Ε´\ΜΕΤΑ ταῦτα ἦν ἡ ἑορτὴ τῶν ᾿Ιουδαίων, καὶ ἀνέβη ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα.
Ποια εορτή; Επρόκειτο μάλλον για την εορτή της Πεντηκοστής. Γιατί πήγε ο Ιησούς στα Ιεροσόλυμα; - Συνήθιζε να μένεις στις πόλεις κατά τις εορτές ώστε να φαίνεται πως συνεορτάζει μαζί με εκείνους και ταυτόχρονα να προσελκύει πολλούς κοντά Του.
2 ἔστι δὲ ἐν τοῖς ῾Ιεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. 3 ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν.
Ποιος τρόπος θεραπείας είναι αυτός; Ποιος μυστήριο υπαινίσσεται; Διότι αυτά δεν γράφηκαν χωρίς αιτία και κατά τύχη. Αλλά περιγράφει τα μέλλοντα σαν μία εικόνα και αναπαράσταση. Τι είναι λοιπόν αυτό που περιγράφει;
-Επειδή επρόκειτο να δοθεί το Βάπτισμα το οποίο είναι πλήρες δυνάμεως και χάριτος, βάπτισμα το οποίο καθαρίζει όλες τις αμαρτίες και τους νεκρούς τους καθιστά ζωντανούς, διά τούτο με αυτήν εδώ την κολυμβήθρα και την θεραπεία των σωματικών νοσημάτων που προέκυπτε από το αταρακούνημα του ύδατος προεικονίζει την διά του Βαπτίσματος ανθρώπινη θεραπεία από τις κηλίδες όλων των παθών.
4 ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι.
Αν ένας άγγελος είχε την διά του Θεού εξουσία να θεραπεύει αυτόν που πρώτο έμπαινε μέσα στην κολυμβήθρα, τότε ο Κύριος των αγγέλων ασφαλώς μπορούσε αυτεξουσίως να θεραπεύσει τα νοσήματα των ψυχών και των σωμάτων ημών. Και όπως εδώ δεν θεράπευε από μόνο του το νερό αλλά το νερό με την ενέργεια του αγγέλου, έτσι και στο Βάπτισμα δεν θεραπεύει από μόνο του το ύδωρ, αλλά το ύδωρ με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.
5 ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ.
6 τοῦτον ἰδὼν ὁ ᾿Ιησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; 7 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει.
Γι’ αυτόν τον ασθενή και για άλλους χιλιάδες η σθένεια ήταν εμπόδιο ώστε να καταφέρει να προσέλθει στην διά του αγγέλου θεραπευτική χάρη. Τώρα όμως στην εποχή του Αγίου Βαπτίσματος, ακόμη και ολόκληρη η οικουμένη να προσέλθει, η Χάρις επαρκεί για όλους και ούτε ξοδεύεται, ούτε ελαττώνεται.
Και γιατί ο Κύριος αφού άφησε όλους τους υπόλοιπους πλησίασε εκείνον τον ασθενή και παράλυτο ο οποίος είχε τριάντα οκτώ έτη δεμένος στην ασθένεια; - Για να εκθειάσει την υπομονή του, την καρτερικότητά του. Διότι αυτός όλα αυτά τα χρόνια ήλπιζε και δεν απομακρύνονταν και βρίσκονταν εκεί κοντά στην δεξάμενη ελπίζοντας ότι κάποια χρονιά θα καταφέρει διά της παρατηρητικότητάς του να προλάβει την διά του αγγέλου θεραπεία.
Ας ντραπούμε λοιπόν όλοι εμείς που ακούμε γι΄αυτήν την καρτερικότητα, γι’ αυτήν την υπομονή. Εμείς που αν παρακαλέσουμε για δέκα μόνο μέρες τον Θεό και δεν εισακουσθούμε απομακρυνόμαστε απογοητευμένοι. Ενώ εκείνος ο παράλυτος επί τόσα πολλά έτη επέμενε και ήλπιζε και δεν απομακρύνονταν. Αλλά μήπως η διαρκής προσευχή ακόμη κι αν δεν εισακουσθεί θα γίνει για μας επιζήμια. Μήπως θα είναι κοπιαστική; Μα ο κόπος μόνος ωφέλεια προσδίδει, ενώ η ανάπαυση συνήθως μας διαφθείρει. Διότι η φύση μας δεν ανέχεται την αργία, αλλά ευκόλως αποκλίνει προς την κακία.
Αλλά θα ρωτήσεις: Γιατί έχει συνδεθεί μεγάλη ευχαρίστηση με την κακία και με την αρετη πολύς κόπος και ιδρώτας;
-Πες μου άνθρωπε, ποια αμοιβή θα έπειρνες αν δεν κόπιαζες; Σε όλους τους πολέμους όταν οι μάχες είναι οξείς, τότε στους νικητές τα βραβεία είναι μεγάλα. Γι’ αυτό λοιπόν ο Θεός ανέμειξε τους κόπους με την αρετή επειδή ήθελε να εξοικοιωθεί η ψυχή με την αρετή. Γι’ αυτό λοιπόν την αρετή την θαυμάουμε, έστω κι αν δεν την επιτυγχάνουμε την δε κακία την κατηγορούμε.
Ρώτησε τώρα αν θέλεις. – Υπήρχε ποτέ εργασία χωρίς κόπους; -Βεβαίως ναι. Άλλωστε αυτό εξ’ αρχής ήθελε ο Θεός, αλλά εσύ δεν το ανέχθηκες. Έθεσε ο Θεός την εργασία μέσα στον παράδεισο, αλλά δεν την ανέμειξε με κόπο. Διότι αν ο άνθρωπος κόπιαζε από την αρχή, δεν θα όριζε αργότερα τον κόπο ως τιμωρία. Άλλωστε και οι άγγελοι συνεχώς εργάζονται, χωρίς όμως να κοπιάζουν. Και ο Θεός άλλωστε μας βεβαιώνει πως και Εκείνος εργάζεται: «Ο Πατήρ μου πάντοτε εργάζεται και εγώ επίσης εργάζομαι» (ψαλμ, 102,20).
Ας κοπιάσουμε λοιπόν αδελφοί. Διότι ο κόπος αυτός θα είναι προσωρινός, η δε εκ της αρετής χαρά θα είναι αιώνια. Η δε ευχαρίστηση εκ της κακίας διαρκεί λίγο ενώ οι καρποί της παραμένουν και πολυχρονίζουν και βασανίζουν τον ποιήσαντα αυτής.
8 λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει.
Μερικοί νομίζουν πως αυτός είναι ο παράλυτος που αναφέρει και ο Ματθαίος. Όμως δεν είναι ο ίδιος και αυτό αποδεικνύεται από πολλά. Πρώτα-πρώτα αποδεικνύεται από την απουσία ανθρώπων που τον φροντίζουν, γι’ αυτό και έλεγε «δεν έχω άνθρωπο», ενώ ο παράλυτος του Ματθαίου είχε πολλούς τριγύρω του που τον βοηθούσαν και τον μετέφεραν. Επίσης αυτός θεραπεύται το Σάββατο ενώ εκείνο σε άλλη ημέρα. Αλλά και από άλλα στοιχεία φαίνεται ξεκάθαρα πως πρόκειται για διαφορετικούς ανθρώπους. Το μόνο κοινό στοιχείο της θεραπείας τους είναι ότι και στους δύο πρώτα συγχωρεί ο Κύριος τις αμαρτίες.
9 καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ.
Πρόσεξε τώρα την πίστη του παράλυτου ο οποίος ούτε γέλασε, ούτε είπε «τι είναι αυτά που λες» παρότι δεν γνώριζε τίποτα για τον Χριστό. Υπήκουσε λοιπόν και σηκώθηκε και όχι απλά σηκώθηκε, αλλά κουβώλησε και το κρεβάτι του δεικνύοντας την πλήρη ίασή του η οποία δεν έγινε σταδιακά, αλλά αμέσως. Αξιοθαύμαστο μεν το θαύμα, αλλά «αξιοθαύμαστα» περισσότερο ήταν εκείνα που ακολούθησαν μετά το θαύμα:
10 ἔλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. 11 ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. 12 ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; 13 ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ ᾿Ιησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ.
Πόσο ήταν το μίσος των Ιουδαίων, οι οποίοι ουσιαστικά δεν θλίβονταν και δεν σκανδαλίζονταν τόσο για την κατάλυση του Σαββάτου όσο για την θεραπεία του παραλύτου. Πόσο απεχθές πάθος είναι το μίσος αδελφοί, το οποίο καθιστά τον άνθρωπο χειρότερο από δαίμονα. Και μην απορείς για τον λόγο αυτόν. Διότι οι δαίμονες δεν επιβουλεύονται τους όμοιούς τους αλλά εμάς.
Δεν υπάρχει χειρότερο αμάρτημα από το μίσος. Διότι ο μεν πόρνος, ο κλέφτης, ο μοιχός, ο φονέας έχει μία αιτία που αμάρτησε. Αυτός όμως που μισεί δεν έχει να επικαλεσθεί τίποτα. Διότι αν προτρεπώμεθα να αγαπούμε αυτούς που μας μισούν, πες μου ποια δικαιολογιά θα προβάλλουμε όταν μισούμε και αυτούς που μας αγαπούν; Είναι ολοφάνερο, ότι όπου υπάρχει φθόνος και ζήλεια, εκεί η αγάπη εξαφανίζεται. Ο Απόστολος Παύλος το λέει ξεκάθαρα «καὶ ἐὰν παραδώσω τὸ σῶμά μου διὰ νὰ καῇ, ἀλλὰ δὲν ἔχω ἀγάπην, καμμίαν ὠφέλειαν δὲν ἔχω». Η τυραννία του μίσους είναι η μητέρα του φόνου (βλ. Κάιν). Και το χειρότερο όλων είναι ότι ενώ μισείς νομίζει πως δεν κάνεις και τίποτα το σπουδαίο, ενώ αυτό είναι το βαρύτρο αμάρτημα όλων. Γι’ αυτό λοιπόν ας ξεριζώσουμε αυτό το καταστροφικό πάθος από τη ρίζα εκτελώντας την εντολή του Απ. Παύλου: «Ας χαίρωμεν με αυτούς που χαίρουν και να κλαίωμεν με αυτούς που κλαίουν».
14 μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται.
Πολλές φορές όταν το κακό όταν επερκχειλίζει τότε θίγει τα σώματα. Επειδή οι άνθρωποι για τα νοσήματα της ψυχής δεν καταβάλλουν καμία φροντίδα επειδή αυτά δεν προκαλούν πόνο, τότε επιτρέπει να ασθενήσει το σώμα, ώστε με την τιμωρία του μικρότερου να θεραπεύσει το μεγαλύτερο. Αυτό έκανε και ο Χριστός με τον παράλυτο. Και με την φράση μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται, πληροφορούμαστε ότι το νόσημα του παραλύτου προέρχονταν από αμαρτίες και δεύτερον ότι είναι αληθινός ο λόγος περί της γεέννης. Σκέψου αδελφέ όταν λες: «τι θα τιμωρηθώ για μακρύ χρονικό διάστημα για ένα αμάρτημα που διήρκησε μερικά μόνο λεπτά»; Κοίτα όμως τον παράλυτο ολόκληρο τον βίο του κατανάλωσε τιμουρούμενος. Διότι τα αμαρτήματα δεν διακρίνονται από τον Θεό βάση της χρονικής τους διάρκειας, αλλά βάση τη φύση του εγκλήματος. Μαζί με όλα αυτά πρέπει να προσέξουμε ότι αν υποστούμε τιμωρία για ένα αμάρτημα, αλλά παρόλα αυτά δεν μετανοήσουμε τότε θα πάθουμε χειρότερα και πολύ δικαίως.
Και για ποιο λόγο θα ρωτήσεις δεν τιμωρούνται όλοι με τον ίδιο τρόπο; Διότι βλέπουμε πολλούς από τους ασεβείς να είναι υγιείς και να απολαμβάνουν ευημερία.
-Ας μην βιαζόμαστε και ας μην είμαστε βέβαιοι γι’ αυτό που βλέπουμε, διότι γι’ αυτούς θα πρέπει να δακρύσουμε να περισσότερο, διότι στην μεν παρούσα ζωή αυτοί δεν έπαθαν τίποτα, στην δε μέλλουσα όμως τους περιμένει η αιώνια κόλαση.
Και τώρα θα ρωτήσεις: «Τι δηλαδή όλα τα νοσήματα προέρχονται από αμαρτίες»;
-Όχι βεβαίως όλα, αλλά τα περισσότερα ναι. Διότι η γαστριμαργία, η μέθη και η αργία γεννούν τις περισσότερους νόσους.
15 ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς ᾿Ιουδαίοις ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.
16 Καὶ διὰ τοῦτο ἐδίωκον τὸν ᾿Ιησοῦν οἱ ᾿Ιουδαῖοι καὶ ἐζήτουν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, ὅτι ταῦτα ἐποίει ἐν σαββάτῳ. 17 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς· ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι. 18 διὰ τοῦτο οὖν μᾶλλον ἐζήτουν αὐτὸν οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἀποκτεῖναι, ὅτι οὐ μόνον ἔλυε τὸ σάββατον, ἀλλὰ καὶ πατέρα ἴδιον ἔλεγε τὸν Θεόν, ἴσον ἑαυτὸν ποιῶν τῷ Θεῷ.
Ο Ιησούς όταν επρόκειτο να μιλήσει για τον εαυτό Του επικαλέιται τον Πατέρα για να αποδέιξει όι είναι ομότιμος με Εκείνον και άρα ότι κάνει τα ίδια με Εκείνον. Και τι στην ουσία τους λέει εδώ; -Ότι εφόσον εσείς απαλλάσσεται τον Πατέρα από την κατηγορία της εργασίας του Σαββάτου, τότε το ίδιο θα πρέπει να πράξετε και για μένα που είμαι ομοούσιος τω Πατρί.
Και θα ρώτήσει κανείς: Και που εργάζεται ο Πατήρ αφού την έβδομη ημέρα αναπαύθηκε;
Να ο τρόπος της εργασίας Του: Προνοεί και συντηρεί όλα τα δημιουργήματά Του. Όταν λοιπόν βλέπεις τον ήλιο να ανατέλλει, την σελήνη να τρέχει, τις λίμνες, τις πηγές, την βροχή, τα δικά μας σώματα, των ζώων, τα φυτά και όλα τα άλλα στοιχεία με τα οποία έχει συσταθεί το σύμπαν, όλα τα πάντα ο Πατήρ τα συντηρεί. Να λοιπόν που σε αυτή την περίπτωση ο Χριστός απολογείται όχι ως άνθρωπος, αλλά σαν Θεός. ῾
19 ᾿Απεκρίνατο οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ δύναται ὁ υἱὸς ποιεῖν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ οὐδέν, ἐὰν μή τι βλέπῃ τὸν πατέρα ποιοῦντα· ἃ γὰρ ἂν ἐκεῖνος ποιῇ, ταῦτα καὶ ὁ υἱὸς ὁμοίως ποιεῖ.
Αφού δεν μπορεί να κάνει ο Υιός τίποτα από τον ευατό Του, τότε γιατί αλλού λέει «έχω εξουσία να θυσιάσω την ζωή μου και έχω εξουσία πάλι να την πάρω και κανείς δεν μου την αφαιρεί αλλά εγώ από μόνος μου την θυσιάζω» (Ιω. 10,18). Βλέπεις λοιπόν ότι έχει εξουσία ζωής και θανάτου και ότι έκανε από μονος Του τόση οικονομία;
Αλλά γιατί μιλάμε μόνο για τον Χριστό; Μήπως εμείς δεν έχουμε την εξουσία της επιλογής του καλού και του κακού; Διότι εάν δεν είχαμε αυτή την εξουσία τότε δεν θα υπήρχε η απειλή της τιμωρίας και της αιωνίου κολάσεως. Άρα αυτό που είπε ο Χριστός δεν σημαίνει τίποτ άλλο παρά το ότι «δεν μπορεί να κάνει τίποτα το αντίθετο με αυτό που θέλει ο Πατέρας» πράγμα που αποδεικνύει την ισότητα και και την μεγάλη συμφωνία.
Και γιατί δεν είπε ότι δεν κάνει τίποτα το αντίθετο, αλλά «δεν δύναται»; Για να δείξει και πάλι την αμετάβλητη και ακριβή ισότητα. Διότι η φράση «δεν δύναται» δεν φανερώνει αδυναμία, αλλά αντιθέτως μαρτυρεί την μεγάλη Του δύναμη. Άλλωστε όταν εμείς λέμε ότι είναι «αδύνατον» να αμαρτάνει ο Θεός δεν προσδίδουμε σ’ Αυτόν αδυναμία, αλλά αντιθέτως ασύγκριτη δύναμη.
20 ὁ γὰρ πατὴρ φιλεῖ τὸν υἱὸν καὶ πάντα δείκνυσιν αὐτῷ ἃ αὐτὸς ποιεῖ, καὶ μείζονα τούτων δείξει αὐτῷ ἔργα, ἵνα ὑμεῖς θαυμάζητε.
Και ενώ ο Χριστός αναβιβάζει τον λόγο και πάλι τον καταβιβάζει ώστε να κάνει τον λόγο εύκολα αποδεκτό και αρεστό και από τους ασεβέστερους. Και γιατί το κάνει αυτό; Διότι τον καταδίωκαν όταν Τον άκουγαν να μιλά περί των υψηλών πραγμάτων. Τώρα λοιπόν μας λέει πως «δείξει στον Υιό ο Πατέρας μεγαλύτερα έργα απ’ αυτά». Κάποιος ακούγοντας αυτόν τον λόγο εύκολα και πρόχειρα θα συμπεράνει πως ο Υιός δεν τα έχει μάθει όλα και υπολλέιπεται στις γνώσεις συγκκριτικά με τον Πατέρα πράγμα που δεν είναι δυνατόν να πούμε ούτε για τους Αποστόλους. Διότι όταν εκείνοι έλαβαν την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, όλα πλέον τα ήξεραν και σε τίποτα δεν υστερούσαν. Τότε λοιπόν αν δεν μας επιτρέπεται ούτε για τους Αποστόλους να πούμε αυτά, πως ακούμε τέτοιον λόγο και γιατί το είπε αυτό Χριστός;
-Αυτό το είπε με΄τα την θεραπεία του παραλύτου. Δηλαδή εσείς είδατε το θαύμα της θεραπείας, σε λίγο θα δείτε και το θαύμα της Αναστάσεως. Μη θαυμάζετε λοιπόν ακόμη διότι θα δείτε πολύ μεγαλύτερα απ’ αυτά που ως τώρα έχετε δει. Και πάλι μετά απ’ αυτά αναβιβάζει τον λόγο αποδεικνύοντας την ισότητά Του με τον Πατέρα και την ισοτιμία Του με Εκείνον λέγοντας ξεκάθαρα: 21 ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, οὕτω καὶ ὁ υἱὸς οὓς θέλει ζωοποιεῖ. Ακόμα επειμένεις ότι ο Υιός δεν είναι ισότιμος με τον Πατέρα, ακόμα πιστεύεις πως ο Υιός υπολλείπετα του Πατρός; Σε τέτοιου είδους συμπεράσματα κατέληξαν όλοι οι αιρετικοί και αυτό το έπαθαν από κενοδοξία διότι επιθύμησαν την ανθρώπινη δόξα αντί να επιζήτουν εκείνη που παραπέμπει στον Θεό. Θέλεις δόξα; Τότε επιζητεί μία ζωη΄γεμάτη βάσανα, περιφρονείς την δόξα; Τότε ξεπέρασες την κενοδοξία ιάθηκς από όλα τα νοσήματα.
22 οὐδὲ γὰρ ὁ πατὴρ κρίνει οὐδένα, ἀλλὰ τὴν κρίσιν πᾶσαν δέδωκε τῷ υἱῷ,
Ενθυμήσου: Αυτός που πέθανε χάριν ημών για τις αμαρτίες μας, ο Ίδιος θα κάθεται τότε για να μας δικάσει. Εκείνος που πέθανε χάριν ημών, Εκείνος θα εμφανιστεί πάλι για να κρίνει όλη πλάση. Διότι την δεύτερη φορά δεν θα εμφανιστεί για ζήτημα αμαρτίας, αλλά για ζήτημα σωτηρίας. 23 ἵνα πάντες τιμῶσι τὸν υἱόν, καθὼς τιμῶσι τὸν πατέρα. ὁ μὴ τιμῶν τὸν υἱὸν οὐ τιμᾷ τὸν πατέρα τὸν πέμψαντα αὐτόν.
Λοιπόν ακούγοντας όλα αυτά θα Τον ονομάσουμε και Πατέρα; Ναι. Διότι ενώ θα παραμένει Υιός τον τιμάμαι όπως και τον Πατέρα. Και ποια εξουσία έχει ο Υιός; Και να τιμωρεί και να τιμά και να κάνει και τα δύο όπως θέλει. Γιατί όμως είπε «έδωκεν»; Για να μη σου περάσει από τον νου ότι Αυτός είναι αγέννητος, ούτε να νομίσεις ότι υπάρχουν δύο Πατέρες. Διότι ό, τι είναι ο Πατήρ είναι και ο Υιός, ο οποίος εγεννήθη και παραμένει Υιός. Και για να αντιληφθείς ότι το «έδωκεν» είναι ίσο με το εγέννησε.
Και τελικά για να μην παρανοεί κανένας και πάλι αναβιβάζει τον λόγο λέγοντας ξεκάθαρα ἵνα πάντες τιμῶσι τὸν υἱόν, καθὼς τιμῶσι τὸν πατέρα ξεκαθαρίζοντας την ομοτιμία Πατρός και Υιού. Και με το ὁ μὴ τιμῶν τὸν υἱὸν οὐ τιμᾷ τὸν πατέρα τὸν πέμψαντα αὐτόν συμπεριλαμβάνει την τιμή του Υιού με την τιμή του Πατρός αφού είναι Ομοούσιοι.
Και τώρα θα ρωτήσεις: Με ποιο τρόπο είναι της ίδιας ουσία και ο Αποστέλλων και ο Αποστελλόμενος; -Μα πάλι θα φέρει τον λόγο στα ανθρώπινα; Άκουσε λοιπόν. Έλεγε ο Υιός ότι είναι Απεσταλμένος όχι για να νομίσεις ότι είναι κατώτερος του Πατρός, αλλά για να βουλώσει τα στόματα των Ιουδαίων. Διότι αν ανέφερε όλα όσα έπρεπε ξεκάθαρα να πει εκείνοι δεν θα παραδέχονταν τα λόγια Του. Δια τούτο όταν μιλούσε για τον Ευατό Του κατέφευγε στον Πατέρα. Κι έτσι με την λέξη «απεσταλμένος» δεν εννοεί ότι κάποιος τον απέστειλε, αλλά την απόλυτη συμφωνία του Υιού με τον Πατέρα. Κι έτσι επειδή δεν υπήρχαν αυτιά για να κούσουν την ξεκάθαρτη αλήθεια εκεί που αναβίβαζε τα νοήματα διά των υψηλών λόγω, εκεί τα καταβίβαζε:
24 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον,
Βλέπεις; Δεν είπε εκείνος που θα πιστε΄ψει σε μένα, αλλά στον αποστείλαντά με. (καταβιβασμός του λόγου). Και γιατί μίλησε και πάλι με αυτόν τον τρόπο; Για να μη νομίσει κανείς πως μιλά με αλαζονεία. Κι έτσι με τον καταβιβασμό των λόγων, κάνει τον λόγο ευκολότερα αποδεχτό στους ακροατές Του.
καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν.
Το δεν θα περάσει από κρίση, σημαίνει δεν θα τιμωρηθεί. Ως θάνατο και ζωή εννοεί ασφαλώς τον αιώνιο θάνατο ή την αιώνιο ζωή.
25 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται·
Θαύμασε τώρα αυθεντία και εξουσία άφατο! Ποιος θα δώσει το παράγγελμα της Αναστάσεως; Ο Υιός. Πότε θα αργήσει αυτό; «και νυν εστί». Ήδη συντελείται. Από πότε συντελείται; Μα από την στιγμή εκείνη που μιλούσε που ήταν μαζί τους και ανάσταινε τους νεκρούς με ένα Του παράγγελμα. Και πως γίνεται αυτό; Το εξηγεί παρακάτω: 26 ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἔχει ζωὴν ἐν ἑαυτῷ, οὕτως ἔδωκε καὶ τῷ υἱῷ ζωὴν ἔχειν ἐν ἑαυτῷ· Να και πάλι το Ομοούσιο και το Ομότιμο και το Αδιαίρετο.
27 καὶ ἐξουσίαν ἔδωκεν αὐτῷ καὶ κρίσιν ποιεῖν, ὅτι υἱὸς ἀνθρώπου ἐστί.
Και τι θα εμπόδιζε τον κάθε άνθρωπο να κρίνει; Αφού παραπάνω μας λέι ότι κρίσιν ποιεί ότι υιός ανθρώπου εστί; Δεν εννοεί αυτό. Αλλά ότι είναι κριτής διότι είναι Υιός της ανεκφράστου ουσίας.
28 μὴ θαυμάζετε τοῦτο· ὅτι ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ, 29 καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως.
Κι έτσι αφήνει τον συλλογισμό να βγεί εύκολα. Ότι θα κρίνει τον κόσμο όχι διότι είναι υιός ανθρώπου, αλλά Υιός Θεού. Και με τον παραπάνω λόγο κάνει επίσης ξεκάθαρο, πως δεν αρκεί κανείς να πιστεύει στον Υιό, αλλά να κάνει και καλά έργα.
Κι επειδή ο λόγος αυτός της αναστάσεως όλων των απ’ αιώνος νεκρών με ένα παράγγελμα του Ιησού φαίνονταν και φαίνεται σε πολλούς αδύνατον να συμβεί. Ο Χριστός δια των ήδη τετελεσμένων (βλ. ανάσταση του Λαζάρου) προαναγγέλλει και επιβεβαιώνει και τα μέλλοντα.
30 Οὐ δύναμαι ἐγὼ ποιεῖν ἀπ' ἐμαυτοῦ οὐδέν. καθὼς ἀκούω κρίνω, καὶ ἡ κρίσις ἡ ἐμὴ δικαία ἐστίν· ὅτι οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός.
Δηλαδή τίποτα παράξενο και τίποτα διαφορετικό δεν θα με δείτε να κάνω απ΄όσα λέει και ενεργεί ο Πατέρας. Διότι μου είναι αδύνατον να θέλω κάτι που να να μη θέλει και ο Πατέρας. Δεν τείπε όμως αυτό τόσο καθαρά διότι οι ακροατές δεν μπορούσαν να ανεχτούν αυτόν τον λόγο. Κι έτσι με ανθρώπινο τρόπο λέει: καθὼς ἀκούω κρίνω. Αλλά δεν είπε καθώ διδάσκομαι, αλλά καθώς ακούω, διότι δεν έχει καμία ανάγκη διδασκαλίας. Το νόημα λοιπόν αυτών των λόγων είναι: Κατ’ αυτόν τον τρόπο κρίνω όπως κρίνει και ο ίδιος ο Πατέρας. Καιθ πραγματεύεται όλα αυτά τα νοήματα με τρόπο ανθρώπινο διότι οι Ιουδαίοι νόμιζαν πως είναι απλός άνθρωπος. Γι ‘αυτό σ΄ αυτές τις περιπτώσεις δεν πρέπει να εξετάζουμε μόνο τα λόγια, αλλά να προσθέτουμε και τη γνώμη των ακροατών και να δεχόμαστε την απάντηση σαν έχει δοθεί σύμφωνα με την γνώμη. Διότι αλλιώς θα ακολουθήσουν πολλά άτοπα. Να ένα άτοπο συμπέρασμα: ὅτι οὐ ζητῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν. Δηλαδή τι; Άλλο θέλημα έχει ο Υιός, άλλο ο Πατήρ; -Όχι βέβαια αλλά αυτό ελέχθηκε γι’ αυτά που είπαμε παραπάνω.
31 ᾿Εὰν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ ἐμαυτοῦ, ἡ μαρτυρία μου οὐκ ἔστιν ἀληθής. 32 ἄλλος ἐστὶν ὁ μαρτυρῶν περὶ ἐμοῦ, καὶ οἶδα ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία ἣν μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ.
Το χωρίο αυτό έχει κεκρυμμένα νοήματα τα οποία χρειάζεται πολύ προσοχή και πολύς λόπος για να τα φέρουμε στην επιφάνεια. Διότι ποιος δεν θα τα ραχτεί ακούγοντας τον Χριστό να λέει «Εάν εγώ μαρτυρώ για τον ευατό μου η μαρτυρία μου δεν είναι αληθινή»; Διότι αλλού φάινεται να δίνει μαρτυρία για τον ευατό Του: Όταν συνομιλκούσε με την Σαμαρείτιδα είπε: «Εγώ είμαι ομιλώ μαζί σου», και όταν κατηγορούσε τους Ιουδαίους έλεγε: «Σεις λέτε βλασφημείς επειδή εγώ είπα είμαι Υιός του Θεού». Αν λοιπόν όλα αυτά είναι ψευδή, από πού θα βρούμε την αλήθεια;
Πρόσεξε, πως οι αιρετικοί αυτό το λάθος κάνουν ότι δηλαδή δεν εξετάζουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ελέχθη κάτι και ποιοι ήταν οι ακροατές του λόγου. Έτσι κι εμείς αν δεν προσέξουμε όλα αυτά θα υποπέσουμε σε πολλά άτοπα.
Ο Χριστός λοιπόν προγνωρίζοντας ότι οι Ιουδαίοι θα του πουν: «Εσύ δίδεις μαρτυρία για τον εαυτό σου, άρα αυτά που μας λες δεν ισχύουν», για να προλάβει αυτούς είπε Εὰν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ ἐμαυτοῦ, ἡ μαρτυρία μου οὐκ ἔστιν ἀληθής. Αυτό το «δεν είναι αληθής» δεν πρέπει να το διαβάσουμε όπως-όπως, αλλά ως απάντηση εις εκείνους ελέγχοντας τις κρυφές τους σκέψεις.
Και συνεχίζοντας τον λόγο Του στη συνέχεια βάζει τρεις αποδείξεις για να πείσει αυτούς ότι η μαρτυρία που δίδει για τον εαυτό Του είναι αληθινή: α)33 ὑμεῖς ἀπεστάλκατε πρὸς ᾿Ιωάννην, καὶ μεμαρτύρηκε τῇ ἀληθείᾳ· 34 ἐγὼ δὲ οὐ παρὰ ἀνθρώπου τὴν μαρτυρίαν λαμβάνω, ἀλλὰ ταῦτα λέγω ἵνα ὑμεῖς σωθῆτε. 35 ἐκεῖνος ἦν ὁ λύχνος ὁ καιόμενος καὶ φαίνων, ὑμεῖς δὲ ἠθελήσατε ἀγαλλιαθῆναι πρὸς ὥραν ἐν τῷ φωτὶ αὐτοῦ.
Θα πεις τώρα και τι κι αν ο Ιωάννης δίδει μαρτυρία για τον Χριστό; Είναι απλά ένας άνθρωπος. Ναι αλλά δεν λέει «ο Ιώαννης έδωσε μαρτυρία για μένα», αλλά ότι «εσείς στείλατε ανθρώπους στον Ιωάννη για να σας που για μένα» και δεν θα στέλενατε εκεί κάποιους να ρωτήσουν αν δεν θεωρούσατε την μαρτυρία του Ιωάννου αξιόπιστη. Και αυτοί που πήγαν στον Ιωάννη δεν ρώτησαν τι γνώμη έχεις περί του Χριστού; Αλλά αν εσύ είσαι ο Χριστός. Και ποιοι εστάλησαν τότε στον Ιωάννη; Όχι τυχαία πρόσωπα. Αλλά νομοδιδάσκαλοι, φαρισαίοι δηλαδή άνθρωποι γνώστες του Μωσαϊκού νόμου οι οποίοι δεν μπορούσαν εύκολα να εξαπατηθούν από κάποιον στο ζήτημα των Γραφών.
36 ἐγὼ δέ ἔχω τὴν μαρτυρίαν μείζω τοῦ ᾿Ιωάννου·
Τότε λοιπόν γιατί δέχτηκες την μαρτυρία του Ιωάννου; Διότι η μαρτυρία εκείνου δεν προέρχονταν από τον ίδιο. Άλλωστε εκείνος έλεγε «Εκείνος που έστειλε να βαπτίζω με ύδωρ, εκείνος μου είπε». Ώστε λοιπόν η μαρτυρία του Ιωάννου, ήταν μαρτυρία του Θεού. Εσείς δε επειδή δεν πιστεύετε σε μένα προστρέξατε σε άνθρωπο και γι’ αυτό κι εγώ σας θυμίζω και εκείνου την μαρτυρία την οποία ε΄γω δεν έχω καθόλου ανάγκη για να αποδείξω ότι είμαι Θεός. τὰ γὰρ ἔργα ἃ ἔδωκέ μοι ὁ πατὴρ ἵνα τελειώσω αὐτά, αὐτὰ τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ, μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ ὅτι ὁ πατήρ με ἀπέσταλκε. ἐκεῖνος (ο Πρόδρομος) ἦν ὁ λύχνος ὁ καιόμενος καὶ φαίνων, ὑμεῖς δὲ ἠθελήσατε ἀγαλλιαθῆναι πρὸς ὥραν ἐν τῷ φωτὶ αὐτοῦ. Αλλά ούτε και σε εκείνον τελικά πιστέψατε, διότι αν πιστεύατε στα λόγια εκείνου τότε θα καταλήγατε στον πιστέψετε σε Μένα.
37 καὶ ὁ πέμψας με πατήρ, αὐτὸς μεμαρτύρηκε περὶ ἐμοῦ.
Και που μαρτύρησε ο Πατήρ; Στον Ιορδάνη όταν είπε: «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός. Αυτό ν’ ακούετε».
οὔτε φωνὴν αὐτοῦ ἀκηκόατε πώποτε οὔτε εἶδος αὐτοῦ ἑωράκατε,
Τι θέλει τώρα να πει με αυτήν την φράση; Εισαγάγει ολίγον κατ’ όλίγον το νέο δόγμα το οποίο λέει ότι ο Θεός δεν έχει ούτε μορφή, ούτε φωνή. Αλλά ότι ανώτερος από μορφες και φωνές. Δεν ενννοεί βέβαια ότ ο Θεός εκβάλλει φωνή αλλά ότι δεν ακούγεται, ούτε ότι δεν έχει μορφή, αλλά ότι έχει μεν μορφή αλλά είναι αθέατος.
38 καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ οὐκ ἔχετε μένοντα ἐν ὑμῖν, ὅτι ὃν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος, τούτῳ ὑμεῖς οὐ πιστεύετεΚαι τα παθαίνετε όλα αυτά από τον εγωισμό σας. Και εξαιτία αυτού του εγωισμού και της αλαζονείας σας Θεός απομακρύνθηκε από σας. Και πολύ σωστά, διότι εσείς δεν πιστεύετε στον Υιό του Θεού. Διότι αν πιστεύατε οι ίδιες οι Γραφες τις οποίες εσείς επικαλέιστε θα σας είχαν οδηγήσει σε μένα, γιατί οι Γραφές για μένα μιλάνε. Μη ρωτήσετε λοιπόν και μην πείτε δεν ακούσαμε τον Πατέρα να μαρτυρεί για σένα, διότι να, οι Γραφές όλες σε μένα αναφέρονται και δια των Γραφών ο Πατήρ μαρτυρεί περί του Υιού. Και δεν λέει επικαλέιται καθόλου την μαρτυρία της φωνής του Πατρός στον Ιορδάνη ποταμό, διότι οι ακορατές Του ήταν οι πλέον δύσπιστοι…
39 ἐρευνᾶτε τὰς γραφάς, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ζωὴν αἰώνιον ἔχειν· καὶ ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ· 40 καὶ οὐ θέλετε ἐλθεῖν πρός με ἵνα ζωὴν ἔχητε.
Ο Χριστός δεν λέει στους Ιουδαίους απλά να κάνουν ανάγνωση των Γραφών, αλλά να τις ερευνήσουν. Διότι αν κάποιος θέλει να βρει κάτι που αξίζει πρέπει να κοπιάσει με προσοχή και συνέπεια. Αλλά δεν αρκεί κάποιος να ερευνά τις Γραφές, διότι αυτό από μόνο του του γεγονός δεν σώζει κανέναν. Αλλά μαζί με την έρευνα χρειάζεται και η πίστη. Οι Ιουδαίοι λοιπόν δεν ήθελαν να πιστέψουν, αλλά να δικαιωθούν επειδή έκαναν απλή ανάγνωση των Γραφών. Διότι αν πίστευαν στις Γραφές όπωσδήποτε μέσα από αυτές θα οδηγούνταν στον Μεσσία Χριστό. Και για να μη νομίσουν οι Ιουδαίοι ότι όλα αυτά τα έλεγε από κενοδοξία προσθέτει:
41 δόξαν παρὰ ἀνθρώπων οὐ λαμβάνω·
Δεν χρειάζομαι καθόλου, τους λέγει, την ανθρώπινη δόξα. Αλλά όλα αυτά τα λέω όχι για μένα, αλλά για να σωθείτε εσείς. Και τα λέω όλα αυτά και για έναν ακόμη λόγο: 42 ἀλλ' ἔγνωκα ὑμᾶς ὅτι τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔχετε ἐν ἑαυτοῖς.
Εσείς με διώκετε διότι ομολογώ τον ευατό μου ίσο με τον Θεό, ο Θεός λοιπόν τον Οποίο εσείς δήθεν τιμάτε σας δίδει μαρτυρία για μένα διά μέσου των έργων και της Αγίας Γραφής. Και πρότι σας απέδειξα την Θεότητά μου, εσείς αντί να τρέξετε προς εμένα με μισήσατε.
43 ἐγὼ ἐλήλυθα ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ πατρός μου, καὶ οὐ λαμβάνετέ με· ἐὰν ἄλλος ἔλθῃ ἐν τῷ ὀνόματι τῷ ἰδίῳ, ἐκεῖνον λήψεσθε.
Ποιον εννοεί ότι θα έρθει εξ’ όνόματός Του; Εδώ υπενίσσεται τον αντίχριστο.Ο οποίος θα έρθει δίχως κανείς να τον αποστείλει, από τον ευατό του και για τον εαυτό του παρουσιάζοντας τον ευατό του ως θεό. Αυτόν λοιπόν οι Ιουδαίοι με μεγάλη ευχαρίστηση θα τον δεχτούν ως μεσσία.!
Εγώ όμως, λέει ο Κύριος δεν έχω έρθει με αυτόν τον τρόπο, αλλά εν ονόματι του Πατρός μου. Και αυτό είναι απόδειξη πως οι Ιουδαίοι δεν αγαπούσαν τον Θεό.
Και γιατί ο Χριστός δεν είπε «θα έλθει», αλλά είπε «αν έλεθει»; Διότι λυπήθηκε τους ακροατές Του και επειδή δεν είχε συμπληρωθεί ακόμη ο κύκλος της ασέβειάς τους.
44 πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρὰ ἀλλήλων λαμβάνοντες, καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;
Νας λοιπόν το κίνητρο με το οποίο οι Ιουδαίοι μελετούσαν τις Γραφές. Όχι για να σωθούν, όχι για να ανακαλύψουν στις Γραφές τον Μεσσία, αλλά για να ικανοποιήσουν το προσωπικό του πάθος. Ποιοο πάθος; Της κενοδοξίας τους. Και γι’αυτό και επιδίωκαν τις τιμές ο ένας απ’ τον άλλον.
45 μὴ δοκεῖτε ὅτι ἐγὼ κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν πατέρα· ἔστιν ὁ κατηγορῶν ὑμῶν Μωϋσῆς, εἰς ὃν ὑμεῖς ἠλπίκατε.
Μη νομίσετε με όσα κάνετε ότι τιμάτε τον Μωυσή. Μάλλον δε τον υβρίζετε απορρίπτοντας εμένα χα΄ριν του Οποίου ο Μωυσής έγραψε και κήρυξε. Εάν λοιπόν πιστεύατε πράγματι στον Μωυσή, τότε και σε μένα θα πιστεύατε. 46 εἰ γὰρ ἐπιστεύετε Μωϋσεῖ, ἐπιστεύετε ἂν ἐμοί· περὶ γὰρ ἐμοῦ ἐκεῖνος ἔγραψεν. 47 εἰ δὲ τοῖς ἐκείνου γράμμασιν οὐ πιστεύετε, πῶς τοῖς ἐμοῖς ρήμασι πιστεύσετε;