Αντιοχειανή σχολή:
Διόδωρος Ταρσού (392): Τον θεώρησαν πατέρα του νεστοριανισμού, γι’ αυτό και καταδικάστηκε το 533 από την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Θεόδωρος Μοψουεστίας (428): Ήταν φίλος του Ιωάννου του Χρυσοστόμου και μαθητής του φιλοσόφου Λιβάνιου. Χειροτονήθηκε επίσκοπος Μοψουεστίας (στην πεδιάδα της Κιλικίας σημερινό Misis) το 392. Ήταν από τους σπουδαιότερους ερμηνευτές της Αγ. Γραφής, γι’ αυτό αναφέρεται συνήθως με το όνομα ερμηνευτής. Έδινε όμως τολμηρές ερμηνείες, τονίζοντας το ανθρώπινο στοιχείο στον Χριστό. Έλεγε: ο Θεός έπαθε και απέθανε, όμως ξέρουμε ότι ο Θεός είναι απαθής και αθάνατος και συνεπώς δεν μπορούμε να μεταφέρουμε ανθρώπινες αδυναμίες στον Θεό, ούτε και ν’ αποδίδουμε θαυματουργικές ικανότητες στην ανθρώπινη φύση του Χριστού.
Νεστόριος: Αναπαρήγαγε την διδασκαλία του Θεοδώρου, ο οποίος καταδικάστηκε στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο.
Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 347. Μητέρα του ήταν η ευλαβής Ανθούσα. Διακρίθηκε από νωρίς για την ευγλωττία του. Έγινε μοναχός και έζησε στην έρημο της Συρίας. Διδάχθηκε ρητορική από τον Λιβάνιο και θεολογία από τον Διόδωρο Ταρσού. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον επίσκοπο Φλαβιανό. Από νωρίς έγινε γνωστός για τα υπέροχα κηρύγματα όπου στενογράφου τα κατέγραφαν κι έτσι πολλά απ’ αυτά διασώθηκαν.
Όταν ο Νεκτάριος Κωνσταντινουπόλεως πέθανε το 397, η αυλή στην οποία κυριαρχούσε ο ευνούχος Ευτρόπιος, αποφάσισε να κάνει τον Ιωάννη αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως.
Όμως από νωρίς τα κηρύγματα του δημιούργησαν ενόχληση στα ανάκτορα διότι η ζωή των ανακτόρων δεν συμβάδιζε με την ασκητική ζωή την οποία κήρυττε ο Χρυσόστομος. Ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας άδραξε τότε την ευκαιρία, ένωσε εναντίον του Ιωάννη όλους τους δυσαρεστημένους και πέτυχε την καταδίκη του σε σύνοδο που κάλεσε στο προάστιο Δρυς. Ο αυτοκράτορας Αρκάδιος και η βασίλισσα Ευδοξία (δυσαρεστημένοι κι αυτοί εναντίος του Χρυσοστόμου) διέταξαν την εξορία του. Όμως μεγάλος σεισμός έγινε στην Πόλη και λαός το θεώρησε αυτό ως μήνυμα Θεού. Έτσι ο Αρκάδιος ανακάλεσε τον Ιωάννη. Παρά ταύτα, λίγο αργότερα με συκοφαντίες πέτυχαν να τον εξορίσουν, αυτή τη φορά στην Κουκουσό της Αρμενίας. Επειδή όμως από κει ο Χρυσόστομος διατηρούσε αλληλογραφία με τους φίλους του, διέταξαν να πάει ανατολικότερα. Ενώ τον μετέφεραν προς την Πιτυούντα, πέθανε στα Κόμανα από τις ταλαιπωρίες στις 14 Σεπτεμβρίου του 407. Το 438 το λείψανό του επί πατραρχείας Πρόκλου ανακομίστηκε στην πρωτεύουσα και έγινε δεκτό με μεγάλες τιμές. Η εκκλησία μας τιμά τον Χρυσόστομο ΄τεσσερις φορές τον χρόνο: 27 και 30 Ιανουαρίου, 26 Φεβρουαρίου και 13 Νοεμβρίου.
Θεοδώρητος επίσκοπος Κύρου (457): Ήταν μαθητής του Θεοδώρου Μοψουεστίας. Δεν συμφωνούσε με τον Κύριλλο Αλεξανδρείας και έγραψε εναντίον στους 12 αναθεματισμούς. Καταδικάστηκε στην Λυστρική σύνοδο της Εφέσου το 449, αλλά στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο έγινε δεκτός, αφού καταδίκασε τον Νεστόριο και όλους όσους δεν ονομάζουν την Παρθένο Μαρία Θεοτόκο. Στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο όμως καταδικάστηκε για τα συγγράμματα που έγραψε εναντίος του Κυρίλλου και υπέρ του Θεοδώρου και του Νεστορίου. Έφραψε έργα δογματικά, Εκκλησιαστική Ιστορία και επιστολές.
Αλεξανδρινή σχολή:
Ευσέβιος Παμφίλου επίσκοπος Καισαρείας της Παλαιστίνης (340): Ήταν φίλος των αρειανών. Έγραψε Εκκλησιαστική Ιστορία της οποίας έγινε «πατέρας» όπως τον ονόμασαν. Έγραψε επίσης και απολογητικά έργα καθώς και την βιογραφία του Μ. Κωνστνατίνου.
Συνέσιος Πτολεμαΐδας της Κυρήνης (413): Ενώ ήταν ακόμη αβάπτιστος τον εξέλεξαν επίσκοπο Πτολεμαΐδας. . Έγραψε πραγματείες, επιστολές και ύμνους.
Μέγας Αθανάσιος (373): Αναδείχθηκε μεγάλος και θερμός κήρυκας και υπέρμαχος της Ορθοδοξίας. Ολόκληρη η ζωή του συνδέθηκε με τους σκληρούς αγώνες της εποχής του, γιατί ήταν ο πρωταγωνιστής στον αγώνα εναντίον στον αρειανισμό. Ως διάκονος συνόδευσε τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο υποστηρίζοντας το «Ομοούσιον». Διαδέχθηκε τον Αλέξανδρο Αλεξανδρείας στον θρόνο της Αλεξανδρείας το 328, παραμένοντας στον θρόνο 46 χρόνια εκ των οποίων τα 20 τα πέρασε στην εξορία.
Κύριλλος Αλεξανδρείας (444): Ήταν ανιψιός και διάδοχος του βίαιου Θεοφίλου. Αγωνίστηκε εναντίον στον Νεστοριανισμό γενόμενος υπέρμαχος του τίτλου «Θεοτόκος» της Παρθένου Μαρίας. Δίδαξε ότι η Θεία φύση του Χριστού δεν καταργήθηκε με την ένωση που έγινε στο ανθρώπινο σώμα κι έτσι μπορούμε να λέμε ότι ο Θεός γεννήθηκε στην Βηθλεέμ ή ότι ο Λόγος έπαθε και απέθανε, γιατί με την ένωση έχουε μία μόνο υπόσταση.
Οι Καππαδόκες πατέρες
Μ. Βασίλειος: Ανατράφηκε χριστιανικά από την μητέρα του Εμμέλεια και πήγε να σπουδάσει ρητορική και φιλοσοφία στην ειδωλολατρική σχολή στην Αθήνα ,όπου είχε συμφοιτητές τον Γρηγόριο Νανζιανζηνό και τον κατόπιν αυτοκράτορα Ιουλιανό. Όταν γύρισε στην πατρίδα του έγινε μοναχός.. Μελέτησε τα έργα του Ωριγένη και μαζί με τον Γρηγόριο Νανζιανζηνό συνέταξαν Φιλοκαλία. Το 370 έγινε επίσκοπος Καισαρεία Καππαδοκίας. Όταν το 370 ο αυτοκράτορας Βάλης έστειλε απεσταλμένους για να ζητήσει την άρνηση της πίστεως της Νικαίας, έδειξε τέτοια σταθερότητα πίστεως ώστε στάθηκε αδύνατον στους απεσταλμένους να τον τιμωρήσουν. Κατά την διάρκεια της επισκοπικής του θητείας ανέπτυξε σημαντική φιλανθρωπική δραστηριότητα. Ήταν φίλος των πτωχών ιδρύοντας την περίφημη «Βασιλειάδα» του. Έγραψε έργα δογματικά, ερμηνευτικά και ομιλίες καθώς και επιστολές. Πέθανε την 1η Ιανουαρίου του 379.
Γρηγόριος Νανζιανζηνός ή Θεολόγος (328-390): Γεννήθηκε στην Αριανζό και έγινε επίσκοπος Σασίμων από τον φίλο του Μ. Βασίλειο. Το 380 έγινε επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και το 381 προήδρευσε στην Β΄ Οικουμενική Σύνοδο. Όμως οι Αλεξανδρινοί πρόβαλαν αντιρρήσεις σχετικά με την μετάθεσή του, ο Γρηγόριος απογοητευμένος παραιτήθηκε και επέστρεψε στην Νανζιανζό όπου πέθανε. Έγραψε λόγους, ποιήματα, τονίζοντας την πίστη στην θεότητα του Αγίου Πνεύματος.
Γρηγόριος Νύσσης (395): Ο νεότερος αδελφός του Μ. Βασιλείου. Ο αδελφός του τον χειροτόνησε επίσκοπο Νύσσης της Καππαδοκίας (371). Υποστήριξε τον Ωριγένη και δεχόταν τις διδασκαλίες του για την αποκατάσταση όλων των ανθρώπων και ότι η κόλαση δεν είναι αιώνια. Τα έργα του άρχισε να τα εκδίδει από το 1952 σε κριτική έκδοση ο φιλόλογος Βέρνερ Γαίγκερ.
Αμφιλόχιος επίσκοπος Ικονίου (μετά το 394): Ήταν Καππαδόκης και φίλων των άλλων τριών Καππαδοκών πατέρων. Άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα στην Κωνσταντινούπολη και ο Μ. Βασίλειος φρόντισε να χειροτονηθεί επίσκοπος Ικονίου. Από τα έργα του σώζονται κάποια αποσπάσματα.
Σύροι και Αρμένιοι πατέρες
Αφραάτης: Μοναχός και κατόπιν επίσκοπος. Έγραψε 23 πραγματείες.
Εφραίμ (373). Καταγόταν από την Νίσιβη, έγινε μοναχός και κατόπιν επίσκοπος Εδέσσσης της Μεσοποταμίας. Δίδασκε στη σχολή της Νίσιβης και όταν την πόλη την κυρίευσαν οι Πέρσες μετέφερε τη σχολή στην Έδεσσα. Οι ομοεθνείς του τον τιμούν ως προφήτη των Σύρων. Πολλά από τα έργα του μεταφράστηκαν από νωρίς στα ελληνικά.
Ιδρυτής της αρμενικής φιλολογίας είναι ο Μεσρώπ (441), βασιλικός γραμματέας, μοναχός και κατόπιν αρχιεπίσκοπος Αρμενίας.
Λατίνοι πατέρες
Ιλάριος επίσκοπος Πουατιέ: Χειροτονήθηκε επίσκοπος στην πατρίδα του. Η ζωή και τα έργα του συνδέονται στενά με τον αντιαρειανικό αγώνα και γι’ αυτό τον ονόμασαν Αθανάσιο της Δύσεως.
Αμβρόσιος (337-397): Γεννήθηκε στους Τρεβήρους όπου ο πατέρας του ήταν ανώτερος υπάλληλος της Γαλλίας. Σπούδασε στη Ρώμη ρητορική και νομική και το 370 διορίστηκε διοικητής της Β. Ιταλίας στο Μιλάνο (Μεδιόλανο) όπου ήταν η αυτοκρατορική έδρα στην Δύση. Όταν πέθανε ο αρειανός επίσκοπος Μεδιολάνου Αυξέντιος, ενώ ο λαός συζητούσε με πάθος για τον διάδοχό του μέσα στον ναό και ο Αμβρόσιος πήγε να τους ησυχάσει , ακούστηκε φωνή από ένα παιδί: «Ο Αμβρόσιος επίσκοπος», έτσι εξελέγη δια βοής ενώ ήταν ακόμη κατηχούμενος και μέσα οκτώ ημέρες χειροτονήθηκε επίσκοπος. Μεταξύ άλλων, απαγόρευσε στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο την είσοδο στον ναό εξαιτίας της σφαγής των Θεσσαλονικέων και δεν υποχώρησε ωσότου ο αυτοκράτορας ζήτησε δημόσια συγγνώμη. Αναπαρήγαγε την την διδασκαλία των ελλήνων θεολόγων και εμβάθυνε περισσότερο στις έννοιες της αμαρτίας και της χάρης του Θεού.
Στις «Εξομολογήσεις» του, διηγήθκε με ειλικρίνεια την ζωή του. Το έργο αυτό είναι μνημείο της παγκόσμιας φιλολογίας. Εκεί ξεγυμνώνει την ψυχή του μπροστά στον Θεό και τον υμνεί. Από τα πολλά δογματικά του έργα, περίοπτη θέση κατέχει το «Περί Τριάδος».
Ιερώνυμος (345-420): Είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος πατέρας της Δύσεως.
Τυράννιος Ρουφίνος (410)
Αφρικανός Αυρήλιος Αυγουστίνος (345-430): Ο σημαντικότερος εκκλησιαστικός πατέρας της Δύσεως. Βαπτίστηκε από τον Αμβρόσιο και κατόπιν πρεσβύτερος και επίσκοπος Ιππώνος. Επί 35 χρόνια διοίκησε με ευσέβεια την επισκοπή του και ζούσε μαζί με τους κληρικούς του κοινοβιακή και ασκητική ζωή.