Μετά τον θάνατο του Ιωσήφ «ανέστη βασιλεύς έτερος» ο οποίος δεν γνώριζε την ιστορία και τις υπηρεσίες του Ιωσήφ προς τον αιγυπτιακό λαό στα εδάφη του οποίου βρίσκονταν οι ισραηλίτες. Ποιος όμως ήταν αυτός ο βασιλεύς; Οι πόλεις Πειθώμ και Ραμεσή που αναφέρει η Βίβλος κτίστηκαν υπό του Ραμσή ΙΙ ο οποίος για 64 χρόνια ήταν Φαραώ στην Αίγυπτο, διάστημα αρκετό για την ιστορία της Εξόδου των Εβραίων. Ο Ραμσής βασίλευσε από το 1300-1233 π.Χ, άρα τότε τοποθετούν πολλοί ιστορικοί και την Έξοδο.
Άλλοι όμως ιστορικοί πιστεύουν στηριζόμενοι στο Γ΄ βασιλ. 6,1 κατά το οποίο η έναρξη την οικοδομής του Ναού του Σολομώντος έγινε το 968 π.Χ. Έχουν λοιπόν την γνώμη ότι 968+480=1448 π.Χ είναι το έτος της εξόδου. Τότε βασιλιάς ήταν ο Αμενόφις Φαραώ. Επομένως επί του πατρός του Τουθμώσιος Γ΄ (1515-1461 π.Χ) έγινε η καταπίεση των Ισραηλιτών και επί του υιού του Αμενόφιος πραγματοποιήθηκε η έξοδος. Το χρονολογικό αυτό ζήτημα παραμένει ανοικτό.
Η καταναγκαστική εργασία στην οποία επιδόθηκαν οι Ισραηλίτες αποδίδεται πολύ χαρακτηριστικά στην τοιχογραφία των Θηβών στην οποία παριστάνονται αιχμάλωτοι να κατασκευάζουν πλίνθους υπό το μαστίγιο του επιστάτου. Τούτο είναι δείγμα της ιστορικής αξιοπιστίας της Βίβλου.
Μέσα λοιπόν σε αυτήν την δύσκολη ιστορικά εποχή για τους αιχμάλωτους ισραηλίτες γεννήθηκε ο Μωυσής. Την εποχή εκείνη να σημειώσουμε πως ο Φαραώ είχε δώσει εντολή στις μαίες να φονεύουν όλα τα αρσενικά παιδιά των Ισραηλιτών διότι αυτοί είχαν πληθύνει αρκετά μέσα στην Αίγυπτο.
Οι γονείς του Μωυσή ήταν ο Αμβράμ και η Ιωχαβέδ οι οποίοι προφανώς πριν την εντολή του Φαραώ είχαν αποκτήσει και άλλα δύο παιδιά, τον Ααρών και την Μαρία.
Η μητέρα του Μωυσή μόλις τον γέννησε φωτίστηκε από τον Θεό ότι επρόκειτο αυτός να γίνει σπουδαίος, προορισμένος για υψηλή αποστολή και τον τοποθέτησε σε ένα καλάθι αλειμμένο με πίσσα όπως ακριβώς και η κιβωτός του Νώε και το τοποθέτησε στην άκρη του Νείλου ποταμού. Εκεί η Μαρία, αδελφή του Μωυσή, κατασκόπευε αυτό ελπίζοντας πως κάποιος θα το παραλάβει.
Πράγματι, η κόρη του Φαραώ κατέφτασε στον ποταμό να λουσθεί και ανακάλυψε το καλάθι με το μωρό. Το λυπήθηκε δε αυτό και είπε «εβραιόπουλο είναι αυτό». Από που όμως κατανόησε η κόρη του Φαραώ ότι το παιδί ήταν εβραιόπουλο; Από την περιτομή· είναι οπωσδήποτε η απάντηση.
Η θυγατέρα του Φαραώ μεγάλωσε το παιδί και το ονόμασε Μωυσή.
Η ΦΥΓΗ ΤΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΜΑΔΙΑΜ
Ο Μωυσής καθ’ όλο το διάστημα που ζούσε στα βασιλικά ανάκτορα διατηρούσε την εθνική του συνείδηση ως απόγονος του Ιακώβ. Εξήλθε λοιπόν να συναντήσει τους ομοεθνείς του οι οποίοι καταπιέζονταν υπό των Αιγυπτίων. Η έξοδός του αυτή δεν ήταν μια προσωρινή συνάντηση, αλλά μία πράξη πίστεως για οριστική εγκατάλειψη της βασιλικής θέσεως που κατείχε. Στην πρώτη του αυτή εξόρμηση, έγινε αυτόπτης μάρτυρας μιας κακομεταχείρισης ενός εβραίου από έναν αιγύπτιο επιστάτη. Βλέποντας τριγύρω του πως δεν τον έβλεπε κανένας φόνευσε τον αιγύπτιο, όμως η πράξη του αυτή έγινε γνωστή στα βασιλικά ανάκτορα.
Ο ιερός Αυγουστίνος δεν απαλλάσσει τον Μωυσή τελείως της ευθύνης του φόνου, αν και αυτός έγινε σε κατάσταση αμύνης και έτσι λέει «δια τούτο εξορίσθη εις Μαδιάμ». Ο Θεός τον διώκει στην έρημο για να τον κάνει πιο ώριμο για την ηγεσία των Ισραηλιτών που θα αναλάμβανε αργότερα.
Φθάνοντας στη γη Μαδιάμ κάθισε να δροσιστεί και να αναπαυθεί κοντά σε ένα πηγάδι. Εκεί διαπληκτίστηκε με κάποιους βοσκούς οι οποίοι εξεδίωξαν από το πηγάδι τις κόρες του ιερέως της περιοχής Ιοθόρ. Η πράξη του αυτή ήταν εξαιρετικά γενναία και έτσι ο Ιοθόρ τον κάλεσε στο σπίτι του.
Ο Ιοθόρ του έδωσε για γυναίκα την κόρη του Σεπφώρα με την οποία απέκτησε δύο γιους. Το Γηρσάμ και τον Ελιέζερ.
Μετά δε από πολλά έτη ξενιτείας στη γη Μαδιάμ πληροφορήθηκε πως ο βασιλιάς ο οποίος καταπίεζε τους ισραηλίτες πέθανε. Πρόκειται μάλλον για τον Ραμσή ΙΙ ο οποίος βασίλευσε στην Αίγυπτο για μακρύ χρονικό διάστημα. Οι Ισραηλίτες πανηγυρικά δέχτηκαν την είδηση του θανάτου του Φαραώ ελπίζοντας πλέον πως θα ξαποστάσουν από τον βαρύ ζυγό των καταναγκαστικών έργων. Από την άλλη ο Μωυσής έζησε 40 χρόνια στην αφάνεια όπως ακριβώς και ο Χριστός, ο οποίος για 30 χρόνια έζησε κα αυτός με παρόμοιο τρόπο πριν ξεκινήσει το σωτήριο έργο Του. Η μόνωση λοιπόν είναι η πνευματική τροφή των μεγάλων ανθρώπων.