Μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού ανέβηκε στο θρόνο ο ανηψιός του Ιουστίνος Κουροπαλάτης. Και αυτός όπως και ο θείος του επιδόθηκε στις προσπάθειες για ένωση των μονοφυσιτών με τους Ορθοδόξους. Ως δείγμα καλής θελήσεως ανακάλεσε από την εξορία όλους τους επισκόπους που είχε εξορίσει ο Ιουστινιανός.
Με προτροπή της αυτοκράτειρας Σοφίας (ανηψιάς της Θεοδώρας), πραγματοποιήθηκαν το 566 συνομιλίες με μονοφυσίτες στην Κωνσταντινούπολη με εκπρόσωπο των μονοφυσιτών τον Ιάκωβο Βαραδαίο. Οι συνομιλίες κράτησαν έναν χρόνο χωρίς να προκύψει κάποιο αποτέλεσμα.
Παρόλα αυτά ο Ιουστίνος εξέδωκε διάταγμα (Ενωτικό) στο οποίο ανανέωνε το Ενωτικό του Ζώνωνος, καταδίκαζε τα τρία κεφάλαια, δε μνημόνευε την Τρίτη Οικουμενική σύνοδο, δεχόταν το Σεβήρο Αντιοχείας και αμνήστευε όλους τους καταδικασμένους μονοφυσίτες.
Ένας πατρίκιος Ιωάννης πήγε ως πρέσβης στην Περσία για να τους διαβάσει το Ενωτικό. Μερικοί από αυτούς και ο Ιάκωβος Βαραδαίος είχαν την διάθεση να δεχτούν τις αυτοκρατορικές παραχωρήσεις, όμως οι περισσότεροι και εξ’ αυτών όχι. Μάλιστα ένας επίσκοπος το άρπαξε και το έσκισε. Ο Ιωάννης γύρισε στην Κωνσταντινούπολη αποκαρδιωμένος.
Ο Ιουστίνος όμως δεν το έβαλε κάτω. Το 571 προετοίμασε νέο διάταγμα και φώναξε τους μονοφυσίτες να το δουν πριν. Το διάταγμα αυτό αναγνώριζε μόνο μία φύση σαρκωμένη, όμως αναγνώριζε τη διαφορά ανάμεσα στην θεότητα και στην ανθρωπότητα. Η Δ΄ Οικουμενική σύνοδος δεν αναφερόταν καθόλου, αλλά υπονοούσε την αναγνώρισή της και δεν άφηνε πια περιθώρια για αναγνώριση του Σεβήρου.
Το διάταγμα αυτό το υπέγραψαν οι μονοφυσίτες επίσκοποι. Όσοι αρνήθηκαν τους έκλεισαν φυλακή, ενώ οι ναοί των μονοφυσιτών σφραγίστηκαν.
Ο Ιουστίνος στο τέλος του 573 άρχισε να παρουσιάζει συμπτώματα παραφροσύνης και η σύζυγός του Σοφία κατόρθωσε σε μια στιγμή να εξασφαλίσει τον τίτλο του Καίσαρα και τη διαδοχή για τον ανώτερο αξιωματούχο Τιβέριο. Ο Ιουστίνος έζησε μέχρι το 578 χωρίς να ασκεί εξουσία.