Ο άνθρωπος της λογικής νήστεψε όλη την Μεγάλη Σαρακοστή, εξομολογήθηκε, προσπάθησε να μην οργίζεται, να μην κατακρίνει κάποτε κάποτε κοινωνούσε τις Κυριακές και σε ορισμένες Προηγιασμένες Θείες Λειτουργίες. Όλα τα έκανε λίαν καλώς. Τη Μεγάλη Πέμπτη έβαψε δύο αβγά. Το ένα το κράτησε στο σπίτι και το άλλο το τύλιξε καλά-καλά για να το πάρει μαζί του στην Εκκλησία.
Τελικά ήρθε επιτέλους η Ανάσταση. Οι καμπάνες αντηχούσαν χαρμόσυνα. Οι χριστιανοί ασπάζονταν μεταξύ τους ευχόμενοι «Χριστός Ανέστη». Σε μια γωνιά στέκονταν αμήχανος ο «άνθρωπος». Κανείς δεν τον πλησίασε να τσουγκρίσει μαζί του το αβγό. Μα γιατί; Ήταν εκεί και ο κύριος Κώστας ο μηχανικός με την οικογένειά του, η κυρία Τσιντίδου η αξιότιμη γειτόνισσα, αλλά και ο κυρ Αλέκος ο περιπτεράς. Όλοι τους έκαναν σαν να μην υπήρχε. Τι τους είχε φταίξει; Ποτέ δεν αντάλλαξε μαζί τους το παραμικρό. Ίσα- ίσα όταν σταυρώνονταν έσπαζαν ένα χαλασμένο χαμόγελο. Δεν αρκούσε αυτό;
Ως εδώ ήταν!!! Το αβγό του δεν έπρεπε να μείνει ατσούγκριστο…
Σαν χείμαρρος μπήκε ανάμεσα στη οικογένεια του κυρ Κώστα, ευχήθηκε ολόκαρδα στην κυρία Τσιντίδου και με ένα απέραντο χαμόγελο ευτυχίας αντάλλαξε ασπασμό και χειραψία με το κυρ Αλέκο τον περιπτερά. Συνάμα πόσες ευχές και με ένα σορό αγνώστους….
Ανήμερα το Πάσχα όταν βγήκε στην πλατεία του χωριού αισθάνθηκε ένα δυνατό χτύπημα φιλίας στην πλάτη και ήρθε αντιμέτωπος με άπειρα πλατιά χαμόγελα των συγχωριανών του. Χριστός Ανέστη!!!