«Ένας αδελφός ζούσε σε μοναστήρι της Αιγύπτου και περνούσε τη ζωή του ασκητεύων μετά πάσης ταπεινώσεως. Αυτός ο μοναχός είχε μία αδελφή, η οποία έμενε στην πόλη και ήταν πόρνη. Αυτή γινόταν αφορμή κάθε μέρα πολλοί να χάνουν την ψυχή τους. Πολλές φορές οι γέροντες προέτρεπαν τον αδελφό να μεταβεί στην πόλη για να συναντήσει την αδελφή του. Κάποτε τέλος πάντων τον έπεισαν. Μόλις έφτασε στον τόπο που ζούσε η αμαρτωλή αδελφή του, τον είδε κάποιος ο οποίος έσπευσε τρέχοντας και την πληροφόρησε λέγοντας: -ο αδελφός σου σε αναζητεί κάτω στη θύρα. Η αδελφή αμέσως όταν άκουσε την είδηση, συγκινήθηκε, εγκατέλειψε τους φίλους της αμαρτίας, και έτσι όπως ήταν έτρεξε να συναντήσει τον αδελφό της, χωρίς μάλιστα να προλάβει να ρίξει στην κεφαλή της το κάλυμμα.
Όταν τα δύο αδέλφια συναντήθηκαν, κι ενώ η αδελφή από χαρά, προσπαθούσε να εναγκαλισθεί τον αδελφό της, εκείνος της είπε: -Αδελφή μου γνήσια, λυπήσου την ψυχή σου και σκέψου πως θα υποφέρεις τα πικρά και ατελεύτητα βασανιστήρια της κολάσεως, διότι όχι μόνον εσύ, αλλά και πολλοί εξαιτίας σου, χάνουν την ψυχή τους. Η αμαρτωλή άκουσε με προσοχή τις ειλικρινείς αυτές συστάσεις του αδελφού της, κατατρόμαξε από αυτές και με πραγματική μετάνοια λέγει στον αδελφό της: -Είσαι βέβαιος ότι μπορώ τώρα να σωθώ; -Εάν θέλεις, υπάρχει σωτηρία, απάντησε μετά βεβαιότητος ο καλός αδελφός. Τότε εκείνη, με δάκρυα στα μάτια έπεσε στα πόδια του αδελφού της και τον παρακάλεσε επίμονα να την πάρει μαζί του στην έρημο για να σωθεί. Ο αδελφός συγκινημένος και αυτός από την απροσδόκητη αυτή μεταστροφή της λέγει: -Ρίψε στο κεφάλι σου το κάλυμμα και ακολούθησέ με. Εκείνη όμως είπε στον αδελφό της: -Έλα, έλα να φύγουμε γρήγορα· είναι προτιμότερο για μένα και με συμφέρει περισσότερο ψυχικώς να διαπράξω αυτή την ασχήμια, βαδίζουσα ακάλυπτη στους δρόμους, παρά να εισέλθω εκ νέου στο εργαστήριο της αμαρτίας.
Προχωρούσαν λοιπόν στην έρημο και ο αδελφός την νουθετούσε στοργικά και της υπεδείκνυε τους καρπούς της μετανοίας· εκείνη άκουγε με σιωπηλή προσοχή, ενώ η Θεία Χάρις κατακτούσε σιγά-σιγά την ψυχή της μετανοούσης αμαρτωλής. Σε μια στιγμή της οδοιπορίας βλέπουν από το αντίθετο σημείο, να έρχονται οδοιπόροι προς αυτούς. Τότε ο αδελφός, για να μη σκανδαλίσει τους ανθρώπους αυτούς, λέγει προς την αδελφή του: -Επειδή δε γνωρίζουν όλοι, ότι είσαι αδελφή μου, για να μην τους σκανδαλίσουμε απομακρύνσου λιγάκι από τον δρόμο, για να προσπεράσουν αυτοί που έρχονται.
Η αδελφή μετά προθυμίας απεμακρύνθη. Όταν προσπέρασαν οι διαβάτες, ο αδελφός φώναξε προς την αδελφή: - Έλα, αδελφή, να συνεχίσουμε τον δρόμο μας. Πλην όμως δεν έλαβε καμία απάντηση. Περίεργος τότε κοίταξε προς το μέρος, που υπέθετε, ότι θα βρισκόταν και κατάπληκτος βλέπει, ότι ήταν νεκρή. Παρατηρεί συγχρόνως και τα πόδια της, ότι ήταν καταματωμένα από την πορεία, διότι ήταν ανυπόδητη.
Ο αδελφός ανέφερε το περιστατικό στους γέροντες, εκείνοι συζητώντας επί του θέματος, διαφωνούσαν· άλλοι ισχυρίζονταν ότι σώθηκε, ενώ άλλοι επέμεναν ότι απωλέσθη η ψυχή της.
Τέλος, μετά από προσευχή, ένας εκ των γερόντων, ο οποίος όπως φαίνεται ήταν ο πλέον ενάρετος και διορατικός, δέχθηκε την εξής αποκάλυψη εκ Θεού: -Η αμαρτωλός αυτή εσώθη, διότι μόλις η Θεία Χάρις, διά των νουθεσιών του αδελφού της, συνεκίνησε την καρδία της, μετανόησε και δεν φρόντισε για τίποτα το υλικό· απεναντίας καταφρόνησε και το ίδιο της το σώμα και δεν γόγγυσε για τον κόπο και τις πληγές της οδοιπορίας. Διά τούτο εδέχθη την μετάνοιά της».