Πριν από την ένσαρκον οικονομία του Κυρίου ο αρχάγγελος Μιχαήλ με πολλούς τρόπους έδειξε την συμπάθεια και την φροντίδα του προς το ανθρώπινο γένος. Όταν ο απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος πέρασε από τις Κολοσσές της Φρυγίας για να κηρύξει το Ευαγγέλιο, προείπε ότι ο παμέγιστος Μιχαήλ επρόκειτο να επισκιάσει με τη χάρη του τον τόπο, τον λεγόμενο Χαιρέτοπα. Δεν πέρασε πολύς καιρός και στον τόπο αυτό ανέβλυσε θαυματουργικά από τη γη πηγή, που θεράπευε όλες τις ασθένειες. Ένας πιστός , του οποίου η κόρη είχε θεραπευτεί από το αγίασμα, εις ένδειξη ευγνωμοσύνης έκτισε στον τόπο εκείνο περικαλλή ναό αφιερωμένο στον αρχάγγελο Μιχαήλ.
Ενενήντα χρόνια αργότερα κάποιος νέος από την Ιεράπολη, ονομαζόμενος Άρχιππος, πήγε στον ναό του αρχαγγέλου να τον υπηρετήσει ως νεωκόρος. Τόσος ήταν ο ζήλος του και η ασκητική του ζωή ώστε σύντομα έλαβε το χάρισμα της θαυματουργίας. Ο διάβολος φθόνησε τον Άρχιππο και κίνησε εναντίον του τον φθόνο των ειδωλολατρών οι οποίοι κατ’ επανάληψη των κτύπησαν και τον εξύβρισαν. Δοκίμασαν να αναμείξουν τα νερά του ποταμού Χρύσου με το αγίασμα ώστε να αποβάλλει την ιαματική του δύναμη, αλλά ο αρχάγγελος αοράτως αναχαίτισε την ροή του ποταμού.
Άλλη φορά πάλι έσκαψαν βαθειά τάφρο, την περιέφραξαν και μετέφεραν εκεί με αυλάκια τα νερά των ποταμών Λυκοκάστρου και Κούφου. Όταν θα άνοιγαν το φράγμα, τα συγκεντρωμένα νερά με την ορμή τους θα καταπόντιζαν τον ναό και τον Άρχιππο και θα εξαφάνιζαν το αγίασμα.
Ο Άρχιππος αντιλήφτηκε τι μηχανεύονταν οι ασεβείς και με θερμά δάκρυα παρακαλούσε τον αρχάγγελο να επέμβει. Ο Μιχαήλ άκουσε την προσευχή του, του εμφανίστηκε και τον καθησύχασε. Έπειτα στάθηκε σαν στύλος πυρός στην πέτρα, προς την οποία κατευθύνοντο τα νερά, και χάραξε επάνω της με το ραβδί του το σημείο του σταυρού. Αμέσως με φοβερή βροντή έσεισε την γη, σχίσθηκε η πέτρα και ο αρχάγγελος πρόσταξε τα νερά να χυθούν στο ρήγμα της. Από τότε τα νερά του ποταμού χώνονται εκεί με παράδοξο τρόπο γι’ αυτό και ο τόπος ονομάστηκε «Χώναι», προς δόξαν του Θεού και τιμήν του θερμού μας αντιλήπτορος αρχαγγέλου Μιχαήλ.
Ο άγιος Ρωμύλος ήταν στενός συνεργάτης του ειδωλολάτρη αυτοκράτορος Τραϊανού (98-117). Κάποτε εστάλη στην Γαλατία για να εξαναγκάσει 11.000 χριστιανούς στρατιώτες να προσκυνήσουν τα είδωλα. Επειδή όμως αυτοί αρνήθηκαν να εκτελέσουν το πρόσταγμα θανατώθηκαν εξόριστοι στη Μελιτηνή της Μικρής Αρμενίας. Ο Ρωμύλος μετανόησε για την πράξη του, κατέκρινε τον εαυτό του και τότε τον επισκίασε η Θεία Χάρη. Πίστεψε στον Χριστό Τον οποίο ομολόγησε μπροστά στον Τραϊανό. Έτσι απετμήθη την κεφαλή λαμβάνοντας τον στέφανο του μαρτυρίου.
Ο άγιος μάρτυς Ευδόξιος έζησε δύο αιώνες αργότερα επί της εποχής του Διοκλητιανού και του μεγάλου διωγμού των χριστιανών (303-305).Είχε το αξίωμα του κόμη το οποίο όμως δεν τον ενδιέφερε, προτιμώντας αντ’ αυτού το ένδοξο όνομα του χριστιανού. Ο Διοκλητιανός έμαθε για την πίστη του Ευδοξίου και έστειλε στρατιώτες να τον συλλάβουν. Ο Ευδόξιος ντύθηκε φτωχικά για να μην τον αναγνωρίσουν και προσκάλεσε στο σπίτι του τους στρατιώτες παρέχοντάς τους πλούσια φιλοξενία. Κατόπιν ομολόγησε ότι αυτός ήταν ο Ευδόξιος τον οποίο αυτοί αναζητούσαν. Οι στρατιώτες ευγνώμονες για την φιλοξενία του τον συμβούλευσαν να δραπετεύσει. Αλλά ο άγιος δεν δέχτηκε.
Οδηγήθηκε τότε στον ηγεμόνα οποίος είχε ήδη συλλάβει και άλλους στρατιώτες. Πρόσταξε όσους δεν ήθελαν να υποταχτούν στα βασιλικά διατάγματα να αποθέσουν μπροστά του τις στρατιωτικές τους ζώνες. Ο Ευδόξιος έλυσε την ζώνη του και την πέταξε στο πρόσωπο του ηγεμόνα. Το ίδιο έκαναν και άλλοι χίλιοι εκατόν τέσσερις στρατιώτες. Ο αυτοκράτορας διέταξε να θανατωθούν μόνο οι πρωταίτιοι της αντιδράσεως.
Καθώς ο Ευδόξιος βάδιζε προς το μαρτύριο είδε μπροστά του τον στενό του φίλο Ζήνωνα τον οποίο κάλεσε στην βασιλική οδό του μαρτυρίου. Ο Ζήνωνας αμέσως ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό και αποκεφαλίστηκε μαζί με τον Ευδόξιο.
Ύστερα από επτά μέρες ο Ευδόξιος εμφανίστηκε στην γυναίκα του μέσω της οποία κάλεσε και τον φίλο του Μακάριο να ομολογήσει τον Χριστό και να μαρτυρήσει. Ο Μακάριος χωρίς να χάσει χρόνο, ομολόγησε τον Χριστό και απετμήθη την κεφαλή παραδίδοντας την ψυχή του στον Θεό.
Ο άγιος Μάξιμος γεννήθηκε το 1886 στο χωριό Ζντένια της Καρπαθορωσίας. Από παιδί διακρίνονταν για την ευσέβειά του. Έναν πόθο είχε, να γίνει ιερέας ή μοναχός γι’ αυτό μόλις τελείωσε το γυμνάσιο εισήλθε ως δόκιμος σε ουνιτικό μοναστήρι της περιοχής του. Σύντομα απογοητεύτηκε από την εκεί ζωή και μετέβη μετά από τρεις μήνες στη Λαύρα του Ποτσάεφ της Βολυνίας (Δυτική Ουκρανία).
Ενώ ήταν ακόμη δόκιμος, ο μητροπολίτης Κιέβου Αντώνιος Χραποβίτσκυ (1863-1936) επισκέφθηκε τη μονή ζητώντας από τον ηγούμενο έναν δόκιμο με σκοπό να τον χειροτονήσει ιερέα. Ο κλήρος έπεσε στον Μάξιμο.
Εγκατέλειψε την μοναχική οδό, παντρεύτηκε με μία Λευκορωσίδα και το 1911 ο Μητροπολίτης Αντώνιος τον χειροτόνησε ιερέα. Αμέσως μετά ανέλαβε τα ποιμαντικά του καθήκοντα. Τέλεσε την πρώτη ορθόδοξη λειτουργία μετά την επιβολή της Ουνίας στο χωριό Κραμπ (κοντά στη πατρίδα του). Όταν επέστρεψε σπίτι του, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε βαρύ πρόστιμο και οκτώ ημέρες φυλάκιση. Ο π. Μάξιμος όμως ήταν ανυποχώρητος και συνέχισε να λειτουργεί σε γειτονικά χωριά.
Φυσικό ήταν και πάλι να συλληφθεί, και αυτή τη φορά να οδηγηθεί αλυσοδεμένος σε φυλακή του Λβωφ. Πέρασε δύο χρόνια στη φυλακή ανακρινόμενος ώσπου τον Ιούνιο του 1914 αθωώθηκε αυτός και η συνοδεία του και επέστρεψε στο χωριό του με κλονισμένη όμως την υγεία του.
Τον Αύγουστο, παραμονή του Α΄Παγκοσμίου πολέμου συνελήφθη και πάλι, αυτή τη φορά μαζί με την εγκυμονούσα σύζυγό του, τους γονείς του, και ορθοδόξους συγχωριανούς. Τους έσυραν όλους αλυσοδεμένους στις φυλακές του Γκόρλιτσε. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1914 τον έβγαλαν από το κελί του και του ανακοίνωσαν ότι είχε καταδικαστεί σε θάνατο. Καθώς του έδεναν τα χέρια και τα μάτια, είπε ήρεμα: «Δεν χρειάζεται, δεν πρόκειται να φύγω». Τον ντουφέκισαν μπροστά στα μάτια των γονέων του. Ο μάρτυς πρόλαβε να φωνάξει: «Ζήτω η Ορθοδοξία». Ένας από τους φονείς τον αποτελείωσε ρίχνοντάς του άλλες τρεις τουφεκιές που τίναξαν τα μυαλά του στους τοίχους της φυλακής.
Το 1922 η λάρνακα με το λείψανό του μεταφέρθηκε στο χωριό Ζτένια και ενταφιάστηκε δίπλα στην Εκκλησία. Έκτοτε ο τάφος του προσελκύει πολλούς προσκυνητές και η τιμή του ως αγίου εξαπλώθηκε μεταξύ των ορθόδοξων Καρπαθορώσων.
Ταις των σων αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς αμήν.