Οι χρόνοι φεύγουνε, πετούν και πάντα εκείνη η μέρα
είναι γραμμένο εκεί ψηλά, να λάμπει στον αιθέρα.
Μ’ όλα τα κάλλη τ’ ουρανού στολίζεται όλη η φύση
με χίλια μύρια λούλουδα για να τη χαιρετίσει.
Γιορτάστε την γιορτάστε την , την άγια τούτη μέρα.
Μ’ αυτούς τους στίχους χαιρετίζει την 25η Μαρτίου ο
Βαλαωρίτης και μας καλεί να γιορτάσουμε τον
Ευαγγελισμό της Παναγίας αλλά και
της Ελλάδας. Την εθνεγερσία του 1821.
Το 21 ξεκινά από το πάρσιμο της Αγια-Σοφιάς.
Η Αγια- Σοφιά ξεκινά από Ιουστινιανούς και
Κωνσταντίνους, εκείνοι από Μεγαλέξανδρο, αυτός από
Περικλή και Λεωνίδα, αυτοί από Σόλωνα και Τυρταίο.
Εκείνοι από τον υπέροχο ποιητή, τον Όμηρο.
Κάθε ποιητής , με την ουράνια έμπνευσή του και τη γήινη κατανόηση , γίνεται η φωνή του λαού του.
Ευτυχισμένοι οι λαοί που στις μεγάλες ιστορικές στιγμές τους ,βρήκαν τους μεγάλους ποιητές τους.
Οι ποιητές είναι η γνήσια λυρική φωνή των λαών. Χω ρίς τους ποιητές θα έμειναν οι λαοί βουβοί και η ιστορία τους άφωνη.
Παράδοση Ελληνική είναι: Στο λίκνο της την ελληνική ιστορία να την νανουρίζει η ποίηση και έτσι η φυλή μας τις ανδρειωμένες της πράξεις να τις πραγματοποιεί όχι με βήματα αλλά μ ε φτερά.
Η Ελλάδα είναι η χώρα των ποιητών γιατί ποιητής είναι ο ίδιος ο λαός της.
Σ’ αυτόν τον τόπο τραγουδούν το χαρούμενο και το λυπητερό με την ίδια ένταση ψυχής.
‘Ενας τέτοιος ποιητής λαός μπορούσε να μη γεννήσει μεγάλους, φλογερούς ποιητές;
Πριν το 21 έχουμε το Ρήγα Φεραίο. Στα χρόνια του 21 έχουμε τον Ανδρέα Κάλβο, τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη,τον
Διονύσιο Σολωμό.
Το 1821 ο Διονύσιος Σολωμός ήταν 25 χρονών.
Ζώντας στη Ζάκυνθο παρακολούθησε από μακρυά τον αγώνα των Ελλήνων και πολέμησε όπως έλεγε ο ίδιος με την πένα του.
Ήθελα φέτος για αλλαγή να παρακολουθήσουμε την Ελληνική Επανάσταση με τα μάτια του Σολωμού που την περιγράφει στις 158 στροφές του Ύμνου προς την Ελευθερία.Έτσι θα γνωρίσουμε και τον Εθνικό μας ποιητή,τον ποιητή του Εθνικού μας ‘Υμνου.
Έγραψε τον ύμνο αυτό με καρδιά ξεχειλισμένη από αγάπη προς την πατρίδα.
Πραγματικά πολέμησε με την πένα του και μας περιέγραψε όλο τον αγώνα των Ελλήνων για τη λευτεριά τους.
Με την καθάρια ελληνική ψυχή του είδε τη Λευτεριά,
Υψηλόκορμη Ελληνίδα θεά,να βγαίνει από τα ανδρειωμένα κόκαλα των Ελλήνων,όπως η Αθηνά από το κεφάλι του Δία.
Κρατούσε στο δεξί της χέρι φοβερό σπαθί,χτυπούσε με δύναμη δεξιά-αριστερά, δρασκελούσε βουνά και πεδιάδες και χάραζε τα παλιά σύνορα της Ελλάδας.
Ήταν ολοφώτεινη.
Λάμψιν είχε όλη φλογώδη
Χείλος, μέτωπο,οφθαλμός,
Φως στο χέρι, φως το πόδι,
Κι όλα γύρω σου είναι φως.
Θαμπώθηκε από το μεγαλείο της ο Σολωμός αναταράχθηκε η ψυχή του σαν θάλασσα και φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του.
Απ’τα κόκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη
Χαίρε Ω , χαίρε ελευθεριά.
Και η Λευτεριά αφού βγήκε από τα ιερά κόκαλα των Ελλήνων,μαχόταν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.Ταπείνωνε την
Τουρκιά και όλος ο κόσμος θαύμαζε.
Όλα τα γράφει ο Σολωμός στον ύμνο του
Ξεκινά από την πτώση της Πόλης.
Κι εκεί που είναι η Αγια –Σοφιά
Με τους λόφους τους επτά,
Όλα τ’ άψυχα κορμιά
σωριασμένα να τα σπρώξει
προς το μέρος του Θεού
κι από κει να τα μαζώξει
ο αδερφός του φεγγαριού.
Κλαίει και για το χαμό του Πατριάρχη.
Όλοι κλάψτε.Αποθαμένος
Ο αρχηγός της Εκκλησιάς
Κλάψτε, κλάψτε, κρεμασμένος
σαν να ήτανε φονιάς.
Αναθυμάται τα 400 χρόνια που η λευτεριά κατοικούσε στους σκοτεινούς τάφους με τα κόκαλα των προγόνων.
Εκεί μέσα κατοικούσες
Πικραμένη, ντροπαλή
Κι ένα στόμα εκαρτερούσες
Έλα πάλι να σου πει.
Αργούσε όμως να έρθει εκείνη η άγια μέρα Όλα τα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Και κάτω από το λουλουδοσπαρμένο πρόσωπο της γης
μέσα από τους τάφους των προγόνων,ξαναθυμάται τα περασμένα της μεγαλεία.
Δυστυχής.Παρηγορία
Μόνη σου ‘μενε να λες
Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.
Τότε εσήκωνες το βλέμμα
Μεσ’ στα κλάματα θολό
Κι απ’ τα ρούχα σου έσταζε αίμα
Πλήθος αίμα ελληνικό.
Με τα ρούχα αιματωμένα
Ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
Να γυρεύεις εις τα ξένα
Άλλα χέρια δυνατά.
Ζήτησε βοήθεια η Ελλάδα.Όλοι όμως της γύρισαν την πλάτη.
Ως εδώ ο Σολωμός μας θυμίζει ότι η ελευθερία έκλεισε στην ψυχή της την αρχαία ιστορία και αγρυπνούσε από το
1453 ως το 1821.
Τώρα όμως, απέναντι από τη Ζάκυνθο καίγεται το πελεκούδι, σε Μωριά και Ρούμελη.Οι Έλληνες ορκίστηκαν στο λάβαρο του Παλαιών Πατρών Γερμανού
Και δεν παίρνουν πίσω τον όρκο τους.
Ναι αλλά τώρα αντιπαλεύει
Κάθε τέκνο σου μ’ ορμή
Κι ακατάπαυστα γυρεύει
Ή τη νίκη ή τη θανή.
Όταν ο μεγάλος φιλέλληνας Λόρδος Βύρων πήγε πριν το 1821 στη Σάμο,είδε τις Σαμιωτοπούλες να χορεύουν
Και λυπήθηκε,γιατί λέει, αυτές οι λεβέντισσες θα γεννούσαν και θα βύζαιναν σκλάβους.
Τώρα ήρθε η ώρα να πάρει απάντηση από τον Εθνικό μας ποιητή.
Στη σκιά χειροπιασμένες
Στη σκιά βλέπω και γω,
Κρινοδάκτυλες παρθένες
Όπου στήνουνε χορό
Η ψυχή μου αναγαλιάζει
Που ο κόρφος κάθε μιας
Γλυκοβύζαχτο ετοιμάζει
Γάλα ανδρείας και λευτεριάς.
Και τώρα αρχίζει ο ποιητής να εξιστορεί τους νικηφόρους αγώνες της Λευτεριάς. Οι Έλληνες ορμούν και παίρνουν την Τρίπολη.
Ακούω κούφια τα ντουφέκια
Ακούω σμίξιμο σπαθιών,
Ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
Ακούω τρίξιμο δοντιών.
Ήταν ξεχείλισμα πίκρας, πλημύρα εκδίκησης τετρακοσίων χρόνων ταπεινωτικής σκλαβιάς.
Μιλάει και για τη νίκη του Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια.
Τρέχουν άρματα χιλιάδες
Σαν το κύμα στο γιαλό
Αλλά οι ανδρείοι παλληκαράδες
Αψηφούν τον αριθμό.
Ω, τριακόσιοι σηκωθείτε
Και ξανάρθετε σε μας
Τα παιδιά σας θε να δείτε
Πόσο μοιάζουνε με σας.
Θυμάται και το Μεσολόγγι.
Πήγες εις το Μεσολόγγι
Την ημέρα του Χριστού
Μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
Για το τέκνο του Θεού.
Και συ αθάνατη, εσύ θεία
Που ότι θέλεις ημπορεις,
Εις τον κάμπο ελευθερία
Ματωμένη περπατείς.
Δεν ξεχνάει και τις νίκες στη θάλασσα.
Δεν νικιέσαι. Ειν’ ξακουσμένο
Στη στεριά εσύ ποτέ.
Όμως όχι, δεν ειν’ ξένο
Και το πέλαγος για σε.
Συ τες δύναμες σου σπρώχνεις
Κι αγκαλά δεν ειν’ πολλές
Πολεμώντας άλλα διώχνεις,
Άλλα παίρνεις, άλλα καις.
Α! Το φως που σε στολίζει
Σαν ηλίου φεγγοβολή,
Και μακρόθεν σπινθυρίζει
Δεν είναι , όχι από τη γη.
Και ενθουσιασμένος φωνάζει:
Μεσ’ στα χόρτα,τα λουλούδια,
Το ποτήρι δε βαστώ,
Φιλελεύθερα τραγούδια
Σαν τον Πίνδαρο θα πω.
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνω ν τα ιερά
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη
Χαίρε, ω χαίρε Ελευθεριά.