ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ (Ζ΄)

2019-01-23 19:01

\ΚΑΙ περιεπάτει ὁ ᾿Ιησοῦς μετὰ ταῦτα ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ· οὐ γὰρ ἤθελεν ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ περιπατεῖν, ὅτι ἐζήτουν αὐτὸν οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἀποκτεῖναι.

Τι είναι αυτά που λες μακάριε Ιωάννη; Ο Χριστός δεν είναι αυτός που είπε «ποιον ζητείτε» και όλοι έπεσαν επί εδάφους; Αυτός δεν εμφανίστηκε αργότερα στο μέσον του ναού κηρύττοντας με λόγια που εξόργιζαν περισσότερο τους Ιουδαίους;  Αυτό θαύμαζαν και οι περισσότεροι των Ιουδαίων οι οποίοι αναρωτιόνταν: «Δεν είναι αυτός που ζητούν να φονεύσουν»;  Όλα αυτά λοιπόν είναι εκείνα που αποδεικνύουν τον Χριστό ως Θεό και άνθρωπο συνάμα.

 2 ἦν δὲ ἐγγὺς ἡ ἑορτὴ τῶν ᾿Ιουδαίων ἡ σκηνοπηγία.

Όταν ο Ιησούς βρίσκονταν στο όρος όπου ετέλεσε το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων ήταν Πάσχα. Άρα ο Ευαγγελιστής παραλείπει ένα χρονικό διάστημα πέντε μηνών για να φτάσει στην εορτή της Σκηνοπηγίας. Σε αυτό το διάστημα είναι βέβαιο πως έκανε πολλά θαύματα τα οποία ο Ευαγγελιστής όπως είπαμε παραλείπει. Και γιατί παραέιφθηκε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα; -Διότι δεν ήταν δυνατόν να καταγραφούν όλα λεπτομερώς.

            3 εἶπον οὖν πρὸς αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ· μετάβηθι ἐντεῦθεν καὶ ὕπαγε εἰς τὴν ᾿Ιουδαίαν, ἵνα καὶ οἱ μαθηταί σου θεωρήσωσι τὰ ἔργα σου ἃ ποιεῖς· 4 οὐδεὶς γὰρ ἐν κρυπτῷ τι ποιεῖ καὶ ζητεῖ αὐτὸς ἐν παρρησίᾳ εἶναι. εἰ ταῦτα ποιεῖς, φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κόσμῳ. 5 οὐδὲ γὰρ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν.

            Και θα ρωτήσεις: -«Που βρίσκεται εδώ η απιστία»; Κι όμως υπάρχει μεγάλη απιστία. Διότι και τα λόγια και το θράσος και η άκαιρος ελευθερία είναι απόδειξη απιστίας. Διότι νόμιζαν ότι θα μπορούν να μιλούν ελεύθερα εξαιτίας της συγγένειάς τους με τον Χριστό. Και με τη φράση «τίποτα δεν κάνει κανείς στα κρυφά» κατηγορούν τον Χριστό για δειλία ενώ συγχρόνως φανερώνουν ότι έχουν υποψία για τα έργα Του. Και εκείνο που πρόσθεσαν: «Ζήτει να γίνει γνωστόν» φανερώνει κενοδοξία. Συ όμως πρόσεχε την δύναμη του Χριστού, διότι ο πρώτος από τους αδελφούς Του, ο μακάριος Ιάκωβος έγινε επίσκοπος Ιεροσολύμων.

            6 λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πάρεστιν, ὁ δὲ καιρὸς ὁ ὑμέτερος πάντοτέ ἐστιν ἕτοιμος. 7 οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς· ἐμὲ δὲ μισεῖ, ὅτι ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ αὐτοῦ ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν.

            Είδατε με πόση πραότητα απάντησε στους συγγενείς Του ο Ιησούς; Και να τι τους είπε: «Εμένα θέλουν να με φονεύσουν διότι λέω αυτά που δεν του αρέσουν. Ενώ εσάς δεν σας ενοχλούν διότι λέτε τα ίδια με εκείνους»

8 ὑμεῖς ἀνάβητε εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην· ἐγὼ οὔπω ἀναβαίνω εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην, ὅτι ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πεπλήρωται.

Γιατί όμως ο Χριστός έστειλε τους αδελφούς Του στην εορτή; Όχι βέβαια για να τους κολακεύσει, αλλά για να τους επιτρέψει να εκτελέσουν τα Ιουδαϊκά τους έθιμα.

 9 ταῦτα δὲ εἰπὼν αὐτοῖς ἔμεινεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ. 10 ῾Ως δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, τότε καὶ αὐτὸς ἀνέβη εἰς τὴν ἑορτήν, οὐ φανερῶς, ἀλλ' ὡς ἐν κρυπτῷ.

Γιατί όμως ενώ είπε «δεν θα υπάγω» πήγε τελικά και Εκείνος στην εορτή; Διότι δεν είπε «δεν θα υπάγω», αλλά δεν θα υπάγω ΤΩΡΑ., δηλαδή μαζί με εσάς.  Γιατί όμως πήγε κρυφά; Διότι αν πήγαινε φανρά θα εμφάνιζε την Θεότητά Του πριν τον καθορισμένο υπ’ Αυτού χρόνο.

Και γιατί ενώ ομιλεί πάντοτε φανερά κάνει εδώ κάτι στα κρυφά; Δεν λέει «στα κρυφά», αλλά «σχεδόν κρυφά».

11 οἱ οὖν ᾿Ιουδαῖοι ἐζήτουν αὐτὸν ἐν τῇ ἑορτῇ καὶ ἔλεγον· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; 12 καὶ γογγυσμὸς πολὺς περὶ αὐτοῦ ἦν ἐν τοῖς ὄχλοις. οἱ μὲν ἔλεγον ὅτι ἀγαθός ἐστιν· ἄλλοι ἔλεγον, οὔ, ἀλλὰ πλανᾷ τὸν ὄχλον.

Πολύ «ωραία» έργα ετοίμαζαν οι Ιουδαίοι σε εορτάσιμη ημέρα… Έψαχναν τον Χριστό για ν τον φονεύσουν!!!

Η πρώτη γνώμη «ότι είναι αγαθός άνθρωπος» εξέφραζε τους περισσότερους ανθρώπους, ενώ η δεύτερη «ότι είναι πονηρός», αντηχούσε περισσότερο στους κύκλους των ιερέων και των αρχόντων. Κανείς όμως δεν μιλούσε δημοσίως υπέρ του Χριστού. 13 οὐδεὶς μέντοι παρρησίᾳ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ διὰ τὸν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων. Βλέπεις ότι παντού οι μεν άρχοντες είναι διεφθαρμένοι, ενώ οι αρχόμενοι έχουν ορθή κρίση, αλλά δεν έχουν την αρμόζουσα δύναμη η οποία είναι πάρα πολύ αναγκαία στο πλήθος.

14 ῎Ηδη δὲ τῆς ἑορτῆς μεσούσης ἀνέβη ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίδασκε.

            Το αιφνίδιον της παρουσίας του Ιησού στο μέσον του ναού κατέπαυσε την οργή του λαού και τις διφορούμενες απόψεις και έτσι όλοι συγκεντρώθηκαν πέριξ Αυτού. Το τι δίδαξε ο Ευαγγελιστής το παραλείπει., λέγει όμως ότι κατέπληξε τους ακροατές, τους συνάρπασε και τους άλλαξε. 15 καὶ ἐθαύμαζον οἱ ᾿Ιουδαῖοι λέγοντες· πῶς οὗτος γράμματα οἶδε μὴ μεμαθηκώς;      Για να τους δείξει ο Χριστός ότι αυτά που δίδασκε δεν απόρρεαν από ανθρώπινη διδαχή αλλά ήταν Θεϊκά απαντά στις υποψίες τους λέγοντας: 16 ἀπεκρίθη οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν· ἡ ἐμὴ διδαχὴ οὐκ ἔστιν ἐμή, ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με· 17 ἐάν τις θέλῃ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιεῖν, γνώσεται περὶ τῆς διδαχῆς, πότερον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν ἢ ἐγὼ ἀπ' ἐμαυτοῦ λαλῶ.

            Δηλαδή εάν κανείς θέλει να προσέχει στις προφητείες  θα γνωρίσει εάν ομιλώ σύμφωνα με αυτές ή όχι. Εφόσον όμως όλα τα του Πατρός δικά Του είναι, άρα και η διδασκαλί Του δεν είναι ξένη προς Αυτόν αλλά δική Του.  Διότι η διδασκαλία του Πατρός και η δικασκαλία του Χριστού είναι μία και η αυτή,

18 ὁ ἀφ' ἑαυτοῦ λαλῶν τὴν δόξαν τὴν ἰδίαν ζητεῖ, ὁ δὲ ζητῶν τὴν δόξαν τοῦ πέμψαντος αὐτόν, οὗτος ἀληθής ἐστι, καὶ ἀδικία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν.

Εφόσον λοιπόν δεν διδάσκω διαφορετικά πράγματα απ’ αυτά που επιθυμεί ο Πατέρας, άρα στην δόξα του Πατρός αποβλέπω και εις την επιθυμία Εκείνου. Και τι επιθυμεί ο Πατήρ; Να πιστέψουν οι άνθρωποι και να σωθούν.

19 οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν νόμον; καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον. τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι;

            Και ποια σχέση έχει αυτό θα ρωτήσεις με όλα τα προηγούμενα; -Για δύο εγκλήματα κατηγορούσαν οι Ιουδαίοι τον Χριστό: Το ένα ότι καταργεί το Σάββατο και το άλλο ότι έλεγε τον Θεό πατέρα Του.  Δηλαδή ότι έκανε τον ευατό Του ίσο με τον Θεό. Είπε λοιπόν ο νόμος «Δεν θα φονεύσεις», εσείς όμως όλοι θέλετε να με φονεύσετε, άρα κανείς από σας δεν τηρεί τον νόμο. Εκείνο λοιπόν που κάνετε εσείς είναι τελεία ανατροπή του νόμου. Πως λοιπόν εσείς που ισοπεδώνετε και ακυρώνετε τον νόμο θα κατηγορείσετε εμένα που έκανα εν ημέρα Σαββάτου ολόκληρο άνθρωπο υγιή;

Εσύ δε παρατήρησε την μετριοπάθεια του Χριστού και την θρασύτητα όλων εκείνων που του είπαν:  20 ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος καὶ εἶπε· δαιμόνιον ἔχεις· τίς σε ζητεῖ ἀποκτεῖναι;

Τα λόγια τους φανερώνουν οργή και μανία και ψυχή αναίσχυντη.

21 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἓν ἔργον ἐποίησα, καὶ πάντες θαυμάζετε διὰ τοῦτο. 22 Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὴν περιτομήν, οὐχ ὅτι ἐκ τοῦ Μωϋσέως ἐστίν, ἀλλ' ἐκ τῶν πατέρων, καὶ ἐν σαββάτῳ περιτέμνετε ἄνθρωπον. 23 εἰ περιτομὴν λαμβάνει ἄνθρωπος ἐν σαββάτῳ ἵνα μὴ λυθῇ ὁ νόμος Μωϋσέως, ἐμοὶ χολᾶτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ!

Και λέγοντας «εν έργο εποίησα» θέλει να αποδείξει ότι εκείνο που δεν έκανε ήταν η κατάλυση του νόμου. Διότι η περιτομή η οποία γίνεται Σάββατο γίνεται ανεκτή από τον νόμο και μάλιστα όχι μόνο ανεκτή αλλά και θεωρούνταν ως ευλογημένη πράξη. Το να θεραπευτεί ένας άνθρωπος και να γίνει όλος υγιής δεν είναι έργο ανώτερο από την περιτομή; Που λοιπόν υπάρχει η  παραβίαση του νόμου;  24 μὴ κρίνετε κατ' ὄψιν, ἀλλὰ τὴν δικαίαν κρίσιν κρίνατε.

Επειδή δηλαδή ο Μωυσής τιμάται περισσότερο από σας, μη κρίνετε από την αξία του προσώπου αλλά από την φύση των πραγμάτων. Διότι αυτό παιτεί η δικαία κρίσις. Γιατί δεν κατηγόρησε κανείς τον Μωυσή; Γιατί κανείς δεν απειθάρχησε όταν εκείνος επέβαλε την παράβαση του Σαββάτου από την εντολή που προσετέθη έξω από τις δέκα εντολές; Εσείς όμως ενώ δεν είστε νομοθέτες διεκδικείτε τον νόμο υπερμέτρως και τον προστατεύετε. Αλλά ο Μωυσής είναι περισσότερο αξιόπιστος από σας, διότι αυτός διέταξε να παραβιάζεται ο νόμος.  Όταν λοιπόν είπε «ολόκληρο άνθρωπο» δηλώνει ότι η περιτομλη είναι ένα μέρος της υγείας. Και ποια είναι η υγεία από την περιτομή; «Κάθε ψυχή» λέγει ο προφήτης, εάν δεν περιτμηθεί θα εξολοθρευτεί». Εγώ όμως όχι μόνο ένα εξασθενημένο μέρος, αλλά ολόκληρο άνθρωπο καταστραμμένο τον θεράπευσα.  Μη κρίνετε λοιπόν κατά τα εξωτερικά φαινόμενα.

Ας πεισθούμε ότι όλα αυτά δεν ελέχθησαν μόνο για εκείνους, αλλά και για μας, για να μη προσπαθούμε να διαφθείρουμε το δίκαιο για κανέναν λόγο. Και είτε είναι κανείς πλούσιος ή πτωχός να μην προσέχει μόνον σε πρόσωπα, αλλά ας εξετάζει τα πράγματα.

25 ῎Ελεγον οὖν τινες ἐκ τῶν ῾Ιεροσολυμιτῶν· οὐχ οὗτός ἐστιν ὃν ζητοῦσιν ἀποκτεῖναι; 26 καὶ ἴδε παρρησίᾳ λαλεῖ, καὶ οὐδὲν αὐτῷ λέγουσι. μήποτε ἀληθῶς ἔγνωσαν οἱ ἄρχοντες ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Χριστός;

Ο ευαγγελιστής στο χωρίο αυτό δεικνύει ότι εκείνοι που είχαν απολαύσει τα περισσότερα από τα θαύματα ήταν αθλιώτεροι απ’ όλους. Διότι αν και είχαν δει πολύ μεγάλη απόδειξη της Θεότητας του Χριστού, άφηναν τα πάντα στην κρίση των διεφθαρμένων αρχόντων του. Κι ενώ βρίσκονταν κάτω από καθεστώς μανίας και επιζητούσαν να θανατώσουν τον Ιησού, ησύχασαν αιφνιδίως. Πως και με ποιο τρόπο έγινε αυτό; Και αφού ησύχασαν και άκουσαν την δημόσια ομιλία του Κυρίου μέσα στον ναό καταλήφθηκαν από άλλη μανία: 27 ἀλλὰ τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν· ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται, οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν.

Γνωρίζουμε και δεν γνωρίζουμε. Τι υπάρχει σαφέστερο απ΄’ αυτή την λογομαχία; Διότι αυτοί σε άνα μόνο πράγμα απέβλεπαν, στο να μη πιστέψουν. Και τι απάντησε ο Χριστός σε όλα αυτά;

28 ἔκραξεν οὖν ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ λέγων· κἀμὲ οἴδατε, καὶ οἴδατε πόθεν εἰμί· καὶ ἀπ' ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλήλυθα ἀλλ' ἔστιν ἀληθινὸς ὁ πέμψας με, ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε· 29 ἐγὼ οἶδα αὐτόν, ὅτι παρ' αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με ἀπέστειλεν.

Ο Χριστός λέει ότι και Αυτόν γνωρίζουν  και γνωρίζουν από πού είναι και αλλού πάλι ότι ούτε Αυτόν γνωρίζουν ούτε τον Πατέρα Του. Μην βιάζεσαι να πεις… Δεν αντιλέγει στον εαυτό Του, αλλά αντίθετα είναι πολύ συνεπής. Όταν λέει «δεν γνωρίζετε» εννοεί την άλλη γνώση την πνευματική,  διότι είναι δυνατόν κάποιος να γνωρίζει και να μη γνωρίζει. Κι αυτή η κατάσταση της αγνοσίας των Ιουδαίων δεν προέρχονταν από άγνοια, αλλά από πονηρή γνώμη. Και ποια ήταν η πονηρή τους γνώμη; Ότι ενώ τους ελέγχει λέει ταυτόχρονα τα ίδια που έλεγαν κι εκείνοι. Διότι εκείνοι είπαν «Αυτός όμως δεν γνωρίζουμε από πού είναι», ο Χριστός προσέθεσε «και εμέ γνωρίζετε». Διότι τι είπαν εκείνοι; «Δεν γνωρίζουμε». Αλλά οι άλλοι που έλεγαν «Γνωρίζουμε από πού είναι», εννοώντας την γήινη καταγωγή Του,  αυτούς ο Χριστός ανύψωσε στους ουρανούς αποδεικνύοντάς τους ούτε και αυτοί τελικά γνώριζαν. Και λέγοντάς τους «Δεν έχω έλθει από τον ευατό μου», υπαινίσσεται ότι γνώριζαν μεν ότι είχε σταλεί από τον Πατέρα, αλλά δεν το ομολογούσαν από πονηρία. Τους ελέγχει λοιπόν κατά δύο τρόπους και σε δύο δειαφορετικά επίπεδα.

Και τι σημαίνει «Είναι αληθινός αυτός που με έστειλε»; Ότι εφόσον Αυτός είναι αληθινός  τότε με έστειλε για την αλήθεια. Εάν είναι Εκείνος αληθινός, είναι και ο απεσταλμένος Του.

30 ᾿Εζήτουν οὖν αὐτὸν πιάσαι, καὶ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ' αὐτὸν τὴν χεῖρα, ὅτι οὔπω ἐληλύθει ἡ ὥρα αὐτοῦ.

Βλέπεις ότι αυτοί συγκρατούνται αοράτως και με θαυμαστό τρόπο χαλιναγωγείται ο θυμός τους.

 31 πολλοὶ δὲ ἐκ τοῦ ὄχλου ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν καὶ ἔλεγον ὅτι ὁ Χριστὸς ὅταν ἔλθῃ, μήτι πλείονα σημεῖα τούτων ποιήσει ὧν οὗτος ἐποίησεν;

Πόσα ήταν τα θαύματα αυτά; Τρία εξιστορεί ο Ευαγγελιστής: Το θαύμα του οίνου, το θαύμα του παραλυτικού και το θάυμα του αξιωματούχου βασιλέως. Άλλο εκτός απ’ αυτά δεν αφηγήθηκε ο Ευαγγελιστής. Από αυτά φαίνεται ότι οι Ευαγγελιστές παραλείπουν πολλά και μας αναφέρουν μόνον εκείνα τα οποία μηχανεύονται οι άρχοντες των Ιουδαίων.  Και ποιοι ζητούσαν να πιάσουν τον Ιησού; Όχι ο λαός που δεν ήθελε τους άρχοντες, αλλά οι ιερείς. Διότι ο λαός έλεγε «μήπως περισσότερα θαύματα θα κάνει απ’ Αυτόν ο Χριστός όταν έλθει»; Αλλά και η πίστη του λαού δεν ήταν υγιής, αλλά όπως είναι συνήθως η πίστη του αμόρφωτου λαού. Διότι οι αμαθέστεροι δεν προσελκύονται από την διδασκαλία, αλλά από τα θαύματα.

32 ἤκουσαν οἱ Φαρισαῖοι τοῦ ὄχλου γογγύζοντος περὶ αὐτοῦ ταῦτα, καὶ ἀπέστειλαν ὑπηρέτας οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα πιάσωσιν αὐτόν.

Βλέπεις τώρα ξεκάθαρα ότι η παραβίαση του Σαββάτου ήταν πρόσχημα. Εκείνο λοιπόν που στην πραγματικότητα τους κατέτρωγε ήταν το εξής: Επειδή δηλαδή δεν καμμία αιτία για να τον κατηγορήσουν, είτε από τα λόγια, είτε από τα έργα Του, ήθελαν να τον συλλάβουν εξαιτίας του λαού. Κι επειδή εκείνοι δεν τολμούσαν, έστειλαν τους υπηρέτες τους. Και τι απάντησε σ΄αυτήν την μανία τους ο Χριστός;

33 εἶπεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς· ἔτι μικρὸν χρόνον μεθ' ὑμῶν εἰμι καὶ ὑπάγω πρὸς τὸν πέμψαντά με.

Ενώ με ποικίλους τρόπους μπορούσε όλους αυτούς να τους κάμψει και να οτυς κάνει να φοβηθούν μιλά με μεγάλη ταπεινοφροσύνη. Σαν να τους έλεγε: «Γιατί βιάζεστε να με φονεύσετε και να με διώξετε; Περιμένετε ολίγον καιρό και χωρίς να βιάζεστε τόσο θα ανεχτώ να με συλλάβετε». Και για να μη νομίσει κανείς ότι θα έχουν κάποια εξουσία πάνω Του ακόμη και όταν τον συλλάβουν προσθέτει:

 34 ζητήσετέ με καὶ οὐχ εὑρήσετε· καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν.

Και αυτά τα λόγια άλοους έκαμπταν, άλλους φόβιζαν και του φιλομαθέστερους κέντριζαν για να μάθουν περισσότερα και να απολαύσουν αυτήν την διδασκαλία. Και τα λόγια Του ότι θα πάει σ’ Αυτόν που Τον έστειλε φανερώνουν ότι δεν πρόκειται να πάθει καμμία βλ΄βη από το εκούσιο πάθος Του.

    35 εἶπον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι πρὸς ἑαυτούς· ποῦ οὗτος μέλλει πορεύεσθαι, ὅτι ἡμεῖς οὐχ εὑρήσομεν αὐτόν; μὴ εἰς τὴν διασπορὰν τῶν ῾Ελλήνων μέλλει πορεύεσθαι καὶ διδάσκειν τοὺς ῞Ελληνας; 36 τίς ἐστιν οὗτος ὁ λόγος ὃν εἶπε, ζητήσετέ με καὶ οὐχ εὑρήσετε, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν;

    Βλέπεις πως τα λόγια του συγκλόνισαν τους ακροατές. Διότι αντί να πουν εκείνοι «χαιρόμαστε που θα φύγεις και πότε θα γίνει αυτό» αντιθέτως ρωτούσαν ο ένας τον άλλο προσπαθώντας να μαντέψουν μέσα στην ανοησία τους.

    Φόβος όμως και αγωνία θα πρέπει να καταλάβει κι εμάς. Διότι εξαιτίας της αμαρτωλής ζωής μας ίσως να μη μπορούμε κι εμείς να πάμε όπου είναι  Εκείνος. Διότι όταν ενεργούμε εναντίον των εντολών Του πώς θα μπορέσουμε να Τον ακολουθήσουμε εκεί που Εκείνος υπάγει; Ναι, μπορεί να λάβαμε Πνεύμα όμως ο Απόστολος Παύλος φωνάζει «το Πνέυμα μη σβένηται» διότι αν σβήσει θα μείνει μόνο καπνός και εκεί που υπάρχει σκέτος καπνός κατ’ ανάγκη εκεί προηγουμένως υπήχε πυρ το οποίο έσβησε.

    37 ᾿Εν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω.

          Αυτό σημαίνει: Εγώ κανέναν δεν ελκύω χωρίς εκείνος να το θέλει, αλλά προσκαλώ μόνο εκείνον που έχει μεγάλη προθυμία και όποιον φλέγεται από την επιθυμία. Αλλά γιατί ο Ευαγγελιστής μας λέει «την τελευταία ημέρα»; Διότι την πρώτη και την τελευταία ημέρα της εορτής, οι Ιουδαίοι τις κατανάλωναν προς διασκέδαση. Συνεπώς για να μη πάνε χαμένα τα λόγια Του δεν το είπε αυτό ούτε την δεύτερη ούτε την Τρίτη ημέρα, αλλά την τελευταία, όταν δηλαδή οι Ιουδαίοι επρόκειτο να διασκεδάσουν.

    38 ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος.

    Ως κοιλία εδώ ονομάζει την καρδιά και το ύδωρ αυτό δεν είναι άλλο από τον πλούτο και την αφθονία της χάριτος. Και το ονομάζει «ζων» για να δείξει ότι αυτή η Χάρις θα ενεργεί διαρκώς και ακατάπαυστα. Η πηγή αυτή ποτέ δεν σταματά, ποτέ δεν στερεύει. Και γι’ αυτό αυτή την χάρη δεν την ονόμασε «ποταμό», αλλά «ποταμούς».


         39 τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα ῞Αγιον, ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη.

          Πως όμως οι προφήτες οι προ Χριστού προφήτευαν αν δεν είχαν λάβει Άγιο Πνεύμα; Πως οι Απόστολοι εξεδίωκαν δαιμόνια όταν απεστάλλεισαν χωρίς να έχουν λάβει Άγιο Πνεύμα; Όταν τους απέστειλε να πατούν επάνω των σκορπίων και των δαιμόνων αυτό το έκανε με την δική Του εξουσία: «Έδωκε εις αυτούς εξουσίαν». Ως προς τους προφήτες κατά γενική ομολογία είχε δοθεί σ’ αυτούς Άγιο Πνεύμα, αλλά αυτή η Χάρις είχε ατονήσει ή είχε φύγει από τη γη εκείνη την ημέρα κατά την οποία ελέχθη: «Να, εγκαταλείπεται η οικία σας έρημος».Αλλά και πριν από την ημέρα εκείνη ήδη είχε γίνει σπάνιο το να προφητεύει κανείς. Είχε λοιπόν ανασταλλεί το Άγιο Πνεύμα διότι επρόκειτο να αποσταλλεί στο μέλλον αφθόνως.

          Και τι εννοεί «δεν είχε δοξασθεί ακόμη ο Ιησούς»;  Εδώ δόξα ονομάζει τον Σταυρό.

    40 πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· 41 ἄλλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 42 οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; 43 σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι' αὐτόν.

Βλέπετε; Και οι οι γνώμες μέσα σ’ αυτό το ταραγμένο πλήθος ήταν διαφορετικές. Διότι ούτε άκουγαν τα λόγια Του με προσοχή, ούτε είχαν την επιθυμία να μάθουν. Γι’ αυτό δεν απαντά τόποτα σ’ αυτούς. Οι Φαρισαίοι μόνο σε ένα πράγμα απέβλεπαν, στο να ανατρέπψουν την γνώμη ότι αυτός είναι ο Χριστός. Γι’ αυτό και δεν αποκάλυπτε τίποτα σ’ αυτούς. Αυτό αποδεικνύεται ευκόλως από τον τρόπο τους. Διότι κανείς απ’ αυτούς δεν Τον πλησίασε να τον ρωτήσει: «Οι μεν Γραφές λέγουν ότι ο Χριστός πρέπει να έλθει από την Βηθλεέμ, ενώ εσύ έχεις έρθει από την Γαλιλαία»; Δεν του έκαναν ποτέ τέτοια ερώτηση, αλλά μιλούσαν για όλα με πονηρία.  Το ότι βέβαια δεν ερευνούσαν, ούτε ήθελαν να μάθουν , το απέδειξε ο Ευαγγελιστής προσθέτονταν τα παρακάτω:

    44 τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ' οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ' αὐτὸν τὰς χεῖρας. 

Τέτοια είναι η πονηρία. Δεν θέλει να υποχωρεί σε τίποτα, αλλά αποβλέπει μόνο σε ένα, πώς να εξοντώσει εκείνον που επιβουλεύεται.

45 ῏Ηλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; 46 ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος.

          Οι μεν Φαρισαίοι παρότι ήταν κοντά στον Ιησού, έβλεπαν τα θαύματά Του άκουγαν τις ομιλίες Του και μελετούσαν την Αγία Γραφή, εν τούτοις τίποτα δεν ωφελήθηκαν διότι μοναδικό τους κίνητρο ήταν να Τον επιβουλεύονται, Οι υπηρέτες όμως ως απολοϊκοί παρότι εστάλησαν για να συλλάβουν τον Χριστό αιχμαλωτίστηκαν όχι από τα θαύματά Του αλλά από τον λόγο Του. Γι’ αυτό και είπαν οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. Και όχι μόνο δεν τον συνέλαβαν , αλλά επέστρεψαν στους Φαρισαίους γενόμενοι κήρυκες του Ιησού. Οι Φαρισαίοι όμως αντί να συντριβούν απ’ αυτήν την ομολολογία να τι τους είπαν:

47 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; 48 μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων;


          Αντί λοιπόν να ρωτήσουν για να μάθουν τι άκουσαν στο κήρυγμα οι υπηρέτες προβάλλουν στους υπηρέτες ένα ανόητο επιχείρημα. «Γιατί δεν πίστεψε σ’ Αυτόν κανείς από τους άρχοντες»; Με αυτό όμως το επιχείρημα κατηγόρησαν τελικά τον Χριστό ή εκείνους που δεν πίστεψαν;

49 ἀλλ' ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι!

Και να αυτή είναι η βαρύτερη κατηγορία η οποία επέστρεψε στις κεφαλές τους. Ότι δηλαδή ο μεν όχλος πίστεψε, ενώ αυτοί όχι. Κι αν εσείς οι Φαρισαίοι δεν πιστέψατε, αυτό τί σημαίνει; Οτι καταργείται η αξιοπιστία του Θεού; Όχι βέβαια. Αυτό το έγκλημα της απιστίας είναι δικό σας. Και είναι έγκλημα διότι ενώ γνωρίζατε τον νόμο, ενώ ήσασταν διδάσκαλοι του λαού εν τούτοις εσείς δεν πιστέψατε, αλλά ο μεν λαός πίστεψε.

50 λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· 51 μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ' αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ;

Και εδώ ο Νικόδημος, ο νυχτερινός επισκέπτης του Ιησού, αποδεικνύει ότι οι νομοδιδάσκαλοι δεν γνώριζαν τον νόμο και ούτε τον εφάρμοζαν.  Το ότι επίσης ο Νικόδημος πίστεψε στον Χριστό αναιρεί και εκείνη την κατηγορία που έλεγαν ότι «κανείς από τους άρχοντες δεν πίστεψαν». Και γι’ αυτό και ο Ευαγγελιστής επισημαίνει την ομολογία και στάση του Νικοδήμου.

52 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. 53 Καὶ ἀπῆλθεν ἕκαστος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.

Ποια συνέπεια έχει αυτό που είπε ο Νικόδημος με την απάντηση των Φαρισαίων «μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ;». Διότι ενώ έπρεπε να αποδείξουν ότι ορθώς έστειλαν υπηρέτες για να Τον συλλάβουν αντιθέτως προβάλλουν προκλητική αντίρρηση δίχως επιχειρήματα.

 

 

© 2012 Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα

Φτιάξε δωρεάν ιστοσελίδαWebnode