Ο νέος αυτοκράτορας Μιχαήλ Α΄ ήταν άνθρωπος χωρίς δραστηριότητα που δέχονταν επιδράσεις από το περιβάλλον του. Έδωσε χρήματα στους ανώτερους υπαλλήλους, στους κληρικούς και στους στρατιωτικούς για να κερδίσει την εύνοιά τους. Ζήτησε συνδιαλλαγή με τον πάπα και έκανε διαπραγματεύσεις το 812 με τον Μέγα Κάρολο και του αναγνώρισε τον τίτλο του αυτοκράτορα.
Τους Βούλγαρους δεν τους αντιμετώπισε με αποφασιστηκότητα, πράγμα που προκάλεσε εκνευρισμό στην πρωτεύουσα. Τότε εικονομάχοι και Παυλικιανοί, μια μέρα που γινόταν λιτανεία άνοιξαν την πόρτα των βασιλικών τάφων στο ναό των αγ. Αποστόλων και πήγαν στον τάφο του Κωνσταντίνου Ε΄ και φώναξαν: «Ανάστηθι και βοήθησον τη πολιτεία απολλυμένη», λέγοντας ότι ο νεκρός βασιλιάς αναστήθηκε και πηγαίνει πάνω στο άλογο να πολεμήσει τους Βουλγάρους.
Ο λαός αγανάκτησε και αναγόρευσε αυτοκράτορα τον στρατηγό Λέοντα Ε΄, ενώ ο Μιχαήλ και η οικογένειά του κλείστηκαν σε μοναστήρι. (813).