Επίσκοπος Καρχηδόνας ήταν από το 248 ο Κυπριανός, που χειροτονήθηκε λίγο καιρό μετά την μεταστροφή του στον χριστιανισμό. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντιζηλία των πρεσβυτέρων, τους οποίους ο Κυπριανός παραγκώνισε.
Κατά τον διωγμό του Δεκίου, πίστευε ότι δεν πρέπει να εκτεθεί ανυπεράσπιστος στους διώκτες του και γι’ αυτό κρύφτηκε. Από το κρησφύγετό του διοικούσε την εκκλησία και επιθυμούσε να συνδυάσει την αυστηρότητα με την επιείκεια. Πίστευε ότι όσι θυσίασαν στους θεούς χωρίς μεγάλη ανάγκη πρέπει να γίνονται δεκτοί σε ισόβια μετάνοια, κοινωνούσε δε αυτούς που ήταν ετοιμοθάνατοι.
Είπαμε επίσης ότι οι ομολογητές είχαν το δικαίωμα να συγχωρούν τους αποστάτες και έτσι πολλοί εφοδιάζονταν με τέτοιες επιστολές αγνοώντας με αυτόν τον τρόπο τις εκκλησιαστικές αρχές και την επισκοπική εξουσία.
Ο Κυπριανός θεωρούσε τις επιστολές αυτές μεσολαβητικές και είπε ότι οι αποστάτες δεν πρέπει να γίνονται δεκτοί παρά μόνο αφού περάσουν από καθορισμένο στάδιο μετανοίας. Επίσης είπε ότι οι ομολογητές θα πρέπει αυτές τις επιστολές να τις χορηγούν ατομικά στον καθένα ξεχωριστά και όχι σε ομάδες αποστατών.
Όλα αυτά βρήκαν ατιδράσεις από μερίδα πρεσβυτέρων με επικεφαλής τον πρεσβύτερο Νοβάτο και τον πλούσιο λαϊκό Φηλικίσσιμο, οι οποίος χειροτονήθηκε διάκονος. Έτσι δημιουργήθηκε το σχίσμα του Φηλικίσσιμου.
Ο Κυπριανός διακήρυξε ότι «το κέντρο της ενότητας είναι ο επίσκοπος, όταν κανείς τον αρνείται, αρνείται την εκκλησία και αυτός δεν μπορεί να έχει πατέρα το Θεό, αν δεν έχει μητέρα την εκκλησία».
Το 251 ο Κυπριανός αφόρισε τους σχισματικούς και διευθέτησε το ζήτημα των αποστατών σύμφωνα με τις αντιλήψεις του. Δηλαδή:
Α) Όσοι πρόσφεραν θυσία στα είδωλα, γίνονταν δεκτοί σε ισόβια μετάνοια και τους χορηγούσαν πλήρη άφεση τις τελευταίες μέρες της ζωής τους.
Β) Όσοι εφοδιάστηκαν με πιστοποιητικά χωρίς να θυσιάσουν, γίνονταν δεκτοί νωρίτερα σε κοινωνία, αφού περνούσαν ορισμένο καιρό μετανοίας.