37 συναδριάσεις αφιερώθηκαν στο ζήτημα του αλαθήτου του πάπα. Στις 18 Ιουλίου 1870 έγινε ψηφοφορία, στην οποίαυπερψήφισαν την πρόταση 533 επίσκοποι και την καταψήφιασαν μόνο δύο. Πριν γίνει όμως η ψηφοφορία είχαν αποχωρήσει 60 επίσκοποι.
Το δόγμα που ψηφίστηκε λέει τα εξής: «Ο πάπας ως διάδοχος του Πέτρου, αντιπρόσωπος του Χριστού και κεφαλή της εκκλησίας, κατέχει την πλήρη και άμεση επισκοπική εξουσία σ’ ολόκληρη την εκκλησία και σε κάθε επισκοπή χωριστά. Αυτή η εξουσία επεκτείνεται στα θέματα της πίστεως, της ηθικής καθώς και στην πειθαρχία και την εκκλησιαστική διοίκηση. Οι επίσκοποι οφείλουν υπακοή στον πάπα σε θέματα όχι μόνο πίστεως και των ηθών, αλλά και της ζωής και της διοικήσεως της εκκλησίας»
«Ο Ρωμαίος ποντίφηκας όταν μιλάει ex cathedra , δηλαδή όταν εκτελεί το καθήκον του ως ποιμένας και διδάσκαλος όλων των χριστιανών , από την υψηλή αποστολική του αυθεντία, ορίζει δόγματα σχετικά με την πίστη και τα ήθη, τα οποία πρέπει να γίνονται δεκτά από ολόκληρη την εκκλησία. Με τη θεία βοήθεια , που του υποσχέθηκε ο μακάριος Πέτρος, κατέχει το αλάθητο με το οποίο ο ο θείος Λυτρωτής επιθυμούσε να είναι προικισμένη η εκκλησία του».
Την επόμενη μέρα αυτής της αποφάσεως κηρύχθηκε πόλεμος ανάμεσα στη Γαλλία και στην Πρωσσία. Τα Γαλλικά στρατεύματα που υποστήριζαν τον πάπα, αποχώρησαν από τη Ρώμη και μπήκαν σ’ αυτή τα Ιταλικά. Με άλλα λόγια ο πάπας είδε την κατάλυση του κράτους του και την αποτυχία της πολιτικής του. Στο τέλος της ζωής του λένε ότι είπε: «Ελπίζω ο διάδοχός μου να είναι τόσο πιστός στην εκκλησία όσο και εγώ και θα έχει τον ίδιο πόθο να κάνει το καλό πέρα. Από αυτό παρατηρώ ότι όλα άλλαξαν. Το σύστημά και η πολιτική μου είναι ξεπερασμένα, όμως εγώ είμαι τόσο γέρος που δεν μπορώ να αλλάξω την πορεία μου. Αυτό θα είναι έργο του διαδόχου μου».
Μετά τη σύνοδο υπήρξαν αρκετές αντιδράσεις, αλλά υποτάχθηκαν για να μη δημιουργηθεί σχίσμα. Στη Γερμανία όμως τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα, γιατί όσοι διαφωνούσαν κινήθηκαν να ιδρύσουν εκκλησία «Παλαιοκαθολικών». Πρωταγωνιστής στην κίνηση αυτή ήταν ο Ντέλλιγκερ. Το 1871 έγινε το συνέδριο του Μονάχου, στο οποίο ιδρύθηκε η Παλαιοκαθολική εκκλησία. Ο καθηγητής της θεολογίας Ρέινκενς χειροτονήθηκε επίκσοπος της νέας εκκλησίας από τον επίσκοπο Γιανσενιστών της Ουτρέχτης για να διατηρηθεί η αποστολική διαδοχή. Αυτή λοιπόν αποτελεί μία μαρτυρία ότι μπορεί να υπάρξει καθολικισμός και χωρίς τον πάπα. Με τους Παλαιοκαθολικούς άρχισαν συζητήσεις με τη δική μας εκκλησία για την ένωση το 1875 και συνεχίζονται ακόμη χωρίς όμως να φαίνεται ότι θα ολοκληρωθούν κάποτε.