Επειδή δεν επρόκειτο να μας μιλήσει ο Ιωάννης για τον εαυτό του, αλλά αυτά που θα μας πει είναι λόγια Θείας Χάριτος η Οποία κινεί την πένα του, γι’ αυτό δεν μας συστήνεται, αλλά μιλά ο Θεός απευθείας δι εκείνου που γράφει. Κι αν κανείς αμφισβητεί ότι αυτά που θα ακούσουμε είναι λόγια Θείας Χάριτος και ουράνιες αποκαλύψεις, ας εξετάσει προσεκτικά και ας δει ότι αυτός που γράφει δεν ήταν ούτε μορφωμένος, ούτε πλούσιος, αλλά ένας πάμπτωχος αγράμματος αλιεύς και μάλιστα κατώτερης τάξης αλιέας που ούτε καν σε θάλασσα δεν ψάρευε, αλλά σε μία λίμνη. Τι θα μπορούσε λοιπόν να διδαχθεί ο Ιωάννης πέρα από την σιγή των ψαριών ή την αγραμματοσύνη των συγγενών και των φίλων του; Κι όμως, αυτά που θα μας πει δεν αφορούν το επάγγελμά του, ούτε την αγραμματοσύνη του, αλλά θα μας πει λόγια ουράνια τα οποία δεν είναι δικές του σκέψεις, αλλά Θείες αποκαλύψεις.
Τι λέει λοιπόν αυτός ο άνθρωπος; 1.ΕΝ ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, Βλέπεις με πόσο θάρρος και εξουσία και χωρίς καμιά αμφιβολία ομιλεί; Ο Πατέρας δεν προέρχεται από κανέναν, όμως ο Υιός εγεννήθη από τον Πατέρα. Και γιατί αφήνει τον Πατέρα και μας μιλά για τον Υιό; Διότι Εκείνος (ο Πατέρας) ήταν φανερός σε όλους, είτε ως Πατέρας, είτε ως Θεός, όμως ο Μονογενής αγνοούνταν. Και αμέσως τον Λόγο Τον ονομάζει Θεό. Γιατί όμως Τον ονομάζει Λόγο; Για να μην νομίσει κανείς ότι η γέννηση εκ του Πατρός είναι παθητή κι έτσι με την ονομασία του Λόγου προλαβαίνει και ανατρέπει κάθε πονηρή υπόνοια και δηλώνει έτσι ότι η γέννηση του Υιού γίνεται με τρόπο απαθή. Και αν τα λόγια αυτά σου φανούν λίγα και ακατανόητα, μη στενοχωρηθείς, διότι με κανέναν τρόπο δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, ούτε να εκφράσουμε τον Θεό. Έτσι και ο Ιωάννης δεν μπαίνει στην διαδικασία να μας μιλήσει περί της Ουσίας του Θεού, διότι είναι αδύνατον κάποιος να μιλήσει για τέτοιου είδους πράγματα.
Το «εν αρχή» δεν είναι τίποτα άλλο παρά δηλωτικό του άπειρου. Ότι δηλαδή υπάρχει πάντοτε. Και υπάρχει κατά τρόπο άπειρο. Και δεν λέει «εν Θεώ ην», αλλά «προς τον Θεόν ην», παρουσιάζοντας σε μας την υποταγμένη αϊδιότητά Του. Και στη συνέχεια μας κάνει πλέον σαφές ότι καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Κάποιοι ανόητοι λέγουν ότι ο Λόγος πλάστηκε από τον Πατέρα. Τότε τι θα τον εμπόδιζε να πει ο Ιωάννης ότι ο Θεός έπλασε τον Λόγο;
Κάποιοι επικαλούνται το πραξ. 2,36. Στο σημείο εκείνο που λέει ότι «Ο Θεός τον έκαμεν Κύριον και Χριστόν». Γιατί όμως δεν προσθέτουν και το παρακάτω; «Τον Ιησούν Τον οποίο εσείς εσταυρώσατε». Άλλωστε τα ονόματα «Κύριος» και «Χριστός» δεν είναι δηλωτικά της ουσίας Του, αλλά των αξιωμάτων Του. Αλλά και την εξουσία Του την έχει όχι επειδή εχρίσθη από κάποιον, αλλά εκ φύσεως και ουσίας. Και όταν ρωτήθηκε «αν είναι βασιλεύς», Εκείνος απάντησε «εγώ γι’ αυτό γεννήθηκα». Και γιατί απορείς γι’ αυτό; Ο Παύλος όταν κήρυξε γι’ Αυτόν στους Αθηναίους, τον αποκάλεσε μόνο «άνδρα», και όλα αυτά ευλόγως, διότι δεν ήταν ακόμη η ώρα για να πουν περισσότερα. Ήταν ως τότε αρκετό να παραδεχτούν ότι πέθανε και κατόπιν αναστήθηκε. Με τον ανάλογο λοιπόν τρόπο μίλησε τότε και ο Χριστός. Αφού λοιπόν ασκήθηκε η ακοή τους αρκετά περί της Θείας οικονομίας, στη συνέχεια αποκαλύφθηκε και η Θεότητά Του.
Και μη νομίσει κανείς ότι ο Υιός είναι μεταγενέστερος του Πατέρα. Διότι όπως δεν υπήρξε ποτέ ήλιος δίχως λάμψη, έτσι δεν υπήρξε ποτέ Πατέρας δίχως Υιόν. Και αν εσύ επιμείνεις ότι είναι μεταγενέστερος ο Υιός του Πατρός, τότε πες μου πόσο απέχει. Και αν βρεις το διάστημα, τότε θα προχωρήσεις και θα πεις ότι και ο Πατέρας έχει κάποια αρχή, άρα δεν είναι άναρχος. Βλέπεις ξεκάθαρα τώρα ότι Πατέρας και Υιός έχουν την ίδια και αυτή ουσία; Και όταν ακούσεις την λέξη «Λόγος», μην πάει ο νους σου στο έργο ή στον απλό λόγο, διότι πολλοί είναι οι λόγοι που εκτελούν οι άγγελοι, αλλά κανείς απ’ αυτούς δεν είναι Θεός. Το «εις την αρχή υπήρχε λόγος», δηλώνει το αιώνιο και το ότι «εις την αρχή της δημιουργία ήταν κοντά στον Θεό» δηλώνει το συναιώνιο, όσο αιώνιος είναι ο Θεός, το ίδιο είναι και ο Λόγος. Και αν τελικά η ζωή κάποτε δεν υπήρχε, πως μπορεί να γίνει ζωή για τους άλλους;
2 Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν.
3 πάντα δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. 4 ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν
Επειδή όσα δημιούργησε ο Θεός τα αναφέρει ο Μωυσής στην Γένεση, δεν αναφέρει όμως τα πάντα, αλλά όσα ήταν γνωστά στους ανθρώπους, γι’ αυτό και προσθέτει ότι και «χωρίς αυτού τίποτα δεν έγινε», δηλαδή και όσα δεν είναι αντιληπτά στους ανθρώπους και αυτά από τον Πατέρα και τον Λόγο έγιναν.
Η φράση «εν αυτώ ζωή ήν» δεν αναφέρεται στο Άγιο Πνεύμα όπως πολλοί νομίζουν, διότι δεν ήταν ακόμη ώρα να μιλήσει για το Άγιο Πνεύμα , αλλά αναφέρεται στον Λόγο ο Οποίος είναι ζωή και αυτή η Ζωή έγινε άνθρωπος.
Και με την προσθήκη «ουδέ εν ο γέγονεν» ξεκαθαρίζει ότι ομιλεί περί της κτίσης και όχι περί του Πνεύματος και για να μη παρανοήσει κανείς και νομίσει ότι και το Πνεύμα εποίησε. Μη γένοιτο.
, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. Εφόσον λοιπόν το φως ήρθε στην ζωή των ανθρώπων, άρα κατήργησε το σκοτάδι. Και τι μεγαλύτερο σκοτάδι από τον θάνατο ο οποίος είναι αντίθετος της ζωής; Άρα καταργήθηκε ο θάνατος δίνοντας τη θέση του στη ζωή. Και τι είναι αυτό το φως, πες μου. Δεν είναι αισθητό, αλλά νοητό το οποίο φωτίζει την ίδια την ψυχή. Πρόσεξε επίσης ότι είπε η ζωή είναι το φως των ανθρώπων. Δεν είπε των Ιουδαίων, αλλά όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων. Γιατί όμως δεν πρόσθεσε και τους αγγέλους; -Διότι τώρα περί της φύσεως αυτής κάνει λόγο και χάριν αυτών ήλθε να διακηρύξει τα αγαθά. 5 καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, εδώ ως σκοτάδι ονομάζει τον θάνατο και την πλάνη καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν. Όποιος λοιπόν θέλει να φωτισθεί μπορεί, διότι είναι αδύνατον στην πλάνη να καταλάβει το φως. Το ότι όμως όλοι οι άνθρωποι δεν φωτίστηκαν ας μην σε θορυβεί, διότι το Φως δεν υπεισέρχεται αναγκαστικά σε όποιον δεν το θέλει. Μη κλείσεις λοιπόν τις θύρες στο φως και θα το απολαύσεις με μεγάλη ευχαρίστηση. Καθάρισε λοιπόν τον ρύπο της αμαρτίας, η οποία είναι βαθύ σκοτάδι και τότε θα απολαύσεις το φως. Όπως ακριβώς για να απολαύσεις τις ακτίνες του ηλίου, πρέπει να ανοίξεις καλά τους οφθαλμούς σου.
6 ᾿Εγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ ᾿Ιωάννης· 7 οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός,
Εφόσον είναι απεσταλμένος, άρα δεν θα πει πράγματα δικά του, αλλά όσα έπρεπε διά του Θεού να πει. Ήρθε λέει να μαρτυρήσει περί του Φωτός. Δηλαδή, ο δούλος ήρθε να μαρτυρήσει για τον Δεσπότη; Και τι θα πεις όταν δεις τον Δεσπότη να βαπτίζεται από τον δούλο; Μην ταράζεσαι, αλλά θαύμαζε την απερίγραπτη αγαθότητα. Ο Θεός λοιπόν είχε ανάγκη να μαρτυρήσει κάποιος γι’ Αυτόν; Όχι, αλλά αυτό το επέτρεψε ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι' αὐτοῦ. Και ο Χριστός όταν είπε «άλλος είναι εκείνος που μαρτυρεί δι εμέ και γνωρίζω ότι η μαρτυρία του είναι αληθινή» εννοούσε τον Ιωάννη. Άλλοτε πάλι είπε ο Χριστός ότι δεν έχει ανάγκη από κανέναν να μαρτυρήσει για Κείνον. Δεν αντιφάσκει εδώ αλλά προσθέτει: «αυτά όμως τα λέω για σας, για να σωθείτε». Επιτρέπω λοιπόν και σε άνθρωπο για να μαρτυρήσει για μένα, αν και δεν το έχω καθόλου ανάγκη και αυτό το κάνω για την δική σας σωτηρία. Κι αν πάλι κανείς δεν μαρτυρήσει για μένα, Εγώ καθόλου δεν μειώνομαι. Κατά τον ίδιο τρόπο περιεβλήθη σάρκα για να μην έρθει σε μας με γυμνή την Θεότητα και μας εξαφανίσει όλους ένεκα της απλησίαστης εμφάνισης του Θεϊκού φωτός. Και για να προλάβει κάθε υποψία και κάθε σύγχυση λέει περί του Ιωάννου: 8 οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ' ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός. Κι αφού διαχωρίζει με σαφήνεια αυτόν που μαρτυρεί, από τον μαρτυρούμενο συνεχίζει με ευκολία τον λόγο.
9 ῏Ην τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον.
Αφού είπαμε ότι ο Θεός είναι άναρχος και ακατάληπτος, τώρα ακούμε ότι είναι το Φως το αληθινό. Εσύ μην περιεργάζεσαι όλα αυτά και μη ζητάς να τα κατανοήσεις όλα αυτά σε βάθος, διότι αυτό είναι αδύνατο. Προσπάθησε να κατανοήσεις τις ρίζες των ηλιακών ακτίνων, θα μπορέσεις; Κι όμως ούτε αγανακτείς γι’αυτό, ούτε δυσανασχετείς, γιατί λοιπόν γίνεσαι αυθάδης και αναιδής απέναντι σε Κείνον που είναι ασυγκρίτως ανώτερος από όλα εκείνα που εσύ δεν μπορείς να κατανοήσεις;
10 ἐν τῷ κόσμῳ ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ ἐγένετο, ήταν στον κόσμο, αλλά όχι ως σύγχρονος του κόσμου και γι’ αυτό σε επαναφέρει στην τάξη της προαιωνιώτητάς Του λέγοντάς σου ότι ο κόσμος δι’ Αυτού εγένετο καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω. Ποιον ονομάζει εδώ κόσμο; -Τα διαστρεμμένα πλήθη καθόσον οι φίλοι του Θεού τον γνώρισαν πριν ακόμη έρθει στον κόσμο. Ο Αβραάμ επιθύμησε να δει και είδε και χάρηκε, ενώ ο Δαυίδ τον ονόμασε Κύριο πριν ακόμη Εκείνος σαρκωθεί.
11 εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον.
Ως δικού Του, εδώ εννοεί τους Ιουδαίους ή και όλο τον κόσμο ως πλασθέντες υπ’ Αυτού. Κι όμως! Αυτοί (οι Ιουδαίοι) δεν Τον δέχτηκαν. Και ο Παύλος θαυμάζοντας για το γεγονός λέει: «Οι εθνικοί οι οποίοι δεν επιδίωκαν δικαίωση, επέτυχαν την δικαίωση, ενώ οι ισραηλίτες οι οποίοι επιδίωκαν την δικαίωση με την τήρηση του νόμου, δεν επέτυχαν την διά του νόμου δικαίωση». (Ρωμ. 9,30). Αλλά εμείς συνεχίζουμε να απορούμε. Πως είναι δυνατόν, αυτοί που ανατράφηκαν με τα προφητικά βιβλία να απέρριψαν τελικά Αυτόν που για αιώνες περίμεναν, ενώ οι εξ’ εθνών που δεν απήλαυσαν τίποτα από όλα αυτά, αλλά αντιθέτως αναγίγνωσκαν τις φλυαρίες των φιλοσόφων και των ποιητών και ήταν προσηλωμένοι στα άψυχα είδωλα και δεν γνώριζαν τίποτα το αγαθό και το υγιές, πέταξαν μονομιάς στην κορυφή των ουρανών; Πες μου λοιπόν πως έγινε όλο αυτό; - Και ο μακάριος Παύλος αναζήτησε την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα και τη βρήκε: «Επειδή αγνοούσαν την δικαίωση που δίνει ο Θεός και επιδίωκαν να επιβάλλουν τον δικό τους τρόπο δικαιοσύνης, δεν υποτάχθηκαν στον νόμο του Θεού… Διά τι άραγε; Διότι σκόνταψαν στον λίθο του προσκόμματος». (Ρωμ 10,3 και Ρωμ. 9,30-32). Με άλλα λόγια αιτία του κακού έγινε σ’ αυτούς η απιστία, αυτή δε γέννησε την ανοησία και η πολύ ανοησία γέννησε τον φθόνο, την αλαζονεία και το μίσος προς τους ανθρώπους. Διότι δεν ήθελαν με κανέναν τρόπο να μοιραστούν την ευλογία με άλλα έθνη λες και σ΄αυτούς θα λιγόστευε η χάρη. Και από την πολύ τους κακία έσπρωξαν τελικά το ξίφος στο στήθος τους, αποξενώνοντας τους εαυτούς τους από την φιλανθρωπία του Θεού. Συ λοιπόν Ιουδαίε που φάνηκες τόσο αχάριστος και τόσο ακατάλληλος της Θείας ευσπλαχνίας, αντί να ντραπείς κόπτεσαι, γιατί ο άλλος σώζεται δωρεάν; Σε τι θα σε έβλαπτε να σωθούν μαζί με εσένα και τα έθνη; Πόση η ανοησία, πόση η υπερηφάνεια!!!
12 ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ,
Γιατί δεν λέει τους έκανε τέκνα Θεού, αλλά τους «έδωσε εξουσία να γίνουν τέκνα Θεού»; -Για να δείξει ότι θέλει πολύ προσπάθεια να μείνει ακηλίδωτη και ανέπαφη η εικόνα της υιοθεσίας η οποία τυπώθηκε μέσα μας κατά το βάπτισμα καθώς επίσης ότι την υιοθεσία αυτή κανείς δεν μπορεί να μας την αποσπάσει αν εμείς δεν το θέλουμε. Ας μη νομίσουμε λοιπόν αδελφοί μου ότι αρκεί η πίστη για την σωτηρία μας, διότι αν δεν παρουσιάσουμε καθαρό βίο και δεν παρουσιαστούμε με ενδύματα κατάλληλα του νυμφώνος δεν θα γίνουμε αποδεκτοί. Διότι παρακάτω μας λέει: 13 οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ' ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. Διότι αυτός που έτρεξε και παρακάλεσε και προετοίμασε το δείπνο δεν είναι άλλος από τον Κύριο. Πως εσύ τον περιφρονείς παρουσιάζοντας τον εαυτό σου απροετοίμαστο και προσέρχεσαι στο νυμφικό τραπέζι με ένδυμα κακίας;
14 Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ
Ο Δεσπότης από γνήσιος Υιός του Θεού έγινε υιός ανθρώπου, για να κάνει τους υιούς των ανθρώπων παιδιά του Θεού. Διότι το υψηλό όταν έρχεται σε επαφή με το ταπεινό, αυτό μεν δεν χάνει τίποτα από την δόξα του, όμως το ταπεινό το ανυψώνει και το ανασηκώνει από την πρότερη ταπεινή του κατάσταση. Ας μη σκεφθεί όμως ποτέ ότι η ουσία μεταβλήθηκε σε σάρκα. Αυτό είναι ασεβές να το σκεφτεί κανείς. Αλλά παραμένουσα όπως είναι, παρέλαβε τη μορφή δούλου.
Γιατί όμως χρησιμοποιεί τη λέξη «εγένετο»; -Για να φράξει τα στόματα των αιρετικών, οι τρέχουν να πουν ότι όλα αυτά συνέβησαν κατά φαντασία. Θέλοντας λοιπόν να εκφράσει όχι την μεταβολή της ουσίας, αλλά ότι προσέλαβε αληθινή σάρκα. Και δεν προσέλαβε την σάρκα μας για να την αφήσει πάλι, αλλά για να την έχει παντοτινά. Γι’ αυτό και λέει «και εσκήνωσεν εν ημίν». Αυτήν την τιμή λοιπόν που έκαν ο Θεός στο γένος μας δεν μπορεί να περιγραφεί όχι από άνθρωπο, αλλά ούτε από άγγελο. Υπερβαίνει κάθε γνώση και κάθε λογική.
ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας.
Και δεν θα βλέπαμε την δόξα Του, αν δεν την φανέρωνε ο Ίδιος σε μας. Και αν ο Μωυσής χρειάστηκε προκάλυμα για να μπορέσουν να τον συναναστραφούν οι σύγχρονοί του εξαιτίας της λαμπρότητας και την ιλαρότητας που εξέπεμπε, πως θα μπορούσαμε εμείς οι πήλινοι και χωϊκοί να συναναστραφούμε τον ίδιο τον Θεό, αν δεν προσλάβανε Εκείνος δούλου μορφή;
Και δεν είδαμε την δόξα Του μόνο από τα αμέτρητα θαύματα που επιτέλεσε, αλλά κυρίως από τα παθήματά Του, διότι επειδή καρφώθηκε στο σταυρό και πτύστηκε και χλευάστηκε και μαστιγώθηκε από αυτούς που ευεργέτησε, γι’ αυτό και δοξάστηκε τόσο πολύ. Διότι μετά απ’ όλα αυτά ο θάνατος καταργήθηκε, η κατάρα λύθηκε, οι δαίμονες καταισχύνθηκαν και το χειρόγραφο των αμαρτιών καρφώθηκε στον σταυρό. Αυτά όλα σκεπτόμενος ο Ευαγγελιστής και άλλα πολλά κραύγασε ότι «εθεασάμεθα την δόξαν αυτού». Γι’ αυτό άλλωστε ήλθε ο Κύριος στον κόσμο. Για να δουν οι άνθρωποι την δόξα Του όχι μόνο εδώ στη γη, αλλά και παντοτινά στον ουρανό. Γι’ αυτό έλεγε: «Θέλω όπου είμαι εγώ να είναι και αυτοί, για να βλέπουν την δόξα μου».
Εμείς λοιπόν γιατί ζούμε; Για να γίνουμε θεατές αυτής της δόξας. Κι αν κάποιος δεν γίνει θεατής αυτής της δόξας, τότε δεν αξίζει να ζει. Γιατί αν κάποιος είναι δυστυχής και δεν μπορεί να ζήσει αν δεν ατενίσει την λαμπρότητα του ήλιου, πόσο μάλλον αξιοθρήνητος είναι εκείνος που θα στερηθεί της δόξης του Θεού.
15 ᾿Ιωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ καὶ κέκραγε λέγων· οὗτος ἦν ὃν εἶπον, ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν.
Τι ανάγκη έχει ο των όλων Δεσπότης να μαρτυρηθεί από δούλο; Όμως από την πολύ του συγκατάβαση το επιτρέπει χωρίς να το χρειάζεται. Και όχι μόνο αυτό αλλά δέχεται να βαπτιστεί από δούλο, Εκείνος που τα πάντα δημιούργησε. Από την άλλη ο Πρόδρομος ξεκαθαρίζει πως δεν είναι αυτός ο Μεσσίας, κι έτσι προλαβαίνει κάθε πιθανή σύγχυση.
Θα πρέπει όμως να ενσκήψουμε και να δούμε προσεκτικά τι φωνάζει ο Ιωάννης ο Πρόδρομος. Η μαρτυρία του αν και μεγαλόφωνη, εν τούτοις είναι συγκεκαλυμμένη και πολλή μειωμένης αξίας. Διότι δεν λέει «να, Αυτός είναι ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού», αλλά «ο οπίσω μου ερχόμενος έμπροσθέν μου γέγονενεν». Ο Μακάριος Ιωάννης δεν οδηγεί τους Ιουδαίους αμέσως στα πολύ υψηλά, αλλά ησύχως και ομαλά τους διδάσκει μη τυχόν απότομα κατακρημνιστούν. Διότι πως θα δέχονταν οι Ιουδαίοι Εκείνον που δεν είχε ακόμη εμφανιστεί ως ανώτερο από αυτόν που ως τότε νόμιζαν για άγγελο; Και Τον φανερώνει πριν ακόμη εμφανιστεί για να προετοιμάσει τους ακροατές και να μην κλονιστούν όταν θα έβλεπαν την ταπεινή εμφάνιση του Ιησού. Διότι πράγματι ήταν τόσο προσιτή και ταπεινή η εμφάνιση του Μεσσία, ώστε και οι πόρνες και οι τελώνες Τον πλησιάζαν με μεγάλη άνεση και συζητούσαν μαζί Του.
Και πως γίνεται αυτός που έρχεται μετά να γίνεται πρώτος; Διότι δεν λέει ο Ιωάννης ότι τον παραμέρισε και έγινε πρώτος, αλλά υπήρχε πριν απ’ αυτόν και ήταν πρώτος αυτός ο οποίος ήρθε μετά. Ποιος είναι τόσο ανόητος, ώστε να μη καταλάβει πως εδώ ο Ιωάννης μιλά για την προαιώνια παρουσία του Ιησού; Διότι δεν είπε «γεννήσεται», αλλά «γέγονεν».
16 Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος·
Τι σημαίνει αυτός ο λόγος; -Ο Χριστός δεν έχει την δωρεά κατά συμμετοχή, αλλά Αυτός ο Ίδιος είναι η δωρεά και η πηγή της χάριτος, είναι αυτοζωή αυτοφώς και αυτοαλήθεια. Δεν κρατά όμως μέσα Του το φως, αλλά τους πάντες τους κάνει να πλημμυρίζουν από αυτόν και εξακολουθεί μετά απ’ αυτό να είναι πλήρης. Είναι αυτό που λέμε στη Θεία Λειτουργία «ο πάντοτε διαμεριζόμενος και μηδέποτε δαπανόμενος». Η ουσία λοιπόν του Ιησού μοιράζεται, αλλά δεν μοιράζεται, διότι ποτέ δεν ελαττώνεται!
Πήραμε λέει «χάριν αντί χάριτος». Τι σημαίνει αυτό; -Ότι λάβαμε αντί της Παλαιάς Διαθήκης, την Καινή. Διότι η Χάρις της Παλαιάς Διαθήκης ήταν προτύπωση της Καινής και ασφαλώς πολύ υποδεέστερη αυτής. Βέβαια μη νομίσεις ότι επειδή η Παλαιά Διαθήκη ήταν τύπος της Καινής ήταν ξένη από την αλήθεια. Δεν ήταν ξένη, αλλά ήταν διδασκαλία για παιδιά, ενώ η Καινή, διδασκαλία για αγγέλους!
17 ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωϋσέως ἐδόθη, ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο.
Εδώ δεν γίνεται ασφαλώς σύγκριση προσώπων, αλλά τύπων και πραγμάτων. Τι έλεγε ο νόμος; -Πάρτε ένα αρνί και θυσιάστε το στο θυσιαστήριο. Τι κάνει ο Χριστός; -Γίνεται ο Ίδιος το αρνί της θυσίας.
Άλλο παράδειγμα: Στο όρος Σινά οι Εβραίοι πολεμούσαν τους Αμαληκίτες με τον Μωυσή να του βαστάζουν τα χέρια σταυρικά ο Ααρών και ο Ωρ. Όταν όμως ήρθε ο Χριστός, άπλωσε ο Ίδιος τα χέρια στον σταυρό πραγματοποιώντας τον παραπάνω σταυρικό τύπο.
Επόμενο: Ο νόμος έλεγε. Καταραμένος όποιος δεν τηρεί όσα είναι γραμμένα στο βιβλίο αυτό. Η Χάρις λέγει: Ελάτε σε μένα όσοι είστε κουρασμένοι και φορτωμένοι κι εγώ θα σας ξεκουράσω. Και ο Παύλος συμπληρώνει: «Μας εξαγόρασες από την κατάρα του νόμου, γενόμενος ο
Ίδιος κατάρα».
18 Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο.
Μόνον ο Υιός που είναι πάντοτε ενωμένος με τον Πατέρα έχει δει τον Πατέρα. Τι θα πούμε όμως όταν ο Ησαΐας έλεγε: «Είδα τον Κύριο να κάθεται εις θρόνο υψηλό και ανυψωμένο»; (Ησ. 6,1). Αλλά και ο Ιωάννης επιβεβαιώνει τον λόγο του Ησαΐα, ο δε Ιεζεκιήλ Τον είδε να κάθεται επάνω από τα Χερουβείμ, αλλά και ο Δανιήλ είδε λέει τον Παλαιό των ημερών. (Δαν 7,9). Ο δε Ιακώβ πήρε το όνομα Ισραήλ διότι Ισραήλ σημαίνει «αυτός που είδε τον Θεό». Αλλά και άλλοι Τον έχουν δει. Πως λοιπόν ο Ιωάννης λέει ότι τον Θεό ποτέ κανείς δεν Τον είδε; -Διότι όλα τα παραπάνω έγιναν από συγκατάβαση. Την πραγματική όμως ουσία του Θεού κανείς δεν την έχει δει. Διότι η ουσία του Θεού είναι ασχημάτιστη, ασύνθετη, απερίγραπτη και ούτε κάθεται, ούτε σκέπτεται, ούτε περπατά.
Μήπως όμως μόνο στον Πατέρα υπάρχει αυτό το εξαιρετικό προσόν; Όχι αλλά και στον Υιό. Αφού όμως ο Υιός φόρεσε σάρκα, πως γίνεται να είναι και αόρατος; Είναι, διότι είναι εικόνα του Πατέρα και εφόσον είναι εικόνα του Πατέρα, είναι και ορατός, είναι και αόρατος. Άρα κανείς δεν γνωρίζει τον Πατέρα όπως τον γνωρίζει ο Υιός και κανείς δεν γνωρίζει τον Υιό όπως ο Πατέρας. Αυτό τελικά είναι το νόημα του χωρίου.
Και για να προχωρήσουμε περισσότερο δεν είπε τον γνωρίζει περισσότερο Αυτός που είδε τον Πατέρα, αλλά είπε ότι Τον γνωρίζει περισσότερο αυτός που βρίσκεται στον κόλπο του Πατρός. Διότι αυτός που μόνο βλέπει πολλά αγνοεί. Ενώ αυτό που διαμένει στον κόλπο τίποτα δεν του διαφεύγει.
Και γιατί λέχθηκε μία τόσο παχυλή λέξη (κόλπος) για να εκφράσει τον Πατέρα; Μήπως ο Πατέρας παριστάνεται με σώμα και μάλιστα γυναικείας μορφής; - Μη γένοιτο. Αλλά για να κατανοήσουμε με αυτό τον τρόπο την γνησιότητα του Μονογενούς και το συναῒδιόν Του προς τον Πατέρα.
Και τι κερδίσαμε, τι μας εξήγησε ο Μονογενής; - Ότι ο Θεός είναι Πνεύμα και ότι αυτοί που τον λατρεύουν θα πρέπει να Τον λατρεύουν πνευματικά, ότι είναι αδύνατον να δούμε και να εννοήσουμε τον Θεό και ότι κανείς δεν Τον γνωρίζει παρά μόνο ο Υιός και ότι ο Πατέρας είναι Πατέρας γνησίου Μονογενούς Υιόυ και τα άλλα όσα είπε περί αυτού.
Ο Μονογενής επιπλέον δίδαξε όχι μόνο τους Ιουδαίους οι οποίοι διδάχθηκαν από τον Μωυσή αλλά και τους εθνικούς. Και η διδασκαλία που εμείς (οι εθνικοί) διδαχθήκαμε είναι ανώτερη διότι οι Ιουδαίοι διδάχθηκαν τα του Μωυσέως ενώ εμείς διδαχτήκαμε από τον Δεσπότη του Μωυσέως, διδασκαλία σαφώς ανώτερη και τέλεια. Και η διδασκαλία αυτή είναι ουράνια και μας καλεί να γίνουμε μιμητές αυτής της διδασκαλίας και του διδασκάλου. Και τι τέλος πάντων λέει αυτή η διδασκαλία; -Ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε την ίδια φύση, αν δε έχουμε και την ίδια πίστη, αποτελούμε ένα σώμα. Και ότι όλοι είμαστε μέλη ενός σώματος και όχι διασπασμένοι. Πως λοιπόν και με ποια αιτία δεν θα μιλήσουμε στον αδελφό μας, στον γείτονά μας, διότι κανείς δεν υπάρχει που να μίσησε την σάρκα του. Ο Θεός δημιούργησε μία κατοικία για όλους, άναψε έναν ήλιο για όλους μας, άπλωσε μία οροφή τον ουρανό, έστρωσε μία τράπεζα την γη, μας έδωσε και άλλη τράπεζα δια τους μυημένους ανώτερη της προηγουμένης (Αγία Τράπεζα) και έτσι από το ίδιο Ποτήριο όλοι πίνουμε πλούσιοι και φτωχοί. Γιατί όμως υπάρχει στην κοινωνία τόσο μεγάλη διαφοροποίηση;- Εξαιτίας της πλεονεξίας και της αλαζονείας πάσης μορφής πλουσίων και αλαζόνων.
19 Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία τοῦ ᾿Ιωάννου, ὅτε ἀπέστειλαν οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἐξ ῾Ιεροσολύμων ἱερεῖς καὶ Λευΐτας ἵνα ἐρωτήσωσιν αὐτόν· σὺ τίς εἶ;
Ο φθόνος είναι κακό πράγμα. Κακό γι’ αυτόν που φθονεί και όχι γι’ αυτόν που γίνεται αντικείμενο του φθόνου. Εάν δε σε ορισμένες περιπτώσεις βλάπτονται κι αυτοί που φθονούνται αυτό συμβαίνει σε μικρή κλίμακα. Και ποιοι είναι αυτοί που ρώτησαν τον Ιωάννη «συ ποιος είσαι»; -Αυτοί που νωρίτερα μετανόησαν και βαπτίστηκαν από κείνον που τώρα ρωτούν. Αλλά αντί ο Ιωάννης να τους μαλώσει, αντί να τους πει ότι είναι γεννήματα εχιδνών και ότι χειρότερο υπάρχει από τις οχιές δεν απαντά μ’ αυτόν τον τρόπο:
20 καὶ ὡμολόγησε, καὶ οὐκ ἠρνήσατο· καὶ ὡμολόγησεν ὅτι οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός.
Ο Ιωάννης κατάγονταν από περιφανή οικογένεια, ήταν υιός αρχιερέως. Η συμπεριφορά του περιείχε κάτι τις το εξωκοσμικό, η περιφρόνηση των ενδυμάτων και των τροφών ήταν στοιχεία που προκαλούσαν έντονο θαυμασμό και ενθουσιασμό ότι αυτός θα μπορούσε να είναι ο Μεσσίας. Αντιθέτως στον Χριστό η καταγωγή ήταν ασήμαντη (υιός ξυλουργού), η δίαιτά του ήταν συνηθισμένη, όπως και τα ενδύματα που φορούσε.
Και επειδή αυτόν ήθελαν να ομολογήσει ότι είναι ο Μεσσίας δεν έστειλαν όπως στον Χριστό ευκαταφρόνητους υπηρέτες, αλλά τους πιο διαπρεπείς ιερείς των Ιεροσολύμων για να τον ρωτήσουν: 21 καὶ ἠρώτησαν αὐτόν· τί οὖν; ᾿Ηλίας εἶ σύ; Και τον ρωτούν αν είναι ο Ηλίας διότι κι αυτόν τον περίμεναν να έρθει. Άλλωστε για τον Ηλία αργότερα μιλά ο Χριστός λέγοντας ότι ο Ηλίας θα έρθει για να τα βάλλει όλα σε τάξη καὶ λέγει· οὐκ εἰμί. ὁ προφήτης εἶ σύ; καὶ ἀπεκρίθη, οὔ. Γιατί αρνήθηκε να πει ότι είναι προφήτης; - Επειδή ήξερε ότι τον ρωτούν με πονηριά, με σκοπό να τον παγιδεύσουν. Διότι αν έλεγε ότι είναι ο Χριστός, ή προφήτης ή ο Ηλίας θα τον συλλάμβαναν εκπληρώνοντας έτσι τον σκοπό της πονηρίας τους. Και δεν τον ρωτούν αν είναι προφήτης ως ένας από τους πολλούς, αλλά με άρθρο μπροστά αν είναι ο προφήτης, δηλαδή ο Χριστός. 22 εἶπον οὖν αὐτῷ· τίς εἶ; ἵνα ἀπόκρισιν δῶμεν τοῖς πέμψασιν ἡμᾶς· τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ; 23 ἔφη· ἐγὼ φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, καθὼς εἶπεν ῾Ησαΐας ὁ προφήτης.
Τους παραπέμπει λοιπόν στον Ησαΐα για να τους δείξει ξεκάθαρα το ποιος είναι. Και αναφερόμενος στον Ησαΐα κάνει την απάντησή του και τον λόγο του αξιόπιστο.
24 καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι ἦσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων· 25 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν καὶ εἶπον αὐτῷ· τί οὖν βαπτίζεις, εἰ σὺ οὐκ εἶ ὁ Χριστὸς οὔτε ᾿Ηλίας οὔτε ὁ προφήτης; 26 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ ᾿Ιωάννης λέγων· ἐγὼ βαπτίζω ἐν ὕδατι· μέσος δὲ ὑμῶν ἕστηκεν ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. 27 αὐτός ἐστιν ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος, ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, οὗ ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἄξιος ἵνα λύσω αὐτοῦ τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος.
Έτσι και με αυτόν τον τρόπο λύνει την περιέργειά τους, διότι μόνο περιέργεια ήταν και όχι διάθεση για γνώση και μετάνοια. Και ομολογεί ότι Αυτός που έρχεται μετά απ’ αυτόν είναι πριν απ’ αυτόν και ότι το βάπτισμα το οποίο εκείνος έκανε δεν ήταν κάτι το σημαντικό, αλλά προπαρασκευή για το όντως βάπτισμα του Χριστού που θα ακολουθούσε. Και με την φράση «δεν είμαι άξιος ούτε τον ιμάντα των υποδημάτων του να λύσω» πράξη που την έκανε ο τελευταίος των δούλων, εξαφανίζει και από μας κάθε ίχνος έπαρσης. Διότι αν αυτός που σαν κι αυτόν κανείς δεν είναι ανώτερος «και κανείς απ’ αυτούς που γεννήθηκαν από γυναίκες δεν είναι ανώτερος» (Λουκ. 7,28) πόσο μάλλον εμείς.
28 Ταῦτα ἐν Βηθανίᾳ ἐγένετο πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, ὅπου ἦν ᾿Ιωάννης βαπτίζων.
Σημειώνει ο Ευαγγελιστής το μέρος που συνέβησαν όλα αυτά για να δούμε το θάρρος του Προδρόμου. Ότι δηλαδή δεν ομολογεί στην έρημο, ούτε μέσα σε ένα δωμάτιο, αλλά δημόσια με παρρησία την στιγμή μάλιστα που βάπτιζε πλήθος κόσμου.
29 Τῇ ἐπαύριον βλέπει ὁ ᾿Ιωάννης τὸν ᾿Ιησοῦν ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου.
Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης αφού παραλείπει την εις την έρημο νηστεία του Χριστού, διότι αυτήν την ανέφερε ο Ματθαίος, προσθέτει την δεύτερη επίσκεψη του Ιησού στον Πρόδρομο. Και το κάνει αυτό για τον εξής λόγο: Στην πρώτη του επίσκεψη ο Ιησούς βαπτίστηκε στα νερά του Ιορδάνου. Για να μη νομίζει κανείς ότι ο Ιησούς επισκέφθηκε τον Πρόδρομο για να εξομολογηθεί και να μετανοήσει όπως έκαναν τα πλήθη , (Αυτός που δεν έχει ανάγκη να συγχωρεθεί, αλλά να μόνον έλεος να δώσει) επισκέπτεται και πάλι τον Πρόδρομο για να του δώσει αυτή την φορά την ευκαιρία να ομολογήσει κι εκείνος δημόσια τα περί του Χριστού. Τον ονομάζει Αμνό υπενθυμίζοντας έτσι στους ακροατές την προφητεία του Ησαΐα. :30 οὗτός ἐστι περὶ οὗ ἐγὼ εἶπον· ὀπίσω μου ἔρχεται ἀνὴρ ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν. Και ομολογεί έτσι ξεκάθαρα για να το ακούσουν όλοι ότι Αυτός που προηγουμένως εβάπτισε είναι ανώτερός του. Γιατί; Διότι λέγει υπήρχε πριν από μένα.
31 κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, Κοίταξε πως κάνει εδώ την μαρτυρία του ανύποπτη. Διότι δεν οφείλεται σε ανθρώπινη φιλία. Αλλά τότε θα πει κανείς, αφού δεν γνώριζε πως θα γίνει έτσι μάρτυρας αξιόπιστος; -Μη βιάζεσαι να πεις. Διότι δεν είπε «δεν γνωρίζω», αλλά «δεν γνώριζα». Και αμέσως ομολογεί τον λόγο για τον οποίο τόσον καιρό βάπτιζε στα νερά του Ιορδάνου ἀλλ' ἵνα φανερωθῇ τῷ ᾿Ισραήλ, διὰ τοῦτο ἦλθον ἐγὼ ἐν τῷ ὕδατι βαπτίζων. Δηλαδή τόσο καιρό το βάπτισμά του δεν είχε νόημα συγχωρήσεως, αλλά προετοιμασίας για το όντως Βάπτισμα.
Θα ρωτήσει τώρα κάποιος. Χωρίς το βάπτισμα ο Πρόδρομος δεν μπορούσε να κηρύξει και να διακηρύξει τα περί του Χριστού; -Μπορούσε, αλλά όχι τόσο εύκολα. Ούτε θα έτρεχαν τόσοι πολλοί κοντά του. Ούτε θα μάθαιναν για την υπεροχή του χριστιανικού βαπτίσματος έναντι των άλλων. Και ότι όλο αυτό δεν ήταν έργο του Ιωάννου, αλλά έργο του Αγίου Πνεύματος δες παρακάτω το τι ομολογεί ο ίδιος ο Ιωάννης: 32 καὶ ἐμαρτύρησεν ᾿Ιωάννης λέγων ὅτι τεθέαμαι τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον ὡς περιστερὰν ἐξ οὐρανοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐπ' αὐτόν. 33 κἀγὼ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ' ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἐφ' ὃν ἂν ἴδῃς τὸ Πνεῦμα καταβαῖνον καὶ μένον ἐπ' αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ. 34 κἀγὼ ἑώρακα καὶ μεμαρτύρηκα ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Και τα λέει όλα αυτά για να μην υπονοήσει κανείς ότι χαρίζεται στον συγγενή του. Διότι ο Πρόδρομος και ο Ιησούς ήταν εξ’ αίματος συγγενείς. Όμως από νεαρή ηλικία βρίσκονταν στην έρημο πράγμα που αποδεικνύει πως όντως δεν γνώριζε.
Πως όμως πριν απ’ αυτή την συνάντηση τον παρεμπόδισε στο να βαπτιστεί ο Ιησούς από κείνον λέγοντας ότι «εγώ έχω ανάγκη να βαπτιστώ από σένα»; Διότι αυτά τα λόγια είναι απόδειξη ότι Τον γνώριζε και μάλιστα πολύ καλά. – Τον γνώριζε, αλλά όχι πριν πολύ χρόνο, αλλά λίγο χρονικό διάστημα πριν την βάπτιση.
35 Τῇ ἐπαύριον πάλιν εἱστήκει ὁ ᾿Ιωάννης καὶ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο, 36 καὶ ἐμβλέψας τῷ ᾿Ιησοῦ περιπατοῦντι λέγει· ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ. 37 καὶ ἤκουσαν αὐτοῦ οἱ δύο μαθηταὶ λαλοῦντος, καὶ ἠκολούθησαν τῷ ᾿Ιησοῦ.
Και πάλι επαναλαμβάνει ο Ιωάννης τα ίδια. Μήπως από φλυαρία; -Όχι. Αλλά γιατί γνωρίζει ότι η πρότερή του ομολογία δεν ρίζωσε στις ψυχές των ακροατών. Έτσι δεν βαριέται να επαναλάβει και πάλι τα ίδια γνωρίζοντας πως ο λόγος δεν ριζώνει στις ψυχές των ανθρώπων αμέσως, αλλά θέλει ξανά και ξανά σπορά. Και αφού ριζώσει θέλει και πάλι πολύ φροντίδα μη τυχόν από τις ποικίλες μέριμνες και πειρασμούς ή αδιαφορία χαθεί ο σπόρος και δεν καρποφορήσει.
38 στραφεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ θεασάμενος αὐτοὺς ἀκολουθοῦντας λέγει αὐτοῖς· 39 τί ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ραββί· ὃ λέγεται ἑρμηνευόμενον διδάσκαλε· ποῦ μένεις; 40 λέγει αὐτοῖς· ἔρχεσθε καὶ ἴδετε. ἦλθον οὖν καὶ εἶδον ποῦ μένει, καὶ παρ' αὐτῷ ἔμειναν τὴν ἡμέραν ἐκείνην· ὥρα ἦν ὡς δεκάτη. 41 ἦν ᾿Ανδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου εἷς ἐκ τῶν δύο τῶν ἀκουσάντων παρὰ ᾿Ιωάννου καὶ ἀκολουθησάντων αὐτῷ.
Μετά τα λόγια του Ιωάννου, δύο μαθητές ακολούθησαν τον Ιησού, όμως δεν Τον ρώτησαν αμέσως για όλα τα επιτακτικά θέματα που τους απασχολούσαν, αλλά επιθυμούν να μάθουν που μένει. Γιατί ήθελαν να ακούσουν ιδιαιτέρως και με πολύ προσοχή και να κατανοήσουν την διδασκαλία η οποία δεν ήταν μαθητού αλλά Διδασκάλου.
Ήταν λέει δύο οι μαθητές και ο ένας απ’ αυτούς ήταν ο Ανδρέας ο αδελφός του Σίμωνος Πέτρου. Γιατί όμως δεν μας αποκαλύπτει και το όνομα του δεύτερου; -Άλλοι λέγουν πως ο δεύτερος ήταν ο συγγραφέας του παρόντος Ευαγγελίου και γι’ αυτό δεν αναφέρει το όνομά του. Άλλοι επειδή δεν ήταν ο δεύτερος ένας από τους αξιόλογους μαθητές. Όπως και να’ χει όμως δεν είναι τόσο σημαντικό να μάθουμε το όνομα, αφού ούτε και αργότερα τα ονόματα των εβδομήκοντα δύο μαθητών μας αναφέρει.
Και γιατί ο Ιησούς ρώτησε τους μαθητές λέγοντας «τι ζητείτε»; - Απ’ αυτό διδασκόμαστε ότι ο Θεός δεν προλαμβάνει τις θελήσεις μας , αλλά μόνο όταν εμείς δείξουμε ότι θέλουμε, τότε μας δίδει άπειρες αφορμές σωτηρίας.
Κι ενώ σε άλλο σημείο του ο Χριστός αναφέρει ότι «ο Υιός του ανθρώπου δεν έχει που την κεφαλήν κλίνει», εδώ λέει «ελάτε να δείτε που μένω». Τι τελικά σήμαινε η φράση «δεν έχει που την κεφαλήν κλίνει»; -Αυτό δεν σήμαινε ότι ο Χριστός δεν είχε σπίτι για να κοιμηθεί, αλλά ότι δεν είχε ιδιοκτησία της στέγης.
42 εὑρίσκει οὗτος πρῶτος τὸν ἀδελφὸν τὸν ἴδιον Σίμωνα καὶ λέγει αὐτῷ· εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον Χριστός·
Ο Ανδρέας δεν κράτησε για τον εαυτό του την ωφέλεια, αλλά έσπευσε να την μοιραστεί και με τον αδελφό του. Να ο σύνδεσμος της αγάπης, να η διαφορά που έχει ο άνθρωπος από τα θηρία, ο διαμοιρασμός των αγαθών. Και εδώ βέβαια δεν επρόκειτο για ένα κοινό και γήινο αγαθό, αλλά για τον Μεσσία.
43 καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν. ἐμβλέψας αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε· σὺ εἶ Σίμων ὁ υἱὸς ᾿Ιωνᾶ, σὺ κληθήσῃ Κηφᾶς, ὃ ἑρμηνεύεται Πέτρος.
Οπωσδήποτε ο Σίμων δεν ήταν ευκολόπιστος και δεν έτρεξε απευθείας στον Ιησού. Σίγουρα ο Ανδρέας θα του ανέφερε εκτενώς τις συνομιλίες που είχε κάνει με τον Χριστό τις οποίες για λόγους συντομίας δεν αναφέρει ο ευαγγελιστής.
Ο Σίμων λοιπόν προστρέχει στον Ιησού και Εκείνος ολίγον κατ’ ολίγων εμφανίζει σε κείνον τις Θεότητά Του με τις προρρήσεις Του. Του λέει λοιπόν πως θα ονομαστεί Πέτρος όπως ανάλογα έπραξε και σε άλλη περίπτωση όταν συνάντησε τον Ναθαναήλ και την Σαμαρείτιδα.
Και γιατί ο Ιησούς άλλαξε το όνομα του Σίμων σε Πέτρο; -Για να δείξει ότι Αυτός είναι που έδωσε την Παλαιά Διαθήκη και αλλάζει τα ονόματα και ονόμασε τον Άβραμ σε Αβραάμ την δε Σάρα σε Σάρρα και τον Ιακώβ σε Ισραήλ.
44 Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν· καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι. 45 ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως ᾿Ανδρέου καὶ Πέτρου. 46 εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, ᾿Ιησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ ᾿Ιωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ.
Ο Φίλιππος εδώ ακολουθεί τον Ιησού, δίχως να δει θαύματα ή να ακούσει τον λόγο Του. Με ποια αιτία λοιπόν τον ακολούθησε; Πρώτον είχε ακούσει για τον Ιησού διότι η φήμη Του είχε ήδη απλωθεί στην Γαλιλαία, δεύτερον είχε ακούσει για την μαρτυρία του Βαπτιστού Ιωάννου και τρίτον ήταν επιμελής στην μελέτη των Γραφών και αυτό φαίνεται από το ότι στη συνέχεια προσελκύει και τον Ναθαναήλ παραπέμποντας τα λεγόμενά του στον Μωυσή και στους προφήτες. Και επειδή όταν κανείς βρίσκει έναν θησαυρό, δεν μπορεί με κανέναν άλλο τρόπο να αποδείξει το πόσο εκτυφλωτικός είναι ο θησαυρός αυτός παρά μόνο αν οδηγήσει τον ακροατή του στην θέαση αυτού. Αυτό έκανε και Φίλιππος, οδήγησε τον Ναθαναήλ στο να δει κι εκείνος τον Ιησού.
47 καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· ἔρχου καὶ ἴδε. 48 εἶδεν ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· ἴδε ἀληθῶς ᾿Ισραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι.
Γιατί ο Ιησούς αντί να επιπλήξει τον Ναθαναήλ τον επαίνεσε; Διότι ο Ναθαναήλ μελετούσε πολύ τις γραφές και μάλιστα περισσότερο από τον Φίλιππο. Ήξερε λοιπόν βάση των Γραφών ότι ο Χριστός θα προέλθει από την Βηθλεέμ και όχι από την Ναζαρέτ. Και γιατί τότε δέχτηκε να συναντήσει τον Ιησού; Διότι είχε τόσο μεγάλο πόθο για την έλευση του Χριστού, ώστε σκέφτηκε το ενδεχόμενο ο Φίλιππος να έκανε λάθος ως προς τον τόπο καταγωγής του Ιησού.
49 λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε.
Δες σε παρακαλώ ότι ο Ιησούς δεν κάνει καμία προσπάθεια να πείσει τον Ναθαναήλ ότι είναι ο Μεσσίας και ότι κατάγεται πράγματι από την Βηθλεέμ όπως προβλέπουν οι γραφές και όχι από την Ναζαρέτ. Αλλά τι κάνει; Του λέει ότι τον είδε κάτω από την συκή προτού τον φωνάξει ο Φίλιππος. Δες επίσης, ότι ο Ναθαναήλ δεν κολακεύεται από τα λόγια του Χριστού, αλλά μένοντας «χαμηλά» ρωτά: «πόθεν με γινώσκεις»;
50 ἀπεκρίθη Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ.
Και αφού ο Ναθαναήλ πείστηκε πλέον ότι Αυτόν που έχει μπροστά του είναι ο Χριστός, χαίρεται σκιρτά και πανηγυρίζει και ομολογεί.
51 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψει.
Γιατί όμως ο Χριστός δεν μακάρισε εδώ τον Ναθαναήλ όπως έκανε αργότερα με τον Πέτρο; Διότι και οι δύο το ίδιο είπαν. Ναι είπαν το ίδιο, αλλά δεν ομολόγησαν τον ίδιο. Διότι ο Πέτρος ομολόγησε τον Ιησού ως Υιό του Θεού και Θεό, ενώ ο Φίλιππος ομολόγησε τον Ιησού ως άνθρωπο. Γι’ αυτό λοιπόν δεν μακαρίστηκε, αλλά άκουσε ότι θα δει πολύ μεγαλύτερα πράγματα απ’ αυτά που εκείνη την ώρα ομολόγησε.
52 καὶ λέγει αὐτῷ· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ' ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.
Και με τα λόγια αυτά αποσπά την ατελή και γήινη ομολογία του Ναθαναήλ και την μεταθέτει από τα γήινα στα ουράνια. Και με τα λόγια αυτά οδηγεί τον Ναθαναήλ στο να Τον ομολογήσει ως Κύριο και των αγγέλων.