Στην αρχή έλεγαν ότι η σύνοδος θα συγκληθεί στην Άγκυρα, όμως τελικά ο Κωνσταντίνος κάλεσε τους επισκόπους να έρθουν στη Νίκαια της Βιθυνίας που ήταν κοντά στη Νικομήδεια.
Έθεσε στη διάθεση των επισκόπων μεταφορικά μέσα για το ταξίδι και ήρθαν από όλα τα μέρη της Ανατολής, πέντε επίσκοποι από τη Δύση και δύο πρεσβύτεροι αντιπρόσωποι του πάπα Ρώμης Σιλβέστρου που δεν μπορούσε να ταξιδέψει γιατί ήταν ηλικιωμένος.
Ο Ευσέβιος Καισαρείας που ήταν παρών, λέει ότι ήταν περισσότεροι από 250 επίσκοποι, ο Ευστάθιος Αντιοχείας αναφέρει 270 και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος περισσότερους από 300, το ίδιο και ο Αθανάσιος, ο οποίος τελικά λέει ότι ήταν 318 κάτι που επικράτησε στην παράδοση γιατί παραλληλίζεται με τους 318 οικογενείς του Αβραάμ με τους οποίος συνέτριψε τη δύναμη των πέντε συμμάχων βασιλέων (Γεν. 14,14).
Η σύνοδος παρουσίαζε μεγαλειώδης θέαμα και έδινε φανερή απόδειξη της οικουμενικότητας της Εκκλησίας. Άλλοι πατέρες ήταν γνωστοί για την αγιότητά τους και τα θαύματα που έκαναν, άλλοι ήταν ομολογητές που είχαν ακόμη τα σημάδια των βασανιστηρίων στο σώμα τους, πολλοί ήταν μορφωμένοι και γνώριζαν καλά το θέμα για το οποίο θα συζητούσαν.
Η πρώτη συνεδρίαση έγινε σε αίθουσα των ανακτόρων. Οι επίσκοποι κάθονταν δεξιά και αριστερά και όταν μπήκε μέσα ο Κωνσταντίνος ντυμένος με λαμπρά ενδύματα και πορφύρα όμοιος προς άγγελον Θεού, σηκώθηκαν όλοι να τον υποδεχτούν.
Ζήτησε να καθίσουν πρώτα οι επίσκοποι και κατόπιν κάθισε και αυτός. Τότε ένας επίσκοπος που καθόταν δεξιά τον προσφώνησε. Ο αυτοκράτορας απάντησε στα λατινικά και μετέφρασαν την απάντηση στα ελληνικά.
Πρόεδροι της συνόδου αναφέρονται ο Αλέξανδρος Αλεξανδρείας, ο Ευστάθιος Αντιοχείας ο οποίος ως πρόεδρος προσεφώνησε τον αυτοκράτορα, και όσιος Κορδούης ο οποίος υπόγραψε πρώτος και μετά απ’ αυτόν οι δύο πρεσβύτεροι από τη Ρώμη. Τιμητικά πρόεδρος ήταν ο αυτοκράτορας ο οποίος παρακολούθησε τις εργασίες της συνόδου, μιλούσε στις συζητήσεις και όταν παρουσιάζονταν ένταση καλούσε τους επισκόπους να ειρηνεύσουν.
Εκρπόσωπος των αρειανών ήταν ο Νικομηδείας Ευσέβιος και άλλοι είκοσι αρειανοί επίσκοποι που όλι τους ήταν υπόδικοι όχι νομικήως, αλλά ηθικώς.
Ο Νικομηδείας Ευσέβιος υπέβαλε ομολογία πίστεως αρειανικού τύπου, η οποία απορρίφθηκς από τη σύνοδο.
Ο Άρειος δεν μίλησε, αλλά μίλησαν στη σύνοδο ομόφρονες μ’ αυτόν επίσκοποι, διάβασαν αποσπάσματα από τη «Θαλία» που προκάλεσαν φρίκη στους ακροατές.
Στη σύνοδο πολλοί λίγοι ήταν διατεθειμένοι να ακούσουν δικαιολογίες και ο Άρειος καταδικάστηκε και αφορίστηκε.
Οι πατέρες συμφώνησαν ότι ο Χριστός ήταν Υιός του Θεού, όμως υπήρξαν διαφωνίες σχετικά με τη διατύπωση.
Οι Αρειανοί υπέβαλαν σύμβολο, το οποίο η σύνοδος δε δέχτηκε. Ο Ευσέβιος Καισαρείας υπέβαλε και αυτός σύμβολο το οποίο η σύνοδος δέχτηκε. Όμως η σύνοδος συνέταξε άλλο σύμβολο και γι’ αυτό ο Ευσέβιος Καισαρείας γράφει «προφάσει του ομοουσίου την δε γραφήν πεποιήκασι».
Τελικά το σύμβολο διατυπώθηκε ως εξής:
«Πιστεύομεν εις ένα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα, πάντων ορατών τε και αοράτων ποιητήν, και εις ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον υιόν του Θεού, γεννηθέντα εκ του Πατρός μονογενή, τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός, Θεόν εκ Θεού, φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί, δι’ ου τα πάντα εγένετο, τα τε εν τω ουρανώ και τα εν τη γη, τον δι’ ημάς τους ανθ΄ρωπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντα και σαρκωθέντα, ενανθρωπήσαντα, παθόντα, και αναστάντα τη Τρίτη ημέρα, και ανελθόντα εις τους ουρανούς, ερχόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς και εις το Άγιο Πνεύμα» Στο τέλος πρόσθεσαν τους αναθεματισμούς: «Τους δε λέγοντες ην ποτέ ότε ουκ ην και πριν γεννηθήναι ουκ ην, και ότι εξ ουκ όντων εγένετο, ή εξ’ ετέρας υποστάσεως ή ουσίας φάσκοντας είναι ή κτιστόν ή τρεπτόν ή αλλοιωτόν τον Υιόν αναθεματίζει ή Καθολική Εκκλησία».
Η λέξη «Ομοούσιος» προκάλεσε αντιρρήσεις γιατί αυτή η λέξη δεν υπήρχε στη Γραφή, υπήρχε συνεπώς φόβος μη τυχόν την εκλάβουν ως ότι ο Υιός δεν είχε δική του ύπαρξη και προσωπικότητα. Εδώ σήμαινε ότι ο Υιός δεν είναι δημιούργημα, επίσης την ενότητα της ουσίας των δύο προσώπων. Σήμαινε ένα όν, όχι όμως και ένα πρόσωπο.
Στη Δύση έγινε ευκολότερα δεκτή η λέξη απ’ ότι στην Ανατολή.
Είπαμε ότι όλοι οι επίσκοποι υπόγραψαν τις αποφάσεις της Συνόδου εκτός από τον Άρειο και τους όμόφρονές του Θεωνά της Μαρμαρικής και τον Σεκούνδο Πτολεμαΐδας οι οποίοι επίσης αναθεματίστηκαν.
Άλλοι τρεις επίσκοποι, ο Ευσέβιος Νικομηδείας, ο Θεόγνις Νικαίας και ο Μάρις Χαλκηδόνος υπόγραψαν μεν, όμως δεν δέχτηκαν τον προσωπικό αφορισμό του Αρείου και των άλλων δύο. Όταν μάλιστα ήρθαν στην Νικομήδεια εξόριστοι αρειανοί, τους δέχτηκαν σε εκκλησιαστική κοινωνία, γι’ αυτό και εξορίστηκαν στη Γαλλία 3 μήνες μετά το τέλος της συνόδου και στη θέση τους τοποθετήθηκαν άλλοι επίσκοποι.
Ο Άρειος με τους δύο άλλους επισκόπους εξορίστηκαν στην Ιλλυρία
ΑΛΛΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ Α΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
-Συμφωνήθηκε να εορτάζεται το Πάσχα την πρώτη Κυριακή μετά την Πανσέληνο της εαρινής Ισημερίας (21 Μαρτίου)
-Ταχτοποιήθηκε το Μελιτιανό σχίσμα της Αλεξανδρείας. Ο Μελίτιος διατήρησε τον επισκοπικό του τίτλο χωρίς να έχει επαρχία. Οι χειροτονίες του θεωρήθηκαν ισχυρές, και οι κληρικοί του υπάχθηκαν στον Αλέξανδρο Αλεξανδρείας. Ο Αθανάσιος διαφώνησε με αυτή την απόφαση γιατί ήξερε ότι οι Μελιτιανοί θα δημιουργούσαν εκ νέου προβλήματα.
-Διατυπώθηκαν και 20 κανόνες για την εκκλησιαστική τάξη. Τακτοποιήθηκε το ζήτημα των Παυλιανιστών (Παύλου Σαμοσατέως) και των Νοβατιανών σχετικά με την επαναφορά τους στην εκκλησιαστική κοινωνία.
-Οι κανόνες 11-14 αναφέρονται στους αποστάτες των διωγμών. Κυρίως του Λικινίου που ήταν πρόσφατος. Άλλοι κανόνες αναφέρονται σε θέματα κληρικών. Απαγορεύτηκε η μετάθεση επισκόπων, απαγορεύτηκε στους κληρικούς να δανείζουν με τόκο και να ζουν στο ίδιο σπίτι με γυναίκες που θα δημιουργούσαν υποψίες.
-Δόθηκε ξεχωριστή τιμή στην εκκλησία των Ιεροσολύμων (Αιλίας) και στον επίσκοπο Αλεξανδρείας, ο οποίος θα προΐστατο πλέον στις εκκλησίες της Αιγύπτου, της Λιβύης και της Πενταπόλεως.
Η Σύνοδος τελείωσε τις εργασίες της στις 19 Ιουνίου και ο αυτοκράτορας έδωσε δείπνο προς τιμήν των επισκόπων.
Δυστυχώς δεν υπάρχουν σεσωσμένα πρακτικά της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου διότι πιθανόν να μην κρατήθηκαν ποτέ.
Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος εορτάζεται την Κυριακή μετά την Ανάληψη
βιβλιογραφία
1.Αναστασίου εκκλησιαστική Ιστορία
2. Στεφανίδου εκκλησιαστική Ιστορία