Η ευχή για να καρποφορήσει πρέπει να λέγεται συνεχώς. Αυτό είναι πολύ σημαντικό διότι αλλιώς δεν μπορεί να τη συνηθίσει και να την χορτάσει ο νους. Ο νους είναι ο τροφοδότης της καρδιάς, η δουλειά του είναι να κατεβάζει στην καρδιά που είναι το κέντρο της πνευματικής και σωματικής δυνάμεως οτιδήποτε καλό ή πονηρό. Άρα το ζητούμενο είναι ο νους να αδειάσει όσο το δυνατόν περισσότερο από εφάμαρτες σκέψεις και να γεμίσει με το ευλογημένο και σωτήριο Όνομα του Χριστού.
«Όταν ο ευχόμενος κρατάει τον νου του να μην φαντάζεται τίποτα, αλλά να προσέχει μόνον στα λόγια της ευχής, τότε αναπνέοντας ελαφρά με κάποια βία και θέληση δική του, τον κατεβάζει στην καρδιά και τον κρατεί μέσα δίκην κλεισούρας και λέγει με ρυθμό την ευχή: -Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με!»[1]
Ναι, υπάρχουν κάποιες τεχνικές για να κατορθώσει ο προσευχόμενος να κατακτήσει γρηγορότερα την τέχνη των τεχνών και την επιστήμη των επιστημών, δηλαδή την προσευχή, που είναι η μητέρα όλων των αρετών. Ο Γέρων Ιωσήφ μας διδάσκει:
«Εις την αρχήν λέγει μερικές φορές την ευχήν και παίρνει μίαν αναπνοήν. Κατόπιν, όταν συνηθίσει να στέκει ο νους εις την καρδίαν, λέγει εις κάθε αναπνοήν μίαν ευχήν. «Κύριε Ιησού Χριστέ»: εμβαίνει η αναπνοή, «ελέησόν με»: εβγαίνει. Αυτό γίνεται μέχρις ότου επισκιάσει και αρχίσει να ενεργεί η χάρις μέσα εις την ψυχήν. Μετά πλέον είναι θεωρία.
Η αναπνοή που είναι ενέργεια ζωτικής σημασίας για το ανθρώπινο σώμα, τώρα συνδυάζεται με την προσευχή, που και αυτή είναι επίσης ζωτικής σημασίας για την ανθρώπινη ψυχή. Καθίσταται συνεπώς η προσευχή μία ψυχοσωματική ενέργεια ακαταπαύστου χρόνου. Και λέμε ακαταπαύστου χρόνου διότι αυτή μπορεί να λέγεται παντού και πάντα. Όρθιος και καθήμενος και στο κρεβάτι και στην εργασία, «αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε» όπως λέει και ο απόστολος Παύλος.
Χρειάζεται όμως αγώνας επίμονος και αιματηρός. Όλα τα παραπάνω λέγονται «πράξις». «Το παν όμως έγκειται στον Θεό. Εάν σου δώσει. Ο Θεός είναι η αρχή και το τέλος. Η Χάρις Του ενεργεί όλα. Αυτή είναι η κινητήριος δύναμις»[2]. Ο προσευχόμενος δεικνύει την προαίρεσή του στον Θεό και Εκείνος βάζει όλα τα υπόλοιπα.
Πια είναι τα υπόλοιπα που βάζει ο Θεός; Ο στολισμός της καρδιάς με ευγενή αισθήματα αγάπης, για τον συνάνθρωπο, την χήρα, τα ορφανά, τους γέροντες. Ο Θεός που είναι αγάπη, δεν έχει αγάπη, είναι αυτός ο ίδιος αγάπη, δίνει στον άνθρωπο αγάπη και ο άνθρωπος ως δέκτης αυτής της αγάπης την ανταποδίδει διότι δέχεται και αντανακλά την αγάπη του Θεού. «Τα σα εκ των σων» αποδίδομεν.
«Εάν λοιπόν ζητής να τον εύρης μόνον διά της ευχής, μη βγάλεις πνοήν χωρίς την ευχήν. Πρόσεχε μόνον να μη δέχεσαι φαντασίες. Διότι το θείον είναι ανείδεον, αφάνταστον, αχρωμάτιστον, είναι υπερτέλειον. Δεν δέχεται συλλογισμούς. Ενεργεί ως αύρα λεπτή εν ταις διανοίαις ημών»[3].