Ο άγιος Μάμας καταγόταν από την Γάγγρα της Παφλαγονίας της Μ. Ασίας. Οι γονείς του Θεόδοτος και Ρουφίνα ευσεβείς χριστιανοί και ομολογητές της πίστεως, συνελήφθησαν από τους ειδωλολάτρες και φυλακίστηκαν στην Καισάρεια. Η Ρουφίνα γέννησε τον άγιο μέσα στο δεσμωτήριο. Μετά από λίγο οι δύο ομολογητές πέθαναν και το βρέφος ανέλαβε να αναθρέψει μία ευσεβής πατρικία, ονομαζόμενη Αμμία. Επειδή το παιδί ψελλίζοντας καλούσε την θετή του μητέρα «μάμα», ονομάστηκε Μάμας.
Όταν ο Μάμας έγινε δεκαπέντε ετών, ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός (220-275) πρόσταξε την ημέρα του Διός όλοι οι μαθητές να προσφέρουν θυσίες στους θεούς. Ο Μάμας πιστός στις διδαχές της Αμμίας που του άφησε προτού πεθάνει, όχι μόνο αρνήθηκε να υπακούσει στο διάταγμα, αλλά παρέσυρε και τους συμμαθητές του να μιμηθούν το ανδρείο παράδειγμά του, με αποτέλεσμα να παραδοθεί στον ηγεμόνα της Καισαρείας της Καππαδοκίας Δημόκριτο. Αυτός όμως δεν είχε δικαίωμα να τον τιμωρήσει ως κληρονόμο της πλουσιωτάτης Αμμίας, τον έστειλε γράμμα στον αυτοκράτορα, ο οποίος εκστρατεύοντας κατά της Παλμύρας (272), βρισκόταν εκείνο τον καιρό στις Αιγές.
Ο Αυρηλιανός προσπάθησε πότε με υποσχέσεις και πότε με απειλές να πείσει τον Μάμαντα να θυσιάσει στον θεό Σέραπι. Ο Μάμας όμως αντιστάθηκε με τόλμη και τότε ο ηγεμόνας διέταξε να τον ραβδίσουν. Ελπίζοντας ότι από τους πόνους θα υπέκυπτε και του είπε με πονηριά: «Πες μόνο με τα χείλη πως θυσιάζεις, και αμέσως θα σε ελευθερώσω». Αλλά ο Μάμας απάντησε: «Ούτε με τα χείλη ούτε με την καρδιά θα αρνηθώ τον αληθινό Θεό, αυτοκράτορ, αλλά σου είμαι ευγνώμων, διότι με τα βάσανα αυτά με κάνεις καλύτερο φίλο του αγαπημένου Χριστού».
Έκαυσαν τότε όλο του σώμα με αναμμένους δαυλούς και τον κτύπησαν με πέτρες. Διαφυλάχτηκε όμως αβλαβής από τα μαρτύρια, διέταξε να δέσουν στον λαιμό του βαρειά μολύβδινη σφαίρα και να τον πετάξουν στη θάλασσα. Ενώ οι στρατιώτες τον οδηγούσαν δεμένο, άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε, τον απελευθέρωσε και τον πρόσταξε να ανεβεί στο όρος της Καισαρείας.
Εκεί ο άγιος έζησε με αδιάλειπτη προσευχή, έχοντας συντροφιά τα άγρια ζώα. Άρμεγε τις ελαφίνες και με το γάλα τους έπηζε τυρί κρατούσε λίγο για να τρέφεται και το υπόλοιπο κατέβαινε και το μοίραζε στους πτωχούς της Καισαρείας.
Όταν ο νέος διοικητής της Καππαδοκίας Αλέξανδρος άκουσε για τον Μάμαντα, έστειλε ιππείς να του τον φέρουν. Ο άγιος προεγνώρισε τον ερχομό τους και τους φιλοξένησε με ψωμί και τυρί. Ύστερα κατέβηκαν στην πόλη, όπου ο Μάμας ομολόγησε στον Αλέξανδρο τον Χριστό. Νέα βασανιστήρια υπέστη ο άγιος. Ξέσχισαν τις σάρκες του με σιδερένια νύχια και τον έριξαν σε αναμμένη κάμινο. Επειδή ο άγιος διαφυλάχτηκε αβλαβής, τον έριξαν στα θηρία. Αυτά όμως, αντί να τον κατασπαράξουν, εκυλίοντο στα πόδια του και τον έγλυφαν. Απελ΄πισμένος ο Αλέξανδρος πρόσταξε έναν στρατιώτη να τον διαπεράσει με μια τρίαινα. Κρατώντας τα χυμένα σπλάχνα του στα χέρια ο άγιος Μάμας βγήκε από το στάδιο βαδίζοντας περίπου 250 μέτρα πήγε και ξάπλωσε σε ένα σπήλαιο.
Εκεί άκουσε φωνή από τον ουρανό που τον καλούσε στις αιώνιες μονές και αγαλλόμενος παρέδωσε την ψυχή του στον Θεό.
Ταις των σων αγίων πρεσβείαις,
Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς.
Αμήν.