Στη Δύση ο Ρογήρος Β΄ ανακηρύχτηκε βασιλιάς στο Παλέρμο της Σικελίας και με την ευλογία της παπικής εκκλησίας ένωσε την Ν. Ιταλία και την Σικελία κάτω από το σκήπτρο του. Αυτές οι περιοχές ανήκαν στους Βυζαντινούς.
Το 1141 ο Μανουήλ Κομνηνός διαδέχτηκε τον πατέρα του Ιωάννη στον θρόνο. Αυτός πίστευε πωψς μπορούσε να ξαναενώσει το Ανατολικό με το Δυτικό κομμάτι της αυτοκρατορίας και γι’ αυτό έκανε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ιταλία, Ουγγαρία και Αίγυπτο. Ο Μανουήλ σχεδίαζε να κατακτήσει την Ν. Ιταλία διώχνοντας τους Νορμανδούς και γι’ αυτό συμμάχησε με τον αυτοκράτορα της Γερμανίας Κορνάδο Γ΄ (1138-1152). Τα σχέδιά του θα πετύχαιναν αλλά έγινε η δεύτερη σταυροφορία.
Η δεύτερη σταυροφορία έγινε γιατί οι μουσουλμάνοι κατέλαβαν την Έδεσσα (1144) κι έτσι τα Φραγκικά κράτη κινδύνευσαν. Τα Φραγκικά κράτη δεν συνεργάζονταν μεταξύ τους, ούτε με το Βυζάντιο, γιατί ο πάπας τους το απαγόρευε. Στην σταυροφορία αυτή πήραν μέρος ο βασιλιάς της Γαλλάις Λουδοβίκος Ζ΄ και ο βασιλιάς της Γερμανίας Κορνάδος Γ΄. Πρώτος πέρασε στη Μ. Ασία ο Κονράδος και κατόπιν ο Λουδοβίκος. Ο Μανουήλ αρχικά ήθελε να έχει μαζί τους συνεργασία, όμως επήλθε ψυχρότητα, όταν δημιουργήθηκε πρόβλημα από την λεηλασία των τροφίμων στην χώρα. Μάλιστα οι σύμβουλοι του Λουδοβίκου τον συμβούλευσαν να λεηλατήσει την Κωνσταντινούπολη.
Οι Γερμανοί του Κονράδου νικήθηκαν από τους Τούρκους και επέστρεψαν στη Νίκαια όπου ενώθηκαν με τους Γάλλους. Και οι δύο μαζί νικήθηκαν στη Δαμασκό και γύρισαν πίσω περνώντας από την Θεσσαλονίκη.
Μετά τον θάνατο του Νορμανδού βασιλιά της Ν. Ιταλίας ο Μανουήλ εκστράτευσε στην Ν. Ιταλία, αλλά ο διάδοχος του Κονράδου Φρειδερίκος Βαρβαρόσσας επέτυχε σημαντικές νίκες εναντίον του Μανουήλ κι έτσι ο Μανουήλ υποχρεώθηκε να συνάψει συνθήκη με τους Νορμανδούς και να αποχωρήσει από την Ιταλία.
Ο Μανουήλ επιθυμούσε την ένωση των εκκλησιών και επιζητούσε την βοήθεια του πάπα. Ήρθε σε επικοινωνία με τον πάπα Αλέξανδρο Γ΄ (1176) και του ζήτησε σταυροφόρους να τον βοηθήσουν στον πόλεμο εναντίον των Τούρκων. Συγκλήθηκε σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήρθαν αντιπρόσωποι του πάπα Καλίστου Γ΄. Πατριάρχης ήταν ο Μιχαήλ ο του Αγχιάλου. Οι συζητήσεις όμως παρέμειναν άκαρπες. Ο πατριάρχης άλλωστε ήταν εχθρός της ενώσεως. Έτσι ο Μανουήλ υποχώρησε βλέποντας και τις δύο πλευρές ανένδοτες.