίκησε προσευχήσου γι’ αυτόν διότι σε ωφέλησε μέγιστα!
21 Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. 22 καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων
Τι; Τον πλησίασε γυναίκα αλλοεθνής; Ο Κύριος δεν είχε παραγγείλει στους μαθητές Του να μην πορευθούν σε έθνη ειδωλολατρικά; Πως λοιπόν δέχεται να Τον πλησιάσει τώρα ειδωλολάτρισσα Συφοινίκισσα γυναίκα; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Κύριος δεν είναι ο Ίδιος υποχρεωμένος να τηρήσει αυτό που διέταξε στους μαθητές Του, δεύτερον ότι ο Ίδιος δεν μετέβη προς τα έθνη.
ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγαζεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυῒδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται.
Πρόσεξε ότι η γυναίκα αυτή είναι όντως άξια ελεημοσύνης διότι θεωρεί ανάξια τον εαυτό της και γι’ αυτό ζητά έλεος. Μόνο «έλεος» ζητά, δεν τόλμησε καν να φέρει μαζί της μπροστά στον Διδάσκαλο την θυγατέρα της η οποία βρίσκονταν σε τόσο άθλια κατάσταση. Και δεν λέει «ελέησε την θυγατέρα μου», αλλά «ελέησέ με»! Διότι εκείνη υποφέρει, ενώ η θυγατέρα της δεν συναισθάνεται την μανιακή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει.
23 ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον.
Οποία συμπεριφορά πρωτάκουστη και παράξενη! Κι ενώ τους Φαρισαίους παρά την αλαζονεία και αχαριστία τους δεν παύει να τους συμβουλεύει, αυτήν όμως που τρέχει κοντά Του και Τον παρακαλεί και δείχνει τόση ευλάβεια, δεν την θεωρεί ούτε καν άξια να της απαντήσει. Ποιος λοιπόν δεν θα σκανδαλίζοντας βλέποντας, ή ακούοντας γι’ αυτήν την συμπεριφορά. Οπωσδήποτε και οι μαθητές ευσπλαχνίστηκαν την γυναίκα και λυπήθηκαν για την συμπεριφορά του Κυρίου τους. Όμως δεν τόλμησαν να Του ζητήσουν να επιτελέσει σ’ αυτήν το θαύμα αλλά:
καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. 24 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου ᾿Ισραήλ.
Και τι έκανε η γυναίκα αυτή όταν άκουσε όλα αυτά να εξελίσσονται μπροστά της; Μήπως έφυγε; Κάθε άλλο, αλλά έγινε περισσότερο ορμητική. Μήπως ενεργούμε κι εμείς έτσι; Όχι, αλλά όταν βλέπουμε ότι το αίτημά μας δεν ικανοποιείται απομακρυνόμαστε, ενώ το αντίθετο θα έπρεπε να κάνουμε.
25 ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι.
Κι όμως η γυναίκα αυτή αν και ούτε μέσω των μαθητών δεν εισακούστηκε, αντί να απομακρυνθεί περίλυπη εμφανίστηκε μπροστά στον Κύριο με μια όμορφη αδιαντροπιά και του είπε: «Κύριε βοήθησέ με»! Και δεν Του είπε «παρακάλεσε» ή «προσευχήσου», αλλά «βοήθησέ με», διότι Αυτός είναι ο Κύριος! Μήπως όμως τότε ο Χριστός την απάλλαξε από την αμηχανία της; Όχι, αλλά:
26 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις.
Κι όταν επιτέλους της έκανε την τιμή να της μιλήσει, τότε την πλήγωσε ακόμη πρεισσότερο ονομάζοντάς την σκυλάκι!
27 ἡ δὲ εἶπε· ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν.
Απ’ τα λόγια του Κυρίου η γυναίκα λαμβάνει την υπεράσπισή της λέγοντας, ότι αν πράγματι είμαι σκυλάκι τότε δεν είμαι ξένη, άρα δικαιούμαι να πάρω το μερίδιο που μου αναλογεί!
Να λοιπόν γιατί ο Κύριος άφησε να εξελιχθούν όλα αυτά, διότι γνώριζε τι θα απαντήσει η γυναίκα, διότι ήθελε να φανερωθεί η αρετή της και για να ακούσουμε κι εμείς και να ωφεληθούμε.
Στο τέλος ο Χριστός την στεφάνωσε λέγοντας:
28 τότε ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης.
Εσύ δώσε προσοχή στο ότι ενώ η παράκληση των Αποστόλων απέτυχε η επιμονή της γυναίκας πέτυχε τον σκοπό της. Τόσο μεγάλη σημασία έχει η επιμονή στην προσευχή. Διότι εμείς που είμαστε άμεσα ενδιαφερόμενοι για τις υποθέσεις μας θέλει ο Κύριος να προσευχόμαστε έντονα και με επιμονή, παρά να ζητούμε να προσεύχονται άλλοι για μας.
29 Καὶ μεταβὰς ἐκεῖθεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἦλθε παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἀναβὰς εἰς τὸ ὄρος ἐκάθητο ἐκεῖ.
30 καὶ προσῆλθον αὐτῷ ὄχλοι πολλοὶ ἔχοντες μεθ᾿ ἑαυτῶν χωλούς, τυφλούς, κωφούς, κυλλοὺς καὶ ἑτέρους πολλούς, καὶ ἔρριψαν αὐτοὺς παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς,
Βλέπετε, άλλοτε παγαίνει ο Κύριος προς τους ασθενείς, άλλοτε όμως περιμένει να έρθουν εκείνοι προς Αυτόν και ανεβάζει τους κουτσούς στο όρος. Κι έτσι οι κουτσοί και όλοι οι άλλοι ανάπηροι δεικνύουν με αυτόν τον τρόπο περισσότερο την πίστη τους. Και ήταν μεγάλο θαύμα να βλέπει κανείς να περπατούν εκείνοι που πριν από λίγο τους μετέφεραν άλλοι και τους τυφλούς να μην έχουν ανάγκη πλέον τους οδηγούς τους.
31 ὥστε τοὺς ὄχλους θαυμάσαι βλέποντας κωφοὺς ἀκούοντας, ἀλάλους λαλοῦντας, κυλλοὺς ὑγιεῖς, χωλοὺς περιπατοῦντας καὶ τυφλοὺς βλέποντας· καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν ᾿Ισραήλ. 32 ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς προσκαλεσάμενος τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ εἶπε· σπλαγχνίζομαι ἐπὶ τὸν ὄχλον, ὅτι ἤδη ἡμέραι τρεῖς προσμένουσί μοι καὶ οὐκ ἔχουσι τί φάγωσι· καὶ ἀπολῦσαι αὐτοὺς νήστεις οὐ θέλω, μήποτε ἐκλυθῶσιν ἐν τῇ ὁδῷ.
Επί τρεις μέρες τα πλήθη παρέμεναν νηστικά και δεν τολμούσαν να ζητήσουν φαγητό, αφενός μεν διότι είχαν ξεχάσει ότι πεινούσαν διότι ήταν απορροφημένοι στη διδασκαλία και στα θαύματα του Ιησού, αφετέρου δε διότι αισθάνονταν ήδη ευγνώμονες για το θαύμα της θεραπείας τους. Ο Χριστός όμως χωρίς κανείς να Του το ζητήσει ευσπλαχνίζεται και μεριμνά.
Κατανοούμε επίσης ότι ο τόπος που βρίσκονταν ο Χριστός με τα πλήθη ήταν μακριά από τις πόλεις με κίνδυνο να αποκάμουν κατά την μακρά οδοιπορία της επιστροφής.
33 καὶ λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· πόθεν ἡμῖν ἐν ἐρημίᾳ ἄρτοι τοσοῦτοι ὥστε χορτάσαι ὄχλον τοσοῦτον;
Κι όμως οι μαθητές ενώ είχαν δει στο πρόσφατο παρελθόν τον Ιησού να χορταίνει με πολλαπλασιασμό των άρτων χιλιάδες όχλου, εν τούτοις εξακολουθούν να σέρνονται στο χώμα και να μην κατανοούν. Και παρότι ο Ιησούς με τους λόγους Του τους ερέθισε ώστε να θυμηθούν το θαύμα, εκείνοι όμως βρίσκονταν πολύ χαμηλά πνευματικά και νόμιζαν ότι ο Χριστός ζητούσε από τους Αποστόλους να βρουν εκείνοι τροφή για τα πλήθη πράγμα πολύ ανόητο…
34 καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· πόσους ἄρτους ἔχετε; οἱ δὲ εἶπον· ἑπτά, καὶ ὀλίγα ἰχθύδια.
Τώρα ο Ιησούς για να τους θυμίσει το θαύμα τους κάνει παρόμοια ερώτηση με πριν. Κι ενώ θα μπορούσε κανείς να αγανακτήσει με την ανωριμότητα των μαθητών, εκείνοι δεν ντρέπονται να γράψουν οι ίδιοι μετέπειτα τις λεπτομέρειες αυτές που στην ουσία τους εκθέτουν. Δώσε επίσης σημασία στο ότι οι μαθητές είχαν πολύ περιφρονήσει τις ανάγκες τους σώματος έχοντας ξεμείνει στην έρημο με μόνο επτά άρτους και λίγα ψάρια. Κατά τα άλλα ο Ιησούς στην επιτέλεση του θαύματος εφαρμόζει την ίδια τακτική με το παρελθόν. Όμως το τέλος του θαύματος δεν είναι ίδιο με το προηγούμενο. Αυτή τη φορά μαζεύουν περίσσευμα επτά κοφίνια και όχι δώδεκα.
35 καὶ ἐκέλευσε τοῖς ὄχλοις ἀναπεσεῖν ἐπὶ τὴν γῆν. 36 καὶ λαβὼν τοὺς ἑπτὰ ἄρτους καὶ τοὺς ἰχθύας, εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. 37 καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας πλήρεις·
38 οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν τετρακισχίλιοι ἄνδρες χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. 39 καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἦλθεν εἰς τὰ ὅρια Μαγδαλά.
Και γιατί παρακαλώ ενώ την προηγούμενη φορά ο κόσμος ήταν πέντε χιλιάδες περίσσεψαν δώδεκα κοφίνια, ενώ τώρα που είναι τέσσερις χιλιάδες περίσσεψαν επτά; Απ.: Ή διότι τώρα τα κοφίνια ήταν μεγαλύτερα ή χάριν της διαφορετικότητας να μην λησμονηθεί ούτε εκείνο, αλλά ούτε και αυτό το θαύμα.