Εισηγητής του Ευσεβισμού είναι ο Φίλιππος Σπένερ, ο οποίος το 1675 δημοσίευσε το βιβλίο pia desideria, στο οποίο εξέθετε τις αδυναμίες της εκκλησίας και πρότεινε ορισμένα μέτρα για διόρθωση. Παρατήρησε ότι η λατρεία είναι τυπική και άψυχη, διαπίστωσε ότι ο ευαγγελικός ζήλος και η απλότητα θα μπορούσε να κάνει το κήρυγμα ζωντανό και κατάλληλο για τις καθημερινές ανάγκες. Πρέπει να αποκατασταθεί ο φόβος του Θεού και η ευσέβεια, το δε κήρυγμα να πάρει χαρακτήρα ευσέβειας. Ίδρυσε τα colllegia pietatis για την διάδοση των ιδεών και συμπεριέλαβε σ’ αυτά κληρικούς και λαϊκούς με σκοπό να μεταμορφώσουν τον τρόπο ζωής τους. Το 1694 ο Σπένερ ίδρυσε το πανεπιστήμιο της Χάλλης στο Βερολίνο. Μέσω αυτού διοργανώθηκε ιεραποστολή στρην Ν. Ινδία και στην Αμερική.
Όταν στην κίνηση του Ευσεβισμού προσχώρησε ο κόμης Φον Τσίτσεντορφ το κίνημα ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο. Το 1722 ο Τσίτσεντορφ προσέφερε άσυλο στους Μοραβούς πρόσφυγες οι οποίοι καταδιώχτηκαν από του Αψβούργους. Κατόπιν εγκαταστάθηκαν στο Χέρρενχου, το οποίο έγινε δυναμικό κέντρο ευσεβιστικής κινήσεως. Το 1727 ιδρύθηκε η Εκκλησία των Μοραβών, στην οποία τονίστηκε η σημασία της εσωτερικής προσωπικής εμπειρίας, της μεταστροφής και το ομαδικό πνεύμα ενισχύθηκε με την βαθιά προσωπική σχέση με τον Χριστό. Ο Τσίτσεντορφ έλεγε «όπιος θέλει να καταλάβει τον Θεό με το νουτου, γίνεται άθεος».
Η «Εκκλησία των Αδελφών» όπως ονομάστηκε είχε επίσκοπο τον Τσίτσεντορφ, ο οποίος όμως δεν προσπάθησε να δημιουργήσει σχίσμα. Ο Τσίτσεντορφ υπήρξε ο μεγαλύτερος Γερμανός ευαγγελιστής μετά τον Λούθηρο με τεράστιο ιεραποστολικό έργο σε όλο τον κόσμο.
Ο ευσεβισμός όμως δεν κράτησε πολύ, η εσωτερική ανακαίνιση που δίδασκε μέσω της προσωπικής εμπειρίας κατήντησε τυποιποιημένη και βαρετή. Έτσι στα μέσα του ΙΗ΄ αι. ο Ευσεβισμός υποχώρησε και φάνηκε ότι ο γερμανικός λαός ζητούσε ένα πιο αυθεντικό κήρυγμα του ζωντανού Ευαγγελίου.